Αύτη η Αγία Ευγενία εγεννήθη από γένος ευγενικόν, ωσάν ένας ευγενής κλάδος και μία δόξα του γένους της, καταγομένη από την παλαιάν Ρώμην κατά τους χρόνους του βασιλέως Κομμόδου, εν έτει σο’ [270], οι γονείς δε αυτής ωνομάζοντο Φίλιππος και Ευγενία. Οίτινες έλαβον από τον τότε βασιλέα, ως τιμήν και αξίωμα, το να υπάγουν εις την Αλεξάνδρειαν, και να κατοικήσουν εις αυτήν ομού με την θυγατέρα των ταύτην Ευγενίαν. Αύτη λοιπόν η μακαρία έφυγε κρυφίως από τους γονείς και όλους τους συγγενείς της. Και πέρνουσα δύω υπηρέτας, ευγήκε την νύκτα έξω από το οσπήτιον των γονέων της. Και πηγαίνουσα εις ένα Επίσκοπον με ανδρίκειον φόρεμα, έλαβε παρ’ εκείνου το Άγιον Βάπτισμα. Είτα κουρεύσασα τας τρίχας της κεφαλής, ωνομάσθη Ευγένιος. Όθεν επήγεν εις ένα Μοναστήριον κατά τον βαθύν όρθρον, και εκεί εμεταχειρίζετο η μακαρία κάθε αρετήν, με πόνους και μόχθους. Με ασκητικούς αγώνας και με στάσεις και αγρυπνίας ολονυκτίους. Τι να πολυλογώ; τόσον πολλά έλαμψε κατά τας αρετάς η Αγία αύτη, ως άλλος μέγας φωστήρ ήλιος, ώστε οπού, με την παρακάλεσιν όλων των αδελφών του Μοναστηρίου, εδέχθη την προστασίαν αυτών και ηγουμενίαν, αφ’ ου απέθανεν ο πρότερος Ηγούμενος. Και αγκαλά αύτη δεν ήθελε τούτο εις τας αρχάς, βιασθείσα όμως και δυσωπηθείσα από τους λόγους και από τον πόθον των αδελφών, εσυγκατένευσε και μη θέλουσα.
Με τοιούτον τρόπον έδειξεν εις όλους τον Ευγένιον τούτον μέγαν και
λαμπρόν, όχι λόγος απλούς και φήμη ξηρά, αλλά πράξις και έργα μεγάλα και
θαυμαστά. Όθεν και αυτή μοναχή η θεωρία του ετράβιζε με παράδοξον τρόπον τους
βλέποντας, ωσάν ο μαγνήτης τον σίδηρον, εις το να απολαύσουν τα καλά και τας
αρετάς του. Αλλ’ όμως μία μοναχή, Μελανθία ονομαζομένη, μέλαινα και μαύρη ούσα
κατά την ψυχήν, ως δηλοί και το όνομά της, αύτη λέγω, βλέπουσα τον Ευγένιον
τούτον, πως ήτον ωραίος φυσικά, εκυριεύθη με ένα δεινόν και σατανικόν έρωτα εκ
της θεωρίας του. Όθεν ευρούσα πρόφασιν, ότι είχε μίαν μακράν ασθένειαν,
παρεκάλει αυτόν δια να υπάγη να του την φανερώση κρυφίως και κατά μόνας. Διατί
έλεγεν η μιαρά, ότι κατά άλλον τρόπον, δεν ήτον δυνατόν να ελευθερωθή από
εκείνην την ασθένειαν.
Ο δε Ευγένιος συντριβόμενος και λυπούμενος κατά την καρδίαν, επείσθη
από απλότητα εις τα δολερά λόγια της Μελανθίας, και εσυγκατάνευσε να υπάγη προς
αυτήν, μη ηξεύρωντας τον κεκρυμμένον δόλον. Ο δε διαβολικός έρως της Μελανθίας,
άναψε φλόγα εις την καρδίαν της προς τον Ευγένιον. Και καθώς αυτός είναι
τυφλός, ως τον ονομάζουσιν οι σοφοί, έτζι ετύφλωσε και τα ψυχικά ομμάτια της
Μελανθίας, και επροξένησεν εις αυτήν μίαν καύσιν πορνικού πάθους. Επειδή όμως
δεν επέτυχε του διαβολικού σκοπού, οπού είχεν, αλλά απεστράφη παρά του
Ευγενίου, δια τούτο από το κακόν της συνέρραψε την συκοφαντίαν ταύτην, λέγουσα
δηλαδή, ότι ο Ηγούμενος του δείνος Μοναστηρίου Ευγένιος, απατών με τα λόγιά του
τας σώφρονας και καθαράς γυναίκας, εζήτησε να απατήση και εμένα ο πόρνος και
τολμητίας, αλλ’ όμως δεν το επέτυχε. Ταύτα ακούσας ο πατήρ της Ευγενίας και έπαρχος,
ευθύς εθυμώθη. Όθεν πέμψας εις το Μοναστήριον, έφερεν ογλίγωρα τον Ηγούμενον
Ευγένιον, και τους Μοναχούς του Μοναστηρίου δεδεμένους, ως ψευδολάτρας και
κακοποιούς. Και επαράστησεν αυτούς εις το κριτήριον δια να απολογηθούν περί της
υποθέσεως ταύτης. Όταν λοιπόν επαραστάθησαν και τα δύω μέρη, άρχισεν η
συκοφάντρια Μελανθία να λέγη κατά του Ευγενίου, υβρίζουσα, περιγελούσα,
λοιδορούσα, με θρασύτητα φωνάζουσα, και με το δάκτυλον δείχνουσα αυτόν εις τους
παρεστώτας, ως εργάτην της αμαρτίας. Ομοίως και τους υποτασσομένους αυτώ
Μοναχούς ονομάζουσα φθορείς. Έλεγε δε και ταύτα η πάντολμος εις επήκοον πάντων.
Ακούσατε όλοι εσείς οι παρεστώτες τα λόγιά μου, τα οποία είναι αληθινά και
βέβαια. Ω της ανοχής σου Δέσποτα Κύριε, με την οποίαν υπέμεινες την συκοφάντριαν,
και δεν έσχισες την γην δια να την καταπίη!
Ταύτα η Ευγενία ακούσασα, ευθύς έσχισε το φόρεμά της, και έδειξεν εις
τους παρόντας θέαμα φρικτόν και εξαίσιον. Και ακολούθως λέγει παρρησία εις τους
περιεστώτας. Έπρεπεν ημείς οι Μοναχοί να υποφέρωμεν ύβρεις και περιγελάσματα,
και δαρμούς του σώματος, και δι’ αυτά όλα να ευχαριστούμεν. Όμως δια να μη
περιγελάται το σεμνόν και αγγελικόν σχήμα των Μοναχών, ακούσατε. Εγώ κατά την
φύσιν είμαι γυναίκα, θυγάτηρ του φιλτάτου πατρός μου τούτου και κριτού,
έμπροσθεν του οποίου κρίνομαι σήμερον. Μήτηρ μου δε είναι η τούτου σύζυγος,
ούτοι δε οι παριστάμενοι αδελφοί, είναι δούλοι μου. Ταύτα τα λόγια της καλής
Ευγενίας ακούσαντες, εξέστησαν άπαντες. Με ποίον δε τρόπον ετιμώρησεν η θεία
δίκη την Μελανθίαν, βέβαια έχει να θαυμάση, όποιος ήθελε τον ακούση. Εκ της
αιτίας λοιπόν ταύτης παρακινηθείς ο πατήρ της Αγίας Ευγενίας, αφήκε παρευθύς
την δόξαν του κόσμου ομού και τον πλούτον, και όλην την του βίου φαντασίαν, και
ανεγεννήθη δια του Αγίου Βαπτίσματος. Και ο πρώην λύκος γίνεται ποιμήν των εν
τη πόλει Χριστιανών. Όθεν διαπεράσας καλώς την ζωήν του, εις όλον το ύστερον
ετελείωσε με μαρτύριον. Καταπληγωθείς γαρ αυτός από τους απίστους δια την εις
Χριστόν πίστιν, χαίρων ανέβη εις τας ουρανίους Μονάς. Η δε μήτηρ της Οσίας
αφίνουσα την γην της Αλεξανδρείας, εγύρισεν εις την πατρίδα της Ρώμην, ομού με
τας θυγατέρας της, και εκεί πάλιν κατοικεί κατά τον πόθον της. Επειδή δε τότε
ευγήκε βασιλικός ορισμός, ή να θυσιάζουν οι Χριστιανοί εις τα είδωλα, ή να
θανατόνωνται κακώς, τούτου χάριν η Αγία αύτη Ευγενία, αφ’ ου έλαμψεν εις όλους
με τας αρετάς της, τέλος πάντων καταφλεγομένη από τον πνευματικόν έρωτα του
Χριστού, επαρρησιάσθη και εκήρυξε την ευσέβειαν. Όθεν δεθείσα από ένα λίθον
βαρύτατον, ερρίφθη εις την θάλασσαν. Επειδή όμως έμεινεν αβλαβής, δια τούτο
απεκεφαλίσθη, και έτζι χαίρουσα απήλθεν η μακαρία προς ον επόθει νυμφίον
Χριστόν. Ίνα μετ’ αυτού συμβασιλεύη αιώνια.
Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου