Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2023

Το θείο δώρο της ζωής - Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Το θείο δώρο της ζωής

Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

«Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι. Καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ» (Λουκ. 7,14-15)

Χαίρω, ἀγαπητοί μου, χαίρω ὁ γέρων ἐγὼ ἐ­πίσκο­πος ποὺ βρίσκομαι κοντά σας.
Τί λέει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα; (βλ. Λουκ. 7,11-16). Δι­η­γεῖ­ται ἕνα θαῦμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χρι­στοῦ. Ἕνα μόνο θαῦμα ἔκανε ὁ Χριστός; Ὄ­­χι βέβαια· ἔκανε πολλά. Μετράει κανεὶς τὰ ἄστρα τ᾽ οὐρανοῦ; ἄλλο τόσο μπορεῖ νὰ μετρή­­σῃ καὶ τὰ θαύμα­τα ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ μέχρι συντελεί­ας τοῦ αἰῶ­νος ὁ Κύρι­ός μας. Γιατὶ ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε ἁ­πλὸς ἄν­θρω­πος, ὅπως εἴμαστε ὅλοι ἐμεῖς· εἶνε καὶ Θεός, εἶνε τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ πρόσωπα τῆς ἁγί­ας Τριάδος· Πατήρ, Υἱὸς καὶ ἅγιον Πνεῦμα.

Ἦταν ἐποχή, τότε στὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου, ποὺ μέσα στὸ χάος δὲν ὑπῆρχε τίποτα. Καὶ αἴ­­­φνης ἀ­κούστηκε τὸ δημιουργικὸ πρόσταγμα τοῦ Πλά­στου· «Γενηθήτω φῶς…, Γενηθήτω στε­ρέωμα…, Νὰ γίνουν τὰ ἄστρα!…» (Γέν. 1,3,6,14) Καὶ τό­τε στὸν οὐρανὸ ἔλαμψαν τ᾽ ἀ­στέρια, πλῆθος ἀμέ­τρητο.

Ἕνα δὲ ἀ­πὸ αὐτά, τὸ λαμ­πρότερο γιὰ μᾶς, εἶνε ὁ Ἥ­λιος, ποὺ σὲ μέγεθος εἶνε ἕνα ἑ­­κα­τομμύριο τριακόσες χιλιάδες φορὲς μεγαλύ­τερος ἀπὸ τὴ Γῆ μας. Τερά­στιο φωτει­νὸ σῶ­­μα, ποὺ στέλνει τόσο μακριὰ τὸ φῶς καὶ τὴ θερ­μότητά του· καὶ δωρεάν.

Εἶνε τρόπον τι­νὰ ἡ ΔΕΗ τοῦ ἡλιακοῦ μας συστήματος. Ἂν σβή­σῃ ὁ Ἥ­λιος (ὅ­πως ἔσβησε τὴ Μεγάλη Παρασκευή, ποὺ «ἀ­πὸ ἕκτης ὥρας σκότος ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης» [Ματθ. 27,45. Μᾶρκ. 15,33. Λουκ. 23,44]), θὰ γίνῃ τέτοιο σκοτάδι ποὺ ὅ­λες μαζὶ οἱ ΔΕΗ τῆς Γῆς δὲν θὰ μποροῦν νὰ τὸ νικήσουν. Συχνὰ ἔρ­χονται στὸ γραφεῖο μας φτωχοὶ ποὺ παρακαλοῦν νὰ βοηθήσουμε, γιατὶ δὲν ἔ­χουν νὰ πληρώσουν τὸ λογαριασμὸ καὶ ἡ Δ.Ε.Η. ἡ τσιγγούνα τοὺς ἔκοψε τὸ ῥεῦμα…
Νὰ γίνουν λοιπὸν τὰ ἄστρα! καὶ ἔγιναν τὰ ἄ­στρα. Νὰ γίνῃ ὁ ἥλιος! καὶ ἔγινε ὁ ἥλιος. Νὰ γί­νῃ ἡ σελήνη! καὶ ἔγινε ἡ σελήνη. Νὰ γεμίσῃ ἡ γῆ ἀπὸ ζωή, τὰ νερὰ ἀπὸ ψάρια, ὁ ἀέρας ἀπὸ πουλιά! καὶ ἔγιναν. Νὰ βγάλῃ ἡ γῆ ζῷα μικρὰ – μεγάλα, ἀπὸ τὸν ἐλέφαντα μέχρι τὸ ἀηδο­νάκι ποὺ ψάλλει γλυκά. Τέλος, ἀφοῦ ὁ Θεὸς τὰ ἑτοίμασε ὅλα αὐτά, εἶ­πε· «Ποιήσωμεν ἄν­θρωπον…» (ἔ.ἀ. 1,26)! καὶ ἐμ­φα­νίστηκε ὁ ἄνθρωπος, τὸ τελειότερο δημι­ούρ­γημά του.
Εὐτυ­χισμέ­νοι ζοῦσαν οἱ πρωτόπλαστοι στὸν παράδεισο. Ἀλλὰ κατόπιν ὁ Ἀδὰμ ἁμάρτησε, καὶ ἔτσι μπῆκε στὴ ζωή του ὁ θάνα­­τος. Πεθαί­νει πλέον ὁ ἄνθρωπος εἴ­τε ἀπὸ φυσιολογικὴ φθορὰ καὶ γηρατειά, εἴτε ἀπὸ ἀσθένειες ἢ δυσ­τυχήματα ἢ ἐγκλήματα, εἴτε ἀπὸ φυσικὲς καταστροφὲς καὶ θεομηνίες. Ὁ θά­νατος καὶ ὁ τάφος μᾶς νικοῦν ὅ­λους. Ἕνας μόνο τὰ νίκη­σε αὐτά, ὁ Κύριος ἡ­μῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Στὸ σημερινὸ λοιπὸν εὐαγγέλιο τί βλέπουμε. Ἐκεῖνος ποὺ εἶ­νε ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, αὐτὸς ποὺ χορηγεῖ στὰ σύμπαντα τὸ θεῖο δῶρο τῆς ζωῆς, αὐτὸς τώρα βρίσκεται μπροστὰ σὲ ἕνα ἀ­πὸ τὰ τόσα θύματα τοῦ θανάτου, σὲ ἕνα νεκρό.
Ὁ Χριστὸς φτάνει στὴν πόλι Ναῒν – πότε· τὴν ὥρα ἀκριβῶς ποὺ ἀπὸ ᾽κεῖ ἔ­βγαι­ν­ε μιὰ κηδεία καὶ πήγαινε γιὰ τὴν ταφὴ στὸ κοιμητήριο. Εἶ­χε πεθά­νει τὸ μονάκριβο παι­δὶ μιᾶς χήρας καὶ πλῆ­θος κόσμου συνώδευε τὴν ἀξιοσυμ­πάθητη μάνα. Ὁ Ἰησοῦς τοὺς σταματᾷ. Βλέπει τὴ χή­ρα νὰ θρηνῇ, τὴ σπλα­­χνί­ζεται καὶ τῆς λέει· Μὴν κλαῖς. Πλησιάζει τὸ φέρετρο, ἀγ­γίζει τὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ παιδιοῦ καὶ προσ­­τά­­ζει μὲ ἐξ­ουσία· «Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι»· νέε, σ᾽ ἐσένα τὸ λέω, σήκω! (Λουκ. 7,14). Τότε ἐκεῖ, μπροστὰ στὰ μά­τια ὅ­λων, ὁ νεκρὸς ἀνακινεῖται, ἀνακάθε­ται στὸ φέρετρο κι ἀρχίζει νὰ μι­λάῃ. Ὁ ζωοδότης Χρι­­στός, ἀ­φοῦ τὸν ἀνέστησε, τὸν παραδί­δει στὴ μητέρα του. Ὅλοι δοξολογοῦν τὸ Θεό.
Αὐτὰ μᾶς λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο.

* * *

Γιὰ νὰ εἴμαστε –κι ὄχι ἁπλῶς νὰ λεγώμαστε– Χριστιανοί, δὲν ἀρκεῖ, ἀγαπητοί μου, τὸ ὅτι κάποτε βαπτιστήκαμε· ὀ­φείλουμε καὶ νὰ ζοῦ­­με πάν­τοτε κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μετέχουμε στὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ (στὰ ἄχραντα μυστήρια). Τότε ἔχουμε «ζω­­ὴν ἐν ἑαυτοῖς» (Ἰω. 6,53-54), τότε διατηροῦμε τὸ ἀνεκτίμητο δῶρο τοῦ Θεοῦ, τὴ ζωή· τὴ φυσικὴ καὶ τὴν πνευματική, τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς μας. Νὰ προσ­­ευχώμαστε λοιπόν, νὰ ἐκ­κλη­­σι­­αζώμαστε τακτικὰ τοὐ­λά­­χιστον τὶς Κυρια­κὲς κι ὄχι ν᾽ ἀ­πουσιάζουμε δίχως λόγο· νὰ εὐ­γνωμονοῦμε κ᾽ εὐ­χαριστοῦ­με τὸν Κύριο γιὰ τὰ δῶρα του· νὰ με­τανοοῦμε κι ἀποζητοῦ­με τὸ ἔ­­λεός του καὶ νὰ τὸν παρακαλοῦμε νὰ συγχω­ρῇ τ᾽ ἁ­μαρ­τήματά μας.
Νὰ μένουμε πιστοὶ στὸ ὄνομά του καὶ ν᾽ ἀν­­τιστεκώμαστε στὸ ῥεῦμα τῆς ἀπιστί­ας· νὰ ὁ­­δη­γοῦ­με τὰ παιδιά μας κοντὰ στὸ Χριστὸ τώρα ποὺ τὰ σχολεῖα ἀλλάζουν χαρακτῆ­ρα κα­­θὼς ὑποβαθμίζεται τὸ μάθημα τῶν θρησκευ­τι­κῶν. Ἄλ­λο­τε λειτουρ­γοῦσαν δύο ἐκκλησίες· μία ἡ μεγάλη καὶ κεντρι­κὴ τῆς ἐ­ν­ορίας καὶ μία ἡ μικρὴ «κατ᾽ οἶκον ἐκκλησία» (῾Ρωμ. 16,5. Α΄ Κορ. 16,19. Κολ. 4,15. Φιλ. 2)· τότε κάθε σπίτι ἦταν μιὰ ἐκ­κλησία. Πίστευαν καὶ παρακαλοῦσαν τὸ Θεό. Τώρα δυσ­τυχῶς αὐτὸ ἔγινε σπά­νιο. Πολλοὶ δὲν πι­στεύουν καθόλου στὸ Θεὸ ἢ πιστεύουν ἀόριστα, ἀ­γνοοῦν τὴν ἁγία Τριάδα, τὸν Πα­τέρα τὸν Υἱ­ὸν καὶ τὸ ἅ­γιον Πνεῦ­μα, αὐτὸν ποὺ ἔδωσε καὶ δίνει στὸν κόσμο τὴ ζωή. Ὁ Κύριος εἶπε· «Ἀ­μὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὁ τὸν λόγον μου ἀ­κού­ων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζω­ὴν αἰ­ώνιον …μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν» (Ἰω. 5,24). Ὅποιος λοιπὸν ἐμμένει ἠ­θελημέ­να στὴν ἀπιστία καὶ τολμᾷ νὰ δηλώνῃ ἄπιστος, αὐτὸς μόνος του στερεῖται τὴ ζωὴ ποὺ χαρίζει ὁ Θεός, μένει ἑκουσίως στὸ θάνατο.
Ἄλλοι ὅμως, ἀκόμη χειρότερα, ὄχι μόνο τολμοῦν νὰ δηλώνουν ἄπιστοι, ἀλλ᾽ ἀντιτάσσονται μὲ κακία στὴν πίστι. Ἀμφισβητοῦν τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, ἀσεβοῦν στὰ ἱε­ρὰ καὶ ὅσια, βλαστη­μοῦν τὰ θεῖα. Τὸ δὲ πιὸ θλι­βε­ρὸ ποιό εἶ­νε· ὅτι, ἐνῷ συμβαίνουν ὅλ᾽ αὐ­τά, ὑγιὴς ἀντίδρασις δὲν ὑ­πάρχει. Οἱ νόμοι τοῦ Θεοῦ καταπατοῦνται ἀ­συστόλως, καὶ ἡ κοινωνία δὲν ἐνοχλεῖται· τ᾽ ἀνέχεται ὅλα σὰν νὰ μὴ βλέ­πῃ σὰν νὰ μὴν ἀκούῃ τίποτε.
Ἡ στάσι αὐτή, εἴτε προέρχεται ἀπὸ ἀδιαφο­ρία ἤ ἀπὸ δειλία ἤ ἀπὸ συγκατάθεσι καὶ συμ­φω­νία μὲ τὸ κακό, δείχνει νέκρα, ἀπουσία ζω­ῆς. Σὲ παρόμοια περίπτωσι ὁ Χριστός, κάποιον ποὺ ἔλεγε πὼς θέλει νὰ τὸν ἀ­κολουθή­σῃ, τὸν προέτρεψε μὲ τὰ βαθυστόχαστα ἐκεῖνα λόγια· «Ἀκολούθει μοι, καὶ ἄ­φες τοὺς νε­κροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς», ἄφησε δηλαδὴ τοὺς πνευματικὰ νεκρούς (αὐ­τοὺς τοὺς ἀπίστους ἢ ἀ­διαφόρους ἢ ἐχθρικὰ δι­ατεθειμένους) νὰ γηροκομήσουν καὶ νὰ θάψουν τοὺς σωματικὰ νεκροὺς γονεῖς (Ματθ. 8,22. Λουκ. 9,60).
Στὴν Ἀποκάλυψι ὁ Χριστός, ὄχι πλέον μὲ τέτοια ἠ­πι­ότητα ἀλ­λὰ σὲ τόνο αὐστηρὸ ἐλέγχει καὶ γιὰ ν᾽ ἀφυπνίσῃ τὴν κοιμισμένη συνείδησι τοῦ ἁμαρτωλοῦ λέει· «Οἶδά σου τὰ ἔργα, ὅτι ὄ­νομα ἔ­χεις ὅτι ζῇς, καὶ νεκρὸς εἶ. γίνου γρηγο­­ρῶν…»· ξέρω τί ἔχεις κάνει· ἀπ᾽ ἔξω φαν­τάζεις ζων­τανός, κατ᾽ οὐσίαν ὅμως εἶ­σαι ἕ­­νας πνευμα­τικὰ νεκρός· ξύπνα λοιπόν… (Ἀπ. 3,1-2).

* * *

Αὐτὰ εἶχα νὰ πῶς σήμερα, ἀγαπητοί μου.
Τί μᾶς κόστισε –καὶ μᾶς κοστίζει–, ἀδελφοί μου, ἡ ἁμαρτία; Θάνατο, σωματικὸ καὶ ψυχικό. Καὶ πῶς ὁ θάνατος μπῆκε στὴ ζωή μας; Μὲ τὴν ἁμαρτία. Νά τὸ κεν­τρὶ τοῦ θανάτου· «τὸ κέν­τρον τοῦ θα­νάτου ἡ ἁμαρτία» (Α΄ Κορ. 15,56), μ᾽ αὐ­­­τὴν μᾶς τσίμ­πησε σὰν ἄλλη σφῆκα καὶ μᾶς φαρμά­κωσε. Καὶ ποιό εἶνε τὸ ἀντίδοτο γιὰ τὸ φαρμάκι τῆς ἁμαρτίας; Ἡ πίστι καὶ ἡ ἀ­γά­πη μας γιὰ τὸ Θεὸ καὶ τὸ συνάνθρωπο.
Κάθε θανάσιμη ἁμαρτία (φιλοδοξία, φιλαργυρία, φιληδονία καὶ τὰ παρακλάδια τους) ἔ­χουν ἀσφαλῶς σχέσι μὲ τὸ θάνατο καὶ ἀντιστρατεύονται τὴ ζωή. Ἀλλ᾽ ἐὰν ὑπάρχῃ μία ἁ­μαρτία ποὺ βρίσκεται στὸν ἀντίποδα ἀκριβῶς τοῦ θείου δώρου τῆς ζωῆς, εἶνε οἱ δολοφονί­ες καὶ ἐκτρώσεις καθὼς καὶ οἱ ποικίλοι τρόποι ἀ­ποφυγῆς τῆς τεκνογονίας· αὐτὰ ἔχουν στερή­­σει τὸ φῶς τοῦ ἥλιου σὲ δισ­εκατομμύρια ἀν­θρώπινες ζωές, τὶς ὁ­ποῖες ἔ­­φαγε καὶ τὶς ὁποῖ­ες τρώει καὶ τώρα ἀκόμα τὸ μαῦρο σκοτάδι, καὶ οἱ κραυγὲς καὶ οἰμωγές τους ἀνεβαίνουν στὸ θρό­νο τοῦ Θεοῦ ζητώντας ἐκδίκησι (πρβλ. Ἀπ. 6,10).
Θάνατος· νά πῶς ἀμείβει ἡ ἁμαρτία τὰ θύματα, στοὺς σκλάβους της. Ζωὴ αἰώνιος· νά τί χαρίζει ὁ Κύριός μας σὲ ὅσους τὸν ἀκολου­θοῦν. Διαλέγετε καὶ παίρνετε. «Τὰ ὀ­ψώνια (=ὁ μισθός) τῆς ἁ­μαρτί­ας θάνατος, τὸ δὲ χάρισμα τοῦ Θεοῦ ζωὴ αἰώνι­ος ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν» (῾Ρωμ. 6,23). Ὅποιος ἔχει ἀγάπη, αὐ­τὸς ἔχει ζωή. «Ὁ μὴ ἀγα­πῶν τὸν ἀδελφὸν μένει ἐν τῷ θανάτῳ». Καὶ ὅσοι ἀγαποῦμε τοὺς ἀ­δελφούς μας «οἴ­δαμεν ὅτι μετα­βεβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν» (Α΄ Ἰω. 3,14).
Ὁ Κύριος δὲν θέλει θάνατο. «Ἐγώ», λέει, «ἦλ­θον ἵνα ζωὴν ἔ­­­χω­σι καὶ πε­ρισσὸν ἔχωσι», ἦρ­θα στὴ γῆ γιὰ νὰ ἔ­χουν ὅλοι ζωὴ καὶ νὰ τὴ χαίρωνται πλουσίως (Ἰω. 10,10).
Μετάνοια, λοιπόν, ἐξομολόγησι, συμφιλίωσι, ὀρθὴ πίστι, τίμια ἐργασία, εὐσπλαχνία, δικαιοσύ­νη. Ἀγάπη καὶ λατρεία στὸ Χριστό, ἀγάπη στὴν Ἐκκλησία, στὴν οἰκογένεια καὶ σ᾽ αὐτὴ τὴ μαρτυρική μας πατρίδα. Ἑλλὰς καὶ Ὀρθοδοξία εἶνε δύο πράγματα ἑνωμένα. Μείνετε ἑνωμένοι. Καὶ τότε νὰ εἶστε βέβαιοι, ὅτι ἡ Μακεδονία μας, ἡ χώ­ρα τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ποὺ ἦταν καὶ εἶ­νε, θὰ μείνῃ πάντα Ἑλληνική.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: