Την Πέμπτη, το ελληνικό κοινοβούλιο αναμένεται να ψηφίσει το
νομοσχέδιο αναφορικά με το δικαίωμα στο γάμο και την τεκνοθεσία για τα ομόφυλα
ζευγάρια. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η πρωτοβουλία προέρχεται από τον κεντροδεξιό
πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος αντιμετωπίζει την έντονη αντίθεση της
Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Παρόλο που η Ιερά Σύνοδος αναγνωρίζει τη νομοθετική εξουσία του
κράτους, επιμένει ότι οι νόμοι πρέπει να είναι εναρμονισμένοι με την δική της
άποψη για τη χριστιανική ηθική, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα αποτελεί μια
πολυφωνική δημοκρατία. Για όσους από εμάς είμαστε πολίτες μιας πλουραλιστικής
δημοκρατίας, είναι ιδιαίτερα σημαντική η ορθή επισήμανση του Οικουμενικού
Πατριάρχη Βαρθολομαίου ότι «η εμπειρία της ατομικής και εθνικής μας
ταυτότητας πρέπει να βιώνεται εντός ενός πλουραλιστικού και πολυπολιτισμικού
πλαισίου.»[i]
Ως Ελληνοαμερικανή δεύτερης γενιάς, δεν υπάγομαι στη δικαιοδοσία της Ιεράς Συνόδου, ωστόσο, παραμένω μέλος του συλλογικού σώματος της Εκκλησίας, της «ουράνιας μητέρας μας που μας γεννά και μας μυσταγωγεί στη λειτουργική ζωή». Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η Εκκλησία «ενσαρκώνεται, φανερώνεται και πραγματώνεται σε κάθε τοπική κοινότητα», και γι’ αυτό όλοι οι πιστοί είμαστε μέλη της.
Η Ιερά Σύνοδος υποστηρίζει ότι η αντίθεσή της στο προτεινόμενο
νομοσχέδιο βασίζεται στην Αγία Γραφή, την κανονική και την πατερική παράδοση.
Ωστόσο, η ερμηνεία που παρέχει είναι τόσο περιοριστική με αποτέλεσμα να
υπονομεύει την Ορθόδοξη διδασκαλία περί προσώπου.
Επιπλέον, στην ανακοίνωσή της αναφέρει ότι «η νομοθέτηση αυτή
συγκρούεται με τη χριστιανική ανθρωπολογία» και προειδοποιεί ότι ο γάμος μεταξύ
ατόμων του ιδίου φύλου «ανατρέπει τους ρόλους των φύλων» προωθώντας την
κατάργηση της «πατρότητας και της μητρότητας». Η εν λόγω πεποίθηση ότι οι
γυναίκες και άνδρες γονείς αποτελούν ένα καθορισμένο ζεύγος προσώπων
προϋποθέτει την ουσιοκρατική θεώρηση του φύλου και ακριβώς αυτή η υιοθέτηση του
ουσιοκρατισμού του φύλου είναι ασύμβατη με την ορθόδοξη θεολογία του προσώπου.
Ειδικότερα, ο ουσιοκρατισμός του φύλου θεωρεί ότι οι άνθρωποι
χωρίζονται σε ταυτόχρονα διακριτές και συμπληρωματικές ομάδες, οι οποίες
συμβαδίζουν με το βιολογικό φύλο (αρσενικό/θηλυκό), την ταυτότητα φύλου
(άνδρας/γυναίκα), τον σεξουαλικό προσανατολισμό (ετεροφυλόφιλος), καθώς και
τους ρόλους των φύλων (αρσενικός/θηλυκός). Το πρόβλημα εδώ δεν είναι η
αναγνώριση της διαφορετικότητας, αλλά κυρίως, ο τρόπος, με τον οποίο
προκαθορίζεται η προσωπικότητα και οι σχέσεις βασιζόμενες σε μια θεωρία
αμετάβλητων χαρακτηριστικών.
Για να ενισχύσει τη θέση της, η Ιερά Σύνοδος αναφέρεται στους στίχους
1:27-28 από το βιβλίο της Γενέσεως: «ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς…λέγων αὐξάνεσθε
καὶ πληθύνεσθε», παραθεωρώντας εσκεμμένα το γεγονός ότι οι Πατέρες της
Εκκλησίας ερμήνευσαν τους εν λόγω στίχους με εντελώς διαφορετικούς τρόπους.
Όμως ακόμη κι αν δεχόμασταν την στενά κυριολεκτική ερμηνεία της Ιεράς Συνόδου,
το κείμενο της Γενέσεως αναφέρει, επίσης, ότι ο θεός δημιούργησε την
«ημέρα» και τη «νύχτα». Αυτό σημαίνει άραγε ότι δεν δημιούργησε το
σούρουπο, την αυγή και το λυκόφως, παρόλο που αυτά δεν αναφέρονται στο
κείμενο; Όταν λέμε πώς ο Θεός είναι το Άλφα και το Ωμέγα, εννοούμε άραγε
ότι είναι μόνο ο πρώτος και ο τελευταίος; Ή μήπως υποδηλώνουμε ότι ο Θεός είναι
το παν από την αρχή έως το τέλος; [ii] Ίσως,
όταν ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο ως αρσενικό και θηλυκό να δημιούργησε και
όλα τα ενδιάμεσα.
Στην πραγματικότητα, η Ορθόδοξη Θεολογία μας αποτρέπει από το να
κατηγοριοποιούμε τα ανθρώπινα όντα με οποιοδήποτε ουσιοκρατικό τρόπο. Η
ορθόδοξη κατανόηση του προσώπου, όπως φανερώνεται στην Τριαδολογία και την
Χριστολογία, υποδεικνύει ότι τα ανθρώπινα πρόσωπα, με όλη την πολυπλοκότητά
τους, δεν μπορούν να ενταχθούν σε ουσιοκρατικές κατηγοριοποιήσεις.
Η Αγία Τριάδα, όπως επισήμανε ο Μητροπολίτης Περγάμου κυρός Ιωάννης
(Ζηζιούλας), παρέχει ένα πρότυπο για το ανθρώπινο πρόσωπο, το οποίο υπερβαίνει
οποιαδήποτε κατηγοριοποίηση. Τα πρόσωπα της Αγίας Τριαδος– Πατήρ, Υιός και Άγιο
Πνεύμα– κοινωνούν της ιδίας ουσίας και ενέργειας, αλλά το καθένα έχει το δικό
τον τρόπο υπάρξεως (υπόσταση). Αντίστοιχα, οι άνθρωποι, εικονίζοντας την Αγία
Τριάδα, μετέχουν σε μια κοινή ανθρώπινη ουσία, από την οποία απορρέουν ορισμένα
χαρακτηριστικά (π.χ. φυλή, σωματότυπος, φύλο, γένος), καθώς και οι παραλλαγές
τους.[iii] Το
σύνολο των χαρακτηριστικών διακρίνει κάποιον ως άτομο, το οποίο όμως διαφέρει
από την προσωπικότητά του (υπόσταση).
Το πρόσωπο αποτελεί την ιδιαίτερη ταυτότητα του ατόμου, η οποία
αναδύεται μέσα από τις σχέσεις του με τους άλλους. Για παράδειγμα, η υπόσταση του
Αγίου Πνεύματος φανερώνεται μέσα από τις σχέσεις Του με τα υπόλοιπα Πρόσωπα της
Αγίας Τριάδος. Το Άγιο Πνεύμα μας συγκροτεί ως ανεπανάληπτα μοναδικά πρόσωπα
που μετέχουν στην σχέση του Υιού με τον Πατέρα. Επομένως, κάθε ανθρώπινο
πρόσωπο δεν υπόκειται σε καμία κατηγοριοποίηση και υπερβαίνει την κοινή
ανθρώπινη ουσία.
Εφόσον η Ορθοδοξία δίνει έμφαση στο πρόσωπο και όχι στο άτομο, η Ιερά
Σύνοδος σφάλλει εστιάζοντας στα χαρακτηριστικά του ατόμου αντί στην υπόστασή
του. Με άλλα λόγια, θεωρεί λανθασμένα την ΛΟΑΤΚΙ ταυτότητα φύλου ως καθοριστικό
στοιχείο της προσωπικότητας.
Όπως η Τριαδολογία, έτσι και η Χριστολογία αναδεικνύει το πρόσωπο. Η
υποστατική ένωση των δύο φύσεων του Χριστού, θείας και ανθρώπινης, αψηφά κάθε
κατηγοριοποίηση καλώντας μας να κατανοήσουμε τα υπόλοιπα ανθρώπινα όντα όχι με
βάση το «τι είναι αλλά σύμφωνα με τον τρόπο
υπάρξεώς τους.»[iv]
Η παράλειψη της διάκρισης μεταξύ κοινής ουσίας και υποστάσεως,
καθώς και η κοντόφθαλμη θεώρηση του ζητήματος εκ μέρους της Ιεράς Συνόδου
οδηγεί σε πνευματική ζημία, ενώ παράλληλα δυσχεραίνει την γνήσια και πλήρη
φανέρωση της ανεπανάληπτης εικόνας του Θεού μέσω των πιστών στην Εκκλησία. Όπως
επισήμανε και ο Άγιος Αθανάσιος, Ο Θεός δεν «παρείχε αμυδρή γνώση για τον εαυτό
Του, αλλά με πολλούς και διάφορους τρόπους φανερώθηκε».[v] Για
τους παραπάνω λόγους, ο ουσιοκρατισμός των φύλων ακυρώνει την «πολυμορφία» και
«πολυτροπία», καθώς εσφαλμένα προκαθορίζει τις σχέσεις μας με τους ανθρώπους.
Εκτός από αυτό, δεν αρκεί να λέμε απλά ότι «αποδεχόμαστε» τους
ανθρώπους, επιτρέποντάς τους να προσέρχονται στην εκκλησία ή επειδή τους παρέχουμε
τη δυνατότητα ένωσης αστικού χαρακτήρα. Η αγάπη του Θεού, όπως φανερώνεται στην
Αγία Τριάδα, αξιώνει να παραχωρούμε σε ένα άλλο άτομο την ελευθερία της
διαφορετικότητας, αλλά ταυτόχρονα να βρίσκεται και εν κοινωνία μαζί μας.
Αξιοσημείωτα είναι τα λόγια του Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη: «Αν αγαπάμε τον
άλλον όχι μόνο παρά το γεγονός ότι είναι διαφορετικός, αλλά
ακριβώς λόγω της διαφορετικότητάς του, ή κυρίως επειδή είναι
απλώς κάποιος άλλος, τότε βιώνουμε την ελευθερία ως αγάπη και
την αγάπη ως ελευθερία.»[vi] Η
Θέωση μάς καλεί να ενσαρκώσουμε μια κοινωνία οπού κανείς δεν απορρίπτεται απ’
τη μετοχή στα Μυστήρια βάσει ορισμένων αναλλοίωτων χαρακτηριστικών.
Αν και η Ιερά Σύνοδος περιγράφει με όμορφο τρόπο τον χριστιανικό γάμο,
με ή χωρίς παιδιά, όχι ως μια «απλή συμφωνία συμβίωσης, αλλά ως Ιερό Μυστήριο,
μέσω του οποίου παρέχεται η χάρη του Θεού στη σχέση κοινωνίας…με στόχο την
κοινή πορεία προς τη θέωση». Εντούτοις, η διευκρίνηση ότι αυτό ισχύει για τις
σχέσεις μόνο ανδρών-γυναικών προϋποθέτει μια προσέγγιση του μυστηρίου βασισμένη
σε αμετάβλητα χαρακτηριστικά.
Αξίζει να τονιστεί ότι η μυστηριακότητα φανερώνει την παρουσία του
Θεού μέσω της μεταμόρφωσης της ύλης,[vii] καθώς
κάθε υλικό στοιχείο ενέχει μυστηριακή δυναμική.[viii] Κατ’
αυτόν τον τρόπο, ο γάμος, ως μυστήριο, δεν αποτελεί απλώς μια τελετουργία, αλλά
έναν από κοινού ασκητικό αγώνα δύο ανθρώπων που μαθαίνουν να αγαπούν με τον
τρόπο της αγάπης του Θεού. Επομένως, η παρουσία του Θεού στον γάμο και στον
συζυγικό έρωτα δεν εξαρτάται από οποιαδήποτε αμετάβλητα χαρακτηριστικά.
Επιπλέον, η Ιερά Σύνοδος υποστηρίζει παραπλανητικά ότι το Ιερό
Μυστήριο του γάμου διακρίνεται από μια συνεχή και αμετάβλητη ιστορία. Η αλήθεια
είναι ο γάμος δεν είχε συγκροτηθεί ως ξεχωριστό μυστήριο έως τον 10ο αιώνα,
αλλά ακόμη και τότε η Εκκλησία δεν τελούσε γάμους για τους φτωχότερους (τη
συντριπτική πλειοψηφία των Χριστιανών). Εκτός απ’ αυτο, οι γυναίκες που συχνά
υπέφεραν λόγω ενδοοικογενειακής βίας θεωρείτο ότι έπρεπε να την υπομένουν
ως πράξη μαρτυρίου.
Εδώ τίθεται το εξής ερώτημα: Εφόσον είμαστε όλοι μέλη της Εκκλησίας
και ο Ορθόδοξος γάμος, καθώς και η γονεϊκή ιδιότητα έχουν ως στόχο να
μάθουμε να αγαπάμε όπως ο Θεός, γιατί τότε να αποκλείσουμε ορισμένους ανθρώπους
απ’ την εμπειρία της αγάπης του Θεού;
Η Ιερά Σύνοδος αναρωτιέται: «ποιος είναι ο ουσιαστικός λόγος αυτής της
απόφασης που αλλάζει συνολικά και άρδην τον θεσμό του γάμου και την ιδιότητα
του γονέα και γιατί προωθείται με τόση επιμονή;» Μια ενδεχόμενη απάντηση είναι
ότι η ίδια η πίστη μας το απαιτεί.
[ii] Rev. Kali Cawthon-Freels, Reclamation: A Queer Pastor’s Guide to Finding Spiritual Growth in the Passages Used to Harm Us (Nurturing Faith, 2022) 9.
[vi] Zizioulas, 10.
2 σχόλια:
Στον χώρο της θεολογίας, κάποιοι είχαν εγκαίρως επισημάνει τους κίνδυνους της άκριτης υιοθέτησης της (τότε) εντυπωσιακής θεολογίας του προσώπου.
Δυστυχώς είχαν δίκιο:
έχουμε εδώ ένα κείμενο που θέλει ρητώς ορθόδοξο γάμο ομοφυλοφίλων επιχειρώντας να αντλήσει επιχειρήματα (πέραν των άλλων απίθανων περί σούρουπου και νύκτας) και από αυτήν ακριβώς την θεολογική σχολή σκέψης.
Θα είχε ενδιαφέρον η θέση του μακαριστού εμπνευστή της…
«ὅταν δὲ ἔλθῃ ἐκεῖνος, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν»
(Ἰω.ιστ΄13)
Ὅπως διαφαίνεται ἀπό τήν περιρρέουσα συγγραφική δραστηριότητα ὅλα προσανατολίζονται στόν ὁρίζοντα μιᾶς τάσης ἐπαναπροσδιορισμοῦ τοῦ θεόσδοτου καί πατροπαράδοτου Μυστηρίου τοῦ Γάμου.
Θεωρῶ πώς εἶναι πασιφανής πλέον ἡ συνεχής προσπάθεια γιά τήν περιβολή μέ θεολογικό μανδύα τοῦ ἐπίμαχου νομοσχεδίου.
Προωθεῖται μιά ἐπαναδιατύπωση τῆς ἐρμηνευτικῆς προσέγγισης τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί ὑποτονισμός καί ἀπαξίωση τῆς δισχιλιόχρονης Ἐκκλησιαστικῆς παρουσίας καί ἐμπειρίας ὑπό τήν Ἁγιοπνευματική καθοδήγηση «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» σχετικά μέ τό τί εἶναι καί τί δέν εἶναι πάθος καί ἁμαρτία, μέ τό τί εἶναι θεάρεστο καί τί θεομίσητο, μέ τό τί εἶναι ἀδιάβλητα καί τί διαβλητά πάθη.
Ἀκόμη ἐπιστρατεύονται νεοφανεῖς θεωρίες περί προσώπου (περσοναλισμός) γιά νά «κτισθεῖ» τό νέο θεολογικό ἀφήγημα «που αλλάζει συνολικά και άρδην τον θεσμό του γάμου και την ιδιότητα του γονέα».
Ἀπό τήν κατωτέρω διεύθυνση ἀντιγράφω ἀποσπασματικά:
https://www.parembasis.gr/index.php/el/menu-teyxos-239/4531-2016-06-13-ontologia-proswpou-amsoe
«Στον περσοναλισμό γίνεται λόγος ευθέως για τρία υποστατικά θελήματα. Έκπληξη δημιουργεί το γεγονός ότι ο ρουμάνος συντάκτης, με διατριβή στον άγιο Μάξιμο, αγνοεί (;) τις πολλαπλές αναφορές του αγίου Μαξίμου ότι τρία υποστατικά θελήματα συνεπάγονται τριθεΐα και διάσπαση του Τριαδικού Θεού. Αν το θέλημα είναι υποστατικό, όπως είναι διαφορετική κάθε υπόσταση, έτσι θα είναι διαφορετική και η θέληση κάθε Θείου Προσώπου με αποτέλεσμα τρεις διαφορετικούς Θεούς.
.............
Φυσικά, οι περσοναλιστές, συμπεριλαμβανομένου του ρουμάνου συντάκτη, είναι τόσο μοιραία καθηλωμένοι στην προτεραιότητα του προσώπου απέναντι στη φύση, ώστε κάθε δήλωση περί φυσικής θέλησης να αντιμετωπίζεται από αυτούς ως δυτική ουσιοκρατία. Αδυνατούν να ερμηνεύσουν ισορροπημένα φύση και υπόσταση.
...............
Υπηρετώντας την θέση ότι το πρόσωπο δεν νοείται άνευ σχέσης, περσοναλιστικά κείμενα απορρίπτουν π.χ τη Φιλοκαλία, τις ευχές της θείας Μεταλήψεως και άλλα, διότι κατά τη γνώμη των περσοναλιστών υπηρετούν μια ατομιστική σωτηρία, η οποία δεν φανερώνει την ιδρυτική συνθήκη της οντολογίας του προσώπου, το να υπάρχει δηλαδή το πρόσωπο σε σχέση με κάποιο άλλο πρόσωπο. Με άλλα λόγια, κατά τους περσοναλιστές τα κείμενα αυτά ώζουν μιας ατομιστικής πνευματικότητας (όπως στην περίπτωση των γκουρού), η οποία υπηρετεί τις ορμέμφυτες ανάγκες της ενστικτώδους θρησκευτικότητας.
.............
Ενώ η παράδοση των Πατέρων της Εκκλησίας από το Μ. Αθανάσιο, τους Καππαδόκες, τον άγιο Μάξιμο, τον άγιο Συμεών το Νέο Θεολόγο ρητώς αποτρέπει κάθε διανοητική ενασχόληση με τον τρόπο υπάρξεως των Θείων Προσώπων, η περσοναλιστική ερμηνευτική ασχολείται με το πώς αγαπώνται τα Θεία Πρόσωπα μεταξύ τους, με την ψυχανάλυση των Θείων Προσώπων, με το για ποιο λόγο αναγκαία ο Θεός είναι Τριαδικός διαμέσου σχολαστικώς κατονομασμένων σχημάτων του τύπου: χρειάζεται το Τρίτο πρόσωπο για να υπερβαίνεται η εγωιστική αγάπη μεταξύ των άλλων δυο Θείων Προσώπων.
...........
Συναφώς, ενίοτε σύμφωνα με την περσοναλιστική αντίληψη, ένας πιστός, που ακολουθεί τα κείμενα των Αγίων, τους Ιερούς Κανόνες και τα θέσμια της Εκκλησίας, κρίνεται ως ηθικιστής, φαρισαίος, γεροντόπληκτος ή γεροντολάγνος, αδυνατών να κατανοήσει το βαθύ νόημα της εν Χριστώ ελευθερίας και συρρικνούμενος στα αντικειμενοποιημένα σχήματα μιας παρελθούσας παράδοσης. Ατυχώς, τέτοια πράγματα έχουν ειπωθεί ακόμα και για αναγνωρισμένους Αγίους της Ορθόδοξης Εκκλησίας.»
..............
Οι ακριβείς θεολογικές συζητήσεις κατά τον 4ο και τον 5ο αιώνα, ξεκαθάρισαν ότι ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι ενωμένοι σε μια αΐδιο κοινωνία ουσίας (με διακριτά υποστατικά ιδιώματα των Τριών Προσώπων - το γεννητόν του Υιού, το εκπορευτόν του Αγίου Πνεύματος και την μοναρχία του Πατρός), και ενώ συνυπάρχουν πάντοτε σε αλληλοπεριχώρηση, δεν υφίσταται μεταξύ τους κοινωνία των Προσωπικών (υποστατικών) Ιδιωμάτων τους.»
Στῶμεν καλῶς...
Θεόδωρος Σ.
Δημοσίευση σχολίου