Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2024

Αγαπάς άραγε κανέναν; - π.Θεοδόσιος Μαρτζούχος

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

 Αγαπάς άραγε κανέναν;

 π.Θεοδόσιος  Μαρτζούχος

Ποια είναι η μεγαλύτερη απ’ όλες τις εντολές του Νόμου του Θεού;

Μια απορία που την εκφράζει στον Χριστό ένας διδάσκαλος του Νόμου, όχι όμως με καλή διάθεση αλλά «πειράζων» Αυτόν, όπως λέει το Ευαγγελικό κείμενο.

Μια απορία που ίσως γεννιέται όταν ο άνθρωπος αγωνίζεται να τηρήσει τις εντολές του Θεού και ίσως κάποια στιγμή κουράζεται και ψάχνει να βρει την «μεγαλύτερη» απ’ αυτές, με την υποσυνείδητη διάθεση να τηρήσει αντισταθμιστικά την σπουδαιότερη (!), λίγο πολύ αφήνοντας τις άλλες. Η σκέψη είναι αφελής και επιπόλαιη γιατί στο οικοδόμημα των εντολών του Θεού, συναρμοζόμενα τα «κομμάτια» των αρετών συναπαρτίζουν τον ναό της ψυχής του καθενός και αυξάνουν σταδιακά «εἰς ναόν ἅγιον ἐν Κυρίῳ» (Εφ. 2, 21).

Ο Χριστός στον ερωτώντα του λέει ότι το, «θα αγαπήσεις Κύριο τον Θεό σου με ολόκληρη την καρδιά σου, την ψυχή σου και το μυαλό σου» καθώς και «να αγαπήσεις τον πλησίον σου αυτονόητα όπως αυτονόητα αγαπάς τον εαυτό σου», αυτές είναι οι μεγαλύτερες εντολές. Του επισημαίνει δύο πολύ σπουδαία θέματα.

Πρώτον, οι αρετές δεν λαμβάνονται δια μιας εξ ολοκλήρου και πακέτο(!). «Θα αγαπήσεις…» δηλαδή σε μελλοντική σταδιακή πορεία, σε διαδρομή ωριμότητας, με εποικοδόμηση αποτελεσμάτων προσπάθειας σαφούς και συγκεκριμένης. Ξεκινώντας την σταδιακή ανάβαση. Ανερχόμενος την κλίμακα κάθε αρετής, τα σκαλοπάτια της οποίας απαιτούν κόπο και δίνουν ορατότητα. Δηλαδή, ανεβαίνοντας βλέπει κανείς «μακρύτερα». Βλέπει και αυτά που μέχρι τότε δεν έβλεπε-«αντιλαμβανόταν». Κάτι τέτοιο απαιτεί υπομονή ωριμότητας, ελευθερία από την εγωιστική πίεση άμεσου αποτελέσματος, αναμονή της καρποφορίας, σύνεση επιμονής στην προσπάθεια-πορεία.

Δεύτερον, η άνοδος με αυτά τα προαπαιτούμενα εξασφαλίζει την σωστή αξιολόγηση και χρήση των νέων δεδομένων-διδομένων. Οι αρετές δεν γίνονται «αυτοφονευτικό» άρμα, αλλά ασπίδα κατά του διαβόλου. Δεν χάνει ο άνθρωπος τα μυαλά του σκεπτόμενος φαντασμένα, αλλά συνειδητοποιεί το μέγεθος της δωρεάς και δοξολογεί τον Δωρεοδότη, φοβούμενος για τον εαυτό του το ενδεχόμενο σφετερισμού της δωρεάς. Οι αρετές τον κάνουν να συνειδητοποιεί με αμεσότητα την απόσταση, να μη τρομάζει για το μέγεθος της αποστάσεως, να ελπίζει στο έλεος του Θεού, να αγαπά όπως Εκείνος τον αγάπησε, χωρίς όρους και προαπαιτούμενα. Ο κόπος των αρετών δεν είναι προαπαιτούμενη αγγαρεία, αλλά αυτονόητη θεραπευτική διαδρομή ελευθερίας από την φίλαυτη αγάπη (υπάρχει σε όλους και περισσότερο στον διάβολο) και ξανοίγματος στην ανιδιοτελή αγάπη, η οποία «oύ ζητεῖ τά ἑαυτῆς» (Α’ Κορ. 13, 5).

Σ’ αυτές τις δύο εντολές (αγάπη στον Θεό και προς τον αδελφό), λέει ο Χριστός ότι «ὅλος ὁ νόμος καί οἱ προφῆται κρέμονται», δηλαδή καμία αρετή δεν νοείται και δεν αποκτιέται αν δεν αγαπάς. Αν δεν αγαπάς, αν δεν έχεις δηλαδή «ξεχάσει» τον εαυτό σου, τότε ό,τι και αν προσπαθείς είναι μια αυτοκαταπίεση εξαντλητική που γεννάει τοξική διάθεση γκρίνιας, στριμάρας και αγωνίας για αυτοεξασφάλιση. Σ’ αυτήν την περίπτωση, η πίστη είναι χρήσιμη σκοπιμότητα και όχι ευρυχωρία αυτοπαράδοσης. Οι αρετές είναι αγωνία αυτοκαταξίωσης και όχι χαρά υγιούς σχέσεως με την Αιτία της ύπαρξής σου. Σε τέτοια περίπτωση είναι καίρια η παρατήρηση που γράφει ο C. S. Lewis στο βιβλίο του «Το μεγάλο διαζύγιο»: «Καλή μου φίλη, μπορείς έστω και μια στιγμή, να συγκεντρωθείς σε κάτι άλλο εκτός από τον εαυτό σου;!» (σελ. 60).

Όταν τέλειωσε την απάντησή Του προς τον νομοδιδάσκαλο ο Χριστός, στράφηκε προς τους παρισταμένους Φαρισαίους και ρώτησε, αυτούς κατ’ ευθείαν, και εμάς μέσω του Ευαγγελικού κειμένου: Τι νομίζετε-πιστεύετε για τον Χριστό;

Εκείνοι τότε στα θρησκευτικοπολιτικά τους δεδομένα Του απάντησαν, ότι είναι γιος του Δαβίδ…

Εμείς, άραγε σήμερα, τι απαντάμε;

Τίνος Γιος είναι;

Οι Εβραίοι τότε υπήρχαν σε μια συγκροτημένη κολεκτιβιστικά κοινωνία, που δεν ανεχόταν αποκλίσεις από την επικρατούσα άποψη και γνώμη, γεγονός που καθιστούσε και την θέση των επί μέρους ανθρώπων χωρίς ιδιαίτερο βάρος ευθύνης. Τώρα σε μας, αυτή η «νηπιακή» φάση έχει παρέλθει και στεκόμαστε κατάντικρυ της ευθύνης της ελευθερίας μας, αφού σε κολεκτίβα δεν ανήκουμε, αλλά ατυχώς ούτε σε κοινωνία μετέχουμε!

Πρέπει να απαντήσουμε κι εμείς για το ποιος είναι ο Χριστός για την ζωή μας. Η πραγματικότητα, αν δεν την προσοικειωθούμε, όσο σπουδαία και μεγάλη και αν είναι, γίνεται «αδιάφορη» όταν δεν γίνει δική μας. Ο Πέτρος στην παραπάνω ερώτηση απάντησε: Συ είσαι ο γιος του Θεού, δηλαδή συ είσαι Θεός.

Σε μας μένει πρόταση, δυνατότητα και ελευθερία στάσεως-σχέσεως με Αυτόν να γίνει Θεός της ζωής μας. Του Πέτρου και των μαθητών έγινε. Και παρά τα όποια σκαμπανεβάσματα πορείας και αν είχαν, ο Χριστός έγινε ρυθμιστής σκέψεων και ενεργειών στην ζωή τους. Μέχρι την Πεντηκοστή, βέβαια, η ατελής φύση θα νικά και ο καθένας από τους μαθητές θα πέφτει με τον τρόπο του.

Ο Χριστός πρώτα σ’ αυτούς (και στην συνέχεια σε μας) συγχώρεσε πολλά γιατί, πέραν απ’ τις αδυναμίες τους, έβαλαν τα δυνατά τους να Τον αγαπήσουν όπως Εκείνος ήθελε και, χωρίς να ξεχνούν την εγκατάλειψη της Γεθσημανή, Του παρέδωσαν την ψυχή και την ζωή τους. Δίψυχοι κι εμείς πολλές φορές, ας Του ζητήσουμε να μη μας ξεχνάει, όταν ανόητα κολλάμε στα όποια πάθη μας περιμένοντας χαρά από εκεί που δεν υπάρχει.

Όπως λέει και ο ανατολίτης μυστικός:

Ο Αγαπημένος με κοίταξε με συμπόνια και μου είπε:

«Πώς μπορείς να συνεχίζεις να ζεις χωρίς εμένα;»

Του είπα: «Στ’ ορκίζομαι, σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό».

Μου είπε: «Τότε γιατί κρατιέσαι τόσο γερά στην άνυδρη γη;»


ΙΕ’ ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Ἐκ τοῦ κατά Ματθαῖον Κεφ. κβ’, 35-46
Tόν καιρό ἐκεῖνο, ἕνας Νομοδιδάσκαλος, ὑπέβαλε στόν Ἰη­σοῦ, γιά νά τόν δοκιμάσει, τήν ἑξῆς ἐρώτηση:
– Διδάσκαλε, ποιά εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἐντολή στόν Νόμο;
Τοῦ ἀπάντησε ὁ Ἰησοῦς:
– Νά ἀγαπᾶς τόν Κύριο, τόν Θεό σου, μέ ὅλη σου τήν καρδιά, μέ ὅ­λη σου τήν ψυχή καί μέ ὅλη τήν δύναμη τοῦ μυαλοῦ σου. Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη καί πιό μεγάλη ἐντολή. Δεύτερη δέ, ἰσάξια μέ αὐτή, εἶναι: Νά ἀγα­πᾶς τόν πλησίον σου σάν τόν ἑαυτό σου. Σ’αὐτές τίς δύο ἐντολές στηρίζονται ὅλος ὁ Νόμος καί οἱ Προφῆτες.
Καθώς λοιπόν οἱ Φαρισαῖοι ἦταν συγκεντρωμένοι γύρω του, τούς ρώ­­τησε ὁ Ἰησοῦς:
– Τί γνώμη ἔχετε γιά τόν Χριστό; Τίνος εἶναι υἱός;
Τοῦ ἀπάντησαν:
– Τοῦ Δαβίδ.
Τούς ρώτησε:
– Πῶς τότε ὁ Δαβίδ φωτισμένος ἀπό τό Πνεῦμα, τόν ὀνομάζει Κύ­ριο; Γιατί νά, λέγει γι᾿ αὐτόν: «Εἶπε ὁ Κύριος στόν Κύριό μου: Κάθου στά δεξιά μου, μέχρι πού νά βάλω τούς ἐχθρούς σου ὑποπόδιο κάτω ἀ-πό τά πόδια σου». Ἄν ὁ Δαβίδ τόν ὀνομάζει Κύριο, πῶς μπορεῖ νά εἶ-ναι υἱός του;
Κανένας δέν μπόρεσε νά τοῦ δώσει ἀπάντηση, ἀλλά καί κανένας δέν τόλμησε ἀπό τήν ἡμέρα ἐκείνη νά τόν ξαναρωτήσει πιά._
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: