Καφενείον παραμονές
Χριστουγέννων. Παντοπωλείον και Μπαρ στα χρονια του πενήντα και εξήντα ήτοι
ΑΠΟΙΚΙΑΚΑ και ΜΠΑΚΑΛΟΤΑΒΕΡΝΑ απο την εικοστήν πρώτην του μηνός Δεκεμβρίου και
πέρα .... Εμύριζεν Χριστούγεννα της Κύπρου και της Ελλάδος. Χριστούγεννα
ρωμέικα ... Καλήν εσπέραν αρχοντές κι αν εναι ορισμός σας Ορθοδόξως και κατά τα
πρωτινά..ωσαν τον κυρ Αλέξανδρον"... Του Δημήτρη του Μπέρδε το μαγαζί
ωμοίαζε, την εσπέραν εκείνην, με βάρκαν, κατά το φαινόμενον φουρτουνιασμένην,
δευτερόπρυμα πλέουσαν, πληττομένην υπό των κυμάτων την μίαν πλευράν, με το ύδωρ
εισπηδών από την κωπαστήν και περιρραντίζον τους δυστυχείς επιβάτας, όπου ο
κυβερνήτης και ο ναύτης του φαίνονται περιφρόντιδες, δίδοντες και λαμβάνοντες
προστάγματα εις ακατάληπτον γλώσσαν, ο μεν ιθύνων μετά βίας το πηδάλιον, ο δε
λύων και δένων τα ιστία, βοηθών διά της κώπης εκ του υπηνέμου, αμφότεροι
τρέχοντες από την πρύμνην εις την πρώραν, καταπτοούντες τους απειροτέρους των
επιβατών, περιρραινομένους από το αφρίζον κύμα, οσφραινομένους εγγύθεν και
γευομένους την άλμην. '
Τα μπακάλικα των πόλεων και των χωρίων ομόστεγα με το παλάτιν ενος καφενείου ή μιας μπακαλοταβέρνας με πάγκον τιμαλφήν και εμπλεον εδεσμάτων ποικίλων και ποτών είχαν πάντοτε και έναν τροχάδην εργαζόμενον εφηβον ή παιδίον συγγενικως συνδεδεμένον με τον αρχοντάν του εδεσματοπωλείου και ποτοπωλείου''...Το παιδί, ο δεκαπεντούτης Χρήστος, ανεψιός του εξ αδελφής, δεν επρόφθανε να γεμίζει φιάλας εκ του βαρελίου, να κακοζυγίζει βούτυρον εκ του πίθου, να κενώνει μέλι εκ του ασκού, με την ποδιάν υψηλά εις το στήθος περιδεδεμένην, κι εξελαρυγγίζετο να φωνάζει αμέσως! εις οκτώ διαφόρους τόνους και ύψη· λέξιν την οποίαν με τον καιρόν είχε κατορθώσει να κολοβώσει εις αμές! είτα να συντάμει εις ’μες! και τέλος ν’ απλοποιήσει εις ες! "
Ο αναγκαίος και πολύτιμος καφετζής και μπακάλης με την π[οπδιάν του και τα κέρματα του εις πρώτην χρείαν και το κουτίον το ξύλενον της ειπράξεως αρκούντως στερομένον και διπλοκλειδομένον. " ....Εξημέρωναν δε Χριστούγεννα, και έκαστος των πελατών επεθύμει να κάμει τα οψώνιά του. Ο κυρ Δημήτρης ο Μπέρδες έτρεχεν εμπρός, οπίσω, εκέρνα νοθευμένα τους πελάτας, επώλει ξίκικα εις τους αγοραστάς, με την τρικυμίαν εσκορπισμένην εις την όψιν και την γαλήνην ταμιευμένην εν τη καρδία, γοητευόμενος από τας φωνάς των θαμώνων, ενθουσιών από τον κρότον των κερμάτων, των πιπτόντων διά της άνωθεν οπής, ως τα στρουθία εις την παγίδα, εις το καλώς κλειδωμένον συρτάρι του...''
Καφενείον παραμονες Χριστουγέννων.Παντοπωλείον και Μπαρ στα χρονια του πενήντα και εξήντα ητοι ΑΠΟΙΚΙΑΚΑ και ΜΠΑΚΑΛΟΤΑΒΕΡΝΑ απο την εικοστην πρώτην του μηνός Δεκεμβρίου και πέρα .... και εμείς ταξιδεύουμεν στα μπακάλικα τα συνεργατικά των παιδικών και εφηβικών μας ετών με τους πονεμένους και χαρούμενους αγοραστάς και τις ολίγον βιαστικές νοικοτζυρές που εζητούσαν φρέσκα αυγά δια τας εορταστικάς μαγειρικας.
Παρακάτω οι καλαντιστές εψαλλαν με το ττενεκούδιν εις διακριτικήν προταξην τα κάλαντα Πρωτοχρονιας και Χριστουγέννων από της οδου Αποστόλου ΒΑΡΝΑΒΑ και ανω μέχρι τα κράσπεδα των Πολεμιδηών....
Τα μπακάλικα των πόλεων και των χωρίων ομόστεγα με το παλάτιν ενος καφενείου ή μιας μπακαλοταβέρνας με πάγκον τιμαλφήν και εμπλεον εδεσμάτων ποικίλων και ποτών είχαν πάντοτε και έναν τροχάδην εργαζόμενον εφηβον ή παιδίον συγγενικως συνδεδεμένον με τον αρχοντάν του εδεσματοπωλείου και ποτοπωλείου''...Το παιδί, ο δεκαπεντούτης Χρήστος, ανεψιός του εξ αδελφής, δεν επρόφθανε να γεμίζει φιάλας εκ του βαρελίου, να κακοζυγίζει βούτυρον εκ του πίθου, να κενώνει μέλι εκ του ασκού, με την ποδιάν υψηλά εις το στήθος περιδεδεμένην, κι εξελαρυγγίζετο να φωνάζει αμέσως! εις οκτώ διαφόρους τόνους και ύψη· λέξιν την οποίαν με τον καιρόν είχε κατορθώσει να κολοβώσει εις αμές! είτα να συντάμει εις ’μες! και τέλος ν’ απλοποιήσει εις ες! "
Ο αναγκαίος και πολύτιμος καφετζής και μπακάλης με την π[οπδιάν του και τα κέρματα του εις πρώτην χρείαν και το κουτίον το ξύλενον της ειπράξεως αρκούντως στερομένον και διπλοκλειδομένον. " ....Εξημέρωναν δε Χριστούγεννα, και έκαστος των πελατών επεθύμει να κάμει τα οψώνιά του. Ο κυρ Δημήτρης ο Μπέρδες έτρεχεν εμπρός, οπίσω, εκέρνα νοθευμένα τους πελάτας, επώλει ξίκικα εις τους αγοραστάς, με την τρικυμίαν εσκορπισμένην εις την όψιν και την γαλήνην ταμιευμένην εν τη καρδία, γοητευόμενος από τας φωνάς των θαμώνων, ενθουσιών από τον κρότον των κερμάτων, των πιπτόντων διά της άνωθεν οπής, ως τα στρουθία εις την παγίδα, εις το καλώς κλειδωμένον συρτάρι του...''
Καφενείον παραμονες Χριστουγέννων.Παντοπωλείον και Μπαρ στα χρονια του πενήντα και εξήντα ητοι ΑΠΟΙΚΙΑΚΑ και ΜΠΑΚΑΛΟΤΑΒΕΡΝΑ απο την εικοστην πρώτην του μηνός Δεκεμβρίου και πέρα .... και εμείς ταξιδεύουμεν στα μπακάλικα τα συνεργατικά των παιδικών και εφηβικών μας ετών με τους πονεμένους και χαρούμενους αγοραστάς και τις ολίγον βιαστικές νοικοτζυρές που εζητούσαν φρέσκα αυγά δια τας εορταστικάς μαγειρικας.
Παρακάτω οι καλαντιστές εψαλλαν με το ττενεκούδιν εις διακριτικήν προταξην τα κάλαντα Πρωτοχρονιας και Χριστουγέννων από της οδου Αποστόλου ΒΑΡΝΑΒΑ και ανω μέχρι τα κράσπεδα των Πολεμιδηών....
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΓΕΙΩΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου