Τὸ λεωφορεῖο τοῦ χρόνου
ἀρχ/του Δανιήλ Ἀεράκη
Τρία ἤ δύο μέρη;
• Συνήθω ς διακρίνουμε τὸ χρόνο
σὲ τρία μέρη: Στὸ παρελθόν, στὸ
παρὸν καὶ στὸ μέλλον. Ἡ τριμερὴς αὐτὴ διάκρισις δὲν φαίνεται νὰ ἔχη ἀντικειμενικὴ ὑπόστασι. Ἂν θελήσουμε
νὰ προσδιορίσουμε τὸ παρόν, θὰ διαπιστώσουμε, ὅτι δὲν ἀποτελεῖ
τίποτε περισσότερο ἀπό μιὰ διαχωριστικὴ
τομὴ ἀνάμεσα στὸ παρελθὸν καὶ στὸ μέλλον. Πρῶτος τό τόνισε αὐτὸ ὁ
Ἀριστοτέλης: «Τό μεν παρελθὸν γέγονε,
τὰ δὲ τοῦ μέλλοντος μέλλει γενέσθαι · τό δὲ νῦν οὐ μέρος».
Ροὴ χρόνου
• Παρόν! Δὲν εἶναι μέρος τοῦ χρόνου. Ὑπάρχει τὸ πρὸ καὶ τὸ μετά.
Στὴ μέση τό παρόν, ἢ μᾶλλον ὁ Παρών.
•Ὁ Παρὼν εἶναι Ἄχρονος. Εἶναι ὁ Ἄχρονος Θεός. Ὁ χρόνος
εἶναι συνυφασμένος μὲ τὸ χῶρο καὶ
μὲ τὴ δημιουργία. Ἡ ἀρχὴ τοῦ δρόμου
δὲν εἶναι δρόμος. Ἡ ἀρχὴ τοῦ χρόνου
δὲν εἶναι χρόνος. Ἡ ἀρχὴ τῆς δημιουργίας δὲν εἶναι δημιουργία. Ἡ Ἀρχὴ
τῆς Θεότητας; Εἶναι Θεότητα. Δὲν ὑπάρχει χρόνος, πού δὲν ὑπάρχει
Θεός.
• Ὁ Θεὸς δὲν ἔχει ἀρχή. Εἶναι ἡ Ἀρχή: «Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ
Θεὸς τὸν οὐρανόν καὶ τὴν γῆν». «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν
Θεὸν καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος» (Ἰωάν. α' 1). Ὅταν ὁ Θεὸς ἀπεφάσισε νὰ κατασκευάση
τὸ δρόμο, διὰ τοῦ ὁποίου φανερώνεται
ὅτι ὑπάρχει, μπῆκε στὴ ζωή μας καὶ ὁ χρόνος. Ὀ δρόμος εἶναι ἡ πορεία τοῦ
κτιστοῦ δημιουργήματος ἀπὸ τὸν
Ἄκτιστο Θεό. Τὸ λεωφορεῖο τοῦ χρόνου ξεκίνησε. Τρέχει μὲ τὴν ταχύτητα τῶν ἀστέρων. Τρέχει μὲ τὴ
ροὴ τῶν ποταμῶν. Τρέχει μὲ τοὺς
κτύπους τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς. Τρέχει... «Τὰ πάντα ρεῖ» στὸ ποτάμι τοῦ χρόνου. Ὁ Θεὸς παραμένει Ἄχρονος,
τὰ δημιουργήματά Του ὅμως μπῆκαν στὴν τροχιὰ τοῦ χρόνου. Παραστατικό
το ποίημα τοῦ Δροσίνη:
Πές μου ποτάμι πού τρελὰ μέσα
στοὺς κάμπους τρέχεις
καὶ τόσες ὀμορφιές τῆς γῆς μὲ
τὰ νερά σου βρέχεις,
γιατί μᾶς ψάλλεις θλιβερὸ
σκοπὸ μὲ τὴ φωνή σου;
Ποιὸς ἄλλος ζεῖ τέτοια ζωὴ γλυκειά
σὰν τὴ δική σου;
Κι ἐκεῖνο ἀποκρίθηκε: Τί εὐτυχία
ἔχω,
ἀφοῦ ἡ μοῖρα μού 'γραψε αἰώνια
νὰ τρέχω;
Ἂν ροδοδάφνες γέρνουνε μὲ χάρη
στὰ νερά μου,
ἂν λυγαριὲς κι ἀγράμπελες ἀνθίζουν
στὰ πλευρά μου,
μήπως μπορῶ νὰ τὶς χαρῶ καὶ νὰ
τὶς ἀγαπήσω;
Περνῶ, τὶς βλέπω μιὰ στιγμὴ καὶ
τὶς ἀφήνω πίσω...
Καὶ τὸ ποτάμι σώπασε κι ἀφήνει
τὸ διαβάτη
μὲ πικραμένη τὴν καρδιά, μὲ δακρυσμένο
μάτι,
γιατί μιὰ μαύρη, μιὰ σκληρὴ ἰδέα
τὸν τρομάζει,
πώς κι ἡ δικιά του ἡ ζωὴ μὲ τὸ ποτάμι
μοιάζει.
• Ἠ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου μοιάζει μὲ
τὸ ποτάμι. Τρέχει καὶ κυλᾶ. Βρίσκει δυσκολίες. Βρίσκει καὶ ἀνθισμὲνα
λουλούδια. Μὰ οὔτε τὰ βράχια προλαβαίνει νὰ τὰ φωτογραφίση, οὔτε τὰ
λουλούδια νὰ τὰ ζωγραφίση.
«Καὶ ἡ δικιά του ἡ ζωὴ μὲ τὸ ποτάμι μοιάζει...». Τρέχει, μὰ δὲν
χάνεται. Ξεχύνεται στὴν ἀπεραντωσύνη τῆς θάλασσας. Καὶ ἡ ζωὴ μᾶς
τρέχει. Δὲν σταματᾶ. Δὲν πηγαίνει στὸ μηδέν.
Καταλήγει στὴν πανέμορφη θάλασσα τῆς αἰωνιότητας.
Παρόν. ΠΑΡΩΝ
• Τὸ παρὸν
εἶναι παρὸν πραγματικὰ μόνο ὡς πρόσωπο. Ὁ Θεὸς διὰ μέσου τῶν δημιουργημάτων
Του, φωνάζει: Παρών!
—Μὲ κρύβουν τὰ δημιουργήματά
μου, ἢ μᾶλλον μὲ φανερώνουν τὰ δημιουργήματά μου. Εἶμαι ὁ «πανταχοῦ Παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν».
Τὸ παρὸν εἶναι πραγματικὰ παρόν, μόνο ὡς Πρόσωπο. Ὄχι μονὸ μὲ τὴν ἔννοια
πού εἴπαμε, ἀόρατος Θεός, αἰωνίως Παρών, πού φωνάζει διὰ μέσου τῶν
ὁρατῶν κτισμάτων «Παρών». Λέει ὁ Παῦλος: «Τὰ γὰρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπό
κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται, ἡ τὲ ἀῒδιος αὐτοῦ
δύναμις καὶ θειότης» (Ρωμ. α' 20). Παρὼν ὁ Θεός! Ὡς αἰώνιος καὶ προαιώνιος ὕπαρξις. Παροῦσα και
ἡ νέα πόλις, ἡ αἰώνια ζωή. Ὁ Ἀβραάμ, λέει ἡ πρὸς Ἑβραίους, «ἐξεδέχετο
τὴν τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς τεχνίτης
καὶ δημιουργὸς ὁ Θεὸς» (Ἑβρ. ια' 1).
• Καὶ μὲ ἄλλη ἔννοια τὸ παρὸν ὑπάρχει
ὡς Πρόσωπο. Φωνάζει ἐδῶ καὶ δύο χιλιάδες χρόνια: «Παρών»! Εἶναι τὸ σαρκωμένο Πρόσωπο τοῦ Αἰωνίου Θεοῦ Λόγου. Μὲ τὴ σάρκωσι τοῦ Χριστοῦ
ὁ Ἄχρονος μπαίνει στὸ χρόνο. Ἔγινε ἄνθρωπος ἀληθινός. Καὶ μποροῦμε
γιὰ τὴν ἀνθρώπινή Του πορεία στὴ γῆ νὰ λέμε καὶ γι' Αὐτόν, ὅτι ἦταν κάποτε
ὀκταήμερος, σαράντα ἡμερῶν, δώδεκα ἐτῶν, τριάντα ἐτῶν. Ἀλλ' αὐτὸ
δὲν σημαίνει, ὅτι περιορίζεται στὸ χρόνο.
• Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Αἰώνιος
καὶ ὡς Θεάνθρωπος. Εἶναι τὸ Αἰώνιο Παρόν. Γιὰ τὴ ζωή Του καὶ γιὰ τὴν προσφορά
Του ἡ Γραφὴ δὲν χρησιμοποιεῖ χρονόμετρο.
Δὲν λέει π.χ.: «Μαζί μου θὰ ἔχετε ἕνα
λαμπρὸ μέλλον!». Ἡ Γραφὴ χρησιμοποιεῖ τὸ αἰωνιόμετρο: Τὸ ἄμετρο!
Ὄχι, τὸ μέτρο. Τὸ ἄμετρο τῆς αἰωνιότητας. Πόσες φορὲς ἡ Καινὴ Διαθήκη
μιλάει γιὰ χρόνο καὶ πόσες φορὲς γιὰ αἰωνιότητα; Γιὰ τὸ δεύτερο πολὺ
περισσότερες φορές: «Οὔτως ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱόν
αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται,
ἀλλ' ἔχη ζωὴ αἰώνιον» (Ἰωαν. γ').
Παρὸν μὲ δύο μάτια
• Τὸ παρὸν εἶναι φευγαλέα στιγμή.
Καὶ ὅμως εἶναι τὸ μόνο, πού εἶναι δικό μας. Τὸ παρελθὸν δὲν εἶναι δικό
μας, ἀφοῦ τό χάσαμε. Τὸ μέλλον δὲν εἶναι δικό μας ἀφοῦ δὲν βρίσκεται
στὴ διάθεσί μας. Ὁ Μέγας Βασίλειος λέει: «Τοιοῦτος ὁ χρόνος, οὗ τὸ μὲν παρελθὸν ἠφανίσθη, τὸ δὲ μέλλον
οὔπω πάρεστι, τὸ δὲ παρὸν πρὶν ἢ γνωσθῆναι διαδιδράσκει τὴν αἴσθησιν». Φευγαλέα στιγμὴ τὸ παρόν. Σταθερὸς ὅμως
γιὰ πάντα ὁ Παρών, ὁ Χριστός. Εἶναι ὁ Παρών, πού βρίσκεται ἀνάμεσα στὸ
πρὸ καὶ στὸ μετά. Χωρίζει στὰ δύο τὴν ἱστορία
χρονικά. Ἔτσι μιλᾶμε γιὰ πρὸ Χριστοῦ ἱστορία καὶ μετὰ Χριστὸν ἱστορία.
Χωρίζει στὰ δύο καὶ τὴ ζωή μας: Στὴν πρὸ Χριστοῦ, τὴ βουτηγμένη στὴν ἁμαρτία,
καὶ στὴ μετὰ Χριστό, τὴν δοσμένη στὴ μετάνοια.
• Τὸ παρὸν ἔχει δύο μάτια: Τὸ ἕνα
λέγεται μνήμη, τὸ ἄλλο λέγεται
προσδοκία. Βλέπουμε τὸ παρελθὸν
μὲ τὴ μνήμη. Θυμόμαστε τά ὅσα διαπράξαμε. Ἡ ἱστορία μας, ἱστορία λαθῶν καὶ παθῶν. Βλέπουμε τὸ μέλλον
μὲ προσδοκία. Προσδοκία ὄχι γιατί περιμένουμε καὶ λαχταρᾶμε περισσότερα
κοσμικὰ ἀγαθὰ καὶ δόξες καὶ τιμές. Προσδοκᾶμε, ὅτι ἐπιτέλους θὰ μετανοήσουμε
εἰλικρινά, θὰ σταματήσουμε νὰ προσβάλλουμε τὸ ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ,
θὰ ζήσουμε κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο, θὰ ἀλλάξουμε ζωή.
Παρόν: εὐκαιρία
Κατὰ τοῦτο, λοιπόν, τὸ παρὸν ἐν
Χριστῷ Ἰησοῦ εἶναι «χρόνος» μὲ τὴν ἁγιογραφικὴ ἔννοια τοῦ «καιρός». Καιρὸς σημαίνει εὐκαιρία. Οἱ ἀρχαῖοι στὴ μυθολογία
εἰκόνιζαν τὴν Εὐκαιρία μὲ μία κόρη, πού ἔτρεχε καὶ τὰ μακρυὰ μαλλιὰ
της ἀνέμιζαν. Ὅποιος προλάβαινε καὶ ἔπιανε τὰ μαλλιά της, δὲν ἔχανε
τὴν εὐκαιρία... Πιάσου καὶ σὺ ἀπὸ τὴν εὐκαιρία.
Εὐκαιρία εἶναι τὸ «Νῦν», τὸ παρόν, ὁ παρὸν χρόνος. Εὐκαιρία
ἐκπτώσεων, νὰ σβήσουν τὰ ἁμαρτήματά
μας. Εὐκαιρία γιὰ τὴ σωστὴ ἐκμετάλλευσι καὶ χρῆσι τοῦ ὑπολοίπου χρόνου
τῆς ζωῆς μας. Εὐκαιρία γιὰ τὴν ἐξαγορὰ
τῆς αἰωνιότητας. Οὐσιαστικὰ ἀπὸ τὸ παρὸν ἐξαρτᾶται τὸ αἰώνιο
μέλλον. «Ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδού νῦν ἡμέρα σωτηρίας» (Β΄
Κορ. στ΄ 2).
• Τὸ «Νῦν» καθαρίζει καὶ καθορίζει
τὶς δύο διαστάσεις τῆς ζωῆς μας. Μποροῦμε μὲ τὸ Νῦν, μέ το τώρα, δηλαδή,
νὰ καθαρίσουμε τὸ παρελθόν. Πῶς; Μὲ τὴ δύναμι καὶ τὴν εὐκαιρία, πού
λέγεται μετάνοια. Τὸ κήρυγμα
τοῦ Κυρίου συνοψίζεται σέ λίγες λέξεις: «Μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ
βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. δ΄ 10).
Ἂν τὸ νῦν, τὸ τώρα, γίνη αὔριο, τότε τὸ αὔριο γίνεται μεθαύριο, τὸ μεθαύριο
γίνεται ποτὲ καὶ μὲ τὸ αὔριο τῆς ἀναβολῆς
χάνουμε τὸ αἰώνιο αὔριο τῆς προσμονῆς.
• Τὸ νῦν ἐπίσης ἔχει σχέσι καὶ
μὲ τὸ μέλλον. Καθορίζει τὴν πορεία τῆς νέας ἐν Χριστῷ ζωῆς. Τὰ ὄνειρά
μᾶς εἶναι τὰ δικά Του θελήματα. Οἱ στόχοι μας εἶναι οἱ δικοί Του πόθοι.
«Θέλω ὅπου εἶμαι Ἐγώ, καὶ οἱ δικοί μου ἄνθρωποι νὰ εἶναι μαζί μου» (Ἰωαν.
ιζ' 4).
• Τὸ πῶς μιὰ στιγμὴ δυνατῆς μετανοίας
καθαρίζει τὸ παρελθὸν καὶ καθορίζει τὸ μέλλον, τὸ βλέπουμε στὴν παραβολὴ
τοῦ Ἀσώτου. Μέσα σὲ μιὰ στιγμή! Εἶναι
ἡ στιγμὴ πού ζυγίζει αἰωνιότητα.
Μέσα σὲ μιὰ στιγμὴ τοῦ ‘ρθε ὁ πόθος νὰ καθαρίση τὸ ἐλεεινὸ παρελθόν.
Εἶναι ἡ μνήμη τῆς μετανοίας. «Πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν
ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλυμμι» (Λουκ. ιε΄ 17). -- Χάνομαι! Θὰ χαθῶ; -- Ὄχι,
μοῦ μένει τὸ τώρα. Τώρα «ἀναστάς πορεύσομαι πρὸς τὸν Πατέρα μου». Ὁ Πατέρας
δὲν πέθανε. Ὁ Πατέρας ζῆ. Κι ὁ Πατέρας ἔδωσε τὸν μονάκριβο Γυιό του
γιὰ μένα. Τώρα ἐμένα περιμένει!
Ὁ Ἄσωτος ἐξακολουθεῖ νὰ ἔχη τὴ
μνήμη τοῦ παρελθόντος, ντυμένη ὅμως μὲ τὸ οὐράνιο ροῦχο τῆς μετάνοιας καὶ πλυμένη μὲ τὰ δάκρυα τῆς ἐπιστροφῆς. Ὀ Πατέρας,
ὅταν βλέπη μετάνοια καὶ ἐξομολόγησι εἰλικρινή, χάνει τὴ μνήμη τοῦ
δικοῦ μας παρελθόντος.
• Μιὰ στιγμὴ καθορίζει καὶ τὸ
μέλλον, τὴν αἰωνιότητα.
Στὴν Ἐκκλησία ἡ μνήμη τοῦ παρελθόντος
γίνεται μνήμη ἐν Χριστῷ. Καὶ ἡ ἐλπίδα τοῦ μέλλοντος γίνεται ἐλπίδα ἐν
Χριστῷ. Γι' αὐτὸ καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ ὡς μέλους τῆς Ἐκκλησίας τρέφεται
μὲ τὴ μνήμη καὶ τὴν ἐλπίδα τοῦ Χριστοῦ.
Πολλὰ χρόνια ἢ ἕνα λεπτό;
• Τὸ παρόν! Ἕνα λεπτό! Τί ἀξία
ἔχει ἕνα λεπτό; Ἕνα λεπτὸ τοῦ ἀπέμενε γιὰ τὴν τελευταία του πνοή. Εἶναι
ὁ ληστής. Καὶ πρόλαβε. Καὶ μὲ ἕνα
λεπτὸ τοῦ χρόνου, λεπτὸ μετανοίας, ἀγόρασε τὸν παράδεισο. Μὲ ἕνα
λεπτὸ μεταπήδησε ἀπὸ τὴν κόλασι στὸν παράδεισο.
• Μὲ ἕνα λεπτὸ ἐξασφαλίζεις
τὴν αἰωνιότητα. Χειρίσου καλά τό λεπτὸ τοῦ παρόντος. Ἕνα λεπτὸ πρὸ τοῦ θανάτου σὲ ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια
ζωή. Ἕνα λεπτὸ μετὰ τὸ θάνατο σὲ
καθηλώνει στὴν αἰώνια κόλασι, γιά πάντα, ἀμετάθετα.
• Δὲν ξέρω ἂν ἔχης πολλὰ λεπτὰ χρηματικά. Ξέρω ὅμως, ὅτι ἔχεις
ἀκόμα πολλὰ λεπτὰ χρόνου. Ἀρκετὰ πῆγε χαμένος «ὁ παρεληλυθώς χρόνος»
(Α' Πέτρ. δ΄ 3). Ἔλεγε κάποτε σπουδαῖος ἱεροκήρυκας τὴ μέρα τῆς Πρωτοχρονιᾶς:
—Βλέπουμε μπροστὰ μας τόσους
φίλους, καὶ τοὺς λέμε «Χρόνια πολλά». Ἂν βλέπαμε μπροστὰ μας τοὺς φίλους
καὶ τοὺς συγγενεῖς, πού δὲν μποροῦν νὰ βγοῦν ἀπὸ τὴν αἰώνια κόλασι, ἂν μπορούσαμε
νὰ τοὺς δοῦμε, ἢ μᾶλλον, ἂν μποροῦσαν νὰ μᾶς ἀπαντήσουν στὸ ἐρώτημα:
« Τί δῶρο θέλετε νὰ σᾶς κάνουμε σήμερα Πρωτοχρονιά», νὰ εἶσθε βέβαιοι,
ὅτι ἀπὸ τὸ στόμα ὅλων, θὰ ἀκούγαμε ἕνα κραυγαλέο, σπαρακτικὸ αἴτημα:
«Ἕνα
λεπτό! Μόνο ἕνα λεπτὸ νὰ ξανάρθουμε στὴ ζωή! Ἕνα λεπτό! Μᾶς φτάνει:
Νὰ φωνάξουμε: Ἁμαρτήσαμε!... Ἔλεος, Κύριε, ἔλεος. Σπλαχνίσου μας...».
Αὐτό τό λεπτό, πού ὅλοι οἱ κολασμένοι ζητοῦν, μὰ δὲν τὸ ἔχουν, αὐτὸ τὸ
λεπτό τό ἔχουμε ἐμεῖς.
• Τρέξε! Νὰ τὸ ἐξαργυρώσης
στὴν τράπεζα τοῦ θείου ἐλέους!
Τελικά τό «Νῦν», ἡ ἀκαθόριστη
στιγμὴ τοῦ παρόντος, πού δὲν εἶναι ὡρολογιακὸς χρόνος, θὰ παραταθῆ
στὸ ἄπειρο. Θά γίνη τό αἰώνιο σήμερα. Ἀπό μιὰ στιγμὴ ἐξαρτᾶται τὸ αἰώνιο
μέλλον μας.
Πλοῖο, λεωφορεῖο, γέφυρα
Ὁ χρόνος συνυφαίνεται μέ τή ζωὴ
καὶ τὴν κατευθύνει στὸν θάνατο. Ὅπως οἱ ἐπιβάτες τοῦ πλοίου ὁδηγοῦνται
στὸ λιμάνι, ἔστω καὶ ἂν κοιμοῦνται καὶ δὲν ἀντλαμβάνονται τίποτε, ἔτσι
καὶ οἱ ἄνθρωποι μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου ὁδηγοῦνται φυσιολογικὰ στὸ
τέλος τῆς ζωῆς τους. Λέει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Κοιμᾶσαι καὶ ὁ χρόνος σὲ παρατρέχει. Εἶσαι ξυπνητὸς καὶ ἔχεις
φροντίδες, ἀλλὰ ἡ ζωὴ δαπανᾶται, ἔστω κι ἂν αὐτὸ δὲν γίνεται ἀντιληπτό.
Ὅλοι τρέχουμε κάποιον δρόμο, σπεύδοντας ὁ καθένας πρὸς τὸ τέλος... Ὅλα
περνοῦν καὶ μένουν πίσω σου... Τέτοια εἶναι ἡ ζωή. Οὔτε οἱ χαρὲς τῆς εἶναι
μόνιμες, οὔτε οἱ λύπες διαρκεῖς. Καὶ ὁ δρόμος δὲν εἶναι δικός σου, οὔτε
τὰ παρόντα δικά σου».
• Μπῆκε στὸ χρόνο ὁ Ἄχρονος, γιὰ
νὰ μᾶς ἀπαλλὰξη ἀπό τὴν τρομοκρατία
τοῦ χρόνου. Μᾶς τρομάζει τὸ κύλισμα, τὸ τρέξιμο τοῦ χρόνου, γιατί νομίζουμε
ὅτι τὸ ὄχημα του μᾶς πηγαίνει
στὸ θάνατο. Ἦλθε ὅμως ὁ Χριστὸς καὶ ἄλλαξε τὸ ὄχημα τοῦ χρόνου. Δὲν εἶναι
ὁ χρόνος ἡ νεκροφόρα, πού μᾶς πηγαίνει
σιγὰ-σιγὰ, πένθιμα στόν τάφο. Ὄχι. Ὁ χρόνος ἔχει καινούργιο ὄχημα. Ἡ
μάρκα του εἶναι τελευταίου τύπου. Λέγεται ἀνάστασις. Ὁ χρόνος μετὰ
Χριστὸ καὶ μὲ τὸ Χριστὸ τρέχει μὲ τὸ ὄχημα, πού λέγεται ζωηφόρος. Τρέχει καὶ κανεὶς δὲν τὸν
σταματᾶ. Ἁπλῶς σὲ κάποια στιγμή, μὰ θὰ εἶναι μόνο ἁπλῶς μιὰ στιγμή, θὰ
περάση τὰ σύνορα. Ὁ Ἄγγελος αὐτομάτως
θὰ ἐλέγξη ἂν τὸ διαβατήριό μας
ἔχη τὶς δυὸ σφραγίδες, τὴν ἀκλόνητη πίστι καὶ τὴν ἀρετὴ μὲ τὰ καλά
της ἔργα. Καὶ θὰ παραδώση ὁ χρόνος τὴ δική του πρόσκαιρη ζωὴ στὸ διαστημόπλοιο τῆς ἀτέλειωτης ζωῆς
τῆς αἰωνιότητας. Λέει ὁ Μ. Βασίλειος: «Ὁ χρόνος εἶναι ἡ περίοδος προετοιμασίας τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν
αἰώνια μακαριότητα» (στό Ψαλμ. 114,5).
• Κάθε φορά χάνουμε ἀπό τὴ ζωὴ
μας τόσο, ὅσο ἀκριβῶς ζήσαμε. Καὶ δὲν ἔχουμε τὴν αἴσθησι, ὅτι δαπανᾶται
ἡ ζωή μας, μολονότι μετροῦμε πάντοτε μὲ βάσι τή ζωή πού πέρασε καὶ χάθηκε.
Δηλαδὴ κάνουμε ἕνα λάθος στὸ μέτρημα τῶν χρόνων τῆς ζωῆς μας. Ἄς ὑποθέσουμε,
ὅτι κάποιος εἶναι 80 χρονῶν καὶ ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει προορίσει νὰ ζήση 85
χρόνια. Πόσα εἶναι τὰ χρόνια της ζωῆς του; —Πέντε! Ὄχι ὀγδόντα! Πέντε
τοῦ ἀπομένουν. Τὰ ὀγδόντα ἔφυγαν.
• Ὁ ἄνθρωπος δρᾶ καὶ κινεῖται
μέσα στὸν κόσμο, σὰν νὰ ἐπρόκειτο νὰ ζῆ αἰώνια. Τὸ παρὸν τὸ χρησιμοποιοῦμε
συνήθως ὡς γέφυρα μελλοντικῶν
σχεδίων. Ἀλλ' ἀποδεικνύεται σάπια ἡ γέφυρα αὐτή. Στὴν πραγματικότητα
τὸ παρὸν εἶναι ἡ γέφυρα πού μᾶς συνδέει μὲ τὴν αἰωνιότητα. Καὶ ἡ γέφυρα
αὐτὴ λέγεται «Γρηγορεῖτε». Ὁ χρόνος, ποῦ ζοῦμε, ἐνῶ παρουσιάζεται
ὡς μετρητής τῆς ζωῆς μας, εἶναι ταυτοχρόνως καὶ μετρητής τοῦ ἀφανισμοῦ
μας.
• Ὁ χειρότερος ἐχθρὸς τοῦ χρόνου
εἶναι τὸ «ἔχω καιρό». Κάτω ἀπό τά
μάρμαρα τῶν τάφων εἶναι θαμμένα ὅλα τὰ σχέδια καὶ τὰ ὄνειρα! Ὅλα τά ἔθαψε
ὁ παραλογισμὸς τοῦ «ἔχω καιρό». Μέσα στὴν καρδιὰ ὅμως τῶν ἁγίων εἶναι
κρυμμένοι ὅλοι οἱ πόθοι γιὰ αἰώνια ζωή.
• Οἱ ἅγιοι, οἱ πιστοὶ χριστιανοί,
βρῆκαν τὸ λεωφορεῖο τῆς ζωῆς, πού
ἀφετηρία ἔχει τὸ χρόνο καὶ τὲρμα ἔχει τὴν αἰωνιότητα. Σ’ αὐτὸ τὸ λεωφορεῖο
μπῆκε καὶ ὁ Χριστός. Μπῆκε στὸ χρόνο, στὸ λεωφορεῖο τοῦ χρόνου, ἀλλά ἄρπαξε
καὶ τὸ τιμόνι Του. Καὶ τὸ ὁδηγεῖ
στὴν ἀτέρμονα αἰωνιότητα.
Μὴ χάσης τὸ λεωφορεῖο τοῦ χρόνου,
πού πάει στὴν αἰώνια ζωή. Γιατί περνάει καὶ τὸ λεωφορεῖο τὸ ἄλλο. Φέρνει
μέσα του τὸ θάνατο. Οἱ ἐπιβάτες του ζοῦν γιὰ τὸ θάνατο καὶ χάνονται
στὸ κατρακύλισμα τῆς κολάσεως.
•Ἤρθαμε ἀπό τό μηδέν. Μᾶς ἐπιβίβασαν
στὸ λεωφορεῖο τοῦ ἐν Χριστῷ χρόνου. · Κανεὶς ἄς μὴ κατέβη. Ὅλοι μαζὶ μὲ
τὸ Χριστὸ στὴν αἰωνιότητα, χωρὶς πλέον τὸ χρόνο. Στὴ ζωὴ χωρὶς καμμιὰ
λύπη καὶ ἀπελπισία. Στὴ ζωὴ μαζὶ μὲ
τὸν αἰώνιο Χριστό. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου