Ἡ ἀπιστία δὲν ἔχει ἐπιχειρήματα
«Ὁ
δὲ ἔφη· Πιστεύω, Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ»
(Ἰω. 9,38)
Ὑπάρχουν, ἀγαπητοί μου, ἄπιστοι
καὶ ἄθεοι. Δὲν θά ᾽πρεπε νὰ ὑπάρχῃ οὔτε ἕνας. Διότι ἀπὸ παντοῦ μύριες φωνὲς ἀκούγονται·
«Εὐλογεῖτε, πάντα τὰ ἔργα Κυρίου τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς
τοὺς αἰῶνας»(Δαν. 3(προσ.),34). Παρ᾽ ὅλα αὐτὰ ὑπάρχουν. Γιὰ νὰ δικαιολογηθοῦν
λένε· Ἂς δοῦμε ἕνα θαῦμα, κι ἅμα δοῦμε τότε θὰ πιστέψουμε. Εἶνε ἆραγε ἡ ἔλλειψι
θαυμάτων ἡ αἰτία τῆς ἀπιστίας; Ὄχι, ἀδελφοί μου. Ἡ αἰτία εἶνε βαθύτερη. Μπορεῖ
νὰ γίνουν μπροστὰ σὲ κάποιον ὄχι ἕνα ἀλλὰ πλῆθος θαύματα, ἀκόμα καὶ νεκρὸς ν᾽ ἀναστηθῇ,
κ᾽ ἐν τούτοις αὐτὸς νὰ μὴν πιστέψῃ. Ἀπόδειξις τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο.
* * *
Ἔγινε ἕνα θαῦμα, ἕνα ἀπὸ τὰ
μεγαλύτερα θαύματα ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Θὰ μιλήσω μὲ ἕνα
παράδειγμα.
Ὅλοι γνωρίζετε τὶς φωτογραφικὲς μηχανές. Σήμερα καὶ μικρὰ παιδιὰ ἔχουν φωτογραφικὴ μηχανή. Τί εἶνε ἡ φωτογραφικὴ μηχανή; Μία ἐπινόησι τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος, ἕνα τεχνητὸ μάτι, ποὺ κατορθώνει ν᾽ ἀποτυπώνῃ εἰκόνες, τώρα μάλιστα καὶ ἔγχρωμες. Καὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἰσχυρισθῇ, ὅτι μιὰ φωτογραφικὴ μηχανὴ παρουσιάστηκε ἔτσι μόνη της, ὅτι φύτρωσε στὰ χωράφια; Ὄχι ἀσφαλῶς. Τί θέλω νὰ πῶ; Θέλω νὰ σᾶς μιλήσω γιὰ μία ἄλλη φωτογραφικὴ μηχανή.
Κάποτε μιὰ παρέα ἀπὸ τουρῖστες
πιάστηκαν μεταξύ τους. Εἶχαν στὸν ὦμο ἀπὸ μιὰ φωτογραφικὴ μηχανή, καὶ καθένας ἐπαινοῦσε
τὴ δική του, λέγοντας ὅτι αὐτὴ εἶνε ἡ καλύτερη· ὁ ἕνας καυχόταν γιὰ τὴ
γερμανική, ὁ ἄλλος γιὰ τὴν ἐγγλέζικη, ὁ ἄλλος γιὰ τὴ γιαπωνέζικη… Μάταιος ὁ
καυγᾶς. Καμμιά ἀπ᾽ αὐτὲς δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθῇ μὲ τὴ μηχανὴ ποὺ θὰ σᾶς πῶ.
Σᾶς συνιστῶ λοιπὸν μιὰ φωτογραφικὴ
μηχανή, ποὺ εἶνε ἄλφα, κορυφή! Εἶνε ὅμως πανάκριβη. Δὲν ἀγοράζεται, δὲν
πουλιέται, δὲν ἀνταλλάσσεται. Ποιά εἶνε ἡ μηχανὴ αὐτή; Εἶνε τὰ δυό σας μάτια! Αὐτὴ
εἶνε ἡ τέλεια φωτογραφικὴ μηχανή. Ὅλες οἱ ἄλλες μηχανὲς εἶνε κατασκευασμένες
κατ᾽ ἀπομίμησι τοῦ ὀφθαλμοῦ μας, εἶνε τεχνητὰ μάτια, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ
συγκριθοῦν μὲ τὸ φυσικὸ μάτι. Καὶ γιὰ μιὰ μηχανή, δὲν λὲς ὅτι φύτρωσε ἔτσι·
ξέρεις ὅτι εἶνε ἀποτέλεσμα ἐφευρέσεως μετὰ ἀπὸ παρατήρησι, μελέτη, μετρήσεις, ἀπομίμησι,
ἀντιγραφή, ἐφαρμογή. Πῶς τώρα νὰ μὴ θαυμάζουμε τὸ μάτι τοῦ ἀνθρώπου ποὺ εἶνε
τέλειο; Ἐγὼ ἀπορῶ πῶς ὑπάρχουν ἄπιστοι;
Τί εἶνε τὸ μάτι; Λίγα γραμμάρια χῶμα!
Μέσα στὸν τάφο καὶ τὰ πιὸ ὄμορφα μάτια γίνονται χῶμα. Πήγαινε στοὺς τάφους νὰ
βρῇς τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων. Λίγο χῶμα μένει. Κι ὅμως τὸ μάτι εἶνε ἕνα τέλειο ἐργοστάσιο,
ποὺ δὲν ἔχω γνῶσι καὶ δύναμι νὰ σᾶς τὸ ἀναδείξω. Μεγάλοι ὀφθαλμολόγοι ἐπιστήμονες
τὸ μελετοῦν καὶ τὸ θαυμάζουν. Γι᾽ αὐτὸ λέω, ὅτι φτάνει ἕνα μάτι ν᾽ ἀποδείξῃ ὅτι
ὑπάρχει Θεός. Ποιός τὸ ἔκανε; Ἐὰν τὴ μηχανὴ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι κάποιος τὴ
φτειάχνει, πολὺ περισσότερο δὲν πρέπει νὰ δεχτοῦμε αὐτὴ τὴν ἀλήθεια γιὰ τὴν
τέλεια φωτογραφικὴ μηχανὴ καὶ νὰ ὁδηγηθοῦμε στὸ μεγάλο Δημιουργό; Ἐγὼ δὲν θέλω ἄλλη
ἀπόδειξι· μοῦ φτάνει ἕνα μάτι!
Μὲ τὸ μάτι βλέπεις ἀντικείμενα σὲ
ὅλα τὰ χρώματα. Ἀνεβαίνεις στὸ βουνό, συλλαμβάνεις τὸ πανόραμα τῆς φύσεως, ἀντικρύζεις
ἀμέτρητες εἰκόνες, βλέπεις ὅλα «τὰ ὡραῖα τῆς γῆς» (Ψαλμ. 73,17).
«Ὅταν τριγύρω βλέπω τῆς φύσεως τὰ κάλλη,
τὸν ἥλιο, τὴ σελήνη, τ’ ἄστρα τὰ φωτεινά,
τὴ θάλασσα, π’ ἀφρίζει κι’ ἁπλώνεται μεγάλη,
τοὺς ποταμούς, τὰ δένδρα, τοὺς κάμπους,
τὰ βουνά, καὶ τ’ ἄνθη ποὺ στολίζουν ἀγροὺς καὶ μονοπάτια,
Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μοῦ ᾽δωκες τὰ μάτια»
(Ἰω. Πολέμης,
Μεγάλη εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ τὸ
μάτι. Γι᾽ αὐτὸ εἶνε μεγάλο καὶ τὸ θαῦμα τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου! Ὁ τυφλός, ποὺ
θεράπευσε ὁ Χριστός, δὲν ἔπασχε ἀπὸ κάποια ὀργανικὴ ἀτέλεια. Αὐτὸς δὲν εἶχε
μάτια καθόλου! Τοῦ ἔλειπαν τελείως οἱ βολβοί. Εἶδα στρατιῶτες στὰ ψηλὰ βουνά,
ποὺ ἀπὸ σφαῖρες εἶχαν χάσει μάτι καὶ τὴν κενὴ κόγχη τους ἐκάλυπτε μόνο μιὰ λεπτὴ
πέτσα. Ἔτσι ἦταν κι ὁ τυφλὸς τοῦ εὐαγγελίου. Καὶ τὸ θαῦμα σήμερα δὲν εἶνε
θεραπεία μιᾶς ὀργανικῆς νόσου· εἶνε δημιουργία ὀφθαλμῶν. Ἔτσι λέει ὁ
Χρυσόστομος.
Ὅπως ὁ Θεὸς κατὰ τὴ δημιουργία πῆρε
χῶμα ἀπὸ τὴ γῆ κ᾽ ἔπλασε τὸ ὑπέροχο ὂν ποὺ λέγεται ἄνθρωπος, ἔτσι τώρα πάλι ὁ
Χριστὸς ἀπὸ χῶμα δημιούργησε μάτια. Ἔφτυσε χάμω στὴ γῆ, μὲ τὸ σάλιο του ἔφτειαξε
λάσπη, μ᾽ αὐτὴν ἔχρισε - ἄλειψε τὶς κόγχες τοῦ τυφλοῦ, καὶ τοῦ εἶπε νὰ πάῃ στοῦ
Σιλωὰμ νὰ πλυθῇ. Ὁ τυφλὸς ὑπήκουσε· πῆγε, πλύθηκε καὶ «ἦλθε βλέπων»(Ἰω. 9,7). Ἀπέκτησε
μάτια καὶ χαιρόταν τὸ φῶς.
Τί ἔδειξε μὲ τὸ θαῦμα αὐτὸ ὁ
Χριστός; Ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ Δημιουργός· κι ὅπως τώρα ἔφτειαξε μὲ χῶμα ἕνα ὄργανο,
τὰ μάτια, ἔτσι στὴν ἀρχὴ δημιούργησε ὅλο τὸν ἄνθρωπο· μάτια, αὐτιά, καρδιά,
πνευμόνια, νεῦρα… Κάθε ἴνα τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος εἶνε δημιούργημά του.
Τὸ θαῦμα αὐτὸ ἦταν μεγάλο. Θά ᾽πρεπε
ὅλοι νὰ πιστέψουν. Πίστεψαν; Ὄχι! Ἡ ἀπιστία προσπαθοῦσε νὰ κλονίσῃ τὸ θαῦμα·
Καὶ ἄρχισαν νὰ πέφτουν βροχὴ τὰ ἐρωτήματα.
Πάρτε μολύβι, διαβάστε τὸ εὐαγγέλιο, καὶ σημειῶστε ἐρωτήματα. Πρῶτο· τὸν
κοιτάζουν καλὰ - καλὰ καὶ λένε· –Μωρέ, εἶνε αὐτός; Εἶσαι σὺ ὁ τυφλὸς ποὺ
ζητιάνευες στὸ δρόμο; –Ἐγὼ εἶμαι. Δεύτερο ἐρώτημα· –Πῶς ἄνοιξαν τὰ μάτια σου; –Ἕνας
ποὺ λέγεται Ἰησοῦς πῆρε χῶμα, τὸ ζύμωσε μὲ τὸ σάλιο του, μὲ ἄλειψε, πῆγα,
πλύθηκα κ᾽ ἔγινα καλά. Τρίτο ἐρώτημα· –Τί ἔχεις νὰ πῇς γι᾽ αὐτόν; –Ὅτι εἶνε
προφήτης. –Μπᾶ, τί προφήτης, ἀφοῦ δὲν τηρεῖ τὸ σάββατο εἶνε ἁμαρτωλός! –Ὄχι ἁμαρτωλός!
ξέρουμε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀκούει προσευχὲς ἁμαρτωλῶν, ἁγίων ἀνθρώπων ἀκούει. Κ᾽ ἐπειδὴ
ἐξακολουθοῦσαν ν᾽ ἀπιστοῦν, κάλεσαν τοὺς γονεῖς του· –Παιδί σας εἶνε; –Παιδί
μας. –Πῶς βλέπει; –Δὲν ξέρουμε, ἐνήλικας εἶνε, ρωτῆστε τὸν ἴδιο. Τὸν ξανακαλοῦν·
–Πές μας λεπτομερῶς, πῶς ἔγινε αὐτὸ τὸ θαῦμα; –Σᾶς εἶπα καὶ δὲν πιστέψατε· σᾶς
λέω πάλι πῶς ἔγινε… –Ὄχι, δὲν τὸ πιστεύουμε. Τότε πλέον κι ὁ θεραπευμένος τοὺς ἔφραξε
τὰ στόματα λέγοντας· –Τέτοιο πρᾶγμα δὲν ξανάγινε… Ἔτσι ὁ τυφλὸς ἔμεινε πιστός.
Κι ὅταν κατόπιν τὸν συνάντησε ὁ Χριστός, ὁ τυφλὸς εἶπε «Πιστεύω, Κύριε» καὶ τὸν
προσκύνησε(ἔ.ἀ. 9,38).
* * *
Ἀπὸ τότε, ἀγαπητοί μου, πέρασαν
19 αἰῶνες. Κι ὅπως τότε στὸ θαῦμα οἱ ἄπιστοι φαρισαῖοι ἔφερναν ἀντιρρήσεις, ἔτσι
καὶ σήμερα φέρνουν ἀντιρρήσεις ὅσοι δὲν θέλουν νὰ πιστέψουν. Ἀλλὰ οἱ σημερινοὶ ἄπιστοι
εἶνε πιὸ ἀξιοκατάκριτοι ἀπ᾽ ὅ,τι ἐκεῖνοι τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ μέσα στοὺς
19 αἰῶνες ἔχουν συμβῆ καὶ πολλὰ ἄλλα θαύματα· προστέθηκαν τὰ θαύματα τῆς
Παναγίας, τῶν ἀποστόλων, τῶν ἁγίων καὶ τῶν μαρτύρων (π.χ. τοῦ ἁγίου Δημητρίου,
τοῦ ἁγίου Γεωργίου, τοῦ ἁγίου Γερασίμου, τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, τοῦ ἁγίου
Νεκταρίου νεωτέρου ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας μας κ.ἄ.). Ἂν μπορῇς νὰ μετρήσῃς τὰ ἄστρα
τοῦ οὐρανοῦ, μπορεῖς νὰ μετρήσῃς καὶ τὰ θαύματα τῆς πίστεώς μας.
Πιστεύουν; Δὲν πιστεύουν. Γιατί;
τί συμβαίνει; ποιά ἡ αἰτία τῆς ἀπιστίας; Εἶνε βαθύτερη· εἶνε ἡ διαφθορὰ τῆς ἀνθρώπινης
καρδιᾶς. Γι᾽ αὐτὸ καὶ σήμερα ὑπάρχουν ἄπιστοι. Προχθὲς διάβαζα σ᾽ ἕνα ξένο
περιοδικὸ τὸ ἑξῆς.
Σὲ βαγόνι τραίνου, ποὺ ξεκίνησε
γεμᾶτο ἀπὸ τὸ Στάλινγκραντ γιὰ τὴ Μόσχα, ἦταν καὶ ἕνας στρατιώτης τῶν Σοβιέτ.
Μιὰ γριούλα, καθὼς τὸ τραῖνο περνοῦσε ἀπὸ ἕνα διάσελλο, ἔκανε τὸ σταυρό της,
γιατὶ θυμήθηκε ὅτι ἐκεῖ ἦταν μιὰ ἐκκλησία. Μόλις τὴν εἶδε ὁ στρατιώτης λέει·
–Πιστεύεις, γριά, σὲ Θεό, ὅτι ὑπάρχει Χριστός; –Πιστεύω, παιδί μου. –Μὰ ἡ θρησκεία
εἶνε γελοία, ἐμεῖς αὐτὰ δὲν τὰ πιστεύουμε… Τότε ἡ ἀγράμματη ῾Ρωσίδα ἀνοίγει
μαζί του συζήτησι – κι ἄκουγαν ὅλοι. Αὐτός, ἂν καὶ νέος μυημένος καλά, ἀπογυμνώθηκε·
ὅλοι ἦταν μὲ τὸ μέρος τῆς γριᾶς. –Ἔχει δίκιο, τοῦ ἔλεγαν· τὰ ἐπιχειρήματά σου δὲν
εἶνε ἰσχυρὰ ὅσο τὰ δικά της. Ἡ γερόντισσα εἶχε βγῆ νικήτρια ἀπὸ ᾽κείνη τὴ μάχη.
Γελοῖα τὰ ἐπιχειρήματα ἡ ἀπιστίας,
συντρίβονται πάνω στὸ βράχο, στὴν «πέτρα» τῆς πίστεως (Ματθ. 16,18). Κ᾽ ἕνα
μικρὸ παιδὶ διακρίνει. Διαψεύδονται, γελοιοποιοῦνται οἱ ἄπιστοι.
Ὁ Βολταῖρος, ἄπιστος Γάλλος
διαφωτιστής (1694-1778), ἔλεγε ὅτι σὲ ἑκατὸ χρόνια δὲν θὰ ὑπάρχῃ πλέον Ἐκκλησία,
κλῆρος, Εὐαγγέλιο· ὅλοι θά ᾽νε ἄπιστοι. Πέρασαν ὅμως τὰ χρόνια καὶ τὸ σπίτι ποὺ
καθόταν αὐτὸς στὸ Παρίσι ἔγινε βιβλιοπωλεῖο τῶν ἁγίων Γραφῶν!
Ἂς φλυαροῦν οἱ ἄπιστοι· ἐμεῖς νὰ πιστεύουμε. Καὶ μαζὶ μὲ τὸν τυφλὸ νὰ γονατίσουμε μπροστὰ στὸ Χριστὸ νὰ τοῦ ποῦμε «Πιστεύω Κύριε», καὶ νὰ προσκυνήσωμεν Αὐτόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου