Τρίτη 19 Απριλίου 2022

Στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ - Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου

 

Στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ


«Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας, ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις» 
(δοξ. ἀποστίχ. αἴν. Μ. Τετάρτης

Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε Μεγάλη Τρίτη. Ὅπου εἶνε Ὀρθοδοξία, οἱ Χριστιανοὶ τρέχουν στὴν ἐκκλησία, ν᾽ ἀκούσουν ἕνα ὄμορφο τραγούδι, τραγούδι ποὺ δὲν μοιάζει μὲ τ᾽ ἄλλα. Κάθε ἐποχὴ ἔχει τὰ τραγούδια της· ἄλλα τραγουδοῦσαν οἱ παπποῦδες σας, ἄλλα οἱ πατέρες σας, ἄλλα τραγουδᾶτε ἐσεῖς, καὶ ἄλλα θὰ τραγουδήσουν τὰ παιδιὰ καὶ τὰ ἐγγόνια σας ὅταν κ᾽ ἐσεῖς θὰ εἶστε πιὰ γέροντες. Τὸ τραγούδι ὅμως αὐτό, ποὺ γράφτηκε τὸν 9ο αἰῶνα(βλ. Μ. Ἰατροῦ, Πόθεν καὶ διατί, σ. 463), βάσταξε καὶ βαστάει – πόσο· πάνω ἀπὸ χίλια χρόνια· καὶ θὰ βαστάξῃ ἀκόμα, ἕως ὅτου τρέχουν ποτάμια στὴ γῆ καὶ λάμπουν ἀστέρια στὸν οὐρανό. Τὸ τραγούδι αὐτὸ τῆς Ἐκκλησίας μένει ἀθάνατο· εἶνε τὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς.

* * *

Πᾶμε πίσω, σ᾽ ἐκεῖνα τὰ χρόνια. Στὴν Κωνσταντινούπολι ἦταν τότε βασιλιᾶς ἕνας νέος, ὁ Θεόφιλος (829-842), γυιὸς τοῦ αὐτοκράτορος Μιχαὴλ τοῦ Τραυλοῦ. Ἦταν εἰκοσιπέντε - εἰκοσιέξι ἐτῶν, καὶ ἔπρεπε νὰ παντρευτῇ.

Τὸ 830 λοιπὸν ἡ μητέρα του, ἡ Εὐφροσύνη, φρόντισε νὰ συγκεντρωθοῦν ἀπ᾽ ὅλο τὸ βασίλειο οἱ καλύτερες κοπέλλες. Ἔπρεπε νὰ τὶς κοσμοῦν τρία προσόντα· ὀμορφιά, μόρφωσι καὶ πίστι Χριστιανική. Παραπάνω ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ εἶνε ἡ μόρφωσι, καὶ παραπάνω ἀπὸ τὴ μόρφωσι ἡ πίστι. Κοσκίνισαν λοιπὸν ὅλη τὴν αὐτοκρατορία καὶ μάζεψαν τὸν ἄνθο. Καὶ νάτες τώρα ὅλες ἐκεῖ ντυμένες σεμνὰ καὶ παρατεταγμένες στὴν αἴθουσα τῶν ἀνακτόρων. Ὁ Θεόφιλος κρατοῦσε ἕνα χρυσὸ μῆλο, τὸ ὁποῖο θὰ ἔδινε σ᾽ ἐκείνην ποὺ θὰ διάλεγε ὡς σύντροφο τῆς ζωῆς του καὶ βασίλισσα.

Προχώρησε βλέποντας προσεκτικὰ μία - μία τὴν κάθε νέα. Σὲ μιὰ στιγμὴ σταμάτησε μπροστὰ σὲ κάποια ποὺ ἔλαμψε στὰ μάτια του καὶ ἦταν ἕτοιμος νὰ τῆς δώσῃ τὸ μῆλο. Κοντοστάθηκε ὅμως καὶ θέλησε νὰ δοκιμάσῃ τὴ νοημοσύνη της κάνοντας τὴν ἐρώτησι· –«Ὡς ἆρα διὰ γυναικὸς ἐρρύη τὰ φαῦλα;»· ἀπ᾽ τὴ γυναῖκα λοιπὸν προῆλθαν τὰ κακά; Ἀλήθεια ἔλεγε ὁ Θεόφιλος· ἐννοοῦσε τὴν Εὔα ποὺ ἀπατήθηκε κ᾽ ἔγινε αἰτία τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Ἡ κοπέλλα ὅμως ἦταν εὔστροφη. Μόλις τ᾽ ἄκουσε τὸ θεώρησε προσβολὴ γιὰ τὸ γυναικεῖο κόσμο καὶ ἀνταπήντησε· –«Καὶ διὰ γυναικὸς πηγάζει τὰ κρείττονα»· καὶ ἀπὸ τὴ γυναῖκα πηγάζουν τὰ καλύτερα. Ἐννοοῦσε τὴν Παναγία, ποὺ ἔγινε ἡ αἰτία τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου.

Ἡ ἑτοιμόλογη ὑποψήφια ἦταν ἡ Κασσιανή. Ἦταν σὰν νὰ τοῦ λέῃ· Δὲν φταῖνε μόνο οἱ γυναῖκες, φταῖνε καὶ οἱ ἄντρες· κακιὰ γυναίκα ἡ Εὔα, ἀλλὰ καλὴ γυναίκα ἡ Παναγία. Ἀλήθεια ἔλεγε ὁ Θεόφιλος, ἀλήθεια ἔλεγε καὶ αὐτή. Ὅταν ἡ γυναίκα εἶνε κακιά, ἀλλοίμονο στὸν ἄντρα, μπορεῖ νὰ τὸν κατεβάσῃ στὴν ᾅδη· ὅταν ἡ γυναίκα εἶνε καλή, χαρὰ στὸν ἄντρα, μπορεῖ νὰ τὸν ὑψώσῃ μέχρι τὰ ἄστρα.

Ὁ Θεόφιλος σκέφτηκε· Αὐτὴ εἶνε τετραπέρατη!… Τὴ φοβήθηκε λοιπόν, τὴν προσπέρασε κ᾽ ἔδωσε τὸ μῆλο σὲ μιὰ ἄλλη κοπέλλα, τὴν Θεοδώρα· εἶνε ἐκείνη ποὺ ἀναστήλωσε τὶς ἅγιες εἰκόνες (ἁγίασε καὶ τὴν ἑορτάζουμε στὶς 11 Φεβρουαρίου).

Ἡ Κασσιανὴ ἀπέτυχε νὰ γίνῃ σύζυγος ἑνὸς ἐπιγείου βασιλέως. Ἐπειδὴ ὅμως ἦταν πιστή, ἡ ἀποτυχία βγῆκε σὲ ἐπιτυχία. Δὲν ἀπελπίστηκε, ὅπως θὰ νόμιζε κανείς (συνέβη στὴ μητρόπολί μας νὰ ἔρθῃ μιὰ κοπέλλα ποὺ γιὰ παρόμοιο λόγο σκεπτόταν ν᾽ αὐτοκτονήσῃ, καὶ τῆς εἶπα· Μὴν ἀπελπίζεσαι, δὲν ὑπάρχει μόνο ἕνας ἄντρας πάνω στὴ γῆ). Ἡ Κασσιανὴ λοιπὸν ἔχασε τὸν ἐπίγειο βασιλέα, ἀλλὰ κέρδισε τὸν Οὐράνιο. Ἀντὶ νὰ πάῃ νὰ πνιγῇ, ἔκανε τὸ σταυρό της, πῆγε σ᾽ ἕνα μοναστήρι, ἀφιερώθηκε στὸ Θεὸ καὶ ἁγίασε (ἑορτάζει στὶς 7 Σεπτεμβρίου). Προικισμένη μάλιστα μὲ ποιητικὸ τάλαντο ἔγραψε ὑπέροχους ὕμνους - τραγούδια τοῦ Θεοῦ.

Τὸ καλύτερο ἀπὸ τὰ τραγούδια της εἶνε αὐτὸ ποὺ ψάλλεται σήμερα, τὸ γνωστὸ ὡς τροπάριο τῆς Κασσιανῆς. Τί λέει στὸ τροπάριο αὐτό;

* * *

Μιλάει ἐδῶ, ἀδελφοί μου, γιὰ μιὰ ἁμαρτωλὴ γυναῖκα, ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτό της· προσέξτε, ἐδῶ γίνεται παρεξήγησι. Μιλάει γιὰ τὴν ἁμαρτωλὴ ἐκείνη ποὺ ἱστορεῖ τὸ Κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο (βλ. Λουκ. 7,36-50). Αὐτὴ ζοῦσε στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ διέθετε τὸ κορμί της γιὰ νὰ βγάζῃ χρήματα. Ὅλοι τὴν περιφρονοῦσαν, κανείς δὲν τὴ δεχόταν. Ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ γιὰ τὴν πόρνη μετάνοια. Ἄκουσε γιὰ τὸ Χριστὸ κι ὅτι δέχεται τοὺς ἁμαρτωλούς. Οὔτε ἡ μάνα οὔτε ὁ πατέρας της οὔτε κάποιος δάσκαλος τῆς θρησκείας τῆς μίλησε ἔτσι. Μετανόησε μέσα της, ἔκλαψε καὶ περίμενε πότε νά ᾽ρθῃ ὁ Χριστός.

Ἦρθε λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς. Κι ὅταν ἔμαθε ὅτι τοῦ ἔχουν τραπέζι στὸ σπίτι τοῦ Σίμωνος τοῦ φαρισαίου, πῆγε κι ἀγόρασε ἕνα δοχεῖο μὲ ἀκριβὸ ἄρωμα καὶ ντροπαλὰ μπῆκε στὸ σπίτι. Τότε ἔτρωγαν ὄχι καθιστοὶ ἀλλὰ ξαπλωμένοι γύρω ἀπὸ ἕνα χαμηλὸ τραπέζι, μὲ τὰ πόδια τους πρὸς τὰ ἔξω. Αὐτὴ πλησίασε ἀθόρυβα τὸ Χριστό, ἄνοιξε τὸ δοχεῖο κλαίγοντας, φιλοῦσε τὰ πόδια του καὶ τὰ ἄλειφε μὲ τὸ ἄρωμα καὶ τὰ δάκρυα· μετὰ ἔλυσε τὰ μαλλιά της καὶ σκούπισε μ᾽ αὐτὰ τὰ πόδια τοῦ Κυρίου.

Ὁ φαρισαῖος βλέποντας τὴ σκηνὴ διαλογιζόταν· Ἂν ὁ Ἰησοῦς ἦταν προφήτης, θὰ ἤξερε τί ὑποκείμενο εἶνε αὐτὴ ποὺ τὸν ἀγγίζει. Ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε τότε μία παραβολή. –Ἦταν δύο χρεωμένοι σὲ κάποιον δανειστή· ὁ ἕνας χρωστοῦσε πεντακόσα δηνάρια, ὁ ἄλλος πενήντα. Δὲν εἶχαν ὅμως νὰ τοῦ τὰ ἐπιστρέψουν, κι αὐτὸς ἀπὸ ἀγάπη τὰ χάρισε καὶ στοὺς δύο. Ποιός ἀπὸ τοὺς δύο, πές μου, θὰ τὸν ἀγαπήσῃ τώρα πιὸ πολύ; –Νομίζω, ἀπαντᾷ ὁ Σίμων, ὅτι ἐκεῖνος ποὺ τοῦ χάρισε τὸ μεγαλύτερο χρέος. – Σωστὰ σκέφτηκες. Νά λοιπὸν ποιοί εἶνε οἱ δύο· ἐσύ, ποὺ θεωρεῖς ὅτι ἔχεις λίγες ἁμαρτίες, καὶ αὐτή, ποὺ νιώθει ὅτι ἔχει πολλές. Ὅταν μπῆκα στὸ σπίτι σου ἐσὺ δὲν μοῦ ἔπλυνες τὰ πόδια μὲ νερό, αὐτὴ μοῦ τὰ ἔπλυνε μὲ δάκρυα καὶ τὰ σκούπισε μὲ τὰ μαλλιά της. Ἐσὺ δὲν μὲ φίλησες στὸ πρόσωπο, αὐτὴ δὲν σταμάτησε νὰ μοῦ φιλάῃ τὰ πόδια. Ἐσὺ δὲν μοῦ ἄλειψες τὸ κεφάλι μὲ λάδι, αὐτὴ μοῦ ἄλειψε τὰ πόδια μὲ μύρο. Γι᾽ αὐτὸ σοῦ λέω ὅτι, ἐπειδὴ τῆς συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες της οἱ πολλές, γι᾽ αὐτὸ ἔδειξε πολλὴ ἀγάπη· ἐνῷ σὲ ὅποιον συγχωροῦνται λίγες ἁμαρτίες λίγο ἀγαπᾷ. Καὶ εἶπε στὴ γυναῖκα· –Σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες σου. Οἱ συνδαιτυμόνες ἔλεγαν μέσα τους· –Ποιός εἶνε αὐτὸς ποὺ συγχωρεῖ ἁμαρτίες. Καὶ στὴ γυναῖκα εἶπε· –Σὲ ἔχει σώσει ἡ πίστι σου· πήγαινε στὸ καλὸ ἥσυχη.

Αὐτὴ τὴ μετανοημένη ἁμαρτωλὴ ὑμνεῖ σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας. Ἡ Κασσιανή, καθὼς τὴν βλέπει σκυμμένη στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ, βάζει στὸ στόμα της λόγια προσευχῆς.

Κύριε, λέει, ἡ γυναίκα ποὺ ἔπεσε σὲ πολλὰ ἁμαρτήματα, ὅταν αἰσθάνθηκε ὅτι ἐσὺ εἶσαι ὁ λυτρωτής μας Θεός, ἔγινε μυροφόρα πρὶν ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ θὰ σὲ μύρωναν στὸν ἐνταφιασμό σου. Ἀλλοίμονό μου, ἔλεγε, γιατὶ ζῶ στὴ μαύρη ἀκολασία, σὲ μιὰ ἀσέληνη νύχτα. Ὁ παράφορος ἔρωτας τῆς ἁμαρτίας μὲ κάνει νὰ χτυπιέμαι σὰν ζῷο ποὺ τὸ τσίμπησε μῦγα. Δέξου τὶς πηγὲς τῶν δακρύων μου, σὺ ποὺ μεταβάλλεις σὲ βροχὴ τῆς θαλάσσης τὸ νερό· σκύψε ν᾽ ἀκούσῃς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδιᾶς μου, σὺ ποὺ κατέβηκες ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς μὲ τὴν ἀπερίγραπτη ἐνανθρώπησί σου. Θὰ καταφιλήσω καὶ θὰ τὰ σφουγγίσω μὲ τὰ μαλλιά μου τὰ ἄχραντα πόδια σου· τὰ πόδια ἐκεῖνα ποὺ ἄκουσε ἡ Εὔα νὰ περπατοῦν στὸν παράδεισο τὸ δειλινὸ καὶ φοβισμένη κρύφτηκε. Ποιός, ψυχοσῶστα Σωτήρα μου, μπορεῖ νὰ μετρήσῃ τὰ πλήθη τῶν ἁμαρτιῶν μου ἀλλὰ καὶ τὰ ἀπύθμενα βάθη τῶν ἀποφάσεών σου; Μὴ μὲ παραβλέψῃς τὴν δούλη σου, σὺ ποὺ ἔχεις ἀμέτρητο τὸ ἔλεος.

Αὐτὸ εἶνε μὲ ἁπλᾶ λόγια τὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς. Τὸ καταλάβατε. Ἐγώ, λέει ἡ ἁμαρτωλὴ γυναίκα τοῦ Εὐαγγελίου, ζοῦσα μέσ᾽ στὸ σκοτάδι, μὲ τρέλλανε ἡ ἀλογόμυγα τοῦ διαβόλου. Τώρα μετανοῶ, Κύριε, χύνω δάκρυα, φιλῶ τὰ πόδια σου. Δέξου τὴ μετάνοιά μου. Συγχώρησε, Θεέ μου, τὰ πολλά μου ἁμαρτήματα.

* * *

Βλέπετε, ἀδελφοί μου, τί ὡραῖα πράγματα ἔχει ἡ Ἐκκλησία μας; Μετανοῶ, εἶπε ἡ πόρνη ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς νὰ ὑπολογίσῃ ἐκείνους ποὺ τὴν ἔβλεπαν καὶ τὴν ἔκριναν. Καὶ ὁ Κύριος δέχτηκε τὴ μετάνοιά της, τὴν συγχώρησε. Αὐτὸ δίνει μεγάλη ἐλπίδα σὲ κάθε ἁμαρτωλό, ὅσο πολλὲς κι ἂν εἶνε οἱ ἁμαρτίες του, ὅτι μπορεῖ καὶ αὐτὸς νὰ σωθῇ.

Οἱ ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες μᾶς καλοῦν σὲ μετάνοια. Ἂς ἐπωφεληθοῦμε τὸ πλούσιο ἔλεος.

Νὰ πᾶμε λοιπὸν κ᾽ ἐμεῖς νὰ πέσουμε στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως ἡ πόρνη ἔτρεξε σ᾽ ἐκεῖνον, ἔτσι ἐμεῖς νὰ τρέξουμε στὸν πνευματικὸ πατέρα νὰ ἐξομολογηθοῦμε, νὰ ποῦμε τ᾽ ἁμαρτήματά μας, καὶ νὰ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ μᾶς συγχωρήσῃ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: