Σέ προηγούμενο ἄρθρο εἴχαμε τονίσει τήν ἀνάγκη τήρησης τῶν Κανόνων
καί ἀπό τό ἱερατεῖο (ἐπισκόπους καί πρεσβυτέρους). Ὁ ἐπίσκοπος (καί σέ
μικρότερο βαθμό βεβαίως καί ὁ πρεσβύτερος) ἔχει κληθεῖ ἀπό τόν Θεό νά
ἐπιτελεῖ ἕνα μεῖζον λειτούργημα στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ φυσική
παρουσία του στόν ἐπισκοπικό θρόνο εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μέ τό
ἀνύστακτο ποιμαντικό του ἔργο, μέ τή συνεχή ταπεινή διακονία τῶν πιστῶν.
Ποτέ ἡ Ἐκκλησία, ὡς χαρισματικό σῶμα Ἰησοῦ Χριστοῦ, δέν ἀνέχθηκε νά
κατέχει ἕνα μέλος της τόν τίτλο καί τήν ἐξουσία τοῦ ἐπισκόπου καί νά
ἀδιαφορεῖ γιά τούς κληρικούς του καί τό λαό του. Ἀντέδρασε δυναμικά στό
νά ἀποδεχθεῖ τό ἐπισκοπικό ἀξίωμα ὡς μιά κοσμικοῦ τύπου ἐξουσία. Δέν
ἀνέχθηκε, ὁ ἐπίσκοπος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας νά ἀποποιεῖται τό κύριο ἔργο
του, τήν καθοδήγηση τοῦ ποιμνίου πρός τήν ἐν Χριστῷ ζωή, τή διδασκαλία,
στούς κληρικούς καί τούς πιστούς, τῶν δογμάτων τῆς εὐσεβείας καί τῶν
ἔργων τῆς ἀρετῆς,τήν παιδεία καί νουθεσία τοῦ στοργικοῦ πνευματικοῦ
πατέρα πρός τά παιδιά του.
Ἡ σταθερή πεποίθηση τῆς Ἐκκλησίας, ὡς χαρισματικοῦ σώματος, ὅτι ὁ ἐπίσκοπος πρέπει νά ἐπιτελεῖ τό λειτούργημά του, νά ἀνταποκρίνεται στήν κλήση του ἀπό τό Θεό νά διακονεῖ στό μυστήριο τῆς σωτηρίας τῶν πιστῶν, ἀποτυπώθηκε καί στούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Ἕνας σημαντικός, κεντρικός Κανόνας, ὁ ΝΗ΄ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἔρχεται νά διατυπώσει τό αὐτονόητο, πού στήν ἐποχή μας θεωρεῖται ἀπό τούς ἐπισκόπους ἀδιανόητο. Δέν ἐπιτελεῖς τό λειτούργημα γιά τό ὁποῖο κλήθηκες ἀπό τόν Θεό; Δέν μπορεῖς νά παραμένεις στήν ἐπισκοπική καθέδρα. Ἄς διαβάσουμε τόν Κανόνα καί τήν ἑρμηνεία του μέ πολλή προσοχή.
“Ἐπίσκοπος ἤ πρεσβύτερος ἀμελῶν τοῦ κλήρου, ἤ τοῦ λαοῦ, καί μή παιδεύων αὐτούς τήν εὐσέβειαν, ἀφοριζέσθω· ἐπιμένων δέ τῇ ἀμελείᾳ καί ραθυμίᾳ καθαιρείσθω” Ἑρμηνεία: Χρέος ἀπαραίτητον εὑρίσκεται εἰς τόν Ἐπίσκοπον νά διδάσκει καθ’ ἑκάστην τόν ὑποκείμενον αὐτῷ λαόν τά εὐσεβῆ δόγματα, καί νά ρυθμίζει αὐτόν πρός πίστιν ὀρθήν καί πολιτείαν ἐνάρετον. Λέγει γάρ ὁ Θεός διά τοῦ προφήτου Ἰεζεκιήλ, πρός τούς προεστῶτας τῶν λαῶν. “Υἱέ ἀνθρώπου, σκοπόν τέθεικά σε τῷ οἴκῳ Ἰσραήλ, καί τῷ οἴκῳ Ἰούδα· εἰ μή διαστείλῃ, μηδέ λαλήσῃς, ἀποθανεῖται ὁ ἄνομος ἐν τῇ ἀνομίᾳ αὐτοῦ, καί τό αἷμα αὐτοῦ ἐκ τῆς χειρός σου ἐκζητήσω”. Διά τοῦτο καί ὁ παρών Κανών διορίζεται· Ὅποιος ἐπίσκοπος, ἤ πρεσβύτερος (διδακτικούς εἶναι καί τούς πρεσβυτέρους χρή) ἀμελεῖ τούς κλήρους του καί ὅλον τόν ἐπίλοιπον λαόν, καί δέ διδάσκει αὐτούς τά τῆς εὐσεβείας δόγματα καί ἔργα, ἄς ἀφορίζεται ἕως οὗ νά διορθωθῇ. Εἰ δέ καί ἐπιμένοι εἰς τήν ἀμέλειαν καί ραθυμίαν του, ἄς καθαιρεῖται ὁλότελα, ὡς τῆς ἐπισκοπῆς καί τοῦ πρεσβυτερίου ἀνάξιος. (Πηδάλιον Κανών νη΄, σελ. 73-74)
Δέν εἶναι ὁ ἐπίσκοπος ὁ ἀδιάφορος παρατηρητής τοῦ ποιμνίου του. Δέν μπορεῖ νά ἐφησυχάζει ὅταν βλέπει τό ποίμνιό του νά εἶναι βυθισμένο στό σκοτάδι τῆς ἄγνοιας καί βουτηγμένο στό βόρβορο τῆς ἔκλυτης ζωῆς. Πρέπει ὡς “σκοπός” νά παρατηρεῖ τόν κλῆρο καί τόν λαό του. Τίς ἐλλείψεις τους στή γνώση τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τίς μικρές ἤ μεγάλες πτώσεις τους, τόν ἀποπροσανατολισμό τους ἀπό τίς σύγχρονες ἰδεολογίες καί τίς μορφές ζωῆς πού πλασάρονται στό λαό μέσα ἀπό τά σύγχρονα μέσα ἐνημέρωσης. Ὁ ἑρμηνευτής τοῦ Κανόνα αὐτοῦ Βαλσαμών λέγει: “Σκοπός γάρ τίθεται (ὁ ἐπίσκοπος), χάριν τοῦ ἐπισκοπεῖν τά ὑπό τόν λαόν αὐτοῦ· κἀντεῦθεν καί ἐπίσκοπος κέκληται”. Ἀπό ἐκεῖ πῆρε καί τό ὄνομά του λοιπόν “ἐπίσκοπος”, γιατί τίθεται ἀπό τόν Θεό σκοπός νά ἐπισκοπεῖ ὅλα αὐτά πού συμβαίνουν στό λαό του.
Σκοπός λοιπόν, ἀλλά ὄχι ἁπλός παρατηρητής. Ὁ σκοπός ἔχει ἕνα χρέος. Ὅταν δεῖ τόν ἐχθρό, ὅταν διαπιστώσει τόν κίνδυνο, νά σημάνει συναγερμό. Ἡ παρέμβασή του εἶναι καθοριστική καί γιαυτό ἡ εὐθύνη του μεγάλη. Νά χτυπήσει τόν κώδωνα τοῦ κινδύνου. Νά ἐξηγήσει τόν ἐρχόμενο κίνδυνο πού λανθάνει τῆς προσοχῆς τῶν πολλῶν. Νά τούς διδάξει καί νά τούς νουθετήσει γιά τόν τρόπο ἀντίδρασης, ἄμυνας καί ἀντιμετώπισης τοῦ κινδύνου.
Ἄν τήν ὥρα τοῦ κινδύνου ὁ σκοπός κοιμᾶται, χάθηκαν τά πάντα. Ἀλλά καί ἄν ἀντιληφθεῖ τόν κίνδυνο καί “μή διαστείλῃ, μηδέ λαλήσῃ”, ὅπως λέγει ἡ προφητεία τοῦ Ἰεζεκιήλ, δέ μιλήσει, δηλαδή, στό λαό, δέν ἐκφράσει ρητά καί δέ διασαφηνίσει τόν ἐρχόμενο κίνδυνο, ὁ Θεός θά ζητήσει τό αἷμα τοῦ ἀνθρώπου, πού δέν προειδοποιήθηκε καί χάθηκε, ἀπό τά χέρια τοῦ ἐπισκόπου. Λόγο θά ἀποδώσει λοιπόν ὁ ἐπίσκοπος γιά τίς ἀπώλειες τοῦ ποιμνίου πού ὀφείλονται στή δική του ἔλλειψη πνευματικῆς ἐγρήγορσης, στή ραθυμία καί στήν ἀμέλειά του. Ἡ καταδικαστική κρίση τοῦ Θεοῦ στόν ἐπίσκοπο αὐτό εἶναι βέβαιη.
Τό σίγουρο πάντως εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία-μέ τόν παραπάνω Κανόνα-δέν ἀφήνει αὐτόν τόν ράθυμο ἐπίσκοπο ἤ πρεσβύτερο ἀντί τῆς σωτηρίας νά σύρει ἔστω καί ἕνα μόνο μέλος τῆς Ἐκκλησίας στήν ἀπώλεια. Τόν προειδοποιεῖ, κάνοντάς τον προσωρινά ἀκοινώνητο, νά μήν ἀμελεῖ, νά μή ραθυμεῖ, κι ἄν ἐπιμένει τόν καθαιρεῖ. Νά μήν ἀπωλεσθεῖ μαζί μ’ αὐτόν καί τό ποίμνιο. Τόν ἀπομακρύνει ἀπό τό λειτούργημά του ὡς ἀνάξιο τῆς ἐπισκοπῆς καί τοῦ πρεσβυτερίου.
Ἀρχιμ. Εἰρηναῖος Μπουσδέκης
1 σχόλιο:
Δόξα τω Θεώ!
Ευχαριστούμε..
Δημοσίευση σχολίου