(Ρωμ. β΄10)
Δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος
φυσιολογικός, ὁ ὁποῖος νά μή λαχταρᾶ, νά μή ἀποζητᾶ στή ζωή του τή δόξα. Ὅλοι
μας θέλουμε καί ἐπιδιώκουμε νά δοξαστοῦμε. Ἡ δόξα σαγηνεύει τή ψυχή μας. Καί
σάν λέξη μόνο ἠλεκτρίζει μικρούς καί μεγάλους. Πόσοι ὅμως πετυχαίνουν τήν
κατάκτησή της;
Τό σημερινό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα
μᾶς δίνει ἀλάθητη ἀπάντηση στό πῶς εἶναι δυνατό νά ἱκανοποιηθεῖ ὁ πόθος τῆς
δόξας πού ὅλοι ἔχουμε μέσα μας ἔμφυτη. Κάθε ἄνθρωπος, λέγει, πού κάμνει τό καλό
στή ζωή του, θά δοξαστεῖ ὁπωσδήποτε. Ταυτόχρονα ὅμως μᾶς δίνει καί τήν ἀφορμή νά δοῦμε εἰδικώτερα τή σχέση πού ὑπάρχει ἀνάμεσα
στήν ἀρετή καί τή δόξα.
****
«Δόξα καί τιμή καί εἰρήνη παντί τῷ ἐργαζομένῳ τό ἀγαθόν»
Ἡ δόξα γιά τήν ὀποία γίνεται λόγος ἐδῶ δέν εἶναι βέβαια τόσο ἡ δόξα τοῦ κόσμου αὐτοῦ, ἀλλά ἡ δόξα πού θά ἀποδοθεῖ κυρίως στή μέλλουσα ζωή. Ὅμως καί στήν παρούσα ζωή μεταξύ τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ τῶν λογικῶν καί φρόνιμων, ἡ δόξα εἶναι τό βραβεῖο, μέ τό ὁποῖο βραβεύεται ἡ ἀρετή.
Οἱ
σοβαροί καί ὥριμοι πνευματικά ἄνθρωποι, πού ὑπολογίζουν τό Νόμο τοῦ Θεοῦ, τιμοῦν
καί ἐπαινοῦν καί δοξάζουν ὄχι τούς ἄδικους, τούς κλέπτες, τούς καταχραστές καί
τούς ἄσωτους, ἀλλά τούς τίμιους, τούς δίκαιους, τούς ἠθικούς καί γενικά τοιύς ἐνάρετους
συνανθρώπους τους. «Τίνι οὐαί» ἐρωτᾶ ὁ σοφός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού ἐκθέτει
μέ τό φωτισμό καί τή σοφία τοῦ Θεοῦ τά ὅσα συμβαίνουν μεταξύ τῶν ἀνθρώπων.
(Παρ. κγ΄29). Γιά ποιόν δηλαδή γίνονται οἱ ἐπικρίσεις καί τά σχόλια; Σέ ποιόν ταιριάζει τό «οὐαί» τό ἀλοίμονον;
Καί ἀπαντᾶ ὀ ἴδιος:στόν μέθυσο. Μέ λίγα λόγια γιά τόν ἄνθρωπο ἐκεῖνο πού φεύγει
ἀπό τόν θρόνο τοῦ Θεοῦ. Αὐτός εἶναι ὁ ἀξιολύπητος. Αὐτόν οἰκτεςίρουν ὅλοι οἱ
σώφρονες, οἱ λογικοί καί συνετοί ἄνθρωποι. Αὐτοί τέτοιον τύπο ἀνθρώπου δέν
θέλουν νά τόν μιμηθοῦν ποτέ τους.
Ὑπάρχουν
βέβαια καί ἄνθρωποι «λέγοντες τό πονηρόν καλόν καί τό καλόν πονηρόν, οἱ τιθέντες
τό σκότος φῶς καί τό φῶς σκότος» (Ἡσ. ε΄20) ὅπως παρατηρεῖ ὁ προφήτης Ἡσαῒας. Ὑπάρχουν
δηλαδή, καί ἔχουν πληθυνθεῖ ἐπικίνδυνα στίς μέρες μας, ἐκεῖνοι πού παριστάνουν
τό κακό ὡς καλό καί τό καλό ὡς κακό, καί οἱ ὁποῖοι μέ τίς πράξεις τους
παρουσιάζουν τό σκοτόαδι ὡς φῶς καί τό φῶς ὡς σκότος καί οἱ ὁποῖοι πείθουν μέ
τό παράδειγμά τους καί τούς ἄλλους, ὅτι τό πικρό εἶναι γλυκύ καί τό γλυκύ
πικρό. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί χλευάζουν τούς εὐσεβεῖς καί ἐγκωμιάζουν τούς ἀσεβεῖς. Αὐτοί δέν ἀπορρίπτουν
ἁπλῶς τίς παραδοσιακές ἀξίες, ἀλλά προτείνουν νέα τάξη ἠθικῶν ἐννοιῶν καί ἀξιῶν. Ἐπιδιώκουν ἐπιστροφή
στό ἀρχικό χάος, ὁπότε δέν ὐπῆρχε διάκριση φωτός καί σκότους. Ἔχουν διαστραφεῖ
οἱ ἴδιοι λόγῳ τοῦ βυθισμοῦ τους στήν ἀμαρτία καί ἐπιχειροῦν νά διαστρέψουν τόν ἠθικό
κώδικα συμπεριφορᾶς. Τό νά λε΄ς ὅμως τό καλό πονηρό καί τό πονηρό καλό δέν εἶναι
ἁπλῶς ἀμαρτία. Εἶναι κάτι βαθύτερο. Εἶναι διαστροφή τῆς ἀλήθειας καί μίμηση τοῦ
ἔργου τοῦ διαβόλου. Καί ὁ ἄνθρωπος πού ἐπιχειρεῖ κάτι τέτοιο γίνεται ὄργανο τοῦ
σατανᾶ, ὁ ὁποῖος εἶναι διαστροφέας τῆς ἀλήθειας καί πατέρας τοῦ ψεύδους. Γι’ αὐτό
καί ὁ σοφός Σειράχ τονίζει ὅτι εἶναι λάθος καί ἄδικο νά δοξάζεις «ἄνδρα ἁμαρτωλόν»
(Σ.Σειράχ ι΄23).
Ἡ
ἱστορία ἔχει βάλει τή σφραγίδα της μέ τρόπο ἀνεξίτηλο καί ἀδιάψευστο. Ἀπό τόν
σκοτεινό Ἐφιάλτη καί τόν ὕπουλο Ἰούδα μέχρι τούς μανιακούς καί παρανοϊκούς ἀνθρώπους
πού αἱματοκύλισαν τήν ἀνθρωπότητα, ὅλοι ὅσοι διέπραξαν τό κακό στιγματίστηκαν
καί ἔμειναν στούς αἰῶνες ὡς πρόσωπα ἀνυπόληπτα. Ἀντίθετα ἀπό τόν δίκαιο Ἀριστείδη
καί τόν Πάγκαλο Ἰωσήφ, μέχρι τούς κοινωνικούς ἐργάτες καί σύγχρονους εὐεργέτες
τῆς ἀνθρωπότητας, ὅλοι ὅσοι ἔζησαν νέ ἀρετή, ἐγκωμιάζονται καί ρποβάλλονται
πρός μίμησιν αἰωνίως.
*****
Ἡ
δόξα ὅμως αὐτή τήν ὁποία ἀποδίδουν οἱ λογικοί ἄνθρωποι στούς ἀνθρώπους τῆς ἀρετῆς
δέν εἶναι σχεδόν τίποτε, ἐάν συγκριθεῖ μέ τή δόξα πού χαρίζει ὁ Θεός καί ἡ ὁποία
θά φανεῖ ὁλόλαμπρη μετά τή Δευτέρα Παρουσία. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ὁ δίκαιος
καί ἀμερόληπτος Κριτης, τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως δέν θά στερήσει τήν δόξα ἀπό
κανένα ἐνάρετο ἄνθρωπο. Τό διακήρυξεν ὀ ἴδιος μέ τό θεϊκό Του κύρος: «Τούς δοξάζοντάς
με δοξάσω καί ὁ ἐξουθενῶν με ἀτιμασθήσεται» ( Α΄Βασ. β΄30).Αὐτούς δηλαδή πού
μέ τιμοῦν καί μέ δοξάζουν, αὐτούς πού μέ παραδέχονται ὡς Κύριο καί βασιλιά
τους καί συμμορφώνονται πρός τίς ἐντολές καί τά προστάγματά μου θά τούς δοξάσω.
Ἀντίθετα ὅσοι δέν μέ ὑπολογίζουν θά περιφρονηθοῦν καί θά ἐξευτελιστοῦν ἀπό
μόνοι τους, καταδικάζοντας τόν ἑαυτό τους σέ ἀνυποληψία καί ἐξουθένωση.
Ἀλλά
καί ὀ Ἐνανθρωπήσας Μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ ἐτόνισεν ἐπανειλημμένως ὅτι ἐπιφυλάσσεται
δόξα στούς οὐρανούς γιά ὅσους ἐργάζονται τά καλά ἔργα. «Οἱ δίκαιοι, μᾶς εἶπεν,
ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρός αὐτῶν» (Ματθ. ιγ΄ 43). Οἱ
δίκαιοι θά δοξαστοῦν καί θά λάμψουν σάν τόν ἥλιο στή βασιλεία τοῦ οὐράνιου
Πατέρα τους. Διότι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ πού θά πέφτει πάνω τους θά τούς κάμνει νά
«μετατυποῦνται πρός αὐτήν», θά τήν ἀντικατοπτρίζουν στά πρόσωπά τους καί θά γίνονται
κατά τόν ἑρμηνευτή (Ζ) θεοειδεῖς.
Μᾶς
εἶπε μάλιστα ὁ Κύριος λίγο πρό τοῦ Πάθους Του ὅτι «πρῶτος» καί «μέγας» εἶναι ὁ
«ἔσχατος», ὁ «διακονῶν», ἐκεῖνος δηλαδή πού θεληματικά γίνεται ὐπηρέτης τῶν ἄλλων.
Σέ τελευταία ἀνάλυση πρῶτος καί μεγάλος καί ἐδῶ καί στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι
ὁ ταπεινός ἄνθρωπος. (Μαρκ. θ΄35). Ἔθεσε δηλαδή ὡς βάση καί πηγή τῆς δόξας τήν ἀρετή.
Ὅρισε τάξη πραγμάτων διαφορετική ἀπό ἐκείνη τοῦ κόσμου, διότι γιά τό Θεό κανείς
ἀπό τούς ἐνδόξους τῆς γῆς δέν εἶναι «μείζων» μεγαλύτερος «τοῦ φοβουμένου τόν
Κύριον» (Σ.Σειράχ ι΄24). Ὁ Κύριος καί θεός μας θεωρεῖ μεγαλύτερο καί σπουδαῖο ἐκεῖνο
τόν ἄνθρωπο πού ἔχει φόβο Θεοῦ καί στολίζεται μέ τίς ἀρετές, πού εἶναι καρπός
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτόν θά στεφανώσει μέ τό ἀμαράντινο στεφάνι τῆς δόξας (
Α΄Πέτρ. ε΄4).
Τά
ὅσα ἀναφέραμε μέχρι τώρα γίνονται ἀκόμη καλύτερα κατανοητά, ἄν φέρουμε στό νοῦ
μας τά παραδείγματα τῶν Ἁγίων τῆς ἐκκλησίας μας. Πολλοί δοξάστηκαν καί ἐνῶ ἀκόμη
ζοῦσαν στή γῆ, παρά τό ὅτι οἱ ἴδιοι ἀπέφευγαν τή δόξα καί τούς ἐπαίνους καί
κρύβονταν φεύγοντας μακρυά ἀπό τό φακό τῆς
δημοσιότητας. Ὅλοι ὅμως δοξάζονται μετά τό θάνατό τους ἀπότ ά ἑκατομμύρια τῶν
πιστῶν που΄ἑορτάζουν τή μνήμη τους καί ἐξυμνοῦν τά πνευματικά τους κατορθώματα
καί ἐμπνέονται ἀπό τή ζωή τους καί μιμοῦνται τό παράδειγμά τους καί ζητοῦν τίς
πρεσβεῖες τους.
*****
«Δόξα καί τιμή καί εἰρήνη παντί τῷ ἐργαζομένῳ τό ἀγαθόν»
Εἴπαμεν, ἀδελφοί, πώς δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος πού νά μή ἀγαπᾶ τή δόξα. Ὁ πόθος της εἶναι φυτευμένος στήν ψυχή μας ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό πού μᾶς δημιούργησε. Μέ τήν ἁμαρτία τῶν πρωτοπλάστων ὅμως ἐπηρεάστηκε καί ὁ πόθος αὐτός καί ἀκολουθεῖ πλέον ὁ ἄνθρωπος ἐσφαλμένους δρόμους γιά τήν ἱκανοποίηση τῆς φιλοδοξίας του. Γι’ αὐτό καί δέν φτάνει ποτέ στήν ἀληθινή δόξα. Ἐάν λοιπόν θέλουμε νά δοξασθοῦμε πραγματικά, ἄς μεταθέσουμε τό ἐνδιαφέρον μας «ἐπί τήν κτῆσιν τῆς ἀρετῆς», ὅπως λέγει ὁ μέγας Βασίλειος. Νά στραφοῦμε μέ ζῆλο καί νά ἐπιδιώξουμε τήν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς. Ἄς ἀγωνιζόμαστε νά γινόμαστε μέρα μέ τή μέρα περισσότερο ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό καί ἡ δόξα θά ἔρθει νά μᾶς βρεῖ μόνη της καί νά βραβεύσει τή ζωή μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου