Κυριακή του Ασώτου
Λόγος εις την παραβολήν περί του ασώτου
Του αγίου πατέρα μας Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
Α. Πάντοτε, αδελφοί μου,
οφείλουμε να αναγγέλουμε την φιλανθρωπία του Θεού από την οποία ζούμε και
κινούμεθα και υπάρχουμε. Αυτές τις μέρες χρειάζεται επιπλέον να κάνουμε κάτι
τέτοιο και για την ωφέλεια όλων μας αλλά και ως ευεργεσία αυτών που πρόκειται να
βαπτιστούν. Και αυτοί θα «ανατείλουν» από την κολυμβήθρα όπως κι εμείς, δι’
αυτής σωθήκαμε και σωζόμαστε. Η κολυμβήθρα μάς δόθηκε αντί άλλης κληρονομιάς
από τον Δημιουργό και Πατέρα μας Θεό.
Ας πούμε λοιπόν γι’ αυτήν όσα δίδαξε ο Φιλάνθρωπος Δεσπότης Χριστός ο Υιός του Φιλανθρώπου Πατρός, ο μόνος αξιόπιστος εξηγητής της κληρονομιάς του Πατέρα. Ας αναπτύξουμε όλη την περί του ασώτου παραβολή ώστε να μάθουμε εξ αυτής, πώς να προσεγγίζουμε τον απροσπέλαστο Θεό και να ζητάμε συγγνώμη των αμαρτημάτων μας.
Κάποιος άνθρωπος, λέει, είχε δύο
γυιούς. Μεταφορικώς μιλάει ο Σωτήρας Χριστός όχι δογματικώς, γι’αυτό μιλάει για
κάποιον άνθρωπο εννοώντας τον Πατέρα Του και περί των δούλων του Θεού σαν για
φυσικά τέκνα, προκειμένου να φανερώσει τη στοργή του Θεού για τους ανθρώπους.
Κάποιος άνθρωπος είχε δύο γυιούς. Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος; Ο Πατήρ των
οικτιρμών και Θεός πάσης παρακλήσεως. Ποιοι ήταν αυτοί οι δύο γιοί του; Οι
δίκαιοι και οι αμαρτωλοί! Οι τηρητές του θελήματός του και οι παραβάτες των
Δεσποτικών εντολών. Και είπε ο νεώτερος από αυτούς στον Πατέρα. Ποιος είναι
αυτός ο νεώτερος γυιός; Αυτός που είχε άστατα μυαλά και επιπόλαια άλλαζε
τοποθέτηση, αναλόγως του «αέρα». Η φύση τού έδωσε Πατέρα του αυτόν, που τον
έπλασε, και εκείνος κατά προαίρεση δεν τον ετίμησε. Πατέρα δος μου το μερίδιο
που μου ανήκει.
Σωστά ζήτησε από το Θεό, αυτά που
ανήκουν στον Θεό, αλλά με λάθος τρόπο «κατανάλωσε» όσα έλαβε. Και τους μοίρασε
την περιουσία ο Πατέρας. Τους έδωσε για δικό τους σπίτι όλον τον κόσμο. Τους
έδωσε ως κτίστης όλη την κτίση. Τους παρείχε σώματα και ψυχές λογικές ώστε με
τον λόγο οδηγούμενοι λογικά να μην κάνουν τίποτε παράλογο. Τους επέβαλε τον
νόμο του, τον φυσικό και τον γραπτό, σαν θείο παιδαγωγό ώστε παιδαγωγούμενοι
από αυτόν να τηρούν το θέλημα του νομοθέτου Θεού. Μετά από λίγες μέρες αφού
μάζεψε όλα τα δικά του ο νεώτερος υιός (πράττοντας σαν ανόητος νεαρός) έφυγε σε
μακρυνή χώρα. Εγκατέλειψε τον Θεό και φυσικά εγκατελείφθη από τον Θεό γιατί
βεβαίως κανέναν, που δεν το θέλει, δεν τον αναγκάζει να τον υπηρετεί. Ελεύθερη
απόφαση και αυτογνώμων και όχι αναγκασμός, είναι οι αρετές.
Εκεί διεσκόρπισε την περιουσία
του ζώντας άσωτα. «Εκεί» έχασε όλον τον πλούτο της ψυχής. «Εκεί» ευχαριστημένος
και προσπαθώντας να ευχαριστήσει άλλους, εναυάγησε. «Εκεί» διασκεδάζοντας και απατώμενος
έγινε φτωχός. «Εκεί» αγοράζοντας ψυχοφθόρες ηδονές και πουλώντας χαμόγελα,
δημιούργησε πολλές αιτίες δακρύων και τις μεν αρετές που είχε τις έχασε, τις
κακίες δε, που δεν είχε, τις απόκτησε. Δαπάνησε όλα όσα είχε (δεν μένει σ’
όσους ζουν ασώτως ο πλούτος της χάριτος) και τότε έγινε πείνα μεγάλη σ’
εκείνη τη χώρα. Όπου δεν καλλιεργείται το σιτάρι της σωφροσύνης, εκεί
υπάρχει μεγάλη πείνα. Όπου δεν φυτεύεται το αμπέλι της εγκρατείας, εκεί υπάρχει
μεγάλη πείνα. Όπου δεν στίβεται το σταφύλι της αγνότητας, εκεί υπάρχει μεγάλη
πείνα. Όπου δεν υπάρχει το ουράνιο κρασί, εκεί υπάρχει μεγάλη πείνα. Όπου τα
κακά είναι πολλά εκεί υπάρχει μεγάλη πείνα, όλων των αγαθών. Όπου πλεονάζουν οι
πονηρές πράξεις εκεί υπάρχει ανυπαρξία αρετών. Όπου δεν υπάρχει το λάδι της
φιλανθρωπίας, εκεί υπάρχει μεγάλη πείνα. Τότε και αυτός άρχισε να στερείται.
Δεν του είχε μείνει τίποτε παρά μόνο τα κακά της ασωτίας αφού με αυτά
ασχολείτο. Πήγε λοιπόν και έγινε δούλος σε έναν πολίτη της χώρας εκείνης.
Πολίτες της χώρας εκείνης ήταν οι δαίμονες, εκεί που αυτός ήταν μετανάστης. Και
τον έστειλε ο πολίτης εκείνης της χώρας στο χωράφι του να βόσκει χοίρους. Έτσι
τιμούν οι δαίμονες αυτούς που προσκολλώνται σ’ αυτούς και τους τιμούν! Με
τέτοιο τρόπο εκφράζουν την φιλία τους στους φίλους τους. Τέτοιες δωρεές
χαρίζουν σ’ όσους τους υπακούουν. Και επιθυμούσε να γεμίσει την κοιλιά του από
τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι. Τι είναι τα ξυλοκέρατα; Μια τροφή για ζώα
που έχει γεύση γλυκιά αλλά είναι ξερή και σκληρή τροφή. Έτσι είναι και η φύση της
αμαρτίας. Ευφραίνει για λίγο και ταλαιπωρεί για πολύ. Ευχαριστεί προσκαίρως και
βασανίζει αιωνίως. Όταν ήρθε στα συγκαλά του, τότε δηλαδή που θυμήθηκε την
ευτυχία του πατρικού σπιτιού και την εξ υστέρων αθλιότητα και κατάλαβε τι ήταν
κοντά στον πατέρα και τι κατάντησε κοντά στους δαίμονες, τότε είπε: Πόσοι
υπάλληλοι του πατέρα μου έχουν επαρκή και παραπανιστή τροφή και εγώ πεθαίνω της
πείνας; Πόσοι κατηχούμενοι τώρα γεύονται την τροφή των λόγων του Θεού ενώ εγώ
δεν μπορώ να έχω τίποτε από αυτά. Ω πόσων αγαθών στέρησα τον εαυτό μου. Ω σε
πόσα κακά έριξα τον εαυτό μου. Γιατί απομακρύνθηκα από εκείνη την ευτυχισμένη
ατμόσφαιρα;Γιατί διάλεξα αυτή την θανατηφόρο διαγωγή;
Έμαθα από αυτά που έπαθα να μην
εγκαταλείπω τον Θεό. Έμαθα να είμαι μαζί με Αυτόν που φυλάσσει όσους είναι
κοντά Του. Έμαθα να μην πείθομαι στις διδασκαλίες των δαιμόνων, που σπρώχνουν
σε κάθε ακάθαρτο και νεκρό. Τι λοιπόν; Θα σηκωθώ και θα επιστρέψω στον πατέρα
μου. Θα επιστρέψω εκεί απ’ όπου κακώς έφυγα. Θα πάω στον Πατέρα μου τον
Δημιουργό και Κύριό μου, και φροντιστή και κηδεμόνα. Θα προλάβω Αυτόν που
παντοτε περιμένει και αποδέχεται αυτούς που επιστρέφουν. Θα σηκωθώ και θα
επιστρέψω και θα του πω, Πατέρα αμάρτησα και δεν είμαι άξιος να ονομάζομαι γιός
σου, δέξου με σαν έναν από τους υπαλλήλους σου. Αρκεί να τον φωνάξω Πατέρα και
θα με δεχθεί, αφού ο Πατέρας μου αποκλείεται να μη φερθεί σαν Πατέρας όταν τον
αποκαλέσω Πατέρα! Αποκλείεται να μη με συμπαθήσει, όντας ελεήμων και
εύσπλαγχνος. Αποκλείεται να μη με συγχωρήσει, όταν αναγνωρίσω ότι αμάρτησα.
Αποκλείεται να μην ξεχάσει την οργή του, όταν ακούσει τη φωνή μου.
Ξέρω πώς αξιολογεί και πώς αγαπά
τη μετάνοια. Ξέρω «πώς βλέπει» τα δάκρυα. Ξέρω πως, όταν ένας αμαρτωλός
επιστρέφει σ’ Αυτόν και κλαίει θερμά, λαμβάνει την συγχώρηση των αμαρτιών του
όπως ο Πέτρος. Ξέρω την καλωσύνη του Θεού. Ξέρω την ηρεμία του Πατέρα. Θα με
ελεήσει τώρα που μετανοώ όπως δεν με τιμώρησε όταν αμάρτανα.
Β. Και σηκώθηκε και πήγε στον
Πατέρα του. Την απόφαση την έκανε πράξη καλή. Πρέπει όλοι μας να μη σκεπτόμαστε
μόνον τα καλά αλλά να δείχνουμε στην πράξη την σωστή μας απόφαση. Ενώ λοιπόν
τοπικά ήταν ακόμα μακρυά από το σπίτι, «τροπικά» ήταν ταυτισμένος με τον Πατέρα
και με τα χέρια χτυπούσε το στήθος του, που πριν είχε γίνει το εργαστήριο των
λανθασμένων σκέψεων. Τα μάτια τα είχε κατεβασμένα στη γη και τους ζητούσε να
δώσουν σταγόνες δακρύων ως πρέσβεις του αιτήματός του και σκεφτόταν πολύ την
απολογία. Έφθασε και φώναξε με μεγάλη φωνή και δάκρυα στα μάτια: Πατέρα
αμάρτησα. Αμάρτησα και το ξέρω, Χριστέ Βασιλεύ, Δέσποτα Κύριε και Θεέ. Συ μόνος
ξέρεις τις αμαρτίες μου. Αμάρτησα. Ελέησέ με ως Θεός και Δεσπότης. Δεν είμαι
άξιος να βλέπω τον ουρανό και να παρακαλώ τον εύσπλαγχνο Κύριο, όντας γεμάτος
πελώρια και άθλια αμαρτήματα. Ελέησέ με, Συ ο πάντοτε εύσπλαγχνος Θεός. Δεν είμαι
άξιος να ονομάζομαι γιός σου, δέξου με σαν έναν από τους υπαλλήλους σου.
Τον είδε έτσι να παρακαλεί εκ
βάθους καρδιάς, τον είδε Αυτός που βλέπει τους αμαρτάνοντας και παραβλέπει τις
αμαρτίες και περιμένει τη μετάνοια, τον είδε ο πατέρας του και τον ευσπλαγχνίσθηκε.
Πατέρας είναι κατά τη διάθεση της
καλωσύνης παρά το ότι είναι Θεός κατά φύσιν. Και έτρεξε και τον αγκάλιασε και
τον καταφίλησε. Δεν περίμενε να έρθει ο αμαρτωλός, Αυτός τον υποδέχθηκε με
χαρούμενη προθυμία. Δεν τον συχάθηκε που ήταν γεμάτος με τα στίγματα της
ασωτίας και βρωμερός, αλλά με τα άχραντα χέρια του τον πήρε αγκαλιά και
τον καταφιλούσε αχόρταγα, αυτόν που πάντοτε αγαπούσε και επιθυμούσε!
Ώ της καλωσύνης της ανέκφραστης
και πελώριας! Ώ της παράξενης φιλανθρωπίας! Ώ των απροσδόκητων συνδιαλλαγών!
Πείσθηκε ο Θεός δια μιας και να δεχθεί τα δάκρυα και να παραγράψει τόσο πλήθος
αμαρτιών. Είναι εκπληκτικό να βλέπει κανείς τον Θεό να κολακεύει έναν αμαρτωλό.
Ώ πόση στοργή κρύβουν τα πατρικά σπλάγχνα! Ένας αμαρτωλός στη γη δάκρυσε για
τις αμαρτίες του και ο μόνος αναμάρτητος, ο Θεός, έκαμψε τον εαυτό του
φιλανθρωπευόμενος. Ποιος είδε ξανά αμαρτωλό να τον κολακεύει ο Θεός; Ποιος είδε
ξανά δικαστή να υπηρετεί τον κατάδικο;
Πατέρας ήταν από την διάθεσή του
την καλή και Θεός από τη φύση του. Έτρεξε τον αγκάλιασε και τον καταφίλησε. Δεν
περίμενε τον άσωτο να πλησιάσει, αλλά εκείνος έτρεξε να τον προϋπαντήσει
γεμάτος χαρά. Δεν τον συχάθηκε όντα μιαρόν και γεμάτον με στίγματα αμαρτιών
ασωτίας. Ο Θεός τον παρακαλεί όπως παλαιά τους Ισραηλίτες όταν τους έλεγε: Λαέ
μου σε τι σε αδίκησα ή σε τι σε παρηνώχλησα; Και όμως, αυτά γινόντουσαν και
γίνονται επειδή έτσι συνήθιζε να «νικιέται» από την καλωσύνη του ο Πατήρ των
οικτιρμών και Θεός πάσης παρακλήσεως. Όμως δεν αρκέσθηκε σε αυτά ο άσωτος αυτός
υιός, ούτε νόμισε ότι του αρκεί για τη σωτηρία του αυτή η φιλανθρωπία του Θεού,
αλλά όσα είχε σκεφτεί να πει στον πατέρα, αυτά τα έλεγε και τώρα μπροστά του με
σωστό τρόπο.
Πάτερ, αν επιτρέπεται να σε
αποκαλώ πατέρα και δεν είναι και αυτό θράσος και προσθήκη στις αμαρτίες μου· αν
δεν βλασφημώ χρησιμοποιώντας το άγιο όνομα· αν δεν μου κλείνει το στόμα η
συνείδηση· αν δεν μου δεσμεύει τη γλώσσα ο τρόπος ενέργειας· αν δεν μου
εμποδίζει τον λόγο η ποιότητα της ζωής· δέξαι, πάτερ, μια αμαρτωλή παράκληση
από ένα βρώμικο στόμα! Πάτερ κατά χάριν και Δημιουργέ κατά φύσιν. Αμάρτησα και
δεν είμαι άξιος να λέγομαι γιός σου. Αμάρτησα, ομολογώ τις αμαρτίες μου, δεν
κρύβω αυτά που έτσι και αλλοιώς βλέπεις· δεν αρνούμαι αυτά που ξέρεις. Είμαι
στο εδώλιο ως υπεύθυνος των αμαρτιών μου. Κατακρίνομαι ως παράνομος. Συ
ως κριτής, ελέησόν με. Αμάρτησα ενώπιόν Σου. Φοβάμαι να σηκώσω τα μάτια μου
στον ουρανό. Φοβάμαι την κτίση σαν φωνή αυτού που με κατηγορεί. Ντρέπομαι να
κυττάζω προς το Φως της Θεότητος, έχοντας βρώμικα τα μάτια του μυαλού μου.
Αμάρτησα και δεν είμαι άξιος να λέγομαι γιος σου. Το ομολογώ ότι είμαι ένοχος,
εγώ κατακρίνω τον εαυτό μου, εγώ αποφασίζω την καταδίκη μου. Δεν χρειάζομαι
δικαστή να βγάλει απόφαση, δεν χρειάζομαι κατήγορο, δεν έχω ανάγκη για εξέταση
μαρτύρων. Έχω μέσα μου δικαστή την συνείδησή μου. Μέσα μου «κουβαλάω» έναν
δικαστή που δεν μπορώ να τον αποφύγω ούτε και το φοβερό δικαστήριο! Μέσα στη
συνείδησή μου υπάρχουν οι μάρτυρες, κάτω από τα μάτια μου φέρνουν τους
κατηγόρους. Τα θέατρα με κατηγορούν. Οι ιπποδρομίες με κατακρίνουν. Οι
θηριομαχίες κραυγάζουν εναντίον μου. Η αλητεία μου με διαπομπεύει. Οι πράξεις
μου με στηλιτεύουν. Η γύμνια μου με φανερώνει. Τα κουρέλια με τα οποία είμαι
«ντυμένος» με ντροπιάζουν. Δεν είμαι άξιος να ονομάζομαι γιός σου. Κάνε με σαν έναν
από τους υπαλλήλους σου. Μη με πετάξεις έξω από το σπίτι σου, Δέσποτα, μήπως
πάλι ο εχθρός με βρει «περιπλανώμενον» και με απαγάγει αιχμάλωτο. Ούτε βέβαια
να με καλέσεις στην μεγαλειώδη και μυστηριακή σου τράπεζα, γιατί δεν τολμώ με
τα «βρώμικα» μάτια μου να κυττάξω τα Άγια των Αγίων. Άσε με να σταθώ μαζί με
τους κατηχουμένους, μόνο μέσα από την πόρτα της Εκκλησίας σου, ώστε βλέποντας
τα μυστήρια που τελούνται σ’ αυτήν, να τολμήσω σταδιακά να μετάσχω. Βάλε με
εκεί: Ώστε ακούοντας τον λόγο σου να ξεπλύνω τη βρωμιά των αισχρών ακουσμάτων
και να καθαρίσω το ρύπο που έχει επικαθήσει στα αυτιά μου· ώστε βλέποντας
τους χριστιανούς να παίρνουν στα χέρια τους τον Άγιο Άρτο, να επιθυμήσω να
αποκτήσω καθαρά χέρια άξια να τον υποδεχθούν.
Ενώ έλεγε αυτά ο άσωτος γιος και
τα φώναζε κλαίγοντας, είπε ο πατέρας στους δούλους του. Σε ποιους δούλους;
Άκουσε. Στους ιερείς που υλοποιούν τα προστάγματα του Κυρίου! Βγάλτε ξανά την
καλή στολή και ντύστε τον. Βγάλτε την στολή που υφαίνεται στον ουρανό , αυτήν
που αποτελείται από «πνευματικό πυρ». Βγάλτε την στολή που υφαίνεται με τα νερά
της κολυμβήθρας. Ντύστε αυτόν που μόνος του «πέταξε» αυτή την στολή. Ντύστε το
νέο Αδάμ, που γύμνωσε ο διάβολος. Ντύστε τον Βασιλιά της κτίσεως. Ομορφήνατέ
τον, αυτόν χάριν του οποίου έφτιαξα τόσο όμορφο τον κόσμο. Ομορφήνατε τα μέλη
τα αγαπημένα του σώματος του γιού μου. δεν αντέχω να τον βλέπω «άσχημο». Δεν
αντέχω να εγκαταλείψω την εικόνα μου «γυμνή». Δική μου ντροπή θεωρώ τη ντροπή
του γιού μου. Δόξα μου θεωρώ την «ομορφιά» του.
Γ. Δώστε και δακτυλίδι στο χέρι
του, ώστε να βλέπει πάντοτε την αρχή και τον αρραβώνα του Πνεύματος και να
φρουρείται υπό του Πνεύματος. Δώστε το δακτυλίδι ώστε να έχει πάντοτε μαζί του
τη σφραγίδα μου και να είναι πάντοτε φοβερός στους εχθρούς, αφού από μακρυά θα
φαίνεται τίνος Πατέρα είναι γιος. Δώστε του και παπούτσια στα πόδια του. Όχι
μόνον, μήπως ξανά τον βρει ο εχθρός με γυμνή την φτέρνα και τον «δηλητηριάσει»,
αλλά για να μπορεί αυτός να καταπατεί την «δηλητηριώδη» κεφαλή των εχθρών, και
να πορεύεται ελεύθερα την οδό του Θεού. Φέρτε και το καλύτερο μοσχάρι και
θυσιάστε το. Για ποιόν καλό μόσχο συζητάει; Γι’ αυτόν που η αειπάρθενος
«δάμαλις» Μαρία εγέννησε. Φέρτε τον «μόσχον» τον αδάμαστον «τον μη δεξάμενον
αμαρτίας ζυγόν», τον παρθένον τον εκ παρθένου. Αυτόν που «ακολουθεί» όσους τον
ακολουθούν από ελέυθερη επιλογή. Αυτόν που δεν χρησιμοποιεί τη δύναμή του, αλλά
θεληματικά σκύβει τον αυχένα σε όσους θέλουν να τον θυσιάσουν. Θυσιάστε λοιπόν
Αυτόν που εκουσίως θυσιάζεται. Θυσιάστε Αυτόν που ζωοποιεί τους θύτες. Θυσιάστε
Αυτόν που θυσιάζεται και δεν πεθαίνει. Θυσιάστε Αυτόν που «κομματιάζεται» και
αγιάζει αυτούς που τον μελίζουν. Θυσιάστε Αυτόν που γίνεται τροφή όσων Τον
γνωρίζουν αλλά δεν εξαντλείται εσθιόμενος. Θυσιάστε Αυτόν που κάνει μακαρίους
τους εσθίοντας. Ώστε να φάμε όλοι και ευφρανθούμε.
Γιατί αυτός ο γιος μου ήταν
νεκρός και αναστήθηκε και ήταν χαμένος και βρέθηκε. Και άρχισαν να χαίρονται.
Ξέρετε αυτή την χαρά εσείς που έχετε γευθεί και θυμάστε τα φρικτά μυστήρια.
Θυμάστε τους ιερείς της θείας λειτουργίας. θυμάστε τους διακόνους που μιμούνται
τους αγγέλους και έχουν στον αριστερό ώμο, σαν αγγελικό φτερό, την λεπτή λωρίδα
του οραρίου και διατρέχουν την εκκλησία και φωνάζουν: Μήπως παρέμεινε κάποιος
κατηχούμενος; Μήπως έμεινε κάποιος που δεν θα κοινωνήσει; Μήπως υπάρχει κάποιος
περίεργος; Μήπως βρίσκεται ανάμεσά μας κάποιος που δεν επιτρέπεται να δει τα
μυστήρια; Την μετάληψη του Μόσχου και τη διανομή του Ουρανίου Αίματος, που
δίδονται εις άφεσιν αμαρτιών; Μήπως κάποιος είναι ανάξιος της Ζωοποιού Θυσίας
και αμύητος; Ας ψαλθεί λοιπόν η αγγελική υμνωδία: Άγιος ο Πατήρ, που θέλησε να
θυσιάσει τον μόσχο τον σιτευτό τον αναμάρτητο όπως λέει ο προφήτης Ησαΐας ο
οποίος δεν διέπραξε καμμία αμαρτία ούτε βρέθηκε δόλιος λόγος στο στόμα του·
Άγιος ο Υιός που είναι συγχρόνως και ο Μόσχος ο πάντοτε θυσιαζόμενος εκουσίως
και πάντοτε ζωντανός· Άγιος ο Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιο που ολοκλήρωσε τη
θυσία!
Ενώ αυτά συμβαίνουν στο σπίτι του
Πατέρα ο μεγαλύτερος γιος έρχεται από μακρυά και ακούει τραγούδια και χορούς!
Φωνάζει ένα δούλο και τον ρωτάει τι συμβαίνει; Αυτός του λέει ότι μέσα ψάλλει ο
προφήτης Δαβίδ: Τότε θα θυσιάσουν στο θυσιαστήριό Σου μόσχους· και ο ίδιος
Δαβίδ προτρέπει τους παρόντες προς μετοχήν, λέγοντας: Γευθείτε και
συνειδητοποιήστε ότι ο Κύριος είναι αγάπη και καλωσύνη. Και ότι ο Παύλος ο
ερμηνευτής των θείων μυστηρίων φωνάζει: Το Πάσχα, η διάβαση δηλαδή προς την
ελευθερία μας, είναι ο Χριστός, που θυσιάστηκε για εμάς. Γι’ αυτό λοιπόν η
Εκκλησία πανηγυρίζει, ευφραίνεται και χορεύει.
Ο πρεσβύτερος γιος λέει προς τον
δούλο: Εντάξει, αλλά ενώ εγώ δεν είμαι παρών άλλοι, τα δικά μου μυστήρια,
γεύονται κατά την απουσία μου στην αυλή μου; ο δούλος του είπε: Ναι, ήρθε ο
αδελφός σου, και θυσίασε ο πατέρας σου τον μόσχο τον σιτευτό γιατί επέστρεψε
υγιής.
Ωργίσθηκε τότε ο δίκαιος και δεν
ήθελε να μπει! Ωργίσθηκε ο δίκαιος και έγινε δούλος του φθόνου! Αυτός που
παρέβλεψε τους ευχάριστους πειρασμούς της ζωής, κυριεύθηκε από φθόνο! Πως
λοιπόν λέει ο Παύλος: Ήθελα εγώ ο ίδιος να γίνω ανάθεμα από τον Χριστό, αν αυτό
θα βοηθούσε τους αδελφούς μου τους κατά σάρκα συγγενείς μου; Δεν το λέει
για να πει ότι ο δίκαιος είναι φθονερός αλλά για να φανερώσει την υπερβολική
καλωσύνη του Πατέρα. Και φαίνεται από τα περαιτέρω. Ο πατέρας του λοιπόν, λέει,
βγήκε από το σπίτι και τον παρακαλούσε. Ω σοφίας ανέκφραστης! Ω φροντίδας
θεϊκής! Ο Πατέρας και τον αμαρτωλό ελέησε και τον δίκαιο παρηγόρησε. Και αυτόν
που έστεκε πνευματικά δεν τον άφησε να πέσει. Και αυτόν που είχε πέσει τον
σήκωσε. Και τον φτωχό τον έκανε πλούσιο. Και τον πλούσιο δεν τον άφησε να
φτωχήνει εξ αιτίας του φθόνου. Ο πρεσβύτερος γιος αποκρίθηκε στον πατέρα του:
Να τόσα χρόνια σε υπηρετώ και ποτέ δεν παρέβηκα εντολή σου! Και σ’ εμένα δεν
έδωσες ποτέ, ούτε έστω ένα μικρό κατσίκι να διασκεδάσω με τους φίλους μου! Εγώ
ζω ντυμένος δέρματα και μηλωτές, υστερούμενος, θλιβόμενος, κακουχούμενος! Όταν
όμως ήρθε αυτός ο γιος σου που σε κατεφρόνησε και κατασπατάλησε την περιουσία
σου με πόρνες, αμέσως θυσίασες γι’ αυτόν τον μόσχο τον σιτευτόν. Και όχι μόνο
αυτό, αλλά δεν του είπες ούτε μια επιτιμητική κουβέντα, ούτε καν με γκριμάτσα
δεν επέκρινες, ούτε απέστρεψες το πρόσωπό σου απ’ αυτόν! Αμέσως τον δέχτηκες
και τον φιλοξένησες και τον έντυσες με τη στολή σου και του έδωσες χρυσό
δακτυλίδι και υποδήματα ασφαλιστικά και του άνοιξες την Εκκλησία και του
ετοίμασες την τράπεζα και του γέμισες τα ποτήρια και έσφαξες για χάρη του τον
μόσχο τον σιτευτό και κάλεσες τους χριστιανούς στην διασκέδαση και έκανες τους
αγγέλους να χορεύουν και έκανες και για τα επίγεια και για τα ουράνια ένα
περίεργο συμπόσιο, και έδωσες τόσες και τέτοιας ποιότητας δωρεές σ’ αυτόν που
καταφρόνησε την καλωσύνη σου και εξύβρισε την ευγένειά σου! Τι να πω μπροστά
στο βάθος και το πέλαγος των οικτιρμών σου; Πώς να θαυμάσω την απέραντη θάλασσα
της γαλήνης σου; Ελεείς, Κύριε, πάντας, γιατί «μπορείς» τα πάντα. Παραβλέπεις
αμαρτήματα ανθρώπων μετανοούντων.
Ο πατέρας του τού είπε: Παιδί
μου, σύ ήσουν πάντοτε μαζί μου. Συ δεν εγκατέλειψες την αγκαλιά μου. Συ δεν
έφυγες από την Εκκλησία μου. Συ πάντοτε προσευχόσουν. Συ ήσουν στην Εκκλησία
μαζί με τους αγγέλους. Συ βρισκόσουν δίπλα από το θυσιαστήριο και έλεγες μαζί
με τους άλλους «Πατέρα μου επουράνιε, ας αγιασθεί το όνομά Σου…» Αυτός όμως
ήλθε σ’ εμένα καταντροπιασμένος και καταδικασμένος, με το πρόσωπό του στη γη,
και με θλιβερή φωνή μου είπε: Πατέρα αμάρτησα στον ουρανό και ενώπιόν σου και
δεν είμαι άξιος να ονομάζομαι γιος σου, κάνε με έναν υπάλληλό σου. Τι μπορούσα
να κάνω μπροστά σε τέτοια στάση; Μπορούσα να μην ελεήσω το γιό μου που
επέστρεψε; Συ απάντησε, που θύμωσες!!
Δεν είναι δυνατόν, όντας
φιλάνθρωπος, να κάνω κάτι απάνθρωπο! Δεν μπορούσα να μην ελεήσω αυτόν που
δημιούργησα. Δεν μπορούσα να παραβλέψω αυτόν που γέννησα από τα σπλάγχνα μου.
Παιδί μου, συ είσαι πάντοτε μαζί μου και όλα τα δικά μου είναι δικά σου. Ο
ουρανός είναι δικός σου! Το στερέωμα δικό σου! Ο ήλιος εσένα φωτίζει! Η σελήνη
εσένα υπηρετεί! Οι αστέρες είναι φώτα δικά σου! Ο αέρας είναι αυτός που σε
διατηρεί! Η γη και όλα όσα είναι πάνω της, δικά σου είναι! Η θάλασσα δική σου!
Η Εκκλησία δική σου! Το θυσιαστήριο δικό σου! Ο μόσχος ο σιτευτός για σένα! Η
θυσία δική σου! Οι άγγελοι δικοί σου! Οι απόστολοι και οι μάρτυρες δικοί σου!
Τα τωρινά αλλά και τα μέλλοντα, δικά σου! Η ανάσταση δική σου! Η αθανασία δική
σου! Η Βασιλεία των Ουρανών δική σου! Δικά σου, όλα τα φαινόμενα και τα
νοούμενα! Λοιπόν ψάλλε μαζί μας εκείνο το πνευματικό μέλος του Δαυίδ, που
αρμόζει στην περίπτωση: μακάριοι όσοι τους συγχωρήθηκαν οι ανομίες και όσοι
τους «καλύφθηκαν» οι αμαρτίες· μακάριος ο άνθρωπος που δεν θα του μετρήσει ο
Κύριος την αμαρτία!
Ακούσατε λοιπόν την παραβολή και
καταλάβατε τον σκοπό και την πρότασή της. Μάθατε πόσο φιλάνθρωπο Κύριο έχουμε.
Πόσο ανεξίκακο. Λοιπόν ας καταφύγουμε σ’ Αυτόν με ειλικρινή καρδιά και ας τον
παρακαλέσουμε όλοι: Δέσποτα Φιλάνθρωπε Κύριε Ιησού Χριστέ, αμαρτήσαμε ενώπιόν
σου και δεν είμαστε άξιοι να ονομαζόμαστε παιδιά σου. Όμως μας δίνει θάρρος το
ότι είσαι οικτίρμων και το μαθαίνουμε έχοντας απόδειξη τον Σταυρό σου, που
υπέμεινες για μας! Έχουμε σιγουριά για την μόνιμη ευσπλαγχνία σου την πόρνη και
τον ληστή. Μετά από αυτούς και εμείς και κάθε αμαρτωλός προστρέχουμε στην
Φιλανθρωπία σου. Όπως εκείνους τους αποκατέστησες και τους έκανες μακάριους και
μας ελέησέ μας. Όπως, όταν σταυρώθηκες ανέστησες νεκρούς έτσι και μας που
πεθάναμε στις αμαρτίες μας, ανάστησέ μας, με την πολλή σου φιλανθρωπία, ώστε με
όλους όσους συγχώρησες και ελευθέρωσες να απολαύσουμε την Ανάστασή Σου.
Αυτά να λέμε και να επιμένουμε
ώστε ο Δεσπότης Χριστός να μας πει: «Κατά τήν πίστιν ὑμῶν γενηθήτω ὑμῖν».
Και σεις που πρόκειται να
βαπτισθήτε αφήστε κάθε ξένο λογισμό και κατευθύνετε τις ψυχές σας στον νυμφίο
Χριστό και απολαύστε την χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Ο Κύριος είναι κοντά, μη
μεριμνάτε για τίποτε. Έφτασε ο λυτρωτής στην πόρτα σας. Ο γιατρός παρευρίσκεται
σ’ όσους τον εμπιστεύονται. Το ιατρείο είναι ανοιχτό και έχει τα φάρμακα. Η
κολυμβήθρα υποδέχεται τους πάντες. Η Χάρη του Θεού απλώνεται και η πνευματική
στολή, από τον Πατέρα τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, υφαίνεται. Εσείς ανάψτε μόνον
τις λαμπάδες της πίστεως και γεμίστε τα αγγεία επαρκώς με λάδι, ώστε όταν μέσα
στη νύχτα ακούσετε την φωνή «ιδού ο νυμφίος έρχεται» να βγήτε εις απάντησίν του
με αναμένες τις λαμπάδες, σκιρτώντες και χορεύοντες και λέγοντες: Ευλογημένος ο
ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου. Σ’ αυτόν η δόξα και το κράτος, τώρα και πάντοτε
και στους αιώνες των αιώνων.
Πηγή: Enoriako info
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου