«Ἵνα καὶ οἱ ἔχοντες, ὡς μὴ ἔχοντες ὦσιν…»
Δυο σκέψεις για τον πατέρα, την οικογένεια και μερικές εξωραϊσμένες
παγίδες
Θανάσης Παπαθανασίου
Δυο σκέψεις θα επιχειρήσω να διατυπώσω – από τις πολλές που με
απασχολούν[1]. Και θα τις διατυπώσω υπό τις δύο θεατές
ιδιότητές μου, ως εκπαιδευτικού για 45 σχεδόν χρόνια σε διάφορες βαθμίδες, και
ως πατέρα. Και υπό την αθέατη ιδιότητα, των προσωπικών διαδρομών μου.
Σκέψη πρώτη:
Ξεκινώ με την οπτική του πατέρα: Βρίσκω στον χώρο της πίστης τεράστια
ενδοχώρα. Ερανίζομαι δειγματικά μια αποστροφή του αγίου Ιωάννου του
Χρυσοστόμου: «Δεν σε καθιστά πατέρα από μόνο του το να σπείρεις· αλλά το να
μεγαλώσεις το παιδί σωστά. Ούτε σε κάνει μητέρα η εγκυμοσύνη, αλλά το να
αναθρέψεις το παιδί σωστά […]. Πατεράδες δεν φτιάχνει η φύση, αλλά ο σωστός
τρόπος ζωής» («Οὐ […] τό σπεῖραι ποιεῖ πατέρα μόνον, ἀλλά τό παιδεῦσαι καλῶς. Οὐδέ
τό κυήσαι μητέρα εργάζεται, αλλά το θρέψαι καλώς […]. Οὐχ ἡ φύσις, ἀλλ’ ἡ ἀρετὴ
ποιεῖ πατέρας»[2]).
Αυτή η διελκυστίνδα (μεταξύ λειτουργιών υπαγορευμένων από τη βιολογική νομοτέλεια αφενός, και λειτουργιών εμπνεόμενων από την ελευθερία και την ευθύνη αφετέρου), είναι γνωστή και έχει δουλευτεί πάρα πολύ. Ξεκινώ όμως μ’ αυτήν διότι, τηρουμένων των αναλογιών μέσα στις αλλαγές των καιρών, διατηρεί σημασία κεντρική.
Φαίνεται ότι είναι διαχρονική η αίσθηση ότι η μεν μητρότητα είναι
αυταπόδεικτη λόγω του χειροπιαστού γεγονότος της γέννας και λόγω της
δυαδικότητας μάνας και βρέφους. Την πατρότητα όμως την συνοδεύει αβεβαιότητα.
Είναι γνωστό ότι την φράση του ρωμαϊκού δικαίου pater semper incertus est (ο
πατέρας είναι πάντοτε αβέβαιος), την μνημόνευσε αργότερα ο Φρόυντ[3]. Στον γονέα που λέγεται
πατέρας λοιπόν, η βιολογική νομοτέλεια δεν είναι άμεσα ψηλαφητή, και γι’ αυτό ο
ρόλος του χρειάζεται να χτιστεί – προσωπικά και πολιτισμικά. Είναι χαρακτηριστική
η επισήμανση του ανθρωπολόγου Μωρίς Γκοντελιέ, ότι μεταξύ των θηλαστικών που
βιολογικά είναι στενοί συγγενείς (δηλαδή μεταξύ ανθρώπων και χιμπατζήδων)
καίρια διαφορά αποτελεί ακριβώς ο ρόλος του πατέρα: ρόλος που χτίζεται στις
ανθρώπινες κοινωνίες, αλλά είναι άγνωστος στα ανθρωποειδή.[4] Το ανθρώπινο χτίσιμο αυτού του
ρόλου καταγράφει τεράστια και πολυειδή διαδρομή, από τις αρχέγονες κοινωνίες
μέχρι τις σύγχρονες.[5]
Αυτά δεν τα λέω για να πλατσουρήσω σε ψυχιατρικά και ψυχολογικά πελάγη
που δεν κατέχω. Τα λέω αφενός διότι η θεολογία οφείλει να διαλέγεται, και
αφετέρου διότι αυτά αφορούν την βιωμένη μου πραγματικότητα. Δίνω λοιπόν τον
εξής «ορισμό» του πατέρα:
Μπαμπάς είναι ένα ον δίχως σάλπιγγες και δίχως ωοθήκες, κι όμως με
πόνους γέννας. Δίχως αυτούς τους πόνους, μπορεί να είναι χίλια δυο πράγματα.
Όχι όμως μπαμπάς, ακόμα κι αν έχει παιδιά… Χτυπάει μέσα μου δυνατά η φράση του
αποστόλου Παύλου που χρησιμοποιεί το «γυναικείο» ρήμα «ωδίνω», με ω και ι:
«Τεκνία μου, οὓς […] ὠδίνω»: «Παιδιά μου, που για σας […] περνώ τους πόνους της
γέννας» (Γαλ. 4:19).
Αυτοί οι πόνοι δεν γίνονται εφάπαξ, αλλά αδιάκοπα. Σ’ αυτούς
συμπεριλαμβάνεται η αποφασιστικότητα ότι δεν απεμπολώ τον ρόλο μου, αλλά αυτό
το κάνω δίχως την πεποίθηση υπεροχής, η οποία αποικιοποιεί το φροντιζόμενο
τέκνο και απολήγει στον καταστροφικό τύπο του πειθαρχημένου παιδιού, μιας
σκιώδους προσωπικότητας. Στην εκ της φύσεώς της ασύμμετρη σχέση πατέρα και
τέκνου, πατέρας είναι αυτός που είναι τόσο δυνατός, ώστε να δύναται να είναι
ευάλωτος, ως ωδινόμενος – με ω και ι.[6]
Είπα ότι δίχως τους πόνους γέννας ο μπαμπάς δεν είναι μπαμπάς, ακόμα
κι αν «έχει» παιδιά. Σχετικοποιώ δηλαδή το πολύ βαρύ ρήμα «έχω». Ο τίτλος της
εισήγησής μου («ἵνα καὶ οἱ ἔχοντες, ὡς μὴ ἔχοντες ὦσιν») είναι φράση του
αποστόλου Παύλου (1 Κορ. 7:29), και αφορά κάτι που είναι θεμελιώδες για την
χριστιανική ιδιότητα, αλλά ταυτόχρονα αιφνιδιάζει και δημιουργεί δυσάρεστο
αίσθημα ανασφάλειας. Καθόσον ο Παύλος δεν δίνει την ασφάλεια μιας χαραγμένης πορείας,
αλλά την «ανασφάλεια» μιας πυξίδας προς χάραξη της πορείας. Είναι εκείνη η
ευλογημένη «ανασφάλεια» η οποία συνοδεύει την ελευθερία και την ευθύνη.
Με τη φράση «ἵνα καὶ οἱ ἔχοντες, ὡς μὴ ἔχοντες ὦσιν», ο Παύλος μιλά
για την εσχατολογία, όχι απλώς ως προσδοκία της Βασιλείας, αλλά για το έμπρακτο
κόστος αυτής της προσδοκίας στον καθημερινό τρόπο ζωής. Ό,τι έχω, χρειάζεται να
το ζω, αλλά χωρίς να το κατέχω / υποτάσσω, και συνεπώς και χωρίς αυτό με τη
σειρά του να με καθηλώνει. Φυσικά, αυτό το «να έχω σαν να μην έχω» μοιάζει με
αυτοϋπονόμευση, αφού ολόκληρος ο πολιτισμός μας δομείται πάνω στο πολύσημο ρήμα
«έχω» (έχω παιδιά, έχω μια θέση, έχω αυτοκίνητο, έχω διδακτορικό, κλπ). Ωστόσο,
ο Παύλος μιλά για αυτοϋπονόμευση λυτρωτική, υπό την έννοια ότι απαγκιστρώνει
από την πιο επικίνδυνη ειδωλολατρία και τον πιο επικίνδυνο ναρκισσισμό: την
ειδωλολατρία και τον ναρκισσισμό που θεμελιώνονται όχι σε κραυγαλέα κακά, αλλά
σε ευυπόληπτες σχέσεις, σε αγαθούς κόπους,
σε πραγματικά επιτεύγματα. Ο Παύλος δεν λέει να μη βιώνονται
αυτές οι ανθρώπινες καταστάσεις. Αντιθέτως: Λέει ότι βιώνονται με πληρότητα,
όταν δεν γίνονται με καθεστωτική αντίληψη της ζωής και των σχέσεων.
Επιτρέψτε μου εδώ μια παρένθεση για τη μαγική λέξη «σχέση». Συχνά
βλέπουμε να χρησιμοποιείται η λέξη «σχέση» σαν τάχα να δηλώνει αυτομάτως ένα
πράγμα: το θετικό, το ιδεώδες. Θεωρώ λάθος αυτή την μαγικοποίηση της λέξης. Δεν
υπάρχει άνθρωπος μη-σχεσιακός. Σχέση υπάρχει ακόμα και στην εργαλειοποίηση του
άλλου. Ολέθρια σχέση, πάντως σχέση. Στο ευαγγέλιο η δυνατή σχέση Χριστού και
Εκκλησίας αποδίδεται με την εικόνα του ενός σώματος (κεφαλή ο Χριστός, μέλη οι
πιστοί κλπ). Για δείτε όμως: Και η σχέση με την πόρνη, με την εικόνα του ενός
σώματος απεικονίζεται: «ὁ κολλώμενος τῇ πόρνῃ ἓν σῶμά ἐστιν» (1 Κορ. 6:15).
Χρειάζεται λοιπόν να βασανίζουμε τον προσανατολισμό της
σχέσης. Καθόσον υπάρχει ποικιλία πορνικών σχέσεων, πολλές από τις οποίες ουδέν
σεξουαλικό έχουν, έχουν όμως το βασικό χαρακτηριστικό της εκπόρνευσης: την
εργαλειοποίηση του ανθρώπου.
Αυτά που προσπαθώ να πω, ίσως με έναν τόνο συγκρουσιακό, νομίζω ότι τα
έχει πει με γλυκό, αλλά αληθινά ανατρεπτικό, τρόπο ο άγιος Πορφύριος. Τα λόγια
του που θα μνημονεύσω δεν αφορούν κακούς γονείς, αλλά
σκέτο γονείς. Έλεγε ο Πορφύριος σε εκπαιδευτικούς: «Η αγάπη σας να
είναι αληθινή. [Τα παιδιά] να μην τ’ αγαπάτε ανθρώπινα, όπως κάνουν συνήθως οι
γονείς· δεν τα βοηθάτε»[7].
Στη φράση αυτή ο γονιός δεν καλείται να αγαπήσει το παιδί του. Το
αγαπάει. Καλείται να προχωρήσει σε άλλη σφαίρα, την οποία εδώ την εκπροσωπεί
αυτός που δεν έχει παιδί του το παιδί: ο εκπαιδευτικός. Ζητείται
δηλαδή μετάβαση του γονιού σε μια αγάπη η οποία προηγείται και γεννά πνευματική
πατρότητα, αντίθετα προς την γέννα η οποία προηγείται και γεννά αγάπη. Σαν το
ανδρόγυνο να οφείλει, μετά τη βιολογική γέννηση των παιδιών του, να εισέλθει σε
μια διαδικασία «υιοθεσίας» των ίδιων του των παιδιών[8], δηλαδή στην οικοδόμηση μιας σχέσης όπου
για όλα δίνεις εξετάσεις σαν να μην υπάρχει τίποτα αυτονόητο.
Γενικά η υιοθεσία (ακριβέστερα: η τεκνοθεσία) ενέχει μια απεραντοσύνη,
η οποία θα έλεγα ότι μοιάζει να αντιστοιχεί στην απεραντοσύνη του ουρανού.
Γιατί; Διότι η υιοθεσία συμπίπτει εξόχως με ένα θεμελιώδες στοιχείο της
ανθρώπινης ιδιότητας: την έκπληξη. Η έκπληξη ριζώνει σε καθαυτή την εικονιστική
σχέση του ανθρώπου όχι απλώς με τον Θεό, αλλά με τον άπειρο, τον απέραντο Θεό.
Κι έτσι η έκπληξη είναι δομικό στοιχείο ενός αληθινού ανοίγματος στην ετερότητα
– με όλη την αβεβαιότητα (ακόμη και με όλο τον φόβο) που αυτό εμπεριέχει. H
απεραντοσύνη της υιοθεσίας υπερβαίνει την βεβαιότητα την οποία αποπνέει η
βιολογική συγγένεια, και είναι το αντίθετο της υπερ-βεβαιότητας την οποία
προπαγανδίζει η ιατρική τεχνολογία, εξατμίζοντας ακόμα περισσότερο την έκπληξη
από την ανθρώπινη ταυτότητα: κατά παραγγελία τέκνο κλπ. Μια καθεστωτική
αντίληψη επί της ζωής.
Τον Ιούνιο του 2023 το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών παρουσίασε
έρευνα για τον θεσμό της οικογένειας στην Ελλάδα[9]. Λέει κάτι διαφορετικό από τα αναμενόμενα
για την κρίση της οικογένειας. Σύμφωνα με την έρευνα, την σημαντικότητα της
οικογένειας την αναγνωρίζει πάνω από το 96%[10], με τους θρησκευτικούς γάμους να
μειώνονται, τους πολιτικούς γάμους να αυξάνονται και το σύμφωνο συμβίωσης να
έχει ανοδική πορεία. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει βεβαίως μεγάλες διαφορές
αντιλήψεων όσον αφορά την φύση του γάμου. Καμία αντίρρηση. Αλλά για καθαυτό το
γεγονός του γάμου, σημαίνει ότι ο γάμος στην Ελλάδα σήμερα όχι μόνο δεν
«αποθεσμοποιείται», αλλά αντιθέτως «υπερθεσμοποιείται». Οι εναλλακτικοί τρόποι
σύναψης γάμου επιβεβαιώνουν μια πλημμυρική διάθεση για δεσμό μόνιμο, δεσμευτικό
και νομικά επικυρωμένο. Δεν εξετάζω εδώ πόσο δέσμευση είναι στην πράξη και τι
χρονική αντοχή έχουν. Μένω στο εύρημα ότι κατά συντριπτική πλειονότητα
αποζητείται (έστω και φαντασιακά) η θεσμική σχέση. Μια καθαρή άρνηση της
οικογένειας φαίνεται να είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη.
Αυτό, η διευθύντρια ερευνών του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών το
απέδωσε στο ότι η οικογένεια εισπράττεται ως συναισθηματικό αντίβαρο στην
τρομακτική αβεβαιότητα, που διαποτίζει πλέον όλη τη ζωή. Παράλληλα, νομίζω,
αυτό λέει ότι στον γάμο αποζητείται ασφάλεια προσωπική – του καθενός. Είναι
ενδεικτικό ότι αυτή η ευρεία κατάφασή του γάμου είναι αναντίστοιχη προς τον
δείκτη γονιμότητας, δηλαδή προς την γέννηση παιδιών. [Εδώ είναι κρίσιμη κατά τη
γνώμη μου η ευρύτερη συζήτηση για την τεκνοθεσία. Στην ειδησεογραφική
επικαιρότητα[11] υπάρχει μια τέτοια συζήτηση, αλλά
πώς; Με έντονη παρουσία του δικαιωματισμού, με όλο το κακό που συνεπάγεται ο
δικαιωματισμός, δηλαδή με την πρόταξη του ατομικού «έχειν», σε βάρος του
κοινωνικού χαρακτήρα των δικαιωμάτων. Και με απολυτοποίηση της ατομικής
επιθυμίας, μερικές φορές ακόμα και εναντίον της ίδιας της υλικότητας του
ανθρώπου, όπως φαίνεται σε περιπτώσεις ακραίας βολονταριστικής (βουλησιαρχικής)[12] προσπέρασης ή μηδένισης του φύλου].
Ταυτόχρονα όμως το θέμα αφορά και τον χώρο των θρησκευόμενων. Δεν έχω
στατιστικά στοιχεία στη διάθεσή μου, αλλά έχω μια αίσθηση βγαλμένη από δρόμους
πολλών ετών. Κάποιοι πιστοί που δεν δύνανται να τεκνοποιήσουν, βιώνουν με
εξαιρετικά πνευματικό τρόπο την κατάστασή τους, ως μια ιδιαίτερη κλήση, και
μένουν εκεί. Πολλοί όμως άλλοι πιστοί, που δεν μένουν εκεί, παλεύουν να
αποκτήσουν τέκνο, αλλά δεν προχωρούν σε υιοθεσία. Γιατί άραγε η υιοθεσία είναι
περίπου απωθητική στα ζευγάρια των θρησκευόμενων, παρόλο μάλιστα που η πίστη
μάλλον τους ενθαρρύνει προς τούτο; Είναι ειλικρινές το ερώτημά μου. Αν
διακινδύνευα μια απάντηση, θα έλεγα ότι το ποντάρισμα στο «έχειν» είναι στην
πραγματικότητα πανίσχυρο. Υπάρχει τρόμος απέναντι σε αυτό που νιώθω πως δεν
διαφεντεύω, που δεν είναι δικό μου αίμα ή και παραγγελία που εμπεριέχει δικό
μου αίμα – ή σπέρμα. Δεν το λέω κατηγορώντας. Γνωρίζω πολύ καλά ότι αυτά τα
ζητήματα έχουν πόνο πολύ, και το θέτω διότι ουσιαστικά αφορούν παντοιοτρόπως
όλους και όλες μας.
Περνώ στη δεύτερη σκέψη μου:
Σήμερα ο (ας τον πω έτσι) προχωρημένος και τολμηρός
θεολογικο-ψυχολογικο-κοινωνικός λόγος μιλά για κρίση αξιών, μιλά για εγωισμό,
μιλά για ατομικισμό, μιλά για καταναλωτισμό, μιλά για νεωτερικότητα και
μετανεωτερικότητα, μιλά για εκκοσμίκευση και μεταεκκοσμίκευση, και πάρα πολύ
σωστά. Παραδόξως όμως, σχεδόν ποτέ δεν ονοματίζει το συγκεκριμένο σύστημα το
οποίο οργανώνει και προσανατολίζει την καθημερινότητά μας! Στην πλειονότητά του
δηλαδή δεν ανακρίνει τον ευέλικτο καπιταλισμό, ο οποίος εδράζεται στο ζύγισμα
των πάντων ως εμπορευμάτων και στην προγραμματική αποδοχή του εγωισμού ως
λαχταριστής ατμομηχανής κοινωνικής ανέλιξης. Η εκκλησιαστική παράδοση έχει πάρα
πολλά να πει γι’ αυτό το ζήτημα (δηλαδή για την θεώρηση όχι μόνο του
δι-υποκειμενικού κακού, αλλά και του συστημικού κακού, το οποίο και παράγει
αντίστοιχους ανθρωπότυπους). Αλλά μια τερατώδης αντιστροφή που έχει λάβει χώρα
στην εκκλησιαστική συνείδηση, αυτά τα λόγια τα κάνει να ακούγονται κινέζικα και
μάλιστα μάλλον… μαοϊκά!
Στους κύκλους μας, για παράδειγμα, είναι κάπως γνωστός ο μακαρίτης ο
Κρίστοφερ Λας, με τα ωραία που έχει γράψει για την ανωριμότητα στην οποία
καθηλώνει το υποκείμενο ο καταναλωτισμός. Προσπερνιέται όμως η σφοδρή κριτική
που άσκησε στον αμερικάνικο καπιταλισμό. Το 1977 έγραψε για την ζημιά την οποία
επέφερε η διάβρωση της οικογένειας από το φιλελεύθερο αστικό καθεστώς. Η
ανάπτυξη του υποκειμένου, που θα έπρεπε να γίνεται μέσω των οικογενειακών
σχέσεων, υποκαθίσταται από την παροχή ειδικών υπηρεσιών, οι οποίες ταυτόχρονα
κρατούν σε συνοχή το σύστημα το οποίο παράγει προβλήματα που στη συνέχεια οι
υπηρεσίες καλούνται να αντιμετωπίσουν[13].
Αυτά, όπως είπα, τα επεσήμαινε ο Λας το 1977 για την αμερικανική
πραγματικότητα. Τα ζητήματα που έθεσε όμως έχουν ιδιαίτερη σημασία, ώστε να
δούμε σήμερα, τηρουμένων των αναλογιών, την πραγματικότητα στην Ελλάδα σήμερα.
Φέρνω ένα ζήτημα, το οποίο κανονικά πρέπει να αποτελέσει ξεχωριστό θέμα
διεπιστημονικής συζήτησης. Είναι το φαινόμενο, το οποίο αντιμετωπίζουμε πολύ
συχνά πλέον οι εκπαιδευτικοί, οι γονείς να απουσιάζουν από την ζωή των παιδιών
τους – των μαθητών μας. Όταν οι ίδιοι οι γονείς μας το αναφέρουν, καλούμαστε,
κατά κάποιον τρόπο, να τους συμβουλέψουμε, τι μπορούν να σκαρφιστούν ώστε να
μην είναι τόσο βαριά η απουσία τους. Αλλά, γίνεται; Μαζί με τις διάφορες
περιπτώσεις προσωπικής αδιαφορίας (υπάρχουν και αυτές), είναι κρίσιμο το
αν πολλοί γονείς απουσιάζουν λόγω του εργασιακού σύμπαντος στο οποίο
πλέον βρίσκονται. Το ερώτημα δηλαδή δεν είναι, τι συμβουλευτική θα λάβουν (και
κατεξοχήν από ειδικούς της ψυχικής υγείας) όταν έχουν αυτό το πρόβλημα, αλλά αν
όντως διαπιστώνουμε την ανάγκη βοήθειας, θα πρέπει να δούμε ποιο είναι αυτό το
οποίο δημιουργεί το πρόβλημα.
Στην Ελλάδα ο εμφύλιος και η μετακίνηση τεράστιων πληθυσμών από την
ύπαιθρο στις μεγάλες πόλεις υπηρέτησε την καπιταλιστική ανάπτυξη και συνέβαλε
καταλυτικά στην κυριαρχία της πυρηνικής οικογένειας. Ένα από τα αποτελέσματα
είναι ότι η πυρηνική οικογένεια έγινε ιδιαζόντως παιδοκεντρική, διότι η
παιδοκεντρικότητα φαίνεται να στηρίζει την οικογενειακή ενότητα, την οποία
απειλούν οι νέες συνθήκες. Έτσι οι γονείς ζουν κατά κάποιον τρόπο μέσα από τα
παιδιά τους, προσδοκώντας προεχόντως την κοινωνική ανέλιξη των παιδιών – και μεταγγίζοντας
αυτή την προσδοκία στα παιδιά[14]. Ένα απτό παράδειγμα για το τελευταίο
είναι, κατά τη γνώμη μου, το πώς οι γονείς ηττήθηκαν κατά κράτος, όταν τα
φροντιστήρια βρήκαν ζωτικό χώρο και επιβλήθηκαν στους μαθητές Λυκείου
κυριολεκτικά ξέφρενοι ρυθμοί προετοιμασίας για τις Πανελλήνιες Εξετάσεις.
Ζήτημα το οποίο βεβαίως αξίζει ιδιαίτερη συζήτηση, αλλά διεπιστημονικά. Στο
πλαίσιο αυτό λοιπόν λέω ότι σήμερα οι υπηρεσίες των ειδικών δηλαδή είναι
πολύτιμες, μα ταυτόχρονα πολυτιμότατη είναι και η εκ μέρους των ίδιων των
ειδικών ανάπτυξη ικανότητας να αντιλαμβάνονται, να κρίνουν και να
αναστοχάζονται τα κοινωνικά και πολιτισμικά ριζώματα της ίδιας της τέχνης τους.
Η προσδοκία των γονέων για κοινωνική ανέλιξη των παιδιών τους είναι
δύο τύπων. Ο ένας τύπος έχει να κάνει με την αγωνία μπροστά στην
κοινωνικές απώλειες. Απώλειες εδώ δεν είναι οι όποιες δυσκολίες συναντάμε στην
πορεία μας οι μεγαλοαστοί και οι μεσοαστοί, και οι οποίες δεν ανακόπτουν την
κοινωνική ανέλιξη. Εννοώ τις τελεσίδικες απώλειες, λόγω των οποίων κάποια
παιδιά όχι θα δυσκολευτούν όταν θα πάνε στην Αμερική για σπουδές, αλλά δεν θα
μπορέσουν ποτέ να πάνε στην Αμερική. Ποτέ. Η έγνοια των γονιών σε αυτή την
περίπτωση έχει μια πονεμένη και δικαιολογημένη αφετηρία. Αλλά αυτό είναι, όπως
είπα, ο ένας τύπος γονεϊκής προσδοκίας.
Ο άλλος τύπος έχει να κάνει με τον προσανατολισμό τον οποίο τώρα
παίρνουν καθολικά οι κοινωνίες, και είναι εξαιρετικά κρίσιμος. Αντίθετα προς
την γνώριμή μας κοινωνία του έξωθεν καταναγκασμού, οι αναπτυγμένες κοινωνίες
πλέον γίνονται κοινωνίες της επίδοσης, δηλαδή κοινωνίες όπου το ίδιο το
ανθρώπινο υποκείμενο κρατά το μαστίγιο του εαυτού του. Και συναινεί σε μια
τροχιά ανέλιξης, όπου καθίσταται ανεπίτρεπτο να πει «δεν μπορώ». Αντιθέτως,
κυριαρχεί η ολέθρια ψευδαίσθηση παντοδυναμίας. «Τη θέση του
ετεροκαταναγκασμού», λέει ο Μπυούνγκ-Τσουλ Χαν, «καταλαμβάνει ένας
ιδιοκαταναγκασμός, ο οποίος συμπεριφέρεται ως ελευθερία. Αυτή η εξέλιξη
βρίσκεται σε στενή συνάφεια με τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Όταν η
παραγωγή φτάσει σε ένα ορισμένο επίπεδο, η αυτοεκμετάλλευση είναι ουσιωδώς
αποτελεσματικότερη […] γιατί συνοδεύεται από μια αίσθηση
ελευθερίας. […] Το υποκείμενο της επίδοσης καταναλίσκεται
μέχρις εξαντλήσεως (burnout). Συγχρόνως, αναπτύσσει μια επιθετικότητα που
στρέφεται εναντίον του εαυτού του, η οποία, όχι σπάνια, οξύνεται σε βαθμό
αυτοκτόνου βίας»[15].
Κατά τη γνώμη μου, ένας από τους λόγους για τους οποίους η εφηβική βία
δεν είναι πλέον φαινόμενο μόνο των φτωχών κοινωνικών στρωμάτων ή των
«κλασικών», όπως λέμε, «προβληματικών οικογενειών», σχετίζεται, κατά τη γνώμη
μου, με την κυριάρχηση αυτού του ανηλεούς ιδεώδους παντού – οριζόντια σε όλη
την κοινωνία. Καθιερώνει μια κουλτούρα ισχύος, η οποία είναι δεν αφορά μια
υπο-κουλτούρα (πχ των νεοναζί), αλλά τα νοικοκυριά.
Αυτός ο προσανατολισμός εκφράζεται με τρόπο αγαπητικό. Και ακριβώς
αυτό είναι το επικίνδυνο. Εκφράζεται δηλαδή ως στήριξη. Όχι μέσω της φάπας,
αλλά μέσω της πανουργίας του «διαλόγου». Και γι’ αυτό σαρώνουν (ως μοντερνιά)
ανοησίες του τύπου «Όταν κάτι το επιθυμείς πολύ, το σύμπαν συνωμοτεί για να σου
το πραγματοποιήσει», και «Όταν θέλεις κάτι πολύ, σίγουρα θα το πετύχεις». Στις
φράσεις αυτές το κέντρο βάρους δεν πέφτει στην φιλότιμη προσπάθεια, στην
εργατικότητα, στον έρωτα με αυτό που αγαπάς, στο νόημα που μπορεί να έχει η
αποτυχία. Το κέντρο βάρους πέφτει στην επιτυχία όπως αυτή ορίζεται από την
κυρίαρχη κοινωνική συνείδηση, η οποία συνείδηση αντίστοιχα ορίζει ως losers
όσους δεν βρεθούν στην βιομηχανία του μπάσκετ ως Αντετοκούμπο. Η αδιανόητα
αυθαίρετη πεποίθηση ότι η αποτυχία αποκλείεται, εκτρέφει την ψευδαίσθηση
παντοδυναμίας, η οποία είναι μήτρα του ψευδέστερου εαυτού (εκείνου που δεν έχει
επίγνωση της ευαλωτότητάς μας) και μήτρα της εξουσιαστικότερης συμπεριφοράς
(εκείνης που αναπαράγει συστημική νόμιμη βία).
Μίλησα για «πανουργία του διαλόγου». Επί δεκαετίες επιμένουμε ότι στις
ενδοοικογενειακές σχέσεις χρειάζεται διάλογος και όχι επιβολή. Δεν χρειάζεται
να επιχειρηματολογήσω για την αξία του διαλόγου. Την θεωρώ δεδομένη. Στέκομαι
σε μία μεθοδευμένη στρέβλωσή του. Σε μια ακύρωσή του μέσω (υποτίθεται) της
κατάφασής του. Η πανουργία του διαλόγου εμφανίζεται συνήθως σε υπερμορφωμένους
γονείς και λάτρεις των ευπώλητων εγχειριδίων ψυχολογίας. Αυτοί δεν είναι σαν
τους μπρουτάλ φονταμενταλιστές που είναι ωμά αυταρχικοί και αντιδιαλογικοί. Κι
έτσι έχουμε το εξής φαινόμενο: Ο μεγάλος συνομιλητής, χαμογελαστός και
δεκτικός, ουσιαστικά εξαπατά τον μικρό συνομιλητή υποκρινόμενος συζήτηση, ενώ
στην πραγματικότητα τον παγιδεύει. Ζητά την απόκριση του άλλου, όχι για να
ακούσει όντως και να του κάνει χώρο, αλλά τον ενθαρρύνει να ανοιχτεί, να
αποκαλυφθεί, και τότε ο μεγάλος συνομιλητής να προχωρήσει σε τάπωμα και σε
διανοητικό αποικισμό. Μοιάζει με τις περιπτώσεις όπου κάποιος ειδικός της
ψυχικής υγείας είναι αδύνατο να γλεντήσει αληθινά σε μια παρέα, διότι βλέπει
όλους τους άλλους ως αντικείμενα εξέτασης και όχι ως συνδαιτυμόνες!
Σταματώ εδώ. Απότομα, το ξέρω, αλλά δεν μπορώ να πάρω άλλον χρόνο. Μια
φράση μόνο, μιας και παραπάνω μνημόνευσα το μπάσκετ: Το σημαντικότερο που
παίρνουμε από το μπάσκετ είναι το μήνυμα ότι για να μπει καλάθι, το καλάθι
πρέπει να είναι ανοιχτό. Όταν δεξιωθεί την μπάλα, να την έχει και να μην την
έχει.
[1] Εισήγηση στην ημερίδα «Ζωντανοί κι ολόκληροι: Η πίστη συναντά την ύπαρξη και τις σχέσεις, σε μια οικογένεια που ζει στο σήμερα» (διοργάνωση: εκδόσεις Εν Πλω και Ίδρυμα Νεότητας της Αρχιεπισκοπής Αθηνών), Αθήνα, Ξενοδοχείο Divani-Caravel, 4-11-2023.
[2] Ιωάννης Χρυσόστομος, Εις την αγίαν Άνναν, Λόγος Α’, PG 54, 636.
[3] Σίγκμουντ Φρόιντ, Το οικογενειακό μυθιστόρημα των νευρωτικών, και άλλα κείμενα (μτφρ. Γιάννης Παπαχριστόπουλος), εκδ. Opportuna, Πάτρα 2014, σ. 12
[6] «Η αποδόμηση της αγαπητής και μισητής εικόνας του φαντασιακού (“τέλειου”) πατέρα είναι το αντικείμενο της ψυχανάλυσης. Κι αυτό είναι τότε δυνατόν, όταν ο πατέρας δεν θέλει ο ίδιος να γίνει ιδεώδης εικόνα˙ το ίδιο ισχύει και για τον ψυχαναλυτή». Λίποβατς, ό.π., σ. 81.
[7] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου Βίος καί Λόγοι, εκδ. Ι. Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 92008, σ. 128. Βλ. σχετικά Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, Ένας ησυχαστής του Αγίου Όρους στην καρδιά της πόλης: όσιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης, εκδ. Εν Πλω, Αθήνα 2014, σ. 14. Εδώ πρβλ. Αντώνης Ανδρουλιδάκης, Το δώρο της σχέσης και πώς να το χαρίσετε στον εαυτό σας και στους άλλους, εκδ. Manifesto, Αθήνα 2022, σσ. 66-74, 115-119.
[8] Αυτό το έχω διατυπώσει στο ημέτερο «Οι μοναχοί ως απόστολοι μιας ανατρεπτικής ελπίδας», Σύναξη 137 (2016), σσ. 24-37.
[9] Χριστίνα Κοψίνη, «Συναισθηματικό αντίβαρο στην κρίση ο γάμος», Εφημερίδα των Συντακτών 16-6-2023.
[10] Και μάλιστα το 72% την αναγνωρίζει ως πάρα πολύ σημαντική.
[11] (Σημείωση μεταγενέστερη): Η αναφορά μου αυτή αφορά τον Οκτώβριο 2023 (υπενθυμίζω ότι η εισήγηση που αποτυπώνεται στο κείμενο αυτό έγινε στις 4 Νοεμβρίου), και δη την συζήτηση που μόλις είχε ανοίξει, στις 5 Οκτωβρίου, η δήλωση του πολιτικού αρχηγού Στέφανου Κασσελάκη (σε συνέντευξη στον δημοσιογράφο Σταύρο Θεοδωράκη) ότι με τον σύζυγό του επιθυμούσαν να αποκτήσουν δύο αγόρια με παρένθετη μητέρα. Άμεση κριτική άσκησε η ψυχίατρος Κατερίνα Μάτσα, «Ο Κασσελάκης και η παρένθετη μητέρα», Νέα Προοπτική (12-10-2023), https://shorturl.at/ntuNR
[12] Βλ. Rico Vitz, «Doxastic voluntarism», Internet Encyclopedia of Philosophy (Α peer-reviewed academic resource), https://iep.utm.edu/doxastic-voluntarism/
[14] Γιώργος Κολέμπας & Γιάννης Μπίλλας, Ο ανθρωπολογικός τύπος της αποανάπτυξης – τοπικοποίησης, εκδ. Οι εκδόσεις των συναδέλφων, Αθήνα 42016, σ. 79. Στο έργο αυτό διευκρινίζεται ότι στην Ελλάδα μετά τον εμφύλιο (δηλαδή μετά το 1949) επικράτησε η αστική, πυρηνική οικογένεια (πατέρας και μητέρα και ένα με δύο συνήθως παιδιά), η οποία έκτοτε γίνεται όλο και πυρηνικότερη. Πόθεν αυτός ο προσανατολισμός; Όχι μόνο από κάποιον αφηρημένο εγωισμό. Με τον εμφύλιο έγινε τεράστια μετακίνηση πληθυσμού από τις αγροτικές περιοχές στις μεγάλες πόλεις. Αυτό συνήθως ονοματίζεται ως αστυφιλία, αλλά ο όρος αυτός μοιάζει να λέει ότι η τεράστια αυτή μετακίνηση έγινε απλώς ως προσωπική προτίμηση λόγω γούστου (όπως λέμε ζωοφιλία ή φιλοτελισμός κλπ). Δεν αναδεικνύει δηλαδή το ότι η μετακίνηση αυτή θεωρήθηκε βραχίονας της καπιταλιστικής ανάπτυξης της χώρας, με τη δημιουργία μεγάλης εργατικής και υπαλληλικής τάξης.
[15] Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν, Τοπολογία της βίας (μτφρ. Βασίλης Τσαλής), εκδ. Opera, Αθήνα 2022, σ. 21.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Η Σφιγξ βραβεύει
του αρίστους των μαθητών”) είναι έργο του Ιωάννη Μητράκα.
Πηγή: Αντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου