Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2025

Ήταν ο Ιησούς πτωχός και αγράμματος; Τι δείχνει η ιστορική έρευνα - Μητροπολίτης Χονγκ Κονγκ Νεκτάριος

Ήταν ο Ιησούς πτωχός και αγράμματος; 
Τι δείχνει η ιστορική έρευνα

Μητροπολίτης Χονγκ Κονγκ Νεκτάριος

Η εικόνα του Ιησού ως «φτωχού και αγράμματου» είναι διαδεδομένη, επειδή ταιριάζει με τη θεολογική έμφαση στην ταπείνωση, την κένωση του Θεού Λόγου. Αν όμως το ερώτημα τεθεί ιστορικά, χρειάζεται μεγαλύτερη ακρίβεια: άλλο οι θεολογικοί όροι των κειμένων και άλλο η κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα της Γαλιλαίας του 1ου αιώνα. Και βέβαια ας έχουμε από την αρχή υπόψη ότι αναφερόμαστε στην ανθρώπινη πραγματικότητα του Ιησού και όχι στο τι μπορεί να κάνει ως Θεός.

Στη Ρωμαϊκή Παλαιστίνη υπήρχε μεγάλο φάσμα ανάμεσα σε ελίτ γαιοκτημόνων και σε εντελώς άπορους. Η οικογένεια του Ιησού δεν φαίνεται να ανήκει στους εύπορους προνομιούχους, αλλά αυτό δεν ισοδυναμεί με ακραία ένδεια. Συχνά αναφέρεται η προσφορά «δύο τρυγονιών ή δύο νεοσσών περιστερών» (Λουκ. 2:24) ως ένδειξη περιορισμένων πόρων. Πιο ασφαλές συμπέρασμα είναι ότι μιλάμε για λιτό βιοτικό επίπεδο, συνηθισμένο σε αγροτικές κοινότητες. Κοινωνιοϊστορικές προσεγγίσεις για τη Γαλιλαία επιμένουν ότι ο «αγροτικός πληθυσμός» χωριών όπως η Ναζαρέτ, δεν πρέπει να συγχέεται πάντα με τον «εξαθλιωμένο».

Το επάγγελμα “τέκτων” αλλάζει τη συζήτηση. Ο Ιωσήφ και ο Ιησούς χαρακτηρίζονται τέκτονες (Μάρκ. 6:3· Ματθ. 13:55). Ο όρος δεν σημαίνει απλώς «ξυλουργός» με τη σημερινή έννοια· παραπέμπει συχνά σε τεχνίτη κατασκευών που δουλεύει με ξύλο και πέτρα, κάνει επισκευές και συμμετέχει σε ιδιωτικά και δημόσια οικοδομικά έργα. Ένα τέτοιο επάγγελμα προϋποθέτει δεξιότητες, εργαλεία και κάποια κινητικότητα: ο τεχνίτης μπορεί να δουλεύει και εκτός χωριού, όπου υπάρχει ζήτηση. Αυτό δεν κάνει την οικογένεια εύπορη, αλλά δεν στηρίζει και το στερεότυπο του φτωχού ανθρώπου χωρίς καμία πρόσβαση σε καλές ευκαιρίες εργασίας. Από τις ιστορικές πηγές γνωρίζουμε ότι την εποχή που ο Ιησούς ζούσε στην Ναζαρέτ, ο Ηρώδης Αντίπας ανακαίνιζε την Σεπφώριδα (η πρώην Διοκαισάρεια, γνωστή στα εβραϊκά ως Τσιπόρι), η οποία απείχε μόλις 6 χιλιόμετρα από την Ναζαρέτ. Δεν είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι τεχνίτες όπως ο Ιωσήφ, ίσως και ο ίδιος ο Ιησούς, εργάσθηκαν εκεί; Ένας τέτοιος τεχνίτης δεν θα χαρακτηριζόταν φτωχός με τη στενή έννοια· αντιθέτως, αποτελούσε μέλος της πιο δραστήριας επαγγελματικής τάξης της περιοχής.

Άλλος ένας ισχυρισμός που υποστηρίχθηκε από αρχαιολόγους που έκαναν ανασκαφές στην Ναζαρέτ στα τέλη του 19ου αιώνα είναι ότι οι Ναζωραίοι «ζούσαν σε σπήλαια», άρα βρίσκονταν σε ακραία φτώχεια. Η σύγχρονη αρχαιολογική έρευνα, ωστόσο, δείχνει πως υπήρχαν λαξευτοί υπόγειοι χώροι, κάτω από κανονικές κατοικίες, οι οποίοι πιθανότατα χρησιμοποιούνταν για αποθήκευση ή ως βοηθητικές εγκαταστάσεις, κάτι συνηθισμένο στην περιοχή. Δεν είναι από μόνο του δείγμα εξαθλίωσης.

Οι περισσότεροι μελετητές θεωρούν ως καθημερινή γλώσσα του Ιησού τα Αραμαϊκά, κάτι που ταιριάζει και με τις Αραμαϊκές φράσεις που διασώζονται στα ευαγγελικά κείμενα. Τα Εβραϊκά είχαν ιδιαίτερη θέση στη λατρεία και τη χρήση της Γραφής, άρα η επαρκής γνώση σε αυτά ήταν πιθανή στο πλαίσιο της συναγωγής. Τα Ελληνικά, ως γλώσσα εμπορίου, διοικήσεως, και αστικών κέντρων, δεν είναι βέβαιο ότι τα μιλούσε άριστα, αλλά μια βασική γνώση δεν είναι απίθανη σε περιβάλλον κοντά σε ελληνόφωνες πόλεις.

Η μόρφωση είχε βαθμίδες. Το κρίσιμο σημείο είναι να μην αντιμετωπίζουμε τη μόρφωση ως δίπολο «ξέρει/δεν ξέρει». Στον αρχαίο κόσμο υπήρχαν ενδιάμεσα επίπεδα: άλλος είχε μία βασική γνώση ανάγνωσης, άλλος να γράφει απλά, άλλος να χειρίζεται λόγια κείμενα. Η έρευνα για την ιουδαϊκή παιδεία υπογραμμίζει ότι μορφές μάθησης συνδέονταν με τη θρησκευτική ζωή και ότι η συναγωγή λειτουργούσε και ως χώρος διδασκαλίας (γνωρίζουμε από έρευνες ότι τα παιδιά από την ηλικία των πέντε ετών μάθαιναν βασική ανάγνωση και γραφή), χωρίς να απαιτείται να ανήκει κανείς σε λόγια ελίτ. Σε αυτή τη λογική, η εικόνα του Ιησού να διαβάζει και να σχολιάζει τη Γραφή (Λουκ. 4:16–30) ταιριάζει με βασική εκπαίδευση, ακόμη κι αν το επεισόδιο φέρει και θεολογική επεξεργασία. Επίσης, τεχνίτες της εποχής, όπως οι τέκτονες, είχαν βασική γνώση γραφής και ανάγνωσης, κυρίως για πρακτικούς λόγους (λογαριασμοί, παραγγελίες, οικοδομικά σχέδια).

Στο Ιωάννης 7:15 η απορία «πῶς οὗτος γράμματα οἶδεν;» δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην «είναι αναλφάβητος», αλλά μάλλον «δεν έχει περάσει από αναγνωρισμένη μαθητεία - δεν έχει μαθητεύσει σε σχολές Γραμματέων και Ραββίνων». Το ζήτημα είναι το κύρος και η θεσμική σφραγίδα της γνώσης. Επιπλέον, στην πρώιμη χριστιανική παράδοση αποδίδονται κείμενα στα Ελληνικά σε πρόσωπα που συνδέονται με το περιβάλλον του Ιησού: η Επιστολή του Ιούδα (παραδοσιακά ταυτισμένου με τον Ιούδα τον λεγόμενο “αδελφόθεο”) είναι στα Ελληνικά, ενώ και κείμενα που αποδίδονται στον Πέτρο και τον Ιωάννη γράφτηκαν επίσης στα Ελληνικά. Αυτό κάνει πιο πιθανό ότι στη Γαλιλαία μπορούσε κάποιος από «πτωχή» οικογένεια να αποκτήσει βασική εκπαίδευση, ίσως και κάποια επαφή με τα Ελληνικά.

Η πιο ισορροπημένη ιστορική εκτίμηση είναι ότι ο Ιησούς προερχόταν από οικογένεια με λιτό τρόπο ζωής, «γιός» τεχνίτη, χωρίς ενδείξεις ότι ανήκε σε εύπορη και μορφωμένη αριστοκρατία. Ταυτόχρονα, ο πλήρης «αναλφαβητισμός» δεν είναι το πιο πιθανό σενάριο: είναι πιο λογικό να μιλάμε για βασική παιδεία και εξοικείωση με τη Γραφή, χωρίς επίσημη εκπαίδευση τύπου Γραμματέα ή Φαρισαίου Ραββίνου.

***

Was Jesus Poor and Illiterate? What Historical Research Suggests

The image of Jesus as “poor and illiterate” is widespread, because it aligns with the theological emphasis on humility and on the self-emptying (kenosis) of the Divine Logos. If the question is posed historically, however, greater precision is needed: the theological language of the texts is one thing, and the socio-economic reality of first-century Galilee is another. To be clear from the start, we should also keep in mind that we are speaking about Jesus’ human circumstances, not about what he could do as God.

In Roman Palestine there was a wide spectrum between elite landowners and the completely destitute. Jesus’ family does not appear to belong to the prosperous privileged class, but this does not amount to extreme poverty. The offering of “a pair of turtledoves or two young pigeons” (Luke 2:24) is often cited as an indication of limited means. The safer conclusion is that we are dealing with a modest standard of living, common in rural communities. Socio-historical approaches to Galilee insist that the “rural population” of villages such as Nazareth should not always be equated with the “impoverished.”

The occupation tekton changes the discussion. Joseph and Jesus are described as tektones (Mark 6:3; Matt. 13:55). The term does not simply mean “carpenter” in the modern sense; it often refers to a building craftsman who worked with wood and stone, carried out repairs, and participated in private and public construction projects. Such work presupposes skills, tools, and a certain mobility: a craftsman could find employment outside his village where there was demand. This does not make the family wealthy, but it also does not support the stereotype of a poor man with no access to decent work opportunities. From historical sources we know that at the time Jesus lived in Nazareth, Herod Antipas was rebuilding Sepphoris (the former Diocaesarea, known in Hebrew as Tzippori), only about 6 kilometers from Nazareth. Is it not reasonable to suppose that craftsmen like Joseph—and perhaps Jesus himself—worked there? A craftsman of this kind would not be “poor” in the narrow sense; rather, he belonged to one of the most active professional groups of the region.

Another claim, advanced by archaeologists excavating in Nazareth in the late nineteenth century, was that Nazarenes “lived in caves,” and therefore in extreme poverty. Contemporary archaeology, however, indicates that there were rock-cut underground spaces beneath ordinary houses, likely used for storage or auxiliary functions—something common in the area. This is not, by itself, evidence of destitution.

Most scholars regard Aramaic as Jesus’ everyday language, which also fits the Aramaic phrases preserved in the Gospel texts. Hebrew had a special place in worship and in the use of Scripture, so an adequate acquaintance with it was plausible in the context of the synagogue. Greek, as the language of trade, administration, and urban centers, may not have been spoken by Jesus with high proficiency; still, a basic knowledge is not unlikely in a setting close to Greek-speaking cities.

Education came in degrees. The key point is not to treat education as a simple binary (“knows/doesn’t know”). In the ancient world there were intermediate levels: one person might have basic reading ability, another could write simple texts, and another could handle more learned writings. Research on Jewish education highlights that learning was connected with religious life and that the synagogue also functioned as a place of instruction (we know from studies that children from about the age of five learned basic reading and writing), without belonging to an educated upper class. In this light, the image of Jesus reading and interpreting Scripture (Luke 4:16–30) fits with a basic education, even if the episode also bears theological shaping. Moreover, craftsmen of the period, such as tektones, had basic literacy skills mainly for practical reasons (accounts, orders, building plans).

In John 7:15 the question “How does this man know letters?” does not necessarily mean “he is illiterate,” but rather “he has not undergone recognized training—he has not studied in the schools of scribes and rabbis.” The issue is authority and the institutional stamp of learning. In addition, early Christian tradition attributes Greek texts to persons connected with Jesus’ immediate circle, the Epistle of Jude (traditionally identified with Jude, the so-called “brother of the Lord”) is in Greek, and writings attributed to Peter and John were also written in Greek. This makes it more plausible that in Galilee someone from a “poor” family could acquire a basic education, and perhaps even some exposure to Greek.

The most balanced historical assessment is that Jesus came from a family with a modest way of life, the “son” of a craftsman, with no indications that he belonged to a wealthy and educated aristocracy. At the same time, complete “illiteracy” is not the most likely scenario: it is more reasonable to speak of basic education and familiarity with Scripture, without formal training of the kind associated with a scribe or a Pharisaic rabbi.

 

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Διαφωτιστικό και σε στέρεη βάση το κείμενο. Ελ