Μακαριώτατε Δέσποτα,
Χάριτι καί ἀγαθή προνοίᾳ τοῦ ἐν
Τριάδι Θεοῦ, ψήφῳ κλήρου καί λαοῦ καί προκρίσει τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου, ἀναδειχθήκατε
εἰς Ἀρχιεπίσκοπον Νέας Ἰουστινιανῆς καί πάσης Κύπρου καί ἀνήλθατε στόν ἱστορικό,
Ἀποστολικό θρόνο τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῶν Ἀποστόλων Παύλου καί Βαρνάβα,
τόν ὁποῖον ἐλάμπρυναν μορφές ἁγίων Ἀρχιερέων, ἀγωνιστῶν τῆς πίστεως, τῆς καθ᾽ ἡμᾶς
ἀνατολικῆς παραδόσεως, ἀλλά καί τῶν δικαίων τῆς πατρίδος μας, προσδίδοντας στήν
Ἀποστολική μας Ἐκκλησία οἰκουμενικό – πανορθόδοξο καί διεθνή κῦρος καί ἀκτινοβολία.
Στήριξαν διαχρονικά τήν ἑνότητα τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας καί τόν ρόλο τῆς οἰκουμενικότητας
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχεῖου, ὡς ὁρατοῦ σημεῖου τῆς εὐχαριστιακῆς καί κανονικῆς
ἑνότητας ὁλοκλήρου τῆς καθ᾽ἡμᾶς Ὀρθοδοξίας.
Ἡ ἡμέρα αὐτή εἶναι ἡμέρα Κυρίου, ἡμέρα πάντων τῶν ἐν Κύπρῳ διαλαμψάντων Ἁγίων, ἡμέρα τῆς Κύπριδος Ἐκκλησίας, ἡμέρα χαρᾶς, ἀγαλλιάσεως καί εὐφροσύνης πνευματικῆς, κατά τήν ὁποία εὐδόκησεν ἡ ἀγάπη καί πρόνοια τοῦ Θεοῦ τήν ἐξύψωσή σας στόν παλαίφατο Ἀποστολικό θρόνο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου.
Παράλληλα εἶναι ἡμέρα περισυλλογῆς, προσευχῆς ἐκ καρδίας, προβληματισμοῦ καί ἀνατάσεως πρός τόν Θεό, ὥστε ὁ πλούσιος ἐν ἐλέει καί οἰκτηρμοῖς Κύριος νά κατευθύνει τήν πορεία καί τά ἔργα σας σέ ὁδούς καρποφόρους πνευματικά, πρός δόξαν τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, καί οἰκοδομή τοῦ εὐλογημένου λαοῦ Του.Ἐπιτρέψετέ μου, Μακαριώτατε, ὅπως
στρέψω γιά λίγο τόν λόγο, πρός τόν μακαριστό προκάτοχό σας, τόν Ἀρχιεπίσκοπο
μας κυρόν Χρυσόστομον Β´, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη, ὄντως ἐν Κυρίῳ, καταλείποντας σέ μᾶς,
τούς Ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου βαριά πνευματική καί ποιμαντική
κληρονομιά. Ὑπῆρξε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τῆς ἀγάπης, τῆς ἀνεξικακίας, τῆς προσφρορᾶς,
τοῦ ὁλοκληρωτικοῦ δωσίματος στόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Κοιμήθηκε πτωχός ἐν
σχέσει μέ τά ὑλικά πράγματα καί πλούσιος στά πνευματικά χαρίσματα. Στήν πορεία
πρός τόν θάνατο ἀνέδειξε τόν πνευματικό του κόσμο καί πίστη, ἀποκαλύπτωντας τά
μυστικά βιώματα τῆς καρδιᾶς του μέσω τῆς συνεχοῦς εὐχαριστιακῆς καί δοξολογικῆς
του διάθεσης, μοιράζοντας πρός ὅλους χαρά καί ἀγάπη. Τίς τελευταῖες μέρες τῆς ἐπίγειας
ζωῆς του ζοῦσε μέ τούς ἁγίους καί ἀναφερόταν σ᾽ αὐτούς. Θά μείνει στήν μνήμη
μας ἀνεξίτηλο τό γεγονός, κατά τό ὁποῖον τήν 14ην Ὀκτωβρίου, ἐνῶ ἦταν
κατάκοιτος καί δέν εἶχε τήν αἴσθηση τῶν ἡμερῶν καί τοῦ χρόνου μᾶς μιλοῦσε γιά
τόν Ἅγιο Γερβάσιο καί τόν Ἅγιο Λουκιανό τῶν ὁποίων ἑορταζόταν ἡ μνήνη τίς ἡμέρες
ἐκεῖνες. Ἀλησμόνητο θά παραμείνει τό γεγονός ὅτι μετά ἀπό ἔντονο πόνο, λόγω τῆς
ἀσθένειάς του, ἕνα πρωινό μᾶς εἶπε ὅτι ἔγινε θαῦμα καί δέν θά πονάει πλέον,
κάτι τό ὁποῖο διαπίστωσαν καί ἐπιβεβαίωσαν οἱ θεράποντες ἰατροί του. Ἦταν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος
πού κέντρο ἀνιδιοτελές τῆς ζωῆς του ἦταν ἡ Ἐκκλησία, ὄχι μόνο ὡς τοπική, ἀλλά ὡς
οἰκουμενική. Ἡ ἴδια ἀγωνία, ἔγνοια, ἀγάπη καί φροντίδα, τήν ὁποία εἶχε γιά τήν Ἀρχιεπισκοπική
περιφέρεια, ἐπεκτεινόταν πρός ὅλες τίς Ἀρχιερατικές Ἐπαρχίες τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Κύπρου, ἀλλά καί πρός ὅλες τίς κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, γιά τίς ὁποῖες
φρόντιζε γιά τήν οἰκονομική καί πνευματική τους στήριξη. Χαρακτηριστικό
παράδειγμα ἡ θυσιαστική του ἐπίσκεψη στήν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιόχειας, στήν
Δαμασκό, ἐν μέσω τοῦ πολέμου, γιά νά παρηγορήσει καί ἐνισχύσει τόν Πατριάρχη
καί τό ποίμνιό του, στήν δύσκολη κατάσταση τήν ὁποία εὑρίσκονταν. Θά μπορούσαμε
νά ἰσχυριστοῦμε μετά βεβαιότητας ὅτι ἦταν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τῶν πτωχῶν, τῶν ἀσθενῶν,
τῶν πονεμένων, τῶν νέων, τοῦ ἀνθρώπου γενικά. Ἧταν, τέλος, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος
Πατέρας, πού φρόντιζε γιά ὄλους καί γιά ὅλα, ἀνοίγοντας τήν ἁπλή καί
καταδεκτική καρδιά του πρός τόν καθένα πού τόν πλησίαζε. Ἀγαποῦσε τήν πατρίδα
μας καί ἀγωνιζόταν γιά αὐτή ἔχοντας μονίμως τήν ἀγωνία γιά τήν ἐθνική μας ἐλευθερία
καί ἐπιβίωση. Αἰωνία του ἡ μνήνη.
Ἀναλαμβάνοντας τά ἠνία,
Μακαριώτατε Δέσποτα, τῆς καθοδήγησης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου ἀπό αὐτόν τόν Ἀρχιεπίσκοπο
καί ἀναλογιζόμενος τίς πνευματικές περγαμηνές τῶν προκατόχων σας, εἴμαστε
βέβαιοι ὅτι ἀντιλαμβάνεστε πλήρως τίς προσδοκίες καί ἀνησυχίες τόσο τοῦ κλήρου,
ὅσο καί τοῦ λαοῦ τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλά αἰσθάνεσθε ὅτι καί τά βλέμματα τῆς
Πανορόθοξης Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἔθνους εἶναι σήμερα στραμμένα πρός τό πρόσωπό σας
καί διά τοῦ προσώπου σας στήν μαρτυρική καί ἀποστολική Ἐκκλησία τῆς Κύπρου.
Ἔχουμε τήν βεβαιότητα καί σιγουριά
ὅτι ἡ συνεργασία σας ἐπί πολλῶν ἐτῶν μέ τόν μακαριστό Ἀρχιεπίσκοπό μας, ἡ
μακροχρόνια ἀρχιερατική σας διακονία, ἡ ἐνασχόλησή σας μέ τά πανορθόδοξα
ζητήματα, ἡ πνευματική καί λειτουργική σας παιδεία ἀπό τήν παιδική σας ἡλικία, ἀφοῦ
ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ σᾶς ἀξίωσε νά μεγαλώσετε μέσα σέ εὐσεβή ἱερατική οἰκογένεια,
ἡ ἀγάπη σας πρός τήν Ἐκκλησία καί τήν Πατρίδα, ἡ ὁποία εἶναι φανερή καί
προσδιορισμένη ἀπό τούς ἀγῶνες σας, ἡ ποιμαντική σας ἀγωνία καί ἐν γένει ἡ
θεολογική καί ἐπιστημονική σας μόρφωση θά σᾶς ὁδηγήσουν καί ἀναδείξουν ὄντως
Προκαθήμενο, ἀλλά καί Πατέρα γνήσιο καί ἐμπνευστή τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί ζωῆς,
ἀλλά καί τῶν δικαίων τοῦ λαοῦ μας.
Ὡς ἐκ τούτου θεωροῦμε ὅτι θά ἦταν
ἄτοπο καί ὑπερβολικό νά σᾶς ὑποδείξουμε τό ποιμαντικό, λειτουργικό, κατηχητικό,
φιλανθρωπικό, ἔθνικο ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο μετά βεβαιότητος αἰσθανόμαστε
ὅτι καί γνωρίζετε καί τήν διάθεση ἔχετε νά ἐπιτελέσετε κατά τήν Ἀρχιερατία σας,
ὡς Προκαθήμενος τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅμως, ἐπιτρέψετέ μου, ὡς εἶδος ὑπόμνησης,
κατά τήν εὔσημον αὐτή ἡμέρα, διότι εἶμαι βέβαιος ὅτι καί τό γνωρίζετε καί τό ἀντιλαμβάνεστε,
νά ἀναφερθῶ σ᾽ ἕνα πολύ ζωτικό γιά τήν καθόλου Ἐκκλησία ζήτημα, τό ὁποῖο εἶναι
αὐτή τούτη ἡ φύση καί ἡ οὐσίας της. Ἀναφέρομαι στήν μυστηριακή – εὐχαριστιακή ἑνότητα.
Εἶναι καίριο τό θέμα αὐτό, τόσο γιά τήν ἐσωτερική ζωή τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας,
ὅσο καί τῆς σχέσης μας μέ τίς ἄλλες κατά τόπους ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ἀφοῦ ὅλοι
μαζί ἀποτελοῦμε τό ἕνα καί μοναδικό Σῶμα τῆς ἐν Χριστῷ καθολικῆς ἀνά τήν οἰκουμένη
Ἐκκλησίας. Εἶναι δέ γνωστό ὅτι στό ζήτημα αὐτό τῆς ἑνότητας διερχόμαστε μία
κρίση, ἀφ᾽ ἑνός γιατί τό ἀντιμετωπίζουμε θεωρητικά καί ἐπιφανειακά μέσα ἀπό τήν
ἐφήμερη ἐπικοινωνία, ἐνδεχομένως παραβλέποντας ὅτι τῆς ἐπικοινωνίας προηγεῖται ἡ
κοινωνία καί ἀφ᾽ ἑτέρου διότι σήμερα γιά λόγους διεκδικητικούς καί κανονικούς,
πού θεωροῦνται ἐνδεχομένως ὑπέρτεροι, παραθεωρεῖται ἡ εὐχαριστιακή κοινωνία
μεταξύ ὁρισμένων κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, δηλαδή ἔχει ἐπέλθει ἡ
μυστηριακή διάσπαση τῆς ἑνότητας μεταξύ τῶν ἐπισκόπων καί κατ᾽ ἐπέκταση τῶν πιστῶν
καί τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ μέριμνα, ἀγωνία καί συμβολή
στήν διατήρηση τῆς εὐχαριστιακῆς ἑνότητας, ἑνός Προκαθημένου εἶναι ἐκ τῶν οὔκ ἄνευ,
καθότι πρωτίστως εἶναι προϊστάμενος τῆς εὐχαριστιακῆς κοινωνίας καί ἑνότητας
καί δευτερευόντως διοικητικά καί ποιμαντικά.
Ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν ἀποκαλύπτεπται
στήν μυστηριακή ζωή τους καί ὅλως ἰδαιτέρως στήν Εὐχαριστιακή Σύναξη, ὅπου ἐκεῖ
πιστοποιεῖται ἡ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ διά τῆς μετοχῆς στό κυριακόν δεῖπνο
(στίχος 20). Εἶναι πολύ σημαντική ἡ παρατήρηση τοῦ Ἀποστόλου Παῦλου ὅτι «συνερχομένων
ἐπί τό αὐτό ἐν ἐκκλησίᾳ» (στήν εὐχαριστιακή σύναξη) «ἀκούω ἐν ὑμῖν
σχίσματα ὑπάρχει» (στίχος 18,20). Ὁπότε ἡ μή συνειδητοποίηση καί μέ
καθαρότητα συμμετοχή στήν εὐχαριστιακή σύναξη, «ἐν ἐκκλησίᾳ στό κυριακόν δεῖπνο»,
σημαίνει καταφρόνηση τῆς ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ (στίχος 22), ἡ ὁποία ἐπιφέρει
διαιρέσεις (αἱρέσεις) καί σχίσματα (στίχοι 18, 19).[1]
Τήν ἔννοια αὐτή τῆς διαφύλαξης τῆς
ἑνότητας ἀπό σχίσματα καί διαιρέσεις, στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, συναντοῦμε
καί στήν καθαρά πρώιμη ζωή τῶν πιστῶν. Στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων παρατηροῦμε
τά ἑξῆς σημαντικά στοιχεῖα: Οἱ πιστεύοντες «ἦσαν ἐπί τό αὐτό καί εἶχον ἅπαντα
κοινά», «κλῶντές τε κατ᾽ οἶκον[2] ἄρτον», «ἐν ἀγαλλιάσει καί
ἀφελότητι καρδίας», μέ τήν διευκρινιστική προσθήκη τοῦ συγγραφέως ὅτι διά τῆς
βιώσεως τῆς ἑνότητας αὐτῆς, «ὁ Κύριος προσετίθετο τούς σωζομένους καθ᾽ ἡμέραν
τῇ Ἐκκλησία».[3] Συνεπῶς, ἡ ἑνότητα ἦταν βασική
προϋπόθεση ἐνσωματώσεως καί διατηρήσεως στήν ἐκκλησιαστική κοινότητα. Φυσικά θά
πρέπει νά τονίσουμε ὅτι ἡ ἔννοια τῆς ἑνότητας στήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἐκφραζόταν
στό πλαίσιο τῆς Εὐχαριστίας, ἐπεκτείνετο στήν πίστη, τό ἕνα πνεῦμα καί φρόνημα,
τήν ἀγάπη, τό Βάπτισμα, στόν ἕνα Κύριο.[4] Μέ ἄλλα λόγια στήν ὅλη ζωή τῆς Ἐκκλησίας.[5]
Θά μποροῦσε κανείς νά πεῖ ὅτι ἡ πορεία τῆς Ἐκκλησίας γιά διασφάλιση καί
διατήρηση τῆς ἑνότητάς της ἔχει δύο βασικές ὄψεις. Ἡ μία ἀφορᾶ τό ἰδεῶδες τῆς
διδασκαλίας της, τό ὁποῖο ἑδραιώνεται πάνω στήν ἀρχαία παράδοση (Ἀποστολική,
Πατερική)[6] καί ἡ δεύτερη πάνω στήν μυστηριακή
ζωή καί βίωμα, καί ὅλως ἰδιαιτέρως στά μυστήρια τοῦ Βαπτίσματος καί τῆς Θείας Εὐχαριστίας.[7] Τέτοια εἶναι ἡ σύνδεση καί ἐμμονή
πάνω σέ αὐτές τίς δύο ὄψεις, ὥστε αὐτά νά καταστοῦν, θά λέγαμε, τά βασικά
κριτήρια τοῦ προσδιορισμοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας.[8]
Ἡ Ἐκκλησία ἔχοντας μονίμως στραμμένο τό βλέμμα στήν ἀρχαία Ἐκκλησία[9] δέν ἔπαψε ποτέ νά ἔχει τήν συνείδηση
ὅτι εἶναι ἡ μία, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία κατά τήν οἰκουμένη. Ἡ
πεποίθηση αὐτή τήν προσανατόλιζε στήν ἀγωνιώδη προσπάθεια νά διασώσει τήν ἑνότητα
ἀπό τήν ρήξη, τήν διχογνωμία, τήν ἀλλοίωση τῆς καθολικῆς πίστεως καί νά ἐπανορθώσει
τήν κοινωνία, ἡ ὁποία ἔπρεπε νά ἑδράζεται πάνω στήν πίστη καί νά ἐπισφραγίζεται
μέ τήν Εὐχαριστιακή κοινωνία.[10]
Ἡ Ἐκκλησία κατανοεῖται καί ἐκφράζεται «ὡς τό τῆς κοινῆς οἰκουμένης σῶμα»
καί οἱ ἐπίσκοποι «ὥσπερ τινάς ἀρχηγούς τῆς τῶν ἐθνῶν σωτηρίας».[11] Ἔτσι, κυρίως στήν καθ᾽ἡμᾶς Ἀνατολή,
ἐπικρατεῖ πολύ ἔντονα ἡ ἰδέα καί τό βίωμα, μεταξύ τῶν ὀρθοδόξων, τῆς ἑνότητας τῆς
Ἐκκλησίας ὡς ἑνός οἰκουμενικοῦ σώματος. Ἡ μοναδικότητα τῆς ἀλήθειας καί ζωῆς τῆς
Ἐκκλησίας ἦταν ταυτόσημη μέ τή μοναδικότητα τῆς οἰκουμενικῆς χριστιανοσύνης. Γι᾽
αὐτό καί τά δογματικά, κανονικά, σχισματικά προβλήματα, λαμβάνουν οἰκουμενική
διάσταση καί ἀντιμετωπίζονται οἰκουμενικά.[12] Χαρακτηριστικό παράδειγμα οἱ ἀποφάσεις
τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί οἱ ἀναφορές γιά μία οἰκουμενική ἀντιμετώπιση τοῦ
θέματος τῆς αἵρεσης καί τοῦ σχίσματος, ἀλλά καί τῶν ἐκφραστῶν τους.
Στόχος τῆς οἰκουμενικῆς συνεργασίας (συνοδικότητας) στά ὅρια τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας
εἶναι ἡ κοινή καθοδήγηση, ἡ ἑρμηνεία τῆς ἀλήθειας καί ὁ καθορισμός τῶν ὁρίων τῆς
μίας κατά τήν Οἰκουμένη Ἐκκλησίας γιά νά φθάσουν οἱ πιστοί στήν μυστηριακή
κοινωνία.[13] Ἔτσι σκοπός τῆς συνοδικότητας σέ
τοπικό καί οἰκουμενικό ἐπίπεδο εἶναι νά θεραπευθοῦν ἀπό τήν Ἐκκλησία οἱ αἱρέσεις
καί τά σχίσματα μέσα ἀπό τήν οἰκουμενική συμφωνία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καί τόν
θεμέλιο λίθο τῆς ἑνότητας.[14]
Ἡ Ἐκκλησία ζώντας μέσα σ᾽ ἕνα κόσμο διηρημένο κοινωνικά, πολιτικά καί κυρίως
πνευματικά καλεῖται νά ἐκφράσει τήν ἑνότητα, ὡς οὐσιώδη κατάσταση τῆς ὕπαρξής
της καί μάλιστα ὄχι ἑνότητα ἀτόμων, ἤ τύπου συνομοσπονδιακῶν σωματειῶν, ἀλλά ἐκκλησιαστικῶν
κοινοτήτων καί αὐτή σέ οἰκουμενικό ἐπίπεδο,[15] ἔστω καί ἄν εἶναι διεσπαρμένη κατά
τήν οἰκουμένη.[16] Τό βάρος αὐτό ἐπωμίζονται οἱ ἐπίσκοποι
καί κυρίως οἱ Προκαθήμενοι τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μέ τίς ἐκκλησιαστικές
τους κοινότητες καί κάτω ἀπό τό βάρος τῆς διδακτικῆς αὐθεντίας, τῆς ἀποστολικῆς
διαδοχῆς καί τῆς εὐθύνης τῆς διαφύλαξης τῆς ἀρχαίας παράδοσης μέσα στά νέα
δεδομένα.[17] Κατ᾽ αὐτό τόν τρόπο ἡ κύρια
δραστηριότητα τῶν ἐπισκόπων, καί ὅλως ἰδιαιτέρως τῶν Προκαθημένων ἐπικεντρώνεται
στήν διοίκηση, τήν διδασκαλία καί τήν διασφάλιση τῆς εἰρήνης ἀνάμεσα στό ποίμνιό
τους καί κατ᾽ ἐπέκταση στό καθολικό σῶμα τῆς ὅλης Ἐκκλησίας.[18]
Ὁ κάθε ἐπίσκοπος, ὡς προεστώς τῆς κοινότητάς του, καί φορέας τῆς Ἀποστολικῆς
διαδοχῆς καί διδασκαλίας ἐμφανίζεται καί νοεῖται ὡς ὁ αὐθεντικός φορέας τῆς
μίας καί γνήσιας ἀρχαίας παράδοσης.[19] Ὁ ἐπίσκοπος στήν κοινότητά του ἀποτελεῖ
τήν χαρισματική προσωπικότητα, ἡ ὁποία διασφαλίζει τήν ἑνότητα καί ἀδιάκοπη
συνέχεια, διά τῆς χειροτονίας του, τῆς πιστοποίησης τοῦ δόγματος τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας,
τῆς Εὐχαριστιακῆς κοινωνίας, ἀνάμεσα στά μέλη τῆς τοπικῆς κοινότητας.[20] Ἡ αὐθεντία καί ἡ ἑνότητα δέν εἶναι
θείῳ δικαίῳ στό πρόσωπο, ἀλλά στό καθόλου σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό τόν ἕνα ἐπίσκοπο,
ὡς προεστῶτες τῆς Θείας Εὐχαριστίας σέ τοπικό ἐπίπεδο καί στήν σύνοδο τῶν ἐπισκόπων
ἐκπροσωπούντων τήν «μίαν ἐκκλησίαν, διασκορπισμένην εἰς ὅλον τόν κόσμον»[21] ὡς κατά τόπους Ἐκκλησίες, σέ οἰκουμενικό
ἐπίπεδο.[22]
Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας θεωρήθηκε ἐξ᾽ἀρχῆς καί πάνω ἀπό ὅλα ὡς ἑνότητα στό
πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου καθίσταται κέντρο τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Χριστολογική αὐτή προσέγγιση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας συνδέθηκε ἀμέσως μέ
τήν μυστηριακή ἑνότητα, ὡς συσσωμάτωση τῶν πιστῶν στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, γι᾽ αὐτό
καί ἐξ᾽ ἀρχῆς λαμβάνει οὐσιώδη σημασία ἡ μυστηριακή ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, καί ὅλως
ἰδιαιτέρως διά τῶν μυστηρίων τοῦ Βαπτίσματος καί τῆς Θείας Εὐχαριστίας.[23]
Ἡ ἔννοια τῆς ἑνότητας τῶν πολλῶν σ᾽ ἕνα σῶμα, ὄχι ὡς ἕνα εἶδος σωματείου κάτω ἀπό
μία ἰδεολογία καί ἰδεοκρατία, ἀλλά ὡς μία μυστηριακή ἑνότητα μέ τό πρόσωπο τοῦ
Χριστοῦ, εἶναι κυρίαρχο στοιχεῖο στήν θεολογία τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν. Στήν Α´
πρός Κορινθίους ἐπιστολή του μιλώντας γιά τά πνευματικά χαρίσματα, πού εἶναι
καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διευκρινίζει, ὅτι ἡ πνευματική ἑνότητα μεταξύ τῶν
πιστῶν ἑδράζεται στό γεγονός ὅτι «νῦν δέ (μετά τήν εἰς Χριστόν
μυστηριακή ἐνσωμάτωση) πολλά μέν μέλη, ἕν δέ σῶμα … Ὑμεῖς δέ ἐστε σῶμα
Χριστοῦ καί μέλη ἐκ μέρους». Σημαντική εἶναι καί ἡ θέση τοῦ Ἀποστόλου ὅτι ὅλους,
ἀνεξαρτήτως τῶν χαρισμάτων ἤ τῆς θέσεως πού ἔχουν, ὁ Θεός «ἔθετο ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ»,
ἄρα καταργεῖται κάθε ἔννοια καί προσπάθεια αὐτονομίας.[24] Στήν δέ κατ᾽ ἐξοχήν ἐκκλησιολογική
του ἐπιστολή πρός Ἐφεσίους συνδέει «τό πλήρωμα» τῆς Ἐκκλησίας, ὡς
σώματος Χριστοῦ, μέ τήν μυστηριακή κοινωνία, ἀφοῦ, ἡ Ἐκκλησία, «ἤτις ἐστί τό
σῶμα αὐτοῦ» (τοῦ Χριστοῦ) εἶναι «τό πλήρωμα τοῦ πάντα ἐν πᾶσι
πληρωμένου».[25]
Γι᾽ αὐτό «οὐδενί γάρ μέσῳ διείργεται ἡ κεφαλή, καί τό σῶμα· εἰ γάρ
διείργετο, οὐκ ἄν εἴη σῶμα, οὐκ ἄν εἴη κεφαλή». Ἡ κεφαλή πληροῦται ἀπό τό σῶμα
καί τό σῶμα ἀπό τήν κεφαλή. Μέ τήν ἔννοια αὐτή «τό πλήρωμα τοῦ Χριστοῦ ἡ Ἐκκλησία»,
«ἥτις ἐστι τό σῶμα αὐτοῦ», συνίσταται ἀπό πάντων τῶν μερῶν της καί ἔχει ἀνάγκη
τήν παρουσία τοῦ καθενός ἀπό αὐτά ἐντός τοῦ σώματός της, καθότι «διά
πάντων πληροῦται τό σῶμα αὐτοῦ (τοῦ Χριστοῦ). Τότε πληροῦται ἡ
κεφαλή, τότε τέλειον σῶμα γίνεται, ὅταν ὁμοῦ πάντες ὦμεν συνημμένοι καί
συγκεκολλημένοι».[26]
Τό ἔργο αὐτό διαβιβάζεται διά τῶν
ἀποστόλων στούς προφῆτες, εὐαγγελιστές, ποιμένες καί διδασκάλους[27] γιά νά ἐξασφαλίζεται ἡ ἀπρόσκοπτη
συνέχεια τῆς διδακτικῆς καί μυστηριακῆς ἑνότητας. Ἐάν ἡ οὐσία τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας
ἐξ᾽ ἀρχῆς εἶναι ἡ ἑνότητα ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ στήν πίστη καί ἐν τῇ Εὐχαριστία, τότε
τό σχίσμα ἔχει καί δογματική σημασία, ἀφοῦ διασπᾶ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας,
κάτι τό ὁποῖο ὑπαινίσσεται καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος στήν ἑρμηνεία του στό Α´
Κορινθίους ια´, 18-19: «… συμμορίας ποιησάμενοι καθ᾽ ἑαυτούς καί
αὐτοχειροτόνητοι γενόμενοί τινες, προειστήκεσαν τοῦ πλήθους, καί οἱ μέν
τούτοις, οἱ δέ ἐκείνοις ἑαυτούς προσένεμον, τοῖς μέν ὡς πλουσίοις, τοῖς δέ ὡς
σοφοῖς καί πλέον τι δυναμένοις διδάσκειν … Καί ἦν τοῦτο οὐ μικρόν, ἀλλά πάντων ὀλεθριώτερον,
τό διεσπάσθαι τήν Ἐκκλησίαν».[28]
Ἔτσι ἀπό τούς πρώτους ἀποστολικούς χρόνους ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἑδραιώνεται
στό Βάπτισμα, τήν Εὐχαριστία, τήν πίστη, τήν ἀγάπη καί τόν ἁγιασμό.[29] Ἐκφραστές τῆς μυστηριακῆς καί
πρακτικῆς ἑνότητας μέσα στήν ἀρχική πορεία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι οἱ Ἀπόστολοι καί
οἱ ἀμέσως διάδοχοι τους ἐπίσκοποι.[30] Ἡ πίστη καί ἡ μυστηριακή πράξη ὡς
πραγματικό γεγονός δέν εἶναι ἕνα ἀτομικό πρᾶγμα, ἀλλά κοινωνία ὅλων τῶν πιστῶν,
οἱ ὁποῖοι συνδέονται μέ τήν ἀποστολική διαδοχή μέσῳ τῶν ἐπισκόπων, ὡς
προεστώτων τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως, κάτι τό ὁποῖο ἀναδεικνύει στήν πράξη καί
τήν κανονική ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.[31]
Σύμφωνα μέ τόν Μητροπολίτη Περγάμου Ἰωάννη Ζηζιούλα, «ὁ ἐπίσκοπος ὡς συνδεόμενος
ἀμέσως μέ τήν Θ. Εὐχαριστίαν ἐκπροσωπεῖ τήν τοπικήν Ἐκκλησίαν, καθ᾽ ὅν τρόπον ὁ
ὅλος Χριστός ἐκπροσωπεῖ τήν καθόλου ἤ καθολικήν Ἐκκλησίαν…. Ἡ παρουσία
της (σημ. τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας) εἰς τήν Ἱστορίαν ἀκολουθεῖ
τήν γραμμήν, τήν ὁποίαν ἐν θαυμαστῇ συντομίᾳ καί περιεκτικότητι μᾶς παρουσιάζει
ὁ Ἰγνάτιος, καί ἡ ὁποία παραδόξως παραβλέπεται ὑπό τῆς ἐρεύνης: μία Ἐκκλησία,
μία Εὐχαριστία, μία σάρξ καί ἕν ποτήριον, ἕν θυσιαστήριον, εἷς ἐπίσκοπος ἅμα τῷ
πρεσβυτερίῳ καί τοῖς διακόνοις».[32] Ἡ διαφοροποίηση ἀπό αὐτή τήν ἐκκλησιολογική
ἀρχή ἐπιφέρει τήν διάσπαση τῆς καθολικότητας καί ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας.
Περαίνοντες τήν προσαγόρευσή μας αὐτή Μακαριώτατε, στρέφομεν τόν νοῦν καί τήν
καρδίαν μας προσευχητικά πρός τόν Κύριον καί Ἀρχιποιμένα τῆς Ἐκκλησίας μας
Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν καί Σωτῆρα τοῦ Σώματός της καί δεόμεθα καί παρακαλοῦμεν Αὐτόν,
διά τῶν πρεσβειῶν πάντων τῶν ἐν Κύπρῳ διαλαμψάντων Ἁγίων:
«Πανάγαθε Κύριε στέρεωσον τόν νέο ἡμῶν Προκαθήμενον ἐν τῇ πίστει τῆς ἀληθείας
σου, κόσμησον αὐτόν διά τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Παναγίου σου Πνεύματος καί τῆς καθόλου
ἀρετῆς, ἀνάδειξον αὐτόν Πατέρα γνήσιον καί κατάστησον αὐτόν καταφυγήν καί
παρηγορίαν τῶν πιστῶν, τῶν προσφευγόντων τῇ θείᾳ σου ἀγάπῃ καί φιλανθρωπίᾳ, ἐνίσχυσον
αὐτόν καί ἐνδυνάμωσον διά τῆς θείας σου χάριτος, ἐν ὑγείᾳ καί μακροημέρευσιν, ὑπομονῇ
ἐν ταῖς δοκιμασίαις καί θλιψεσιν, ἐπιτελῶν τά ἔργα αὐτοῦ πρός πνευματικήν οἰκοδομήν
τοῦ ποιμνίου τῆς Ἐκκλησίας, διατηρῶν ἐν αὐτῇ τήν μυστηριακήν καί εὐχαριστιακήν ἑνότητα,
συνεργαζόμενος καί συμπορευόμενος ἐν εἰρήνῃ καί ἀγάπῃ μετά τῶν ἁγίων Ἀρχιερέων
καί Ἀρχόντων τῆς Πατρίδος ἡμῶν, διαπορευόμενος ἐν ὁμονοίᾳ καί ἑνότητι
πνευματική ἄχρι τέλους τήν Ἀρχιεπισκοπικήν αὐτοῦ διακονίαν, προσβλέπων αὐτός τε
καί ἡμεῖς τήν μακαρίαν δόξαν τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, ἦν παρέχῃ τοῖς ἀγαπῶσιν τήν ἐπιφάνειαν
Αὐτοῦ, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰῶνων». Ἀμήν.
Εἰς πολλά ἔτη Δέσποτα καί πνευματικά καρποφορά. Ὡς εὖ παρέστειτε στήν καθ᾽ ἡμᾶς
Ἱεράν Ἀρχιεπισκοπήν Κύπρου.
[1] Α´ Κορ. α´, 16-29. Ὁ Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος, ὀρθά παρατηρεῖ ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, στό χωρίο Α´ Κορινθίους α´, 18,19, «ἄν καί διαστέλλει τήν Ἐκκλησία ἀπό τά σχίσματα καί τίς αἱρέσεις, ἐντούτοις τονίζει ὅτι ἡ ὕπαρξή τους, ὑπό ὁποιαδήποτε μορφή διαφοροποίησης καί ἄν ἐκφράζεται δέν συνεπάγεται καί τήν ἀλλοίωση τῆς πραγματικῆς ἔννοιας τῆς Ἐκκλησίας, ἔστω καί ἄν δοκιμάζεται προσωρινά ἡ ἑνότητά της». Βλ. Μητροπολίτου Μεσσηνίας Χρυσόστομου Σαββάτου, «Ἡ περί ἑνότητας καί καθολικότητας τῆς Ἐκκλησίας διδασκαλία τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου μέ βάση τήν Παύλεια Ἐκκλησιολογία καί ἡ Οἰκουμενική σημασία της», Ἀνάτυπο ἀπό τόν Τόμο Πρακτικά Διεθνοῦς Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου, «Ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο στόν Ἱερό Χρυσόστομο», Βέροια 2007, σελ. 247.
[2] Ὁ Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης ἐξηγεῖ ὅτι στήν Καινή Διαθήκη ἡ ἀναφορά στήν «κατ᾽ οἶκον» σύναξη ἀναφέρεται στήν σύναξη τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τῶν πιστῶν, σέ συγκεκριμμένο χώρο, πρός τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας, καί ὄχι ἁπλῶς ἡ μία συγκεκριμμένη οἰκογένεια, ἡ ὁποία ζεῖ κατά Χριστό. Βλ. Μητροπολίτου Περγάμου Ἰωάννη Ζηζιούλα, Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ Θείᾳ Εὐχαριστίᾳ καί τῷ Ἐπισκόπῳ κατά τούς τρεῖς πρώτους αἰῶνας, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 20093, σελ. 33 καί 64 καί ἑξῆς.
[3] Πράξ. β´, 44-57.
[4] Ἐφεσ. δ´, 4-6 καί 13, 16. Πρβλ. Ρωμ. ιβ´,16∙ ιε´, 5. Β´ Κορ. ιγ´, 11. Φιλ. β´, 2. δ´, 2. Ἰωάν. ιγ´, 35. Β´ Κορ. ε´, 14. Ἐπίσης ἐνδεικτική εἶναι καί ἡ ἀναφορά τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὅτι ὅσοι ἀναγεννήθηκαν ἐν Χριστῷ «εἶναι ἐρριζωμἐνοι καί ἐπικοδομούμενοι ἐν αὐτῷ» (Κολ. β´, 7) καθότι «ἐν ἑνί Πνεύματι ἡμεῖς πάντες εἰς ἕν σῶμα ἐβαπτίσθημεν» (Β´ Κορ. ιβ´, 13).
[5] Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Τό Σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, ὅ.π., σελ 51 καί ἑξῆς. Ἰωάννη Ι. Πέτρου, Ἡ ἑνότητα καί διάσπαση τῆς κοινωνίας τῶν πιστῶν κατά τόν Μέγα Βασίλειο, μέρος Α´, Τά θεμέλια τῆς ἑνότητας, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 19 καί ἑξῆς.
[6] Νικολάου Α. Ματσούκα, Γένεσις καί οὐσία τοῦ Ὀρθοδόξου Δόγματος, (Ἀνάλεκτα Βλατάδων 2), ἐκδ. Πατριαρχικόν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1969, σελ. 90 καί ἑξῆς.
[7] Μητροπολίτου Περγάμου Ἰωάννου Ζηζιούλα, Ἔργα Α´, Ἐκκλησιολογικά μελετήματα, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 2016, σελ. 152 καί ἑξῆς.
[8] Ἰωάννου Ζηζιούλα, Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας, ὅ.π., σελ. 117.
[9] Πρβλ. Νικολάου Ματσούκα, Γένεσις καί οὐσία τοῦ Ὀρθοδόξου Δόγματος, ὅ.π. Ἡ ἀρχαιότητα τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας κατοχυρώνεται ὡς αὐθεντική στήν κατ᾽ ἐπανάληψη ἀδιαίρετη συνέχεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς (Παράδοση).
[10] Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, I, 7.13, σελ. 15-16 [= PG 67, 57D]: «δύναται γάρ καί τό τῆς συνόδου τιμίον ὑμῖν ἀκέραιον σῴζεσθαι καί μία καί ἡ αὐτὴ κατὰ πάντων κοινωνία τηρεῖσθαι». Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Τό Σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, ὅ.π., σελ. ?: «Ἡ εὐχαριστία εἶναι τό μυστικόν κέντρον καί ἡ πνευματική πηγή τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς καθολικῆς ἑνότητός της».
[11] Εὐσεβίου Καισαρείας, Εἰς τὸν βίον Κωνσταντίνου βασιλέως, ΙΙ, 65 καί ΙΙ, 67, ἔκδ. Friedhelm Winkelmann, Eusebius Werke, Band 1/Teil 1, Über das Leben des Kaisers Konstantin, (Griechischen christlichen Schriftsteller der ersten drei Jahrhunderte), ἐκδ. Walter De Gruyter, Berlin – New York 2008, σελ. 74.
[12] Ἰωάννου Ζηζιούλα, Ἔργα Α´, Ἐκκλησιολογικά Μελετήματα, ὅ.π., σελ. 651 καί ἑξῆς. Παρουσιάζει μέσα ἀπό τίς πηγές τήν ἐξέλιξη τῆς συνοδικότητας τῆς Ἐκκλησίας, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τίς τοπικές ἐκκλησιαστικές κοινότητες τῆς ἀποστολικῆς καί ἀρχαίας Ἐκκλησίας, στήν μετάβαση τῶν ἐπαρχιακῶν καί τοπικῶν Συνόδων τῶν ἐπισκόπων, γιά νά καταλήξει ὅτι καί στήν Ἀνατολή, «ἄρχισε νά ἐπικρατεῖ τόν 4ο αἰῶνα ἡ ἰδέα τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἑνός οἰκουμενικοῦ σώματος, ἀφοῦ ἡ ἰδέα τῆς μοναδικότητάς της ἦταν παράλληλη, ἤ πολλές φορές ταυτόσημη, μέ τή μοναδικότητα τῆς χριστιανικῆς “οἰκουμένης”. Ἀκριβῶς αὐτή ἡ ἰδέα βρίσκει ρητή διατύπωση τήν παραμονή τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στή συνοδική ἐπιστολή τῆς Ἀντιοχειανῆς Συνόδου τοῦ 325, ὅπου δηλώνεται ὅτι ἡ Καθολική Ἐκκλησία εἶναι ἕνα σῶμα σέ ὄλους τούς τόπους, μονολότι τά ἐνδιαιτήματα τῶν συνελεύσεών της μπορεῖ νά εἶναι πολλά» (σελ. 676).
[13] Ὅ.π., σελ. 680: «Φαίνεται νά ὑπάρχει μιά ἐγγενής σχέση ἀνάμεσα στή συνοδικότητα καί στή λειτουργική ζωή στήν ἀρχαία Ἐκκλησία … σκοπός της (τῆς συνοδικῆς συνεργασίας) ἐμφανίζεται νά εἶναι πάντοτε ἡ καθοδήγηση τῆς Ἐκκλησίας στή μυστηριακή ἑνότητα».
[14] Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Ι, 6.27, σελ. 10 [= PG 67, 52A].
[15] Ἰωάννου Ζηζιούλα, Ἔργα Α´, Ἐκκλησιολογικά Μελετήματα, ὅ.π., σελ. 570 καί ἑξῆς: «Ἐνῶ αὐτό ἀπέδειξε ὅτι τό λειτούργημα τοῦ ἐπισκόπου ἦταν οὐσιῶδες γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας στό τοπικό ἐπίπεδο, οἱ ἀνάγκες γιά μιά παρόμοια ἑνότητα στό παγκόσμιο ἐπίπεδο μποροῦσαν ν᾽ ἀντιμετωπιστοῦν μόνο μέσῳ τοῦ ἰδίου λειτουργήματος, ἄν ἔπρεπε νά ὑπάρχει πιστότητα στήν ἀρχική ἐπιλογή γιά τήν πληρότητα τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας … Αὐτό ἔκανε τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας μιά ἑνότητα κοινοτήτων καί ὄχι ἀτόμων, πράγμα πού θά συνέβαινε ἄν δέν ὑπῆρχε ἐπισκοπικό λειτούργημα, μέσῳ τοῦ ὁποίου οἱ χριστιανοί ὡς ἄτομα συνδέονται μέ τήν Ἐκκλησία μέσα στόν κόσμο». Πρβλ. καί Χρήστου Βούλγαρη, Ἡ ἑνότης τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὅ.π., σελ. 16, 17.
[16] Σωζομενοῦ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Ι, 21.4-5, ἔκδ. Joseph Bidez καί Günther Christian Hansen, Sozomenus. Kirchengeschichte, (Die griechischen christlichen Schriftsteller der ersten Jahrhunderte 4), ἐκδ. Walter De Gruyter, Berlin – New York 1995, σελ. 42-43 [= PG 67, 924ΑΒ]. Ὁ ἱστορικός Σωζομενός ἀναφερόμενος στίς ἀποφάσεις τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τή διασφάλισή τους ἀπό τόν Βασιλέα, ἀναφέρει ὅτι αὐτός ἔγραψε «τοῖς πανταχῇ ἐπισκόποις καί λαοῖς (δηλαδή στήν ἀνά τήν οἰκουμένη Καθολική Ἐκκλησία) νομοθετῶν…» καί λίγο παρά κάτω σημειώνει «… τῇ δέ Νικομηδέων Ἐκκλησίᾳ (δηλαδή στήν τοπική ἐκκλησιαστική κοινότητα καί ὄχι σέ μεμονωμένα πρόσωπα) ἔγραψεν, ἔχεσθαι τῆς πίστεως ἥν ἡ σύνοδος παρέδωκεν· ὀρθοδόξους δέ προβάλλεσθαι ἐπισκόπους καί τούτους, καί τούτοις (ὡς προεστῶτες τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας) πείθεσθαι».
[17] George Leonard Prestige, Fathers and Heretics, ἐκδ. Society for Promoting Christian Knowledge, London 1958, σελ. 12 καί ἑξῆς.
[18] Σωζομενοῦ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Ι, 23.1-5, σελ. 44-45 [= PG 67, 922ΒD]. Ἀναφερόμενος στό καθόλου ἔργο τῆς συνόδου τῆς Νικαίας παρατηρεῖ ὅτι, «ἡ δέ σύνοδος (τῶν ἐπισκόπων ὡς προεστώτων τῶν ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων τῆς ἀνά τήν οἰκουμένην Ἐκκλησίας) ἐπανορθῶσαι τόν βίον σπουδάζουσα τῶν περί τάς ἐκκλησίας διατριβόντων ἔθετο νόμους οὕς κανόνας ὀναμάζουσι … νόμους ἀνεγράψατο, καθ᾽ οὕς πολιτεύεσθαι προσήκει τά τῆς Ἐκκλησίας πράγματα». Ἀκόμα περιγράφει τά μετά τῆς ἀποδείξεως τῆς ἀθωότητας τοῦ Μ. Ἀθανασίου ἀπό τίς κατηγορίες τῶν ἀντιπάλων τῆς συνόδου τῆς Νικαίας, καί παρουσιάζει τόν Βασιλέα νά ὑπενθυμίζει στούς ἐπισκόπους πιό εἶναι τό καθ᾽ αὐτό ἔργο τους: «ἔχεσθε τῆς ἱερωσύνης ἐπιμελῶς, καί τῆς τοῦ λαοῦ εὐταξίας καί εὐσεβείας προνοεῖν», ΙΙ, 23.6, σελ. 81 [=PG 67, 996Α].
[19] Εὐσεβίου Καισαρείας, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, ΙV, 22.3, ἔκδ. Gustav Bardy, Eusèbe de Césarée, Histoire Ecclésiastique, Livres I-IV, (Sources Chrétiennes 31), ἐκδ. Les Éditions du Cerf, Paris 1952, σελ. 200. Ὁ ἐπίσκοπος ὡς αὐθεντικός φορέας τῆς καθόλου παραδόσεως τοποθετεῖται «ἐν ἑκάστῃ δὲ διαδοχῇ καί ἐν ἑκάστῃ πόλει οὔτως ἔχει ὡς ὁ νόμος κηρύσσει καί οἱ προφῆται καί ὁ Κύριος».
[20] Ἰωάννου Καρμίρη, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία, ὅ.π., σελ. 18 καί ἑξῆς.
[21] Εἰρηναίου, Ἔλεγχος, Ι, 10.1 PG 7, 549AB.
[22] Νικολάου Ματσούκα, Γένεσις καί ούσία τοῦ Ὀρθοδόξου Δόγματος, ὅ.π., σελ. 90: «Ἡ ἀλήθεια συνεπῶς περί τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς καί τοῦ κανόνος τῆς πίστεως δέν ἐξαντλεῖται εἴς τινα ἐξωτερικόν ὑλικόν σκελετόν, ἀλλά θεωρεῖται ὑπό διπλήν σημασίαν, ἥτοι ὡς αὐτό τοῦτο τό γεγονός τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας ἐνυλωμένον ἐντός τῶν μορφῶν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἐπαναλαμβανόμενον ἤ παραδιδόμενον, καί ὡς τό μετ᾽ αὐτοῦ ὀργανικῶς καί χαρισματικῶς συνδεδεμένον ἐκκλησιαστικόν σῶμα τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς».
[23] Χρήστου Βούλγαρη, Ἡ ἑνότης τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὅ.π., σελ. 409 καί ἑξῆς. Πέτρου Βασιλειάδη, «Αἱρέσεις ἤ θεολογικές τάσεις στόν ἀρχέγονο Χριστιανισμό», ὅ.π., σελ. 116. Συνοψίζοντας τίς θεολογικές τάσεις στήν πρώτη Ἐκκλησία παρατηρεῖ ὅτι τό ἐκκλησιολογικό ὑπόβαθρο τοῦ Εὐαγγελίου, «πού ἀπετέλεσε καί τόν πυρήνα τοῦ Συμβόλου τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, γίνεται αἰσθητό στίς ἐκφράσεις “ἐν Χριστῷ” καί “σῶμα Χριστοῦ” τοῦ Παύλου, ὁ ὁποῖος ὅπως εἶναι γνωστό ὑπῆρξε ὁ κατ᾽ ἐξοχήν ὑπέρμαχος τῆς περί Σταυροῦ καί Ἀναστάσεως χριστολογίας. Ἡ περί Ἐκκλησίας ὀρθόδοξη ἀντίληψη, πού πρῶτος ὁ Παῦλος ἐπεξεργάστηκε, ἀποτελεῖ ἐπιστέγασμα καί ἀναγκαῖο ἐπακόλουθο τῆς περί Σταυροῦ καί Ἀναστάσεως ἀρχέγονης χριστιανικῆς ὁμολογίας. Καί ἡ ὁμολογία αὐτή, πού ἐκφράζεται πολύ χαρακτηριστικά στό φιλολογικό εἶδος, “εὐαγγέλιο”, βοήθησε τή μεταγενέστερη ὀρθόδοξη χριστιανική φιλολογία νά διακηρύξει ἕνα πολύ βασικό στοιχεῖο: πώς ἡ χριστιανική πίστη εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μέ τήν ἱστορία, καί πώς τό βασικό της κριτήριο εἶναι ὁ ἱστορικός Ἰησοῦς». Περισσότερα γιά τό θέμα τῆς ἱστορικοδογματικῆς πορείας τοῦ σχίσματος στούς ἀποστολικούς χρόνους βλέπε Ἀρχιμ. Διονυσίου Χατζηαντωνίου, Ἔννοια καί περιεχόμενο τοῦ σχίσματος, ὅ.π., στό κεφάλαιο «Αἵρεση» καί «Σχίσμα» στήν Καινή Διαθήκη, σελ. 77-140. Νικολάου Ματσούκα, Ὀρθοδοξία καί αἵρεση, ὅ.π, στό κεφάλαιο «Ἀρχέγονη κοίτη τῆς Ἀλήθειας», σελ. 57 καί ἑξῆς.
[24] Α´ Κορ. ιβ´, 20-28. Πρβλ. Ἱερομ. Ἀθανασίου Γιέβτιτς, Ἡ ἐκκλησιολογία τοῦ Ἀποστόλου Παῦλου κατὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 1984, ὅπου σχολιάζει τόν λόγο τοῦ Ἀπ. Παῦλου στήν Α´ Κορινθίους γ´, 10-11 «θεμέλιον γάρ ἄλλον οὐδείς δύναται θεῖναι παρά τόν κείμενον, ὅς ἐστιν Ἰησοῦς Χριστός» καί σημειώνει ὅτι «ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν δέν τό ἔγραψε αὐτό μονάχα γιά τούς χριστιανούς τῆς Κορίνθου, πού εἶχαν σχίσματα ἀνάμεσά τους, ἀλλά γιά ὅλους τούς χριστιανούς ὅλων τῶν ἐποχῶν, καταδικάζοντας ἔτσι καί ὅλες τίς μελλοντικές αἱρέσεις καί τά σχίσματα».
[25] Ἐφεσ. α´, 23. Πρβλ. Ἱερομ. Ἀθανασίου Γιέβτιτς, Ἡ ἐκκλησιολογία τοῦ Ἀποστόλου Παῦλου, ὅ.π., σελ. 97 καί ἑξῆς.
[26] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα εἰς τήν πρός Ἐφεσίους, Γ´, β´, PG 62, 26.
[27] Α´ Κορ. ιβ´, 28.
[28] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὑπόθεσις τῆς Πρὸς Κορινθίους Πρώτης Ἐπιστολῆς, PG 61, 11. Ἀρκετοί ἑρμηνευτές, μελετητές καί σχολιαστές τοῦ σχετικοῦ χωρίου θεωροῦν ὅτι τά σχίσματα καί οἱ αἱρέσεις δέν ἔχουν δογματική ἔννοια, οὔτε πρόκειται περί ὁμάδων, ἀλλά γιά ἄτομα τά ὁποῖα προκαλοῦσαν διαιρέσεις στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἀπό φιλαρχία καί φιλονεικία. Πρβλ. Ἰωάννου Ζηζιούλα, Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας, ὅ.π., σελ. 121. Ἀρχιμ. Διονυσίου Χατζηαντωνίου, Ἔννοια καί περιεχόμενο τοῦ σχίσματος, ὅ.π., σελ. 112 καί ἑξῆς.
[29] Πρβλ. Ἐφεσ. δ´, 5, 13, 16. Ρωμ. ιβ´, 16· ιε´, 5. Β´ Κορ. ε´, 14· ιγ´, 11. Φιλ. β´, 2· δ´, 2. Ἰωάν. ιγ´, 35.
[32] Ἰωάννου Ζηζιούλα, Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας, ὅ.π., σελ. 98 καί ἑξῆς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου