Για μια χαμένη ψαριά
Κι εσύ θα τα ’χες παρατήσει!
Δύο καΐκια ψάρια παρατημένα στην ακρογιαλιά, λάφυρο περίεργο στον πρώτο προσεκτικό παρατηρητή του απομεσήμερου.
Δεν θα μπορούσα να τα πουλήσω!
Δεν θα μπορούσα να τα φάω!
Θα ’πρεπε μόνο να τα χαρίσω!
Όπως μου χαρίστηκαν.
Αναπάντεχα· κόντρα σε κάθε είδους λογική.
Τον άκουσα που μιλούσε καθισμένος στην άκρη του καϊκιού και μαγεμένος από τα λόγια του είπα να του κάνω το χατίρι, να τον ταξιδέψω μεσημεριάτικα στη λίμνη με το άλλοθι μιας ψαριάς. Ψαράς εγώ, μαραγκός εκείνος, να του κάνω υπακοή στο περίεργο αίτημα. Καταπώς πάει βόλτα ο κουρασμένος πατέρας το παιδί που την αποζητάει.
Νόμιζα ότι του ’κανα χατίρι. Ήταν εκείνος που μου ’κανε.
Σαν φτάσαμε στα βαθιά μου ’πε να βάλω τα δίχτυα στη λίμνη κι όταν μετά από λίγο ετοιμάστηκα να τα μαζέψω άδεια με τη σιγουριά τόσων χρόνων στο επάγγελμα κοψομεσιάστηκα. Μη ο Ανδρέας, μη ο Ιάκωβος κι ο Ιωάννης θα ’χανε μείνει για πάντα στον πάτο τα δίχτυα. Κι όταν γεμίσαμε τα δυο καΐκια ξέχειλα –μα την αλήθεια τέτοια ψαριά δεν είχα ξαναδεί!- τότε κατάλαβα. Κι έπεσα στα γόνατα για να τον διώξω. «Ἔξελθε ἀπ’ ἐμοῦ».
Μα ήδη είχα πιαστεί στο δίχτυ του.
Ήδη σπαρτάραγα.
«Έλα να σε κάνω ψαρά ανθρώπων» μου είπε. «Ασ’ τα όλα πίσω σου».
«Έρχομαι!» σκέφτηκα. «Τίποτα πια δεν είναι ανέφικτο. Καταπώς φαίνεται το πρώτο σου ψάρι είμαι εγώ».
Αλεξανδρεύς
Δύο καΐκια ψάρια παρατημένα στην ακρογιαλιά, λάφυρο περίεργο στον πρώτο προσεκτικό παρατηρητή του απομεσήμερου.
Δεν θα μπορούσα να τα πουλήσω!
Δεν θα μπορούσα να τα φάω!
Θα ’πρεπε μόνο να τα χαρίσω!
Όπως μου χαρίστηκαν.
Αναπάντεχα· κόντρα σε κάθε είδους λογική.
Τον άκουσα που μιλούσε καθισμένος στην άκρη του καϊκιού και μαγεμένος από τα λόγια του είπα να του κάνω το χατίρι, να τον ταξιδέψω μεσημεριάτικα στη λίμνη με το άλλοθι μιας ψαριάς. Ψαράς εγώ, μαραγκός εκείνος, να του κάνω υπακοή στο περίεργο αίτημα. Καταπώς πάει βόλτα ο κουρασμένος πατέρας το παιδί που την αποζητάει.
Νόμιζα ότι του ’κανα χατίρι. Ήταν εκείνος που μου ’κανε.
Σαν φτάσαμε στα βαθιά μου ’πε να βάλω τα δίχτυα στη λίμνη κι όταν μετά από λίγο ετοιμάστηκα να τα μαζέψω άδεια με τη σιγουριά τόσων χρόνων στο επάγγελμα κοψομεσιάστηκα. Μη ο Ανδρέας, μη ο Ιάκωβος κι ο Ιωάννης θα ’χανε μείνει για πάντα στον πάτο τα δίχτυα. Κι όταν γεμίσαμε τα δυο καΐκια ξέχειλα –μα την αλήθεια τέτοια ψαριά δεν είχα ξαναδεί!- τότε κατάλαβα. Κι έπεσα στα γόνατα για να τον διώξω. «Ἔξελθε ἀπ’ ἐμοῦ».
Μα ήδη είχα πιαστεί στο δίχτυ του.
Ήδη σπαρτάραγα.
«Έλα να σε κάνω ψαρά ανθρώπων» μου είπε. «Ασ’ τα όλα πίσω σου».
«Έρχομαι!» σκέφτηκα. «Τίποτα πια δεν είναι ανέφικτο. Καταπώς φαίνεται το πρώτο σου ψάρι είμαι εγώ».
4 σχόλια:
Αγγίζει την καρδιά μας αναπάντεχα όμορφα!!!
Ευχαριστούμε!
Καταπληκτικό
Υπέροχο
Αφυπνιστικό
Τα γραπτά σας είναι θησαυρός!
Κάθε φορά μας εκπλήσσει ο αγαπημένος μας ποιητής!
Δημοσίευση σχολίου