Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου
Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, στὴν
προηγιασμένη λειτουργία τὸν ψάλτη νὰ ψάλλῃ «Γεύσασθε καὶ ἴδετε ὅτι χρηστὸς ὁ
Κύριος. Ἀλληλούϊα» (Ψαλμ. 33, 9). Εἶνε τὸ κοινωνικό. Κοινωνικὸ λέγεται αὐτὸ ποὺ
λένε οἱ ψάλτες ὅταν μέσα στὸ ἱερὸ οἱ κληρικοὶ κοινωνοῦν καὶ ἔξω οἱ λαϊκοὶ ἑτοιμάζονται
νὰ μεταλάβουν τὰ ἄχραντα μυστήρια. Τὸ συνηθισμένο κοινωνικὸ τὶς Κυριακὲς εἶνε
«Αἰνεῖτε τὸν Κύριον ἐκ τῶν οὐρανῶν. Ἀλληλούια» (Ψαλμ. 148,1). Ἀλλὰ ἡ
προηγιασμένη θεία λειτουργία, ἐκτὸς τῶν ἄλλων διαφορῶν ποὺ ἔχει, διαφέρει καὶ
στὸ κοινωνικό· τὸ δικό της κοινωνικό εἶνε «Γεύσασθε καὶ ἴδετε ὅτι χρηστὸς ὁ
Κύριος. Ἀλληλούϊα».
Λίγα λόγια θὰ ποῦμε ἐπάνω σ᾽ αὐτό.
* * *
Τὸ λέμε τώρα ἐμεῖς διὰ τοῦ ψάλτου στὴν ἐκκλησία, ἀλλὰ ποιός τὸ πρωτοεῖπε; Ὁ πρῶτος ποὺ τὸ εἶπε εἶνε ὁ προφήτης Δαυΐδ. Ὅπως θὰ ξέρετε, ὁ Δαυῒδ ἦταν βοσκός· ἔβοσκε στὰ βουνὰ τὰ πρόβατά του παίζοντας φλογέρα. Ἀλλὰ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ τὸν πῆρε καὶ τὸν ἔκανε ἀπὸ τσοπᾶνο βασιλιᾶ, βασιλιᾶ τοῦ Ἰσραήλ. Ἔγινε ὁ πιὸ ἔνδοξος βασιλιᾶς· κανένα ὄνομα δὲν ἦταν τόσο σεβαστὸ ὅσο τὸ δικό του.
Ἦταν εὐτυχισμένος; Ὅταν ἦταν τσοπᾶνος,
ναί· ὅταν ἔγινε βασιλιᾶς, δοκίμασε πολλὲς πίκρες. Τὸ πιὸ σημαντικὸ εἶνε, ὅτι ὡς
τσοπᾶνος ἦταν καθαρὸς ἀπὸ ἁμαρτίες, ἐνῷ ὅταν ἔγινε βασιλιᾶς καὶ ἀνέβηκε στὰ
παλάτια καὶ κάθησε στὰ μέγαρα κ᾽ εἶχε ὅλα τ᾽ ἀγαθά, τότε ἁμάρτησε· στὴν καλύβα
δὲν ἁμάρτανε, στὰ παλάτια ἁμάρτησε. Ἐκεῖ διέπραξε δυὸ μεγάλα ἁμαρτήματα·
σκότωσε ἕναν ἀθῷο ἄνθρωπο, καὶ πῆρε τὴ γυναῖκα τοῦ σκοτωμένου, τὴν ξένη γυναῖκα,
αὐτὴν ποὺ ἀνῆκε σ᾽ ἐκεῖνον.
Μετὰ τὸ φόνο καὶ τὴ μοιχεία ἔχασε
τὴ χαρά του. Γιατὶ τίποτε ἄλλο δὲν ἀφαιρεῖ τὴ χαρὰ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ὅσο ἡ ἁμαρτία.
Μπορεῖ νὰ κατοικῇς σὲ παλάτια καὶ στὴν ψυχή σου νὰ ἔχῃς κόλασι, καὶ μπορεῖ νὰ
κατοικῇς σὲ καλύβα καὶ μέσα σου νά ᾽σαι εὐτυχισμένος. Ἡ χαρὰ καὶ ἡ λύπη εἶνε ἐσωτερικὲς
καταστάσεις, ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴν καρδιά.
Ἦταν λοιπὸν λυπημένος καὶ
στενοχωρημένος. Ἀλλὰ δὲν ἔμεινε σ᾽ αὐτὴ τὴν κατάστασι. Ὕστερα ἀπὸ ἕναν ἔλεγχο
τοῦ προφήτου Νάθαν ὁ Δαυῒδ μετανόησε εἰλικρινά· ἔκλαψε, καὶ μετὰ ἀπὸ τὰ δάκρυα
ποὺ ἔχυσε γιὰ τ᾽ ἁμαρτήματά του ἦρθε πάλι ἡ χαρὰ στὴν καρδιά του. Καὶ εἶχε
μεγάλη χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι, γιατὶ ἔνιωσε ὅτι ἔχει συγχωρηθῆ ἀπὸ τὸ Θεό, ἔγινε
πάλι φίλος τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὴ λοιπὸν τὴ χαρά, ποὺ αἰσθανόταν
ὁ μετανοημένος Δαυΐδ, αὐτὴν προσπαθεῖ τώρα μὲ τὸν ψαλμό του νὰ τὴ μεταδώσῃ καὶ
σὲ κάθε ἄλλον. Ὅπως ἕνας ποὺ βρίσκει μιὰ πηγὴ στὴν ἔρημο καὶ δροσίζεται ἀπὸ τὸ
νερό της προσκαλεῖ καὶ ἄλλους νὰ πιοῦν καὶ νὰ δροσιστοῦν, ἔτσι καὶ ὁ Δαυῒδ τώρα
καλεῖ τὸν κόσμο ὅλο καὶ λέει· Ἡ χαρά, ποὺ ζητᾶτε σ᾽ αὐτὴ τὴ ζωή, δὲν εἶνε οὔτε
στὰ παλάτια οὔτε στὰ μέγαρα οὔτε στὰ λεφτὰ οὔτε στὴ νιότη, οὔτε στὴν ὀμορφιά,
πουθενά· ἂν θέλετε χαρά, ἐλᾶτε κοντὰ στὸν Κύριο, γιὰ νὰ δοκιμάσετε τὴ χαρά, ποὺ
λείπει ἀπὸ τὸν κόσμο.
«Γεύσασθε καὶ ἴδετε ὅτι χρηστὸς ὁ
Κύριος»· ὁ Κύριος εἶνε καλοκάγαθος, εὐμενής, οἰκτίρμων. Αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Δαυῒδ
λέει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας καὶ μᾶς προσκαλεῖ ὅλους νὰ πλησιάσουμε τὸ Χριστό· Ἐλᾶτε,
μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἄντρες καὶ γυναῖκες· ἐλᾶτε ὅλοι κοντὰ στὸ Χριστό· ἐλᾶτε κοντὰ
στὴν Ἐκκλησία, γιατὶ ἐδῶ εἶνε ἡ χαρά, ἡ πραγματικὴ χαρά.
Ἄχ, πότε θὰ τὸ καταλάβουμε αὐτό!
Τὰ λέμε, ἀλλὰ δὲν μπαίνουν μέσα στὴν καρδιά μας. Κάτι συμβαίνει, κάτι πονηρό,
καί, ἐνῷ τὸ λέμε καὶ κηρύττουμε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ἡ χαρὰ τοῦ κόσμου, ἐν
τούτοις δὲν ἔχουμε αἰσθανθῆ αὐτὴ τὴ χαρά, αὐτὴ τὴν ἀγαλλίασι ποὺ χαρίζει ὁ
Χριστός. Γιατὶ τὸ ξέρουμε· τὸ γλυκύτερο στὸν κόσμο εἶνε ὁ Χριστός· δὲν ὑπάρχει ἄλλο·
ὅλα τ᾽ ἄλλα εἶνε κατώτερα, εἶνε ἀηδία. Ἀλλὰ ὅπως, ὅταν ἀρρωστήσῃ κάποιος, τότε
καὶ τὸ καλύτερο φαγητὸ ἢ γλύκυσμα δὲν τοῦ κάνει ἐντύπωσι, τὸ ἀηδιάζει, τὸ ἰδιο
κ᾽ ἐμεῖς· ἔτσι ποὺ εἴμαστε ἄρρωστοι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, δὲν νιώθουμε τὴ γλυκύτητα
τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ἁγίας του Ἐκκλησίας, τὰ λόγια καὶ τὰ μυστήριά του. Μᾶς
κατέχει μιὰ ἀηδία· πᾶμε στὴν ἐκκλησία, καθόμαστε, ἀκοῦμε τὰ ὡραῖα τροπάρια καὶ ἀναγνώσματα,
–κάθε λέξι στὴν προηγιασμένη στάζει μέλι–, καὶ ὅμως δὲν νιώθουμε ἀγαλλίασι. Μᾶλλον
στενοχωριόμαστε καὶ δὲν βλέπουμε τὴν ὥρα πότε νὰ βγοῦμε ἔξω.
Τί συμβαίνει μ᾽ ἐμᾶς;
Κινδυνεύουμε νὰ πάθουμε μεγάλη συμφορά. Ξέρετε πῶς μοιάζουμε; εἴμαστε σὰν τὸν Ἠσαῦ,
τὸν πρωτότοκο γυιὸ τοῦ Ἰσαάκ. Ὡς πρωτότοκος δικαιοῦτο νὰ πάρῃ τὸ μεγαλύτερο
μερίδιο τῆς περιουσίας τοῦ πατέρα του. Ἔτσι ἦταν στὴν παλιὰ ἐποχή· τὸ ἀγόρι ποὺ
γεννιόταν πρῶτο εἶχε μεγάλα προνόμια - σήμερα αὐτὸ δὲν ἰσχύει, τὰ παιδιὰ εἶνε ὅλα
ἴσα κατὰ τοὺς νόμους ποὺ ῥυθμίζουν τὰ κληρονομικά. Ὁ Ἠσαῦ ὅμως ἔχασε τὰ
πρωτοτόκια. Γιατί; τί συνέβη;
Ὁ Ἠσαῦ γύριζε ἔξω στὴ φύσι γιὰ
θηράματα· ὁ μικρότερος ἀδερφός του, ὁ Ἰακώβ, ἦταν ἄνθρωπος τοῦ σπιτιοῦ. Μιὰ
μέρα ὁ Ἰακὼβ μαγείρεψε φακῆ. Ὁ Ἠσαῦ γύρισε ἀπ᾽ τὸ κυνήγι κατάκοπος. Λέει στὸν ἀδερφό
του· –Ἔχω ἐξαντληθῆ, δός μου ἀπ᾽ αὐτὸ ποὺ μαγείρεψες. Τοῦ λέει ὁ Ἰακώβ·
–Δηλώνεις σήμερα, ὅτι μεταβιβάζεις τὰ πρωτοτόκιά σου σ᾽ ἐμένα; –Ἐδῶ ἐγὼ πάω νὰ
πεθάνω, καὶ τί νὰ τὰ κάνω αὐτὰ τὰ πρωτοτόκια; –Ὁρκίσου μου σήμερα, λέει ὁ Ἰακώβ.
Ὁ Ἠσαῦ τοῦ ὡρκίστηκε καὶ τοῦ παρέδωσε τὰ πρωτοτόκια. Τότε ὁ Ἰακὼβ ἔδωσε στὸν Ἠσαῦ
ψωμὶ καὶ φακῆ· ἔφαγε, ἤπιε κ᾽ ἔφυγε. Ἔτσι, γιὰ ἕνα πιάτο φακῆ, ὁ Ἠσαῦ ξεπούλησε
τὰ πρωτοτόκιά του (βλ. Γέν. 25,27-34). Ἀπ᾽ ἐδῶ ἔμεινε παροιμιώδης ἡ φράσι «ἀντὶ
πινακίου φακῆς».
Ἀλλὰ κ᾽ ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ τὸ ἴδιο
κάνουμε. Μπροστά μας ἔχουμε πολύτιμα «πρωτοτόκια», δηλαδή· τὰ λόγια τοῦ Κυρίου,
τὰ ἱερὰ μυστήρια, τὸν ἅγιο ἄρτο καὶ οἶνο, τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, τὰ ἄχραντα
μυστήρια· κ᾽ ἐν τούτοις ἀντὶ τοῦ οὐρανίου ἄρτου, «τοῦ μάννα τοῦ κεκρυμμένου» (Ἰω.
6,31. Ἀπ. 2,17), προτιμοῦμε «ἕνα πιάτο φακῆ»· ἀντὶ γιὰ τὸ μέλι καὶ τὸ γάλα τῆς Ἐκκλησίας
μας προτιμοῦμε μερικὲς στιγμιαῖες ἡδονές, ποὺ μᾶς προσφέρουν τὰ μάταια πράγματα
τοῦ κόσμου. Ἔτσι οἱ Χριστιανοὶ γίνονται νεώτεροι Ἠσαῦ. Ὅπως ἐκεῖνος ξεπούλησε τὰ
πρωτοτόκιά του, ἔτσι ἐμεῖς εὔκολα δίνουμε στὸν διάβολο τὸ δικαίωμα νὰ ἔχῃ ἐξουσία
ἐπάνω μας. Εἴμαστε λοιπὸν Ἠσαῦ, ἐκποιήσαμε σὲ τιμὴ εὐτελῆ τὰ «πρωτοτόκιά» μας,
τὴ σχέσι μας μὲ τὸν Κύριο, τὴν εἰρήνη τῆς ψυχῆς μας.
* * *
«Γεύσασθε καὶ ἴδετε ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος». Σεῖς,
ἐκλεκτὲς ψυχές, ὅσοι ἐκκκλησιάζεστε τακτικά, ὅσοι νηστεύετε καὶ ἐξομολογεῖσθε, ἐσεῖς
ποὺ δακρύζετε καὶ ἔχετε ὄρεξι καὶ πόθο νὰ κοινωνήσετε τὰ ἄχραντα μυστήρια· ἐσεῖς,
ἄντρες καὶ γυναῖκες, ποὺ ἀποτελεῖτε «τὸ μικρὸν ποίμνιον»(Λουκ. 12,32), τὸ ἐκλεκτὸ
ποίμνιο, ἐσεῖς εἶστε εὐλογημένοι, ἔχετε χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι. Ἐσεῖς νὰ προσέλθετε
νὰ κοινωνήσετε τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος εἶνε τὸ πᾶν, εἶνε τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὠμέγα. Ὅποιος
ἔχει τὸ Χριστό, εἶνε πλούσιος – ὅποιος δὲν ἔχει τὸ Χριστό, εἶνε φτωχός· ὅποιος ἔχει
τὸ Χριστό, ἔχει χαρά – ὅποιος δὲν ἔχει τὸ Χριστό, ἔχει λύπη· ὅποιος ἔχει τὸ
Χριστό, ἔχει ἀσφάλεια – ὅποιος δὲν ἔχει τὸ Χριστό, ἔχει κίνδυνο καὶ θάνατο.
Σεῖς λοιπόν, εὐλογημένες ψυχές,
σκεφτῆτε ἀπόψε καὶ τοὺς ἄλλους, τοὺς «Ἠσαῦ»· ὑπάρχουν πολλοὶ «Ἠσαῦ» γύρω μας. Ἀντὶ
πινακίου φακῆς, ἀντὶ στιγμιαίων ἡδονῶν, ἀρνοῦνται τὴ σχέσι μὲ τὸν Κύριο κ᾽ ἔχουν
πολλὰ χρόνια νὰ κοινωνήσουν, γιατὶ προτιμοῦν τὸ «πιάτο» τους, τὴ «φακῆ» τους, τὶς
ἡδονὲς καὶ τὶς διασκεδάσεις, τὰ γλέντια καὶ τὰ νυχτερινὰ κέντρα, καὶ θυσιάζουν
τὰ «πρωτοτόκια», τὰ πολύτιμα καὶ ἀνεκτίμητα ἀγαθὰ τῆς μυστικῆς τραπέζης τοῦ
Κυρίου. Γι᾽ αὐτοὺς λοιπὸν τοὺς «Ἠσαῦ», τοὺς ἀδελφούς μας ποὺ ζοῦν δίπλα μας, γιὰ
τοὺς συνανθρώπους μας ποὺ γιὰ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο λόγο ὁ πονηρὸς δὲν τοὺς ἀφήνει
νὰ πλησιάσουν τὰ ἅγια μυστήρια, γι᾽ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἐξωμολογήθηκαν ποτέ στὴ ζωή
τους, παρακαλῶ ἐσᾶς, ἐκλεκτὲς ψυχές, ποὺ πλησιάζετε τὰ θεῖα δῶρα καὶ ἀπολαμβάνετε
τὸ οὐράνιο συμπόσιο τοῦ Κυρίου μας, ἐσεῖς ποὺ «γεύεσθε ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος», ὅτι
ὁ Κύριος εἶνε καλὸς καὶ σπλαχνικὸς καὶ ἐπιεικής, σᾶς παρακαλῶ πολὺ ἀπόψε, ὅταν
πᾶτε στὸ σπίτι σας, νὰ κάνετε μιὰ προσεχή. Παρακαλέστε τὸ Θεό, ὥστε καὶ αὐτοὶ οἱ
«Ἠσαῦ», ποὺ σήμερα δὲν ξέρουν ἄλλη ἀπόλαυσι παρὰ τὸ «πινάκιο τῆς φακῆς», νὰ ἐγκαταλείψουν
τὶς ἀπατηλὲς ἐπίγειες ἡδονές, νὰ γνωρίσουν τὸν Κύριο καὶ νὰ πλησιάσουν τὰ χείλη
τους στὸ θεῖο ποτήριο, γιὰ νὰ αἰσθανθοῦν αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Δαυΐδ· «Γεύσασθε καὶ ἴδετε
ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου