Η Θεία Κοινωνία ήταν το μεγαλύτερο φάρμακο και η δύναμή μου | Ευάγγελος Μωραΐτης
Ο στρατιωτικός Ευάγγελος Μωραΐτης εξομολογείται όσα βίωσε στην ασθένεια και στην απώλεια της αγαπημένης συζύγου του Ιφιγένειας, και την παρηγοριά μέσα από τη Θεία Κοινωνία
Μόνο ο Χριστός επέστρεψε από το βασίλειο του θανάτου. Μόνο στον Αναστημένο Χριστό ο θάνατος χάνει την τρομακτική του μορφή. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει πως στρεφόμαστε προς τον Θεό μόνο για να ασφαλισθούμε από την τραγωδία του θανάτου. Γυρεύουμε τον Θεό γιατί διψάμε για ζωή, γιατί ζητάμε, μέσα από κάθε ευτυχία ή δυστυχία που βιώνουμε, την ομορφιά που θα είναι απρόσβλητη από τη φθορά.
Ο απόστρατος Ευάγγελος Μωραΐτης, ένας γενναίος στρατιώτης της πατρίδας και της ζωής, μας βεβαιώνει με τη στάση του απέναντι στον θάνατο, πως ένας απλός άνθρωπος, ένα παιδί του Θεού, είναι ικανό να μιμηθεί τη στάση του Χριστού απέναντι στο σκάνδαλο που ονομάζεται Άδης.
Η χροιά της φωνής του, ζεστή και αγαπητική σε όποιον απευθύνεται ήταν το πρώτο καλωσόρισμα στη συνάντησή μας. Ο άνθρωπος αυτός είδε την πολυαγαπημένη του σύζυγο Ιφιγένεια να χάνει τη μάχη της με τη ζωή πριν από τέσσερις μήνες.Εντούτοις,
σε όλη τη συζήτηση, ο τρόπος του μαρτυρούσε πως η Ιφιγένεια είναι δίπλα του,
όπως και όταν σε κάθε Θεία λειτουργία συναντιούνται οι ζωντανοί με τους
κεκοιμημένους. Με ιεραποστολική διάθεση, να βοηθήσει τους ανθρώπους που πονούν
για την κοίμηση των αγαπημένων τους δέχτηκε να μιλήσει στην Ο.Α. απαντώντας
καταρχάς στο ερώτημά μας για τη θαρραλέα αντιμετώπισή του όσον αφορά στον θάνατο,
αν αυτή ήταν δώρο Θεού από την αρχή, ή προσωπική άσκηση ετών. Ο Ευάγγελος Μωραΐτης
αφήνει τα γεγονότα να μιλήσουν:
«Η σχέση μου με τον Θεό και τον θάνατο για πρώτη
φορά ήταν στην ηλικία των έξι ετών, στην κηδεία του πατέρα μου στο κοιμητήριο
του Ζωγράφου. Ήμουν δίπλα στο φέρετρό του και για πρώτη φορά μίλησα με τον Θεό
λέγοντάς Του ‘Γιατί μου τον πήρες, εμένα ποιος θα με μεγαλώσει;’... Η ζωή μου
συνεχίστηκε μέχρι τα δέκα μου χρόνια με τη μητέρα μου να αγωνιά πώς θα
μεγαλώσει εμένα και το δεύτερο παιδί της, τότε ενός χρόνου. Όταν έφτασα στα
δέκα, ο Θεός τη φώτισε και με οδήγησε στην Κάλαθο της Ρόδου σε ορφανοτροφείο. Εκεί
όταν περνούσα την είσοδο δεν θα ξεχάσω ότι διάβασα την ταμπέλα που έλεγε ‘Παιδόπολις,
η Θεοτόκος’. Έμεινε χαραγμένη στην ψυχή μου. Τελείωσα το σχολείο και μπήκα στη
στρατιωτική σχολή.
Ήμουν υπερήφανος γιατί έμαθα για τους βίους πολλών
αγίων στρατιωτικών και κατανόησα τη μεγάλη ευλογία να πιστεύεις και να είσαι
έτοιμος να θυσιαστείς για την πίστη σου, να μη φοβάσαι τον θάνατο και να είσαι
έτοιμος να θυσιαστείς για την πατρίδα σου. Όσο γι’ αυτό που ρωτάτε, σίγουρα τα
πάντα είναι δώρο Θεού, απλώς οι στρατιωτικοί μας, οι αξιωματικοί μας το πρώτο
προσόν που χρειάζεται να έχουν για να καταταγούν στη σχολή είναι να μη
φοβούνται γιατί μια μέρα θα κληθούν αν χρειαστεί να υπερασπίσουν την πατρίδα
τους, οπότε ήδη έχουν πάρει την απόφαση ότι θα θυσιαστούν ώστε οι συνάνθρωποί
τους και ο κόσμος όλος να ζει ελεύθερος.
Ο Ελληνικός λαός έχει επιπλέον την ιστορία των προγόνων του, που γιορτάζουμε πολύ τακτικά, οι οποίοι ήταν παράδειγμα, πίστης στον Θεό και αγάπης στον συνάνθρωπο, οπότε είναι εύκολο θα έλεγα ένας άνθρωπος να παρακαλά τον Θεό να του δώσει τη δύναμη ώστε να μη φοβάται. Ο Θεός δίνει στον άνθρωπο, γιατί ο άνθρωπος δεν έχει τίποτα, ούτε πίστη έχουμε, ούτε αγάπη έχουμε, ούτε χαρά έχουμε, είναι τα πάντα ο Θεός, τα πάντα είναι του Θεού.»
Για τη
γνωριμία του με τη σύζυγό του, και τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς της,
δεν μπορούσε παρά να είναι η επόμενη ερώτηση. Ο κ. Μωραΐτης θα αναπολήσει:
«Mετά
τη στρατιωτική σχολή γνώρισα την Ιφιγένειά μου, ήμασταν από παιδιά μαζί, εκείνη
ήταν νοσηλεύτρια και λάτρευε τους ανθρώπους. Είχε 33 χρόνια υπηρεσία. Εργάστηκε
σε πολλά νοσοκομεία, ήταν πολύ αγαπητή και τη γοήτευε η δουλειά της. Μας αξίωσε
ο Θεός, δίνοντάς μας δύο πανέμορφα παιδιά.
Στη συνέχεια η αγαπημένη μου σύζυγος, το άλλο μου
μισό, με μία απλή εξέταση διαγνώστηκε με καρκίνο των ωοθηκών και μετάσταση στο
περιτόναιο. Ομολογώ πως στο άκουσμα δάκρυσα αλλά με αξίωσε ο Θεός να έχω έναν
άγιο πνευματικό, τον πνευματικό της ενορίας μου και να συμμετέχω στη λειτουργική
ζωή της εκκλησίας. Δε θρηνήσαμε, δε νιώσαμε απογοήτευση, δεν είπαμε αυτό το
καταραμένο ‘γιατί;’.
Αυτό που ικετέψαμε και παρακαλούσαμε τον Θεό ήταν
να μη μας δώσει κάτι ως χάρη αλλά να μας δώσει τη χάρη Του, δε θέλαμε κάτι από
εκείνον αλλά θέλαμε Εκείνον.»
«Βλέπεις δεξιά σου τον Κύριο και δεν
σαλεύεται η ψυχή σου, δεν φοβάσαι τίποτα»
Ο
μεγαλύτερος τρόμος του ανθρώπου στην οδύνη μιας απώλειας, είναι η μοναξιά. Τον
ρωτήσαμε αν ένιωσαν ο ίδιος και η Ιφιγένεια εγκατάλειψη εκείνες τις στιγμές. Η
απάντησή του ξαφνιάζει:
«Μπορεί κάποιος μέσα σε ένα νοσοκομείο να ζει την
παρουσία του Θεού, μπορεί μέσα σε ένα ογκολογικό νοσοκομείο, εκεί που τρέχει η
χημειοθεραπεία μέσα στο αίμα και παραλύουν η ψυχή και το σώμα να δει τη χάρη
του Θεού, μπορεί εκεί μέσα ο Θεός να μη φαίνεται αλλά ένας άνθρωπος να Τον ζει.
Αυτό ζήσαμε δυόμισι χρόνια νυχθημερόν, τη χάρη του
Θεού. Ήταν ένα πανέμορφο ταξίδι, στο οποίο όταν ανεβαίνεις τον Γολγοθά και
τρέχει ο ιδρώτας και πονάει το σώμα από το ξενύχτι, από την κούραση, από την
ταλαιπωρία, βλέπεις δεξιά σου τον Θεό και ειλικρινά δε σαλεύεται η ψυχή σου, δε
φοβάσαι τίποτα».
Η προσευχή και ο Χριστός, που είναι
κρυμμένος και μέσα στα νοσοκομεία
Ωστόσο, σ’
αυτές τις ώρες που το βάσανο δεν καταργείται, που η οδύνη σαρώνει σαν
ανεμοστρόβιλος τον πληγωμένο, πώς είναι δυνατό να νιώσει ο αδύναμος το άγγιγμα
του Δυνατού; Ο σύζυγος της Ιφιγένειας έχοντας βιώσει το ερώτημα μας δίνει από
το απόσταγμα της γνώσης του και την απάντηση:
«Όταν είχα ρωτήσει τον πνευματικό μου, τι να κάνω,
μου έλεγε ότι η ζωή μου πρέπει να γίνει προσευχή, να γίνει ένας κανόνας και να
μη ζητάω κομμάτι του κανόνα και στιγμές προσευχής, αλλά να προσπαθήσει η καρδιά
μου να ζήσει το άγγιγμα του Θεού. Αυτό το άγγιγμα μας αξίωσε, ώστε έξω από το
χειρουργείο, που εκεί στην αναμονή ο χρόνος δεν περνάει και περιμένεις να
ακούσεις τα λόγια του γιατρού, να σου πει ότι ‘είμαστε λίγο καλά’, ομολογώ ότι με
τη χάρη του Θεού δεν περίμενα τίποτα απολύτως να ακούσω, δεν είχα καμία
περιέργεια μαζί με τις κόρες μου που καθόμασταν έξω από το χειρουργείο του Αττικού
νοσοκομείου και αυτό το οποίο έβλεπα και ζούσα ήταν η χάρη του Θεού.
Αυτό μου έδινε τόσο μεγάλη δύναμη που πολλές φορές δάκρυζα από συγκίνηση και όχι από πόνο και στεναχώρια. Όταν πήγαινα στη Θεία Λειτουργία με μεγάλο καημό και πόθο να κοινωνήσω το σώμα και το αίμα του Χριστού, αυτό ήτανε το μεγαλύτερο φάρμακο και δύναμη.»
Ο
αναστατωμένος και κουρασμένος από τον πόνο άνθρωπος που ακούει όσα προτείνει ο
κ. Μωραΐτης, ίσως δεν είναι τόσο εύκολο να παρηγορηθεί. Ωστόσο με την εμπειρία
του προσωπικού του πόνου, θα διαλαλήσει σε όλους μας το θαύμα μέσα από τον
ορυμαγδό:
«Εκείνος ο οποίος πονάει και υποφέρει, Εκείνος που
με τη χάρη του Θεού καταφέρνει να ζήσει τη χάρη του Θεού, είναι ο Χριστός,
απλώς Εκείνου Του αρέσει να κρύβεται και αφήνει να φαίνεται ο κάθε Ευάγγελος, ο
κάθε αδελφός, το κάθε παιδί της Εκκλησίας.
Αλλά Αυτός ο οποίος είναι το Α και το Ω στη ζωή
μας, Αυτός, ο οποίος είναι κρυμμένος και πρέπει να τον ‘ξετρυπώσουμε’ μέσα από
την καρδιά μας, ο Oποίος
κρύβεται στα νοσοκομεία και δεν του αρέσει να φαίνεται είναι ο ίδιος ο Χριστός.
Αυτόν πρέπει μέσα στη ζωή μας νύχτα και μέρα να ζητάμε να μας αποκαλυφθεί.»
Η οδύνη της απουσίας
Εντούτοις,
είναι διαφορετική η οδύνη της απουσίας του αγαπημένου προσώπου στο παρόν, από
την παρηγοριά που φέρνει η ελπίδα πως θα υπάρξει ξανά η συνάντηση σε μελλοντικό
χρόνο, στη Βασιλεία του Θεού. Πώς αντιμετώπισαν τα παιδιά την άδεια θέση της
μητέρας τους στο σπίτι; Ο πατέρας τους θα εξομολογηθεί:
«Αυτά τα αγγελούδια που μου έδωσε ο Θεός, λάτρευαν
τη μητέρα τους. Ήταν καταδικαστική η απόφαση από την πρώτη διάγνωση. Ο Θεός με
αξίωσε και έπαιρναν δύναμη από εμένα και εγώ από αυτά. Μαθαίναμε από τους
γιατρούς πως υπήρχαν καινούργιες μεταστάσεις του καρκίνου. Πολλές φορές όταν
πηγαίναμε στην καθηγήτρια για να μάθουμε τα αποτελέσματα, τα κορίτσια έκλαιγαν
και με κοίταζαν στα μάτια, τους έλεγα πως οι άντρες δεν κλαίνε, μόνο δακρύζουν.
Οι πληροφορίες που έχουμε από τον ουρανό, είναι πως αν ο άνθρωπος γνώριζε τη
ζωή στον ουρανό δεν θα στεναχωριότανε για τίποτα.
Όταν ο άνθρωπος παθαίνει μία ασθένεια, πηγαίνει σε
μία κηδεία, πηγαίνει σε ένα μνημόσυνο και θρηνεί και οδύρεται, αυτό αδικεί τον
Θεό, Αυτόν που θυσιάστηκε, αδικεί κι εμάς που μας έκανε παιδιά Του. Πηγαίνουμε
στις κηδείες για να χαιρετήσουμε όχι να θρηνήσουμε, μπορεί να έφυγε αλλά δε χάθηκε.
Όταν κάποιες φορές τα παιδιά μου μου έλεγαν ότι τους λείπει η μαμά και δεν
μπορούν να το διαχειριστούν τους έλεγα ότι η μαμά σας ζει στον ουρανό μαζί με
τους αγίους, εάν η μαμά σας είχε πεθάνει εγώ θα παντρευόμουν ξανά.
Το ότι ο μπαμπάς σας δεν θα πάψει ποτέ να είναι
παντρεμένος με τη μαμά σας οφείλεται στο ότι η μαμά σας ζει στον ουρανό, δεν
πέθανε και ο μπαμπάς σας δεν είναι χήρος αλλά εξακολουθεί και είναι
παντρεμένος, αυτό που παρακαλεί μέρα και νύχτα τον Θεό είναι μην γίνει χοίρος
με ‘οι’...»
«Είπα στα παιδιά μου να μη θρηνήσουν»
Πώς να
συμφιλιωθεί κανείς με το αναπόφευκτο; Η Ιφιγένεια ήταν πια στον μακρινό τόπο
της αθανασίας. Ένιωσαν φτωχότεροι πατέρας και παιδιά χωρίς τη σύζυγο και τη μητέρα;
Ο Ευάγγελος Μωραΐτης αναταράζει τα συνηθισμένα:
«Πιο πλούσιος δεν μπορεί να γίνει ο άνθρωπος, ο
μεγαλύτερος εφοπλιστής του κόσμου είναι το παιδί του Θεού, που του άγγιξε ο Θεός
την καρδιά του. Γνωρίζαμε πότε θα έφευγε η Ιφιγένεια. Μόνοι μας την πλύναμε,
την ντύσαμε, την ετοιμάσαμε. Δεν την ετοίμασε κανένα γραφείο τελετών. Δεν
τυπώσαμε κηδειόχαρτα.
Την ώρα της νεκρώσιμης ακολουθίας ήταν γεμάτη η
εκκλησία και είπα στα παιδιά μου να μην θρηνήσουν, γιατί η μητέρα τους δεν θα
έμπαινε στο χώμα, αλλά στην αγκαλιά του Θεού. Δεν θρηνήσαμε. Αυτό που ζούμε από
τότε, και παρακαλώ να το ζούμε σε όλη μας τη ζωή μέχρι να ξανασυναντηθούμε
είναι όχι η θλίψη, αλλά η χάρη του Θεού.»
Μόνο η χάρη
που δίνει ο Θεός, εναντιώνεται στην παγερή πνοή του Θανάτου. Μόνο τότε δεν
στοιχειώνει η απουσία των αγαπημένων μας, όταν πάψει να μας τυραννά η απουσία
της χάρης Του...
_____________
δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ, 18.11.2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου