π. Θεοδόσιος Μαρτζούχος
Η ζέστη είναι αφόρητη, στις αρχές Σεπτεμβρίου του 407, στα βουνά του Ταύρου, στη Μικρά Ασία. «Καμένη» η γη από ένα καλοκαίρι ξηρασίας, η βλάστηση έχει εξαφανιστεί, οι πηγές έχουν στερέψει, η σκιά απουσιάζει από αυτό το σχεδόν ερημικό τοπίο. Από την αυγή, είναι δύσκολο να βγει κανείς έξω και, καθώς ο ήλιος ανεβαίνει προς το ζενίθ, - μεσημέρι- οι κάτοικοι των Κομάνων έχουν μόνο μία επιθυμία: να γυρίσουν στα σπίτια τους για να βρουν λίγη δροσιά πίσω από τα κλειστά παραθυρόφυλλα. Όσο για το να περιπλανηθεί κανείς στα μονοπάτια, που σέρνονται κατά μήκος των φαραγγιών, θα έπρεπε να είναι τρελός για να το τολμήσει.
Κρατούμενος της εξουσίας του κράτους.
Ωστόσο, στην έξοδο της πόλης, οι σπάνιοι περαστικοί συναντούν ένα παράξενο τρίο: δύο στρατιωτικοί με δυσάρεστη όψη σπρώχνουν μπροστά τους έναν άνδρα, που φαίνεται μεγαλύτερος από τα 63 του χρόνια, πολύ αδύνατος, με γυμνό κεφάλι, κάτι που τον εκθέτει στον ήλιο. Βλέποντάς τους, θα μπορούσε κανείς να πιστέψει ότι πρόκειται για έναν εγκληματία που θα υποστεί τις χειρότερες τιμωρίες. Πρόκειται πράγματι για έναν κρατούμενο του κράτους που μεταφέρεται στον νέο τόπο κράτησής του, ενώ έχει προηγουμένως γίνει σαφές στη συνοδεία του, ότι οι ανώτεροι θα ήταν ευχαριστημένοι αν δεν έφτανε ζωντανός...
Το 397, με το θάνατο του πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης, Νεκταρίου, η Εκκλησία και ο λαός έφεραν ως διάδοχο του Νεκταρίου έναν ιερέα από την Αντιόχεια, τον οποίο θαυμάζουν σε όλη την Εκκλησία. Οι εκλογείς δεν συνυπολόγισαν μια λεπτομέρεια: ο Ιωάννης είναι άγιος και η αγιότητα σπάνια συμβαδίζει με τους κοσμικούς και διπλωματικούς συμβιβασμούς, τις δωροδοκίες, τα ψέματα και τα εγκλήματα που, πολύ συχνά, συνοδεύουν την άσκηση της εξουσίας. Αργά ή γρήγορα, τα συμφέροντα του Θεού και του Καίσαρα καταλήγουν να συγκρούονται...
Προορισμένος για μια λαμπρή καριέρα
Γεννημένος στην Αντιόχεια της Συρίας, γύρω στο
344, ο Ιωάννης είναι γιος του αξιωματικού του Ρωμαϊκού στρατού, Σεκούνδου. Ο
πατέρας του πέθανε λίγες εβδομάδες μετά τη γέννησή του. Ο Ιωάννης και η
μεγαλύτερη αδελφή του ανατράφηκαν από τη μητέρα τους, Ανθούσα, χήρα στη Τρίτη
δεκαετία της ζωής της, η οποία, για να διαφυλάξει την περιουσία των παιδιών
της, έπρεπε να παλέψει σκληρά. Χριστιανή και συνειδητά ευσεβής, η Ανθούσα δεν
βάφτισε τον γιο της. Αυτό ήταν μια συνήθης σωστή πρακτική, καθώς μια τέτοια
απόφαση πρέπει να είναι ελεύθερη απόφαση ενήλικα. Η ένωση με το Σώμα της
Εκκλησίας και η άφεση των αμαρτιών, ήταν δυνατή μόνο μία φορά, και γι' αυτό το
βάπτισμα, που σύμφωνα με την καθιερωμένη φόρμουλα «θα καθαρίσει τα πάντα»,
αναβαλλόταν όσο το δυνατόν περισσότερο. Προς το παρόν, ο Ιωάννης, που
προοριζόταν για μια λαμπρή καριέρα στην ανώτατη αυτοκρατορική διοίκηση, δεν
ασχολείται ιδιαίτερα με αυτό. Μετά από λαμπρές σπουδές ρητορικής, φιλοσοφίας
και νομικής, που επέστησαν την προσοχή της κοινωνίας στις εξαιρετικές ρητορικές
του ικανότητες, εγγράφηκε ως δικηγόρος στο δικηγορικό σύλλογο της Αντιόχειας.
Στα 25 του, ζει μια ζωή γεμάτη εργασία και απολαύσεις, προς μεγάλη απογοήτευση
του καλύτερου φίλου του, Βασιλείου, ο οποίος τον βλέπει να ολισθαίνει στην
πρακτική αθεΐα και ασέβεια...
Μια μεταστροφή όμως ολοκληρωτική, ειλικρινής και
σταθερή, αλλάζει πλήρως τα πράγματα
Ο Ιωάννης δεν ήταν τόσο διασκεδαστικά βιαστικός και επιπόλαιος όσο υποψιάζεται ο Βασίλειος, αφού αρκούν λίγους μήνες για να τον πείσει να ζητήσει το βάπτισμα και να φύγει μαζί του στην έρημο για να αγκαλιάσει τη μοναστική ζωή. Μια τέτοια απόφαση όμως δεν υπολογίζει την Ανθούσα! Η ιδέα να χάσει τον γιο για τον οποίο έχει κάνει τόσες θυσίες είναι ανυπόφορη. Θύμα του "εκβιασμού" της μητέρας του, ο Ιωάννης, αν και βαπτίζεται το 370, παραιτείται από το να γίνει μοναχός και εισέρχεται στον κλήρο της επισκοπής ως αναγνώστης, το πρώτο βήμα προς την ιεροσύνη. Ο επίσκοπός του, Μελέτιος, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αντιόχεια λόγω της δίωξης των Ορθοδόξων που ξεκίνησε ο αυτοκράτορας Ουάλης, οπαδός της αιρετικής Αρειανής διδασκαλίας, και έτσι ο νεαρός κληρικός συμμετείχε στη διαχείριση μιας από τις μεγαλύτερες επισκοπές της Αυτοκρατορίας, προσελκύοντας την προσοχή στο πρόσωπο του. Σύντομα, ζητήθηκε να γίνει επίσκοπος μιας γειτονικής πόλης. Το γεγονός ότι δεν ήταν ιερέας δεν αποτελούσε εμπόδιο εκείνη την εποχή.
Συνείδηση του χριστιανισμού
Ενώ ο ίδιος ώθησε τον φίλο του Βασίλειο, που είχε κληθεί από άλλη επισκοπή, να αποδεχτεί αυτή την προαγωγή, ο Ιωάννης προτίμησε να φύγει. Ο θάνατος της μητέρας του, του επέτρεψε να αποσυρθεί στην έρημο, από όπου όμως αναγκάστηκε να φύγει λόγω της ευπαθούς υγείας του, που δεν άντεχε τις σκληρές συνθήκες. Επιστρέφοντας στην Αντιόχεια, χειροτονήθηκε ιερέας το 386. Θα μπορούσε να ζήσει ειρηνικά εκεί, αν τον Φεβρουάριο του 387 δεν ξέσπαγε μια εξέγερση κατά της αυτοκρατορικής εξουσίας. Τα κηρύγματα του Ιωάννη, ο οποίος καλούσε τους πιστούς να αποδεχθούν τις πιθανές, και δίκαιες, τιμωρίες του αυτοκράτορα Θεοδόσιου, για την εξιλέωση των αμαρτιών τους και τη σωτηρία των ψυχών τους, τον έκαναν να ξεχωρίσει και πάλι από την κυβέρνηση. Για δέκα χρόνια, ο Ιωάννης βρισκόταν υπό παρακολούθηση. Θαυμάζουν τις ομιλίες του, τα γραπτά του, τα χαρίσματα του ως ρήτορα και διοικητή, την φιλανθρωπία του, χωρίς να βλέπουν την αυστηρότητα του ως ανθρώπου που αντιτίθεται στην αδικία και την αμαρτία, έτοιμου να μιλήσει ανοιχτά σε όσους αψηφούν τον νόμο του Θεού, είτε είναι πλούσιοι, και ισχυροί. Αυτή η δεκαετία έκανε τον Ιωάννη διάσημο, μια αγρυπνούσα συνείδηση της χριστιανοσύνης. Έτσι γίνεται πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης. Ο πατριάρχης βρίσκεται στο επίκεντρο της εξουσίας, την οποία... έχει συμφέρον να διαχειρίζεται με προσοχή! Ο Ιωάννης όμως είναι "ανίκανος" να κάνει κάτι τέτοιο. Σε αυτόν τον μικρόσωμο άνδρα που κοιμάται λίγες ώρες τη νύχτα, και κοιμάται στο πάτωμα, τρώει μια φορά την ημέρα, ό,τι βρει, όρθιος και όταν το θυμηθεί, υπάρχει η φλογερότητα του Βαπτιστή, του προστάτη του. Όπως ο Πρόδρομος, δεν μπορεί να σιωπήσει μπροστά στα σκάνδαλα, όταν πρόκειται για τη δόξα του Θεού και τη σωτηρία των ψυχών, έστω και με δικό του κίνδυνο...
Δημοφιλής αλλά με λίγους οπαδούς
Από την αρχή, ο Ιωάννης αποξενώνει ένα μέρος του
κλήρου, του οποίου οι διεφθαρμένοι τρόποι και η πολυτέλεια προσβάλλουν τον
Χριστό και την Εκκλησία Του και τον οποίο κλήρο σκοπεύει να μεταρρυθμίσει. Στη
συνέχεια, αποξενώνει και το αυτοκρατορικό ζεύγος, τον Αρκαδίο, έναν ανίκανο Βασιλιά
που δεν κληρονόμησε τις αρετές του πατέρα του Θεοδόσιου, και την Ευδοξία, που
κυβερνά την αυτοκρατορία από τα παρασκήνια. Άπληστη για εξουσία, τιμές και,
ακόμη περισσότερο, πλούτη, η αυτοκράτειρα φέρει δύσφορα το γεγονός ότι ο
πατριάρχης την επιπλήττει δημοσίως, αλλά, ενόψει της δημοτικότητας του Ιωάννη,
δεν τολμά, προς το παρόν, να του επιτεθεί. Ο Ιωάννης, πράγματι, γρήγορα έγινε
δημοφιλής. Αφιερώνεται στην ανακούφιση όλων των δεινών αυτής της τεράστιας
πόλης, στην οποία ιδρύει νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία, δωρεάν στέγαση
για τους «φτωχούς που ντρέπονται», στέλνει ιεραπόστολους στους Αρειανιστές
Γότθους και στους ειδωλολάτρες Σκύθες, υποστηριζόμενος από τη γενναιοδωρία μιας
πολύ σημαντικής κυρίας, που ήταν συγγενής της βασιλικής οικογένειας της
Αρμενίας, και έμεινε πολύ νέα χήρα και τώρα είναι πενηντάχρονη, της Ολυμπιάδας,
που έγινε η συμπαραστάτης του και φίλη του. Ο κόσμος συρρέει στην Αγία Σοφία
για να τον ακούσει να κηρύττει. Κλαίνε όταν τελεί τη λειτουργία, συγκινημένοι
από την Ευχαριστιακή του αφοσίωση. Κυκλοφορεί η φήμη ότι οι άγγελοι τον
περιβάλλουν στο ιερό. Τον χειροκροτούν όταν εισάγει ύμνους και ψαλμωδίες στη
λειτουργική ψαλμωδία.
Δυστυχώς, οι Κωνσταντινουπολίτες είναι ασταθείς. Αν και απολαμβάνουν τους ωραίους λόγους και ενθουσιάζονται με τη θεολογία, δεν προσηλυτίζονται και συνεχίζουν, ακόμη και κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα, να εγκαταλείπουν την λατρεία για να πάνε στον ιππόδρομο ή στο θέατρο. Το 400 μ.Χ., ένας ισχυρός σεισμός πλήττει την πόλη, ακολουθούμενος από ένα παλιρροϊκό κύμα. Ένα μήνα όμως μετά, ο πληθυσμός έχει ήδη επιστρέψει στις κακές του συνήθειες και ο Ιωάννης αναφωνεί, απογοητευμένος: «Λυπάμαι που τίποτα δεν σας διορθώνει...». Ωστόσο, είχε πει κάποτε ότι θα δεχόταν να τυφλωθεί αν «με αυτό το τίμημα» μπορούσε να προσηλυτίσει τους ανθρώπους. Την ίδια στάση κρατά και απέναντι στο αυτοκρατορικό ζεύγος. Η Ευδοξία, την οποία είχε αρκετές φορές βγάλει από τις πολιτικές δυσκολίες στις οποίες «είχε την τέχνη» να εμπλέκεται, τον μισεί ακόμα περισσότερο. Η νεαρή γυναίκα, επαναλαμβάνοντας την πράξη της Ιεζάβελ, κατέσχεσε, από καπρίτσιο, τον αμπελώνα μιας φτωχής χήρας. Ο Ιωάννης την καλεί δημοσίως να επιστρέψει το κλεμμένο αγαθό. Εκείνη δεν θα τον συγχωρήσει ποτέ. Απαγόρευσε στον πατριάρχη την πρόσβαση στο αυτοκρατορικό παλάτι. Ο Ιωάννης της απαγόρευσε την πρόσβαση στην Αγία Σοφία... Με τη βοήθεια επισκόπων εχθρικών προς τον Ιωάννη, μεταξύ των οποίων ο Θεόφιλος της Αλεξάνδρειας, που ήταν εξοργισμένος επειδή ο Ιωάννης είχε υποδεχθεί και είχε πάρει το μέρος των μοναχών, στη διαμάχη του με τα μοναστήρια της Νιτρίας. Η Ευδοξία συγκεντρώνει εναντίον του πατριάρχη ένα φάκελο βασισμένο σε ψευδείς μαρτυρίες και συκοφαντίες και, μετά από μια δίκη που παραβιάζει όλους τους κανόνες του εκκλησιαστικού δικαίου, επιτυγχάνει την καθαίρεσή του.
Η ζωή του είναι ο Χριστός
Αυτό δεν αρκεί: θέλει να τον εξορίσει. Ο Ιωάννης, ο οποίος προσέφυγε στον Πάπα Ιννοκέντιο Α', κλειδώνεται στον Μητροπολιτικό Ναό ζητώντας άσυλο. Από εκεί καταδικάζει με οργή την «Ηρωδιάδα που θέλει, για άλλη μια φορά, το κεφάλι του Ιωάννη»! Η Ευδοξία, τρελαμένη από οργή, στέλνει τις δυνάμεις της τάξης να τον συλλάβουν. Για να αποφύγει την αιματοχυσία, ο Ιωάννης παραδίδεται. Ο λαός όμως ξεσηκώνεται και έτσι αυτή η πρώτη εξορία θα είναι σύντομη: φοβισμένη από την οργή του λαού, η αυτοκράτειρα τον καλεί πίσω. Στην πραγματικότητα, περιμένει μια νέα ευκαιρία. Στις 20 Ιουνίου 404, ο Ιωάννης συλλαμβάνεται, όπως και η Ολυμπιάδα, η οποία, στερημένη από τα υπάρχοντά της, θα πεθάνει στις 27 Δεκεμβρίου στην εξορία στη Νικομήδεια. Θα μπορούσε να της επαναλάβει, ως προτροπή, αυτό που απάντησε σε όσους τον απειλούσαν με την οργή της αυτοκράτειρας: «Να πεθάνω; Η ζωή μου είναι ο Χριστός. Ο θάνατος είναι λοιπόν κέρδος για μένα. Να εξοριστώ; Τι σημασία έχει! Όλη η γη ανήκει στον Κύριο. Να με στερήσουν τα αγαθά αυτού του κόσμου; Δεν έφερα τίποτα εδώ κάτω και δεν μπορώ να πάρω τίποτα μαζί μου στον τάφο...» Στέλνεται στην Κουκουσό, μια πόλη του Ταύρου μακριά από όλα. Εκεί ξαναρχίζει το ενεργό αποστολικό του έργο. Η Ευδοξία δεν το θέλει. Δίνει εντολή να τον στείλουν στην πιο έρημη περιοχή και να φροντίσουν να μην φτάσει εκεί ζωντανός. Αυτό είναι που προσπαθούν να κάνουν με ζήλο οι δύο αξιωματικοί που είναι επιφορτισμένοι με μια μεταφορά, που μετατράπηκε σε πορεία προς το θάνατο...
Στις 14 Σεπτεμβρίου 407, αναγκάζονται να παραδεχτούν ότι ο αιχμάλωτός τους, που έπεσε εξαντλημένος δύο λεύγες πριν τα Κόμανα, δεν θα προχωρήσει πιο μακριά. Πρέπει να τον φέρουν πίσω στην πόλη όπου, την προηγούμενη μέρα, προσευχήθηκε στον τάφο του μάρτυρα επισκόπου Βασιλίσκου, ζητώντας του τη δύναμη να τον μιμηθεί στο μαρτύριό του. Τη νύχτα, ο Βασιλίσκος του εμφανίστηκε και του είπε: «Κουράγιο, αδελφέ μου! Λίγες ώρες ακόμα και θα ενωθούμε για την αιωνιότητα». Αυτή η προφητεία θα εκπληρωθεί. Τα τελευταία λόγια του Ιωάννη Χρυσοστόμου θα είναι: Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν. «Ο Θεός να έχει δόξα για όλα!»

.jpg)
3 σχόλια:
Ευχαριστούμε για τα όσα μας μάθατε διαβάζοντας το άρθρο σας αυτό.
Μεγάλη η ωφέλεια από τη ζωή των μεγάλων της Εκκλησίας Πατέρων. Η καλύτερη διδασκαλία διότι δεν είναι λόγια αλλά πράξεις με συνέπιες. Εμείς είμαστε λόγια δυστυχώς….
Παρακαλω πατερα Θεοδοσιε ποιος ο Βασλειος και ποια η πηγη των σχετικων γραφομενων. Ευχαριστω. Αθανασιος Κοτταδακης
Δημοσίευση σχολίου