Κυριακή 7 Μαΐου 2023

Ὑποδείγματα ὑπομονῆς στίς θλίψεις - Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

 

Ὑποδείγματα ὑπομονῆς στίς θλίψεις

Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

«Τοῦτον ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει…» (Ἰω. 5,6)

Πῶς, ἀγαπητοί μου, πῶς ἀντιμετωπίζουν οἱ ἄνθρωποι στὴ ζωή τους τὰ διάφορα θλιβερὰ περιστατικά;
Τὰ βλέπουν ἀπαισιόδοξα. Ὁ ἕνας γογγύζει. Ὁ ἄλλος κλαίει καὶ χτυπιέται. Ὁ ἄλλος βλαστημάει. Ὁ ἄλλος καταριέται τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα ποὺ τὸν γέννησαν· στὸ τέλος τὰ βάζει καὶ μὲ τὸ Θεό. Φταίει, λέει, ὁ Θεός. Ἐνῷ δὲν φταίει ὁ Θεός· οἱ αἴτιοι τῆς συμφορᾶς εἴ­μαστε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, μὲ τ᾿ ἁμαρτήματά μας, μὲ τὶς σφαλερὲς ἐπιλογές μας.
Γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· Δὲν ὑπάρχει θεραπεία τοῦ κακοῦ;
Ὑπάρχει. Μπορεῖ καὶ πάλι ὁ ἄνθρωπος νὰ ζήσῃ μιὰ ζωὴ εὐλογημένη καὶ εὐτυχισμένη, καὶ νὰ δοξάσῃ τὸ Θεό.
Καὶ ποιό εἶνε αὐτὸ ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο εὐτυχισμένο; Τί κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ βλέπῃ τὰ ἐγκόσμια μὲ αἰσιοδοξία;

Εἶνε ἡ πίστι στὸ Θεό. Αὐτὴ τὸν κάνει νὰ βλέπῃ, ὅτι πίσω ἀπ᾿ ὅλα, ναὶ ἀπ᾿ ὅλα, τὰ εὐχάριστα καὶ τὰ δυσάρεστα γεγονότα τῆς ἀτομι­κῆς, οἰκογενειακῆς, ἐθνικῆς καὶ πανανθρώπινης ζωῆς, στέκει ὁ Θεός. Τὸ εἶπε ὁ Χριστός· Οὔτε τρίχα δὲν πέφτει ἀπ᾽ τὸ κεφάλι μας, οὔ­τε ἕνας σπουργίτης δὲν πέφτει στὴ γῆ χωρὶς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ (βλ. Λουκ. 21,18· Ματθ. 10,29-30).
Πίσω λοιπὸν ἀπ᾿ ὅλα στέκει ἡ θεία πρόνοια, ποὺ κυβερνᾷ τὰ σύμπαντα. Κι αὐτὰ ἀκόμη τὰ πιὸ δυσάρεστα γνωρίζει αὐτὴ νὰ τὰ κατευθύνῃ πρὸς τὸ συμφέρον μας. «Τοῖς ἀγα­πῶ­σι τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν» (Ῥωμ. 8,28).
Ἡ πίστι εἶνε δέντρο, ἀλλὰ δέντρο ποὺ ξεράθηκε. Ἂν τὸ καλλιεργήσουμε, θ᾿ ἀνθίσῃ πά­­λι. Κ᾿ ἔχει ὡραίους καρπούς. Ἕνας δὲ ἀπὸ τοὺς ὡραιότερους καρποὺς τῆς πίστεως εἶνε ἡ ὑπομονή. Μεγάλο πρᾶγμα ἡ ὑπομονή!

* * *

Παραδείγματα ὑπομονῆς ἔχει πολλὰ ἡ Ἐκ­κλησία μας. Καὶ ὁ παράλυτος, ποὺ θεράπευσε σήμερα ὁ Χριστός, εἶνε ἕνα πολὺ μεγάλο ὑπόδει­γμα ὑπομονῆς. Τί ἦταν αὐτός;
Στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ, λέει τὸ εὐαγγέλιο (βλ. Ἰω. 5,1-15), ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ὑ­γιής, γερός. Ἀλλὰ κάποτε μούδιασαν καὶ παρέλυσαν τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια του, παρέλυσε τὸ κορμί του ὅλο, κ᾿ ἔπεσε στὸ κρεβάτι σὰν νεκρός. Πῆγε σὲ γιατρούς, πῆρε φάρμακα, τίποτε δὲν ἔγινε. Τέλος οἱ γνωστοί του τὸν σήκωσαν καὶ τὸν ἔρριξαν σὲ μιὰ στοά, ποὺ ἦταν μέσα ὅλοι οἱ δυστυχισμένοι, τυφλοὶ κουτσοὶ κουφοὶ παράλυτοι. Γιατί τὸν ἔρριξαν ἐκεῖ; Ἐκεῖ ὑπῆρχε μιὰ δεξαμενή, ποὺ τὰ νερά της ἦταν θαυματουργικά, ὄχι ὅμως πάντοτε. Κάποιες στιγμὲς σπάνιες, σὲ ὥρα ἄγνωστη, ἄγγελος Κυρίου κα­τέβαινε καὶ τάραζε τὸ νερό· κι ὅποιος προλάβαινε νὰ πέσῃ πρῶτος μέσα στὸ νερό, αὐ­τὸς γινόταν καλά.
Ὁ παράλυτος ἔβλεπε καὶ ἄκουγε τὰ νερὰ νὰ ταράζωνται, ἀλλὰ μὲ πόδια παράλυτα δὲν προλάβαινε νὰ μπῇ στὴ δεξαμενή, στὴν κολυμβήθρα. Ἔμενε ἔτσι ἐκεῖ 38 ὁλόκληρα χρόνια. Καὶ τί ἔκανε; Γόγγυσε; βλαστήμησε; καταράστηκε; εἶπε κανένα κακὸ λόγο; Τίποτε ἀπ᾿ αὐτά. Ἀντιθέτως, ἔλεγε «Δόξα σοι, ὁ Θεός».
Ἐμεῖς, ταλαίπωροι κι ἁμαρτωλοί, κάτι νὰ μᾶς συμβῇ, γογγύζουμε ἀμέσως καὶ βλαστημοῦμε τὸ Θεό. Αὐτὸς ἐκεῖ, νεκρὸς ἄταφος ἐ­πὶ 38 χρόνια, ποὺ ἔβλεπε τοὺς ἄλλους νὰ θεραπεύωνται, δὲν ἔλεγε κακὸ λόγο, ἀλλὰ περίμενε.
Ἦταν μόνος. Τὸν εἶχαν ἐγκαταλείψει ὅλοι. Ἕνας ὅμως δὲν τὸν ἐγκατέλειψε. Ὁ Κύριος ἡ­­μῶν Ἰησοῦς Χριστός. Κι ὅταν ἔχῃς τὸ Χριστὸ μαζί σου, ἔχεις τὴ δύναμι νὰ ὑπομένῃς ὅ­λα τὰ δεινὰ στὸν κόσμο τοῦτο. Τὸ εἶπε ὁ ἴ­διος ὁ Χριστός· «Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε, ἀλλὰ θαρ­σεῖτε ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον» (Ἰω. 16,33).
Ὁ παράλυτος εἶχε τὸ Χριστό. Κι ὁ Χριστὸς τὸν θεράπευσε. Ἔγινε τόσο καλά, ὥστε μποροῦσε νὰ σηκώσῃ στὴ ῥάχη τὸ κρεβάτι του προκαλώντας τὴν ἔκπληξι καὶ τὸ θαυμασμὸ ὅλων.
Ὁ παράλυτος εἶνε ὑπόδειγμα ὑπομονῆς. 38 χρόνια δὲν ἐγόγγυσε, δὲν πικράθηκε, δὲν εἶπε κανένα κακὸ λόγο ἐναντίον τοῦ Θεοῦ.
Θέλετε ἄλλο παράδειγμα, ὄχι ἀπὸ τὴν Και­νὴ Διαθήκη ἀλλὰ ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη; Δέστε τὸν Ἰώβ, ποὺ γιορτάζει στὶς 6 Μαΐου.
Τί ἦταν ὁ Ἰώβ; Ἦταν πλούσιος. Εἶχε 7 ἀγόρια καὶ 3 κορίτσια. Εἶχε χωράφια, εἶχε ζῷα, εἶ­χε περιουσία μεγάλη. Ἀλλὰ σὲ μιὰ μέρα τά ᾿χα­σε ὅλα. Ἔγινε σεισμός, ἔπεσε τὸ σπίτι, καὶ σκοτώθηκαν καὶ τὰ 10 παιδιά του. Δὲν τοῦ ἔ­μεινε οὔτε ἕνα παιδί. Καὶ μόνο αὐτό; Τὴν ἴδια μέρα ἔχασε ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα. Μόνο αὐ­τό; Ἔχασε καὶ τὴν ὑγειά του. Κ᾿ ἐκεῖνος τί ἔ­κανε; Εἶπε κακὸ λόγο; γόγγυσε; Τίποτε. Καὶ ὅταν, μέσα στὰ φοβερὰ δεινά, τὸν προέτρεπε καὶ ἡ γυναίκα του ἀκόμα νὰ βλαστημήσῃ καὶ ν᾿ αὐτοκτονήσῃ, αὐτὸς ἀπήντησε· «Εἴη τὸ ὄ­νομα Κυρίου εὐλογημένον» «ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος» (Ἰὼβ 1,21). Καὶ μᾶς δίνει τὸ μεγάλο μάθημα, νὰ ἔχουμε ὑπομονή. Νὰ ὑπομένουμε στὰ δεινά. Μακάριοι οἱ ὑπομένον­τες.
Ὑπόδειγμα λοιπὸν ὑπομονῆς εἶνε ὁ παράλυτος τοῦ Εὐαγγελίου, ὑπόδειγμα καὶ ὁ Ἰώβ.
Θέλετε καὶ σύγχρονα παραδείγματα; Ὑ­πάρ­χει καὶ σήμερα ὑπομονή.
Μιὰ μέρα ἦρθε στὴ μητρόπολι μιὰ γυναίκα, ποὺ τὴν κυνηγοῦσε ὁ ἄντρας της καὶ μάλιστα μὲ μαχαίρι. Τὴν εἶχε πληγώσει· ἦταν ματωμένη. Τὴ λυπήθηκα. Καὶ ἦταν ἡ μόνη φορὰ ποὺ εἶπα·
–Ἀφοῦ θέλει νὰ σὲ σκοτώσῃ, χώρισέ τον· νὰ πάρῃς διαζύγιο.
Ἀλλὰ τὴ νύχτα δὲν ἡσύχαζα. Σκεπτόμουν· Γιατί νὰ τῆς πῶ νὰ πάρῃ διαζύγιο; γιατί νὰ τῆς πῶ τέτοιο λόγο;…
Πέρασε ἕνας, δύο, τρεῖς μῆνες, καὶ νά την ἔρχεται. Τὸ πρῶτο ποὺ τὴ ρώτησα ἦταν, ἂν ἔ­κανε αἴτησι διαζυγίου. Καὶ τί μοῦ λέει·
–Ὄχι δὲν ἔκανα, γιατὶ τὸν ἀγαπῶ τὸν ἄν­τρα μου καὶ τὸν ὑπομένω.
Ἂς τ᾿ ἀκούσουν αὐτὸ κάτι ἄλλες γυναῖκες· ποὺ ἂν τοὺς πῇ κακὸ λόγο ὁ ἄντρας τους, ἀ­μέ­σως ζητοῦν διαζύγιο. Ποῦ εἶνε ἡ ὑπομονή, ἡ ὑπομονὴ τοῦ ἀντρός, τῆς γυναίκας, τῶν παι­­διῶν; Ἂν ἀφαιρέσουμε τὴν ὑπομονή, κόλασι θὰ γίνῃ ὁ κόσμος. Καὶ ἔγινε πλέον κόλασι ὁ κόσμος, γιατὶ γίναμε γογγυσταὶ καὶ ἀχάριστοι.
Ἄλλο παράδειγμα. Κάποια μέρα εἶδα ἕνα τυφλό. Ἦταν νέος, 30 ἐτῶν, καὶ εἶχε χάσει τὸ φῶς του. Τὸν ἄκουσα νὰ λέῃ «Δόξα σοι, ὁ Θεός». Θαύμασα καὶ τοῦ εἶπα·
–Ἐσὺ λὲς «Δόξα σοι, ὁ Θεός»;
–Ναί, λέει. Ἔχασα τὸ φῶς τὸ ὑλικό, ἀλλὰ μοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς κάποιο ἄλλο φῶς, φῶς πνευματικό, γιὰ νὰ βλέπω τὸ Χριστό…
Αὐτὸς πίστευε στὸ Χριστό. Τί νὰ τὰ κάνῃς τὰ μάτια, ἂν δὲν πιστεύῃς στὸ Χριστό. Καὶ λέει μιὰ προφητεία· Θὰ ἔρθουν χρόνια, ποὺ οἱ ἄνθρωποι θὰ λένε· Μακάριοι ὅσοι δὲν ἔχουν μάτια νὰ βλέπουν τὰ αἴσχη!
Ἀλλὰ τί λέω; Τὰ παραδείγματα ποὺ σᾶς εἶ­πα δὲν εἶνε τίποτε. Τὸ ὑπέρτατο παράδει­γμα ὑπομονῆς εἶνε ἕνας· ὁ Χριστός! Κανείς ἄλλος δὲν ὑπέφερε στὸν κόσμο ὅπως ὁ Χριστός. Ὅ­λα τὰ ὑπέφερε πρὸς χάριν μας ὁ Ἀναμάρτητος. Σήκωσε σταυρὸ βαρύ. Ὅλοι σηκώνουμε σταυρούς. Ἡ χήρα μὲ τὰ ὀρφανά της, ὁ ἄρ­ρωστος, ὁ ἐργάτης, ὁ οἰκογενειάρχης, ὁ ἄν­εργος, ὁ συκοφαντούμενος, ὅλοι σηκώνουμε σταυρό. Ἀλλὰ ὅλοι οἱ σταυροὶ μαζὶ δὲν κάνουν τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ μας. Ἐπάνω λοι­πὸν ἀπὸ τὸ σταυρό του ὁ Χριστὸς ἁπλώνει τὰ ἅγια χέρια του καὶ μᾶς παρακαλεῖ νὰ ἔχουμε ὑ­πομονή. Γι᾿ αὐτὸ μᾶς εἶπε τὰ ἀθάνατα ἐκεῖ­να λόγια· «Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον» (ἔ.ἀ.).
Πόσο μὲ συγκίνησε τὸ ἑξῆς. Ὅταν μιὰ μέρα ἔφτανα στὴν ἐκκλησία, εἶδα μιὰ γριὰ ποὺ τὸ κεφάλι της ἀπὸ τὸ σκύψιμο ἄγγιζε τὴ γῆ. Κατέβηκα ἀπὸ τὸ αὐτοκίνητο καὶ τὴ ρώτησα·
–Γιαγιά, ποῦ πᾷς;
–Στὴν ἐκκλησία, μοῦ ἀπήντησε. Ἐγὼ δὲν μπορῶ ν᾿ ἀφήσω τὴν ἐκκλησία.
–Πόσων χρονῶν εἶσαι; τὴν ξαναρώτησα.
–Ὀγδονταπέντε, μοῦ ἀπήντησε.
Πόδια δὲν εἶχε ἡ γερόντισσα, καὶ πόδια ἔ­κανε γιὰ νὰ πάῃ στὴν ἐκκλησία. Ἄλλοι ἔχουν πόδια, ἀλλὰ τὰ ἔχουν γιὰ τὸ διάβολο, γιὰ τὶς ντισκοτέκς· πόδια γιὰ τὰ καφενεῖα, πόδια γιὰ τὰ πορνεῖα…. Πόδια γιὰ τὸ Χριστὸ δὲν ἔχουν. Αὐτοὶ εἶνε οἱ παράλυτοι ψυχικῶς, χειρότεροι ἀπὸ τὸ σημερινὸ παράλυτο.

* * *

Ἀπὸ μᾶς, ἀδελφοί μου, ἐξαρτᾶται νὰ κάνου­με τὴ γῆ ἢ παράδεισο ἢ κόλασι. Γι᾿ αὐτὸ εὔχομαι, νὰ ἔχουμε ὑπομονή. Εὔχομαι, ὅλοι νὰ ξυπνήσουμε καὶ νὰ ἐπιστρέψουμε στὴν πίστι τῶν πατέρων μας. Κι ὅταν ἐπιστρέψουμε ἐκεῖ, θὰ βλέπουμε τὰ πράγματα πολὺ διαφορετικὰ ἀπ᾿ ὅ,τι τὰ βλέπουμε σήμερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: