Η καρδιά μας λαχταρά την ελπίδα.
Φαίνεται κοινότοπο, μα πρόκειται για τη μεγαλύτερη παραδοξότητα. Γιατί; Διότι η
ελπίδα είναι το μόνο που όταν το έχουμε δεν το κατέχουμε! Η ελπίδα είναι
από τη φύση της ου-τοπική. Είναι η λαχτάρα για το μη πραγματοποιημένο,
για κάτι που δεν βρίσκεται ούτε εδώ, ούτε τώρα. Παρούσα εδώ και τώρα είναι
η λαχτάρα μου. Όχι η πραγματοποίησή της. Αυτή ανήκει στο μέλλον. «Η ελπίδα»,
είχε πει ο Έρνστ Μπλοχ, «είναι το αντίθετο της ασφάλειας. Είναι το αντίθετο της
αφελούς αισιοδοξίας. Η έννοια της διακινδύνευσης ενυπάρχει πάντα μέσα της».
Άρα, πώς βιώνω αυτό που μοιάζει αβέβαιο και φευγαλέο; Με την πίστη!
Πώς να το κάνουμε; Η πίστη δεν είναι μόνο των θρησκευόμενων. Πίστη, ελπίδα και όραμα είναι όψεις μιας θεμελιώδους δυνατότητας, η οποία κάνει άνθρωπο τον άνθρωπο. Είναι η συγκλονιστική δυνατότητα να μην υπάρχεις σαν αντικείμενο ριγμένο στον κόσμο όπως λάχει, αλλά ως ανήσυχη ύπαρξη, διψασμένη για κάτι που ξεπερνά το παρόν και την τωρινή μορφή του κόσμου. Είναι η δυνατότητα να μην καταπιείς τη ζωή αμάσητη, αλλά να της βάλεις ερωτηματικά και να λαχταρήσεις κάτι πέρα κι από σένα τον ίδιο. Έτσι, και η αφοσίωση ενός άθεου ανθρωπιστή στο όραμά του είναι περίπτωση πίστης.
Το κάνω πιο προσωπικό. Τι
σημαίνει για μένα, ως Χριστιανό, η ελπίδα, και πώς σχετίζεται με τα
Χριστούγεννα;
Πρώτα απ’ όλα, τα Χριστούγεννα
δεν είναι επετειακός εορτασμός. Δεν είναι δηλαδή απλώς ανάμνηση ενός
γεγονότος περίκλειστου στο παρελθόν, από το οποίο όλο και απομακρυνόμαστε
μοιραία. Στη χριστιανική οπτική ο εορτασμός των Χριστουγέννων είναι το
πανηγύρι χαράς για ένα ανατρεπτικό ξεκίνημα, το οποίο θα ολοκληρωθεί στο
μέλλον. Τι εννοώ;
Στη Βηθλεέμ ο Θεός αυτοπροσώπως
έκανε τον άνθρωπο εαυτό του και πρόσφερε στον άνθρωπο τον εαυτό του. Χριστούγεννα
είναι η άφιξη του κορυφαίου αλληλέγγυου, ο οποίος δεν κάνει απλώς μια
περαντζάδα από τις ζωές των κακουχουμένων, αλλά γίνεται αυτοπροσώπως
συγ-κακουχούμενος. Ανατρεπτικό! Όσοι σήμερα στολίζουν τη φάτνη σαν
ονειρεμένο μπαγκαλόου, αλλά και όσοι αρνούνται ιδεολογικά να τη στολίσουν,
αμφότεροι προσπερνούν ότι η φάτνη σημαίνει ρυπαρό στάβλο και ότι όσοι την
πλησίασαν ήταν… outsiders: τρεις αλλοδαποί (οι μάγοι) και κάμποσοι παρακατιανοί
(οι τσοπάνηδες).
Η γέννηση του Χριστού δεν
ολοκληρώθηκε με το κόψιμο του ομφάλιου λώρου του. Ολοκληρώθηκε… το Πάσχα.
Παλαβό; Πείτε το κι έτσι. Είπαμε! Ποια πίστη θα πάρει χημική πιστοποίηση; Στον
Γολγοθά λοιπόν ο Χριστός προσέλαβε και τα έσχατα σημεία της ανθρώπινης
συνθήκης: την αδικία, τον παραλογισμό, την εγκατάλειψη. Αν θα είχε ζήσει χρόνια
πολλά κι ανέφελα, το πολύ-πολύ να είχε προσλάβει τη ζωή μιας φαντασιακής ελίτ.
Όχι της πραγματικής ανθρωπότητας.
Αυτή η παράδοξη διαδρομή της
θυσιαστικής αγάπης (φάτνη – Γολγοθάς) καταλήγει στην Ανάσταση. Χάριν
της Ανάστασης έγινε η Χριστού-Γέννα, και χάριν του φτασίματος του ανθρώπου στην
Ανάσταση, ώστε τελικά να κατορθωθεί το αδιανόητο: η συντριβή κάθε θανάτου,
κυριολεκτικά και μεταφορικά. Δεν είναι μήπως η μισαλλοδοξία και η
περιθωριοποίηση μορφές θανάτωσης; Το φως των Χριστουγέννων λοιπόν δεν
μεταφέρεται με τους γλόμπους, μεταφέρεται με τη στάση ζωής και με την πράξη.
Έχει γίνει του συρμού η φράση «η
ελπίδα πεθαίνει τελευταία». Μα, δεν την βρίσκω ελπιδοφόρα φράση! Αντιθέτως, τη
βρίσκω φριχτή! Τι να την κάνω μια ελπίδα που τελικά θα πεθάνει κι αυτή; Θα
προτιμήσω λοιπόν την ελπίδα την οποία δεν ματαιώνει ούτε ο θάνατος. Θα
εμπιστευτώ την χριστουγεννιάτικη ελπίδα της Ανάστασης, την ελπίδα για έναν
ριζικά διαφορετικό κόσμο, την ελπίδα που θα συνεχίσει να φωτίζει, ακόμα κι όταν
κλείσει η παρένθεση των εορταστικών φωτισμών.
Πηγή: Δήμος και Πολιτεία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου