Κυριακὴ Γ΄ Ματθαίου (Ματθ. 6,22-33)
Τι σκοτίζει το νου
Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
«Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός» (Ματθ. 6,22)
Μερικοί, ἀγαπητοί μου, λένε· Τί νὰ πᾶμε στὴν ἐκκλησία, τί νὰ κάνουμε; ὅλο
τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια ἀκοῦμε!… Ἂν ὅμως τοὺς πιάσῃς αὐτοὺς καὶ τοὺς ῥωτήσῃς, τί
λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο (βλ. Ματθ. 6,22-33), μεσάνυχτα ἔχουν.
Θὰ προσπαθήσω λοιπὸν νὰ σᾶς ἐξηγήσω
μόνο τοῦτο τὸ ῥητό· «Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός», τὸ λυχνάρι τοῦ
σώματος εἶνε τὸ μάτι (ἔ.ἀ. 6,22). Φτάνουν αὐτὰ τὰ λόγια νὰ σώσουν ὄχι μόνο ἐμᾶς
ἀλλὰ καὶ τὸν κόσμο ὁλόκληρο. Γιατὶ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ ζυγίζουν παραπάνω ἀπὸ
τὰ ἄστρα. Ὅσα γράμματα κι ἂν μάθῃς, ὅσα βιβλία κι ἂν διαβάσῃς, καὶ στ᾽ ἀστέρια
νὰ πᾷς, ἀνώτερα δὲν θὰ βρῇς· τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ εἶνε διαμάντια. Ἕνα διαμάντι
λοιπὸν ἀπὸ αὐτὰ θὰ σᾶς δώσω σήμερα, ἂν καὶ ἡ κοινωνία μας τώρα δὲν τὰ ἐκτιμᾷ,
τὰ περιφρονεῖ. Πάρε μιὰ χούφτα διαμάντια καὶ ῥῖξ᾽ τα στὰ γουρούνια· δὲν θὰ τὰ ἐκτιμήσουν·
τὰ γουρούνια θέλουν πίτουρα, βελανίδια, βόρβορο. Μήπως προσβάλλω μ᾽ αὐτό; Μὰ ὁ
Χριστὸς τὸ λέει· «Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶ μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν
ἔμπροσθεν τῶν χοίρων» (ἔ.ἀ. 7,6)· φυλάξτε, δηλαδή, τὰ ἀνεκτίμητα λόγια μου, μὴν
τὰ πῆτε σὲ ἀνθρώπους ποὺ δὲν εἶνε εἰς θέσιν νὰ τὰ ἐκτιμήσουν.
Σήμερα λοιπὸν τὸ εὐαγγέλιο ἀρχίζει μὲ τὰ λόγια «Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός». Τί σημαίνουν αὐτά;
* * *
Θ᾽ ἀρχίσω μ᾽ ἕνα παράδειγμα. Στὸ γηροκομεῖο τῆς Μητροπόλεως στὴ Φλώρινα ἦρθε
τὶς μέρες αὐτὲς μιὰ γριά. Δὲν βλέπει καθόλου, εἶνε τελείως τυφλή. Τὴν ἔφεραν τὰ
παιδιά της καὶ μὲ παρακάλεσαν· Κάνε μιὰ χάρι, δέσποτα· πάρε τὴ γριὰ αὐτὴ στὸ
γηροκομεῖο, ὄχι γιατὶ ἐμεῖς δὲν ἀγαποῦμε τὴ μάνα μας, ἀλλὰ εἴμαστε φτωχαδάκια,
σκηνῖτες· γυρίζουμε ἀπὸ μέρος σὲ μέρος μὲ τὰ τσαντίρια, καὶ ἂν τὴν κουβαλᾶμε
μαζί μας θὰ βασανίζεται· ἔβλεπε ἄλλοτε μακριά, μάτια ἀετοῦ εἶχε, μὰ ἔπαθε
καταρράκτη… Τὴν πῆρα. Τὸ γηροκομεῖο εἶνε παλατάκι· καὶ ψωμὶ ἔχει, καὶ νερό,
καὶ κρέας, καὶ ψάρι, καὶ φάρμακο, καὶ γιατρό, τὰ πάντα ἔχει. Ἡ γριὰ ὅμως δὲν
μένει εὐχαριστημένη. –Ἄχ, ματάκια μου! λέει· ποιός θὰ μοῦ δώσῃ τὸ φῶς;
Πηγαίνετέ με σὲ γιατρὸ νὰ μοῦ κάνῃ ἐγχείρησι νὰ δοῦν τὰ μάτια μου, κι ἂς πάω
πάλι στὸ τσαντίρι… Δυστυχισμένη γυναίκα.
Πιό δυστυχισμένοι ὅμως εἶνε κάποιοι ἄλλοι,
ποὺ μάτια ἔχουν καὶ μάτια δὲν ἔχουν. Αὐτὸ λέει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα.
Τὸ νὰ ἔχῃς μάτια εἶνε κι αὐτὸ μεγάλο πρᾶγμα.
Ἀλλὰ δὲν ἔχουν ἀξία τόσο τὰ μάτια αὐτά· τέτοια ὅρασι ἔχουν καὶ τὰ ζῷα, μερικὰ
μάλιστα καὶ πιὸ ἰσχυρή. Ὅσο βλέπει π.χ. ὁ ἀετός, δὲν βλέπει ὁ ἄνθρωπος·
χίλια μέτρα ψηλὰ πετάει καὶ βλέπει κάτω τὸ λαγὸ καὶ τὸν πιάνει. Τὰ μάτια μας ἔχουν
ἀξία ἀνεκτίμητη, καὶ καλὰ κάνεις καὶ τὰ προσέχεις. Μὴν ἀμελήσῃς ὅμως νὰ
φροντίσῃς πιὸ πολὺ κάποια ἄλλα μάτια, ποὺ ἂν ἐκεῖνα τὰ χάσῃς, εἶσαι χαμένος ὁριστικά.
Ποιά εἶνε ἐκεῖνα τὰ μάτια; Δὲν εἶνε τὰ σωματικά· εἶνε μάτια ψυχικά· ἔχει καὶ ἡ
ψυχὴ μάτια, καὶ αὐτὰ εἶνε τὰ σπουδαιότερα. Ποιός εἶνε ὁ ὀφθαλμός, τὸ μάτι ποὺ
λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο; – ποιός θὰ τὸ πῇ; Ἐδῶ εἶνε ἡ ἑρμηνεία τοῦ εὐαγγελίου.
Τὸ μάτι αὐτὸ εἶνε τὸ μυαλὸ ἢ ὀρθότερα ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου.
Μυαλὸ ἔχει καὶ ἡ κόττα καὶ ἡ ἀλεποῦ καὶ
ὁ λύκος καὶ ἡ ἀρκούδα… Ναί, ἀλλὰ μυαλὸ ἀπὸ μυαλὸ διαφέρει. Τὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου
εἶνε θαῦμα. Ὑπερέχει! Διότι τὸ μυαλὸ τοῦ ζῴου δὲν προοδεύει ὅσα χρόνια κι ἂν
περάσουν· ἐνῷ ὁ ἄνθρωπος!… Βλέπεις τὸ μικρὸ παιδάκι· πάει σχολεῖο, γυμνάσιο,
πανεπιστήμιο καὶ γίνεται ἕνας ἐπιστήμονας. Γιατί; Γιατὶ ἔχει μυαλό, ποὺ εἶνε ἡ
μεγάλη δωρεὰ τοῦ Θεοῦ, τὸ θαῦμα ποὺ χωρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ ζῷο.
Ὁ Θεὸς λοιπόν, λέει τὸ εὐαγγέλιο, σοῦ ἔδωσε
μυαλό, γιὰ νὰ ξεχωρίζῃς ἀπ᾽ ὅλη τὴν πλάσι, νὰ προοδεύῃς, καὶ νὰ γίνῃς ἐσὺ στὸν
κόσμο αὐτὸν ἕνας μικρὸς θεός. Πρόσεχε τὸ μυαλό σου νὰ μὴν τὸ θολώσῃς, νὰ μὴν τὸ
καταστρέψῃς, νὰ μὴν τυφλωθῇς, διότι μερικὰ πράγματα θολώνουν τὸ μυαλὸ καὶ
τυφλώνουν. Τὴ γριὰ ποὺ εἴπαμε τὴν ἔκανε τυφλὴ ὁ καταρράκτης. Καὶ ὑπάρχουν
πολλοὶ «καταρράκτες», ποὺ τυφλώνουν τὶς ψυχές· ἀμφιβάλλω ἂν ἕνας μέσα στοὺς
χίλιους βλέπῃ ὅπως πρέπει. Εἶνε ἐκεῖνοι ποὺ εἶπε ὁ Χριστός ὅτι «ἔχουν μάτια
καὶ μάτια δὲν ἔχουν»· ἔχουν μάτια τοῦ σώματος, ἀλλὰ μάτια ψυχικὰ δὲν ἔχουν
(βλ. Μᾶρκ. 8,18· πρβλ. Ἰω. 9,41).
* * *
Θέλετε νὰ δῆτε μερικὰ ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ τυφλώνουν; Ἀναφέρω λίγα
παραδείγματα.
Ἦρθε μιὰ νέα γυναίκα νύχτα στὴ μητρόπολι
καὶ χτυποῦσε. Ἀνοίγουμε. Τί νὰ δῇς· ξυπόλητη, σκισμένα τὰ ῥοῦχα της,
ματωμένο τὸ πρόσωπό της, γδαρμένη. –Δέσποτα, σῶσε με! –Τί συνέβη; –Ὁ ἄντρας
μου γυρίζει τὴ νύχτα μεθυσμένος· βρίζει, σπάει πιάτα καὶ ἔπιπλα, χτυπάει, δαγκώνει.
Δὲν μπορῶ πιὰ νὰ ζήσω μαζί του. –Πῶς ἔγινε ἔτσι; –Ἦταν καλὸς μέχρι ποὺ ἔμπλεξε
μὲ κάτι φίλους μπεκρῆδες καὶ πίνουν μαζὶ στὶς ταβέρνες· ἀπὸ τότε θόλωσε τὸ
μυαλό του, δὲν βλέπει μπροστά του οὔτε γυναῖκα οὔτε παιδιά…
Ὁ μεθυσμένος εἶνε ἐπικίνδυνος. Μιὰ
παροιμία λέει· «ὁ τρελλὸς εἶδε τὸ μεθυσμένο κ᾽ ἔφυγε». Ὅταν μεθᾷς, χάνεις τὰ
λογικά σου. Νά πῶς τυφλώνει τὸ κρασί. Πρόσεχε! «Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός»·
τὸ ἀλκοὸλ τυφλώνει, ἡ μέθη στραβώνει.
Ἄλλο. Σ᾽ ἕνα μεγάλο χωριὸ χτύπησε τὴν
Κυριακὴ ὁ καλὸς παπᾶς τὴν καμπάνα· πῆγαν μόνο 5 ἄντρες, 10 γυναῖκες κι ὁ
δίσκος ἔπιασε 15 δραχμές. Τὴν ἴδια μέρα ἦρθαν ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη μὲ αὐτοκίνητο
πολυτελείας δύο ντιζέζ, «καλλιτέχνιδες», ἔστησαν παράστασι μὲ ὄργανα στὸ
καφφενεῖο, καὶ δὲν ἔμεινε στὸ σπίτι οὔτε γέρος οὔτε γριά· μαζεύτηκαν ὅλοι, καὶ
μέχρι τὰ μεσάνυχτα βγῆκαν ἐκεῖ τὰ μάτια τους νὰ χαζεύουν τὶς ἀδιάντροπες· κι αὐτές,
ἀφοῦ ξάφρισαν τὰ πορτοφόλια (μάζεψαν 75.000 δραχμές!) σηκώθηκαν κ᾽ ἔφυγαν. Ὦ
κόσμε· 15 δραχμὲς στὴν ἐκκλησιά (στὸ Χριστό) – 75.000 στὶς πόρνες!
Ἕνα λοιπὸν τὸ κρασί, ποὺ σκοτίζει τὸ
μυαλό, δεύτερον οἱ γυναῖκες, ἡ πορνεία δηλαδή.
Θέλεις ν᾽ ἀκούσῃς ἄλλο χειρότερο ποὺ
σκοτίζει τὸ νοῦ; Τὸν ἕνα τέλος πάντων τὸν ζάλισε τὸ κρασί, τὸν ἄλλο τέλος
πάντων τὸν ξελόγιασε ἡ σάρκα, ἀλλ᾽ αὐτὸν δὲν τὸν δικαιολογῶ, γιατὶ εἶνε σὰν
τὸν Ἰούδα· τὸν τύφλωσε ἡ φιλαργυρία, τὰ τριάκοντα ἀργύρια. Μοῦ ἔλεγε ἕνας ὑπάλληλος
– γνώστης, πὼς ὑπάρχουν κάποιοι πού, ἐνῷ τοὺς βλέπεις ἀκάθαρτους – ἀτημέλητους,
αὐτοὶ ἔχουν ἑκατομμύρια στὶς τράπεζες. Δὲν τὸ φανταζόμουν· ἐγὼ τοὺς νόμιζα
φτωχαδάκια. Τὸ χειρότερο ποιό εἶνε· καλά, δουλεύουν, κάνουν οἰκονομία, στεροῦνται
κι ἀποταμιεύουν· δὲν τοὺς κατηγορῶ. Γίνεται ὅμως ἔρανος, π.χ. τοῦ Ἐρυθροῦ
Σταυροῦ, γίνεται ἀνακοίνωσι, φωνάζει ὁ δάσκαλος κι ὁ παπᾶς· καὶ στὸ χωριὸ ποὺ
εἶνε αὐτοὶ μὲ τὰ ἑκατομμύρια καταθέσεις, πόσα δίνουν· 150 δραχμές! Ἔ, πῶς ἔτσι
νὰ πάῃ μπροστὰ ὁ κόσμος;
Ἀλλὰ τὸ χειρότερο φαρμάκι, ποὺ ζαλίζει
τὸ νοῦ καὶ σκοτεινιάζει τὸν ὀφθαλμὸ τῆς ψυχῆς, εἶνε – ποιό· ἡ ἀπιστία τοῦ αἰῶνος
τούτου. Ὁ Χριστὸς νὰ κατεβῇ, θαύματα νὰ κάνῃ, δὲν πιστεύουν. Παράδειγμα· ἔχεις ἕνα
ῥολόϊ. Ἐὰν σοῦ πῇ ἕνας ὅτι τὸ ῥολόϊ αὐτὸ φύτρωσε στὸ χωράφι, θὰ πῇς· Τρελλάθηκες;
εἶνε ποτέ δυνατόν; τὸ ῥολόϊ δὲν φυτρώνει ἔτσι, κάποιος τό ᾽φτειασε. Ἄ, αὐτὸ
«κάποιος τό ᾽φτειασε»; Καὶ τὰ ἄλλα «ῥολόγια» ἀπολύτου ἀκριβείας (τὸν ἥλιο, τὸ
φεγγάρι, τὰ ἀστέρια) ποιός τὰ ἔφτειαξε; Αἰῶνες τώρα εἶνε στὴν ὥρα τους! Γι᾽ αὐτὸ
οἱ ἀστρονόμοι, κατὰ κανόνα, εἶνε πιστοὶ στὸ Θεό. Ποιός τὸ «κούρδισε» αὐτὸ τὸ «ῥολόι»
νὰ δουλεύῃ ἔτσι; Τυφλὸς ὅποιος δὲν τὸ βλέπει. Αὐτὸ λέει ὁ Χριστὸς σήμερα· «Ὁ
λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός». Λυχνάρι ποὺ φωτίζει νὰ βλέπουμε εἶνε ὁ νοῦς.
Ἂν τώρα ἐσὺ τὸν σκοτίζῃς πότε μὲ λεφτὰ καὶ λίρες, πότε μὲ χαρτοπαίγνια κι ἀπάτες,
πότε μὲ οὐσίες καὶ πιοτά, πότε μὲ γυναῖκες καὶ ἔρωτες, πότε μὲ κλοπὲς καὶ ἀδικίες,
τότε δὲν ἔχεις πλέον νοῦ καὶ γίνεσαι σὰν τὰ ζῷα· «ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε,
παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48,13,21).
* * *
Ἀδελφοί μου· ἄνθρωπος ποὺ φεύγει ἀπὸ τὸ Θεὸ καταστρέφεται. Τὸ γαϊδουράκι,
ἂν συμβῇ κάπου νὰ πέσῃ σὲ λάκκο, ὅταν ξαναπεράσῃ ἀπὸ τὸ σημεῖο ἐκεῖνο προσέχει
καὶ δὲν ξαναπέφτει. Ὁ κόσμος παθαίνει χειρότερα ἀπὸ τὸ γαϊδουράκι. Ἔπεσε στὸ
λάκκο τοῦ πρώτου παγκοσμίου πολέμου μὲ σαράντα ἑκατομμύρια σκοτωμένους.
Ξαναπέφτει μετὰ ἀπὸ εἴκοσι χρόνια στὸν ἴδιο λάκκο, τοῦ δευτέρου παγκοσμίου
πολέμου, μὲ ὀγδόντα ἑκατομμύρια νεκρούς. Καὶ τώρα ἑτοιμάζεται γιὰ τρίτο λάκκο,
τὸν Ἁρμαγεδῶνα, ποὺ θὰ καταστρέψῃ τὰ πάντα.
Νά λοιπόν τί λέει ὁ Χριστός μας·
Προσέξτε τὸ νοῦ σας! Μακριὰ ἀπὸ τὰ πάθη ποὺ σκοτίζουν, ἀπὸ τὴν κακία ποὺ
τυφλώνει. Κράτα τὸ νοῦ σου καθαρό, νὰ βλέπῃ τὸ Θεό, νὰ σκέφτεται τὸ καλὸ τοῦ ἄλλου.
Ξυπνᾷς; βλέπεις τὸν ἥλιο; πές «Δόξα σοι, ὁ Θεός!». Πᾷς στὸ χωράφι; ἀκοῦς τὰ
πουλάκια νὰ κελαηδοῦν; βλέπεις τὰ καλαμπόκια νὰ φυτρώνουν; βλέπεις τὰ σπαρτὰ νὰ
μεστώνουν; βλέπεις τὶς μηλιὲς τὶς ἀχλαδιὲς γεμᾶτες; πὲς «Δόξα σοι, ὁ Θεός!». Ὁ ἄπιστος
ὅμως δὲν βλέπει, τὸν τυφλώνουν τὰ κρίματα. Ἀντὶ νὰ δοξάζῃ τὸ Θεὸ ἀνοίγει στόμα
καὶ βλαστημάει. Θὰ τοῦ ἄξιζε νὰ τὸν βάλῃς σ᾽ ἕνα πύραυλο καὶ νὰ τὸν στείλῃς
στὸ φεγγάρι, σ᾽ ἐκείνη τὴν ἐρημιὰ ποὺ δὲν ὑπάρχει ἀέρας, νερό, ζωή, πράσινο
φύλλο καὶ καρπός, ἀλλὰ ξεραΰλα καὶ νέκρα. Ἐδῶ στὴ γῆ μᾶς τά ᾽δωσε ὅλα ὁ Θεός,
κι ἀντὶ γιὰ εὐχαριστῶ τὴ μπουκιὰ ἔχουμε στὸ στόμα καὶ τὸ Χριστὸ βλαστημᾶμε.
Θεέ μου, πῶς μᾶς ἀνέχεσαι, πῶς δὲν
σείεις τὴ γῆ! Θά ᾽ρθῃ μιὰ μέρα ποὺ θὰ δοῦμε σημεῖα καὶ τέρατα. Θὰ πληρώσουμε μὲ
τόκο καὶ ἐπιτόκιο ὅλες τὶς ἀτιμίες καὶ τὶς βλαστήμιες. Θὰ πληρώσῃ αὐτὴ ἡ ἀνθρωπότης.
Ὑπάρχει Θεός· ὑπάρχει ἕνα μάτι ποὺ τὰ βλέπει ὅλα, ἕνα αὐτὶ ποὺ τ᾽ ἀκούει ὅλα,
καὶ ἕνα χέρι ποὺ τὰ γράφει ὅλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου