Το ρήμα «κάμνω», εξ ου και κάματος, σημαίνει
κουράζομαι, υποφέρω.
Απέκαμα, λέμε, αποκάμνω, δεν μπορώ, δεν αντέχω άλλο.
Το ρήμα «κάμνω» σημαίνει κοπιάζω, και κοπιάζω πολύ.
«Υπέρ καμνόντων», λοιπόν, σημαίνει, ότι δεόμεθα υπέρ των ανθρώπων, που
υποφέρουν.
Όχι από βαρειές αρρώστιες, αφού προηγουμένως λέγει: «νοσούντων».
Ήταν η εποχή, που υπήρχαν άνθρωποι σε βαρειές δουλειές, σε μεταλλεία, λατομεία
κ.λ.π.
Υπέρ αυτών, λοιπόν, εύχεται η Εκκλησία.
Υπέρ των ανθρώπων, που κοπιάζουν υπερβολικά.
π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος
***
Στη φωτογραφία πυροσβέστες είναι ξαπλωμένοι στο οδόστρωμα,
δίπλα στα καμμένα, εξαντλημένοι, μετά την μάχη με τις φλόγες σε πύρινο μέτωπο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου