π. Βασίλειος Θερμός
Χίλιοι αστυνομικοί καθώς διευθύνουν την κυκλοφορία
Δεν δύνανται να πουν γιατί έρχεσαι ή πού πηγαίνεις.
…Όταν ο Ξένος λέει: «Ποιο είναι το νόημα αυτού του Άστεως;
Στριμώχνεστε κοντά μαζί επειδή ο ένας αγαπά τον άλλο;»
Τι θα πείτε; «Όλοι μας μένουμε μαζί χρήμα να βγάλουμε ο ένας απ’ τον άλλο» ή
«Αυτό είναι μια κοινότητα»;
Κι ο Ξένος τότε θα ξαναπάει στην έρημο.
Ω ψυχή μου, προετοιμάσου για τον ερχομό του Ξένου,
Προετοιμάσου γι’ αυτόν που ξέρει να ερωτά ερωτήσεις.
(Τ. Σ. Έλιοτ, Χορικά από τον ‘Βράχο’, ΙΙΙ)
(Ευχαριστώ τον Διονύση και τον Δημήτρη για την πρόσκληση. Απάλυναν αρκετά τον καημό που ήμουν μακριά και δεν μπόρεσα να συμμετάσχω στην κηδεία).
Είμαστε στο 1960. Οι γυμνασιάρχες περιπολούν τα απογεύματα στις γειτονιές για να διαπιστώσουν αν συμφύρονται αγόρια με κορίτσια – που άλλωστε το πρωί φοιτούν σε χωριστά σχολεία. Όταν συλλάβουν συναναστροφές, ούτε καν ερωτοτροπίες, την άλλη μέρα δίνουν αποβολή. Ενώπιον ολόκληρου του σχολείου. Και ξάφνου ένας 25χρονος θεολόγος υπογράφει το βιβλίο Ο Ιησούς και το πρόβλημα των φύλων.
Από το 1967 ως το 1970 οι εκδοτικοί τοκετοί πυκνώνουν, κυοφορίες της αποσταθεροποιητικής και θαυμαστής δεκαετίας του ʼ60. Την ώρα που εισάγεται η ροκ και ξεσπά ο Μάης του ʼ68, οι δικοί μας ιεροκήρυκες μιλούν στους άμβωνες για την ανάγκη να είμαστε χρηστοί πολίτες και κατακεραυνώνουν τον κομμουνισμό. Και τότε εκδίδεται Η ελευθερία του ήθους.
Τον ίδιο καιρό οι γονείς και οι νοικοκύρηδες τρομάζουν με τον κινηματογράφο και τις κοντές φούστες. Στα κατηχητικά στηλιτεύεται η διαφθορά των ηθών. Και εμφανίζεται Η μεταφυσική του σώματος. Σε ένα εκκλησιαστικό κοινό που αγνοούσε την ίδια την Κλίμακα, ο Γιανναράς δίνει ραντεβού στον μεθεπόμενο σταθμό, στην ανάδειξη μιας δυναμικής που πάσχιζε να σπάσει του κουκούλι του πανταχού παρόντος νεοπλατωνισμού.
Στη δικτατορία των συνταγματαρχών, εποχή κατά την οποία ο μητροπολίτης συνεργαζόταν με τον στρατιωτικό διοικητή (με καλές προθέσεις, χωρίς αμφιβολία) και στις λειτουργίες έψαλλαν το πολυχρόνιο των βασιλέων, κάποιος αρθρογραφεί για Το προνόμιο της απελπισίας. Τα κείμενά του πέφτουν σαν ξένα σώματα στο τότε εκκλησιαστικό κλίμα, αλλά πενήντα χρόνια μετά ακόμη καθρεφτιζόμαστε – θυμίζω: Εν ετέρα μορφή, Το σημείον Ιωνά, Το ωτίον του Μάλχου…
Σε καιρούς που προδικτατορικοί βουλευτές αγόραζαν ψήφους με μετρητά, η εξομολόγηση ασκείτο εν πολλοίς τυποποιημένα και αυταρχικά, το κουτσομπολιό στην ενορία ανθούσε, και χριστιανοί καθοδηγητές αντέκρουαν ή λοιδορούσαν στίχους του ‘νέου κύματος’, εμφανίζεται ένας περίεργος που υποστηρίζει πως υπάρχει Πείνα και δίψα διάχυτη στη βάση. Και προφητεύει πως, αν δεν τό πάρουμε είδηση, θα έχουμε λιμόν επερχόμενον…
Είμαι αρκετά παλιός, οπότε όλα τα παραπάνω δεν αποτελούν αναδρομικά κλισέ αλλά γνώση και βιωμένη εμπειρία. Εν τω μεταξύ οι φοιτητές των θεολογικών σχολών (τι λέω; ούτε καν οι θεολόγοι της δευτεροβάθμιας) δεν είχαν ακούσει για Μάξιμο Ομολογητή και Γρηγόριο Παλαμά όταν εγκρίνεται η διατριβή Το οντολογικόν περιεχόμενον της θεολογικής εννοίας του προσώπου. Για να μη μιλήσω για την αθλιότητα της διπλής απόρριψης της υποψηφιότητάς του στη Θεολογική. (Ίσως δεν ήταν αθλιότητα, απλώς αναπηρία…)
Όποιος θέλει να καταπιαστεί με την προσφορά του Γιανναρά, αλλά και με το ανάγλυφο του χαρακτήρα του, οφείλει να γνωρίζει για ποια χρονικά συγκείμενα μιλούμε. Το πρόβλημα με εκείνον τον λόγιο αγιορείτη δεν είναι ότι αντέκρουε τις ιδέες του ως νεωτεριστικές και ανήθικες. Είναι ότι έγραψε: «Μού μετέφεραν ότι το πρόσωπό του κάνει κάποιους μορφασμούς. Με τις επιβλαβείς απόψεις που έχει δεν υπάρχει άλλη εξήγηση παρά ότι πρόκειται για δαιμονική επίδραση»…
Όσο πιο αλλόκοτα προωθημένη μοιάζει η δημόσια κατάθεση σε σύγκριση με την έξωθεν μιζέρια της κοινής κουλτούρας, τόσο περισσότερο σαν δώρημα λογίζεται. Ο Θεόδωρος Παντούλας ξεστόμισε μια μεγάλη κουβέντα: «Δεν υπήρχε καν δρόμος, μόνος τον άνοιξε»! Και όποιος ανοίγει μονοπάτια κλειστά από αιώνες ή και εντελώς καινούργια, έχει να παλέψει με άγρια βάτα και αγκάθια. Αναγκαστικά θα ματώσει.
Και δεν είναι μόνο οι αντίπαλοι.
Όταν ανοίγεις δρόμους ξανοίγεσαι και σε άλλες συνέπειες. Κάποιοι που ακολουθούν θα ορμήξουν να περάσουν από τα νέα μονοπάτια. Με το στριμωξίδι θα σε σπρώξουν άθελά τους, οπότε θα ματώσεις περισσότερο.
Αλλά και όποιος ανοίγει τέτοια περάσματα ενδέχεται να ενοχληθεί για εκείνους που τον προσπερνούν επειδή είδαν κάτι άλλο, πολλά υποσχόμενο, παραπέρα. Ίσως και να παραπονεθεί που δεν έμειναν μαζί του να καθαρίσουν πιο πολύ τα βάτα.
Με τον μακαρίτη συνέβησαν και τα δύο.
Συνήθως οι προσδοκίες που επενδύονται στους πρωτοπόρους είναι υπερβολικές και μη ρεαλιστικές. Έτσι, όταν διαψεύδονται, ακολουθούν απόρριψη, ματαίωση, θυμός.
Ναι, ο πρωτοπόρος αδυνατεί να ικανοποιήσει ολόκληρο το ‘πακέτο’ του καθενός. Και είναι τόσοι πολλοί και διαφορετικοί όσοι πυροδοτήθηκαν από τη σπίθα του συγκεκριμένου χαρισματικού.
Προσοχή: δεν εξετάζω εδώ το περιεχόμενο των προσδοκιών. Μπορεί να είναι σωστές, μπορεί και λάθος. Μιλώ για το σφάλμα να εναποτίθενται όλες αυτές στους ώμους του πρωτοπόρου.
Φρονώ ότι για να αποτιμήσουμε το δεύτερο μισό της ζωής του είναι ανάγκη να θυμόμαστε πως ο Γιανναράς μεγαλούργησε ως συνομιλητής του διαστήματος 1950-1980. Η δεκαετία που ακολούθησε, όμως, ήταν κάτι άλλο. Έπρεπε να αναμετρηθεί με τον φτηνό λαϊκισμό και εκεί άρχισε να αντιδρά ως πληγωμένος πολίτης του άστεως. (Προηγήθηκε και το τραύμα της πολεμικής για την εκλογή του). Επίσης είχε μπροστά του και την αναδυόμενη εκκλησιαστική παραμόρφωση, που καπηλεύθηκε την θεολογική ανανέωση και λεηλάτησε τις ιδέες της προκειμένου να εμπεδωθούν κεκτημένα. Όλα ετούτα ζητούσαν άλλη περπατησιά.
Και με τη δεκαετία του ʼ90 τι γίνεται; Και του 2000; Ακόμη πιο απαιτητικές, αφού ο επαρκής συνομιλητής τους θα πρέπει να ασχοληθεί με την επελαύνουσα μεταμοντέρνα πρωτεϊκότητα. Έχει δηλαδή να ανοίξει τον προβληματισμό του στο παγκόσμιο χωριό, στον άγριο μεταλλαγμένο καπιταλισμό, στο διεθνές αλλά θραυσματοποιημένο εγώ, στο άφιλο φύλο. Το έκανε; Όλα δείχνουν πως όχι.
Προφανώς δεν εννοώ να ασχοληθεί κάποιος με τα πάντα. Το πλαίσιο αναφοράς, όμως, καθορίζει την εννοιολόγηση. Λίγα θα σχολιάσεις αλλά θα ξέρεις για ποιο υποκείμενο μιλάς. Στον θρήνο για τα ορμέμφυτα της θρησκευτικότητας ή για την αχρείωση του πλήθους δεν υπάρχει περιφερική όραση.
Αντίθετα, σταδιακά ο δάσκαλος κλείστηκε στη γνωστή ελληνοκεντρικότητά του. Είδαμε το παράδοξο, όσο εξωτερικά γινόταν όλο και πιο εξωστρεφής στις παρεμβάσεις του (οι νεότεροι τον έμαθαν κυρίως ως αρθρογράφο), τόσο στο περιεχόμενο των ιδεών του κυριάρχησε η εσωστρέφεια. Που ενίοτε γινόταν εμμονή.
Αναπόφευκτη συνέπεια αυτού του στίγματος ήταν η αριστοκρατική αντίληψή του περί πολιτικής και λαού. Θα ήθελα να μην είχε χρειασθεί να γράψω αυτές τις γραμμές, όμως ο Γιανναράς δυστυχώς απομακρύνθηκε από το πρόταγμα της αστικής δημοκρατίας.
Στο όνομα της κοινότητας. Δεν γίνεται διαφορετικά. Όταν πάρεις κάποιους συγκεκριμένους δρόμους αναγκαστικά θα σε βγάλουν σε προβλέψιμους προορισμούς. Ο δάσκαλός μας δεν φαίνεται να υποψιαζόταν ότι, στο συγκεκριμένο ιδεολογικό τοπίο που έχει σχηματισθεί, οφείλουμε όλοι να αποδεικνύουμε ότι κάθε αναφορά μας ακόμη και στην εκκλησιαστική κοινότητα δεν είναι παλινδρόμηση στην προνεωτερική συλλογικότητα. Πολλώ μάλλον όταν επικαλούμαστε την πολιτική κοινότητα.
Και έτσι οι εκσυγχρονιστές τού γύρισαν την πλάτη όχι επειδή ήταν Χριστιανός, αλλά επειδή τον εξέλαβαν ως αντινεωτερικό. Έκπληξη: αν δεν μπορείς να διακρίνεις αλήθεια και δυνατότητες μέσα στην ισοτιμία της ψήφου των πολλών, ίσως και να είσαι πράγματι νοσταλγός άλλων εποχών…
Ο Γιανναράς δεν παρανοήθηκε τόσο όσο νόμιζε. Και όσο νομίζουν οι οπαδοί του (που, κατά σύμπτωση, μού είναι συμπαθείς και τούς εκτιμώ – ίσως επειδή τούς μετέδωσε κάτι από την ανιδιοτέλειά του).
Δεν είναι καθόλου παράξενο ο ίδιος διανοητής να διαπρέπει σε κάποιους καιρούς και να ναυαγεί σε άλλους. Διαφορετικές δεξιότητες απαιτούνται στις ποικίλες στροφές της ιστορίας. Είναι όπως ακριβώς με τους γονείς που τα καταφέρνουν καλά με ένα παιδί τους, αλλά πελαγώνουν με το άλλο. Ή που τα πάνε εξαιρετικά με κάποια ηλικία του, αλλά αποτυγχάνουν σε επόμενο στάδιο του ίδιου παιδιού. Άλλες πτυχές καλούνται σε ανάδυση, αν υπάρχουν.
Ως αποτέλεσμα, τα γυρίσματα της εποχής μας εξέπληξαν πολλούς. Η δημόσια παρουσία του Γιανναρά ξεκίνησε με αναθέματα από ιερείς και οργανώσεις. Και έφτασε κατά τις τελευταίες δεκαετίες να τον δεξιώνονται συντηρητικοί μητροπολίτες και εφημέριοι, ενώ βίντεό του φιλοξενούνται σε φονταμενταλιστικούς ιστότοπους. Ο τυφλός και πρωτόγονος αντιδυτικισμός των καλούντων έβρισκε τον δάσκαλο ως «πλυντήριο» που τούς καθιστούσε πιο sophisticated.
Υπόθεσή μου είναι ότι δεν κατάλαβε πως τον κατέστησαν τρόπαιο και έμβλημα του συντηρητισμού. Όπως δεν κατάλαβε, επίσης, πως οι γονείς πασχίζουν να γίνει το παιδί τους ικανό να κρίνει και τους ίδιους – τότε μόνο θα είναι επιτυχημένοι. Έτσι ανέχθηκε στενοί του φίλοι να χαρακτηρίζουν «πατροκτονία» οποιαδήποτε θεολογική κριτική στις απόψεις του.
Αναρωτιέμαι, εγώ τι έκανα; Ομολογώ ότι δεν άσκησα ποτέ δημόσια κριτική για τις θέσεις του. Από σεβασμό και ευγνωμοσύνη πάντα δίσταζα – μεγάλωνε κιόλας και δεν ήθελα να τον πικράνω. Δεν ξέρω αν έπραξα σωστά. Αντίθετα, παρέθετα κατά καιρούς από το έργο του στα γραπτά μου. Μία φορά, μάλιστα, μού τηλεφώνησε για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του που είχα γράψει κριτική στις ακολουθίες τις οποίες συνέθεσε. Μαζί με τα επαινετικά είχα και αρνητικές παρατηρήσεις εκεί, αλλά δεν τον ένοιαξε – τόσο τον είχε πονέσει που είχαν μείνει για καιρό ασχολίαστες.
Μία φορά μόνο τού εξέφρασα διαφωνία – για το ίδιο θέμα και στον Περγάμου. Αλλά σε αμφότερες τις στιγμές η συγκυρία δεν ήταν κατάλληλη για εμβάθυνση και έτσι το ζήτημα προσπεράστηκε. Αν και αμφιβάλλω ότι θα μετακινούντο ακόμη και αν είχαμε χρόνο.
Οι δύο αυτοί μεγάλοι υπήρξαν παγοθραυστικά ως προς τη διάνοιξη του οντολογικού προβληματισμού. Από την αφοσίωση στην πρωτοτυπία τους, όμως, κάπου σαν να ξέχασαν ότι χρειαζόμαστε και άλλους είδους πλοία. Για να κατοικηθούν οι ανακαλυφθείσες θεολογικές επικράτειες απαιτούνται ωκεανογραφικά για βυθομετρήσεις των εννοιών και ανάλυση του περιβάλλοντος ύδατος, επιβατηγά για μεταφορά του κόσμου αφού τα παγοθραυστικά μπορούν να σηκώσουν μόνο την ελίτ των τεχνικών, δεξαμενόπλοια για τροφοδότηση των νέων γαιών με ενέργεια ώστε να μην ξεμείνουν από βούληση, και άλλα… Χωρίς αυτά οι νέες γαίες θα παραμείνουν αποικίες λίγων εκλεκτών, την ώρα που ο λαός συνωστίζεται σε εδάφη βεβαρημένα από το παρελθόν τους.
Η υπερεπένδυση αμφοτέρων στην σχέση απαιτούσε τα αρμόζοντα εννοιολογικά εργαλεία για να δικαιωθεί και να αποκτήσει σαφές περιεχόμενο. Η ένστασή μου ήταν και είναι πως αδυνατούμε να εκφρασθούμε αξιόπιστα για την σχέση χωρίς τη βοήθεια της ψυχολογίας και της ψυχανάλυσης. Είναι γεγονός ότι ο Γιανναράς ευκαιριακά αξιοποιούσε ψήγματα ψυχαναλυτικής θεωρίας, όμως ουδέποτε ανέπτυξε το σχήμα του για τη σχέση με τρόπο που θα το καθιστούσε δεκτικό στα ψυχολογικά και ψυχαναλυτικά κριτήρια. Την ενθρόνισε σε ένα καθεστώς μη περαιτέρω αναγώγιμο και αναλύσιμο. Έτσι, κατά τη γνώμη μου πάντα, παρέμεινε μια ρομαντική άσκηση.
Και ο Ζηζιούλας επίσης διακόνησε με ασάφεια τη σχέση, χωρίς όμως τον ρομαντισμό. Ο οποίος, σημειωτέον, συνομιλούσε με την εποχή του ασυγκρίτως περισσότερο από τον Γιανναρά. Αλλά ο καθένας μας διαθέτει τις νησίδες του. Είναι πασίγνωστη η απαρέσκεια, ή και περιφρόνηση, που αμφότεροι επεδείκνυαν προς τις ψυχολογικές επιστήμες.
Διαισθητικά και μόνο, το ανάλογο που βρίσκω (όχι στο περιεχόμενο αλλά στην εσωτερική λογική) είναι η φυσιοκρατία του Ελύτη. Σε αυτήν ό,τι με γοήτευε στα νιάτα μου τώρα μού φαίνεται αφελές. Άλλοι καιροί, κατάφερναν να την παρουσιάζουν έγκυρη. (Δεν γενικεύω για τον μεγάλο ποιητή, μιλώ για συγκεκριμένη πτυχή μόνο. Ενώ, αντίθετα, ο Λειβαδίτης άφηνε πάντα μια εκκρεμότητα και έναν υπαινιγμό, αφιλόξενα για την εξιδανίκευση – άσε που φέρνει τη λύτρωση από μέσα, όχι απ’ έξω). Την αντίστοιχη θέση της καθαρτικής φύσης εδώ, λοιπόν, είχαν καταλάβει η σχέση και η εμπειρία.
Ο Γιανναράς ερμήνευε τις εξελίξεις ως προϊούσα φθορά του Ελληνισμού, όπως οι (στερούμενοι κατάλληλης οπτικής και εξ αυτού προχειρολόγοι) κληρικοί εξηγούν τα πάντα γύρω μας ως ηθική έκπτωση. Νόμος: η έλλειψη ανανεούμενων κατά την εκάστοτε εποχή διαγνωστικών οργάνων οδηγεί πάντα σε ηθικολογία – μόνο που στον δάσκαλό μας δεν ήταν κυριολεκτικά ηθικό το ζήτημα αλλά ένα ιστορικό και υπαρξιακό ισοδύναμό του, μια οιονεί έκπτωση από έναν απολεσθέντα παράδεισο. Απορώ πώς ακόμη δεν έχει υποδειχθεί αυτός ο ιδιότυπος ενθαδικός ωριγενισμός.
Δεν πρόκειται εδώ για χαρακτηρολογική αυτοπεποίθηση ή για ιδιοσυγκρασιακή απουσία ευρύνοιας, το αντίθετο. Είναι που όταν καταστήσεις μια ιδέα σου χρυσόμαλλο δέρας, κατόπιν αναλώνεσαι να την φωνάζεις δυνατά, ωσάν ο μόνος λόγος που οι άλλοι δεν τη συμμερίζονται να είναι η κωφότητά τους.
(Καταλαβαίνω ότι ακούγεται βαριά η κρίση πως ο σπουδαίος δάσκαλος από ένα σημείο και πέρα έπαψε να συνομιλεί με την εποχή του. Πλην των άλλων, όμως, συνάγω αυτό το συμπέρασμα και από κάποια λεπτομέρεια του λόγου του (discourse): Είναι γνωστό ότι ξεκινούσε συχνά την ανάλυση ενός θέματος με αποφάνσεις του τύπου «Ορίζουμε ως … [και ακολουθούσαν ορισμός και συλλογισμός του]», «Νοούμε το .. ως …» κ.ο.κ. Αυτός είναι τρόπος ιεραποστόλου ο οποίος στοχεύει στην επέκταση των ιδεών του καταστρώνοντας ο ίδιος το τοπίο, όχι διανοητή που ανοίγεται απροϋπόθετα στην έκπληξη από τον συνομιλητή. Η γοητεία την οποία ασκούσε η προσωπικότητα, όμως, δεν επέτρεπε να φανερωθεί η μεθόδευση να παίζεις πάντα στο δικό σου γήπεδο – ασυνείδητη, βέβαια, αφού διέθετε συνειδητά άπειρη καλή θέληση ακρόασης).
Αυτό που ψηλαφώ ως έλλειμμα των δύο κορυφαίων οντολόγων ήταν μια μονοκαλλιέργεια που προέρχονταν από τη δίψα τους να πείσουν όλους για τον «πολύτιμο μαργαρίτη» του εργαλείου το οποίο φιλέρευνα ανακάλυψαν και σε μεγάλο βαθμό κοπιωδώς φιλοτέχνησαν. Τον Γιανναρά ειδικά, μια προσωπικότητα επιρρεπή στο να γοητεύει και να γοητεύεται, θεωρώ ότι τον συνήρπασε ο κόσμος ο οποίος ανοίχτηκε στα νεανικά του μάτια, σε τέτοιο βαθμό ώστε – ειρωνικά – να αποκτήσει στο τέλος τυφλά σημεία. Μόνο σαν τέτοια προσμετρώ την ιδέα για υπαίθρια λειτουργία του αρχιεπισκόπου Σεραφείμ στα Εξάρχεια για τους αναρχικούς, ή την πρόταση για νέα ιδρυτική του ελληνικού κράτους εθνοσυνέλευση, ή την πλειστάκις διατυπωθείσα εμμονική υπόθεση πως η σύγχρονη Ευρώπη θα συνέλθει αν μεταφρασθούν ο Λορεντζάτος και ο Πικιώνης…
Ο Φλωρόφσκυ μίλησε για την περίφημη διαχρονικότητα των ελληνικών κατηγοριών σκέψης, όχι για Ελληνισμό. Ταπεινώς φρονώ ότι ο δάσκαλός μας, μελετώντας τους Έλληνες Πατέρες, στάθηκε περισσότερο στο επίθετο.
Στο εξαιρετικό του άρθρο στο Κοσμοδρόμιο ο Διονύσης Σκλήρης επισημαίνει ότι «ο Γιανναράς θα επιχειρήσει στη θεολογία και εν μέρει και στη φιλοσοφία, μία επανάληψη της πνευματικής χειρονομίας της καλλιτεχνικής και λογοτεχνικής γενιάς του 1930, ήτοι μια μοντερνιστική πρωτότυπη επαναδιατύπωση του Ελληνισμού, με τρόπο που να ανταποκρίνεται σε αδιέξοδα της Δύσης ή σε νοσταλγίες της για πιο αρχέγονα πολιτισμικά παραδείγματα, σε μια εποχή κρίσης». Και ναι μεν δεν επρόκειτο – επιτέλους! – για μια ακόμη εκδοχή μεταπρατισμού, όμως από πού κι ως πού χρειάζεται να είναι ο Ελληνισμός που θα επαναδιατυπωθεί προκειμένου να λύσει τα αδιέξοδα της Δύσης και όχι η Ορθοδοξία;
Ο Ελληνισμός υπήρξε οπωσδήποτε θύμα της Δύσης, αλλά (πρέπει να) μάς συνέχει κυρίως η βλάβη του Χριστιανισμού. Και όταν μιλάμε για Χριστιανισμό εννοούμε σύνθεση πολλών στοιχείων: την Εβραϊκή αποκάλυψη και την Καινή Διαθήκη (ξεχασμένες και από τον Θεό των φιλοσόφων ακόμη, πολλώ μάλλον από την ορθολογιστική Δύση), τους Έλληνες και Λατίνους Πατέρες με την μακραίωνη πολυσημία τους, τη νεότερη Ρωσική πάλη με τις ιδέες εξ Εσπερίας (και αυτή θύμα μιας προκατειλημμένης Δύσης που πάντα ένιωθε αμηχανία απέναντι στην ανοικονόμητη Ρωσία). Όταν όμως η στρέβλωση του χριστιανικού μηνύματος από τις δυτικές περιπέτειες που ξεκινούν από τον πρώιμο μεσαίωνα και καταλήγουν στον 19ο αιώνα συρρικνώνονται στο σχήμα Ορθοδοξία και Δύση στη νεότερη Ελλάδα (σπουδαίο βιβλίο κατά τα άλλα), τότε το ενδιαφέρον μοιραία στενεύει στον αριστοκρατικό λαό. Τότε θα φτάσεις κάποια στιγμή νομοτελειακά να θρηνείς για το χράμι και την κοινότητα.
Η οποία, στην πραγματικότητα, υπήρξε μόνο ως εξαίρεση και τοπικά και χρονικά, όπως άλλωστε συνέβη και με το ιδεώδες της εκκλησιαστικής κοινότητας. Αναρωτιέμαι: κανείς δεν πληροφόρησε ποτέ τον Γιανναρά για τα θλιβερά αδιέξοδα των τοπικών προνεωτερικών ελληνικών κοινωνιών; Για το πώς ήταν η πραγματική ζωή μέσα σε αυτές; Για το γεγονός ότι η πρώτη λέξη της ελληνικής γραμματείας υπήρξε η «οργή» (μῆνιν); Για το εν γένει επιστημολογικό πρόβλημα της αναξιοπιστίας μιας φαντασιακής ανασύστασης και ανακατασκευής του παρελθόντος; Αλλά και – σημαντικό! – για το πώς η θεωρία του έδωσε στήριγμα σε κακοήθεις χρήσεις του ελληνικού εξαιρετισμού από (κατά φθίνουσα σειρά βαρύτητας) εθνικιστές και φανατικούς, ή ιδεοληπτικούς, ή απλώς διανοητικά οκνηρούς;
«For hope would be hope for the wrong thing». Οφείλουμε να προσέχουμε τι γράφουμε και τι ευχόμαστε. Όλοι μας ανεξαιρέτως…
Λογίζω τον εαυτό μου προνομιούχο μαθητή και των δύο μεγάλων οντολόγων. Αλλά και του Νέλλα, όμως. Ο οποίος, λίγο πριν ξαφνικά εκδημήσει, άφησε ως ακριβή παρακαταθήκη την προτροπή για σύνθεση με τη Δύση:
«Η Ορθοδοξία που δεν αντιμάχεται ούτε ανταγωνίζεται κανένα πολιτισμό, θέλει να ζήσει μέσα και στο δικό μας [δυτικό πολιτισμό], ακόμη περισσότερο θέλει να σαρκωθεί μέσα του, ακριβώς για να τον βοηθήσει να ξεπεράσει τα εγγενή αδιέξοδά του. Και μπορεί να το κάνει αυτό επειδή στηρίζεται στη θεμελιώδη αρχή της σάρκωσης και μεταμόρφωσης του προβλήματος, στην οποία ακριβώς στηρίχθηκαν και οι Πατέρες της Εκκλησίας για να αντιμετωπίσουν τον Ελληνικό πολιτισμό. Η αρχή αυτή εκφράζει, στο επίπεδο των σχέσεων Εκκλησίας-κόσμου, το κεντρικό χριστολογικό δόγμα της Χαλκηδόνας…
Πρόκειται για ένα ολοκληρωτικό αγαπητικό δόσιμο, για μια έκχυση ή κένωση της Εκκλησίας μέσα στον πολιτισμό, πράγμα που φέρνει όχι απλά την ανοχή των μεταμορφώσιμων στοιχείων του πολιτισμού, αλλά την πλήρη καταξίωσή τους, αφού οδηγεί στη μεταλλαγή τους σε σάρκα της Εκκλησίας… Τα συγκεκριμένα στοιχεία του πολιτισμού πρέπει να εκχριστιανισθούν. Εδώ παρεμβαίνει η μεγάλη πραγματικότητα της άσκησης… Η Εκκλησία είναι αληθινά και πραγματικά σώμα του Χριστού, και σώμα της Εκκλησίας είναι απλά και σκέτα το κοινωνικό σώμα. Χριστιανική δε είναι η άσκηση, όταν δεν αρνείται αλλά δέχεται το σώμα, το αγαπά, και αγωνίζεται να το σώσει» (Η παιδεία και οι Έλληνες). Για να σωθεί το δυτικό κοινωνικό και πολιτισμικό σώμα πρέπει πρώτα να αγαπηθεί, και κατόπιν να κριθεί.
Γράφοντας πριν από 40 χρόνια, ο Νέλλας εύλογα αδυνατούσε να γνωρίζει
τι ονομάζουμε «Δύση» σήμερα και ποιες προκλήσεις γεννά για τη θεολογία. Τώρα
πια έχουν μπει πάνω στο τραπέζι δραματικές εξελίξεις: αυτή καθαυτή η έννοια
της ψυχής της οποίας η εκδοχή ως ουσίας δοκιμάζεται,
η παγκοσμίως ασύλληπτη εμβέλεια και επιδραστικότητα των καθημερινών ατομικών
επιλογών που κατά συνέπεια ζητά νέους, πιο «κοινωνικούς», ορισμούς της
αμαρτίας και της ηθικής, η έντονη και πολύπλοκη όξυνση του (πανάρχαιου)
προβλήματος της σχέσης του ενός με τους πολλούς, η αποκαλυπτική
γνώση για την ψυχική ενδοχώρα της σεξουαλικότητας κ.π.ά. Για
να μην προσθέσω και τις προκλήσεις που δέχεται το εκκλησιαστικό γεγονός: η
λατρεία μένει καθηλωμένη σε προνεωτερικούς αυτοματισμούς, δεν έχουμε κληρικούς
για να ποιμάνουν μετανεωτερικούς ανθρώπους, οι γυναίκες ως προς τη συμμετοχή
τους στη λήψη αποφάσεων μέσα στο εκκλησιαστικό γίγνεσθαι βρίσκονται σε καθεστώς
που ελάχιστα διαφέρει από το βυζαντινό κ.ά.
Τα παραπάνω εγγίζουν όλους εμάς που βάλαμε το δάχτυλό μας στο ανανεωτικό μέλι. Αν κάποιοι παπαγαλίζουν Γιανναρά και Ζηζιούλα χρησιμοποιώντας τις βαθιά ειλικρινείς συνεισφορές τους σαν αναπαυτικά μαξιλάρια, καλά θα κάνουν να αντιληφθούν πως η κρίση της προφητείας μπορεί να μην αφορά μόνο τη γενιά την οποία η δική μας εκθρόνισε.
Όπως καλά γνωρίζουμε όσοι βάζουμε βαρέα και ανθυγιεινά ένσημα σε αυτό που κατ’ ευφημισμόν αποκαλείται «δημόσιος διάλογος» στη χώρα μας, ελάχιστοι θεολόγοι γύρω μας εργάζονται γι’ αυτή την κριτική, συνάμα και σωστική, πρόσληψη του Δυτικού πολιτισμού…
Για όλα αυτά, εδώ και χρόνια θύμωνα μέσα μου κατά καιρούς με τον δάσκαλο – θέλω να το εξομολογηθώ δημόσια. Σοβαρό λάθος.
Γιατί είναι υποχρεωμένος ο άλλος να πάει μέχρι εκεί που προσδοκώ εγώ; Τον ρώτησα αν το θέλει; Και αν το αντέχει;
Σ’ έναν άνθρωπο που μάτωσε για λογαριασμό μας του είμαστε εσαεί ευγνώμονες έτσι κι αλλιώς. Κανείς δεν μας χρωστάει τίποτε. Χωρίς τον Γιανναρά δεν θα είχαμε καν τα κριτήρια με τα οποία τον κρίνουμε σήμερα. Με τα λόγια που έγραψε για τον «Οδυσσέα», «Θεέ μου, αυτός ο άνθρωπος, μέσα στη νύχτα του κόσμου μας, ήταν οπωσδήποτε ένα δικό Σου σημάδι». Και παρά το ότι υπήρξε αναμφίβολα εστέτ, οι αέναες περιπλανήσεις του δεν ήταν ποτέ ενός flâneur, αλλά κάποιου που εναλλασσόταν μεταξύ Διογένη με φανάρι και πονεμένου προσκυνητή.
Έχουμε όμως δικαίωμα να πούμε πως ό,τι πέτυχε δεν μάς είναι αρκετό – αλλά ίσως να γίνεται και δυνητικά ναρκοληπτικό; Απολύτως. Πιο σωστά: έχουμε υποχρέωση να το διακηρύξουμε. Διότι το σπίτι μας, η Εκκλησία, ούτε άρχισε ούτε τελείωσε με τον Γιανναρά, πολλώ μάλλον με τις μετριότητές μας.
Η θεολογική δουλειά στην οποία καλούν οι καιροί θα είναι σκληρή διότι οι αντιστάσεις είναι ταυτοτικές. Και η εκκλησιαστική ανανέωση – μην ξεχνάμε πως ο δάσκαλος πάλεψε και γι’ αυτήν – ακόμη πιο δύσκολη. Οι αντιστάσεις (όχι μόνο των «βλαχαδερών», καταπώς τούς έλεγε), πηγάζουν από ωμά συμφέροντα και δίψα εξουσίας.
«Είναι και πάλι το πρόβλημα των ολίγων. Μια χούφτα άνθρωποι χρειάζονται, τόσο μόνο. Όσοι πατάνε στο σύνορο, σ’ αυτή τη διακεκαυμένη ζώνη της επώδυνης εγρήγορσης. …Αυτοί που θα τολμήσουν την αναμέτρηση, πρέπει να βγουν στην έρημο. …Πέρα από το σύνορο».
Ο εκκλησιαστικός οργανισμός δεν άντεξε ούτε καν την υποψία ότι θα μπορούσε να τεθεί σε καθεστώς διακεκαυμένης εγρήγορσης και εγκατέστησε έγκαιρα σύστημα ψύξης – πολύ αποτελεσματικό μέχρι τώρα. Εν τω μεταξύ, η έρημος σήμερα δεν βρίσκεται στους νιτσεϊκούς απόηχους ή στα σπασμένα βουλεβάρτα που πυροδότησαν τον Γιανναρά, αλλά στην ερημωμένη ψυχή που βιώνει επίσημα πλέον, όχι την κρίση νοήματος (αυτή ενδημούσε επί καιρό), αλλά την ολοκληρωτική απώλεια ή καταστροφή του, μια και αυτό είναι το μανιφέστο της μετανεωτερικότητας. Σύμπτωμά της οι μεταμοντέρνοι έφηβοι που έρχονται στη συνεδρία με χαρακωμένα χέρια, με αντωνυμίες ουδέτερου γένους και ηθική μηδενισμένη μέχρι το όριο της «συναίνεσης». Α, και κάτι φαινομενικά ολότελα άσχετο αλλά εσωτερικά συγγενές: καθώς η καταστροφή του νοήματος έχει μολύνει και τον εκκλησιαστικό οργανισμό, ας μη λησμονάμε και την έρημο των προδομένων από την αποπροσανατολιστική ρητορεία και τους παράλογους θεσμούς, οι οποίοι αφιερώθηκαν με άγαμη ιερωσύνη, για να ανακαλύψουν αργότερα, όταν θα καταρρεύσει ο ψευδής εαυτός, τον εφιάλτη της μοναξιάς.
Αυτούς, και πολλούς άλλους, δεν θα τούς σώσουν οι ιδεολογίες περί αξιών του Ελληνισμού και η άρνηση να μεταφρασθεί η Λειτουργία. Παρεμπιπτόντως, ο ανθρωπότυπος που παραμερίζει το μερίδιο της διανοητικής κατανόησης για να μετάσχει στην εμπειρία [χαρακτηριστική εδώ η βαθειά φωνή του], ούτε υπάρχει ούτε κατασκευάζεται.
Άραγε χάθηκε εκείνη η άνοιξη που γέμιζε στη νιότη μας τις καρδιές μας με μια ξαφνική αφθονία; Μήπως ήταν όλα ένα πουκάμισο αδειανό; Όλη η ιστορία έγινε για να εξαργυρώσουν κάποιοι το αίμα από τα βάτα με πανεπιστημιακές θέσεις; Κανείς να μην τολμήσει να ισχυρισθεί πως γνωρίζει την απάντηση. Οι διαδρομές είναι πάντα υπόγειες και οι εκβολές τους δυσερμήνευτες. Αφού όλα θα κριθούν πέρα απ’ το σύνορο, τίποτε δεν πάει χαμένο. Κατεξοχήν σε μια μετανεωτερικότητα που ειδικότητά της είναι να καταργεί τα σύνορα…
Η θρηνωδία γεννήθηκε από το σχίσμα. Και υπάρχουν άπειροι τρόποι θρηνωδίας, όχι πάντα φανεροί, προσαρμοσμένες στην εργονομία του καθενός.
Πολλά σχίσματα ενδημούν, χρόνια τώρα. Της εκκλησιαστικής ζωής από την εκκλησιολογία. Του εθνικού τραύματος από την ίασή του. Της θεολογίας από τις άλλες επιστήμες. Της φαντασίωσης από την πραγματικότητα. Της ανιδιοτέλειας από την ατομική ατζέντα. Της ιδέας του έρωτα από τη γειωμένη βάσανό της.
Ο εγχώριος Ξένος πάλεψε με τα σχίσματα του λαού του. Δεν ήξερε μόνο να ερωτά ερωτήσεις. Πάσχισε να βρει απαντήσεις. Ίσως να μην έχει τελικά μεγάλη σημασία πόσες ήταν σωστές. Αφού στο βιβλίο των Εσχάτων αντί για λέξεις θα βρούμε πρόσωπα…
Και κάπως έτσι, ο απώτατος, ανοίκειος, εμμενής απόγονος του Νήφωνα του Κελλιώτη χάραξε μόνος του το όνομά του στα δίπτυχα των ζώντων.
Πηγή: Φρέαρ