Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2022

Πέντε μέρες στο Αττικό νοσοκομείο - π. Χρυσοβαλάντης Θεοδώρου


 Πρωτοπρεσβύτερος Χρυσοβαλάντης Θεοδώρου

Πέντε μέρες στο Αττικό νοσοκομείο
ΜΙΑ ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
 
«Πρᾶ­ξις γὰρ θε­ω­ρί­ας ἐ­πι­βα­σις[1]», γρά­φει ὁ Θε­ο­λό­γος Γρη­γό­ρι­ος στὸ τέ­λος τοῦ εἰ­κο­στοῦ λό­γου του «πε­ρὶ δόγ­μα­τος καὶ κα­τα­στά­σε­ως ἐ­πι­σκό­πων», ἑρ­μη­νεύ­ον­τας τὶς προ­ϋ­πο­θέ­σεις τῆς ἀ­λη­θοῦς θε­ο­λο­γί­ας.
 
Πράγ­μα­τι, ἀ­να­λο­γι­κῶς ἔτ­σι συμ­βαί­νει καὶ στὴν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα τῆς ζω­ῆς μας, ὅ­ταν βέ­βαι­α ἔ­χεις τὰ ἀ­νά­λο­γα «μά­τι­α» γι­ὰ νὰ τὴν ἀν­τι­κρύ­σεις καὶ δὲν κρύ­βε­σαι, γι­ὰ νὰ μι­λή­σου­με ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά, πί­σω ἀ­πὸ τὴν ἄ­γνοι­α τῆς Γρα­φῆς, ποὺ σὲ ὀ­δη­γεῖ σὲ ζη­λω­τι­κὴ ὑ­πε­ρά­σπι­ση τῶν ἰ­δε­ῶν καὶ ἀ­πό­ψε­ών σου, ἐ­πεν­δε­δυ­μέ­νες μὲ ἄρ­ρω­στη «πνευ­μα­τι­κό­τη­τα» ἐν   ὀ­νό­μα­τι τοῦ Χρι­στοῦ.
 
Τὰ τε­λευ­ταῖ­α δύ­ο χρό­νι­α ὁ πλα­νή­της ὀ­λά­κε­ρος βα­σα­νί­ζε­ται ψυ­χο­σω­μα­τι­κὰ ἀ­πὸ τὴν ἀ­σθέ­νει­α αὐ­τὴ τοῦ κο­ρο­νο­ϊ­οῦ, τοῦ sars covid-19. Ἀ­κού­σα­με, δι­α­βά­σα­με, μπερ­δευ­τή­κα­με τό­σο ὅσο πο­τέ στὸ ἄ­με­σο πα­ρελ­θόν. Ἡ λέ­ξη δι­χο­γνω­μί­α εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τη νὰ πε­ρι­γρά­ψει τὶς τό­σες πολ­λὲς ἀλ­λὰ καὶ ἀν­τι­κρου­ό­με­νες γνώ­μες ἀ­πὸ τὸν πι­ὸ ἁ­πλὸ πο­λί­τη, ἕ­ως τοὺς γι­α­τρούς, τοὺς κλη­ρι­κούς, τοὺς μο­να­χούς κ.τ.λ.
 
Τὰ φάρ­μα­κα, τὰ ἐμ­βό­λι­α, οἱ γι­α­τροὶ καὶ νο­ση­λευ­τὲς «ἐν­δύ­θη­καν» με­τα­φυ­σι­κὲς στο­λὲς ποὺ οὔ­τε οἱ ἴ­δι­οι δὲν μπο­ροῦ­σαν οὔ­τε νὰ φαν­τα­στοῦν, οὔ­τε καὶ νὰ ἀν­τέ­ξουν.
 
Κι ὅ­λα αὐ­τά; Θε­ω­ρί­α! Θε­ω­ρί­α, θε­ω­ρί­α, θε­ω­ρί­α. Ἀλ­λὰ εἴ­πα­με· «πρᾶ­ξις, θε­ω­ρί­ας ἐ­πίβα­σις»! Ἔτ­σι, μὲ προ­τρο­πὴ δύ­ο-τρι­ῶν ἀν­θρώ­πων ἀ­πο­φά­σι­σα νᾶ γρά­ψω χω­ρὶς προ­σθῆ­κες προ­σω­πι­κῶν ἀ­πό­ψε­ων, εἴ­τε ἐ­πη­ρε­α­σμὸ ἀ­πὸ ὁ­ποι­ον­δή­πο­τε καὶ ὁ,τι­δή­πο­τε, πὼς ἐ­γὼ ὁ ἴ­δι­ος ἔ­ζη­σα πέν­τε μέ­ρες στὸ Ἀτ­τι­κὸ Νο­σο­κο­μεῖ­ο, «χτυ­πη­μέ­νος» ἀ­πὸ τον κο­ρο­νο­ϊ­ό.
 
Γνω­ρί­ζω βε­βαί­ως πο­λὺ κα­λά ἢ κα­λύ­τε­ρα ἀ­γω­νί­ζο­μαι νὰ μά­θω, ἐ­πι­τρέψ­τε μου, καὶ λό­γῳ τῶν πο­λυ­χρό­νι­ων σπου­δῶν μου, τὶ ση­μαί­νει στὸ θε­ο­λο­γι­κὸ λό­γο ἀ­σθέ­νει­α, ἁ­μαρ­τί­α, ψυ­χή, σῶ­μα, θε­ρα­πεί­α, ἰ­α­τρι­κή καὶ ὅ­λα τὰ συ­να­φῆ, με­λε­τῶν­τας εἰς βά­θος τὰ τῆς πα­τε­ρι­κῆς γραμ­μα­τεί­ας. Ἄ­ρα ὁ γρα­πτὸς λό­γος μου δὲν θὰ λα­ϊ­κί­σει, οὔ­τε θὰ ὑ­πε­ρα­σπι­στεῖ κά­ποι­α πλευ­ρᾶ θέ­α­σης τοῦ ὅ­λου θέ­μα­τος.
 
Στὶς 28 λοι­πὸν τοῦ πα­ρελ­θόν­τος Δε­κεμ­βρί­ου, βρέ­θη­κα, με­τὰ ἀ­πὸ ἔ­λεγ­χο τὸν ὁ­ποῖ­ο κα­θη­με­ρι­νῶς ἔ­κα­να λό­γῳ τῆς ἑ­ορ­τά­σι­μης πε­ρι­ό­δου, θε­τι­κός στὸν ἰ­ό. Ἄ­με­σα ἐ­πι­κοι­νώ­νη­σα μὲ τον προ­σω­πι­κό μου ἰ­α­τρό κ. Εὐ.Κ. ὁ ὁ­ποῖ­ος μοὺ σύ­στη­σε καὶ λό­γω τοῦ ἤ­πι­ου δι­α­βή­τη ποὺ ἔ­χω, νὰ πι­ῶ σχε­τι­κὴ ἀν­τι­βί­ω­ση γι­ὰ τρεῖς ἡ­μέ­ρες. Ἀ­μέ­σως ὑ­πή­κου­σα, ἐγ­κλει­ό­με­νος στὴν οἰ­κί­α μου καὶ λαμ­βά­νον­τας τὴν φαρ­μα­κευ­τι­κὴ ἀ­γω­γή.
 
Οἱ τέσ­σε­ρις πρῶ­τες μέ­ρες κύ­λη­σαν πο­λὺ ὁ­μα­λὰ δί­χως πα­ρε­νέρ­γει­ες ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὴν ἔλ­λει­ψη ἢ κα­λύ­τε­ρα τὴν δι­α­στρέ­βλω­ση τῆς γεύ­σης, ποὺ τὰ ἔ­κα­νε ὅ­λα πι­κρά. Τὸ βρά­δι τῆς τέ­ταρ­της μέ­ρας, δηλ. τὴν πα­ρα­μο­νὴ τῆς πρω­το­χρο­νι­ᾶς, ἔ­κα­νε τὴν ἐμ­φά­νι­σή του ὁ πυ­ρε­τός. 38°C ἔ­δει­ξε τὸ θερ­μό­με­τρο. Ἀπ᾿ ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μὴ καὶ ἕ­ως τὶς 2 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου, ὁ πυ­ρε­τὸς εἴ­χε ἀ­νο­δι­κὴ καὶ δι­αρ­κὴ πο­ρεῖ­α, φτά­νον­τας καὶ τὸ 39,3 °C.
 
Τὸ ἀ­πό­γευ­μα τῆς Κυ­ρι­α­κῆς ἀ­πο­φά­σι­σα μὲ τὴν πρε­σβυ­τέ­ρα μου ἀλ­λὰ καὶ τὴν πα­ρό­τρυν­ση τοῦ γι­α­τροῦ νὰ πά­ω σὲ ἕ­να Νο­σο­κο­μεῖ­ο γι­ὰ νὰ ἐ­λεγχθεῖ ἡ πο­ρεῖ­α τῆς ἀ­σθέ­νει­ας. Πράγ­μα­τι ἔφ­τα­σα ἕ­ως τὸ Σι­σμα­νό­γλει­ο Νοσοκομεῖο, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­φη­μέ­ρευ­ε. Τὸ πρῶ­το σόκ, ἡ πρῶ­τη ἐκ τοῦ σύ­νεγ­γυς ἴ­δι­α ἀν­τί­λη­ψη τῶν γε­γο­νό­των ποὺ ἀ­κού­γα­με στὰ μέ­σα ἐ­νη­μέ­ρω­σης ἦ­ταν γε­γο­νός. Δε­κά­δες ἄν­θρω­ποι, πε­ρί­με­ναν στὴν οὐ­ρὰ γι­ὰ νὰ ἐ­ξε­τα­στοῦν. Καὶ ἐ­γὼ ἀ­νά­με­σά τους ἐμ­πύ­ρε­τος καὶ ἀρ­κε­τὰ τα­λαι­πω­ρη­μέ­νος. Πεν­τέ­μι­ση ὁ­λό­κλη­ρες ὥ­ρες δι­ήρ­κε­σε αὐ­τὸ τὸ «μαρ­τύ­ρι­ο» πε­ρι­πε­πλεγ­μέ­νο μὲ με­γά­λη ἀ­γω­νί­α γι­ὰ τὸ τὶ «μέλ­λει γε­νέ­σθαι».
 
Ἡ πα­ρου­σί­α τοῦ ρά­σου σὲ ἕ­να τέ­τοι­ο χῶ­ρο, αἰ­σθα­νό­μουν ὅ­τι τρα­βοῦ­σε τὴν προ­σο­χή, ἀ­φοῦ ὄ­χι μό­νο τὰ βλέ­μα­τα, ἀλ­λὰ καὶ πολ­λοὶ ἐκ τῶν συ­να­σθε­νῶν μου μὲ πλη­σί­α­σαν γι­ὰ νὰ προ­σευ­χη­θῶ γι᾿ αὐ­τούς. Τὶ πα­ρά­ξε­νο συ­ναί­σθη­μα. Ὁ ἄρ­ρω­στος, νὰ προ­σευ­χη­θεῖ γι­ὰ τὸν ἄρ­ρω­στο; Τε­λι­κὰ δύ­σκο­λο ἄ­θλη­μα ἡ προ­σευ­χή, ὅ­ταν μά­λι­στα τὴν ἔ­χεις ὁ ἴ­δι­ος ἀ­νάγ­κη τέ­τοι­ες στιγ­μές.
 
Βή­χας, δυ­σκο­λί­α ἀ­να­πνο­ῆς, κόκ­κι­να μά­τι­α, σκυφ­τὰ κε­φά­λι­α, ὑ­πο­μο­νε­τι­κοὶ ποὺ κά­ποι­ες στιγ­μὲς γί­νον­ταν ἀ­νυ­πό­μο­νοι ἄν­θρω­ποι, κά­θε ἡ­λι­κί­ας, πε­ρί­με­ναν νὰ ἐ­ξε­τα­στοῦν.
 
Ἐ­κεῖ μί­λη­σα μὲ ἕ­να νε­α­ρὸ παλ­λη­κά­ρι. Μοῦ ἔ­κα­νε πο­λὺ ἐν­τύ­πω­ση καὶ τὸν πλη­σί­α­σα.
 
-«Τὶ ἔ­χεις λε­βέν­τη μου; Προ­βλη­μα­τι­σμέ­νο σὲ βλέ­πω»!
 
–«Πά­τερ, πρὶν ἐν­νι­ὰ μέ­ρες ἔ­χα­σα τὴ γυ­ναί­κα μου. Κόλ­λη­σα μά­λι­στα καὶ τὴν ἡ­μέ­ρα τῆς κη­δεί­ας. Τὸ μω­ρό μας, ἔ­χω νὰ τὸ δῶ ἀ­πὸ τό­τε. Δὲν ἔ­χω ση­κώ­σει κε­φά­λι» καὶ ἔ­βα­λε τὰ κλά­μα­τα.
 
Τὸν χά­ϊ­δε­ψα στὸ κε­φά­λι· ἔ­κλα­ψα μα­ζί του. Τε­λι­κὰ ἔ­νοι­ω­θα πο­λὺ κα­λὰ μπρὸς στὰ δι­κά του χά­λι­α. «Ὑ­πάρ­χουν καὶ χει­ρό­τε­ρα» λέ­ει ὁ λα­ός καὶ ἔ­χει δί­κι­ο.
 
Οἱ πεν­τέ­μι­ση αὐ­τὲς ὥ­ρες μὲ τα­λι­πώ­ρη­σαν πο­λύ. Ὄ­χι, δὲν πα­ρα­πο­νι­έ­μαι γι­ὰ τοὺς γι­α­τρούς. Ἔ­τρε­χαν δι­αρ­κῶς. Δὲν ἄν­τε­ξα καὶ ἔ­φυ­γα.
 
Τὸ βρά­δι συ­νε­χί­στη­κε ὁ πυ­ρε­τός καὶ ἕ­ως τὰ χα­ρά­μα­τα ἤ­μουν σχε­δὸν ἄ­γρυ­πνος. Πρω­ὶ πρω­ί, 3 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου, μα­ζί μὲ τὴν σύμ­μα­χο πρε­σβυ­τέ­ρα, ἀ­φή­νον­τας πί­σω τὰ τέσ­σε­ρα παι­δι­ά μας, πή­γα στὸ ἐ­φη­με­ρεῦ­ον Ἀτ­τι­κὸ Νο­σο­κο­μεῖ­ο.
 
Οὐ­ρὲς κό­σμου. Ἕ­να τε­ρά­στι­ο μελ­λί­σι, ἀ­σθε­νῶν, νο­ση­λευ­τῶν, ἰ­α­τρῶν, δι­οι­κη­τι­κοῦ προ­σω­πι­κοῦ, δι­α­σω­στῶν τοῦ ΕΚΑΒ, ἀ­σθε­νο­φό­ρων, ὄ­λοι καὶ ὅ­λα γύ­ρω ἀ­πὸ τὴν ἀ­σθέ­νει­α αὐ­τή. Ἕ­νας «ἀ­ο­ρα­τος πό­λε­μος», ὄ­χι τοῦ πνεύ­μα­τος τοῦ Ἁγίου Νι­κο­δή­μου, ἀλ­λὰ τοῦ σῶ­μα­τος ἐ­κτυ­λι­σό­ταν μπρο­στὰ στὰ μά­τι­α μας. Ἐ­κεῖ καὶ ἕ­ως ὅ­του ἐ­ξε­τα­στῶ, ἄ­κου­σα καὶ ἀν­τι­λή­φθη­κα τὴ «με­τά­νοι­α» τῶν ἀν­θρώ­πων. Ποι­α; «Με­τά­νι­ω­σα ποὺ δὲν ἐ­κα­να τὸ ἐμ­βό­λι­ο», ἄ­κου­γες παν­τοῦ!
 
Εὐ­τυ­χῶς, ἤ­μουν ἀ­πὸ τοὺς πρῶ­τους ποὺ προ­σῆλ­θα καὶ σὲ δύ­ο ὥ­ρες εἶχαν τε­λει­ώ­σει οἱ ἐ­ξε­τά­σεις. Ἡ ἀ­γω­νί­α στὸ ζε­νίθ! Εἰ­δι­κὰ γι­ὰ τὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τῆς ἀ­ξο­νι­κῆς ποὺ θὰ ἔ­δει­χναν ἄν ὑ­πῆρ­χε πνευ­μο­νί­α.
 
Στὴ πρώ­τη αὐ­τὴ «γραμ­μὴ» ἀν­τι­με­τώ­πι­σης καὶ ἐ­ξε­τά­σε­ως τῶν ἀ­σθε­νῶν, «ἰ­δί­οις ὄμ­μα­σι» εἶδα τὸν τι­τά­νι­ο, χω­ρὶς ὑ­περ­βο­λή, ἀ­γῶ­να τῶν γι­α­τρῶν καὶ τῶν νο­ση­λευ­τῶν, ποὺ ἔ­πρε­πε μέ­σα σὲ μι­ὰ ἐ­φη­με­ρί­α, μὲ τε­ρά­στι­α πί­ε­ση, νὰ ἀ­πο­φα­σί­σουν γι­ὰ τὸ τὶ θὰ ἀ­πο­γί­νει ὁ κα­θέ­νας μας. Νο­ση­λεί­α; Ἀ­γω­γὴ στὸ σπί­τι; Μο­νο­κλω­νι­κὰ ἀν­τι­σώ­μα­τα;
 
Ἡ γι­α­τρός, χι­λι­ό­χρο­νη νὰ εἶ­ναι, μοῦ εἶ­πε σχε­δὸν ντρο­πα­λά: «Πά­τερ, πρέ­πει νὰ νο­ση­λευ­τεῖ­τε»! Τῆς ἐ­πι­α­σα τὸ χέ­ρι καὶ πῆ­γα νὰ πῶ «ἔ­χω τέσ­σε­ρα παι­δι­ά. Μή­πως γί­νε­ται νὰ πά­ω στὸ σπί­τι»; Δὲν τὸ τολ­μη­σα ὅ­μως. Ἀ­στρα­πι­αῖ­α θυ­μή­θη­κα ὅ­τι «τί­μα ἰ­α­τρὸν πρὸς τὰς χρε­ί­ας αὐ­τοῦ τι­μαῖς αὐ­τοῦ, καὶ γὰρ αὐ­τὸν ἔ­κτι­σε Κύριος[2]», ἔ­σκυ­ψα τὸ κε­φά­λι καὶ εἶ­πα «νά ᾿ναι εὐ­λο­γη­μέ­νο». Ἀ­πὸ ἐ­κεί­νη τη στιγ­μὴ ἡ­ρέ­μη­σα. Ἔ­νι­ω­σα ὅ­τι «ἄλ­λος» ἔ­χει πι­ὰ τὴν εὐ­θύ­νη.
 
Δύ­σκο­λος ὁ ἀ­πο­χαι­ρε­τι­σμὸς ἀ­πὸ τὴ πρε­σβυ­τέ­ρα ποὺ ἀ­γω­νι­οῦ­σε. Γνω­ρί­ζα­με κα­λῶς ὅ­τι ἐ­πι­σκε­πτή­ρι­α δὲν ἐ­πι­τρέ­πον­ται. Σὲ νο­σο­κο­μεῖ­ο δὲν εἴ­χα μπεῖ πο­τέ μου. Πα­ρά­ξε­να συ­ναι­σθή­μα­τα…
 
Μὲ ὁ­δή­γη­σαν στὴν κλι­νι­κή. Κλι­νι­κὴ Covid 03, δω­μά­τι­ο 3, κρε­βά­τι Β. Ἐ­πι­με­λή­τρι­α κλι­νι­κής ἡ κα Λ. Λ. Ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη στιγ­μὴ εἶ­χες νὰ ἀ­γω­νι­στεῖς σὲ δύ­ο ἐ­πί­πε­δα. Τὸ πρῶ­το ὁ ἑ­αυ­τός σου· τὸ δεύ­τε­ρο οἱ συ­να­σθε­νεῖς σου!
 
Στὸ ἀ­ρι­στε­ρό μου χέ­ρι ξα­πλω­μέ­νος βρι­σκό­ταν ἕ­νας ἄλ­λος ἱ­ε­ρέ­ας. 72 ἐ­τῶν ἦ­ταν ὁ π. Δ. Φρ. Πό­σο μὲ πο­νά­ει αὐ­τὸ τὸ «ἦ­ταν»… Ἔ­φυ­γε νι­κη­μέ­νος με­τὰ ἀ­πὸ κά­ποι­ες μέ­ρες νο­ση­λεί­ας στὴν ἐν­τα­τι­κή. Ἀν­τι­δροῦ­σε σὲ ὅ­λα ὁ εὐ­λο­γη­μέ­νος…
 
Ἀ­πέ­ναν­τί μου δε­ξι­ὰ ὁ Ν., μὲ πνευ­μο­νί­α 60%. Κα­λὸ παι­δί. Τῆς ἐκ­κλη­σί­ας. Γί­να­με φί­λοι. Ἀ­πέ­ναν­τι καὶ ἀ­ρι­στε­ρά μου ὁ κ. Θ., δυ­να­μι­κὸς δι­κη­γό­ρος. Ἐ­τῶν 80.
 
Καὶ οἱ τρεῖς ἀ­νεμ­βο­λί­α­στοι, ὄ­πως καὶ τὸ 90% τῶν 60 νο­ση­λευ­ο­μέ­νων στὴν κλι­νι­κή. Στὸ δω­μά­τι­ο πά­λι, ἄ­κου­σα ἀ­πὸ τον Ν. αὐ­θόρ­μη­τα τὴν ἴ­δι­α «με­τά­νοι­α». «Με­τά­νοι­ω­σα πά­τερ ποὺ δὲν ἐμ­βο­λι­ά­στη­κα. Εἶ­μαι δέ­κα μέ­ρες ἤ­δη μέ­σα. Μό­νο μὲ βιν­τε­οκ­λή­σεις μπο­ρῶ νὰ δῶ τὰ τρί­α μι­κρὰ κο­ριτ­σά­κι­α μου. Εἶ­δα τὸ χά­ρο μὲ τὰ μά­τι­α μου»!
 
Τὶ νὰ πῶ γι­ὰ τὶς νο­ση­λεύ­τρι­ες καὶ τοὺς ἰ­α­τρούς. Τί­μι­α, εἰ­λι­κρι­νὰ καὶ χω­ρὶς «σάλ­τσες», ἔ­ζη­σα μέ­σα σὲ ἕ­ναν «πα­ρά­δει­σο νο­ση­λεί­ας», ὅ­που δὲν ὑ­πήρ­χε τὸ «ἐ­γὼ» καὶ τὸ «ἐ­σύ» με­τα­ξύ τους, τὸ «ἀ­νώ­τε­ρος» καὶ «κα­τώ­τε­ρος», τὸ «πα­λι­ός» καὶ «νέ­ος»! Ε­κεῖ­να δηλ. ἀ­πὸ τὰ ὁ­ποῖ­α βα­σα­νί­ζε­ται ἡ κοι­νω­νί­α μας ἐν πολ­λοῖς, ἀλ­λὰ καὶ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας!! Ἕ­νας σε­μνὸς ἐ­παγ­γελ­μα­τι­σμὸς ἦ­ταν σὲ ὅ­λους δι­α­κρι­τός, μα­ζὶ μὲ τὸ χα­μό­γε­λο καὶ τὸ κα­λὸ λό­γο πρὸς κά­θε ἕ­να ἀ­πὸ ἐ­μᾶς.
 
Ἔ­λα Γ., βά­λε δύ­να­μη, πά­ρε ἀ­έ­ρα ἀ­πὸ τὸν ἀ­να­πνευ­στῆ­ρα, ἄ­κου­γες.
Ἔ­λα κ. Θ., κά­νε κου­ρά­γι­ο, καὶ τοῦ χά­ϊ­δευ­αν τὸ κε­φά­λι ἀλ­λά­ζον­τάς του τὰ σεν­τό­νι­α. Ἀλ­λά­ζον­τάς του, κα­λύ­τε­ρα καὶ ἀ­πὸ τὸν πα­τέ­ρα τους, τὰ λε­ρω­μέ­να του ἐ­σώ­ρου­χα…
Κά­ποι­α στιγ­μή, φώ­να­ξα τὴ νο­ση­λεύ­τρι­α Φ. ποὺ μό­νο τὰ μά­τι­α της φαί­νον­ταν, λό­γω τῶν προ­στα­τευ­τι­κῶν στο­λῶν τους.
 
– Παι­δὶ μου ἔ­λα ἐ­δῶ.
 
– Ὀ­ρί­στε πά­τερ.
 
– Δώ­σμου τὸ χέ­ρι σου.
 
Δὲν κα­τά­λα­βε. Μοῦ τὸ δι­νει. Τὸ ἀ­σπά­ζο­μαι εὐ­λα­βι­κά. Τρα­βι­έ­ται ἀ­πό­το­μα.
 
– Μὰ τὶ κά­νε­τε;
 
– Ἐ­σεῖς εἶ­στε «ἱ­ε­ρεῖς»! Ἐ­σεῖς δι­α­κο­νεῖ­τε μὲ αὐ­το­θυ­σί­α τὸν ἀ­δελ­φό. Σᾶς εὐ­χα­ρι­στῶ!
 
Τὰ φάρ­μα­κα ἀ­μέ­σως ἄρ­χι­σαν νὰ ἀ­πο­δί­δουν καὶ ὁ πυ­ρε­τὸς ἔ­πε­σε. Οἱ μέ­ρες κύ­λη­σαν μὲ ἠ­συ­χί­α ἐ­σω­τε­ρι­κὰ καὶ ἀ­νη­συ­χί­α ἐ­ξω­τε­ρι­κά.
 
Ἐ­σω­τε­ρι­κά, δι­ό­τι μὲ συ­νό­δευ­σαν οἱ ἐκ τῆς ἐ­ξο­ρί­ας ἐ­πι­στο­λὲς τοῦ ἱ. Χρυ­σο­στό­μου, τὶς ὁ­ποῖ­ες δι­ά­βα­σα ἔν­δα­κρυς σχε­δον ὅ­λες. Τὶ μο­να­δι­κὴ εὐ­αι­σθη­σί­α εἶ­χε αὐ­τὸς ὅ ἅ­γι­ος ἄν­θρω­πος! Μὲ πό­ση ἀ­γω­νί­α ρω­τού­σε νὰ μά­θει γι­ὰ τὴν πο­λύ­τι­μη ὑ­γεί­α τῶν πα­ρα­λη­πτῶν! «Ἐν ὑ­γι­εί­ᾳ ἐ­σμεν καί εὐ­θυ­μί­ᾳ»[3] ἔ­γρα­φε γι­ὰ τὸν ἴ­δι­ο γι­ὰ νὰ τοὺς κα­θη­συ­χά­σει. Ἀν­τι­θέ­τως ὅ­μως ζη­τοῦ­σε δι­αρ­κὴ πλη­ρο­φό­ρη­ση γι­ὰ τὴν ὑ­γεί­α τῶν ἀ­γα­πη­μέ­νων του προ­σώ­πων. Μά­λι­στα σὲ χαι­ρε­τι­στή­ρι­ο ἐ­πί­λο­γο τῆς ΙΕ΄ ἐ­πι­στο­λής του πα­ραγ­γέλ­λει τὴν συ­χνὴ ἐ­νη­μέ­ρω­σή του ἀ­πὸ τὴν Ὀ­λυμ­πι­ά­δα «πε­ρί τῆς ὑ­γεί­ας» της. Ἡ κα­λή της κα­τά­στα­ση θὰ ἐ­νι­σχύ­ει, γρά­φει, «τήν εὐ­φρο­σύ­νην» του καὶ θὰ ἀ­πο­τε­λεῖ γι’ αὐ­τόν «οὐ μι­κράν πα­ρα­μυ­θί­αν»[4] στὴν ἐ­ρη­μι­ᾶ τῆς ἐ­ξο­ρί­ας του.
 
Ἐ­ξω­τε­ρι­κά, δι­ό­τι οἱ με­τα­πτώ­σεις τῆς ὑ­γεί­ας ὅ­σων πέ­ρα­σαν ἀ­πὸ τὸν θά­λα­μο, μὲ τε­λευ­ταῖ­ο τὸν πε­νην­τά­χρο­νο Γ., μὲ ἐ­πη­ρέ­α­σαν τό­σο πο­λύ, ποὺ ἔ­κα­να πολ­λὲς μέ­ρες νᾶ ξε­πε­ρά­σω τὶς τρεῖς δι­α­σω­λη­νώ­σεις ποὺ εἶ­δα μὲ τὰ μά­τι­α μου!!
 
Ἡ τε­λευ­ταῖ­α μέ­ρα ἦ­ταν ἐ­κεί­νη ποὺ ὄ­χι μό­νο μά­ζε­ψα τὴ βα­λιτ­σού­λα μὲ τὰ ρού­χα μου, ἀλ­λὰ κυ­ρί­ως τὶς ἐμ­πει­ρί­ες ποὺ πή­ρα καὶ θὰ κου­βα­λῶ δι­α­παν­τός μα­ζί μου.
 
Ποι­ές;
 
Ὅ­τι ἡ ἰ­α­τρι­κή, ἰ­δί­ως ἡ θυ­σι­α­ζο­μέ­νη, μα­ζί μὲ τὸ ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ (ναι, μα­ζί!), σώ­ζει ζω­ές! Ἐ­κεῖ­νες γι­ὰ τὶς ὁ­ποῖ­ες ὁ Χρι­στὸς θυ­σι­ά­στη­κε. Ἐ­κεῖ­νες γι­ὰ τὶς ὁ­ποῖ­ες πολ­λά­κις ἐ­μεῖς οἱ κλη­ρι­κοὶ ἀ­δι­α­φο­ρή­σα­με ἢ καὶ πλα­νή­σα­με μὲ ἀν­τι­εκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κὲς κατευθύνσεις.
 
Ὅ­τι τὰ φάρ­μα­κα, ἀ­κό­μα καὶ ὅ­ταν τυχὸν περιπλέκονται μὲ οἰ­κο­νο­μι­κὰ συμ­φέ­ρον­τα, σώ­ζουν ζω­ές. Καὶ ἐκεῖ μέσα ἔνιωσα ὅσο ποτὲ τὴν ἀξία της.
 
Ὅ­τι ἡ γιατρὸς-ἐ­πι­με­λή­τρι­α μοῦ εἶ­πε λί­γο πρὶν φύ­γω: «Πά­τερ σὲ ἔ­σω­σε τὸ ἐμ­βό­λι­ο»! Καὶ ὄντως ἔ­σω­σε τὴ ζωή μου.
 
Ὅ­τι δὲν μὲ πεί­θει καμ­μί­α ἄλ­λη συ­νω­μο­σι­ο­λο­γι­κὴ ἢ ψευ­το-πνευ­μα­τι­κὴ πε­ρὶ τοῦ ἀν­τι­θέ­του θε­ω­ρί­α, ἀ­φοῦ «πρᾶ­ξις θε­ω­ρί­ας ἐ­πίβα­σις»!
 
Καὶ ἐ­γὼ τὰ ἔ­ζη­σα! Δὲν μοῦ τὰ ἀ­νήγ­γει­λαν…


[1] PG 35, 1080
[2] Σοφία Σειράχ, 38,1
[3] Ολυμπιάς Επιστολή Δ΄ (ΙΒ΄), SC 13, 98.1b
[4] Ολυμπιάς Επιστολή ΙΑ΄ (Ε΄), SC 13, 184.2c
Ο πρωτοπρεσβύτερος Χρυσοβαλάντης Θεοδώρου, Msc Βυζ. Μουσικολογίας  υπ. Δρ. Λειτουργικῆς ΑΠΘ, είναι προϊστάμενος του Καθεδρικού Ι.Ν. Κοιμήσεως της Θεοτόκου και Αγίου Στεφάνου στον Άγιο Στέφανο Αττικής, της Ι. Μητροπόλεως Κηφισίας.
Πηγή:  Τα Μετέωρα

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Αφήστε επιτέλους τον καθένα να αποφασίσει για το θέμα του εμβολίου.
Τι εμμονική διάθεση είναι αυτή;

Ανώνυμος είπε...

Στην Δανία τέρμα τα μέτρα και ο κίνδυνος της επιδημίας. Όλος ο πληθυσμός εμβολιάστηκε. Στην Ελλάδα τα κορόιδα παρασύρονται από τους μονόφθαλμους πολιτικούς και περισσότερο εκκλησιαστικούς παράγοντες. Οι περισσότερο χαζοί της Ευρώπης είναι οι Έλληνες.

Ανώνυμος είπε...

Συγκλονιστικό. Ευχαριστούμε. Ακούτε κάθε λογής ψεκασμενοι;

Αθανάσιος Κοταδάκης είπε...

Αρρωσταίνω σωματικά, διατρέχω θανάσιμο κίνδυνο από Κόβιτ19, λαϊκός ή κληρικός, πάω στο γιατρό, όχι στο Γέροντα, όχι στον Πνευματικό ! Πάω και στο Νοσοκομείο, και παπάς. Και καλώ ενδεικτικά υπεύθυνη νοσηλεύτρια να μου δώσει το χέρι. Και το ασπάζομαι λέγοντας. «Εσείς εδώ τώρα είστε ο παπάς». Μέσω υμών κάνει για την αρρώστια του σώματος μου ο Θεός "που Αγάπη εστί", ό,τι μέσω εμού και των συν ευχομένων στη Λειτουργία πιστών για την αρρώστια της ψυχής! Το πιο υπέροχο που διάβασα μέσα στη σκοτεινιά και τη θλίψη των ημερών. Και το όνομα αυτού, Χρυσοβαλάντης Θεοδώρου, Πρωτοπρεσβύτερος ! Σας ασπάζομαι αδελφέ και πατέρα με όλη μου την καρδιά. Αθανάσιος Κοτταδάκης