Κυριακή 5 Ιουλίου 2020

Αὐτογνωσία - π. Γρηγόριος Μουσουρούλης


Κυριακή Δ´Ματθαίου
Λόγος εἰς τό Εὐαγγέλιον
Αὐτογνωσία
 « ... οὐκ εἰμί ἱκανός ἵνα μου ὑπό τήν στέγην εἰσέλθῃς» (Ματθ. η´8)


          Ἄνθρωπος πονετικός, καρδιά εὐαί­σθητη στόν πόνο τῶν ἄλ­λων καί στή συγκεκρι­μέ­νη πε­ρίπτωση στόν πόνο τοῦ παραλυτικοῦ δού­λου του ὁ ρωμαῖος ἑκατόνταρχος, καταφεύγει μέ πίστη στόν Χριστό καί ζητεῖ τήν βοήθειά Του. Κι ὅταν ὁ καρδιογνώστης Κύριος τοῦ λέει ὅτι θά τόν ἐπι­σκεφθεῖ τό σπίτι του καί νά θεραπεύ­σει τόν ἄρ­ρωστο, ὁ ἑκα­τόνταρχος ἀφήνει νά φα­νεῖ τό με­γαλεῖο τῆς ψυχῆς του. Κύριε, τοῦ λέει, δέν εἶ­μαι ἄξιος νά ρθεῖς στό σπίτι μου. Πές ἕνα λόγο καί ὁ δοῦλος μου θά γίνει καλά. Μπροστά σ᾽ αὐτό τό μεγαλεῖο ὁ Κύριος ἐκδηλώνει τόν θαυμα­σμό Του. Μαζί Του θαυμάζουμε κι ἐμεῖς τόν ἑκατόνταρχο καί παίρνουμε  τό μεγάλο μάθη­μα τῆς αὐτο­γνω­σίας, πού δέν τό ξέρουμε, καί πού πρέπει νά τό μάθουμε. Ἐλᾶτε νά δοῦμε λοιπόν τί εἶναι ἡ αὐτογνωσία, τί μᾶς προσφέρει καί πῶς θά τήν ἀποκτή­σου­με.

****
«... οὐκ εἰμί ἱκανός ἵνα μου ὑπό τήν στέγην εἰσέλθῃς»
          Ὁ ἄνθρωπος πάντοτε, ἰδιαίτερα ὅμως στήν ἐποχή μας ἀρέσκεται νά ὁμιλεῖ συνεχῶς. Τοῦ ἀρέσει ὁ θόρυβος καί οἱ ἐναλλασσόμενες εἰκό­νες.Τό ραδιό­φωνο καί ἡ τηλεόραση δέν κλείνουν οὔτε τή νύκτα. Φοβεῖται νά κυττάξει τόν ἐσωτε­ρικό του κό­σμο, νά τόν ἐρευνήσει, νά ἀκούσει τή φωνή τῆς συνειδήσεώς του, νά ἐπαναφέρει στήν τάξη τόν ἑαυτό του. Ὁ Ἅγιος Γρη­γόριος Νύσσης λέει, πώς οἱ ἄνθρωποι εἴμα­στε πιό εὔκολοι νά γνωρί­σουμε τόν οὐρανό πού ἐκτείνεται πάνω ἀπό τά κεφάλια μας παρά τόν ἑαυτό μας. Καί τοῦτο διότι κατά τόν Ὅσιο Νεῖλο τόν ἀσκητή: Τίποτε δέν εἶναι πιό κου­ραστικό, πιό δύσκολο ἀπό τό νά γνωρίσει κανείς τόν ἑαυτό του.
          Δύσκολο ἔργο ἡ αὐτογνωσία, ἀλλά σωτή­ριο. Ἔργο πού ἔχει ἄμεση σχέση μέ τή σωτηρία μας, μέ  τή γνωριμία καί ἕνωσή μας μέ τόν Θεό.     Ὁ χριστιανός λοιπόν ἀγωνίζεται νά γνωρίσει μέ ἀντικειμενικά καί σω­στά κριτήρια τόν ἑαυτό του. Ὁ ἄνθρωπος τῆς αὐτογνωσίας βρίσκεται σέ συνεχή διάλογο μέ τόν ἑαυτό του. Προσπαθεῖ νά ρίξει φῶς μέσα του, νά δεῖ ποῦ βρίσκεται, σέ ποιά πνευματική κατάστα­ση καί βαθμίδα στέκε­ται. Ἄλλωστε μόνος αὐτός ἀπό ὅλα τά δημι­ουργήματα τοῦ ὁρατοῦ κόσμου ἔχει τήν δυνα­τότητα νά γνωρίζει τόν ἑαυτό του καί τόν Θεό. Ἕνας κόσμος ἀπέραντος καί ἀνε­ξερεύνητος εἶναι ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Προ­φήτης Ἱερεμίας χαρακτηρίζει τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου «βαθεῖ­αν» (ιζ´9). Βαθύ καί ἀνεξερεύ­νητο τό περιεχό­μενο τοῦ ἀνθρώπου, περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο πρᾶγμα στόν κόσμο καί πού μόνο ὁ Θεός μπορεῖ νά τό γνωρίσει καί νά τό ἐξιχνι­άσει. Γι᾽ αὐτό ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μιά συ­νεχής ἀναζήτηση τοῦ ἑαυτοῦ του.
          Μή νομίσει δέ κανείς ὅτι ἡ αὐτογνωσία εἶναι κατάσταση μοιρολατρική, μελαγχολίας καί ἀχρή­στευσης τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ἀντίθετα εἶναι ἐργασία δημιουργική, εἶναι κατά τόν Μ.Βασίλειο «ἐπάνο­δος πρός τήν οἰκείαν ἀξίαν». Μᾶς ἀνεβάζει στή θέση πού μᾶς ἀξίζει. Μᾶς φέρνει πίσω στή θέση ἀπό τήν ὁποία ξεπέσαμε. Ἡ αὐτογνωσία εἶναι μιά λειτουργία συνειδησιακῆς ἐπαγρύπνησης. Εἶναι τό ἄγρυπνο μάτι τῆς ψυχῆς, ὁ ἀνύστακτος φύλακας τῆς καρδιᾶς, ἡ ἀδιάκοπη κάθαρση τοῦ ἐσωτε­ρι­κοῦ μας «ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος». Αὐτή καί τούς ἀσθενεῖς θεραπεύει καί τούς ὑγιεῖς τελειοποιεῖ. Διότι μᾶς παρουσιάζει τήν ἀλήθεια σχετικά μέ τόν ἑαυτό μας. Δέν μᾶς ἀφήνει νά ζοῦμε μέ ψευδαισθήσεις. Μᾶς βοηθεῖ νά βλέπουμε τά λάθη μας, τίς ἐλλείψεις καί τίς ἀδυναμίες μας, Συγχρόνως ὅμως μᾶς βοηθεῖ νά βλέπουμε, νά παραδεχόμαστε καί νά συνειδητο­ποιοῦμε καί τά ὑγιῆ στοιχεῖα τοῦ ἑαυτοῦ μας. Τά χαρίσματα καί τίς ἱκανότητες μέ τίς ὁποῖες μᾶς ἐπροίκησεν ὁ Ἅγιος Θεός.
          Ἡ αὐτογνωσία εἶναι ὁμαλή κατάσταση αὐτοαποδοχῆς. Δέχομαι τόν ἑαυτό μου ὅπως εἶμαι, μέ ὅλο του τό περιεχόμενο. Οὔτε ὑπερτι­μῶ, οὔτε ὑποτιμῶ, οὔτε συγκρούομαι μέ τόν ἑαυτό μου μέ τά γνωστά ἐξουθενωτικά αἰσθή­ματα τῆς μειονεκτικότητος. Τόν παραδέχομαι τόν ἑαυτό μου ὅπως εἶμαι καί φροντίζω γιά τήν ὁλοκλήρωσή του, κάτι πού ἀποτελεῖ ἄλλωστε καί τόν σκοπό τῆς ζωῆς μου.
          Πάνω ἀπ᾽ ὅλα ὅμως ἡ αὐτογνωσία εἶναι ἡ βαθειά συναίσθηση τῆς ἀνάγκης τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν αὐτογνωσία ὁ ἄνθρωπος συναισθάνεται καί συνειδητοποιεῖ τήν μεγαλύτερη καί βαθύτερη καί ἐντονώτερη ἀνάγκη τῆς ψυχῆς του, πού εἶναι ὁ Θεός τῆς ἀγάπης. Ἡ ψυχή εἶναι πλασμένη γιά τόν Θεό. Ἐκεῖ βρίσκει τήν ἀνάπαυσή της. Μέ τήν αὐτογνωσία παρατηρεῖται ὁλοκληρωτική στροφή τῆς ψυχῆς πρός τόν Θεό καί ἀναζήτηση τοῦ θεί­ου ἐλέους. Ἡ αὐτογνωσία εἶναι ἡ κατά πάντα ὑγιής κατάσταση τῆς συντριβῆς τοῦ ἐγωϊσμοῦ καί τῆς ταπείνωσης τῆς ψυχῆς. Αὐτογνωσία καί τα­πείνωση πᾶνε μαζί. Σέ τελευταία ἀνάλυση ἡ αὐτογνωσία εἶναι ἡ κατάσταση τῆς μετάνοιας, πού κρύβει μέσα της ἄφθαστο μεγαλεῖο, τό ὁποῖο τόσο χαρακτηριστικά ἐκφράζεται στήν παραβολή τοῦ Ἀσώτου μέ τά λόγια «εἰς ἑαυτόν δέ ἐλθών εἶπε· ἀναστάς πορεύσομαι πρός τόν πατέρα μου».
*****
           Ἡ ἔλλειψη αὐτογνωσίας μᾶς ἐμποδίζει νά βλέπουμε καθαρά καί σωστά. Δημιουργεῖ μέσα μας προπέτασμα καπνοῦ. Μᾶς κρατεῖ σέ διαρκή αὐταπάτη. Νομίζουμε πώς εἴμαστε  σπουδαῖοι καί περιμένουμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νά μᾶς ἀναγνω­ρί­ζουν καί νά μᾶς τιμοῦν. Ὅσο ὅμως περισσό­τερο ζητοῦμε νά ἐξιδανικεύσουμε τή θέση μας, τόσο καί πιό πολύ μᾶς ἀποδοκιμάζει ἡ κοινή γνώμη. Ὁ­πότε κάποια στιγμή βρισκό­μαστε ἐκτεθειμένοι καί ἄν δέν καταλήξουμε σέ βαθειά ἀπογοήτευση καί μελαγχολία, πάντως προσβαλλόμαστε καί στε­νοχωρού­μαστε, ὅπως ἀκριβῶς τό περιέγραψε ὁ Κύ­ριος στή διδαχή του γιά τίς «πρωτοκλι­σίες» (Λουκ. ιδ´9).
          Ὅπου ὅμως ὑπάρχει αὐτογνωσία ἐκεῖ ὁ ἄν­θρωπος ἀπαλλάσεται ἀπό τά δυσάρεστα συναι­σθήματα τῆς μειονεξίας. Ὅπου ὑπάρχει αὐτογνω­σία φυγαδεύεται ἡ ἐγωϊστική αὐτοπεποίθηση καί αὐτοεμπιστοσύνη, ὅπως ἐκείνη τοῦ Ἀπ.Πέτρου (Ἰω. ιγ´37), πού τόν ὁδή­γησε στήν τριπλή ἄρνη­ση τοῦ Διαδασκάλου του.
          Στήν ψυχή πού κατασκηνώνει ἡ ἀρετή τῆς αὐτογνωσίας δέν βρίσκει θέση ἡ κατάκριση, ἡ ἀπόρριψη καί ἡ ἀποδοκιμασία τῶν ἄλλων. Τό πνεῦμα τοῦ Φαρισαίου ἀπομακρύνεται καί μέσα της σκη­νώνει τό πνεῦμα τό τελωνικό, πού ὁδηγεῖ στή συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας. Ὅπου ὑ­πάρχει αὐτογνωσία ἡ γλώσσα δέν προτρέχει τῆς δια­νοί­ας. Ὁ ἄνθρωπος πού τήν διαθέτει δέν εἶναι πολύ­λογος καί φλύαρος καί δέν περιαυτολογεῖ. Ἡ πα­ρουσία τῆς αὐτογνωσίας ἀπομακρύνει τήν σκυ­θρωπότητα, διώχνει τήν μελαγχολία καί προ­σπορίζει στήν ψυχή τό μεγάλο ἀγαθό τῆς εἰρήνης τοῦ Θεοῦ.
          Ἔχοντας ἀκριβῆ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας μποροῦμε πιό εὔκολα νά ἐφαρμόσουμε τήν ἐντο­λή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τό· «κατανοῶμεν ἀλ­λήλους εἰς παροξυσμόν ἀγάπης» (Ἑβρ. ι´24). Εἶναι δυνα­τόν, ἀδελφοί μου, ἄν δέν κατανοοῦμε τόν ἑαυτό μας, νά δείξουμε κατανόηση στούς ἄλλους;  Μόνο ἡ αὐτογνωσία ἀποτελεῖ λύση τοῦ προβλή­ματος τῆς κατανόησης, τῆς ὁ­ποίας ἔχουμε τόση ἀνάγκη, καί στό οἰκογενειακό καί στό ἐργα­σιακό μας περιβάλλον. Θέλουμε κατανόηση καί θά δείξουμε κατανόηση, ὅταν γνω­ρίζουμε καλά τόν ἑαυτό μας. Ὅ,τι δέν κατα­νο­οῦμε στόν ἑαυτό μας, δέν μποροῦμε νά κατα­νο­ήσουμε καί στούς ἄλλους.
          Τέλος ἡ αὐτογνωσία μᾶς βοηθεῖ νά γνωρί­σουμε καλύτερα τόν ἴδιο τόν Θεό. Αὐτή μᾶς φέρ­νει πιό κοντά στό Θεό, γιατί δημιουργεῖ τίς προϋ­ποθέσεις τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Θεοῦ.
*****
          Τό ἐρώτημα τώρα εἶναι: πώς θά τήν ἀπο­κτήσουμε τή σπουδαία αὐτή ἀρετή. Γνωρίζοντας ὅτι ὁ κακός ἑαυτός μας εἶναι ζυμωμένος μέ τόν ἐγωϊσμό καί τήν ἀλαζονεία καί ὅτι ἀντιδρᾶ καί προβάλλει συστηματικά ὅ,τι εἶναι εὐχάριστο καί τιμητικό γιά μᾶς, ἐνῶ κρύβει καί σκεπάζει κάθε τι πού μας ἐκθέτει, θά ἐνισχύουμε καθημερινά τήν θέλησή μας, ὥστε μέ ἐπιμονή καί αὐ­στηρότητα νά προβαίνουμε σέ καθημερινή αὐτοκριτική. Σέ ἥ­συ­χες στιγμές νά συγκεντρώνουμε τή σκέψη μας στόν ἑαυτό μας καί νά ἐξετάζουμε τί ἐλατ­τώματα μᾶς βαρύνουν καί ποιές πράξεις ἦταν μέσα στήν ἡμέρα κολάσιμες καί κακές. Στή συνέ­χεια νά εἴμαστε ἕτοιμοι  καί στόν πνευματικό νά τά ἐξο­μολογηθοῦμε, ὥστε μέ τίς συμβουλές του καί τή θεία χάρη νά καθαρίζουν τά μάτια τῆς ψυχῆς μας καί νά γνωρίζουμε σωστά τόν ἑαυτό μας.
          Σ᾽ αὐτό θά μᾶς βοηθήσει καί ἡ μελέτη τοῦ θείου Νόμου. Διότι ἐκεῖ θά βροῦμε τό μέτρο τῆς τελειότητας καί κατά συνέπεια θά βοηθηθοῦμε νά κάνουμε σύγκριση καί νά διαπιστώσουμε τήν πραγματική μας κατάσταση.
*****
«... οὐκ εἰμί ἱκανός ἵνα μου ὑπό τήν στέγην εἰσέλθῃς»
           Ἀδελφοί μου! Ἡ ζωή μας εἶναι γεμάτη σφάλματα, λάθη καί παραπτώματα. Τά σφάλματα εἶναι ἀνθρώπινα, ἀλλά ἡ ἀναγνώρισή τους εἶναι θεία. Τραγικό δέν εἶναι  τό νά εἶναι ὁ ἄνθρω­πος ἄρρωστος, ἀλλά τό νά μή συναισθάνεται ὅτι εἶναι ἄρρωστος. Ἄς ἐξετάζουμε λοιπόν τακτικά καί αὐστηρά τόν ἑαυτό μας. Νά βλέπουμε τά κέρδη καί τίς ζημίες μας στήν πνευματική ζωή καί νά ταπεινοφρονοῦμε. Νά μάθουμε ὅλο καί μέ περισ­σότερη αὐτογνωσία νά λέμε τό λόγο τοῦ ἑκα­τοντάρχου «οὐκ εἰμί ἱκανός, Κύριε». Αὐτή ἡ κατά Θεόν αὐτογνωσία θά μᾶς σώσει.
Αρχιμανδτίτης Γρηγόριος Μουσουρούλης

Δεν υπάρχουν σχόλια: