Κυριακή Β' Ματθαίου
Σήμερα, το μικρό κομμάτι του
Ευαγγελίου, που διαβάσαμε, περιέγραφε δυο ομάδες αδελφών. Τον Πέτρο με τον
Ανδρέα και τον Ιάκωβο με τον Ιωάννη.
Όπως ήταν συνήθεια στις αγροτικές κοινωνίες, σχεδόν μέχρι και μετά τον Β΄ Παγκ. Πόλεμο, κάθε παιδί έπαιρνε τη δουλειά του πατέρα του. Συνέχιζε τη δουλειά του πατέρα του. Ειδικά ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης στο πλοίο τους ήταν μαζί με τον πατέρα τους τον Ζεβεδαίο. Φαίνεται, ο Ανδρέας και ο Πέτρος ήταν μεγαλύτεροι ηλικιακά και ο πατέρας τους είχε αποσυρθεί ή είχε πεθάνει.
Εκεί, στο χώρο της εργασίας τους, τούς συνάντησε ο Χριστός και τους κάλεσε κοντά Του. Αυτό είναι ένα ιστορικό περιστατικό, που αφορά εκείνους μονάχα; Ιστορικό περιστατικό είναι για εκείνους, αλλά δεν αφορά μονάχα εκείνους. Ο Χριστός έρχεται στο χώρο που έχουμε και εμείς την δική μας απασχόληση και μας καλεί κοντά Του. Μας λέει να Τον ακολουθήσουμε, από εκεί που είμαστε. Σε μας βέβαια δεν λέει να αφήσουμε ό,τι έχουμε και δεν έχουμε. Ξέρει ότι είμαστε αδύναμοι, σχεδόν ανύπαρκτοι και δεν έχουμε αντοχές για να κάνουμε τόσο μεγάλες κινήσεις, όπως έκανε ο Πέτρος, ο Ιάκωβος, ο Ανδρέας και ο Ιωάννης. Μας λέει όμως να Τον ακολουθήσουμε.
Πότε όμως κανείς αφήνει την καθημερινότητά του, τον ρυθμό τον οποίο έχει συνηθίσει, ακόμα πιο δύσκολα τον τρόπο που σκέπτεται, τα κριτήρια με τα οποία αξιολογεί τα πράγματα, και λέει τι αξίζει και τι δεν αξίζει; Πότε τα αφήνει όλα αυτά για να δεχτεί κάτι καινούργιο; Όταν γοητευθεί απ’ το καινούργιο. Όταν κάτι τον γοητεύσει, θα ακολουθήσει αυτό που τον γοήτευσε.
Γι’ αυτούς τους αποστόλους το πρόσωπο του Χριστού ήταν μια ουσιαστική γοητεία χάριν της οποίας εγκατέλειψαν την καθημερινότητά τους και την ανέτρεψαν εντελώς. Δεν ήταν σοφοί, δεν ήταν φιλόσοφοι, δεν ήταν θεολόγοι, δεν είχαν σπουδάσει πουθενά, ήταν απλοί άνθρωποι των οποίων όμως η καρδιά ήξερε πού έπρεπε να παραδοθεί.
Εμείς έχουμε στοιχεία που εκείνοι δεν είχαν∙ κάποιες σπουδές, κάποια γράμματα. Κι εκείνοι ξέρανε γράμματα γιατί όλοι οι Εβραίοι μάθαιναν να γράφουν και να διαβάζουν, άντρες – γυναίκες. Σε άλλες κοινωνίες αυτά τότε ήταν ασυνήθιστα. Στην εβραϊκή κοινωνία άντρας – γυναίκα έπρεπε να μάθει να γράφει και να διαβάζει. Όμως είχαν επί πλέον κάτι άλλο. Είχαν τον ηρωϊσμό αλλά και το «μαγγανοπήγαδο» της καθημερινότητάς τους.
Σε μας έρχεται λοιπόν και μας λέει: «Άφησε αυτόν τον τρόπο που σκέφτεσαι και δέξου τον τρόπο που σου προτείνω να σκέφτεσαι». Κι εμείς δυσκολευόμαστε. Έχουμε συνηθίσει, έχουμε αποκτήσει παγιωμένη νοοτροπία, λέμε: «Τώρα είμαι πενήντα χρονών, είμαι εξήντα, είμαι έστω τριάντα, δεν αλλάζει ο άνθρωπος». Ο Χριστός όμως μας λέει ότι ο άνθρωπος αλλάζει, ακόμα και πριν να πεθάνει. Και επιβεβαίωση, ότι ο άνθρωπος αλλάζει και δευτερόλεπτα πριν πεθάνει, είναι η ιστορία η δική Του, που πάνω στον Σταυρό ο διπλανός Του ο ένας αλλάζει και ο άλλος δεν αλλάζει. Και δεν φταίει η χρονική στιγμή. Φταίνε άλλα, εσωτερικά θέματα. Καταστάσεις της ψυχικής τους διαθέσεως, όχι οι συνθήκες. Πολλές φορές εμείς ταμπουρωνόμαστε πίσω απ’ την ηλικία, απ’ τη συνήθεια, απ’ τις συνθήκες και λέμε: «Πως τώρα, πια δεν γίνεται…»! Και κουνάμε το κεφάλι μας, θεωρώντας ότι έχουμε απόλυτο δίκιο. Στην πραγματικότητα όμως απλώς φοβόμαστε να Τον ακολουθήσουμε, γιατί δεν χορτάσαμε, δεν γοητεύτηκε η καρδιά μας απ’ το Πρόσωπό Του.
Σήμερα είναι η κλήση των αποστόλων αυτών. Είναι επίσης και η κλήση για όλους εμάς. Εκείνοι Τον είχαν μπροστά τους βιολογικά ζωντανό και μπορούσαν να Τον δουν. Εμείς Τον έχουμε μπροστά μας υπαρξιακά ζωντανό μέσα στο λόγο του Ευαγγελίου Του. Εμείς θα πρέπει να πάρουμε τα Ευαγγέλια, και τώρα που αρχίσαμε απ’ την προηγούμενη Κυριακή να διαβάζουμε τον Ματθαίο, να αρχίσουμε να διαβάζουμε το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, ούτως ώστε σιγά-σιγά να γοητευτεί και η δική μας καρδιά απ’ το πρόσωπο του Χριστού και να Τον ακολουθήσουμε. Όχι στα εξωτερικά, στα εσωτερικά. Όχι στις συνήθειες, αλλά στο περιεχόμενο της καρδιάς. Όχι στη συμπεριφορά, αλλά στην ποιότητα της καρδιάς μας. ΜΑΚΑΡΙ να συμβεί για όλους.
ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΜΟΙ
π.Θεοδόσιος Μαρτζούχος
Όπως ήταν συνήθεια στις αγροτικές κοινωνίες, σχεδόν μέχρι και μετά τον Β΄ Παγκ. Πόλεμο, κάθε παιδί έπαιρνε τη δουλειά του πατέρα του. Συνέχιζε τη δουλειά του πατέρα του. Ειδικά ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης στο πλοίο τους ήταν μαζί με τον πατέρα τους τον Ζεβεδαίο. Φαίνεται, ο Ανδρέας και ο Πέτρος ήταν μεγαλύτεροι ηλικιακά και ο πατέρας τους είχε αποσυρθεί ή είχε πεθάνει.
Εκεί, στο χώρο της εργασίας τους, τούς συνάντησε ο Χριστός και τους κάλεσε κοντά Του. Αυτό είναι ένα ιστορικό περιστατικό, που αφορά εκείνους μονάχα; Ιστορικό περιστατικό είναι για εκείνους, αλλά δεν αφορά μονάχα εκείνους. Ο Χριστός έρχεται στο χώρο που έχουμε και εμείς την δική μας απασχόληση και μας καλεί κοντά Του. Μας λέει να Τον ακολουθήσουμε, από εκεί που είμαστε. Σε μας βέβαια δεν λέει να αφήσουμε ό,τι έχουμε και δεν έχουμε. Ξέρει ότι είμαστε αδύναμοι, σχεδόν ανύπαρκτοι και δεν έχουμε αντοχές για να κάνουμε τόσο μεγάλες κινήσεις, όπως έκανε ο Πέτρος, ο Ιάκωβος, ο Ανδρέας και ο Ιωάννης. Μας λέει όμως να Τον ακολουθήσουμε.
Πότε όμως κανείς αφήνει την καθημερινότητά του, τον ρυθμό τον οποίο έχει συνηθίσει, ακόμα πιο δύσκολα τον τρόπο που σκέπτεται, τα κριτήρια με τα οποία αξιολογεί τα πράγματα, και λέει τι αξίζει και τι δεν αξίζει; Πότε τα αφήνει όλα αυτά για να δεχτεί κάτι καινούργιο; Όταν γοητευθεί απ’ το καινούργιο. Όταν κάτι τον γοητεύσει, θα ακολουθήσει αυτό που τον γοήτευσε.
Γι’ αυτούς τους αποστόλους το πρόσωπο του Χριστού ήταν μια ουσιαστική γοητεία χάριν της οποίας εγκατέλειψαν την καθημερινότητά τους και την ανέτρεψαν εντελώς. Δεν ήταν σοφοί, δεν ήταν φιλόσοφοι, δεν ήταν θεολόγοι, δεν είχαν σπουδάσει πουθενά, ήταν απλοί άνθρωποι των οποίων όμως η καρδιά ήξερε πού έπρεπε να παραδοθεί.
Εμείς έχουμε στοιχεία που εκείνοι δεν είχαν∙ κάποιες σπουδές, κάποια γράμματα. Κι εκείνοι ξέρανε γράμματα γιατί όλοι οι Εβραίοι μάθαιναν να γράφουν και να διαβάζουν, άντρες – γυναίκες. Σε άλλες κοινωνίες αυτά τότε ήταν ασυνήθιστα. Στην εβραϊκή κοινωνία άντρας – γυναίκα έπρεπε να μάθει να γράφει και να διαβάζει. Όμως είχαν επί πλέον κάτι άλλο. Είχαν τον ηρωϊσμό αλλά και το «μαγγανοπήγαδο» της καθημερινότητάς τους.
Σε μας έρχεται λοιπόν και μας λέει: «Άφησε αυτόν τον τρόπο που σκέφτεσαι και δέξου τον τρόπο που σου προτείνω να σκέφτεσαι». Κι εμείς δυσκολευόμαστε. Έχουμε συνηθίσει, έχουμε αποκτήσει παγιωμένη νοοτροπία, λέμε: «Τώρα είμαι πενήντα χρονών, είμαι εξήντα, είμαι έστω τριάντα, δεν αλλάζει ο άνθρωπος». Ο Χριστός όμως μας λέει ότι ο άνθρωπος αλλάζει, ακόμα και πριν να πεθάνει. Και επιβεβαίωση, ότι ο άνθρωπος αλλάζει και δευτερόλεπτα πριν πεθάνει, είναι η ιστορία η δική Του, που πάνω στον Σταυρό ο διπλανός Του ο ένας αλλάζει και ο άλλος δεν αλλάζει. Και δεν φταίει η χρονική στιγμή. Φταίνε άλλα, εσωτερικά θέματα. Καταστάσεις της ψυχικής τους διαθέσεως, όχι οι συνθήκες. Πολλές φορές εμείς ταμπουρωνόμαστε πίσω απ’ την ηλικία, απ’ τη συνήθεια, απ’ τις συνθήκες και λέμε: «Πως τώρα, πια δεν γίνεται…»! Και κουνάμε το κεφάλι μας, θεωρώντας ότι έχουμε απόλυτο δίκιο. Στην πραγματικότητα όμως απλώς φοβόμαστε να Τον ακολουθήσουμε, γιατί δεν χορτάσαμε, δεν γοητεύτηκε η καρδιά μας απ’ το Πρόσωπό Του.
Σήμερα είναι η κλήση των αποστόλων αυτών. Είναι επίσης και η κλήση για όλους εμάς. Εκείνοι Τον είχαν μπροστά τους βιολογικά ζωντανό και μπορούσαν να Τον δουν. Εμείς Τον έχουμε μπροστά μας υπαρξιακά ζωντανό μέσα στο λόγο του Ευαγγελίου Του. Εμείς θα πρέπει να πάρουμε τα Ευαγγέλια, και τώρα που αρχίσαμε απ’ την προηγούμενη Κυριακή να διαβάζουμε τον Ματθαίο, να αρχίσουμε να διαβάζουμε το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, ούτως ώστε σιγά-σιγά να γοητευτεί και η δική μας καρδιά απ’ το πρόσωπο του Χριστού και να Τον ακολουθήσουμε. Όχι στα εξωτερικά, στα εσωτερικά. Όχι στις συνήθειες, αλλά στο περιεχόμενο της καρδιάς. Όχι στη συμπεριφορά, αλλά στην ποιότητα της καρδιάς μας. ΜΑΚΑΡΙ να συμβεί για όλους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου