Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2023

Ὑπερηφανεύεσαι; θά πέσης! - Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου


 Ὑπερηφανεύεσαι; θά πέσης!

«Πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται» 
(Λουκ. 18,14)

Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, εἶνε γεμᾶτος κακίες καὶ ἐλαττώματα. Ἂν ἔχετε ἀν­τίρ­­ρησι, ἀ­κοῦστε τὸν Σωκράτη, ποὺ ἔζησε τετρα­­κό­σα χρόνια πρὸ Χριστοῦ καὶ διδάσκει τὰ ὑ­περή­φανα πνεύματα τὸ «γνῶ­θι σαυτόν». Ὅ­ποιος νομίζει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε ἰ­δανι­κός, ἄ­­ψογος, αὐτὸς πλανᾶται· ἀγνοεῖ τὸν ἑ­αυτό του, ἀγνοεῖ τί διδάσκει ἡ πίστι μας, ποιό εἶνε τὸ θέ­­­λημα τοῦ Θεοῦ, σὲ ποιό ὕψος μᾶς καλεῖ Ἐ­κεῖνος.
Σκεφτῆτε κάποιον πού, ἐνῷ στὸ πρό­σωπό του ἔ­χει μουτζοῦρες, αὐ­τὸς καυ­χᾶ­ται πὼς εἶ­νε καθαρός, ὁ καθαρώτερος στὸν κόσμο. Γιὰ νὰ μὴ μένῃ λοιπὸν στὴν πλάνη καὶ νομίζῃ πὼς εἶνε καλὸς χριστιανός, ἂς πάῃ στὸν καθρέφτη. 
Καὶ ὑπάρχει ἕνας καθρέφτης κρυστάλ­λινος, ποὺ δὲν κολακεύει κανένα, δείχνει στὸν καθένα τὶς ψυχικὲς ἀσχημίες του. Ποιός εἶνε ὁ καθρέ­φτης; Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Διαβάστε ἐκεῖ π.χ. τὴν τραγῳδία ποὺ λέ­­γεται βιβλίο τοῦ Ἰώβ, ὅ­που ἀκοῦμε τὰ λόγια· «ἄνθρωπος σα­­πρία καὶ υἱ­ὸς ἀνθρώπου σκώληξ», ὁ ἄνθρω­πος εἶνε σαπίλα, διαφθορά, ἕνα σκουλήκι (Ἰὼβ 25,6).

Ἂν θέλουμε λοιπὸν ν᾽ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὶς ἁ­μαρτίες μας, ἂς ἀνοίγουμε ἰδίως τὸ Εὐ­αγγέλιο, ποὺ εἶ­νε γραμμένο στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, καὶ ἂς καθρεφτιζώμαστε σ᾽ αὐτό, γιὰ νὰ δεχθοῦ­με τὴν πνευματικὴ μεταμόρφωσι, ποὺ μό­νο τὸ βιβλίο αὐτὸ χαρίζει. Καθρέφτης εἶνε καὶ τὸ σημε­ρινὸ εὐαγγέλιο (βλ. Λουκ. 18,10-14).

Εἴπαμε, ὅτι εἶνε πολ­λὲς οἱ κακί­ες τοῦ ἀν­θρώ­που. Ὅπως ὑπάρχουν ἀσθένειες σωματι­κὲς ἀλλὰ ἀσθένεια ἀπὸ ἀσθένεια διαφέρει (ὑ­πάρχει ἁπλὸ κρυ­ολόγημα, ὑπάρχει καὶ καρκίνος· καὶ τὸ μὲν κρυολόγημα ἐνοχλεῖ, μὰ ὁ καρ­κίνος συγ­κλονίζει), ἔτσι ὑπάρχει καὶ διαφο­­ρὰ με­ταξὺ ψυ­χικῶν ἀσθενειῶν. Ἂν λοι­πὸν μὲ ρω­τήσε­τε, ποιά ψυχικὴ ἀσθένεια, ποιά ἁ­μαρτία δη­­λα­δή, εἶνε ἡ μεγαλύτερη; θὰ σᾶς ἀ­παντήσω· Ἁμαρτία ἀσφαλῶς εἶνε καὶ ὁ φόνος καὶ ἡ κλο­πὴ καὶ ἡ πορνεία καὶ ἡ μοιχεία καὶ ἡ ἐπι­ορκία καὶ ἡ βλασφημία καὶ ἡ φιλαργυρία καὶ ἡ πλεονεξία…· ὅλα εἶνε θανάσιμα ἁμαρτήματα. Ὅ­πως τὸ χταπόδι σφίγγει τὸ θῦμα του μὲ ὀχτὼ πλοκάμια, ἔτσι κι ὁ σατανᾶς πνίγει τὴν ἀν­θρώ­­πινη ὕπαρξι μὲ τὰ ὀχτὼ θανάσιμα ἁμαρτήματα. Λέγονται θανάσιμα, γιατὶ θανατώνουν ὅ,τι ἅ­γιο, ὅ,τι εὐγενές, ὅ,τι θεϊκὸ ἔχουμε μέσα μας. Μεγαλύτερο ὅμως ἀπ᾽ ὅλα τ᾽ ἁ­μαρτήματα, κα­τὰ τὴν ἁγία Γραφή, εἶνε ἡ ὑπερηφάνεια. Δυσ­τυ­χῶς δὲν τῆς δίνουμε σημασία. Ἂν βλαστημή­σῃς, τὸ αἰσθάνεσαι· ἂν πέ­σῃς στὴν πορνεία ἢ τὴ μοιχεία, κάρβουνο ἔ­χεις στὴν καρδιά· ἂν κλέ­ψῃς, φοβᾶσαι μὴ σὲ πιάσουν…. Μὰ ἡ ὑπερηφά­­νεια ἁπλώνει ἕνα ἀδιόρατο νέφος, ποὺ καλύ­πτει τὸν πνευματικὸ ὁ­ρίζοντα· εἶνε ἕνα δυσδι­άκριτο πάθος. Αὐτοὶ ποὺ πηγαίνουν στὸν πνευ­ματικὸ καὶ ἐξομολογοῦν­ται, λένε ἄλλα ἁ­μαρτή­ματα, ἀλλὰ σπανί­ως ὁμολογοῦν ὅτι εἶνε ὑπε­ρήφανοι. Κατὰ τὸ σημε­ρινὸ ὅμως εὐαγγέλιο ἡ ὑπερηφάνεια εἶνε ἁμαρτία πολὺ σοβαρή.

* * *

Τί εἶνε, ἀδελφοί μου, ἡ ὑπερηφάνεια; Τὸ εἴ­­δαμε σήμερα στὸ πρόσωπο τοῦ φαρισαίου. Οἱ φαρισαῖοι καυχῶνταν γιὰ τὶς ἀ­ρετές τους, νόμιζαν πὼς εἶνε τὸ ἀνθόγαλα τῆς κοινω­νίας, εἶχαν τὴν ἀξίωσι νὰ τοὺς τιμοῦν, νὰ τοὺς θαυ­μάζουν. Ἕνας τέτοιος φαρισαῖος πῆγε στὸ ναό. Μπῆκε ἀγέρωχος· οὔτε κεφάλι ἔσκυψε, οὔτε γόνατα ἔκλινε· δὲν ἔνιω­σε δέος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἦταν σὰν νὰ μπαίνῃ στὸ σπίτι του ἢ σ᾽ ἕνα κατάστημα ἢ ἄλλον δημόσιο χῶρο. Πῆρε θέσι στὸ κέντρο γιὰ νὰ κάνῃ προσευχή.
Προσευχή;!… Κάθε ἄλλο. Τὰ λόγια του δὲν ἦ­ταν προσ­ευχή· περιφρονώντας τὸν ἄλλο, τὸν τελώνη, πῆρε λιβάνι κι ἀντὶ γιὰ τὸ Θεὸ θύμιαζε ἕνα εἴδωλο, τὸν ἑ­αυτό του. Ἐγώ, Θεέ μου, εἶπε, δὲν ἅρ­παξα, δὲν ἀδίκησα, δὲν μοίχευσα, δέν…. Μὰ ἡ πίστι μας δὲν εἶ­νε μόνο ἄρνησις («δέν»), εἶνε καὶ θέσις. Ἔρ­χον­ται πολλοὶ σήμερα στὸν πνευματι­κὸ καὶ λένε· Ἐ­γώ, παππού­λη, δὲν ἔκλεψα, δὲν σκότωσα, δὲν ἔ­κανα τοῦτο ἢ ἐκεῖνο… Καὶ μ᾽ αὐτὸ θέλεις νὰ σοῦ δώσω πιστοποιητικὸ ἁγι­ότητος; Μὲ τὰ «δέν» δὲν πᾷς στὸν παράδεισο. Μπορεῖ νὰ μὴν ἔ­κλεψες ποτέ σου οὔτε μία δραχμή, νὰ μὴ διέπραξες ἕνα ἀπὸ τὰ θανάσιμα ἁμαρτήματα· ἀλλ᾽ ἐὰν στὴν πόρτα σου βλέ­πῃς τὴ χήρα, τὸ ὀρ­φα­­­νό, τὸν δυστυχισμένο νὰ τουρτουρίζουν τώρα τὸ χειμῶνα, κ᾽ ἐσένα δὲν σοῦ καίγεται καρφί, θὰ πᾷς στὴν κόλασι μὲ τὸ ὠτομοτρίς!

* * *

Αὐτὴ εἶνε ἡ ὑπερηφάνεια, ἀγαπητοί μου. Ἀπὸ τότε ποὺ εἶ­πε τὴν παραβολὴ αὐτὴν ὁ Χρι­­­στὸς πέρασαν δύο χιλιάδες χρόνια, ἀλλὰ νομίζεις ὅτι εἶνε ἡ φωτογραφία τῶν σημερινῶν χρόνων. Γιατὶ καὶ σήμερα δύο εἶνε τὰ μεγάλα ἁ­μ­αρτήματα τοῦ αἰῶνος τούτου. Τὸ ἕνα εἶνε ὁ πανσεξουαλισμός, γιὰ τὸν ὁ­ποῖον εὐθύνεται ὁ Αὐστρο-Ἑβραῖος Φρόυντ (1856-1939), ποὺ διαπότισε τὸν κόσμο μὲ τὴ θεωρία, ὅτι ὁ ἄξονας γύρω ἀπ᾽ τὸν ὁποῖο στρέφεται ὅλη ἡ ζωὴ εἶνε ὁ σαρ­κικὸς ἔρωτας, ἡ σάρκα καὶ μόνο ἡ σάρκα. Τὸ δεύτερο, ἀκόμη χειρότερο, εἶνε ἡ ὑπερηφάνεια. Ἡ γενεά μας εἶνε γενεὰ πορνικὴ καὶ προπαντὸς γενεὰ ὑπερήφανη.
Καυχῶνται οἱ ἄνθρωποι· γιὰ κάτι τὶ ὁ καθένας.
Ἄλλοι γιὰ τὰ λεφτά τους. Ἦταν κάποτε κι αὐ­τοὶ φτωχαδάκια, ἀλλὰ μὲ ἀτιμίες καὶ κομ­πῖνες κατώρθωσαν νὰ πλουτήσουν. Ὁ γεί­τονάς τους ἔμεινε στὴν καλύβα, τίμιος ἐρ­γάτης, ἀγρότης, χωρικός· αὐ­τοὶ ἔκαναν ἐπιχειρήσεις, μεγαθήρια οἰ­κοδομήματα, στόλους ἀ­πὸ καρά­βια, καὶ μὲ πόζα φαρισαίου δὲν καταδέχονται νὰ κοιτάξουν τὸν ἀνάπηρο, τὸν ἥ­ρωα, τὴ χήρα. Κάποτε μάλιστα ἡ νοοτοπία αὐτὴ γίνεται παράδειγμα, μεταδίδεται σὰν ψώρα στὴ μᾶ­ζα. Οἱ νεόπλουτοι εἶνε οἱ νεώτεροι φαρισαῖ­οι. Γι᾽ αὐ­τὸ πέφτω καὶ προσ­κυνῶ τὰ πόδια τῆς χήρας, τοῦ ὀρφανοῦ, τοῦ βοσκοῦ, μὰ ποτέ τέτοιους ἀνθρώπους ποὺ εἶνε οἱ νεώτεροι φαρισαῖοι.
Ἄλλοι πάλι καμαρώνουν γιὰ τὴν καταγωγή τους· διότι κρατᾶνε ἀπὸ μεγάλα τζάκια, ἀπὸ εὐγενεῖς οἰκ­ογένειες, ῥέει στὶς φλέβες τους αἷμα ἀριστοκρατικῶν προγόνων.
Ἄλλος καυχᾶται γιατὶ ἔχει ὡραία γυναῖκα, ἔξυπνα παιδιά, οἰκογενειακὸ ὄνομα, ἢ καὶ γιὰ ἄλλους συγ­γενεῖς, συμπεθεριά, κουμπαριές.
Ἄλλος γιὰ τὶς κοινωνικές του γνωριμίες καὶ διασυνδέσεις μὲ ἰσχυροὺς τῆς ἡμέρας.
Ἄλλος καυχᾶται γιὰ φωνητικὸ χάρισμα, γιὰ καλλιτεχνικὲς διακρίσεις (στὸ θέατρο, τὴ μουσική, τὴ ζωγρα­φική κ.λπ.), ἢ γιὰ ἀθλητικές του ἐπιδό­σεις, γιατὶ ἔχει δύναμι στὰ κάτω ἄκρα, δίνει κλωτσιὲς κ᾽ εἶνε διάσημος ποδοσφαιριστής.
Ἀλλὰ τὸ πιὸ χαρακτηριστικὸ τῆς ἐποχῆς μας εἶνε ὅτι ὑπερηφανεύεται γιὰ τὴν ἐπιστήμη καὶ τὴν τεχνολογία της. Αὐτὲς εἶνε οἱ καραμέλλες ποὺ πιπιλί­ζουν καὶ θαυμάζουν μικροὶ καὶ μεγά­λοι. Ταλαίπωρε κόσμε, ταλαίπωρη γενεά! προ­­τιμότερο νὰ ζούσαμε σὰν τοὺς προγόνους μας, μὲ τὰ δᾳδιὰ στὶς καλύβες, καὶ νά ᾽χουμε ἥσυχο τὸ κεφάλι μας, παρὰ σὲ ἠλεκτρο­φωτισμένες πόλεις στὴν ἐποχὴ τῆς πυρηνι­κῆς ἐνεργείας καὶ ὑπὸ τὴν ἀπειλὴ καταστροφῆς. Μιὰ ἐ­πιστήμη χωρὶς Θεὸ καὶ ἠθική, ἡ ἄθεη ἐπιστή­μη, ὑ­πάρχει φόβος νὰ κάνῃ κάρβουνο μυριάδες ἀνθρώπους, νὰ καταστρέψῃ τὸν κόσμο.

* * *

Ἡ ὑπερηφάνεια, ἀδελφοί μου, εἶνε ἡ ἁμαρτία τοῦ αἰῶνος μας. Νὰ γνωρίζουμε ὅμως, ὅτι ὁ ὑπερήφανος θὰ τιμωρηθῇ.
Ὑπερηφανεύτηκε ὁ διάβολος, πού ᾽ταν ὁ ὡ­ραιότερος ἄγγελος, καὶ ἔπεσε, γκρεμίστηκε, ἔγινε σατανᾶς.
Ὑπερηφανεύτηκε ὁ Γολιὰθ καὶ νικήθηκε ἀ­πὸ τὸ νεαρὸ Δαυῒδ μὲ μιὰ σφεντόνα.
Ὑπερηφανεύτηκε ὁ Ἡρῴδης καὶ τιμωρήθηκε, ἔγινε «σκωληκόβρωτος» (Πράξ. 12,21-23).
Ὑπερηφανεύτηκε στὶς ἡμέρες μας ἡ Γερμα­νία, καὶ τιμωρήθηκε. Ἦταν γραμμένο σὲ μιὰ πα­λαιὰ προφητεία· ἔπεσε στὰ χέρια μου ὅ­ταν ἤ­μουν παιδί, τὴ διάβασα σ᾽ ἕνα μονα­στή­ρι, καὶ ἡ ἐκπλήρωσί της κατόπιν μοῦ ᾽κανε ἐντύπωσι.
Ὑπερηφανεύτηκε κι ὁ ἄλλος δικτάτωρ, τῆς ῾Ρώ­μης, ποὺ καυχόταν ὅτι ἔχει τόσα ἀεροπλάνα ὥστε θὰ σκιάσῃ τὸν ἥλιο τῆς πατρίδος μας, καὶ ἔπεσε, οἱ στρατηγοί του ταπεινώθηκαν.
Εἶνε λοιπὸν νόμος τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἀκούσαμε ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ Κυρίου μας· «Πᾶς ὁ ὑ­ψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθή­σεται» (Λουκ. 18,14). Ὑπερη­φανεύεσαι; θὰ πέσῃς.
Φοβερὸ πάθος ἡ ὑπερηφάνεια καὶ ὑπάρχει σὲ ὅλους. Πάρτε 5 – 10 παιδιὰ καὶ ρωτῆστε τα· Ποιός ἀπὸ σᾶς εἶνε ὁ καλύτερος; Δὲν θὰ βρῆ­τε οὔτε ἕνα νὰ παραδεχτῇ ὅτι εἶνε κατώτερο ἀ­πὸ τ᾽ ἄλλα. Μαζὶ μὲ τὸ γάλα τῆς μάνας ποτίζονται τὴ ῥοπὴ στὴν ὑ­περηφάνεια.
Τὸν βλέπεις τὸν ὑπερήφανο; Φαίνεται. Δὲν ἔρ­χεται νωρὶς στὴν ἐκκλησία. Κι ὅταν ἔρθῃ πῶς στέκεται; σκύβει νὰ φιλήσῃ τὴν εἰκόνα; ὑποκλίνεται ὅταν τὸν θυμιάζῃ ὁ παπᾶς; Σηκώνεται ὄρθιος ὅταν διαβάζεται τὸ Εὐαγγέλιο; Σκύβει ὅταν περνοῦν τὰ ἅγια; Ποῦ εἶνε τώρα ἐκεῖνες οἱ ταπεινὲς ψυχὲς ποὺ ἔρχον­ταν ἀπὸ τὸ Ἑξάψαλμο, στέκονταν μὲ θεῖο φόβο, ἔσκυβαν καὶ προσκυνοῦσαν, ἄκουγαν ὄρθιοι τὸ Εὐαγγέλιο, ὑποκλίνονταν ταπεινὰ στὰ ἅγια, φιλοῦσαν τὸ χέρι τοῦ ἱερέως, αἰσθάνονταν δέ­ος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ; «Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος· οὐκ ἔστι τοῦτο ἀλλ᾽ ἢ οἶκος Θεοῦ, καὶ αὕτη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ» (Γέν. 28,17). Ἂν μπαίνῃς στὴν ἐκ­κλησιὰ μὲ ὑπερηφάνεια, σὰν τὸ φαρισαῖο, δὲν ἔ­χεις νὰ ὠφεληθῇς τίποτα.
Τελειώνω μ᾽ ἕνα ἀνέδοτο. Μιὰ μέρα σ᾽ ἕνα χωριὸ χτύπησε ἡ καμπάνα κ᾽ ἔρχονταν ὅλοι στὴν ἐκ­κλησία. Ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία εἶχε σταθῆ ἕνας ἀ­σκητής, ποὺ ὁ Θεὸς τοῦ εἶχε δώσει τὸ χάρισμα νὰ βλέπῃ ὄχι τὸ ἐξωτερικὸ τῶν ἀνθρώπων ἀλλὰ τὶς καρδιές τους. Ἕνας ἀπ᾽ τοὺς πολλοὺς εἶχε χρόνια νὰ πατήσῃ, ἀλλὰ τώρα κάτι ξύπνησε μέσα του, θυμήθηκε τὴ μάνα του ποὺ τὸν πήγαινε μικρὸ καὶ τὸν ἔβαζε νὰ γονατίζῃ μπροστὰ στὸ Θεό. Ἂς πάω κ᾽ ἐ­γώ, σκέφτηκε. Καθὼς πλησίασε, ἄρχισε νὰ διστά­ζῃ. Θεέ μου, σκέφτηκε, εἶμαι ἄξιος ἐγὼ ὁ ἁμαρτω­λὸς νὰ μπῶ στὸ παλάτι σου;… Ὁ ἀσκητὴς εἶδε τοὺς ἄλλους εἶδε κι αὐτὸν νὰ εἶνε ὅλοι μαῦροι. Ὅ­ταν τελείωσε ἡ ἐκκλησία κ᾽ ἔβγαιναν ὅλοι, ὁ ἀσκη­τὴς τοὺς παρατηροῦσε πάλι. Μαῦροι μπήκανε, μαῦροι βγήκανε. Μόνο ἕνας, αὐτὸς ποὺ εἴπαμε, διέφερε· ἦταν τώρα ἄσπρος σὰν τὸ χιόνι! Τὸν παίρνει ὁ ἀσκητὴς παράμερα· –Τί συμβαίνει μὲ σένα; ποιός εἶσαι; Ἐκεῖνος εἶπε μὲ δάκρυα· –Παππούλη, σήμερα ἀκούγοντας τὴν καμπάνα θυμήθηκα τὴ μάνα μου καὶ εἶπα· “Θεέ μου, ἐγὼ εἶμαι ἁμαρτωλός, πρέπει ν᾽ ἀνοίξῃ ἡ γῆ νὰ μὲ καταπιῇ. Ἀλλὰ ἀ­πὸ αὔριο θ᾽ ἀλλάξω”. Καὶ ἔ­κλαψα… Τότε ὁ ἀσκητὴς κατάλαβε, ὅτι αὐτὸς ἄλλαξε, γιατὶ μπῆκε καὶ βγῆκε σὰν τὸν τελώνη· μαῦρος μπῆκε – ἄσπρος βγῆκε.
Τὸ συμπέρασμα γιὰ ἐμᾶς. Ἀδελφοί, πῶς μπαίνουμε στὴν ἐκκλησία; Μαῦροι μπαίνουμε, ἄσπροι βγαίνουμε διὰ τῆς μετανοίας. Ὤ ἁγία πίστι μας! Ἄνοιξε, Κύριε, τὶς καρδιές μας νὰ κλάψουμε, νὰ με­τανοήσουμε, καὶ τότε μαῦ­ροι θὰ μπαίνουμε – ἄσπροι θὰ βγαίνουμε δοξάζον­τες Πατέρα Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα· ἀμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: