Σύναξις Ἰωάννου Βαπτιστοῦ (Ἰω. 1,29-34)
Ἡ μαρτυρια του Ἰωαννου
Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
«Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων
τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰω. 1,29,36)
Γεννᾶται, ἀγαπητοί μου, τὸ ἑξῆς
ἐρώτημα. Οἱ πρῶτοι μαθηταὶ τοῦ Κυρίου, ὁ Ἀνδρέας καὶ ὁ Πέτρος, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ
Ἰωάννης, ὅταν ὁ Ἰησοῦς τοὺς κάλεσε στὸ ἀποστολικὸ ἔργο τὸν ἔβλεπαν καὶ τὸν ἄκουγαν
τότε γιὰ πρώτη φορά; Ὄχι. Εἶχε γίνει κάποια γνωριμία μὲ τὸν Ἰησοῦ πρὶν ἀπὸ τὴν
κλῆσι τους.
Ἡ γνωριμία αὐτὴ ἔγινε διὰ μέσου τοῦ Ἰωάννου
τοῦ Προδρόμου, τοῦ ὁποίου αὐτοί, ὅπως καὶ πολλοὶ ἄλλοι, ἦταν μαθηταί.
* * *
Ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἦταν μεγάλη ἠθικὴ καὶ θρησκευτικὴ φυσιογνωμία. Κατὰ τὴν ἀλάνθαστη κρίσι τοῦ Κυρίου ἦταν ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ τοὺς ἄνδρες τῆς παλαιᾶς διαθήκης· «Οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοῖς γυναικῶν μείζων Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ» (Ματθ. 11,11). Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του τὸν ἀφιέρωσαν στὸ Θεό. Καὶ –ὅπως σημαίνει τὸ ὄνομά του– ἦταν δῶρο τοῦ οὐρανοῦ στὴν ταλαίπωρη γῆ.
Ἡ σκληρὴ ἀσκητικὴ ζωὴ ποὺ ἔκανε ἀπὸ νέος στὴν ἔρημο, τὸ κήρυγμά του γιὰ μετάνοια, ποὺ ἀπευθυνόταν σὲ ὅλους χωρὶς κολακεῖες καὶ ἔφτασε νὰ πέσῃ σὰν κεραυνὸς καὶ μέσα στὰ ἀνάκτορα τοῦ ἀκόλαστου Ἡρῴδη, ὅλη του ἡ πολιτεία ἀσκοῦσαν μεγάλη ἐπίδρασι στὸ λαό. Νέος προφήτης ἐμφανίστηκε, ἔλεγαν, μοιάζει σὲ ὅλα μὲ τὸν Ἠλία τὸ Θεσβίτη!… Ἡ φήμη του ὅλο καὶ ἁπλωνόταν, ὁ λαὸς συνέρρεε νὰ τὸν ἀκούῃ, καὶ τὸ κήρυγμά του ξυπνοῦσε συνειδήσεις, ἔφερνε δάκρυα μετανοίας.Ἄρχισαν νὰ συζητοῦν μεταξύ τους· Μήπως αὐτὸς εἶνε ὁ Μεσσίας ποὺ περιμένουμε; Ἐπίσημη ἀντιπροσωπεία τοῦ Ἰσραὴλ πῆγε καὶ τὸν ρώτησε· «Σὺ τίς εἶ;». Ἂν τοὺς ἔλεγε «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Χριστός», θὰ τὸ πίστευαν. Ἀλλὰ ὁ Ἰωάννης δὲν ἦταν σὰν τοὺς ψευδοπροφῆτες ποὺ ἐκμεταλλεύονται τὴν ἀφέλεια τοῦ θρηκεύοντος λαοῦ· ἦταν σὲ ὅλα του ἀληθινός. Κ᾽ ἦταν ἀληθινός, γιατὶ ἦταν ταπεινός· γνώριζε τὰ μέτρα του καὶ τὸ ῥόλο του, ὅτι ἡ ἀποστολή του εἶνε μόνο νὰ προετοιμάσῃ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων νὰ ὑποδεχθοῦν τὸ Χριστό, κι ὅταν ἐκεῖνος ἔρθῃ νὰ τὸν δείξῃ στὸ λαὸ καὶ νὰ πῇ· Νά, αὐτὸς εἶνε ὁ ἥλιος· ἐγὼ εἶμαι ὁ αὐγερινὸς ποὺ προειδοποιεῖ ὅτι σὲ λίγο ἔρχεται ὁ βασιλεὺς τοῦ φωτός. «Δὲν εἶμαι ἐγὼ ὁ Χριστός», ἀπήντησε στοὺς ἀπεσταλμένους τῶν Ἰουδαίων. Ἄλλος εἶνε ὁ Χριστός· ἔρχεται μετὰ ἀπὸ μένα, στὴν ὕπαρξι ὅμως προηγεῖται ἀπείρως – μέγα τὸ μυστήριο. Τί εἶμαι ἐγὼ μπροστά του; δὲν εἶμαι ἄξιος οὔτε τὸ λουρὶ ἀπ᾽ τὰ σανδάλια του νὰ λύσω (βλ. Ἰω. 1,19-27).
* * *
Γνωστὸς – πασίγνωστος ὁ Ἰωάννης,
ἄγνωστος ὅμως ἀκόμη τότε ὁ Ἰησοῦς. Ἀλλ᾽ αὐτὸ πόσες φορὲς δὲν ἐπαναλαμβάνεται!
– μὲ κάποια βέβαια διαφορά. Δηλαδή· ἄγνωστος καὶ σήμερα ὁ Χριστός, κι ἀπὸ τὸ ἄλλο
μέρος γνωστοὶ – πασίγνωστοι ἄνθρωποι ὄχι σὰν τὸν τίμιο Πρόδρομο ἀλλὰ κάποιοι
ποὺ κινοῦνται σὲ πολὺ χαμηλὰ ἐπίπεδα ζωῆς.
Γιὰ τοὺς πολλοὺς ἄγνωστος ὁ Χριστός· ἀγνοοῦν
τὴ διδασκαλία του, τὰ θαύματά του, τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς του. Δὲν πῆραν ποτὲ στὰ
χέρια τους τὸ Εὐαγγέλιο· καὶ ἡ ἄγνοια τῶν Γραφῶν εἶνε ἄγνοια Χριστοῦ. Γι᾽ αὐτοὺς
μπορεῖ νὰ ἐπαναληφθῇ ὁ λόγος τοῦ Προδρόμου «Ὁ Χριστὸς μέσος ὑμῶν ἕστηκεν ὃν ὑμεῖς
οὐκ οἴδατε» (ἔ.ἀ. 1,26).
Ἀλλὰ σύ, ἀγαπητέ μου, ποὺ ἀξιώθηκες ν᾽ ἀγαπήσῃς
καὶ νὰ πιστέψῃς στὸ Χριστό, τὸν γνώρισες καὶ αἰσθάνθηκες τί δῶρο εἶνε ἡ γνωριμία
αὐτή, μὴν τὸ κρύψῃς ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ἂν εὕρισκες μιὰ πηγὴ καὶ ξεδίψαγες καὶ
γύρω σου κινδύνευαν πολλοὶ νὰ πεθάνουν ἀπὸ δίψα, δὲν θὰ ἦταν σκληρό, ἀπάνθρωπο,
ἐγκληματικὸ νὰ μὴν τοὺς δείξῃς τὴν πηγή; Μὰ πολὺ μεγαλύτερο ἔγκλημα
διαπράττει ἐκεῖνος πού, ἐνῷ γνώρισε τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ καὶ δρόσισε τὴν
ψυχή του, ἀμελεῖ νὰ τὸ πῇ καὶ στοὺς συνανθρώπους του. Ἄσε λοιπὸν τώρα τὴν ἀμέλεια,
βγὲς καὶ κατάγγειλε τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, φώναξε στοὺς δικούς σου τὸ λόγο τοῦ
προφήτου «Ἀντλήσατε ὕδωρ μετ᾽ εὐφροσύνης ἐκ τῶν πηγῶν τοῦ σωτηρίου» (Ἠσ. 12,3).
Στὸν κόσμο ποὺ ἀγνοεῖ τὸ Χριστὸ γίνε ἕνας μικρὸς Πρόδρομος ὅπως ἐκεῖνος, ποὺ τὸν
ἔδειξε σὲ ὅλους καὶ εἶπε «Ἴδε (=νά) ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων (=ποὺ φορτώθηκε)
τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰω. 1,29).
* * *
«Ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ». Πόσο
μεγάλη σημασία ἔχουν αὐτὲς οἱ λέξεις! ὑποδηλώνουν ὅλο τὸ λυτρωτικὸ ἔργο τοῦ
Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Στὸ βάθος τοῦ λόγου αὐτοῦ φαίνεται ὁ λόφος Μορία, ἐπάνω
στὸν ὁποῖο ἦταν ἕτοιμος ὁ Ἀβραὰμ νὰ θυσιάσῃ τὸ γυιό του τὸν Ἰσαάκ· φαίνεται
ὁ λόφος τοῦ Γολγοθᾶ, ἐπάνω στὸν ὁποῖο ὁ οὐράνιος Πατὴρ προσέφερε θυσία τὸν
μονογενῆ Υἱό του «ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας» (Λειτ. Μ. Βασ.,
καθαγ.).
Πιὸ ἀναλυτικά. «Ὁ ἀμνός». Εἶνε ἀξιοπρόσεκτη
μιὰ λεπτομέρεια, γιατὶ στὴ Γραφὴ καὶ τὸ ἐλάχιστο ἔχει σημασία. Δὲν λέει ἁπλῶς
«ἀμνός», ἀλλὰ λέει «ὁ ἀμνός»· ἔχει καὶ τὸ ἄρθρο «ὁ». Μὲ τὴν προσθήκη τοῦ ἄρθρου,
λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος (βλ. Ἑ.Π. Migne 59,116), γίνεται προσδιορισμὸς καὶ
διάκρισις. Ἀμνοὶ ἦταν πολλοί· ἑκατομμύρια σφάζονταν καὶ θυσιάζονταν κάθε
χρόνο τὸ πάσχα καὶ στὶς ἄλλες θυσίες. Ἀλλὰ ὅλοι αὐτοὶ δὲν εἶχαν δύναμι νὰ ἐξαλείψουν
ἁμαρτίες· ἦταν ἁπλῶς μιὰ σκιὰ τῆς μεγάλης καὶ μοναδικῆς θυσίας τοῦ Γολγοθᾶ. Ὁ
ἀληθινὸς ἀμνὸς εἶνε ἕνας καὶ μόνο, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός· καὶ τώρα τὸν
δείχνει μὲ τὸ χέρι του ὁ Πρόδρομος· «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ» (Ἰω. 1,36).
Ἡ εἰκόνα τοῦ Ίησοῦ ὡς ἀμνοῦ
ζωγραφίζεται θαυμαστὰ στὸ κεφάλαιο 53 (ΝΓ΄) τοῦ προφήτου Ἠσαΐα πού, ἂν καὶ ἔζησε
800 χρόνια πρὸ Χριστοῦ, διαβάζοντάς τον νομίζεις ὅτι βρίσκεσαι στὶς ἡμέρες τοῦ
Κυρίου καὶ βλέπεις ὅσα συνέβησαν πάνω στὸ φρικτὸ Γολγοθᾶ. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ
ἐμβαθύνει στὴν αἰτία τῶν γεγονότων· βλέπει τὴν παγκόσμια διαφθορά,
διαπιστώνει τὴ βαρειὰ ἀσθένεια τῆς ἀνθρωπότητος, γιὰ τὴν ὁποία δὲν ἰσχύει
κανένα ἀνθρώπινο φάρμακο, καὶ λέει ὅτι ὁ ἄνθρωπος θὰ θεραπευθῇ μόνο μὲ τὸ
τίμιο αἷμα ποὺ θὰ χυθῇ ἀπὸ τὰ τραύματα καὶ τὶς πληγὲς τοῦ Μεσσία. «Αὐτός»,
λέει μὲ ἁπλᾶ λόγια, (ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς) «φορτώθηκε τὶς ἁμαρτίες μας καὶ ὑποφέρει
ἀντὶ γιὰ μᾶς… Αὐτὸς τραυματίστηκε γιὰ τὶς δικές μας ἁμαρτίες… Μὲ τὴ δική του
πληγὴ γιατρευτήκαμε ἐμεῖς. Ὅλοι πλανηθήκαμε σὰν πρόβατα, ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τὸ
δρόμο του· καὶ ὁ Κύριος παρέδωσε αὐτὸν (τὸ Μεσσία) γιὰ τὶς δικές μας ἁμαρτίες.
Καὶ αὐτός, ἐνῷ ἔχει κακοποιηθῆ, δὲν ἀνοίγει τὸ στόμα του· σὰν πρόβατο ὡδηγήθηκε
πρὸς τὴ σφαγή· κι ὅπως τὸ ἀρνὶ μένει ἄφωνο μπροστὰ σ᾽ αὐτὸν ποὺ τὸ κουρεύει, ἔτσι
δὲν ἀνοίγει τὸ στόμα του. Καθὼς βρέθηκε ἑκουσίως στὴ θέσι ἀδυνάτου, τοῦ
καταπάτησαν τὸ δίκαιό του· ποιός ὅμως μπορεῖ νὰ διηγηθῇ τὴ γενιά του; γιατὶ ἡ
ζωή του ἀφανίζεται ἀπ᾽ τὴ γῆ» (Ἠσ. 53,4-8). Αὐτὴ τὴν περικοπὴ διάβαζε μέσα στὴν
ἅμαξά του ὁ εὐνοῦχος ἐκεῖνος τῆς Κανδάκης, τῆς βασιλίσσης τῶν Αἰθιόπων καὶ τοῦ
τὴν ἐξήγησε ὁ Φίλιππος καὶ «εὐηγγελίσατο αὐτῷ τὸν Ἰησοῦν» (Πράξ. 8,35). Αὐτὸ τὸν
ἀμνὸ δείχνει καὶ ὁ ἀπόστολος Πέτρος λέγοντας· «Δὲν λυτρωθήκατε ἀπὸ τὴ μάταιη
ζωὴ ποὺ κληρονομήσατε ἀπὸ τοὺς πατέρες σας μὲ ἀσήμι καὶ χρυσάφι, μὲ κάτι δηλαδὴ
ἀπ᾽ τὰ φθαρτά, ἀλλὰ μὲ τὸ τίμιο αἷμα τοῦ Χριστοῦ ποὺ θυσιάστηκε σὰν ἀμνὸς ἄψογος
καὶ ἀκηλίδωτος» (Α΄ Πέτρ. 1,18-19). Ἀλλὰ ἡ μεγαλοπρεπέστερη εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ ὡς
ἀρνίου βρίσκεται στὸ τελευταῖο βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης· «Καὶ εἶδα», γράφει ὁ
εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὴν Ἀποκάλυψι, «ἀνάμεσα στὸ θρόνο καὶ στὰ τέσσερα ζῷα
καὶ ἀνάμεσα στοὺς πρεσβυτέρους νὰ στέκεται ἕνα ἀρνάκι σὰν σφαγμένο…». Καὶ ἄκουσε
τραγούδι καινούργιο, ποὺ ἔψαλλαν οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ ἄγγελοι καὶ τὸ ἐπαναλάμβανε
ἀμέτρητος λαὸς λυτρωμένων καὶ ἔλεγαν· «Εἶσαι ἄξιος νὰ πάρῃς τὸ βιβλίο καὶ ν᾽ ἀνοίξῃς
τὶς σφραγῖδες του, γιατὶ ἐσφάγης καὶ μᾶς ἐξαγόρασες μὲ τὸ αἷμα σου ἀπὸ κάθε φυλὴ
καὶ γλῶσσα καὶ λαὸ καὶ ἔθνος, ὥστε ν᾽ ἀνήκουμε στὸ Θεό, καὶ (ὅλους) αὐτοὺς τοὺς
ἔκανες βασιλεῖς καὶ ἱερεῖς γιὰ τὸ Θεό μας, καὶ θὰ βασιλέψουν πάνω στὴ γῆ» (Ἀπ.
5,6-10).
«Νά τὸ ἀρνάκι τοῦ Θεοῦ ποὺ σηκώνει τὶς ἁμαρτίες
τοῦ κόσμου». Ὁ Ἰησοῦς «αἴρει», σηκώνει, τὶς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου, ἀπὸ τοὺς
πρωτοπλάστους Ἀδὰμ καὶ Εὔα μέχρι ὅλους ἐκείνους ποὺ γεννήθηκαν ἕως σήμερα καὶ
θὰ γεννηθοῦν μέχρι τῆς συντελείας τῶν αἰώνων. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος παρατηρεῖ ὅτι
ὁ Πρόδρομος χρησιμοποιεῖ χρόνο ἐνεστῶτα· εἶπε «ὁ αἴρων», «αὐτὸς ποὺ σηκώνει»·
δὲν εἶπε «αὐτὸς ποὺ θὰ σηκώσῃ» ἢ «ποὺ σήκωσε». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι σηκώνει τὶς
ἁμαρτίες μας διαρκῶς, μέχρι καὶ τώρα, καὶ ὄχι μόνο τότε ποὺ θυσιάστηκε· ὄχι
γιατὶ σταυρώνεται διαρκῶς ἀλλὰ γιατὶ διαρκῶς μᾶς καθαρίζει μ᾽ ἐκείνη τὴ θυσία
του (βλ. Ἑ.Π. Migne ἔ.ἀ.).
Ὁ Ἰησοῦς σηκώνει τὶς ἁμαρτίες τοῦ
κόσμου ὅπως ψάλλουμε κάθε μέρα στὴ Δοξολογία τοῦ ὄρθρου· «Κύριε ὁ Θεός, ὁ ἀμνὸς
τοῦ Θεοῦ, ὁ Υἱὸς τοῦ Πατρός, ὁ αἴρων τὰς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου». Καὶ τί βάρος εἶν᾽
αὐτό! Γι᾽ αὐτὸ ὁ Δαυῒδ ἀναστενάζει καὶ λέει «Αἱ ἀνομίαι μου ὑπερῆραν
(=ξεπέρασαν καὶ σκέπασαν) τὴν κεφαλήν μου, ὡσεὶ φορτίον βαρὺ ἐβαρύνθησαν ἐπ᾽ ἐμέ»
(Ψαλμ. 37,5).
Ὅσα ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι γιὰ τὸν Ἄτλαντα, ὅτι
σήκωνε στοὺς ὤμους του τὸν οὐρανό, ἦταν μυθολογία. Ἐμεῖς ζοῦμε μία
πραγματικότητα, καὶ μακάριος ὅποιος τὴν συλλαμβάνει διὰ τῆς πίστεως· ὁ Ἰησοῦς
σηκώνει ἐπάνω του τὶς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου. Ἑπομένως σηκώνει καὶ τὶς
δικές μου ἁμαρτίες· τὶς ἀφαιρεῖ ἀπὸ πάνω μου καὶ τὶς ἐξαφανίζει ῥίχνοντάς τες
στὸ πέλαγος τῆς εὐσπλαχνίας καὶ τοῦ ἐλέους του.
* * *
Ὁ Ἰησοῦς σηκώνει τὶς ἁμαρτίες
μου! Εἶδα κάποτε μία παραστατικὴ εἰκόνα. Ἦταν ἕνας ταλαίπωρος ἀχθοφόρος·
κουβαλοῦσε ἕνα βαρὺ φορτίο δεμένο σφιχτὰ στὴ ῥάχη του καὶ δὲν μποροῦσε οὔτε ὁ ἴδιος
νὰ τὸ ἀποτινάξῃ οὔτε κάποιος ἄλλος νὰ τὸ πάρῃ ἀπὸ πάνω του. Κάποιος ὅμως τὸν
λυπήθηκε, τοῦ ἔδειξε ἕνα λόφο καὶ τοῦ εἶπε· Ἂν ἀνεβῇς ἐκεῖ, θὰ δῇς ἐκεῖνον ποὺ
θὰ σ᾽ ἐλευθερώσῃ. Αὐτὸς πίστεψε στὰ λόγια αὐτά, ἀνέβηκε μὲ κόπο στὸ λόφο, καὶ
μόλις ἔφτασε, –ὤ τοῦ θαύματος!– τὰ σχοινιὰ κόπηκαν, τὸ φορτίο ξεκόλλησε κ᾽ ἔπεσε
στὴν ἄβυσσο.
Αὐτὴ εἶνε ἡ εἰκόνα κάθε ἁμαρτωλοῦ, ποὺ ὁ
σατανᾶς τὸν φορτώνει κάθε μέρα μὲ φορτία νέων ἁμαρτιῶν· κι αὐτός, παρὰ τὴν ἀπατηλὴ
ἡδονὴ τῆς ἁμαρτίας, ἀναστενάζει. Καταφεύγει σὲ διάφορα φιλοσοφικὰ καὶ κοινωνικὰ
συστήματα γιὰ ν᾽ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ τὸ βάρος, μὰ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἀπαλλάξῃ. Ὅπως
λέει ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, «ἀδύνατόν ἐστι χωρίσαι τὴν ψυχὴν ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας,
ἐὰν μὴ ὁ Θεὸς παύσῃ καὶ στήσῃ τὸν πονηρὸν τοῦτον ἄνεμον… Αὐτῷ γὰρ μόνῳ δυνατὸν
τοῦτο ποιῆσαι. “Ἴδε” γάρ, φησίν, “ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ
κόσμου”» (Ὁμιλίαι πνευματικαὶ Β΄, γ΄· Ἑ.Π. Migne 34,464D-465A-B· βλ. ἐπίσης τὴν
ἔκδ. Σωτ. Σχοινᾶ, Βόλος 1954, σσ. 27-28). Μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ ἐξαλείψῃ αὐτὸ τὸ
κακό.
Ἀδελφοί μου συναμαρτωλοί, μέχρι πότε θὰ
κουβαλᾶμε ἐπάνω μας τὸ βάρος τῆς ἅμαρτίας ὅπως ἡ χελώνα τὸ ὄστρακό της; «Ἀνάμεσά
μας στέκει ὁ Ἰησοῦς» (Ἰω. 1,26). Ἂς τὸν πλησιάσουμε μὲ πίστι καὶ εἰλικρινῆ
μετάνοια, καὶ ὁ Ἐσταυρωμένος θὰ πετάξῃ τὸ φορτίο μας στὸ πέλαγος τοῦ ἀπείρου ἐλέους
τοῦ Θεοῦ.
Καὶ οἱ κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου μὴν πάψουμε
νὰ κηρύττουμε τὴν ὑψίστη αὐτὴ ἀλήθεια, ὅπως ὁ τίμιος Πρόδρομος ποὺ κατ᾽ ἐπανάληψιν
διακήρυξε «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ» (ἔ.ἀ. 1,36).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου