Ο Ιωάννης Βατάτζης, η παρά το Σίπυλον όρος Μαγνησία και η τραγωδία των
εκεί Ελλήνων κατά την καταστροφή του
1922*
Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Στοιχεία για το ιερό λείψανό του Βατάτζη και τη Μονή Σωσάνδρας
Ο Άγιος Ιωάννης Βατάτζης, ο ελεήμων, βοήθησε πολύ τους πτωχούς και ανήμπορους υπηκόους του, με τη δίκαιη φορολογία και με το άνοιγμα εργασιών, ανέπτυξε την οικονομία, επεξέτεινε τα εδάφη της αυτοκρατορίας της Νικαίας και την προφύλαξε από τους επιθετικούς Μογγόλους. Ενίσχυσε τον κλήρο και τον μοναχισμό και τον προστάτευσε από αυθαιρεσίες κρατικών λειτουργών, κοίταξε ιδιαιτέρως και προώθησε τον ελληνορθόδοξο πολιτισμό, και προετοίμασε το έδαφος για την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους, η οποία, ως γνωστόν, συνέβη το 1261, λίγα χρόνια μετά τον θάνατό του, το 1254.
Μέσα από το εγκώμιο του Θεοδώρου Β΄ Λάσκαρη προς τον πατέρα του Άγιο Ιωάννη Βατάτζη μαθαίνουμε τις δράσεις που αυτός είχε για τη δημιουργία φυτωρίου σπουδαστών και προετοιμασία πολιτικών υπαλλήλων. (Πολύμνια Κατσώνη, ΑΠΘ, παρουσίαση εις Byzantine Review 03.2021 (σελ. 16) της μελέτης του Dimiter Angelov “The Byzantine Helene: The life of Emperor Theodore Laskaris and Byzantium in the Thirteenth Century”, Cambridge University Press, 2019)
Πατέρας και υιός – διάδοχος βγήκαν για κυνήγι. Ο βασιλιάς απλά ντυμένος, αντίθετα από τον γιό του, που έφερε πολυτελή αμφίεση. Όταν ο Θεόδωρος χαιρέτησε τον πατέρα του και εκείνος δεν ανταπέδωσε τον χαιρετισμό αντελήφθη ότι έκανε κάποιο λάθος και τον ρώτησε να τον ενημερώσει περί αυτού. Ο άγιος βασιλιάς του απάντησε τότε ότι τον στενοχώρησε που δαπανά χρήματα των Ρωμιών σε ανωφελείς αμφιέσεις. « Δεν γνωρίζεις», του είπε, «ότι τα χρυσοκέντητα αυτά μεταξωτά υφάσματα είναι από το αίμα των Ρωμιών και πάσα εκ μέρους σου δαπάνη θα έπρεπε να έχει αντίκρισμα σε αυτούς, διότι ο πλούτος των βασιλέων λογαριάζεται ότι είναι των υπηκόων τους;». (Αντ. Μηλιαράκη «Ιστορία του βασιλείου της Νικαίας και του δεσποτάτου της Ηπείρου (1204-1261», εν Αθήναις 1898. Ανατύπωση υπό Διον. Νότη Καραβία και Ευαγ. Κων. Λάζου το 1994, σελ. 415-416)
Ο Βατάτζης δίδαξε τον διάδοχό του Θεόδωρο, που ήταν ιδιοφυής, δια του παραδείγματος και των συμβουλών του, το πώς να ασκεί κατά Θεόν τα καθήκοντά του ως βασιλεύς. Έβαλε να τον διδάξουν επίσης άριστοι δάσκαλοι, όπως οι Ακροπολίτης και Βλεμμύδης. Από αυτούς και άλλους ικανούς διδασκάλους ο Θεόδωρος διδάχθηκε και μελέτησε την Αγία Γραφή, βιογραφίες προσωπικοτήτων της αρχαίας ελληνικής και της ρωμαϊκής ιστορίας, βίους αγίων, λογική, ρητορική, μαθηματικά, φυσική και ποίηση. Κυρίως ο Άγιος Ιωάννης Βατάτζης μετέδωσε στον υιό και διάδοχό του Θεόδωρο και σε όλους τους νέους και τις νέες της Αυτοκρατορίας, την αγάπη προς το Γένος τους και την υπερηφάνεια και ευθύνη, που είναι Έλληνες.
Ο Αγγέλοφ γράφει πως το 1246 ο Θεόδωρος, ως διάδοχος και, απουσιάζοντος του βασιλιά Βατάτζη, άτυπος αντιβασιλεύς του θρόνου, δέχθηκε τον Βερτόλντο ντι Χόχενμπουργκ, πρέσβυ στη Νίκαια του αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β΄. Η συζήτησή τους εξελίχθηκε « σε υπερπήδηση των εμποδίων της γλώσσας και σε ανταγωνισμό στις μαθηματικές γνώσεις, ο δε Θεόδωρος εξέφρασε μιαν υπερηφάνεια για την υπεροχή των Ελλήνων έναντι των Ιταλών» (Πολύμνιας Κατσώνη βλ. πίσω. σελ. 32).
Η Αικατερίνη Μήτσιου (Μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο πανεπιστήμιο της Βιέννης) έγραψε μια πολύ αξιόλογη μελέτη για τη Μονή της Σωσάνδρας, με πολύ πλούσια βιβλιογραφία («The Monestery of Sosandra: a contribution to its history, dedication and localization – Η Μονή της Σωσάνδρας: Μία συμβολή στην ιστορία της, στο πού ήταν αφιερωμένη και στην τοποθεσία της»). Σε αυτήν γράφει πως η πιο πιθανή τοποθεσία που βρισκόταν ήταν κοντά στη Μαγνησία, στο μαγευτικό, ως τοπίο, οροπέδιο που σήμερα ονομάζεται «Sehzade», επί του οποίου οι οθωμανοί κυβερνήτες έκτισαν τις θερινές επαύλεις τους... Πριν αλώσουν τη Μαγνησία κατάστρεψαν τη Μονή της Σωσάνδρας, την οποία εγκαίρως οι μοναχοί είχαν εγκαταλείψει και είχαν καταφύγει στη Μαγνησία, παίρνοντας μαζί τους, ως πολύτιμο θησαυρό το λείψανο του Αγίου Ιωάννου, του Βατάτζη, όπως γράφει ο Πελαγονίας Γεώργιος ( Λόγιος συγγραφέας του 14ου αιώνας, που έγραψε τον βίο του Αγίου Ιωάννη Βατάτζη) στο σχετικό έργο του (Σωτηρίου Μπαλατσούκα «Βυζαντινά Αγιολογικά κείμενα – Παλαιολόγειοι χρόνοι, βίοι – θαύματα – εγκώμια αγίων -, Τόμος Γ΄ Τρίκαλα 2015, σελ. 163). Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στον «Συναξαριστή» του, με όσα ανεφέρθησαν προηγουμένως, διαφοροποιείται κάπως από τον Πελαγονίας Γεώργιο. Κατά τους Δούκα, Χαλκοκονδύλη και άλλους ερείπια της Μονής Σωσάνδρας ήσαν ακόμη ορατά έως τον 15ο αιώνα... (Η μελέτη της Αικ. Μήτσιου στα αγγλικά εις ιστοσελίδα Academia, p. 680).
Τα βιώματά μου για τον Άγιο Ιωάννη Βατάτζη έρχονται δια μέσου της γιαγιάς μου Βασιλείας Ψαλτοπούλου, που, όπως σημείωσα στην αρχή, ήταν παπαδιά και δασκάλα και ζούσε στην Μαγνησία μαζί με τον παππού μου, τον παπά Γιώργη, εφημέριο του Μητροπολιτικού Ναού Αγίου Αθανασίου της Μητροπόλεως Εφέσου και επίσης δάσκαλο. Η γιαγιά μου απεβίωσε όταν ήμουν δεκατεσσάρων ετών. Ο παππούς μου εκοιμήθη οσιακά το 1922, πριν από την καταστροφή, θυσιασθείς για ετοιμοθάνατη γυναίκα του ποιμνίου του.
Θυμάμαι ότι η γιαγιά μου τιμούσε πάντα τον Ιωάννη Βατάτζη, ιδιαίτερα την ημέρα της εορτής του, και μου είχε μιλήσει για την ιστορία του και για το λείψανό του, που το είχαν οι Μαγνησαλήδες ως πολύτιμη ευλογία για οκτώ αιώνες. Μου είχε δημιουργήσει μιαν εικόνα αποκρύψεως του σε κρύπτη του Ναού του Αγίου Αθανασίου, από τον φόβο των Τούρκων, που τον μισούσαν. Δεν ήξερε την τύχη του λειψάνου κατά την καταστροφή. Μέσα στην αντάρα φαίνεται ότι ουδείς σκέφθηκε να το πάρει και να το μεταφέρει στην Ελλάδα, όπως έγινε με τα σκηνώματα των Αγίου Ιωάννου του Ρώσου και Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Είχε η γιαγιά μου μιαν ελπίδα μήπως κάποιος είχε τουλάχιστον σώσει τον Σταυρό που φορούσε ο Βατάτζης και ήταν και αυτός προς προσκύνηση στον Ναό του Αγίου Αθανασίου. Είχε ακούσει ότι είχε δοθεί στο Βυζαντινό Μουσείο των Αθηνών, αλλά η πληροφορία δεν ήταν ακριβής. Έτσι ο Άγιος Ιωάννης Βατάτζης μένει μόνο στις καρδιές μας ως ζωντανός θρύλος, όπως ο Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος.
Τώρα επιγραμματικά θα σας μιλήσω περί της καταστροφής του 1922, με βάση πάντα τα βιώματά μου από την γιαγιά μου, την μητέρα μου και θειάδες μου, όπως αυτά αναλυτικά γράφονται στις 515 σελίδες του ιστορικού μυθιστορήματος που έγραψα με τίτλο «Μέρες Αποκάλυψης στην Ιωνία – Το δράμα των Ελλήνων της Ιωνίας, από το 1914 έως το 1922» (Εκδόσεις Αρχονταρίκι). Όπως προείπα η μητέρα μου Αγγελική και η οικογένειά της ζούσαν στη Μαγνησία της Ιωνίας. Στην καταστροφή η μητέρα μου, δέκα πέντε ετών, βρέθηκε στην Πάρσα, χωριό κοντά στη Μαγνησία, στο σπίτι της πλούσιας εξαδέλφης της Ευαγγελίας. Η μητέρα της και γιαγιά μου Βασιλεία ήταν στη Μαγνησία με τα υπόλοιπα τρία παιδιά της, την Χρυσηίδα δέκα ετών, τον Γιαννάκη επτά και τον Αντωνάκη, μωρό δύο ετών.
Η Μαγνησία τον Αύγουστο του 1922 ήταν ανάστατη. Οι Έλληνες αλλόφρονες έτρεχαν προς τον σιδηροδρομικό σταθμό να σωθούν. Η Μαγνησία απέχει περίπου πενήντα χιλιόμετρα από τη Σμύρνη. Η πόλη, κυρίως στους μαχαλάδες των Ελλήνων και των Αρμενίων, καιγόταν. Οι στρατιώτες κοίταγαν να μην πιαστούν αιχμάλωτοι. Η γιαγιά Βασιλεία με τα δύο παιδιά, να κρατάνε το φόρεμά της για να μην χαθούνε, το μωρό να το έχει αγκαλιά στο ένα χέρι και με το άλλο χέρι να κρατά στην πλάτη της έναν μπόγο με τα απαραιτήτως χρειαζούμενα και μιαν εικόνα, του Αγίου Ελευθερίου, κατευθύνθηκε και αυτή προς τον σταθμό. Σε αυτή την κατάσταση ουδείς βρισκόταν να την βοηθήσει να ανέβει στο τρένο. Όλοι την προσπερνούσαν και σπρώχνονταν ποιος θα προλάβει να ανέβει. Πολλοί ανέβαιναν στην οροφή του τρένου...Ο Θεός την βοήθησε και βρέθηκε ένας αξιωματικός που γνώριζε και αγαπούσε τον παπά Γιώργη. Αυτός έβγαλε το σπαθί του και με αυτό άνοιξε διάδρομο για να περάσει και να ανέβει στο τρένο... Στριμώχτηκε με τα παιδιά της κοντά σε ένα παράθυρο. Τραγικές ήσαν οι στιγμές, όταν το τρένο ξεκινούσε και η γιαγιά Βασιλεία είδε τη Μαγνησία και σκέφτηκε πως ίσως άφηνε για πάντα τον ένδοξο για τους Έλληνες τόπο που γεννήθηκε, που μεγάλωσε, που έκαμε οικογένεια, άφηνε το μικρό αλλά όμορφο σπιτάκι της, άφηνε το αμπελάκι της, στο οποίο πήγαιναν με τον παπά Γιώργη και τα παιδιά για ξεκούραση και προσευχή μακριά από την πολυεθνική πόλη και μέσα σε ένα παραδεισένιο περιβάλλον... Σκέφθηκε ποιος ξέρει αν θα σωθεί από τους τσέτες και αν σωθεί που θα βρεθεί και πώς θα μπορέσει να επιβιώσει, μια χήρα γυναίκα χωρίς στον ήλιο μοίρα, με τρία παιδιά και με ένα χαμένο;... Ο λυγμός της χάθηκε στις φωνές των διωκομένων Ελλήνων. Η θερμή προσευχή ήταν η καταφυγή της...
Έφτασε στη Σμύρνη. Εκεί βρέθηκε σε ατμόσφαιρα πανικού. Αισθανόταν χαμένη μέσα στο πλήθος που έτρεχε προς την παραλία για να γλυτώσει, πού φώναζε, που έκλαιγε γοερά, που ήταν υπό το κράτος πανικού, όταν κάποιος φώναξε «τσέτες – τσέτες». Η γιαγιά μου μέσα σε αυτό τον χαμό κοίταζε μη χάσει κάποιο από τα δυο παιδιά της, που της έπιαναν το μακρύ φουστάνι. Η φωτιά που οι τσέτες έβαλαν οργανωμένα στη Σμύρνη επέτειναν τον φόβο και τον πανικό. Η γιαγιά άρχισε να τρέχει. Ο Γιαννάκης δεν άντεξε. Κούραση και φόβος τον κατέβαλαν και κάποια στιγμή άφησε το φόρεμα. Το πήρε είδηση η γιαγιά, αλλά ήταν αργά. Το πλήθος εκινείτο ως χείμαρρος, που παρέσυρε τα πάντα στο πέρασμά του... Η κυρά Βασιλεία προσπάθησε με την προσευχή να εξουδετερώσει την απελπισία της, κοντά στο βιός της και χωρίς να ξέρει που βρισκόταν το ένα της παιδί, η μητέρα μου, να χάσει και ένα ακόμη. Ο ποταμός των δακρύων και η φωνή της με όλη τη δύναμη της ψυχής της «Γιαννάκη – Γιαννάκη» ήταν η αντίδρασή της. Και το θαύμα έγινε ο Γιαννάκης όταν αισθάνθηκε ότι κινδυνεύει να χάσει την μητέρα του κάθισε σε μια γωνιά και φώναζε «Μαμά, μαμά...». Κείνη την ώρα περνούσε ο Παύλος Δεσποτόπουλος, ένας Μαγνησαλής, πνευματικοπαίδι του παπά Γιώργη, τον γνώρισε και τον παρηγόρησε, λέγοντάς του ότι θα βρουν τη μητέρα του, κάτι που έγινε, προς μεγάλη χαρά και ανακούφιση της γιαγιάς μου...
Στην παραλία η κυρά Βασιλεία σκέφθηκε να επιχειρήσει να πάει στο Κορδελιό, δεύτερη έδρα της Μητροπόλεως Εφέσου, ένα γραφικό προάστιο της Σμύρνης που είχε όνειρο κάποτε εκεί να κατοικήσουν, κοντά στην όμορφη «Γκιαούρ Σμύρνη». Μετά από περιπέτειες, που γράφονται στο βιβλίο μου, έφτασε στο Επισκοπείο, όπου ήταν πελιδνός από την τραγωδία ο Εφέσου Χρυσόστομος (Χατζησταύρου), ο μετά Μητροπολίτης Φιλίππων και Αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Του φίλησε το χέρι και εκείνος με δάκρυα της περιέγραψε τα του μαρτυρίου του Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου. Απ΄ έξω ακούγονταν φωνές γρήγορα να φύγει ο Δεσπότης για να μην έχει την τύχη του γέροντά του, Αγίου Χρυσοστόμου και των άλλων Μητροπολιτών της Μικράς Ασίας... Βγήκε και η γιαγιά μου στην προκυμαία, εκεί την είδε ένας ναύτης από πλοίο που ήταν αρόδο, την έβαλε στη βάρκα του, μαζί με άλλους Έλληνες που έτρεξαν και αυτοί να μπουν, και ανέβηκε στο καράβι. Ήταν ράκος ψυχικό και σωματικό, όμως ευχαρίστησε τον Θεό που σώθηκε και της έδωσε μιαν αχτίδα ελπίδας... Την κατέβασαν στον Πειραιά και άρχισε η τραγική περιπέτειά της, να βρει την χαμένη κόρη, να ενωθεί η οικογένεια και να επιβιώσει...
Της μητέρας μου Αγγελικής η πορεία ήταν παράλληλη με εκείνη της μητέρας της, αλλά και διαφορετική. Όταν έγινε η καταστροφή βρέθηκε στο χωριό Πάρσα, στο σπίτι της πρώτης εξαδέλφης της Ευαγγελίας, νέας στην ηλικία, περί τα τριάντα, δασκάλας και χήρας προύχοντα της περιοχής. Τρένο δεν υπήρχε εκεί και ξεκίνησαν προς τη Σμύρνη με τον αραμπά που διέθετε η Ευαγγελία. Πάνω σ’ αυτόν το βιός της και πολλά άτομα που προστάτευε, πέντε παιδιά, έως και ένα βυζανιάρικο στην αγκαλιά της, τη μητέρα της, δύο μικρότερα αδέλφια και την εξαδέλφη της και μητέρα μου.
Επειδή ο άντρας της ήταν γνωστός πλούσιος ρωμιός η Ευαγγελία φοβόταν μήπως οι τσέτες την αναζητήσουν, και της πάρουν το βιός και τη ζωή της. Κοίταξε να ανακατευθεί με το πλήθος, που πήγαινε αλλόφρον προς τη Σμύρνη, έβαλε χώμα στο πρόσωπο και προσευχόταν. Έφτασαν στη Σμύρνη κατάκοποι. Κατευθύνθηκαν προς το σπίτι που είχε η Ευαγγελία στη Σμύρνη και το είχε νοικιασμένο σε γαλλική οικογένεια. Οι Γάλλοι πριν φύγουν είχαν σηκώσει στο μπαλκόνι τη γαλλική σημαία και αισθάνθηκε ότι θα έχουν ασφάλεια μέχρι να κατευθυνθούν προς τα καράβια. Βρήκαν το σπίτι γεμάτο από απελπισμένους Έλληνες. Απέξω ακούγονταν κραυγές «οι τσέτες σφάζουν», οιμωγές, ποδοβολητά. Κάποια στιγμή το βυζανιάρικο άρχισε να κλαίει δυνατά. Η Ευαγγελία θέλησε να το θηλάσει μήπως και το σταματήσει. Δεν τα κατάφερε. Κάποιοι πήγαν απειλητικά προς αυτήν και της είπαν ή να κάνει το μωρό να σταματήσει, ή θα το σκοτώσουν... Πήγε να τους πει ότι είναι δικό της το σπίτι και αυτοί γέλασαν χλευαστικά και πήγαν να της πάρουν το μωρό... Αναγκάστηκαν να φύγουν. Βγήκαν έξω. Πού να πάνε τόσα άτομα. «Πάμε στο χριστιανικό νεκροταφείο. Εκεί δεν πατάνε οι τούρκοι» σκέφθηκε η Ευαγγελία και εκεί πήγαν. Η μητέρα μου σμούρωσε σε ένα άδειο τάφο. Από τότε είχε μια φοβία με τα νεκροταφεία.
Μετά από μιαν εβδομάδα αποφάσισαν να κινήσουν προς το λιμάνι. Εξαντλημένες από την πείνα, τη θλίψη και την ταλαιπωρία περπατούσαν ανάμεσα σε πλήθος αλλοφρόνων ανθρώπων. Βρέθηκαν σε σημείο της προκυμαίας όπου μέγα πλήθος ήταν κοντά σε λέμβους του αμερικανικού ναυτικού και κάποια στιγμή από το πολύ σπρώξιμο χώρισε η μητέρα μου από την Ευαγγελία. Κάποιος γεροδεμένος ναύτης άρπαξε την μικροκαμωμένη μητέρα μου στα στιβαρά χέρια του και την πέταξε σα μπάλα σε έναν άλλο ναύτη, που ήταν στη λέμβο. Την έπιασε πανικός που είχε χάσει την εξαδέλφη της. Σφάδαζε από τον πόνο και το κλάμα. .Από τη λέμβο πέρασαν τη μητέρα μου στο πλοίο. Την έριξαν στο αμπάρι, που είχε γίνει πρόχειρο κατάλυμα για να δέχεται περισσότερους διωκόμενους Έλληνες. Το κλάμα και ο σπαραγμός της μητέρας μου σταμάτησε μόνο όταν είδε ότι στο ίδιο αμπάρι ήταν η Ευαγγελία με τους συγγενείς της...
Τη μητέρα μου με την εξαδέλφη της και την οικογένειά της με βιάση οι ναύτες τις αποβίβασαν στη Μυτιλήνη, για να ξαναγυρίσει γρήγορα το πλοίο πίσω και να παραλάβει και άλλους δυστυχείς Έλληνες... Δεν βρήκαν καλό κλίμα εκεί και λίγες ημέρες μετά πήραν άλλο πλοίο για την Κρήτη. Εκεί βρήκαν θερμή φιλοξενία. Η Ευαγγελία και η μητέρα μου άρχισαν να εργάζονται στην περιοχή των Χανίων. Η μητέρα μου από τα δεκαπέντε της χρόνια και απόφοιτη του Σχολαρχείου επιδόθηκε στο να μάθει τη νέα μεγάλη ανακάλυψη της εποχής, τη γραφομηχανή. Εξελίχθηκε σε αρίστη γραμματέα και δακτυλογράφο.
Στην Κρήτη ήταν χαμένη από τη μητέρα της και τα αδέλφια της. Δια μέσου του Ερυθρού Σταυρού και με την πρόνοια του Θεού μετά από δύο περίπου χρόνια ενώθηκε στην Αθήνα με τη μητέρα και τα αδέλφια της. Είχε ήδη αρχίσει η περιπέτεια της προσαρμογής της στη νέα κατάσταση, στην προσφυγιά. Και δεν ήταν καθόλου εύκολη... -
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου