ΕΝΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ ΠΟΙΗΜΑ
ΑΝΔΡΕΑΣ
(Μνήμη Οἰκονόμου Σολομῶντος Παναγίδη)
Τ’ ἄναυδα βράχια στήν τρικυμία Σοῦ τραδουδοῦνε
Στ’ ἀκρωτήρι Σου ὅπου ἡ γῆ μας πρωτοδέχεται
τούς καινούργιους σπόρους πού ταξιδεύουν,
ὅπου καλωσορίζει τά φιλαπόδημα πουλιά.
Κάποτε οἱ ποιητάρηδες ἀρχίζανε μέ Σένα τά τραγούδια τους,
Ἀπόστολε Ἀντρεα μου, ποὗσαι στό παραγιάλι
καί λύνανε τό μαντήλι οἱ χωριάτισσές μας
τό τελευταῖο σου θάμα ν’ ἀγοράσουν.
Τάμα Σου κόβαν τά βρουλλιά τους οἱ κοπέλλες.
Ἄν φωνάξεις στούς δρόμους μας, Ἀντρέα,
ὁ ἕνας στούς τρεῖς θ’ ἀποκριθῆ.
Πρωτομαγιάτικη μπόρα μ’ ἔφερε προσκυνητή Σου,
Πρωτάγγελε, πρωτόκαρπε καί πρωτοκαπετάνιε.
οἱ στοχασμοί μου ἀνέμελα πηδοῦν
σάν ἀφρόψαρα οὐρανόφθαλμα πάνω ἀπό τούς γιαλούς Του.
στούς χαμηλούς πυκνόκλαδους ἀόρατους,
στά περιβολοχώραφα γυρεύω τήν παιδική μου πίστη,
ρωτῶ τούς βοσκούς νά μοῦ ποῦνε τά ὀνόματα
τῶν λουλουδιῶν πού σκέπασαν τά σκίνα,
ἴσως βρῶ τό λευκό μελισςᾶτο ν’ ἀνθεῖ.
Καβάντζαρες νησίδες, κλειδιά ἑνός πιό ὄμορφου κόσμου
κι’ εἶχες κερί στ’ αὐτιά νά μήν ἀκούσεις
εἰδωλικό τό γέλιο τῆς Ἀκραίας Ἀφροδίτης.
Μιά Τιωεριάδα καινούργια ἐδῶ βρῆκες,
Στόν μέσα γιαλό τῆς ψυχῆς.
Πρόσωπο καλοσήμαδο καί Σέ θυμοῦνται
πυκνόφρυδο καί πλατυμέτωπο, ἀχτένιστο, διχαλογένη,
ψηλό, σκυφτό, ἡλιοκαμένο καί ξυπόλητο
νά πηδᾶς ὁπρωτοκάραβος στόν θαλασσόβραχο
καί ν’ ἀναβλύζουν δυό πηγές ἐκεῖ πού πάτησες
καί νά σημαίνουνε οἱ θαλασσοσπηλιές χαρούσιμες
σάν τές ὀχτακόσιες Σκωτσέζικες ἐκκλησιές Σου,
πρωτόμαχε, πρωτόρριζε καί πρωτοκαλεσμένε
καί πρωτοχτίστη τῆς Ἁγιᾶς Σοφιᾶς.
Ἅγιε τῶν ταξιδευτῶν,
Ἅγιε τῶν φτωχῶν ταξιτζήδων
πού ὅταν, ὅλη μερούλα στό τιμόνι, νυστάζουν,
τό πιάνεις Ἐσύ
πού γαληνεύεις τούς γιαλούς, στέλνεις τόν ὄμβρο
γιατρεύεις ἄλαλα, πού βρίσκεις τούς χαμένους γιούς,
Ἐσεῖς ὅλοι ξέρατε γιατί ταξιδεύατε,
γιατί σκαρφάλωσες στόν Καύκασο,
γιατί ἀνάπλλες τόν Δνείπερο,
γιατί μιλοῦσες γιά μιά ὁλοπόρφυρη πρωτομαγιά,
γιά ἕνα εἰκοσιτετράωρο τῆς ἀγάπης.
Ἀκόμα λέμε, εἶναι πού νωρίς γιά τέτοια.
Τώρα εἶσαι πιά γιά μᾶς μιά μυροβολώτατη κάρα
μέ τετρακάντηλα ἀσημένια,
μ’ ἕνα χρυσό τρεχούμενο λογαριασμό πού Σ’ ἄνοιξαν οἱ ἄνθρωποι,
Ἐσένα πού Σέ φτάνουν τά μικρά κέρινα χεράκια τῶν φτωχῶν,
τ’ ἀγαλματάκια ἀπό κερήθρα καί ἀπό δυό φασόλια μαυρομά-
τικα γιά μάτια
πού ὁ Σταυρός Σου ἤτανε δυό κορμοί Πατραϊκοῦ αἰῶνα.
Μόνο Σ’ ἀφήσαμε σ’ ἕνα μοναστήρι χωρίς μοναχούς
κι’ ὅλοι πιά ὁλομόναχοι ζοῦμε στή λυπησούρα τοῦ κόσμου.
Καλέ μας, Ἀντρέα, στάσου στό περιγιάλι τῆς Κύπρου
καβαλάρης σάν τότες πού κυνηγούσες τούς Σκλαβήνους.
Μίλησε ξανά στό Χριστό
–εἴχες, Ἐσύ, πρωτόφωτο, τό θάρρος Του–
γιά τούς Ἕλληνες πού θέλουν νά Τόν γνωρίσουν
ΓΙΑΝΝΗΣ Κ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου