Θανάσης Ν. Παπαθανασίου
(Πρακτικά Β’ Διεπιστημονικού Συνεδρίου της
Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθήνας, 12-14 Μαΐου 2021)
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ
Οι χριστιανοί οφείλουν ιδιαίτερη ευαισθησία απέναντι στην ιστορία. Στην ιστορία όχι απλώς ως μελέτη του παρελθόντος, αλλά ως την δημιουργική παρουσία του ανθρώπου σε κάθε στιγμή, ακόμα και στο παρόν, και ταυτόχρονα ως το πεδίο δράσης του Θεού.1 Στη χριστιανική οπτική η ιστορία ούτε έτοιμη ούτε προκαθορισμένη λεωφόρος είναι. Είναι δρόμος εν τω γίγνεσθαι. Ανοίγει με τον ίδιο τον βηματισμό του οδοιπόρου.2 Ο πιστός δεν έχει προδιαγεγραμμένο τον δρόμο, έχει όμως δεδομένα τα κριτήρια της οδοιπορίας του: το Ευαγγέλιο του Κυρίου του. Από πλευράς του ανθρώπου λοιπόν ο δρόμος διανοίγεται μέσω των απαντήσεων τις οποίες δίνει σε διλήμματα, αναλαμβάνοντας το κόστος των απαντήσεών του. Τα διλήμματα είναι βεβαίως βασανιστικά, μα δεν είναι μονάχα βάσανο. Είναι και εκδήλωση της ανθρώπινης μεγαλοσύνης και της δραματικής έντασης μεταξύ όσων δυνάμεθα να πράξουμε και όσων μας ξεπερνούν. Είναι ο χώρος ανταπόκρισης της ανθρώπινης ευθύνης στον αδιάκοπα εργαζόμενο Θεό και διαποτίζεται από την αναμέτρηση μεταξύ της αναγκαιότητας η οποία διαποτίζει την καθημερινότητα, και του εσχατολογικού οράματος της Εκκλησίας για απελευθέρωση από την αναγκαιότητα.
Στο θέμα μας για τη σχέση ιεροσύνης και ένοπλου
αγώνα τα διλήμματα ξεκινούν ήδη με το να αναλογιστούμε ότι η βία δεν είναι ένα
και μόνο πράγμα. Αν τυχόν ασπασθούμε έναν αφελή πασιφισμό, τότε θα ταυτίσουμε
τη βία μόνο με μερικές κραυγαλέες μορφές (π.χ. με την ένοπλη σύγκρουση) και δεν
θα μπορέσουμε να δούμε ότι βία συνιστούν και καταστάσεις τυπικά ειρηνικές, όπως
η κοινωνική αδικία, οι συνθήκες επαγγελματικής εξουθένωσης, η περιθωριοποίηση
κοκ. Ούτε μπορούμε να δαιμονοποιήσουμε συλλήβδην κάθε σύγκρουση. Αντιθέτως,
συχνά χρειάζεται να συνηγορούμε υπέρ της σύγκρουσης. Υπάρχει πρώτα απ’ όλα
κάποια βία, η οποία είναι συστατικό στοιχείο της ιστορικής παρουσίας του
ανθρώπου ως δημιουργού. Είναι η βία η οποία απαιτείται για να παρεμβληθεί η
ανθρώπινη ελευθερία στη φυσική νομοτέλεια. Κάτι σαν το χτύπημα που επέφερε ο
παλιός άνθρωπος πάνω στην πέτρα, ώστε αυτή να λαξευτεί και να γίνει κάτι άλλο.
Είναι προνόμιο του ανθρώπου το να μη δέχεται τον κόσμο απλώς όπως αυτός είναι,
αλλά να τον «ανακρίνει»: να αμφισβητεί αυτό που βρίσκει έτοιμο, να
αντιπαρατίθεται, να ερμηνεύει, να έρχεται σε ρήξη με την αδικία, να απορρίπτει
την υποδούλωση, να προτείνει και να αλλάζει τον κόσμο. Κοντολογίς, από μόνος
του ο κριτικός λόγος και η φιλελεύθερη στάση ζωής συνεπάγονται σύγκρουση. Σύγκρουση
όμως η οποία πλουτίζει την ανθρωπότητα. Αλλιώς, η ανθρωπότητα θα μείνει για
πάντα τόσο ήρεμη και τόσο ειρηνική, όσο τα νερά ενός βάλτου.3
Στο μελέτημά μου αυτό4 προσεγγίζω τη σχέση της ιεροσύνης με την
κλασική μορφή του πολέμου, δηλαδή την ένοπλη σύγκρουση μεταξύ αντίπαλων
στρατοπέδων. Για τον χριστιανό πρόκειται για έναν χαρακτηριστικό κόμβο
διλημμάτων. Βεβαίως, αν η Γραφή αντιμετωπιστεί σαν σάκος με θέσφατα αποσπασματικά
και αποκομμένα από τη συνάφειά τους, μπορεί κανείς να βρει εκεί
επιχειρηματολογία υπέρ οιασδήποτε άποψης. Μήπως δεν είναι αλήθεια ότι η Παλαιά
Διαθήκη γέμει περιγραφών όπου ο πόλεμος εξαπολύεται κατ’ εντολή του Θεού
(Αριθμ. 21:34-35, Δευτ. 20: 1-16, Β’ Βασ. 7:8-11 κ.ά.); Κι από την άλλη, όμως,
δεν είναι μήπως στα ίδια κείμενα που
αναδύεται η shalom, εκείνη η
υπέροχη συνύφανση ειρήνης, δικαιοσύνης και υπαρξιακής πληρότητας;5 Δεν είναι μήπως αλήθεια ότι ο Παύλος
προσδιορίζει την ειρήνη ως καρπό του Πνεύματος (Γαλ. 5:22), αλλά ταυτόχρονα
αναγνωρίζει ως ιστορική αναγκαιότητα την κρατική βία χάριν της προστασίας των
αδυνάμων (Ρωμ. 13:4); Το θέμα, λοιπόν, δεν είναι ποια άποψη θα συλλέξει τα
περισσότερα χωρία, αλλά ποια ερμηνεία θα επιλεγεί ως εκφράζουσα το πνεύμα του
Ευαγγελίου και ποια κριτήρια θα προκριθούν ως μείζονα.
ΜΙΑ ΜΑΓΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ;
Η εικόνα του ένοπλου ιερωμένου, του πολεμιστή
κληρικού (όπως για παράδειγμα η εμβληματική φιγούρα του Παπαφλέσσα) φαίνεται
παγιωμένη στη συλλογική συνείδηση των Ελλήνων Ορθοδόξων, αλλά και ευρύτερα, στη
συλλογική συνείδηση των παραδοσιακά Ορθοδόξων λαών. Με άλλα λόγια, η ένοπλη
συμμετοχή κληρικών σε αγώνες του Γένους θεωρείται αυτονόητη και διαχρονική. Κι
έτσι είναι σύνηθες το εξής φαινόμενο: Αν κάποιος προβληματιστεί για τις σχέσεις
Εκκλησίας και στρατεύματος και ιδίως αν δυσανασχετήσει με την εικόνα των οπλοφόρων
κληρικών, το πιθανότερο είναι ότι θα κατηγορηθεί ως νεωτεριστής ο οποίος
παραγνωρίζει το γεγονός ότι ανέκαθεν ο Ορθόδοξος κλήρος συμμετέχει κατ’ αυτόν
τον τρόπο στους αγώνες του έθνους κλπ.
Αν ωστόσο είμαστε απαιτητικότεροι όσον αφορά την
ψηλάφηση της ιστορίας και την εξιχνίαση των κριτηρίων της χριστιανικής πίστης,
τότε θα χρειαστεί να είμαστε προσεκτικότεροι με όσα χαρακτηρίζουμε «αυτονόητα»
και «διαχρονικά». Παραθέτω μια βυζαντινή μαρτυρία του 12ου αιώνα, η οποία περιγράφει μάχη μεταξύ
Βυζαντινών χριστιανών και δυτικών χριστιανών:
«Ένας Λατίνος ιερέας […] εξαπέλυσε πολλά βέλη […].
Και ο ίδιος δέχτηκε πολλά τραύματα και είχε λουστεί κυριολεκτικά στο αίμα του,
αλλά ήταν ακαταδάμαστος. Δεν είναι ίδιες οι πεποιθήσεις μας με τις πεποιθήσεις
των Λατίνων σχετικά με την άσκηση βίας εκ μέρους των ιερέων. Εμείς διδασκόμαστε
από τους ιερούς κανόνες, τους εκκλησιαστικούς νόμους και την ευαγγελική εντολή:
“Μην ακουμπήσεις, μη φωνάξεις, μην αγγίξεις· διότι είσαι ιερωμένος”.6 O βάρβαρος Λατίνος όμως χρησιμοποιεί
ταυτόχρονα και τα θεία και τα όπλα, κρατώντας την ασπίδα στο αριστερό χέρι, και
αδράχνοντας το δόρυ με το δεξί. Έτσι ταυτόχρονα προσφέρει για μετάληψη το θείο
σώμα και αίμα, παρακολουθεί τις σφαγές και γίνεται άνθρωπος αιμάτων, σύμφωνα με
τον ψαλμό του Δαβίδ.7 Έτσι είναι αυτό το βαρβαρικό γένος·
περισσότερο φιλοπόλεμο και λιγότερο ιερατικό. Αυτός λοιπόν, παλληκαράς
περισσότερο παρά ιερέας, ταυτόχρονα φορούσε την ιερατική ενδυμασία,
χρησιμοποιούσε και το κουπί και ριχνόταν στον πόλεμο, μαχόμενος και στη θάλασσα
και στη ξηρά. Αντίθετα, η δική μας παράδοση, τονίζω, συνδέεται με όσα όρισαν ο
Μωυσής και ο Ααρών και ο πρώτος αρχιερέας μας».8
Η μαρτυρία αυτή μας έχει κληροδοτηθεί από την
βυζαντινή πριγκίπισσα Άννα Κομνηνή (1083-1153) και αναφέρεται στην πολιορκία
του βυζαντινού Δυρραχίου από τους Νορμανδούς, δηλαδή από δυτικούς χριστιανούς,
το 10819. Και τι περιγράφει η βυζαντινή
πριγκίπισσα; Το ξάφνιασμα που ένιωσαν οι ανατολικοί Χριστιανοί όταν αντίκρισαν
απέναντι τους ένοπλους κληρικούς. Στην έρευνα συζητείται αν αυτή η πρακτική,
της ιερατικής οπλοχρησίας, ήταν καθολική στη Δύση,10 πάντως σε κάθε περίπτωση η Κομνηνή
αποτυπώνει ότι στη συνείδηση των Ορθοδόξων υπήρχε ασυμβίβαστο μεταξύ ιεροσύνης
και άσκησης βίας.
Κάνω ηθελημένα ένα άλμα, και πηγαίνω στην
επανάσταση του 1821, και δη στη μαρτυρία του Κεφαλλονίτη ζηλωτή Ορθόδοξου
μοναχού Κοσμά Φλαμιάτου (1786-1852). Ο Φλαμιάτος χαρακτήρισε την οπλοχρησία
αρκετών κληρικών κατά την επανάσταση, «φαινόμενον […] ὅλως μοναδικόν, ἀλλόκοτον καί ἀποτρόπαιον εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν».11 Ο ζηλωτής μοναχός δεν απέρριπτε την χρεία επανάστασης, αλλά θεωρούσε ότι οι ιθύνοντες
νόες της συγκεκριμένης εξέγερσης, ήδη από την εκκόλαψή της, είχαν γητευτεί από
την Αγγλική πολιτική κι έτσι βρίσκονταν σε τροχιά αλλοίωσης του Ορθόδοξου
φρονήματος.12 Αυτή η σαρωτική πολιτική οπτική του
Φλαμιάτου και η ερμηνεία της επανάστασης υπό το πρίσμα του απόλυτου
αντιδυτικισμού και αντιεβραϊσμού του είναι, αντικείμενο συζητήσεων στην έρευνα.13 Αυτό όμως το οποίο μας ενδιαφέρει, εδώ,
και αποτελεί πολύτιμο στοιχείο, είναι η μαρτυρία του για την συνείδηση περί
ιεροσύνης. Βασική συνέπεια της αλλοίωσης του Ορθόδοξου φρονήματος ο Φλαμιάτος
θεωρούσε ακριβώς το φαινόμενο της οπλοχρησίας εκ μέρους ιερωμένων. Υποστήριζε
ότι η συμμετοχή των κληρικών στην επανάσταση έπρεπε να είχε γίνει αλλιώς:
αφενός με την πνευματική συμπαράστασή τους προς τους λαϊκούς μαχητές (με
εξομολόγηση, νηστεία, δεήσεις), και αφ’ ετέρου (ας το προσέξουμε αυτό
ιδιαίτερα) με την επίδειξη φιλάνθρωπης στάσης προς τους εχθρούς οι οποίοι
παραδίνονταν. Αντιθέτως όμως προς αυτά (κατέληγε ο Φλαμιάτος), κατά την
επανάσταση πολλοί κληρικοί και οπλοφόρησαν και έδειξαν απανθρωπία προς τους
Οθωμανούς που υποτάσσονταν.14
Κρατώντας κατά νου αυτές τις δύο εμβληματικές
μαρτυρίες, οι οποίες απέχουν μεταξύ τους επτάμισι αιώνες, ας επιχειρήσουμε μια
σφαιρική ματιά στα εκκλησιαστικά κριτήρια και στο πώς αυτά τα κριτήρια
δοκιμάζονται έντονα ή και στρεβλώνονται στο διάβα της ιστορίας. Φαίνεται ότι η
συνείδηση για το ασύμβατο μεταξύ ιεροσύνης και άσκησης βίας παρέμενε επί αιώνες
εναργής, παρ’ όλο που κατά καιρούς δεχόταν συγκυριακές αμφισβητήσεις. Ωστόσο,
με την επανάσταση του 1821 η εν λόγω συνείδηση γνώρισε μεγάλη υποχώρηση, υποχώρηση
η οποία εντάθηκε στη συνέχεια, στο πλαίσιο της κατασκευής της εθνικής
νεοελληνικής ιδεολογίας, και εν τέλει κυριάρχησε η πεποίθηση ότι η ένοπλη
ιεροσύνη αποτελεί ανέκαθεν την μία και μοναδική και διαχρονική παράδοση.15 Μια μαγική εικόνα μάλλον υποκαθιστά την
πραγματικότητα. Βολικό, διότι η πραγματικότητα ασθμαίνει υπό τα διλήμματα και
την χρεία ευθύνης…
ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΣΤΡΑΤΕΥΣΗ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ
Είναι μεγάλη η συζήτηση για τη στάση της Εκκλησίας
απέναντι στη στρατιωτική θητεία και τον πόλεμο ήδη κατά τους τρεις πρώτους
αιώνες. Το βασικότερο χαρακτηριστικό της στάσης της είναι, νομίζω, κάτι το
οποίο μάλιστα διατρέχει όλο τον ιστορικό της βίο: μια ένταση μεταξύ του
ειρηνικού ιδεώδους το οποίο πηγάζει από το εσχατολογικό όραμα της Βασιλείας του
Θεού αφενός, και της αναγκαιότητας με την οποία είναι διαποτισμένος ο ιστορικός
βίος αφετέρου. Σε κάποιες ιστορικές συγκυρίες προβάλλει ισχυρότερος ο ένας πόλος
αυτής της διελκυστίνδας, σε άλλες συγκυρίες ο άλλος. Όποτε η εν λόγω ένταση
βιώνεται με την νηφάλια (και συχνά οδυνηρή) επίγνωση ότι μέσα στο ιστορικό
διάβα μόνο συμβατικές διευθετήσεις μπορούν να γίνουν (καθόσον η οριστική λύση
ανήκει στη Βασιλεία), τότε η εκκλησιαστική αυτοσυνειδησία διασώζεται λίγο ως
πολύ αλώβητη. Όποτε όμως χάνεται αυτή η επίγνωση προς όφελος μονισμών, τότε
είτε η ιστορία απολυτοποιείται και κτιστές πραγματικότητες (όπως το έθνος ή η
φυλή) λαμβάνουν τη θέση της Βασιλείας, είτε, αντιθέτως, ο υπερεσχατολογισμός
οδηγεί σε περιφρόνηση της ιστορίας και σε απαξίωση των ανθρωπίνων αναγκών.
Παρ’ όλο που, απ’ ό,τι φαίνεται, η Εκκλησία ανέκαθεν
συμμεριζόταν τη διαφορά μεταξύ επιθετικού και αμυντικού πολέμου, και μάλιστα
διέκρινε μεταξύ δικαίου και αδίκου πολέμου,16 οι ιδιότητες του Χριστιανού αφενός και του
πολεμιστή αφετέρου θεωρούνταν πολύ δύσκολο να συναρμοστούν. Στη ρεαλιστική
προειδοποίηση του αντιχριστιανού φιλοσόφου Κέλσου (β’ μισό του 2ου αι.) ότι, αν οι Χριστιανοί συνέχιζαν να
αρνούνται τη στρατιωτική θητεία, η αυτοκρατορία θα σαρωνόταν από τους βαρβάρους
και ο πολιτισμός θα χανόταν,17 ο Ωριγένης (184-253) απαντούσε ότι οι
Χριστιανοί προσεύχονταν μεν για την ευστάθεια της αυτοκρατορίας, τους ήταν όμως
αδύνατο να στρατευτούν.18 Η άρνηση της λεγομένης «Αποστολικής
Παραδόσεως» του Ιππολύτου, στις αρχές του 3ου αι., να γίνονται δεκτοί στο βάπτισμα στρατιώτες,
είχε ιδιαίτερη βαρύτητα, ακόμα κι αν δεν τηρούνταν απόλυτα.19 Από την άλλη, είναι διαπιστωμένη η
διείσδυση της χριστιανικής πίστης στις τάξεις του στρατού, και πιθανώς
διαμορφώθηκε μία πρακτική, σύμφωνα με την οποία οι Χριστιανοί ήταν μεν
απρόθυμοι να γίνουν στρατιωτικοί, αν όμως κάποιος στρατιωτικός ήθελε να γίνει
Χριστιανός, γινόταν δεκτός, αλλά του ζητούνταν να προσέχει στο εξής όσο ήταν
δυνατό τον τρόπο της ζωής του και να μην καταχράται την εξουσία που είχε.20
Αυτά, όπως είπα, λάμβαναν χώρα κατά τους τρεις
περίπου πρώτους αιώνες. Καθώς όμως η χριστιανική συνείδηση αποδεχόταν βαθμιαία
το αυτοκρατορικό ιδεώδες, κέρδιζε έδαφος και η ιδέα της υπεράσπισης του
χριστιανικού πλέον κράτους. Ενισχυόταν δηλαδή η δυναμική ενός ιστορικού
ρεαλισμού. Ο Κωνσταντίνος Καλλίνικος σημείωνε χαρακτηριστικά ότι «η από του Μ. Κωνσταντίνου αρξαμένη
ιεροποίησις του πολέμου συνεχίζεται αναγκαστικός και εν τοις μετά ταύτα
χρόνοις».21 Στην πραγματικότητα αυτό (το αδιανόητο για
τον συγγραφέα της Αποκαλύψεως, να γίνει Χριστιανός ο Καίσαρας) το
συναντάμε και στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, με την Κωνσταντίνεια ανατροπή, και στο Αρμενικό κράτος, το οποίο και ήταν το
πρώτο το οποίο ανακήρυξε το Χριστιανισμό σε κρατική θρησκεία περί το 301. Και
για το ρωμαϊκό και για το αρμενικό κράτος ορόσημο αποτέλεσε μία μάχη: Για μεν
τους Ρωμαίους η γνωστή μάχη της Μουλβίας γέφυρας το 312 μεταξύ ρωμαϊκών
στρατευμάτων, για δε τους Αρμενίους η μάχη του Αβαραΐρ το 451 κατά των Περσών.22
Ωστόσο, όπως είπα παραπάνω, η ένταση μεταξύ
εσχατολογικού οράματος και ιστορικής αναγκαιότητας ουδέποτε έπαψε. Είναι
ενδιαφέρον λοιπόν να δούμε πώς αυτή η ένταση αποτυπώνεται ειδικά στους ιερούς
κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
ΟΙ ΑΞΙΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΙΕΡΟΣΥΝΗΣ
Μία σειρά ιερών κανόνων επίτιμα την ανθρωποκτονία
σε κάθε της μορφή: είτε εκ προμελέτης (56ος κανόνας Μ. Βασιλείου), είτε εξ
αμελείας (8ος, 11ος, 54ος, 57ος κανόνες Μ. Βασιλείου, 5ος κανόνας Γρηγορίου
Νύσσης), είτε σε νόμιμη άμυνα (43ος, 55ος κανόνες Μ. Βασιλείου). Και, φυσικά,
ούτε της απόπειρας φόνου το αξιόποινο τέθηκε ποτέ εν αμφιβόλω. Η αποστροφή προς
κάθε μορφή στέρησης της ανθρώπινης ζωής (πρβλ. τον χαρακτηρισμό του διαβόλου ως
ανθρωποκτόνου· Ιω. 8:44) είναι τόσο κατηγορηματική, ώστε, στο ως άνω κανονικό
πλαίσιο επιτιμάται ακόμη και ο ακούσιος φόνος (βλ. και 23ο, 25ο κανόνες της
συνόδου της Αγκύρας το 314), πράγμα που αποτελεί νομικό παράδοξο, αφού ουδεμία
συμμετοχή της βούλησης του δράστη συντρέχει.
Ειδικά στους κληρικούς οι ιεροί κανόνες
απαγορεύουν απολύτως την άσκηση σωματικής βίας καθ’ οιουδήποτε (είτε κατά
πιστού, είτε κατά απίστου) και για οποιαδήποτε αιτία, δηλαδή ακόμα κι αν
συντρέχει αιτία η οποία ανθρωπίνως θεωρείται λογική και δίκαιη, όπως ο κολασμός
κάποιου φταίχτη ή η άμυνα κατά επιτιθέμενου (27ος και 65ος Αποστολικοί κανόνες,
αρχές 4ου αιώνα).
«Ἐπίσκοπον ἤ πρεσβύτερον ἤ διάκονον, τύπτοντα πιστούς ἁμαρτάνοντας ἤ ἀπίστους ἀδικήσαντας,
καί διά τοιούτων φοβεῖν ἐθέλοντα, καθαιρεῖσθαι προστάττομεν· οὐδαμοῦ γάρ ὁ
Κύριος τοῦτο ἡμᾶς ἐδίδαξε· τοὐναντίον δέ, αὐτός τυπτόμενος, οὐκ ἀντέτυπτε,
λοιδορούμενος οὐκ ἀντελοιδόρει, πάσχων, οὐκ ἠπείλει». Παρόμοια: «Εἴ τις
κληρικός, ἐν μάχῃ τινά κρούσας, καί ἀπό τοῦ ἑνός κρούσματος ἀποκτείνῃ,
καθαιρείσθω διά τήν προπέτειαν αὐτοῦ· ἐάν δέ λαϊκός ᾖ, ἀφοριζέσθω».
Ότι οι κανόνες αυτοί (και η αξίωσή τους για μίμηση
του Χριστού) ακούγεται δυσβάσταχτη, είναι νομίζω προφανές. Είναι πολύ
ενδιαφέρον (και ενδεικτικό των συγκρούσεων μέσω των οποίων διεξάγεται η
εκκλησιαστική οδοιπορία) το γεγονός ότι την εν λόγω απόλυτη απαγόρευση άσκησης
βίας από κληρικούς έσπευδαν να την καταστρατηγήσουν (όπως συχνά γίνεται)
ορισμένοι πονηροί κληρικοί, αναθέτοντας σε τρίτους την άσκηση σωματικής βίας!
Ήρθε, λοιπόν, νέος κανόνας να καταδικάσει και αυτή, την έμμεση άσκηση βίας (9ος
κανόνας της Πρωτοδευτέρας Συνόδου, το 861). Υπ’ αυτό το πρίσμα, συνεπώς,
αποτελεί λόγο καθαιρέσεως (ή, εν πάση περιπτώσει, κανονικών κυρώσεων) και η
οπλοφορία κληρικών και η εκ μέρους κληρικού ανάθεση έργων βίας. Σημαντική και
ενδεικτική της πάλης που υπάρχει στα σπλάχνα της Εκκλησίας, είναι το 1800 η
σπουδαία επιμονή των συντακτών του «Πηδαλίου» (και, προδήλως, του Νικόδημου του
Αγιορείτη) ότι ούτε οι περιπτώσεις αγίων οι οποίοι αναφέρεται ότι άσκησαν
σωματική βία για σωφρονισμό ή προέτρεψαν σε άσκηση σωματικής βίας για
υπεράσπιση της πίστης, μπορούν να θεμελιώσουν παράδειγμα προς μίμηση και
εκκλησιαστική πρακτική, διότι κανένα περιστατικό ή ιδιαίτερη περίσταση δεν
μπορεί να σκιάσει τα μείζονα, ευαγγελικά κριτήρια.
Αυτές είναι, αδρομερώς, οι κανονικές προβλέψεις
για τους κληρικούς: απόλυτη απαγόρευση άσκησης βίας. Όσον όμως αφορά τους
λαϊκούς, επικράτησαν κάποιες διαφορετικές ρυθμίσεις, όταν πρόκειται για φόνο ο
οποίος διαπράττεται σε πόλεμο υπέρ βωμών και εστιών. Εκεί (όπως θα δούμε στη
συνέχεια) κάμπτεται η απαγόρευση της ανθρωποκτονίας, μολονότι όχι άνευ
βασανισμού. Μπορεί να πει κανείς ότι ο αμυντικός πόλεμος, δηλαδή αυτός που
διεξάγεται για να ανασχέσει ένα ποτάμι βίας, αποτελεί πάντα μια λογική
αναγκαιότητα. Είναι ενδεικτικό ότι ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης (759- 826), σε
μια γενναία επιστολή του όπου απορρίπτει κατηγορηματικά την άσκηση βίας κατά
των αιρετικών, θεωρεί διαφορετικό πράγμα (και θεμιτό) τον αμυντικό πόλεμο του
κράτους κατά εξωτερικών επιβουλέων, Σκυθών και Αράβων.
Φαίνεται ότι επί αιώνες, σε μεγάλο βαθμό η
εκκλησιαστική συνείδηση αναπαύθηκε σε μια φράση του Μ. Αθανασίου (π. 298 –
373), ότι ο φόνος όντως απαγορεύεται κανονικά, όμως όσοι τον διαπράττουν σε
πόλεμο αγωνιζόμενοι για τα δίκαια και την πίστη, όχι μόνο δεν κατακρίνονται,
αλλά μάλλον αξίζουν έπαινο. Τη φράση πάντως αυτήν ο Αθανάσιος την είχε
διατυπώσει εν παρόδω, κι όχι σε πραγματεία του περί πολέμου. Την είχε
διατυπώσει απλώς ως παράδειγμα προκειμένου να διευκρινίσει την θέση του ότι οι
φυσικές εκκρίσεις του ανθρώπινου οργανισμού δεν συνιστούν πνευματικό μολυσμό.
Εκεί, λοιπόν, την τιμή προς τους πολεμιστές την ανέφερε απλώς ως παράδειγμα για
το ότι μια πράξη, ανάλογα με τις συνθήκες και τους όρους τέλεσής της, μπορεί
άλλοτε να αποδοκιμάζεται και άλλοτε να επιτρέπεται (και κατέληγε ότι η πράξη η
βασισμένη στην γενετήσια ορμή επαινείται όταν προσανατολίζεται στον γάμο,
επιτιμάται όταν εκτρέπεται σε ηδυπάθεια).
Ωστόσο, έξι αιώνες αργότερα συνέβη ένα ξεχωριστό
γεγονός. Το 960 ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς (912-969) ζήτησε από την
Εκκλησία να ανακηρύξει αγίους συλλήβδην όλους όσους είχαν πέσει στις μάχες κατά
του Ισλάμ προς χάρη της χριστιανικής πίστης και της πατρίδας. Η Εκκλησία
αρνήθηκε, υποστηρίζοντας ότι άλλο πράγμα είναι η συγκατάβαση και άλλο η
αγιότητα. Προς επίρρωση της αντίρρησής της η Εκκλησία επικαλέστηκε έναν ιερό
κανόνα παλαιό όσο σχεδόν και η ρήση του Αθανασίου, τον οποίον όμως κανόνα
μάλλον τον είχε αφήσει, μέχρι τότε, στο περιθώριο. Επρόκειτο για τον 13° κανόνα
του Μ. Βασιλείου, ο οποίος εκφράζει διαφωνία προς την Αθανασιανή «ατιμωρησία»
όσων σκοτώνουν σε πόλεμο μαχόμενοι υπέρ βωμών και εστιών. Κατά την άποψη του
Βασιλείου, σε κάθε περίπτωση πρέπει να επιβάλλεται και σε αυτούς τους μαχητές
ανάλογο επιτίμιο. Επιεικέστερο μεν, αλλά πάντως επιτίμιο. «Τους εν πολέμοις
φόνους οι Πατέρες ημών, εν τοις φόνοις ουκ ελογίσαντο, εμοί δοκεί, συγγνώμην
διδόντες τοις υπέρ σωφροσύνης και ευσεβείας αμυνομένοις. Τάχα δε καλώς έχει
συμβουλεύειν, ως τας χείρας μη καθαρούς, τριών ετών της κοινωνίας μόνης
απέχεσθαι».
Ο κανόνας αυτός του Μ. Βασιλείου συνέχισε να
παραμένει δύσπεπτος και μετά από αυτή την επίκλησή του το 960. Είναι
χαρακτηριστικά τα σχόλια των βυζαντινών σχολιαστών του 12ου αιώνα. Ο Ιωάννης Ζωναράς λ.χ. ισχυρίστηκε
ότι ο Μ. Βασίλειος διατύπωσε απλώς μια γνώμη, κι όχι δεσμευτική ρύθμιση. Τι θα
γίνει -ρωτούσε ο ίδιος- αν τυχόν οι Χριστιανοί αποφύγουν να φονεύσουν σε
πόλεμο; Και απαντούσε: Θα διαλυθεί το σύμπαν, θα κυριαρχήσουν οι βάρβαροι και
θα χαθεί η πίστη. Τι βλέπουμε εδώ; Ότι το ρεαλιστικό επιχείρημα υπέρ του
αμυντικού πολέμου, το οποίο προσήγε κατά των Χριστιανών πριν από δέκα περίπου
αιώνες ο Κέλσος, βρισκόταν πλέον στο στόμα των Χριστιανών. Αλλά αφορούσε τη
συμμετοχή γενικά των πιστών (όχι ειδικά των κληρικών) σε πόλεμο. Ειδικά για
τους κληρικούς, ενδεικτική αυτού που είπα παραπάνω (ότι η Εκκλησία πορεύεται
μέσω συγκρούσεων) είναι η πληροφορία που μας δίνει ο έτερος σχολιαστής του 12ου αιώνα, Θεόδωρος Βαλσαμών. Κατά τη συνοδική
συζήτηση του αιτήματος του Φωκά ορισμένοι κληρικοί δήλωσαν ότι και οι ίδιοι
είχαν σκοτώσει εχθρούς. Στο άκουσμα αυτής της ομολογίας (ή καυχησιολογίας) οι
σύνεδροι διχάστηκαν. Κάποιοι εξανέστησαν και απαίτησαν να μην ξαναϊερουργήσουν
οι δράστες, άλλοι όμως τους θεώρησαν άξιους βράβευσης! Ενδεικτικό είναι επίσης
το ότι το 1306 κάποιος μοναχός Ιλαρίων πρωτοστάτησε σε ένοπλη αντίσταση χωρικών
της Βιθυνίας κατά των Τούρκων. Ο τότε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως άγιος Αθανάσιος
(1289-1293 και 1304-1310) τον επιτίμησε, και μάλιστα παρά τις αντιρρήσεις του
αυτοκράτορα. Βλέπουμε λοιπόν στο διάβα της ιστορίας περιστασιακά
προανακρούσματα αυτού το οποίο παγιώθηκε στις συνειδήσεις από το 1821.
Μέσα από όλες αυτές τις θέσεις και αναδράσεις,
αναδύεται το ερώτημα: Γιατί άραγε οι ιεροί κανόνες αξιώνουν την απόλυτη
απόρριψη της βίας μόνο από τους κληρικούς; Η απάντηση είναι ότι το ιδεώδες της
μη-βίας, ή καλύτερα το ιδεώδες της μη-εξουσιαστικότητας, διασώζεται στις
ρυθμίσεις για τους κληρικούς, όχι επειδή αυτοί έχουν ηθική διαφορετική από τα
άλλα μέλη της Εκκλησίας, αλλά επειδή αυτοί, ακριβώς από την ιδιότητά τους,
είναι επιφορτισμένοι να υπενθυμίζουν σε όλο το εκκλησιαστικό σώμα τα κοινά
ευαγγελικά ιδεώδη, ακόμα κι όταν οι δυσκολίες της ιστορίας ή η εκκοσμίκευση
κάνουν αυτά τα ιδεώδη να φαίνονται ουτοπικά. Ότι το ζητούμενο των κανονικών
ρυθμίσεων (ο «νους» των κανόνων) ήταν ο αποκλεισμός όχι απλώς των τυπικών
μορφών φυσικής βίας, αλλά και κάθε ενέργειας η οποία παραμορφώνει την ιεροσύνη
σε εξουσιαστικό παράγοντα επενδυμένο με κοσμική ισχύ, φαίνεται και από κανόνες
οι οποίοι απαγορεύουν στους κληρικούς όχι μόνο την ένοπλη στρατιωτική θητεία,
αλλά και επικουρικές στρατιωτικές υπηρεσίες, όπως η στρατολόγηση και η σίτευση
(6ος, 81ος και 83ος Αποστολικοί κανόνες, 7ος κανόνας της Δ” Οικουμενικής
συνόδου).
Η ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗΣ
Ένα εκκλησιαστικό – θεολογικό ρεύμα, λοιπόν,
επιμένει ότι η συμμετοχή σε πόλεμο είναι πάντα κακό, ακόμα κι όταν ο λόγος της
συμμετοχής είναι ευγενής (όπως η άμυνα, η προστασία των αγαπημένων κλπ). Η
σημασία αυτού του ρεύματος (το οποίο αποτυπώνεται κατεξοχήν στους κανόνες για
τους κληρικούς) είναι μεγάλη, διότι προϋποθέτει μια εμβριθή ερμηνεία του
φαινομένου του πολέμου. Τον 140ν αιώνα ο κανονολόγος και υμνογράφος Ματθαίος
Βλάσταρης τάχθηκε υπέρ της οπτικής του Μ. Βασιλείου και έδωσε μια αξιοπρόσεκτη
ανθρωπολογική ερμηνεία. Από χριστιανικής απόψεως, είπε, ακόμα και αξιέπαινες πράξεις μπορεί να φέρουν
κηλίδες. Ακόμα κι αν κάποιος διαπράξει ανθρωποκτονία σε αμυντικό πόλεμο,
χρειάζεται να έχει μίσος για να μπορέσει να σκοτώσει. Και το μίσος, ακόμα κι
όταν όντως δικαιολογείται, αποτελεί πάντα ανθρωπολογικό έλλειμμα. Προσωπικά θα
πρόσθετα εδώ ότι η ανθρωποκτονία εκπροσωπεί την απόλυτη απόρριψη της ετερότητας
και την απολυτοποίηση της ισχύος. Ο πόλεμος είναι ίσως η μόνη στιγμή όπου
εξατμίζονται όλα τα άλλα ανθρώπινα στοιχεία, πλην της ισχύος: όχι μόνο ο
διάλογος και η πειθώ, αλλά ακόμα και η διαφωνία! Ο πολεμιστής αποδομεί το
σύμπαν, για να φτιάξει ένα άλλο, όπου ο αντίπαλος θα ανήκει στο μη ον. Γι’ αυτό
ο πόλεμος δεν καθαγιάζεται ποτέ, ακόμα κι όταν οι περιστάσεις τον επιβάλλουν.
Όσο δύσκολο κι αν είναι να συλληφθεί αυτή η αντινομία, αποτελεί το νεύρο της
χριστιανικής οπτικής.
Χαρακτηριστικά ο Βλάσταρης επικαλείται από την
Παλαιά Διαθήκη το περιστατικό όπου ο Θεός παρήγγειλε στους Ισραηλίτες, οι
οποίοι επέστρεφαν από νικηφόρο πόλεμο κατά των Μαδιανιτών, να καθαριστούν επί
επτά ημέρες, επειδή είχαν χύσει αίμα συνανθρώπων, παρ’ όλο που ο πόλεμός τους
ήταν δίκαιος και μάλιστα είχε διεξαχθεί κατ’ εντολή του ίδιου του Θεού (Β’
Αριθμ. 51:19, 24)! Όσοι λοιπόν νομίζουν ότι ο πόλεμος μπορεί να καθαγιαστεί
(συνεχίζει ο Βλάσταρης), έχουν μείνει σ’ αυτό το οποίο ξεπέρασε ο Χριστός: στη
λογική της Παλαιάς Διαθήκης, την οποία εκφράζει εμβληματικά η σφαγή των ιερέων
του Βάαλ από τον προφήτη Ηλία (Γ΄ Βασ. 18:25- 40). Αντιθέτως, ο νέος τρόπος
θεώρησης των πραγμάτων συμποσούται στην αποδοκιμασία του Χριστού προς τους
μαθητές του, όταν αυτοί του ζήτησαν να ζητήσουν φωτιά εξ ουρανού για να κάψει
τους Σαμαρείτες οι οποίοι δεν τον είχαν δεχτεί (Λουκ. 9:51-56).
Η ερμηνεία αυτή συνεπάγεται και την απόρριψη της
έννοιας του ιερού πολέμου, είτε με τη μορφή των σταυροφοριών είτε με τη μορφή
της τζιχάντ. Το βυζαντινό κράτος βεβαίως επικαλούνταν τη θεία βοήθεια στους
πολέμους, και βεβαίως η Εκκλησία του παρείχε στήριξη. Αναμφίβολα, στο πλαίσιο
αυτό διαπράχθηκαν και ηρωισμοί, αλλά και αγριότητες για τις οποίες χρειάζεται
μετάνοια. Η έρευνα, ωστόσο, επιμένει ότι στη βυζαντινή πραγματικότητα ήταν
άγνωστα δύο βασικά χαρακτηριστικά του ιερού πολέμου: Αφενός η κήρυξη του πολέμου
από την ίδια την Εκκλησία, και αφετέρου ο σωτηριολογικός χαρακτήρας του πολέμου
(ότι δηλαδή με τη συμμετοχή στον πόλεμο αφίενται οι αμαρτίες του μαχητή και
εξασφαλίζεται η σωτηρία του). Στη βυζαντινή ιδεολογία ο πόλεμος ήταν υπόθεση
κρατική. Αφορούσε την ακεραιότητα ή την κραταίωση της αυτοκρατορίας. Οι
αντίπαλοι, λοιπόν, νοούνταν πρωτίστως ως κίνδυνος: είτε ως βάρβαροι είτε ως
αποστάτες· όχι πρωτίστως ως άπιστοι. Άλλωστε, στο μεγαλύτερο μέρος της
βυζαντινής ιστορίας ο στρατός ήταν μισθοφορικός, αποτελούμενος συχνά από
αλλοεθνείς, και μάλιστα, σύμφωνα με κάποιους ερευνητές, το επάγγελμα του
στρατιώτη βαθμιαία περνούσε σε ανυποληψία! Το θρησκευτικό στοιχείο συχνά
χρωμάτισε ιδιαίτερα κάποιες πολεμικές επιχειρήσεις (όπως π.χ. του Ηρακλείου
κατά των Περσών στις αρχές του 7ου αι. και του Τσιμισκή κατά των Αράβων τον 10ον αι.), όμως ούτε οι περιπτώσεις αυτές
μπόρεσαν να καθιερώσουν την ιερότητα του πολέμου. Ακόμα και η πρόταση του
Νικηφόρου Φωκά για αγιοκατάταξη των πεσόντων, έχει υποστηριχτεί ότι διατυπώθηκε
κατ’ επίδραση —και προς υπερακόντιση- της ισλαμικής τζιχάντ.
Η σπουδαιότητα, λοιπόν, της ομολογουμένως
δυσβάστακτης οπτικής του Μ. Βασιλείου βρίσκεται στη συγκλονιστική επίγνωσή της
ότι για τον Χριστιανό
κάθε πόλεμος είναι εμφύλιος πόλεμος και ότι αδέρφια μεταξύ τους δεν είναι μόνο οι
ομοεθνείς. Αυτό σημαίνει ότι ακόμα κι όταν ο πολεμιστής έχει χίλιους λόγους για
να πολεμήσει (θα έλεγα: ακόμα κι όταν δεν δικαιούται να μην πολεμήσει), ακόμα
και τότε οφείλει να έχει αυτή την μαρτυρική επίγνωση. Πρόκειται κατά κάποιον
τρόπο για ανάχωμα κατά της θεοκρατικής ρητορικής όσων αυτόβουλα και
συμφεροντολογικά ανακηρύττουν τους πολέμους που οι ίδιοι διεξάγουν σε θέλημα
Θεού ή (ακόμα χειρότερα) σε πολέμους για χάρη του Θεού. «Ο Θεός καταντά είδωλο αν κάποιος σκοτώνει για χάρη
του και όταν κάποιος πιστεύει ότι είναι όργανο του Θεού σε μαζικές δολοφονίες».
Μια σπάνια στάση εκκλησιαστικού ανθρώπου, ο οποίος
διέκρινε μεταξύ εθνικής και εκκλησιαστικής του ταυτότητας και επεσήμανε την
τραγική αλήθεια, ότι όλοι οι εμπόλεμοι αποτελούν αδέρφια, την βρίσκουμε στο
πρόσωπο του Ρώσου αγίου Νικόλαου Κασάτκιν (1836-1912), ο οποίος μετέβη στην
Ιαπωνία, έσπειρε την Ορθοδοξία και έγινε ο πρώτος επίσκοπος των Ορθοδόξων
Ιαπώνων. Το 1904 ξέσπασε Ρωσοϊαπωνικός πόλεμος, δηλαδή πόλεμος μεταξύ της
βιολογικής πατρίδας του αφενός, και της εκκλησιαστικής πλέον πατρίδας του
αφετέρου. Βασικός αίτιος του πολέμου αυτού ήταν η ιμπεριαλιστική πολιτική του
ολέθριου τελευταίου τσάρου, ο δε πόλεμος έληξε με την συντριβή της Ρωσίας. Με
το ξέσπασμα του πολέμου ο άγιος Νικόλαος Κασάτκιν (ο οποίος, σημειωτέον, ήταν
πατριώτης δίχως κριτική ματιά για τη μοναρχία) δεν αναχώρησε για την Ρωσία όπως
έκαναν άλλοι Ρώσοι υπήκοοι που επίσης διέμεναν στην Ιαπωνία. Με μια ιστορική εγκύκλιό του ο Νικόλαος παρότρυνε το
ποίμνιό του, τους Ιάπωνες Ορθοδόξους, να αμυνθούν μεν της πατρίδας και των
αγαπημένων τους, αλλά χωρίς να λησμονούν ότι όλοι οι άνθρωποι είναι αδέρφια, με μια ουράνια πατρίδα η οποία ξεπερνά τις
επίγειες.
Στο προκείμενο είναι εξόχως αποκαλυπτική και μια
άλλη μαρτυρία, μια προσωπική αφήγηση του αγίου Σωφρονίου Σαχάρωφ του Έσσεξ
(1896-1993):
«Συνείχεν εμέ, κατά τινα τρόπον, η αίσθησις των
παθημάτων της οικουμένης. Προς τούτο συνέβαλλεν η εμπειρία μου εκ του Πρώτου
Παγκοσμίου πολέμου και της μετ’ αυτόν Ρωσικής Επαναστάσεως. Έζων επί έτη εν
πνιγηρά ατμοσφαίρα αδελφοκτόνου μίσους, κατ’ αρχάς εξ αιτίας του Παγκοσμίου,
κατόπιν δε του εμφυλίου πολέμου. Έκτοτε θα προετίμων μάλλον να ακούω περί
χιλιάδων ίσως θυμάτων εκ σεισμών, πλημμυρών, επιδημιών και άλλων θεομηνιών και
καταστροφών, αίτινες προκαλούν συνήθως την συμπάθειαν πάντων, ή περί πολέμων,
οίτινες σχεδόν ανεξαιρέτως παρασύρουν πάντας εις ηθικήν συμμετοχήν εις τους
φόνους. Δεν υπάρχει μεγαλυτέρα αμαρτία εκείνης του πολέμου. Κατ’ εκείνους τους
χρόνους έζων την Λειτουργίαν αναμιμνησκόμενος του Χριστού προσευχομένου εν
Γεθσημανή και αποθνήσκοντος επί του Γολγοθά. Ευρισκόμην εν απογνώσει·
διηνοίχθησαν εις εμέ αι διαστάσεις της Πρώτης Πτώσεως του Ανθρώπου. Δεν γνωρίζω
πώς επέζησα».
Το σημαντικό σ’ αυτή την εξαγόρευση του αγίου
Σωφρονίου δεν είναι μόνο η επανάληψη της ξεκάθαρης δήλωσης ότι κάθε πόλεμος
συνιστά αδελφοκτονία (ήτοι και ο ρωσικός εμφύλιος, αλλά και ο πολυεθνικός
πρώτος παγκόσμιος), αλλά και η επισήμανση ότι οι πόλεμοι «παρασύρουν πάντας
εις ηθικήν συμμετοχήν εις τους φόνους». Αυτό αφορά ιδιαιτέρως τους προβληματισμούς που θα
εκθέσω ευθύς αμέσως.
ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΣΤΡΕΒΛΩΣΕΩΝ
Μέχρις εδώ σκιαγραφήσαμε τον «νου» της απόλυτης
άρνησης την οποία εκφράζουν οι ιεροί κανόνες όσον αφορά την ένοπλη δράση
ιερωμένων. Ωστόσο, εγείρονται ορισμένα ζητήματα σχετικά με την ποιμαντική
πρακτική, την αυτοσυνειδησία του εκκλησιαστικού σώματος και τον τρόπο εννόησης
των ιερών κανόνων. Πάντα ελλοχεύει ο διπλός πειρασμός, είτε να απολυτοποιηθεί
το γράμμα των κανόνων, δίκην ειδώλου, είτε να περιφρονηθούν οι κανόνες, κι έτσι
να απεμποληθούν τα κριτήρια τα οποία αυτοί πασχίζουν να αναδείξουν.
Ο πρώτος κίνδυνος έγκειται στο ότι η απόλυτη
απαγόρευση ιερατικής βίας ενδέχεται να ολισθήσει σε διασφάλιση μιας τυπικής
«καθαρότητας» του κληρικού. Ως τυπική «καθαρότητα» εννοώ την κατάσταση στην
οποία ο ίδιος ο κληρικός φροντίζει μεν να κρατά τον εαυτό του καθαρό, μη
ασκώντας βία αυτοπροσώπως, αλλά συμμερίζεται πλήρως την πολεμική λογική και
συνεργεί άοπλα, αλλά ανενδοίαστα, σε πολεμικές επιχειρήσεις. Τη στάση αυτή θα
την ονόμαζα και φιλοπόλεμη «καθαρότητα». Το πρόβλημα με την στάση αυτή είναι
ότι τηρεί μεν το γράμμα των κανόνων, προσπερνά όμως τον «νου» τους, δηλαδή το
ότι η απαγόρευση της ιερατικής βίας αποσκοπεί στην απόκτηση της επίγνωσης ότι ο
πόλεμος είναι πάντα κακό. Τον κίνδυνο της ολίσθησης σε τυπική «καθαρότητα»
φαίνεται να έχουν υπόψη τους οι κανόνες εκείνοι οι οποίοι, όπως είδαμε
παραπάνω, απαγορεύουν και την έμμεση άσκηση βίας και την ανάληψη άοπλης
στρατιωτικής μέριμνας. Έτσι, ακόμη και η πνευματική στήριξη των κληρικών προς
τους πολεμιστές, όπως αυτή που εισηγείται ο Κοσμάς Φλαμιάτος, μπορεί να
διατρέχει αυτόν τον κίνδυνο. Εκείνο το οποίο φαίνεται να διασώζει στην οπτική του Φλαμιάτου τα πολύτιμα χριστιανικά
διλήμματα, είναι η απουσία φιλοπόλεμου πνεύματος και η έγνοια του για έλεος προς τους
εχθρούς. Και βέβαια η μαρτυρία η οποία αποδίδει με τον εντονότερο τρόπο αυτά τα
διλήμματα, είναι η καρδιακή ομολογία του αγίου Σωφρονίου, ότι σε περίοδο
πολέμου υπάρχει ηθική συμμετοχή όλων στους φόνους. Αυτή η οδυνηρή ομολογία
αποδομεί τα τερτίπια της τυπικής, φιλοπόλεμης «καθαρότητας».
Σε γενικό κοινωνικό επίπεδο, καθαυτήν η ύπαρξη
στρατού και καθαυτήν η έγνοια για υπεράσπιση της πατρίδας και της ελευθερίας
καθιστούν και τους ενόπλους και τους αόπλους (δηλαδή και τους στρατευμένους και
τους πολίτες οι οποίοι αναθέτουν την διεξαγωγή του πολέμου στους στρατευμένους)
συνεργούς σε κοινό έργο. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος, για παράδειγμα, φέρνει την
αλληλοσυμπλήρωση στρατιωτών και πολιτών ως εκδήλωση αμοιβαίας αγάπης. «Οι
στρατιώται», λέει, «υπέρ ημών όπλα τίθενται· δι’ ημάς γαρ κινδυνεύουσιν. Ημείς υπέρ
εκείνων ταλαιπωρούμεθα· παρ’ ημών γαρ αυτοίς αι τροφαί. Ει δε λέγεις, ότι το
οικείον ζητών έκαστος τούτο ποιεί, τούτο και εγώ λέγω, αλλ’ ότι δια του
αλλοτρίου το οικείον ευρίσκεται […] Είδες την αγάπην πανταχού διατεταμένην και
πάντα οικονομούσαν;». Ωστόσο, αυτή η εικόνα εύρυθμης κοινωνικής λειτουργίας
δείχνει μεν την αλληλοσυμπλήρωση των κοινωνικών ρόλων, αλλά δεν απαντά στα
ριζικά διλήμματα της χριστιανικής οπτικής και ειδικά όσον αφορά την αποστολή
της ιεροσύνης. Ιδίως σήμερα είναι πολύ δύσκολος ο πρακτικός χειρισμός του
ζητήματος, καθόσον η αλλοίωση της εκκλησιαστικής συνείδησης (η επικράτηση της
απόκλισης ως κανονικότητας και η ταύτιση εθνικής και εκκλησιαστικής ταυτότητας)
είναι χρόνια και βαθιά. Και βεβαίως, ένα επιτίμιο τριετούς ακοινωνησίας, σύμφωνα
με το γράμμα του κανόνα του Μ. Βασιλείου, είναι όχι μόνο υπεράγαν αυστηρό,
ακόμα και για την εποχή του, αλλά και οι προϋποθέσεις με τις οποίες διατυπώθηκε
είναι σήμερα ανύπαρκτες, εν μέσω της ομιχλώδους σχέσης του εκκλησιαστικού
σώματος με την θεία Ευχαριστία.
Το φρικωδέστερο πράγμα είναι μια εκκλησιαστική
αυτοσυνειδησία η οποία δεν έχει καν στον οπτικό της ορίζοντα τα κριτήρια, και
δεν βασανίζεται από κανένα δίλημμα, απλούστατα διότι έχει εκκοσμικευθεί και
ούτε καν φαντάζεται την ευαγγελική αγωνία. Θα φέρω εδώ μερικά παραδείγματα:
1. Είναι εντυπωσιακό ότι η κοινή Ορθόδοξη
ταυτότητα δεν μπόρεσε να αποτρέψει άγριους πολέμους μεταξύ ομοδόξων λαών, όπως
οι Ορθόδοξοι Έλληνες και οι Ορθόδοξοι Βούλγαροι, ούτε ειδικότερα την ιερατική
οπλοφορία εκατέρωθεν. Τι θα μας έδειχνε άραγε μια παράλληλη μελέτη ελληνικών
και βουλγαρικών εκκλησιαστικών κηρυγμάτων κατά τη διάρκεια αυτών των πολέμων;
2. Έχουν άραγε διανοηθεί οι Ορθόδοξες εκκλησίες να
καλέσουν τα μέλη τους σε άρνηση στράτευσης όταν ο πόλεμος που διεξάγει το
κράτος στο οποίο αυτές «ανήκουν» είναι άδικος ή είναι επιθετικός και όχι
αμυντικός; Τα εκκλησιαστικά κηρύγματα συνήθως επιδίδονται σε μεγαλοστομίες όσον
αφορά τον «αγώνα υπέρ βωμών και εστιών», αλλά όταν πρόκειται για αποστολή
εκστρατευτικών σωμάτων σε άλλες χώρες, τότε σκαρφίζονται διάφορες απίθανες
αιτιολογίες, που θυμίζουν αυτό που οι ιεροκήρυκες βδελύσσονται: τον
κομμουνιστικό διεθνισμό! Φέρνω ως παράδειγμα το εξαιρετικής σκοτεινότητας (κατά
την ταπεινή μου άποψη) βιβλίο «Ο ελληνικός στρατός στη Ρωσσία», το οποίο έγραψε ο αρχιμανδρίτης στρατιωτικός ιερέας Παντελεήμων Φωστίνης (1882-1962), ο οποίος
συνόδευε το ελληνικό στρατιωτικό σώμα το οποίο, μαζί με γαλλικά στρατεύματα,
πολέμησε στην Χερσώνα της Ουκρανίας το 1919 κατά των μπολσεβίκων (σημειωτέον
ότι αργότερα, το 1944, ο Φωστίνης ως μητροπολίτης πλέον Καρυστίας και Σκύρου
ανέλαβε την Διεύθυνση της Θρησκευτικής Υπηρεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων, το δε
1946 εξελέγη μητροπολίτης Χίου, Ψαρρών και Οινουσσών). Σε άλλη ευκαιρία μπορεί
να γίνει διεξοδικά ανάλυση του βιβλίου. Εδώ αρκούμαι να σημειώσω ότι, πέραν από
πάρα πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες που δίνει, η οπτική του συγγραφέα είναι το
απαύγασμα του θολώματος των εκκλησιαστικών κριτηρίων. Ο Φωστίνης γεμίζει το
βιβλίο με ύμνους στην ελληνική πολεμική αρετή και, παρά τον αντιμπολσεβικισμό
του, ομολογεί και στην αρχή και στο τέλος του βιβλίου: «Βεβαίως κανείς μας από όσους ελάβαμε
μέρος εις την εκστρατείαν αυτήν δεν κατόρθωσε να καταλάβη, γιατί επήγαμε στη
Ρωσσία. Μα, προς τιμήν του Έλληνος ομολογώ ότι δεν επιχειρήσαμε καν να το
εξετάσωμεν. Η Πατρίς μάς διέταξε να πάμε στη Ρωσσία και επήγαμεν. Αυτό ήτο το
καθήκον μας ως Ελλήνων στρατιωτών». Διερωτώμαι: Αν κάποιος διάβαζε αυτά τα λόγια αγνοώντας την ιδιότητα του
συντάκτη τους, θα μπορούσε άραγε να διανοηθεί ότι είναι λόγια ποιμένα και όχι
επαγγελματία στρατιωτικού; Από τις μοιραίες αντιφάσεις του βιβλίου σταχυολογώ
την εξής: Αφενός διαβάζουμε τον συγκλονιστικό διάλογο μεταξύ ενός Έλληνα και
ενός Ρώσου βαθμοφόρου, όπου ο Έλληνας με περισσή αμηχανία αδυνατεί να απαντήσει
στον Ρώσο, γιατί οι Έλληνες, αντίθετα προς την ιστορία τους, εισέβαλαν σε ξένη
χώρα με την οποία δεν είχαν αντιδικία, και συμμαχούσαν με ξένα συμφέροντα. Και
αφετέρου διαβάζουμε για την εκκλησιολογικώς ανόσια τακτική του Παντελεήμονα
Φωστίνη, να λειτουργεί στρώνοντας την Αγία Τράπεζα με την ελληνική σημαία.
Έμπρακτη καθυπόταξη του μυστηρίου της Ευχαριστίας (στο οποίο αίρονται όλοι η
ενδοϊστορικοί διαχωρισμοί και εικονίζεται η Βασιλεία του Θεού) στον
ενδοϊστορικό κατακερματισμό, φυσικά με παράλληλη αδολεσχία για τη σπουδαιότητα
τάχα του μυστηρίου!
ΑΚΡΑ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, ΑΚΡΑ ΑΥΤΟΘΥΣΙΑ
Στην περίοδο της οθωμανοκρατίας το ιδεώδες της
μη-βίας εκπροσωπήθηκε από το ρεύμα των νεομαρτύρων, το οποίο κατά κανόνα δεν
ταυτίζεται με το ρεύμα των αρματωλών, ούτε με το ρεύμα των εθνομαρτύρων. Εδώ
είναι σημαντικό να έχουμε κατά νου ότι το μαρτύριο δεν συνιστά μοιρολατρική
στάση, αλλά δυναμική πράξη. Παρόλο που συχνά οι νεομάρτυρες δεν έθεταν (ή: δεν
έθεταν άμεσα) ζήτημα πολιτικής απελευθέρωσης, η στάση τους αποτελεί πράξη
αντίστασης και ανυπακοής, στάση που συναντάμε ποικιλότροπα από τους πρώτους χριστιανικούς
αιώνες μέχρι το κίνημα του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ κ.ά.
Χαρακτηριστική περίπτωση της μη-βίαιης αντίστασης
των νεομαρτύρων (αλλά και των προβλημάτων που συνοδεύουν αυτή την στάση) είναι
η δράση του αγίου Κοσμά του Αιτωλού (1714-1779). Από τις αξιόπιστες μαρτυρίες
που έχουμε στη διάθεσή μας, συνάγεται ότι ο Κοσμάς δεν κήρυττε εξέγερση,
αντιθέτως μάλιστα ζητούσε την υποταγή των Ρωμιών στις τουρκικές αρχές, με ένα
ιδιότυπο σκεπτικό: Απαξίωνε την τουρκική διακυβέρνηση, σχολίαζε το χαμηλό ποιόν
της και την αιτιολογούσε ως παιδαγωγική δοκιμασία εκ μέρους του Θεού. Ζητούσε
από τους ακροατές του να παραδώσουν τα όπλα τους στους «ζαπιτάδες» – τους
Τούρκους χωροφύλακες. Το σκεπτικό όμως με το οποίο ζητούσε αυτόν τον αφοπλισμό
δεν ήταν αυτό της πολιτικής νομιμοφροσύνης. Ήταν ανθρωπολογικό και θεολογικό.
Αν οπλοφορούμε (έλεγε), τότε έχουμε την ελπίδα μας στο όπλο, κι όχι στον Θεό.
Ίσως να μην είναι υπερβολή αν πούμε ότι ο Κοσμάς συμμεριζόταν κατά κάποιον
τρόπο (και αναμφίβολα με τρόπο που μας ξενίζει) την οπτική την οποία συναντάμε
σε νεωτερικά αντιμιλιταριστικά και ειρηνιστικά κινήματα. Ότι η δράση του υπήρξε
ένα βαθιά αντιστασιακό κίνημα, μια δουλειά υποδομής για το πέρασμα των
υπόδουλων σε μια βαθιά απελευθέρωση (περίπου όπως ο Αδαμάντιος Κοραής
προσέβλεπε πρωτίστως στην παιδεία του γένους), νομίζω πως είναι περιττό να το τονίσω.
Υπάρχει όμως άλλη μία στάση, κυριολεκτικά μεταξύ
τραγικότητας και μεγαλοσύνης, την οποία πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα. Είναι
οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ο κληρικός δονείται τόσο πολύ από τη διάθεση να
συνταχθεί με τα θύματα της ιστορίας, ώστε τολμά να προχωρήσει σε αυτό που του
απαγορεύεται, με την επίγνωση όμως ότι καθίσταται παραβάτης. Είναι οι
περιπτώσεις κατά τις οποίες ο κληρικός παίρνει τα όπλα, αλλά χωρίς την
σταυροφορική βεβαιότητα ότι έτσι ευαρεστεί τον Θεό. Παίρνει τα όπλα με την
συγκλονιστική επίγνωση ότι θέτει σε διακινδύνευση όχι μόνο την ιεροσύνη του (ο
οπλοφόρος παπάς δεν θα ξαναλειτουργήσει· κατά τη λαϊκή έκφραση, «κρεμά το
πετραχήλι του»), ούτε καν μόνο τη ζωή του (με το ενδεχόμενο να σκοτωθεί στις
εχθροπραξίες), αλλά την ίδια του τη σωτηρία! Γι’ αυτό, η διαφορά αυτού του
ιερωμένου πολεμιστή από τον φιλοπόλεμο ιερωμένο πολεμιστή (σχηματικά: τον
σταυροφόρο ή τον τζιχαντιστή) είναι ιλιγγιώδης. Η στάση του κληρικού, στην
οποία αναφέρομαι τώρα, αποτελεί μια κορυφαία αυτοθυσία: αυτοθυσιαστική
αποστασία! Ακούμπισμα όχι στην τυπική «ασφάλεια» των ιερών κανόνων, αλλά
αυτοπαράδοση στο έλεος του Θεού και μόνο! Ο κληρικός αυτής της στάσης είναι
παραβάτης των κανόνων, μα ταυτόχρονα είναι εκείνος ο οποίος κατ’ εξοχήν
αντιλαμβάνεται τον «νου» των κανόνων και τον συμμερίζεται με αυτή την παράδοξη
και ακρότατη αυτοθυσία χάριν των αγαπημένων (η οποία, υπό μίαν έννοια θυμίζει
την αποστασία χάριν άλλων, στην οποία επικεντρώνει η συνταρακτική
κινηματογραφική ταινία «Σιωπή»).
Διαπιστώνω ότι στις μέρες μας αυτή την ακραία
αυτοθυσιαστική προοπτική την κατανοούν ορισμένοι, αλλά αυθορμήτως την
περιορίζουν μόνο σε αγώνες εθνικούς. Προσωπικά διαφωνώ και νομίζω ότι το
σκεπτικό, οι λόγοι, τα διλήμματα και τα προβλήματα αυτής της στάσης αφορούν τη
ρήξη με κάθε μορφή τυραννίας. Αφορούν δηλαδή και τη σύγκρουση με δικτατορικά
καθεστώτα, και τους ταξικούς αγώνες για κοινωνική δικαιοσύνη. Σε όλες πάντως
αυτές τις περιπτώσεις, ακόμα κι όταν πρόκειται για σελίδες εξαιρετικής
λεβεντιάς, αναδύεται επίμονα το πρωταρχικό ζήτημα: πόσο μεγάλες αντιφάσεις
δημιουργεί η αποδοχή της βίας, σε πόσο μεγάλη σχοινοβασία οδηγεί, ποιες
αυθαιρεσίες μπορεί να εκτρέφει, πόσα αδιέξοδα αφήνει.
Αναμφίβολα, το όλο ζήτημα είναι εξαιρετικά
δύσκολο. Χρέος του κληρικού, δηλαδή χρέος σύμφυτο με την ιεροσύνη του, είναι να
μην παριστάνει τον ουδέτερο μέσα στην ιστορία. Χρέος του είναι ξεκάθαρα η
σύνταξή του με τους τεθραυσμένους και με τα θύματα της ιστορίας, μέσα σε μια
απελευθερωτική λαχτάρα. Συνεπώς, είναι αδύνατον να μείνει άθικτος από την
άσκηση κάποιας μορφής άμεσης ή έμμεσης βίας ή από την συμπαράσταση σε ανθρώπους
που υποχρεώνονται σε αμυντική βία. Σχηματικά θα έλεγα ότι για τον ποιμένα τον
αφοσιωμένο στην αποστολή του έρχονται στιγμές κατά τις οποίες δεν έχει δικαίωμα
να προτάξει την προσωπική του σωτηρία. Ούτε όμως και να υπονομευτεί ή σχετικοποιηθεί με
αυτό η ομολογία ότι υπάρχει απόλυτη και ξεκάθαρη ασυμβατότητα μεταξύ
ανθρωποκτονίας και τέλεσης της θείας Ευχαριστίας. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις
το κρίσιμο κριτήριο είναι ο βασανισμός που προαναφέραμε. Αν ο βασανισμός αυτός
αντικατασταθεί από βεβαιότητες, από ιδεολογικό φανατισμό, από την ειδωλολατρία
του εθνικισμού κοκ, τότε μετατρέπεται σε κάτι ριζικά μη-χριστιανικό.
ΑΘΗΝΑ,
29-7-2021
- Θυμίζω
την κλασική πλέον φράση του π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, «Οποιοσδήποτε είναι
αναίσθητος προς την ιστορία, δύσκολα θα είναι καλός Χριστιανός». Γεώργιος
Φλωρόφσκυ, Θέματα
εκκλησιαστικής ιστορίας (μτφρ. Παναγιώτης Πάλλης), εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 225. ↩︎
- Για την
θέαση της ιστορίας βλ. το βιβλίο μου Η Εκκλησία γίνεται όταν ανοίγεται. Η
ιεραποστολή ως ελπίδα και ως εφιάλτης, εκδ. Εν Πλω, Αθήνα 22009, σσ. 95-154 (κεφάλαιο με τίτλο
«Αυτοκρατορία και έρημος. Η ιστορία και οι αντινομίες της στη σκέψη του π.
Γεωργίου Φλωρόφσκυ»). ↩︎
- Για τα
διαφορετικά είδη σύγκρουσης βλ. τα μελετήματά μου «Θρησκευτική ελευθερία
χειμαζόμενη. Ανατροπές και νοσταλγίες στις διαδρομές της Ορθόδοξης
Εκκλησίας», Σύναξη 128 (2013), σσ. 31-47, «Αντίσταση, λαϊκή εξέγερση, επανάσταση. Ερωτήματα
για την κανονική παράδοση», Σύναξη 146
(2018), σσ. 71-83, Η ρήξη με το μηδέν Σφηνάκια πολιτικής θεολογίας, εκδ. Αρμός, Αθήνα 22017. ↩︎
- Στο
παρόν κείμενο έχω ενσωματώσει επεξεργασμένο και ριζικά συμπληρωμένο το
μελέτημά μου «Εμπλοκή σε πόλεμο στην Ορθόδοξη παράδοση», Μυριώνυμον εὖχος τῷ Σεβασμιωτάτῳ
Μητροπολίτῃ Βέροιας, Ναούσης καί Καμπανίας κ. Παντελεήμονι, τ. Γ’, Βέροια 2019, σσ. 459-467.
Πρόδρομη προσέγγιση του θέματος, στα ημέτερα: «Η Γιουγκοσλαβική κρίση.
Προσέγγιση του προβλήματος και ανίχνευση ορισμένων θεολογικών κριτηρίων», Εκκλησία 74 (1997), σσ. 340-344 και «Κριτήρια
για μια Ορθόδοξη στάση απέναντι στον πόλεμο», Επικοινωνία 24 (2003), σσ. 7-8. ↩︎
- Βλ. Stanley S. Harakas, «The Teaching on Peace in
the Fathers», For the Peace from Above: An Orthodox Resource Book
on War, Peace and Nationalism (επιμ. Hildo Bos & Jim.
Forest), Syndermos, Bialystok, Poland 1999, σσ. 181-193. ↩︎
- Το
παράθεμα έχει στο πρωτότυπο ως εξής: «Μή θίξῃς, μή γρύξῃς, μή ἅψῃ· ἱερωμένος
γάρ εἶ». Η προέλευσή του είναι αβέβαιη. Ο εκδότης πιθανολογεί ότι το
παράθεμα απηχεί τα λόγια του αποστόλου Παύλου, «μή ἅψῃ μηδέ γεύσῃ μηδέ θίγῃς»
(Κολ. 2:21). Βλ. Annae Comnenae Alexias, Pars
Prior (Corpus Fontium Historiae Byzantinae, XL.l, επιμ. D. R Reinsch &
A. Kambylis), Walter de Gruyter, Berlin 2001, σ. 306. Όμως ο Παύλος δεν μιλά για κληρικούς. Με τα
λόγια αυτά εξηγεί στους πιστούς ότι οι νομικές διατάξεις («μην
ακουμπήσεις, μη γευτείς» κλπ.) δεν έχουν πλέον νόημα εν Χριστώ (2:22) ↩︎
- Προφανώς,
Ψαλμ. 25:9: «Μή συναπολέσῃς μετά ἀσεβῶν τήν ψυχήν μου καί μετά ἀνδρῶν αἱμάτων
τήν ζωήν μου». ↩︎
- Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς, 10, 8, 7-8.
Βλ. Annae Comnenae Alexias, ό.π., 306-307. Η απόδοση στη Νεοελληνική είναι δική μου. Έχω
λάβει υπόψη τη μετάφραση Ά. Γεωργιάδου, Άννας Κομνηνής Αλεξιάς, εκδ. Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, τ. 4,
Αθήνα 1971, σσ. 55-56. Όσον αφορά αυτή τη μετάφραση, στη σ. 56 η φράση
«είναι ιερωμένος» πρέπει να διορθωθεί σε «είσαι ιερωμένος», όπως έχω
επισημάνει σε προηγούμενο δημοσίευμά μου· βλ. «Κριτήρια», ό.π.,
8. ↩︎
- Για
προβλήματα στις αφηγήσεις και χρονολογήσεις της Αλεξιάδος, βλ. Ειρηναίος Φιλίππου, Η πρώτη Νορμανδική εκστρατεία στις
δυτικές Βαλκανικές επαρχίες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας (1081-1085 μ.Χ.) (μεταπτυχιακή
εργασία στη Φιλοσοφική Σχολή ΑΠΘ), Θεσσαλονίκη 2011, σσ. 78-79. ↩︎
- Βλ.
Αθηνά Κόλια – Δερμιτζάκη, Ο βυζαντινός
«ιερός πόλεμος». Η έννοια και η προβολή του θρησκευτικού πολέμου στο
Βυζάντιο, εκδ.
Βασιλόπουλος (Ιστορικές Μονογραφίες, 10), Αθήνα 1991, σ. 374. Η συγγραφέας
επισημαίνει επίσης ότι η Δυτική εκκλησία όριζε να συνοδεύουν κληρικοί τον
στρατό, αλλά να μη φέρουν όπλα, πράγμα όμως το οποίο είναι άγνωστο αν και
κατά πόσο τηρήθηκε. Οι δυτικοί επίσκοποι, για παράδειγμα, επειδή ήταν
φεουδάρχες, και οπλοφορούσαν και ηγούνταν στρατού. Βλ. Κόλλια,
ό.π., σσ. 57-58, 374-375, 375. Βλ. και Lawrence G. Duggan, Armsbearing
and the Clergy in the History and Canon Law of Western Christianity, The
Boydell Press, Woodbridge, UK, 2013, σσ. 98, 153. Επίσης Alber Michael Koeniger, «Η θρησκευτική υπηρεσία της
Καρολίγγειας περιόδου», στο: αρχιμ. Μελέτιος Π. Κουράκλης, Θρησκευτικοί λειτουργοί στο στράτευμα
δια μέσου των αιώνων, Αθήνα 2010, σσ. 185-265. ↩︎
- Κοσμάς
Φλαμιάτος, Άπαντα, εκδ. Σπανός, Αθήναι 1976, σ. 161. ↩︎
- Ο
Φλαμιάτος φρονούσε ότι η Μ. Βρετανία, αλλά και η Γαλλία, στο πλαίσιο της
εξωτερικής πολιτικής τους είχαν επηρεάσει την Φιλική Εταιρία, με
αποτέλεσμα (ή και στόχο) τη διάβρωση του Ορθοδόξου φρονήματος. Βλ.
Κ. Φλαμιάτος, ό.π., σσ. 24, 37. ↩︎
- Ενδεικτικά,
π. Γεώργιος Μεταλληνός, 1821. Η κορύφωση της ιστορικής πορείας του ελληνικού έθνους, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη
(Θεσσαλονίκη 2011), σσ. 80-82 ↩︎
- Κοσμάς
Φλαμιάτος, ό.π., σσ. 234-235. Για την καταδίκη των λεηλασιών σε πόλεμο βλ.
και Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Πόλεμος και Βίβλος (μτφρ. Ηλίας Σαραγούδας), εκδ.
Παρρησία, Αθήνα 2016, σσ. 69-71. Ο Βελιμίροβιτς παρακολουθεί την
Παλαιοδιαθηκική εννόηση του πολέμου ως κόστους της αποστασίας των λαών από
τον Θεό, ωστόσο δεν προβληματίζεται διόλου για την έννοια της συλλογικής
ενοχής η οποία διαποτίζει κάποιες σελίδες της Παλαιάς Διαθήκης. Από τις
220 σελίδες της πραγματείας, μόνο οι 20 είναι αφιερωμένες στην Καινή
Διαθήκη, με αναιμικό, κατά τη γνώμη μου, τρόπο, και ουδεμία αναφορά
γίνεται στην κανονική παράδοση της Εκκλησίας. Ο συγγραφέας βλέπει την πάλη
του καλού με το κακό μέσα στην ιστορία να απολήγει πάντα σε νίκη του
καλού, περίπου με έναν νομοτελειακό τρόπο, πράγμα που, κατά τη γνώμη μου,
εκτρέφει τον κίνδυνο να παραβλέψουμε ότι η τελική νίκη θα είναι
μεταϊστορική: η εσχατολογική Βασιλεία. Για την απαράδεκτη χριστιανικώς
αντίληψη της συλλογικής ευθύνης και της κληρονομικής ενοχής, βλ. Θανάσης
Ν. Παπαθανασίου, «Ο θεός προβοκάτορας, ο θεός ναζί και ο λυτρωτής Θεός. Δοκίμιο
για την πολυτιμότητα της ερμηνείας», Σύναξη 119 (2011),
σσ. 17-25. ↩︎
- Δυο
ενδεικτικές μαρτυρίες αντί πολλών. Πρώτη: Στο συνέδριο της ΑΕΑΑ, στο οποίο
παρουσίασα την εισήγηση αυτή, ο κ. Εμμανουήλ Βαρβούνης σκιαγράφησε ζωντανά
το ξάφνιασμα των πιστών από την ένοπλη συμμετοχή του αρχιεπισκόπου Σάμου
και Ικαρίας Κυρίλλου Β’ στην επανάσταση του 1821. Δεύτερη μαρτυρία: Στο δε
χωριό Σκάλα του Λασιθίου διασώζεται παράδοση από τον 18° ή τις αρχές του
19ου αιώνα,
η οποία επιβεβαιώνει την τότε συνείδηση, ότι οπλοφόροι δεν εισέρχονται
στον ναό. Ο προδότης ιερέας παπα-Δράκος ή παπα-Φραγκιάς από τη Ζήρο, σε
συνεννόηση με τους Τούρκους, «κάλεσε τους Σκαλιώτες στην εκκλησία της
Αγίας Παρασκευής στη Ζήρο για να τους κοινωνήσει δήθεν για να εξαγνιστούν
από τους φόνους των Τούρκων. Δεν δέχτηκε δε ούτε ένα ένοπλο Σκαλιώτη μέσα
στο ναό, αλλά ζήτησε τα όπλα να αφεθούν στο προαύλιο της εκκλησίας. Τότε
οι Τούρκοι που είχαν ειδοποιηθεί από τον προδότη παπά έζωσαν την εκκλησία
και έσφαξαν όλους τους Σκαλιώτες. Η φρικτή προδοσία του ιερωμένου
σκανδάλισε ακόμα και τους Τούρκους, οι οποίο εφαρμόζοντας το “πολλοί
αγαπούν την προδοσία μα κανένας τον προδότη” τον έκαψαν σε αναμμένο
φούρνο. Μαζί με τους Σκαλιώτες ήταν και κάτοικοι των γύρω χωριών:
Χαμαίτουλου, Καλού Χωριού, Αχλαδιού, Τσω, Απιδιών και Ζήρου. Τα οστά των
νεκρών βρίσκονται σε οστεοφυλάκιο στον ναό της Αγ. Παρασκευής στον Ζήρο».
Νίκος Π. Παπαδάκης, Σητεία. Η πατρίδα του Μύσωνα και του Κορνάρου. Οδηγός για την ιστορία,
αρχαιολογία, πολιτισμό της, εκδ. Δήμου Σητείας, Σητεία 2000, σ. 147.
Έμμεση επιβεβαίωση αυτής της συνείδησης έχουμε και από το ότι τον 16ον αιώνα κάποιοι Ορθόδοξοι στρατιωτικοί
παρέβαιναν τα καθιερωμένα, κρατώντας τον οπλισμό τους κατά τη θεία
Λειτουργία. Βλ. Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής, Παράξενοι φτωχοί στρατιώτες. Θαυμαστά
στοιχεία της αρβανίτινης στρατιωτικής παράδοσης των ελληνικών κοινών, εκδ. Αλφειός, Αθήνα 2014, σ.
163. ↩︎
- Βλ. Γ.
Μιχαηλίδης-Νουάρος, «Ο δίκαιος πόλεμος κατά τα Τακτικά του Λέοντος του
Σοφού» (ανάτυπον εκ των «Σύμμεικτων Σεφεριάδου», εκδιδομένων υπό της
Παντείου Ανωτάτης Σχολής Πολιτικών Επιστημών), Αθήναι 1961, ιδίως σ. 423,
όπου σχολιασμός κειμένων του Ωριγένη, Κατά Κέλσου, 8, 73, Patrologia Graeca (στο εξής PG) 11,
1628, και του Μ. Βασιλείου, Προς Αμφιλόχιον, PG 32, 681 (είναι ο 13ος κανόνας του Βασιλείου, με τον οποίον
ασχολούμαι παρακάτω). ↩︎
- Ωριγένης, Κατά Κέλσου, 5, 58, 73, PG 11, 1620Α. ↩︎
- Ωριγένης, Κατά Κέλσου, 8, 70, 73, PG 11, 1621C. ↩︎
- Κανόνες
Ιππολύτου 13-14.
Βλ. A. Harnack, Η χριστιανική θρησκεία και το στράτευμα κατά
τους τρεις πρώτους αιώνες (μτφρ. αρχιμ. Μελέτιου Π. Κουράκλη), Αθήνα 2007, σσ.
137-138. ↩︎
- Πρβλ.
Λουκ. 3:14, όπου ο Ιωάννης Βαπτιστής συνέστησε στους στρατιώτες να
αρκούνται στον μισθό τους και να μην αυθαιρετούν. Για το όλο ζήτημα βλ. Harnack, ό.π., σσ. 96-170 και πρωτοπρ.
Κωνσταντίνος Καλλίνικος, Χριστιανισμός και πόλεμος, εκδ. Η περιστερά – Κ. Μ. Γρηγόρη, Εν Αθήναις
1963, σσ. 29-33. ↩︎
- Καλλίνικος, ό.π., σ 35. ↩︎
- Βλ. Boghos Levon Zekiyan, «Paradigms of peace and war in medieval Christianity. The Armenian case: a frontier people facing Christian and non-Christian Powers», Orientalia Christiana Periodica 72.2 (2006), σσ. 433-450, ιδίως 441-442. ↩︎
Η ζωγραφιά είναι του Martin French,
Πηγή: enoriako

1 σχόλιο:
Πλήρη τεκμηρίωση απο θεολογικής απόψεως
Δημοσίευση σχολίου