Τι άλλο να τρυγήσεις πια από αυτά
τα ατέλειωτα, τα αιωνόβια σχεδόν, μάτια της σοφίας; Τι άλλο να σου δώσουν, τι
να σου σώσουν, με τι ήλιους να σε λούσουν τούτα τα αγέρωχα ασημόκουμπα;
Ποιες εικόνες, ποιες κρήνες να
συλήσεις; Ποια έγνοια τους να πρωτοθυμηθείς, ποια χαρά τους βουρκωμένη, ποια
πίκρα διπλωμένη στου μόχτου το κεφαλομάντηλο;
Κάθε πτυχή ζωής τους, κάθε
σταγόνα δάκρυ, κάθε ρανίδα ιδρώτα κι ένα αναστηλωμένο αγκωνάρι στο ακριβό το
σπιτικό του χρόνου.
Δυο μάτια βαθυστόχαστα και
στωικά, σαν του Ιώβ την πολυλάλητη αρετή. Ρωμαλέα, σαν Άτλαντας σε αρχαίο μύθο.
Ακρογωνιαίος λίθος από παλιό νταμάρι. Εκεί που πελεκάνε τη ζωή και τη φορτώνουν
στο βαθύλακκο της άξιας παλάμης.
Τόσος μόχθος, τόσος κόπος συσσωρευμένος σε δυο ατσάλινα κουμπιά, που λάμπουν στο σύγχρονο σκοτάδι.
Βουτιές ακμαίες σε μιαν άλλη εποχή που βάφτιζαν το κτήμα τους μισθό και την απαντοχή γεφύρι και πλούσιο βιός τους. Μάτια ατίθασα στα γινάτια των κατακλυσμών. Κάθε καρδιοχτύπι τους, κάθε χαράκι στην ψυχή τους, κάθε καημός και μια κορώνα ακριβή, κάθε νυχτέρι κάματου και μια άσκηση απαντοχής. Στις μπόρες στεγνό αλεξιβρόχιο, στις απανεμιές βάλσαμο και ηλιόψωμο θροφάρι.
Δυο μάτια μάνας ολόγιομης άνοιξης. Των ανθέων, των ωραίων και της γλυκιάς της ζέσης. Μάνας της γης, μάνας αφέντρας της ζωής. Μάτια ενός αιώνα θηριοδαμαστή, ενός καιρού πολύτροπου, ενός χρόνου μπεχλιβάνη. Δυο μάτια μάνας.
Καλλιόπη Ι. Δημητροπούλου
Πηγή: patrasnews
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου