Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2025

Μία εἰκόνα τῆς ἀνθρωπότητος - Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου


 Μία εἰκόνα τῆς ἀνθρωπότητος

 Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου


Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο (βλ. Λουκ. 13,10-17). Τί εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο; Ἕνα βιβλίο, ποὺ διαφέρει ἀπ᾽ ὅλα τὰ ἄλλα βιβλία ὅ­σο τὸ διαμάντι ἀπὸ τὰ χαλίκια. Περιέχει τὴ σο­φία τοῦ Θεοῦ, τὴ συνταγὴ τῆς εὐτυχίας τῆς ἀν­θρωπότητος. Ἂν οἱ ἄνθρωποι ἄκουγαν τὸ Εὐ­αγγέλιο, εἰρήνη, δικαιοσύνη καὶ ἀγάπη θὰ βασίλευαν στὸν κόσμο. Γι᾽ αὐτὸ πρέπει νὰ ὑπάρ­χῃ σὲ κάθε σπίτι, καὶ νὰ τὸ διαβάζουν ὅλοι. Ὅ­που εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο, ἐκεῖ διάβολος δὲν μπορεῖ νὰ σταθῇ, λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος.
Τί λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο; Περιγράφει ἕνα θαῦμα τοῦ Χριστοῦ. Ποιό εἶνε τὸ θαῦμα;
* * *
Σὲ μιὰ πόλι ζοῦσε μιὰ νέα γυναίκα. Ἦταν ὑ­γιής. Ἀλλὰ μιὰ μέρα κάτι αἰσθάνθηκε στὸ κορ­μί της κι ἀνατρίχιασε. Κάποια ἀσθένεια παρουσι­άστηκε. Ἀσθένεια, ποὺ προερχόταν ὄχι ἀπὸ φυ­σικὰ αἴτια, ὅπως λένε οἱ γιατροί, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ἀόρατo ὑπερφυσικὸ πονηρὸ πνεῦμα ποὺ λέγε­ται σατανᾶς (ἐπιτρέπει μερικὲς φορὲς ὁ Θεὸς καὶ στὸ σατανᾶ νὰ πειράζῃ τὸν ἄνθρωπο, ὅπως βλέπουμε καὶ στὸ βιβλίο τοῦ Ἰώβ). Ὅπως λοιπὸν παίρνεις μιὰ βέργα καὶ τὴ λυγίζεις, ἔτσι ὁ σατα­νᾶς λύγισε τὴ σπονδυλική της στήλη. Κι ἀπὸ τό­τε ἡ γυναίκα κυρτώθηκε, καμπούριασε, καὶ περ­πατοῦσε πλέον πολὺ δύσκολα, ἔχοντας τὸ κε­φάλι στραμμένο πρὸς τὰ κάτω. Ἀπὸ μακριὰ ἔ­μοιαζε μὲ ζῷο ποὺ περπατάει μὲ τὰ τέσσερα.
Ἀλλὰ ἡ γυναίκα αὐτή, μολονότι ἦταν σὲ τέτοια κατάστασι, εἶχε ἐλπίδα στὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
Καὶ νά, ἦρθε ἡ εὐκαιρία. Ἦταν Σάββατο, ἡμέ­ρα ἀργίας γιὰ τοὺς Ἑβραίους, κ᾿ ἦταν ὅλοι στὴ συναγωγή. Κοντὰ στοὺς ἄλλους ἦταν ἐκεῖ καὶ ἡ γυναίκα αὐτή, ἡ συγκύπτουσα. Ἔσυρε τὰ βή­ματά της καὶ πῆγε, μολονότι λόγῳ τῆς καταστάσεώς της μποροῦσε νὰ ἀπουσιάσῃ. Ἄλλοι, μὲ πόδια γερά, δὲν πατοῦν στὴν ἐκκλησία· αὐ­τή, σακάτισσα, θεωροῦσε καθῆκον της νὰ πάῃ νὰ λατρεύσῃ τὸ Θεό. Ἀλλὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη νά καὶ ἦρθε στὴ συναγωγὴ ὁ Χριστός. Ἄρχισε νὰ διδάσκῃ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, κι ὅλοι ἄκουγαν. Ἰδιαιτέρως ἄκουγε ἡ συγ­κύπτουσα. Κι ὁ Χριστός, ποὺ εἶνε ὠκεανὸς ἀγάπης καὶ εὐσπλαχνί­ας, τὴν εἶδε, τὴ λυπήθηκε, καὶ ἀποφάσισε νὰ τὴν κάνῃ καλά. Καὶ τὴν ἔκανε. Πῶς; Ὤ τῶν θαυ­μάτων σου Χριστέ! Ἂς μὴ σὲ πιστεύουν οἱ ἄ­πιστοι· ἐμεῖς πιστεύουμε, ὅτι ἐσὺ κάνεις τὰ με­γαλύτερα θαύματα. Ὁ Χριστὸς εἶπε ἕνα λόγο, καὶ ἡ γυναίκα θεραπεύτηκε· τὸ κορμί της ἔγινε ἴσιο σὰν κυπαρίσσι, τὸ κεφάλι της ὑψώθηκε, καὶ δόξαζε τὸ Θεό.
* * *
Αὐτὴ μὲ λίγα λόγια εἶνε ἡ περικοπή. Τί θέλει νὰ μᾶς διδάξῃ; γιατί γράφονται τέτοια περιστα­τικὰ στὸ Εὐαγγέλιο; Ἡ ἱστορία αὐτή, θὰ πῇ κά­ποιος, μπορεῖ νὰ ἐνδιαφέρῃ ἀνθρώπους ἀρρώ­στους καὶ σακάτηδες· τί μ᾿ ἐνδιαφέρει ἐμένα ποὺ εἶμαι γερός;… Σωματικὰ εἶσαι γερός· ψυχικὰ ὅμως εἶσαι; ἔχεις τὴν ψυχικὴ ὑγεία, ποὺ εἶνε ἀνώτερη ἀπὸ τὴ σωματική; Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο εἶνε ἕνας καθρέφτης, μέσα στὸν ὁ­ποῖο μποροῦμε νὰ δοῦμε τὸν ἑαυτό μας. Δι­ότι αὐτὴ ἡ συγκύπτουσα γυναίκα εἶνε εἰκόνα ὅλων μας, ὅλων τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων. Καὶ νὰ σᾶς τὸ ἐξηγήσω αὐτό.
Ἑκατομμύρια ζῷα ὑπάρχουν στὸν κόσμο. Ὅλα περπατοῦν μὲ τὰ τέσσερα κ᾿ ἔχουν τὸ κε­φάλι στραμμένο στὴ γῆ. Ἕνα μόνο ζωντανὸ ὂν περπατάει μὲ τὰ δύο, ὄρθιο. Ἔχει τὸ κεφάλι ψη­λά, γιατὶ πλάστηκε γιὰ τὰ μεγάλα καὶ ὑψηλά. Αὐτὸ σημαίνει κατὰ μία ἐτυμολογία ἡ λέξι ἄν­θρωπος· σημαίνει τὸ ὂν ἐκεῖνο ποὺ ἔχει τὸ κε­φάλι ἄνω, κοιτάζει τὸν ἥλιο καὶ τὰ ἄστρα, καὶ δοξάζει τὸ Θεό, ἐνῷ τὰ ζῷα πλάστηκαν νὰ κοι­τάζουν τὴ γῆ. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν λέγεται ἄν-θρω­πος. Καὶ γι᾿ αὐτὸ στὴν ἐκκλησία ἀκοῦμε· «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας» (θ. λειτ.)· ὅσοι εἶστε μέσ᾿ στὸ ναό, λέει, πάψτε νὰ σκέπτεστε τὰ μάταια καὶ ἁμαρτωλὰ πράγματα, ἡ διάνοια καὶ ἡ καρδιά σας νὰ ὑψωθοῦν στὸ Θεό.
Ἐν τούτοις οἱ ἄνθρωποι δὲν σκέπτονται τὰ ὑψηλά. Εἶνε ψυχὲς συγκύπτουσες, ζῳώδεις. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος· Πῶς νὰ σὲ ὀνομάσω ἄνθρωπο, ὅταν τρῶς σὰν τὸ χοῖρο, ἁρπά­ζῃς σὰν τὸ λύκο, τρέφῃς ἐκδίκησι σὰν τὴν καμήλα, δαγκώνῃς χειρότερα ἀπὸ τὴν ὀχιὰ καὶ τὸ σκορπιό;… Τὴ μορφή ἔχουμε τοῦ ἀνθρώπου· στὴν καρδιὰ εἴμαστε θηρία. Ἕνας σοφὸς ἔγρα­ψε σ᾿ ἕνα σπουδαῖο βιβλίο του· Ἐὰν κάθε ἄν­θρωπος ἔπαιρνε τὴ μορφὴ ποὺ τοῦ ἁρμόζει, θὰ βλέπαμε νὰ παρουσιάζωνται ὁ ἕνας σὰν ἀ­λεποῦ, ὁ ἄλλος σὰν λύκος, ὁ ἄλλος σὰν κροκό­δειλος, ὁ ἄλλος σὰν λιοντάρι, ὁ ἄλλος σὰν καμή­λα, ὁ ἄλλος σὰν σκορπιός, ὁ ἄλλος σὰν φίδι… Μέσα σὲ χιλιάδες κόσμο, μόνο ποῦ καὶ ποῦ θά ᾿βλεπες κανέναν μὲ μορφὴ ἀνθρώπου.
Μᾶς τίμησε ὁ Θεός. Ἀλλὰ ἐμεῖς ἀφήσαμε τὸν ἑαυτό μας νὰ καταπέσῃ. Εἶχε δίκιο ὁ ἀρχαῖ­ος φιλόσοφος Διογένης, ποὺ μέρα – μεσημέρι ἄναψε φανάρι στὴν ἀγορά, καὶ μέσ᾿ στὸ πλῆ­θος φώναζε· –«Ἄνθρωπον ζητῶ!». Τοῦ ἔλεγαν· –Καλά, τί ἔπαθες; ἐμεῖς δὲν εἴμαστε ἄνθρωποι; –«Ἄνθρωπον ζητῶ!», ἐπέμενε αὐτός.
Πάει πλέον, ἀγρίεψε, ζούγκλα ἔγινε ὁ κόσμος. Κρίμα στὰ γράμματα, στὰ σχολεῖα, στὰ πανεπιστήμια. Τώρα ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε ἁ­πλῶς θηρίο, εἶνε κάτι χειρότερο. Ἕνα λιον­τάρι πόσους μπορεῖ νὰ φάῃ; Ὁ ἄνθρωπος ὅμως εἶνε πιὸ ἐπικίνδυνος. Ὅπως ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας, ἀπ᾽ ὅλα τὰ θηρία ποὺ τρέφει ἡ γῆ τὸ ἀγριώτερο εἶνε ὁ ἄνθρωπος. Καὶ στὶς μέρες μας τὸ θηρίο ἔγινε ἐπιστημονικό. Δὲν εἶνε ὡπλισμένο μὲ δόντια καὶ νύχια, μὲ δύναμι σωματική. Αὐτὴ τὴν ὥρα στὰ ἀεροδρόμια εἶ­νε ἕτοιμα ἀεροπλάνα· ἂν μποῦν μέσα ἀεροπόροι, ἀνεβοῦν ψηλά, σὰν «μαυροπούλια» ποὺ εἶπε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, καὶ πιέσουν ἕνα κουμπί, μποροῦν νὰ σπείρουν τὸν πυρηνικὸ ὄλεθρο. Μία ἀτομικὴ βόμβα νὰ πέ­σῃ στὴν Ἀθήνα, μία στὴ Θεσσαλονίκη, μία στὸ Βελιγράδι, μία στὴ Σόφια, μία στὴ Μόσχα, μία στὸ Λονδῖνο, μία στὴ Νέα Ὑόρκη, …καὶ θὰ γίνουν ὅλες οἱ πόλεις στάχτη. Ποῦ φτάσαμε, σὲ ποιά ἀγριότητα καταντήσαμε! Τί νὰ τὶς κάνῃς τὶς τηλεοράσεις, τὰ ῥαδιόφωνα καὶ τὰ ἄλλα κομφὸρ ποὺ γέμισαν τὰ σπίτια; Ἄλλοτε οἱ ἄν­θρωποι ζοῦσαν σὲ καλύβες, ἀλλὰ μέσα στὶς καλύβες κατοικοῦσαν ἅγιοι. Τώρα μέσα στὰ πολυτελῆ διαμερίσματα κατοικοῦν θηρία καὶ δαίμονες, καὶ ἡ ἀνθρωπότης κινδυνεύει ἀπὸ αὐτούς.
–Μὰ γιατί, θὰ πῆτε, καταντήσαμε ἔτσι; Ἀπαν­τᾷ ἕνας Ῥῶσος συγγραφεύς, προφήτης τοῦ Ῥωσικοῦ λαοῦ· –Διότι ὅλοι, Ἀνατολὴ καὶ Δύσι, ξεχάσαμε τὸ Θεό! Δὲν ὑπάρχει φόβος Θεοῦ· καὶ χωρὶς Θεὸ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ κάνῃ τὰ μεγαλύτερα ἐγκλήματα. Κι ὅπως εἶπε ἕνας ἄλ­λος προφήτης, τοῦ δικοῦ μας γένους, θά ᾿ρθῃ μέρα ποὺ «τὰ ἄθεα γράμματα θὰ καταστρέψουν τὸν κόσμο». Κι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν τὶς ἀτομικὲς βόμβες δὲν εἶνε ἀγράμματοι χωρικοὶ καὶ βοσκοί, εἶνε ἐπιστήμονες. Κι ἀκούστηκε ὅτι, ἂν πέσουν ἀτομικὲς βόμβες, μπορεῖ ἀκόμη κι ἀπὸ τὴν τροχιά του νὰ βγῇ ὁ πλανήτης, νὰ καταστραφῇ ὁ κόσμος. Ὅλα τὰ ἐποίησε καλὰ ὁ Θεός, ὁ ἄνθρωπος τὰ ἐποίησε κακά.
* * *
–Μᾶς ἀπελπίζεις ἔτσι, θὰ πῆτε. Δηλαδή, ἔρ­χεται τὸ τέλος τοῦ κόσμου;…
Δὲν ξέρω, ἀδέρφια μου. Ἐγὼ ἕνα μπορῶ νὰ πῶ· ὅτι ὑπάρχει ἐλπίδα. Ἐγὼ ὁ γέρος ἐπίσκοπος πρέπει νὰ σᾶς πῶ τὴν πικρὴ ἀλήθεια, ὅτι ὑπάρχει ἐνδεχόμενο μεγάλης καταστρο­φῆς. Εἴμαστε στὸ δώδεκα παρὰ πέντε· λίγη διορία ἔχει ἡ ἀνθρωπότητα. Ὑπάρχει ὅμως ἐλ­πίδα. Ποιά εἶνε ἡ ἐλπίδα μας; Μία λέξι· μία λέξι, ποὺ δὲν θέλουμε νὰ τὴν ἀκούσουμε. Εἶνε τὸ μόνο φάρμακο, ἡ μόνη σωτηρία. Ποιά εἶνε ἡ λέξι αὐτή; Θὰ τὴν πῶ, θὰ μὲ ἀκούσετε; Εἶνε ἡ μετάνοια. Τί θὰ πῇ μετάνοια; Ν᾽ ἀλλάξουμε μυαλά, νὰ σκεφτοῦμε διαφορετικὰ ἀπ᾽ ὅ,τι σκε­πτόμαστε, ἡ καρδιά μας νὰ αἰσθανθῇ ἄλλα αἰσθήματα.
Νὰ μετανοήσουμε. Ἔπειτα καὶ ἡ περίοδος αὐτὴ πρὸ τῶν Χριστουγέννων εἶνε περίοδος μετανοίας. Πέφτω καὶ σᾶς προσκυνῶ, ἀδέρφια καὶ πατέρες μου, καὶ σᾶς παρακαλῶ. Ἄν­τρες γυναῖκες καὶ παιδιά, νὰ πᾶτε στὸν πνευματικὸ πατέρα νὰ πῆτε τ’ ἁμαρτήματά σας καὶ νὰ χύσετε ἕνα δάκρυ γι᾿ αὐτά.
–Καὶ τί θὰ κερδίσουμε μὲ τὴν ἐξομολόγησι;
Τί θὰ κερδίσουμε; Σᾶς ἀπαντῶ πάλι μ᾽ ἕνα Ῥῶσο. Δὲν πίστευε. Ἀλλὰ στὴ φυλακὴ τῆς Σιβηρίας, ποὺ τὸν πήγανε οἱ τσάροι, ἄνοιξε τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ διάβασε, καὶ πίστεψε στὸ Χριστό. Τότε πῆγε σ᾽ ἕνα πνευματικὸ πατέρα (στά­ρετς) κ᾿ ἐξωμολογήθηκε γιὰ πρώτη φορὰ στὴ ζωή του. Ὅταν βγῆκε εἶπε· «Ἐξωμολογήθηκα καὶ παράδεισος φύτρωσε στὴν καρδιά μου».
Θέλεις νὰ δῇς ἂν εἶνε ζωντανὴ ἡ θρησκεία μας; Πήγαινε στὸν πνευματικό, γονάτισε καὶ πὲς ὅλα τ᾿ ἁμαρτήματά σου. Τότε θὰ αἰσθανθῇς, ὅτι κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα δὲν ὑπάρχει ἄλλη θρησκεία πιὸ ζωντανὴ καὶ θαυματουργὴ ἀπὸ τὴ θρησκεία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερ­υψοῦ­τε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: