Κυριακὴ Ζ΄ Ματθαίου (Ματθ.
9,27-35)
«Καὶ ἀνεῴχθησαν αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοί» (Ματθ. 9,30)
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου
Ν. Καντιώτου
Ἀρχίζω, ἀγαπητοί μου, μὲ ἕνα παράδειγμα
παρμένο ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη. –Μπᾶ, θὰ πῇ κανείς, τί σχέσι ἔχει ἡ ἐπιστήμη μὲ τὸ
Θεό;…
Ἐν τούτοις ἡ ἐπιστήμη εἶνε κι αὐτὴ
ἔργο τοῦ Θεοῦ. Γιατί; Διότι, ἂν ὁ Θεὸς δὲν ἤθελε νὰ κάνῃ τὸν ἄνθρωπο ἐπιστήμονα,
δὲν θὰ τοῦ ἔδινε λογικό, νοῦ, μὲ τὸ ὁποῖο προοδεύει διανοητικά. Ὁ νοῦς λοιπὸν
προϋπόθεσι τῆς ἐπιστήμης.
Νοῦ βέβαια, μυαλὸ - ἐγκέφαλο, ἔχουν καὶ τὰ ζῷα·
ἂν ζυγίσουμε τὸν ἐγκέφαλο τοῦ πιθήκου, τὸ βάρος καὶ ὁ ὄγκος του δὲν ἔχουν
μεγάλη διαφορὰ ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου. Ἄλλο ὅμως τὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἄλλο τὸ
μυαλὸ τοῦ πιθήκου. Ἂν πάρουμε ἕνα πίθηκο καὶ τὸν καθίσουμε στὸ θρανίο ὄχι ἕνα
χρόνο, καὶ δέκα χρόνια, δὲν μαθαίνει τὸ ἀλφάβητο· δὲν ἔχει πρόοδο.
Ἡ πρόοδος λοιπόν, ποὺ σημειώνει ὁ ἄνθρωπος, εἶνε προϊὸν τοῦ νοῦ, καὶ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶνε δῶρο τοῦ Θεοῦ, δῶρο ἔξοχο.
* * *
Ἡ ἐπιστήμη στὶς ἡμέρες μας ἔκανε
καταπληκτικὲς ἐφευρέσεις, ποὺ ἀναδεικνύουν τὸν ἄνθρωπο μικρὸ θεὸ ἐπὶ τῆς γῆς,
κατὰ τὸ ψαλμικὸ «ἐγὼ εἶπα· θεοί ἐστε καὶ υἱοὶ Ὑψίστου πάντες»(Ψαλμ. 81,6. Ἰω.
10,34). Ἐκεῖ ὑψώνεται ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ νοῦ του καὶ βασιζόμενος στοὺς νόμους ποὺ
ἔχει θέσει ὁ Κτίστης στὰ κτίσματα.
Μία ἀπὸ τὶς ἐφευρέσεις του εἶνε
καὶ ἡ φωτογραφικὴ μηχανή. Πρὶν ἀπὸ ἑκατὸ - διακόσα χρόνια δὲν ὑπῆρχαν
φωτογραφικὲς μηχανὲς ν᾽ ἀποτυπώνουν μία μορφή. Πήγαιναν ἐπάνω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια
τοῦ νεροῦ ὅταν ἠρεμῇ, σὲ λίμνη ἢ ποτάμι, καὶ ἔβλεπαν θαμπὰ τὸ πρόσωπό τους· ἢ
κατασκεύαζαν στιλπνὰ - γυαλιστερὰ κάτοπτρα ἀπὸ ὀρείχαλκο - μπροῦντζο, κ᾽ ἐκεῖ ἔβλεπαν
κάπως τὴ μορφή τους. Τώρα ὑπάρχουν φωτογραφικὲς μηχανές, ποὺ ἀγαποῦν ἰδίως οἱ
νέοι καὶ οἱ νέες. Δὲν τοὺς κατηγορῶ γι᾽ αὐτό, ἀρκεῖ νὰ χρησιμοποιοῦν τὴ μηχανή
τους πρὸς δόξαν Θεοῦ, φωτογραφίζοντας π.χ. τὴ φύσι, τοπία τῆς πατρίδος μας, ὑπέροχες
εἰκόνες ποὺ ἠρεμοῦν τὴν ψυχή.
–Τί θέλεις τώρα νὰ πῇς; γιατί μιλᾷς
γιὰ φωτογραφικὲς μηχανές; θὰ μὲ ρωτήσῃ κάποιος.
Εἶνε ἕνα ἐπιχείρημα ποὺ μπορεῖτε
νὰ χρησιμοποιήσετε ἂν κάποιος σᾶς πῇ ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός. Ἀπαντῆστε του μὲ
σύγχρονο παράδειγμα· ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ παραδείγματα εἶνε ἡ φωτογραφικὴ μηχανή.
–Σὲ βλέπω, πῆτε, μοντέρνο ἄτομο, ξέρεις τὴν τεχνολογία, χρησιμοποιεῖς τὰ
σύγχρονα μέσα· ἔχεις καὶ φωτογραφικὴ μηχανή. Σοῦ λέω λοιπόν, ὅτι ἡ μηχανή σου αὐτὴ
βρέθηκε μόνη της, ἔτσι στὸ δρόμο! ξέρω ἕνα χωράφι ἐγὼ ποὺ ἐκεῖ ἀντὶ γιὰ στάχυα
φυτρώνουν φωτογραφικὲς μηχανές!… –Μὰ τί εἶν᾽ αὐτὰ ποὺ λές; θὰ πῇ, τρελλάθηκες;
Τὴ μηχανὴ αὐτὴ κάποιος τὴ σχεδίασε, κάποιος πῆρε τὰ ὑλικὰ καὶ κατασκεύασε τὸ
τέλειο αὐτὸ μηχάνημα. –Ὄχι, νὰ ἐπιμένῃς ἐσύ, ἔτσι ἔγινε, μόνη της! ἔτσι
φυτρώνουν οἱ φωτογραφικὲς μηχανές! –Μὰ ἐσὺ εἶσαι γιὰ δέσιμο, πρέπει νὰ
καλέσουμε τὸ «100»! –Ἔ, νὰ τοῦ πῇς τότε, ἂν ἐσὺ θεωρῇς ἐμένα τρελλό, γιατὶ γιὰ
μιὰ φωτογραφικὴ μηχανὴ ἰσχυρίζομαι πὼς δὲν ὑπάρχει κατασκευαστής, τί νὰ πῶ ἐγὼ
γιὰ σένα πού, ἐνῷ γύρω σου βλέπεις τόσα θαυμάσια, ἡ σκέψι σου κόλλησε καὶ δὲν
πηγαίνει καθόλου σὲ δημιουργό;
Ἀλλὰ τί εἶνε καὶ ἡ φωτογραφικὴ
μηχανὴ καὶ τὸ ῥαντὰρ καὶ ὅποιο ἄλλο κατασκεύασμά μας μπροστὰ στὸ θαυμάσιο ὄργανο
ποὺ εἴδαμε νὰ χαρίζῃ ὁ Χριστὸς σήμερα σὲ δύο δυστυχισμένους! Ποιό δηλαδή; Τὰ
μάτια! Λέει τὸ εὐαγγέλιο ἐκεῖ, ὅτι «ἀνεῴχθησαν αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοί» (Ματθ. 9,30).
Μὲ ἕνα παντοκρατορικὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ ἄνοιξαν τὰ μάτια δύο τυφλῶν. Τί εἶνε τὰ
μάτια! Ἡ πιὸ τέλεια φωτογραφικὴ μηχανή. Ὀφθαλμίατροι, ποὺ χρόνια μελετοῦν τὸ
μάτι, βλέπουν σ᾽ αὐτὸ θαυμαστὰ μυστήρια. Ποιός τὸ ἔφτειαξε; Δὲν εἶνε τυχαῖο
δημιούργημα. Μόνο ἕνα μάτι φτάνει ν᾽ ἀποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει Θεός. Ἐγὼ ἀπορῶ πῶς ὑπάρχουν
ἄπιστοι.
Γι᾽ αὐτὸ νὰ εἴμαστε εὐγνώμονες. Ὑπάρχουν
ἀδελφοί μας τυφλοί· ἔχουν στερηθῆ τὴν ὅρασι ἢ ἐκ γενετῆς ἢ ἀπὸ κάποια πάθησι ἢ ἀπὸ
δυστύχημα, καὶ ζοῦν σὲ σκοτάδι. Ὅσοι ἔχουμε τὰ μάτια ἂς λέμε μαζὶ μὲ τὸν
ποιητή·
τὸν ἥλιο, τὴ σελήνη, τ’ ἄστρα τὰ φωτεινά,
τὴ θάλασσα, π’ ἀφρίζει κι’ ἁπλώνεται μεγάλη,
τοὺς ποταμούς, τὰ δένδρα, τοὺς κάμπους, τὰ βουνά,
καὶ τ’ ἄνθη ποὺ στολίζουν ἀγροὺς καὶ μονοπάτια,
Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μοῦ ᾽δωκες τὰ μάτια»
(Ἰω. Πολέμης, Ἀναγνωστικὸν Ε΄ Δημοτικοῦ, ἐκδ. Καλοκάθη, Ἀθῆναι 1964, σ. 295).
Δὲν εὐγνωμονοῦμε τὸ Θεό, εἴμαστε ἀχάριστοι.
Δυστυχῶς πρέπει νὰ χάσῃ κανεὶς κάτι πολύτιμο, γιὰ νὰ ἐκτιμήσῃ τὴν ἀξία του.
* * *
Ὑπάρχει ὅμως καὶ κάποιο ἄλλο ἀγαθὸ
ἀνώτερο ἀπὸ τὴ σωματικὴ ὅρασι· εἶνε ἡ ὅρασις ἡ πνευματική, δηλαδὴ ἡ πίστις. Αὐτὴ
εἶνε ἡ ἕκτη αἴσθησι, ὁ ὀφθαλμὸς τῆς ψυχῆς. Ὅπως μὲ τὰ μάτια βλέπουμε τὰ ὡραῖα τῆς
φύσεως, ἔτσι μὲ τὴν πίστι βλέπουμε τὸν ἀθάνατο πνευματικὸ κόσμο. Ἕνας ἀστρονόμος
εἶπε, ὅτι ἡ πίστις εἶνε τὸ τηλεσκόπιο μὲ τὸ ὁποῖο βλέπουμε τὸν οὐράνιο κόσμο, τὰ
μυστήρια τοῦ Θεοῦ.
Τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. ζοῦσε στὴν Ἀλεξάνδρεια
ὁ Δίδυμος· σπουδαῖος θεολόγος πού, ἐνῷ ἦταν τυφλός, εἶχε σοφία καὶ ἑρμήνευε τὴ
Γραφή. Ὅταν τὸν συνάντησε ὁ μέγας Ἀντώνιος τοῦ εἶπε· Σὲ μακαρίζω, Δίδυμε· δὲν ἔχεις
μάτια σωματικά – τέτοια ἔχουν καὶ τὰ ζῷα, ἔχεις ὅμως πίστι, ποὺ σοῦ χαρίζει
μάτια πνευματικὰ καὶ βλέπεις τὸν κόσμο τοῦ οὐρανοῦ. Γνωρίσαμε καὶ ἐμεῖς στὶς ἡμέρες
μας ἕναν μικρὸ Δίδυμο, ἕνα τυφλὸ βοσκὸ τῆς Πίνδου, τὸν Γιάννη, ὁ ὁποῖος
κατέβηκε στὴ Θεσσαλονίκη, στὴν αἴθουσα τῆς «Ἀπολυτρώσεως», καὶ ἐνώπιον ἀκροατηρίου
ἀπήγγελλε ἀπ᾽ ἔξω τὴν Καινὴ Διαθήκη.
Δυστυχισμένος ὅποιος ἔχασε τὰ
μάτια του, ἀλλὰ ἀπείρως δυστυχέστερος ὅποιος ἔχασε τὴν πίστι του, τὸ πνευματικό
του φῶς.
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο μιλάει γιὰ
τέτοιους τυφλούς. Ἐνῷ ὁ λαὸς θαύμασε βλέποντας ὅτι ὁ Χριστὸς ἄνοιξε μὲ τὴ θεία
δύναμί του τὰ μάτια τῶν τυφλῶν καὶ θεράπευσε τὸν δαιμονιζόμενο κωφάλαλο, οἱ
φαρισαῖοι ἀντιθέτως ὄχι μόνο δὲν πίστεψαν, ἀλλὰ καὶ τὸν βλασφημοῦσαν, ὅτι «ἐν τῷ
ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια» (Ματθ. 9,34). Αὐτοί, ἐνῷ εἶχαν
μάτια, πνευματικὰ ἦταν τυφλοί, ζοῦσαν στὸ σκοτάδι.
Τέτοιοι ἄνθρωποι, ποὺ δὲν βλέπουν
τὰ θαυμάσια τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ κατηγοροῦν καὶ διαβάλλουν πότε τὶς ἅγιες εἰκόνες,
πότε τὶς ἱερὲς παραδόσεις, πότε τὶς ἐκκλησιαστικὲς συνάξεις, πότε τοὺς
κληρικούς, πότε τὸν ἴδιο τὸ Θεὸ καὶ τὸ Χριστό, τέτοιοι σύγχρονοι φαρισαῖοι ὑπάρχουν
καὶ τώρα. Στὰ πανεπιστήμια μάθανε μερικὰ γράμματα, ἀλλὰ σπανίως θὰ συναντήσῃς
καθηγητὴ καὶ φοιτητὴ ποὺ νὰ πιστεύῃ.
Αὐτοὶ μοιάζουν μὲ τοὺς
τυφλοπόντικες καὶ τὶς νυχτερίδες, ποὺ δὲν ἀρέσκονται στὸ φῶς ἀλλὰ ζοῦν καὶ κινοῦνται
στὸ σκοτάδι· καὶ σήμερα οἱ ἄπιστοι δὲν ἀρέσκονται στὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου, στὴν ἀληθινὴ
πίστι, στὴν ἀθάνατη Ὀρθοδοξία μας. Ὅσα θαύματα κι ἂν δοῦν, ἀμφισβητοῦν, ἀντιλέγουν,
ἀπιστοῦν. Κρίμα στὶς σπουδές τους! Ὁ Παπουλάκος –διαβάστε τὸ σχετικὸ βιβλίο τοῦ
Μπαστιᾶ ποὺ εἶνε σὰν μυθιστόρημα ἀλλ᾽ ἀναπαριστᾷ μία πραγματικότητα– εἶπε· Τὰ ἄθεα
γράμματα θὰ καταστρέψουν τὸν κόσμο. Εἶπα καὶ ἄλλοτε· ὁ κόσμος σήμερα δὲν
κινδυνεύει ἀπὸ τοὺς ἀγράμματους βοσκούς· κινδυνεύει ἀπὸ τοὺς ἀθέους «ἐπιστήμονες»,
ποὺ εἶνε ἕτοιμοι μὲ μιὰ διαταγὴ νὰ ῥίξουν βόμβες καὶ ν᾽ ἀφανίσουν κόσμο. Χίλιες
φορὲς ὁ ἄνθρωπος νὰ ἦταν ἀγράμματος μὰ πιστὸς στὸ Θεό, παρὰ μία τέτοια ἐπιστήμη.
Ὁ Πλάτων λέει· «πᾶσα ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς,
πανουργία καὶ οὐ σοφία φαίνεται» (Μενέξ. 246e–247a). Καὶ ἕνας σοφὸς τῆς
Γερμανίας, εἶπε γιὰ τὸ σύγχρονο ἄνθρωπο ποὺ ὑπερηφανεύτηκε γιὰ τὰ φῶτα του·
ἐγὼ μωρός, ὅσο καὶ πρῶτα!»(Γκαῖτε, Φάουστ).
Νά, λοιπόν, ἡ πνευματικὴ τύφλωσι.
* * *
«Ὅσοι πιστοί»(θ. Λειτ.), ἀδελφοί
μου, νὰ εὐχαριστῆτε τὸ Θεὸ ποὺ σᾶς ἔδωσε τὴν πίστι. Ἡ πίστι εἶνε λαχεῖο, σᾶς ἔπεσε
ὁ πρῶτος λαχνός. Μέσα στὸ διεστραμμένο κόσμο ἀντισταθῆτε, ὑπερασπισθῆτε τὴν
πίστι μας. Μελετᾶτε βιβλία ἀπολογητικά, ὁπλίζεσθε. Ἡ ἀληθινὴ ἐπιστήμη δὲν ἀρνεῖται
τὸ Θεό, ἀντιθέτως τὸν κηρύττει. Πρὸ παντὸς ν᾽ ἀκολουθῆτε τὸ Χριστό, νὰ ζῆτε μαζὶ
μὲ τὸ Χριστό.
Τὸ εὐαγγέλιο σήμερα λέει ὅτι, ὅταν ὁ Κύριος θεράπευσε τοὺς τυφλούς, τοὺς εἶπε· «Ὁρᾶτε μηδείς γινωσκέτω»· μὴν πῆτε τίποτα πουθενά, δὲν θέλω διαφήμισι, ῥεκλάμα. Αὐτοὶ ὅμως ἔκαναν ἁγία ἀνυπακοή· δὲν κρατήθηκαν, βγῆκαν ἔξω καὶ «διεφήμισαν αὐτὸν ἐν ὅλῃ τῇ γῇ ἐκείνῃ» (Ματθ. 9,30-31), καλοῦσαν ὅλους κοντά του. Κ᾽ ἐσεῖς λοιπὸν ὅπου σταθῆτε κηρύξτε τὸν Χριστό· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου