16 Αυγούστου: Η ανάμνησις της εισόδου της αχειροτεύκτου μορφής του
Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εκ της Εδεσσηνών πόλεως, εις
ταύτην την θεοφύλακτον και βασιλίδα ανακομισθείσης
Όταν ο Κύριος και μέγας Θεός και Σωτήρ ημών Ιησούς Χριστός επί της γης ευρισκόμενος, εποίει θαύματα πολλά και εξαίσια, δια της αυτού αγαθότητας, καθώς ταύτα αναφέρονται εις τα θεία και Ιερά Ευαγγέλια, όθεν η φήμη αυτών εδιαλαλείτο εις κάθε μέρος του κόσμου, τότε και ο τοπάρχης της Εδέσσης, Αύγαρος ονομαζόμενος, ακούσας την τοιαύτην φήμην, επιθύμησε να υπάγη εις την Ιερουσαλήμ, δια να ιδή τον Κύριον με τους ιδίους του οφθαλμούς. Δεν εδύνετο όμως, επειδή έπεσεν εις ασθένειαν και πάθος ανιάτρευτον. Διότι λέπρα μαύρη ευγήκεν εις όλον το σώμα του, η οποία κατέτρωγεν αυτό και κατέφθειρε. Και προς τούτοις ετυράννει αυτόν και μία άλλη ασθένεια, αρθρίτις ονομαζομένη, διατί ευρίσκεται εις όλα τα άρθρα, ήτοι εις τας αρμονίας και κλειδώσεις του σώματος.
Και η μεν λέπρα, επροξένει εις αυτόν ασχημίαν, και ταλαιπωρίαν μεγάλην, η δε αρθρίτις, επροξένει πόνους δριμυτάτους. Όθεν δια τα δύω πάθη αυτά, δεν εύγαινεν έξω του οίκου του, ούτε όλως εφαίνετο εις τους υπηκόους του. Κατά δε τας ημέρας του Σωτηρίου Πάθους του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, έγραψε μίαν επιστολήν προς τον Κύριον, την οποίαν έστειλεν εις αυτόν με κάποιον Ανανίαν, εις τον οποίον παρήγγειλε να ιστορήση το μέγεθος του σώματος του Κυρίου, και το χρώμα των τριχών, και του αγίου προσώπου του. Και απλώς, να εικονίση με κάθε ακρίβειαν τον χαρακτήρα όλου του σώματός του, και να τον φέρη εις αυτόν. Ήξευρε γαρ άκρως την ζωγραφικήν τέχνην ο Ανανίας. Η δε επιστολή του Αυγάρου περιείχε τα λόγια ταύτα.«Αύγαρος τοπάρχης πόλεως Εδέσσης, Ιησού Σωτήρι, αγαθώ Ιατρώ αναφανέντι
εν Ιεροσολύμοις. Ηκούσθησαν εις εμένα τα περί σου φημιζόμενα θαύματα, και αι
ιατρείαι, οπού γίνονται από λόγου σου, χωρίς ιατρικά βότανα. Ως γαρ η φήμη
διαλαλεί, εσύ κάμνεις τους τυφλούς να αναβλέπουν, τους κουτζούς να περιπατούν.
Εσύ καθαρίζεις τους λεπρούς. Εσύ διώκεις τα ακάθαρτα πνεύματα και τους
δαίμονας. Εσύ ιατρεύεις εκείνους, οπού πάσχουν από μακράς και πολυχρονίους
ασθενείας. Εσύ ανασταίνεις και νεκρούς. Όθεν εγώ ακούσας όλα αυτά τα θαυμάσια
δια λόγου σου, εσυλλογίσθηκα ένα από τα δύω ταύτα. Ή πως εσύ, οπού κάμνεις
τοιαύτα, είσαι Υιός Θεού, ή πως είσαι Θεός. Δια τούτο λοιπόν έγραψα προς σε,
και σε παρακαλώ να λάβης τον κόπον και να έλθης εις εμένα, δια να ιατρεύσης το
πάθος οπού έχω. Ήκουσα δε και τούτο, ότι οι Ιουδαίοι γογγύζουσι κατά σου, και
έχουν σκοπόν να σε κακοποιήσουν. Η εδική μου δε πόλις Έδεσσα είναι μικροτάτη
μεν, αλλά σεμνή. Όθεν θέλει εξαρκέσει και εις τους δύω ημάς, δια να κατοικούμεν
εν αυτή με ειρήνην».
Ο Ανανίας λοιπόν πηγαίνωντας εις την Ιερουσαλήμ, έδωκεν εις τον Κύριον
την ανωτέρω επιστολήν, και έπειτα έβλεπεν εις το άγιον αυτού πρόσωπον επιμελώς
και μετά προσοχής μεγάλης. Και επειδή δεν εδύνετο να πλησιάση κοντά εις τον
Κύριον, δια το πολύ πλήθος του λαού, οπού εσύντρεχεν, ανέβη και εκάθησεν επάνω
εις μίαν πέτραν, η οποία εξείχεν ολίγον από την γην. Και ευθύς με το ομμάτι
μεν, έβλεπεν εις το πρόσωπον του Κυρίου, με την χείρα δε, έγγιζεν εις το
χαρτίον και εσχεδίαζε την του προσώπου ομοίωσιν, δεν εδύνετο όμως να ιστορήση
ακριβώς το άγιον αυτού πρόσωπον. Διατί, άλλοτε μεν αυτό, εφαίνετο με άλλην
θεωρίαν, άλλοτε πάλιν, άλλαζεν εις άλλην θεωρίαν. Τότε ο Κύριος, ο των καρδιών
εξεταστής, και των κρυφίων γνώστης, γνωρίσας τον εγκάρδιον σκοπόν του Ανανίου,
εζήτησε νερόν δια να νιφθή. Αφ’ ου δε ενίφθη, εδόθη εις αυτόν ένα πανίον
διπλωμένον με τέσσαρας δίπλας, και με αυτό απεσπόγγισε το θείον και άχραντον
αυτού πρόσωπον, και ω του θαύματος! παρευθύς ετυπώθη εις το τετράδιπλον εκείνο
μανδύλιον, το θεανδρικόν αυτού πρόσωπον. Όθεν πέρνωντας αυτό, το έδωκεν εις τον
Ανανίαν, λέγων αυτώ, απόδος τούτο εις εκείνον οπού σε έστειλεν.
Δεξάμενος δε ο Αύγαρος τον Ανανίαν περιχαρώς, έπεσε και επροσκύνησε
την αγίαν και άχραντον εικόνα του Κυρίου, με πίστιν και πόθον πολύν, όθεν
παρευθύς ιατρεύθη από την ασθένειαν οπού είχεν, έμεινε δε εις μόνον το μέτωπόν
του ολίγον τι από την λέπραν. Μετά δε το σωτήριον Πάθος και την Ανάστασιν και
την εις Ουρανούς Ανάληψιν του Κυρίου, επήγεν ο Απόστολος Θαδδαίος εις την
Έδεσσαν, και εβάπτισε τον Αύγαρον και όλους τους ανθρώπους του, εις το όνομα
τον Πατρός, και του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος. Ευθύς δε οπού ο Αύγαρος
ευγήκεν από την αγίαν κολυμβήθραν, εκαθαρίσθη και εκείνη η ολίγη λέπρα, οπού
έμεινεν εις το μέτωπόν του. Από τότε δε και ύστερον ετίμα ο Αύγαρος και εσέβετο
με κάθε λογής τρόπον, τον θείον χαρακτήρα του Κυρίου και το ομοίωμα. Επειδή δε
ήθελε να τιμούν και να προσκυνούν αυτόν παρομοίως και όλοι οι της Εδέσσης
εγκάτοικοι, δια τούτο, κοντά εις τα άλλα καλά οπού έκαμεν, επρόσθεσε και το
ακόλουθον. Ένας παλαιός και λαμπρός πολίτης της Εδέσσης Έλληνας, έστησε τον
εδικόν του ανδριάντα επάνω εις την δημοσίαν πόρταν της Εδέσσης. Όθεν όσοι
έμελλον να έμβουν μέσα εις την πολιν, ήτον ανάγκη να προσκυνούν πρώτον τον
ανδριάντα, και να εύχωνται εκείνον, του οποίου ήτον το άγαλμα, και έτζι να
εμβαίνουν εις την πόλιν. Τούτον λοιπόν τον ακάθαρτον ανδριάντα κρημνίσας ο
Αύγαρος και αφανίσας, εις τον τόπον εκείνου έστησε την αχειροποίητον εικόνα του
Δεσπότου Χριστού, κολλήσας αυτήν επάνω εις σανίδα και καλλωπίσας, έγραψε δε και
επάνω εις αυτήν τα λόγια ταύτα· «Χριστέ ο Θεός, ο εις σε ελπίζων ουκ
αποτυγχάνει ποτέ».
Εξέδωκε δε και προσταγήν και νόμον έγγραφον, ότι όποιος εμβαίνει από
την πόρταν εκείνην της πόλεως, πρέπει να αποδίδη πρώτον κάθε σέβας και
προσκύνησιν, εις την θαυματουργόν εκείνην και τιμίαν εικόνα του Κυρίου, και
έτζι να εμβαίνη εις την πόλιν. Εφυλάττετο λοιπόν η προσταγή αυτή και ο νόμος,
έως εις το τέλος της ζωής του Αυγάρου και του υιού του. Αφ’ ου δε ο έγγονος
τούτου έγινε διάδοχος της πατρικής εξουσίας, απεστράφη την ευσέβειαν, και
εγύρισε θεληματικώς εις την θρησκείαν των ειδώλων. Όθεν ηθέλησε να στήση επάνω
εις την πόρταν της Εδέσσης ανδριάντα δαιμονικόν, και να κρημνίση την του
Χριστού εικόνα. Τούτο δε γνωρίσας από θείαν αποκάλυψιν ο τότε της Εδέσσης
Επίσκοπος, έδειξε την πρέπουσαν περί τούτου φροντίδα και επιμέλειαν. Επειδή γαρ
ο άνω τόπος της πόρτας ήτον βαθουλός, κατεσκευασμένος με θόλον ωσάν σχήμα
κυλίνδρου, δια τούτο άναψε μεν, έμπροσθεν της αγίας εικόνος του Χριστού λύχνον,
έβαλε δε, έμπροσθεν αυτού κεραμίδα, και κτίσας τον τόπον έξωθεν με πλίνθους,
και χρίσας με ασβέστην, έκλεισε το ένδοθεν μέρος, και ίσασε το τείχος εις
ομαλήν επιφάνειαν. Όθεν με το να μη εφαίνετο πλέον η εικών του Κυρίου,
εμποδίσθη ο δυσσεβής από τον σκοπόν του, και δεν εκρήμνισε την αγίαν εικόνα.
Χρόνοι επέρασαν πολλοί εν τω μεταξύ, τόσον οπού, τινάς δεν ενθυμείτο
εις ποίον μέρος ήτον κεκρυμμένη η αγία εικών. Όταν δε ο βασιλεύς των Περσών
Χοσρόης, επί Ηρακλείου βασιλέως Ρωμαίων, εν έτει από Χριστού χιε’ [615],
επολέμει τας πόλεις της Ασίας, έφθασε και έως εις την Έδεσσαν. Όθεν με το να
εκίνησεν εναντίον αυτής κάθε μηχανήν, έβαλεν εις φόβον και αγωνίαν τους
πολίτας, οι οποίοι επρόσφυγαν εις τον Θεόν, και παρακαλέσαντες αυτόν μετά
δακρύων, ευρήκαν την σωτηρίαν ογλίγωρα. Διότι μίαν νύκτα φαίνεται εις τον
Επίσκοπον Ευλάβιον ονομαζόμενον, μία γυναίκα ενδοξοτάτη, η οποία είπεν εις
αυτόν, ότι πολλά καλά θέλεις πράξεις, εάν λάβης την επάνω της πόρτας της πόλεως
κεκρυμμένην αχειροποίητον εικόνα του Χριστού, δείξασα και τον τόπον με το χέρι
της. Ο δε Επίσκοπος πηγαίνωντας εις τον τόπον, και σκάψας, ω του θαύματος!
ευρήκε την μεν θείαν εικόνα του Κυρίου, σώαν και αδιάφθαρτον· τον δε λύχνον
ευρήκεν αναμμένον ύστερα από πεντακοσίους χρόνους και επέκεινα. Αλλά και εις
την κεραμίδα, την οποίαν ο τότε Επίσκοπος έβαλεν έμπροσθεν του αγίου μανδυλίου,
εις την κεραμίδα λέγω εκείνην, ευρήκεν εκτυπωμένην άλλην εικόνα του Κυρίου,
απαράλλακτον με την εν τω αγίω μανδυλίω. Ταύτα δε τα δύω θεία εκτυπώματα και
τας εικόνας του Κυρίου, βλέποντες οι της Εδέσσης πολίται, όλοι εγέμωσαν από
πνευματικήν ευφροσύνην και αγαλλίασιν.
Πέρνωντας λοιπόν ο Επίσκοπος την αγίαν εικόνα του Κυρίου, και
λιτανείαν ποιήσας με αυτήν, επήγεν εις τον τόπον της πόλεως, εις τον οποίον
έσκαπταν από έξω οι Πέρσαι, καθώς από τον ήχον των χαλκών οργάνων τους
εκατάλαβαν. Όταν δε επλησίασεν εκεί κοντά ο Επίσκοπος, έρριψεν από το λάδι του
λύχνου εις την ετοιμασμένην υπό των Εδεσσηνών φωτίαν, και παρευθύς η φωτία
ανάψασα, αφάνισεν όλους τους Πέρσας. Αλλά και εις την φωτίαν οπού άναψαν έξω της
Εδέσσης οι Πέρσαι, την οποίαν έτρεφον ξύλα άπειρα, τα οποία εκόπησαν από τα
εκεί πλησιάζοντα δένδρα, και εις ταύτην λέγω την φωτίαν, ευθύς οπού επλησίασεν
ο Επίσκοπος ομού με την θείαν εικόνα, ευθύς εσηκώθη ένας δυνατός άνεμος, και
γυρίσας την φλόγα κατά των Περσών, εδίωκε τούτους και εκατάκαιεν. Όθεν ταύτα
παθόντες οι Πέρσαι, ανεχώρησαν άπρακτοι. Επειδή δε εις την Βασιλεύουσαν των
πόλεων εσύντρεχον όλα τα καλά, ήτον δε Θεού θέλημα να θησαυρισθή εις αυτήν μαζί
με τα άλλα καλά, και η αχειροποίητος αύτη και άχραντος εικών του Κυρίου, δια
τούτο ο τότε βασιλεύς των Ρωμαίων Ρωμανός, (ο Νέος δηλαδή ο του Πορφυρογεννήτου
Κωνσταντίνου υιός, ο βασιλεύσας κατά τους εννακοσίους πενηνταεννέα χρόνους,
όστις ελέγετο Νέος, προς διαφοράν του μητροπάτορος αυτού Ρωμανού, γέροντος
όντος) σπουδήν έβαλε πολλήν να πλουτίση και με τον πλούτον της αχειροποιήτου
ταύτης εικόνος την Βασιλεύουσαν. Όθεν κατά διαφόρους καιρούς έστειλεν εις την
Έδεσσαν και εζήτησε την θεανδρικήν εικόνα του Κυρίου, από τον εκείσε
ευρισκόμενον Αμηράν, δους εις αυτόν χάριν του τοιούτου θησαυρού, δώδεκα
χιλιάδας αργύρια, και ελευθερώσας και διακοσίους Σαρακηνούς, τους οποίους έτυχε
τότε να έχη σκλαβωμένους. Ου μόνον δε ταύτα εποίησεν, αλλά και υποσχέσεις
έδωκεν ασφαλείς ενώπιον πολλών, ότι εις το εξής να μη πολεμούσι τα στρατεύματα
των Ρωμαίων τους Σαρακηνούς. Με ταύτα λοιπόν και τα τοιαύτα επέτυχε της
αιτήσεως, τελειώσας όλα όσα υπεσχέθη.
Όθεν επειδή έδωκεν ο Αμηράς, εις το να αποσταλή τω Ρωμανώ η θεία
εικών, τούτου χάριν ο Σαμοσάτων Επίσκοπος, και ο Εδέσσης, και άλλοι τινές
ευλαβείς, πέρνοντες το άγιον εικόνισμα του Κυρίου (και την χριστόγραφον
επιστολήν) άρχισαν την οδοιπορίαν δια την Κωνσταντινούπολιν. Πολλά δε θαύματα
εγίνοντο εις τον δρόμον. Όταν δε έφθασαν εις την τοποθεσίαν την καλουμένην των
Οπτημάτων, εν τω Ναώ της Θεοτόκου τω καλουμένω του Ευσεβίου, πολλοί ασθενείς
επρόστρεξαν μετά πίστεως, εις τον άγιον χαρακτήρα του Κυρίου, και ιατρεύθησαν
από τας διαφόρους των ασθενείας. Τότε δε προσήλθε και ένας δαιμονισμένος, ο
οποίος ταύτα επροφήτευσε λέγων, απόλαβε ω Κωνσταντινούπολις δόξαν και τιμήν και
χαράν. Και συ Πορφυρογέννητε, απόλαβε την βασιλείαν σου. Και παρευθύς ιατρεύθη
ο άνθρωπος από το δαιμόνιον. Κατά δε τους ͵ςυξζ’ [6467] χρόνους από κτίσεως
κόσμου, εν τη δεκάτη πέμπτη του Αυγούστου μηνός, εν έτει δε από Χριστού
εννακοσιοστώ πεντηκοστώ εννάτω, επί Ρωμανού του βασιλέως, έφθασαν οι ανωτέρω
Αρχιερείς εις την Κωνσταντινούπολιν, και επήγαν εις τον εν Βλαχέρναις Ναόν,
φέροντες μαζί των και την αγίαν εικόνα του Κυρίου, η οποία σεβασμίως και
περιχαρώς επροσκυνήθη, τόσον από τους βασιλείς, όσον και από τους άρχοντας και
τον λοιπόν λαόν. Εις δε την αυρινήν ημέραν, ήτοι κατά την παρούσαν δεκάτην
έκτην του Αυγούστου, πέρνοντες την αγίαν εικόνα επάνω εις τους ώμους των ο
Πατριάρχης Θεοφύλακτος, και οι νεάζοντες βασιλείς, (ο γαρ Ρωμανός δεν ήτον
παρών, διατί ήτον ασθενής) αλλά και όλη η γερουσία με όλον το πλήρωμα της
Εκκλησίας, παρέπεμψαν την αγίαν εικόνα με την πρέπουσαν δορυφορίαν, έως εις την
καλουμένην Χρυσήν πόρταν. Έπειτα πέρνοντες αυτήν από εκεί με ψαλμούς και
ύμνους, και με μυριάδας λαμπάδας και φώτα, επήγαν εις τον περιώνυμον και
μεγαλώτατον της του Θεού Σοφίας Ναόν. Και εκεί ποιήσαντες την αρμόζουσαν τάξιν,
ανέβηκαν εις τα βασιλικά παλάτια, και εμβαίνοντες μέσα εις τον Ναόν της
Θεοτόκου τον επονομαζόμενον του Φάρου, εκεί απόθεσαν το άγιον και τίμιον
εκτύπωμα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Εις δόξαν των
Χριστιανών, εις φύλαξιν των βασιλέων, εις ασφάλειαν όλης της Πόλεως, και της
των Χριστιανών καταστάσεως.
Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου