Ο Χριστός είναι ο ξένος, ο μη έχων πού την κεφαλήν κλίναι μέσα στον κόσμο, αλλά και ο άγνωστος φίλος που μας πλησιάζει εκεί που θεωρούμε τα πάντα τελειωμένα, βλέποντας το κακό να θριαμβεύει παντού. Το φως του είναι πέρα από το τέλος και πριν από την αρχή. Είναι η ελπίδα που έρχεται από αλλού, και μας πάει αλλού. Ο Κύριος δεν ζητάει να κάνουμε θυσίες για να τον καταλάβουμε. Μας εξηγεί τις Γραφές, τα λόγια των προφητών που αποτέλεσαν προτυπώσεις της ελεύσεώς του.
Οι ταξιδιώτες της Εμμαούς εσθίουν και πίνουν στην τράπεζα της Βασιλείας του Θεού έστω και αν δεν το γνωρίζουν, καθώς εκείνος που τους μοιράζει τον άρτο είναι ο αναστημένος Χριστός. Τους μοιράζει την αγάπη, διότι τι άλλο μπορεί να είναι ο άρτος του αναστημένου Κυρίου; Κι ευθύς ανοίγονται οι οφθαλμοί τους ώστε να τον αναγνωρίσουν. Τον αναγνωρίζουν και οι καρδιές τους πυρπολούνται. Όμως γίνεται άφαντος, δείχνοντας ότι η αγάπη δεν έχει σχέση με την ειδωλολατρία και τις συναφείς προς αυτήν εκδηλώσεις δέους και ιερού τρόμου, όπως συμβαίνει με τις εμφανίσεις και τα σημεία των μυθολογικών βίαιων και φονικών θεοτήτων. «Και είπον προς αλλήλους· ουχί η καρδία ημών καιομένη ην εν ημίν, ως ελάλει ημίν εν τη οδώ και ως διήνοιγεν ημίν τας γραφάς; Και αναστάντες αυτή τη ώρα υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ, και εύρον συνηθροισμένους τους ένδεκα και τους συν αυτοίς, λέγοντας ότι ηγέρθη ο Κύριος όντως και ώφθη Σίμωνι. Και αυτοί εξηγούντο τα εν τη οδώ και ως εγνώσθη αυτοίς εν τη κλάσει του άρτου».
Αλέξανδρος Κοσματόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου