Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2020

Αυτός που άντεξε ως το τέλος

Χθες κηδεύτηκε ο π. Ηλίας Μαστρογιαννόπουλος. Είχε κλείσει τα 100 του χρόνια. Όσοι τον γνώριζαν, έχουν επίγνωση πως μαζί του έκλεισε μια ολόκληρη εποχή…
Γεννημένος το 1919. Από οικογένεια πλούσια, αστική και καλλιεργημένη. Ορφανεύει από πατέρα μικρός. Το συνεσταλμένο παιδί σπουδάζει θεολογία, εισέρχεται στους κόλπους της Αδελφότητας θεολόγων «Η Ζωή» —μαζί και η αδελφή του, στην αντίστοιχη γυναικεία αδελφότητα— και ντύνεται γρήγορα το ράσο. Αποποιείται τον κόσμο και τις λαμπρές αστικές του προοπτικές, παραχωρώντας τη μεγάλη του περιουσία στην Αδελφότητα.
Μυαλό με ευρύτητα και καλλιέργεια, άνθρωπος με φυσικό χάρισμα συστολής και ταπεινώσεως, μετρημένος στα λόγια, εγκρατής στα πάντα. Γρήγορα ξεχωρίζει για την πνευματική συγκρότηση και το ήθος του. Ο επικεφαλής της αδελφότητας, ο π. Σεραφείμ Παπακώστας, τον χρίζει διάδοχό του, παρά το νεαρό της ηλικίας του. Μα οι αντιδράσεις κάποιων παλαιών στελεχών της οργάνωσης ήταν μεγάλες… 

Δύσκολο να τα καταλάβει κανείς όλα αυτά σήμερα. Μπορεί μόνο να τα υποψιαστεί, αν αντιληφθεί τι σήμαινε Αδελφότητα Θεολόγων «Η Ζωή» το 1960: δεν ήταν ένας περιθωριακός θρησκευτικός μικρόκοσμος, αλλά ένας πολύκλωνος χριστιανικός οργανισμός, με εξαιρετική οργάνωση και τεράστια επιρροή σ’ ολόκληρη τη χώρα — εκατοντάδες οργανικά μέλη ανά την Ελλάδα, χιλιάδες άλλα εγγεγραμμένα σε περιφερειακά Σωματεία, άμεσα εξαρτημένα από τον πυρήνα της Αδελφότητας, και επιρροή σε χιλιάδες οικογένειες ανά την επικράτεια. Η Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος μάλλον δεν είχε τη δύναμη (και τη δράση) που διέθετε η Ζωή, την εποχή εκείνη. Από τα περιβάλλοντά της πέρασαν και διαμορφώθηκαν προσωπικότητες που πρωταγωνίστησαν αργότερα στην Ελλάδα: πολιτικοί, καλλιτέχνες, διανοούμενοι. Οι διασυνδέσεις της έφταναν μέχρι το παλάτι…
Και το 1959 εκλέγεται στο τιμόνι της Ζωής ένας σαραντάχρονος κληρικός με βλέμμα καθαρό και συγκρατημένους τρόπους. Γύρω του είχαν μαζευτεί όλα τα νέα μυαλά της Αδελφότητας — άνθρωποι εύστροφοι, με ανοιχτούς ορίζοντες και ακμαίο φρόνημα: για παράδειγμα, ο Αναστάσιος Γιαννουλάτος (μετέπειτα ιεραπόστολος στην Αφρική, Καθηγητής Θεολογίας στην Αθήνα και σήμερα Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας), ο Χρήστος Γιανναράς (γνωστός λόγιος, θεολόγος και ομότιμος καθηγητής Φιλοσοφίας), ο Δημήτριος Τρακατέλλης (αργότερα Καθηγητής Θεολογίας στο Χάρβαρντ και μέχρι πρότινος Αρχιεπίσκοπος Αμερικής), ο Μιχάλης Μουτσούλας (Καθηγητής Αστρονομίας με διεθνή ακτινοβολία, πρόωρα χαμένος από το 1995)˙ και τόσοι και τόσοι άλλοι νέοι άνθρωποι με φρέσκα μυαλά και ανανεωτικές διαθέσεις. Όλη αυτή τη φουρνιά νέων ανθρώπων με την αναγεννητική τους ορμή, πώς να την αντέξει μια αδελφότητα που αριθμούσε στα μέλη της κι ένα σωρό άλλες συντηρητικές τάσεις; Ο π. Ηλίας Μαστρογιαννόπουλος αμφισβητήθηκε σφοδρά. Η αδελφότητα χωρίστηκε στα δύο. Πολλά μέλη αποχώρησαν κι έφτιαξαν την Αδελφότητα Θεολόγων «Ο Σωτήρ». Ένας ολόκληρος κόσμος σκίστηκε εγκάρσια. Συνειδήσεις σκανδαλίστηκαν, άνθρωποι ένιωσαν τη γη να υποχωρεί κάτω από τα πόδια τους. Κι όλα αυτά να συμβαίνουν στην ταραγμένη δεκαετία του ’60, τότε που όλος ο κόσμος άρχιζε να στροβιλίζεται στη δίνη μιας πολιτισμικής επανάστασης…
Ο π. Ηλίας, θεατής περισσότερο παρά υποκινητής κάποιας «παράταξης», έμεινε να κοιτάζει μια σύγκρουση που τον ξεπερνούσε, σε μια εποχή που είχε άλλες απαιτήσεις απ’ όλους. Προσπάθησε να συμβιβάσει τα πράγματα, μα οι ελιγμοί και οι τακτικισμοί δεν ταίριαζαν στην ήπια ιδιοσυγκρασία του («Ο Ηλίας δεν κάνει για πολιτικός», είχε πει προφητικά ο συμμαθητής του Ανδρέας Παπανδρέου, όταν φοιτούσαν μαζί στο Πειραματικό Γυμνάσιο Αθηνών!). Παραμέρισε, έκανε στην άκρη, παραιτήθηκε από τη θέση του. Μα ο διχασμός ήταν μεγαλύτερος απ’ αυτόν, είχε ήδη περάσει και σαρώσει τα πάντα. Οι νέοι που ήταν γύρω του τον εγκατέλειψαν˙ άλλοι για να γίνουν επίσκοποι, άλλοι για να αναζητήσουν την τύχη τους σε άλλους δρόμους αυτού του κόσμου. Και πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει; Ο άνθρωπος που έρχεται αντιμέτωπος με το σκοτάδι του διχασμού και της ανθρώπινης μικρότητας, το βάζει εντέλει στα πόδια, γιατί δεν μπορεί να ζήσει χωρίς ελπίδα. Κι η δεκαετία του ’60 ήταν μια επανάσταση, που καλούσε γι’ αλλού… Ποιος μπορεί να τους κακίσει;
Ο π. Ηλίας όμως έμεινε. Έζησε σαν ένα απλό μέλος της αδελφότητας. Ο άνθρωπος που είχε ανοικτές τις αντένες του στα πέρατα του κόσμου —γνώριζε προσωπικά ανθρώπους του πνεύματος και της πίστης απ’ άκρη σ’ άκρη της γης— που μπορούσε να γίνει μητροπολίτης σε ένα σωρό περιστάσεις (κι ένα σωρό τόπους, όχι μόνο στην Ελλάδα), που μπορούσε να κρατήσει τα ηνία της Αδελφότητας εφ’ όρου ζωής, που μπορούσε ακόμα και στο Άγιο Όρος να καταφύγει ησυχαστής (είχε κι εκεί ένα σωρό γνωριμίες που θα τον καλοδέχονταν — είχε γνωρίσει μέχρι και τον Ιωσήφ τον Σπηλαιώτη!)˙  ο άνθρωπος που μπορούσε να φύγει, να φύγει μακριά, να ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του, να αναζητήσει κάπου αλλού την ελπίδα, να υποκύψει στα καλέσματα των καιρών, να γίνει «κάτι άλλο»… έμεινε εκεί, σε μια γωνιά. Και έμεινε εκεί μέχρι τέλους.
Τα επόμενα εξήντα χρόνια(!) τα έζησε σαν απλός παπάς-μέλος της Ζωής. Έζησε βαδίζοντας τα ίδια μετρημένα βήματα, στα ίδια μετρημένα κτήρια της φθίνουσας Αδελφότητας. Μόνη του χαρά, να συναντά νέους ανθρώπους και, ως λόγιος, να τους δίνει ερεθίσματα για να γράφουν και να μελετούν. Μα κι αυτοί έφευγαν με τη σειρά τους, τέλειωναν τις σπουδές τους, άνοιγαν τα φτερά τους, ξέκοβαν — έτσι είναι η ζωή, έτσι έκανα κι εγώ… Και πίσω ακολουθούσαν άλλοι κι άλλοι… Κι εκείνος συνέχιζε να μένει εκεί, αμετακίνητος, χωρίς καμιά αξίωση — αυτός που είχε αμέτρητες προοπτικές μπροστά του, αν ήθελε ν’ απλώσει το χέρι του προς αυτές.
Από καιρού εις καιρόν μαθαίναμε τυχαία πως βοηθούσε αθόρυβα ανθρώπους ποικίλων και αλλόκοτων προελεύσεων, που δεν θα σου περνούσε από το μυαλό πως μπορούσαν να συγκινηθούν από κάποιον σαν κι αυτόν: από ναρκομανείς, μέχρι πρόσωπα δίχως καμία πίστη στην Εκκλησία˙ κι από απλούς ανθρώπους της βιοπάλης, μέχρι καλλιτέχνες και πρόσωπα του πνεύματος και της διανόησης.
Παρέμενε μέχρι τέλους ευγενής, αμνησίκακος. Δεν έβλεπες κάποιο μαράζι πάνω του, δεν είχε κρατούμενα από τη ζωή. Για τα υπόλοιπα εξήντα χρόνια που του δόθηκαν, δεν επέτρεψε ξανά να του παραχωρηθεί καμία εξουσία. Σε όσους συναντούσε, μιλούσε πάντα για την αξία της προσευχής — «Προσευχή αγαπητέ μου! Να κάνουμε για όλα προσευχή!», επέμενε, όποιο θέμα κι αν είχαμε συζητήσει, μέχρις σημείου να βρίσκω την επιμονή του ακόμα και εκνευριστική. 
Έμεινε εκεί μέχρι τέλους, ηρωικός και πεισματικά αμετακίνητος, να βλέπει τον χρόνο να επιθέτει γύρω του σκόνη πάνω στη σκόνη. Άντεξε να μείνει μέχρι τέλους εκεί που είχε δώσει τους όρκους της πρώτης νιότης του. Έμεινε εδραίος, χωρίς να νοιάζεται αν αυτό είναι πολύ, αν είναι αστόχαστο ή περιττό˙ χωρίς να ρωτά αν κανείς του το ζητά πραγματικά ή όχι. Έμεινε εκεί ηρωικά, χωρίς να φύγει για να γίνει «κάτι άλλο». Έμεινε, για να μας θυμίζει πόσος ηρωισμός απαιτείται για να είσαι χριστιανός και να αρκείσαι στο να είσαι μόνο χριστιανός
Τελευταία φορά τον είδα τη Σαρακοστή του 2018. Ήταν 99 χρονών. Καθηλωμένος σε τροχήλατη πολυθρόνα. Διαυγής πνευματικά, αλλά με πολλαπλασιασμένες τις σκιές στη γεροντική του μνήμη. Η ισχνή φωνή του αργή και διακεκομμένη. Κάθε τόσο, στα κενά της αργόσυρτης συζήτησης, έπιανε να ψέλνει με φωνή ασθενική: «Κύριε των δυνάμεων μεθ’ ημών γενού, άλλον γαρ εκτός Σου βοηθόν εν θλίψεσιν ουκ έχομεν» — η προσευχή δεν ήταν πλέον προτροπή στους άλλους απλώς˙ ήταν πρωτίστως και δικό του κτήμα… 

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Αξιόλογη σκιαγράφηση για τον μεγάλο αυτό άνθρωπο της Εκκλησίας . Τον κληρικό που έζησε στην απλότητα και στην αφάνεια για να προβάλει άλλους.

Κυριακος είπε...

Αυτοι οι ανθρωποι εινε το αλατι της γης,του τιποτα και της αδιαφοριας εναντι του αρχοντα αυτου του κοσμου