Είναι γεγονός ότι,
πολλές φορές, έχουμε την τάση να ωραιοποιούμε και να εξιδανικεύουμε πράγματα
και καταστάσεις. Το πράττουμε όταν αναφερόμαστε στην πρώτη Εκκλησία και στους
πρώτους χριστιανούς. Είναι σαν να βλέπουμε τα πράγματα με φιμέ γυαλιά, σαν να
μην διαπιστώνουμε τις αντιπαλότητες, τις υποκρισίες, τις ανηθικότητες και τις
αιρέσεις που προβλημάτισαν την εκκλησία του πρώτου αιώνα, όπως προβληματίζουν
την Εκκλησία σήμερα. Παρόλα αυτά, ένα πράγμα είναι σίγουρο. Οι πρώτοι
χριστιανοί είχαν τα πάντα κοινά, είχαν ακλόνητη πίστη στον αναστάντα Κύριο και
ανυπόκριτη αγάπη μεταξύ τους.[1] Τα
προβλήματα όμως δεν έλειπαν. Και το κύριο πρόβλημα ήταν και είναι το πρόβλημα της
υπερηφάνειας. Από το πολυκέφαλο αυτό θηρίο ξεπηδούν όλες οι αμαρτίες και τα
πάθη.
Η πρώτη Εκκλησία ήρθε αμέσως αντιμέτωπη με το πρόβλημα της υπερηφάνειας. Αρκεί κάποιος να επικεντρωθεί στην πρώτη επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς την Εκκλησία της Κορίνθου: «ὅταν γὰρ λέγῃ τις, ἐγὼ μέν εἰμι Παύλου, ἕτερος δέ, ἐγὼ Ἀπολλώ, οὐχὶ σαρκικοί ἐστε; … ὥστε μηδεὶς καυχάσθω ἐν ἀνθρώποις· πάντα γὰρ ὑμῶν ἐστιν, εἴτε Παῦλος εἴτε Ἀπολλὼς εἴτε Κηφᾶς εἴτε κόσμος εἴτε ζωὴ εἴτε θάνατος εἴτε ἐνεστῶτα εἴτε μέλλοντα, πάντα ὑμῶν ἐστιν, ὑμεῖς δὲ Χριστοῦ, Χριστὸς δὲ Θεοῦ… ἐμοὶ δὲ εἰς ἐλάχιστόν ἐστιν ἵνα ὑφ' ὑμῶν ἀνακριθῶ ἢ ὑπὸ ἀνθρωπίνης ἡμέρας· ἀλλ' οὐδὲ ἐμαυτὸν ἀνακρίνω… Ταῦτα δέ, ἀδελφοί, μετεσχημάτισα εἰς ἐμαυτὸν καὶ Ἀπολλὼ δι' ὑμᾶς, ἵνα ἐν ἡμῖν μάθητε τὸ μὴ ὑπὲρ ὃ γέγραπται φρονεῖν, ἵνα μὴ εἷς ὑπὲρ τοῦ ἑνὸς φυσιοῦσθε κατὰ τοῦ ἑτέρου. τίς γάρ σε διακρίνει; τί δὲ ἔχεις ὃ οὐκ ἔλαβες; εἰ δὲ καὶ ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μὴ λαβών;».[2]
Η εκκλησία της Κορίνθου βίωνε
διχασμό. Αρχικά είχε ιδρυθεί από τον Παύλο. Όμως, όπως βλέπουμε από τις
αναφορές στον Απολλώ και στον Κηφά, άλλοι διδάσκαλοι είχαν έρθει αργότερα στην
Κόρινθο. Ως αποτέλεσμα, διαφορετικοί άνθρωποι είχαν σχέσεις με διαφορετικούς διδασκάλους.
Δημιουργήθηκαν ομάδες, η καθεμία προσκολλημένη σε έναν διδάσκαλο. Αντί να είναι
όλοι χαρούμενοι που είχαν σχέση με τον Παύλο ή με τον Απολλώ ή τον Κηφά, αυτές
οι σχέσεις έγιναν τώρα η βάση για ενδοεκκλησιαστικά παιχνίδια εξουσίας. Ο κάθε
πιστός υπερηφανεύεται για τον διδάσκαλό του. Ο Παύλος δείχνει ότι η ρίζα της
διαίρεσης αυτής είναι η καύχηση, η υπερηφάνεια. Αυτός είναι ο λόγος που δεν
υπάρχει ειρήνη στον κόσμο και ο λόγος που επιβουλεύεται ό ένας τον άλλον. Ο
Παύλος είναι ο μοναδικός συγγραφέας της Αγίας Γραφής που χρησιμοποιεί το
ασυνήθιστο ρήμα «φυσιῶ», για να διδάξει τους Κορινθίους (και όλους μας)
σε ποιο πλαίσιο πρέπει να κινείται το ανθρώπινο εγώ. Αυτή η λέξη που
χρησιμοποιεί ο θείος Παύλος εδώ για την υπερηφάνεια, σημαίνει κυριολεκτικά να
είσαι υπερβολικά φουσκωμένος, πρησμένος, διογκωμένος πέρα από το όριο. Φέρνει
στο νου μια μάλλον οδυνηρή εικόνα ενός οργάνου του ανθρωπίνου σώματος, του
στομαχιού, που επειδή έχει διοχετευτεί τόσο πολύς αέρας, είναι έτοιμο να εκραγεί.
Και αυτή, λέει ο Παύλος, είναι η κατάσταση του φυσικού ανθρωπίνου εγώ.[3]
Το εγώ είναι οδυνηρό,
απασχολημένο και εύθραυστο. Το εγώ πονάει συχνά. Αυτό συμβαίνει γιατί πάντα μας
κάνει να σκεφτόμαστε πως φαινόμαστε και πως μας φέρονται. Οι
άνθρωποι μερικές φορές λένε ότι τα συναισθήματά τους πληγώνονται. Αλλά τα
συναισθήματά μας δεν μπορούν να πληγωθούν. Είναι το εγώ που πονάει – η αίσθηση
του εαυτού μας, η ταυτότητά μας. Τα συναισθήματά μας είναι καλά. Είναι ο
εγωισμός μας, η υπερηφάνειά μας που πονάει. Το εγώ είναι συνέχεια απασχολημένο
επειδή αισθάνεται άδειο και προσπαθεί συνεχώς να γεμίσει την κενότητα. Το εγώ
δύο πράγματα πράττει: συγκρίνει και καυχιέται. Το εγώ είναι εύθραυστο. Ένα
υπερφουσκωμένο εγώ οδηγεί σε σύμπλεγμα υπεροχής, ενώ ένα ξεφουσκωμένο εγώ σε
σύμπλεγμα κατωτερότητας (γιατί ένα άτομο που λέει συνέχει ότι δεν είναι κανένας,
είναι ένα τίποτα, ένα σκουλήκι, είναι
στην πραγματικότητα ένα άτομο εμμονικό με τον εαυτό του).
Αυτή είναι η φυσιολογική
κατάσταση του ανθρώπινου εαυτού. Είναι αυτό για το οποίο μιλάει ο Παύλος στους
Κορινθίους. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που διαπληκτίζονται και διεκδικούν μια
ιδιαίτερη σχέση μαζί του, δείχνουν τεράστια υπερηφάνεια και εγωισμό. Δεν
μπορούν να απολαύσουν το γεγονός ότι γνωρίζουν τον Παύλο. Πρέπει να
χρησιμοποιήσουν τη σχέση τους μαζί του, για να κυριαρχήσουν ο ένας πάνω στον
άλλον μέσα στην Εκκλησία. Ο Παύλος θέλει να γνωρίζουν οι Κορίνθιοι (και όλοι
μας) τη διαφορά που κάνει το ευαγγέλιο και πως το ευαγγέλιο έχει
μεταμορφώσει την ταυτότητά του. Το εγώ του λειτουργεί με εντελώς διαφορετικό
τρόπο τώρα. Τα λόγια του Παύλου έχουν το νόημα: «Δεν με νοιάζει τι σκέφτεσαι
και δεν με νοιάζει τι σκέφτομαι.» Μιλάει για ταπεινοφροσύνη. Ο Παύλος λέει
ότι έχει φτάσει σε ένα μέρος όπου το εγώ του δεν τραβάει την προσοχή πάνω του
περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο μέρος του σώματός του. Έχει φτάσει στο σημείο
που δεν σκέφτεται πια τον εαυτό του. Όταν κάνει κάτι λάθος ή κάτι καλό, δεν το
συνδέει πια με τον εαυτό του. Τον ενδιαφέρει πολύ λίγο αν κριθεί από τους
Κορίνθιους ή από οποιοδήποτε ανθρώπινο δικαστήριο. Και μετά πάει ένα βήμα
παραπέρα: δεν θα κρίνει ούτε τον εαυτό του. Είναι σαν να λέει: «Δεν με
νοιάζει τι σκέφτεσαι – αλλά δεν με νοιάζει τι σκέφτομαι. Έχω πολύ χαμηλή γνώμη
για τη γνώμη σου για μένα – αλλά έχω πολύ χαμηλή γνώμη για τη γνώμη μου για
μένα».
Ο Παύλος έφτασε στο
σημείο να ταυτίσει το εγώ του με τον Κύριό του Ιησού Χριστό. Μόνο όποιος το κατορθώσει
μπορεί να αναφωνήσει «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός».[4] Ένας
αληθινά ταπεινός άνθρωπος δεν είναι αυτός που μισεί τον εαυτό του ή αυτός που υπεραγαπάει
τον εαυτό του. Είναι αυτός που λατρεύει τον Θεό. Είναι αυτός που ξεχνάει το εγώ
του. Είναι αυτός που το εγώ του είναι σαν το δάχτυλό του. Απλά λειτουργεί.
Είναι αυτός, που όταν τον συναντήσεις, θα διαπιστώσεις πόσο πολύ ενδιαφέρεται
για σένα αποκλειστικά και θα σε κάνει να νιώσεις μοναδικός και ξεχωριστός.
Αυτός είναι ο άγιος της Εκκλησίας μας. Όταν τον βρεις, δεν ξεκολλάς από δίπλα
του.
Ένας τέτοιος μοναδικός άγιος είναι και ο, σήμερα εορταζόμενος, άγιος Παΐσιος. Άνθρωπος με εκπληκτική αγάπη για τον Θεό και τον άνθρωπο, άνθρωπος ταπείνωσης και ταύτισης του εγώ του με τον Χριστό. Αγωνίσθηκε να ελευθερωθεί από τη σκλαβιά της φιλαυτίας και της υπερηφάνειας και βοήθησε αναρίθμητους ανθρώπους στο δικό τους προσωπικό αγώνα για ελευθερία. Τόνιζε συνεχώς ότι η υπερηφάνεια είναι πολύμορφη, είναι το γενικό επιτελείο των παθών, είναι η ρίζα του κακού και αντιμετωπίζεται με την καλλιέργεια των αρετών, κυρίως με την εργασία για την απόκτηση της ταπείνωσης.[5] O Θεός αναπαύεται σε ταπεινούς ανθρώπους και ποτέ σε υπερήφανους. Ο ταπεινός βλέπει στο πρόσωπο του συνανθρώπου του το πρόσωπο του Χριστού ενώ ο υπερήφανος βλέπει τον άλλον ως υπηρέτη του ή ως χειροκροτητή του. Ο υπερήφανος έχει ανάγκη τον άλλον για να υπάρξει. Λέμε ότι οι άνθρωποι είναι υπερήφανοι που είναι πλούσιοι ή έξυπνοι ή όμορφοι, αλλά δεν είναι έτσι. Είναι υπερήφανοι που είναι πλουσιότεροι ή πιο έξυπνοι ή πιο εμφανίσιμοι από άλλους. Ο άγιος Παΐσιος ήταν ένας τέτοιος ταπεινός άνθρωπος διότι με τον αγώνα του πέτυχε την τέλεια ιεράρχηση των πραγμάτων: πρώτα ο Θεός, μετά ο πλησίον και τελευταίος ο εαυτός μας. Έδωσε αίμα για να το πετύχει. Το αίμα της καρδιάς του. Και το πέτυχε.
Ο άγιος γέροντας Παΐσιος κοιμήθηκε, νικημένος από τον καρκίνο, στο μοναστήρι της Σουρωτής στις 12 Ιουλίου 1994, ημέρα Τρίτη και ώρα 11 το πρωί. Στον τάφο του γράφτηκε ένα ποίημα που το είχε συνθέσει ο ίδιος: «Εδώ τελείωσε η ζωή, εδώ και η πνοή μου, εδώ το σώμα θα θαφτεί θα χαίρει κι η ψυχή μου. Ο Άγιός μου κατοικεί, αυτό είναι τιμή μου. Πιστεύω Αυτός θα λυπηθεί την άθλια ψυχή μου. Θα εύχεται στον Λυτρωτή να χω την Παναγιά μαζί μου».[6]
Άγιε του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών
[5] Βλ. Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι Ε΄-Πάθη και Αρετές, εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης 20072, σ. 59 κ.ε.
[6] Ιερομόναχος Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, Άγιον Όρος 2004, σ.349-351.
3 σχόλια:
Αυτά είναι τα δύσκολα για εμάς.
Σπουδαίο το δίδαγμα της σημερινής εορτής του Αγίου.
Σας ευχαριστούμε , πάτερ Χριστόδουλε!
Έχουμε μεγάλο αγώνα για να φτάσουμε να βάζουμε τον εαυτό μας τελευταίο!🙏
Ας πρεσβεύει ο Άγιος υπέρ ημων 🙏
Άκουσα σήμερα κήρυγμα σε ναό για τον άγιο τα ίδια τετριμμένα λόγια. Εδώ μπήκε στην ουσία και μας έδωσε υλικό για αγώνα ο π. Χριστόφορος.
Δημοσίευση σχολίου