Τέκνα μου ἀγαπητά καί περιπόθητα,
Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον...», «Σήμερον πάσα κτίσις ἀγάλλεται καὶ χαίρει ὅτι Χριστὸς ἐτέχθη ἐκ τῆς Παρθένου Κόρης», «Χορεύουσιν ἄγγελοι πάντες ἐν οὐρανῶ καὶ ἀγάλλονται σήμερον.»
«Πόσαι μοι πανυγήρεις καθ΄ ἒκαστον τῶν τοῦ Χριστοῦ μυστηρίων» λέγει ο ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Πόσες ἑορτὲς ὑπάρχουν κάθε ἡμέρα γιὰ μᾶς ἀπὸ τὰ μυστήρια του Θεοῦ. Μεγίστη ἑορτή παραμένει, αὐτὸ τὸ μέγα μυστήριο τῆς Ἐνανθρωπήσεως, καθώς: «Ἦλθε σαρκωθεὶς ὁ Χριστὸς», «Χριστὸς γεννᾶται», «ἐτέχθη Χριστὸς»!
Εἶναι τόσο μεγάλη ἡ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο πού «ὁ μὲν νοῦς τῶν πραγμάτων ἐλλάττων, ὁ δὲ λόγος τῶν νοουμένων πάλιν καταδεέστερος» ὅπως λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος. Βρίσκεται μακρὰν πάσης κατανοήσεως ἡ ἄρρητη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, τὸ μέγα μυστήριον τῆς θείας Οἰκονομίας, ἡ κάθοδος τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος «ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» ὡς Θεάνθρωπος γεγονός «ὑπὲρ νοῦν» καὶ «ὑπὲρ λόγον». Βεβαίως ἡ φύση τοῦ θαύματος ποὺ ὑπερβαίνει τὸν λόγο τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἐγγενὴς ἡ ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ νὰ εἰσέλθει στὰ βάθη τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ εἶναι καὶ ἡ κατάσταση τῶν σύγχρονων ἀνθρώπων ποὺ βυθίζονται μέσα στὶς θλίψεις τῶν καιρῶν. Οἱ ψυχὲς τους εἶναι ἄνυδρες ἀπὸ θεῖο γλυκασμό, ἰσχνὲς ἀπὸ τρυφερότητα, σκιώδεις ἀπὸ ἀπουσία τῆς Χάριτος, μὲ μύρια βάσανα φανερὰ καὶ ἀφανῆ, μὲ πάθη κυρίαρχα καὶ ἁμαρτία κορυβαντιοῦσα, πτωχὲς ἀπὸ θυσία κι ὄχι ἀπὸ ὑλικὰ ἀγαθά.
Δὲν κατανοοῦμε ἀδελφοί μου κατ΄ ἐλάχιστον τὴν «ἐσχάτη πτωχεία» τῆς φάτνης, τὸ «ταπεινότερον τῶν σπαργάνων», τὸ «εὐτελέστερον τοῦ σπηλαίου» στὰ ὁποῖα ὅμως «διέλαμψεν ὁ τῆς θεότητος πλοῦτος».
Οὔτε ἀναπτερεῖ ἡ καρδιά μας γιὰ τὴ Χαρά. Τὴ Χαρὰ ποὺ ἦρθε: Τὸν Ἔνσαρκο Κύριο. Τὴ χαρὰ ποὺ Τὸν ἐγέννησε: τὴν Κυρία Θεοτόκο. Ἡ πάναγνη Χαρὰ καὶ Παραμυθία μας, ἡ Παναγία μας ὡς στοργική καί γλυκυτάτη Μάνα, μᾶς ἁπλώνει τάς χείρας της προσφέροντας πρός ἐμᾶς τοὺς ἐλαχίστους ἀνθρώπους τὴ χαρά της, τὸ γλυκύτατο Βρέφος της.
Σκεφτεῖτε ἀδελφοί μου τὴν εὐτυχία τῆς Παναγίας μας ποὺ φέρνει στὸν κόσμο τὸ Ἄχρονο τέκνο της.
Τί ἀπέραντη χαρὰ καὶ εὐλογία νιώθει μία μάνα ὅταν ἀντικρίζει τὸ νεογέννητο παιδίον της, τὸν νέο ἄνθρωπο ὡς βρέφος σπαργανωμένο νὰ ἀναπαύεται στὶς ἀγκάλες της.
Τί ἀγαλλίαση νιώθει κι ἡ Θεοτόκος αὐτὴν τὴν στιγμὴ ποὺ τὰ πάντα γίνονται «κατὰ τὸ ρῆμα» τοῦ Θεοῦ.
Πόση εἶναι ἡ χαρὰ της καθὼς δίνει, ἀπὸ τὸ γάλα της, ζωή, στὸν Ζωοδότη καὶ Δημιουργό της.
Πόση εἶναι ἡ χαρὰ της καθὼς ὀσφραίνεται τὴ βρεφικὴ ἀλλὰ καὶ ἄρρητη εὐωδία τοῦ σπλάχνου της, διότι τέλεια Θεία καὶ τέλεια Ἀνθρώπινη φύση κρατᾶ στὴν ἀγκάλη της ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, τὸν Θεό της καὶ Υἱός της.
Πόση εἶναι καὶ ἡ χαρὰ ποὺ ἀναπέμπεται ἀπὸ τὸ ταπεινὸ σπήλαιο, τὸ «τερπνόν παλάτιον» τὸ στολισμένο ἀπὸ τὸ ἀνέσπερο Φῶς τῆς φανερώσεως τοῦ Θεοῦ καὶ πλημμυρίζει τὴν κτίση ὅλη. «Ἄγγελοι ὑμνούσιν, ἀκαταπαύστως ἐκεῖ. Ποιμένες ἀγραυλούσιν ὠδὴν ἐπάξιον», «Ἀγαλλιάσθω οὐρανός, γῆ εὐφραινέσθω», «Χόρευε ἡ οἰκουμένη ἀκουτισθεῖσα», ἀναφωνεῖ ὁ ἱερός ὑμνογράφος.
Ἡ Θεοτόκος λοιπὸν, προσφέρει στὴν ἀνθρωπότητα τὴ χαρὰ τῆς ὑπακοῆς, ἔναντι τοῦ ὀλεθρίου παραπτώματος τῆς παρακοῆς. Ἡ Θεοτόκος προσφέρει στὴν ἀνθρωπότητα τὴ χαρὰ τῆς λυτρώσεως ἀπὸ τὸ δρᾶμα τοῦ θανάτου.
Διότι δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος πάντοτε θὰ βρίσκεται στό σταυροδρόμι τῆς ὑπακοῆς στὸν Θεὸ καὶ τῆς ἀνυπακοῆς ἡ ὁποία ἀποστερεῖ ἀπό τὸν ἄνθρωπο τήν τρυφή τοῦ Παραδείσου γιά τήν ὁποία πλάστηκε. Ἀνάμεσα στὴ Γέννηση καὶ τὸν θάνατο. Ἀνάμεσα στὴ μίμηση τῆς πίστεως τῆς πρώτης τῶν ἀνθρώπων Κυρίας Θεοτόκου καὶ τὸν πειρασμὸ τῆς θεομαχίας τοῦ θυμώδους Ἡρώδου.
Δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ εἰσῆλθε στὴν ἱστορία, ἀντιμετωπίζει τήν βία, τήν καταπίεση καί τό διωγμό ἀπὸ τὴν κοσμικὴ ἐξουσία πού καταδυναστεύει φτωχούς καὶ ἀδυνάτους. Ὁ Χριστὸς ὑπέστη ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων τὸν διωγμὸ καὶ τὴν δαιμονιώδη δύναμη -ὅπως ἀργότερα καὶ οἱ μιμητὲς καὶ στεφανωμένοι μάρτυρες καὶ ἅγιοι- ἐνὸς Ἡρώδη ὁ ὁποῖος θεομαχῶν, διαιωνίζει καὶ ἐπαυξάνει τό κακό καὶ τήν ἀδικία μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων.
Δὲν εἶναι λοιπὸν τὸ κακὸ καὶ ἡ ἀδικία ποὺ ζοῦμε σήμερα προνόμιο δικό μας μόνο. Εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς μαρτυρικῆς πορείας τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὴν Γέννηση Του, εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ νέφους τῶν μαρτύρων σφαγιασθέντων νηπίων μέ προσταγή τοῦ τυράννου Ἡρώδου. Διότι ὁ Ἡρώδης, ἀνήκοντας στοὺς «δοκούντας ἄρχειν» -σ’ αὐτοὺς δηλαδὴ ποὺ ἔχουν τὴν ψευδαίσθηση ὅτι κατέχοντας μία κοσμικὴ ἀρχή, ἔχουν καὶ τὴν ἐξουσία τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου - μὲ δόλιο τρόπο συντάσσεται μὲ τὸ θάνατο καὶ τὸ κακό, ἀποτάσσεται τὸ Θεὸ καὶ ὑποβάλλει τὴν ἀνθρωπότητα σέ ὀλέθρια ἑκατόμβη θρήνου, κλαυθμοῦ καὶ ὀδυρμοῦ. Οἱ μάρτυρες καὶ νεομάρτυρες τοῦ καιροῦ μας, ἐπαληθεύουν συνεχῶς τὴν τραγικὴ αὐτὴ ἀλήθεια ὅτι «οἱ ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες τοῦ αἰῶνος τούτου» ἀπεργάζονται τὸ κακὸ ἀλλὰ ἡ κραταιὰ πίστη στὸν Θεό, τὴν Ἀληθινὴ Ἀρχὴ τῶν ὅλων, τὸν Δημιουργὸ, τὸν Κύριο, τόν Βασιλέα τῆς ζωῆς, πάντα θριαμβικά θὰ τὸ ἀνατρέπει. Θρίαμβος πίστεως καὶ ἐμπιστοσύνης εἶναι καὶ ἡ Θεοτόκος ἡ ὁποία μὲ τὴ δική της ὑπακοὴ ἔγινε δι’ Ἁγίου Πνεύματος Μεσίτρια μεταξὺ ἀνθρώπων καὶ Θεοῦ, δώρησε στὸν Χριστὸ τήν ἀνθρώπινη φύση καὶ ἔγινε Ζωοδόχος.
Αὐτὸ ποὺ ποθοῦμε σήμερα λοιπὸν ἀδελφοί μου δὲν εἶναι ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὰ δεινά μας, ἄλλωστε ὅπως λέγει κι ὁ ἅγιος τῶν γραμμάτων μας Παπαδιαμάντης «Σὰ νἄχαν ποτὲ τελειωμὸ τὰ πάθη κι οἱ καημοὶ τοῦ κόσμου».
Αὐτὸ ποὺ ποθοῦμε εἶναι ἡ Δωρεὰ τοῦ ἁγιασμοῦ ἀπὸ τὸ Μέγα Θαῦμα τῆς Ἐνσαρκώσεως ποὺ ταπεινώσας ἑαυτόν μᾶς προσφέρει ὁ καλὸς Θεός.
Αὐτὸ ποὺ ἐπιζητοῦμε εἶναι ἡ θεμελίωση τῆς χαροποιοῦ ἐμπιστοσύνης ποὺ θριαμβεύει στὶς καρδιὲς τῶν Δικαίων καὶ Πιστῶν, τῆς χαρᾶς ἀπὸ τὸ φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ κάνει τοὺς Ἁγίους νὰ λάμπουν. Τῆς χαρᾶς τῶν ἀγγέλων, τῶν ποιμένων, τῶν μάγων, τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, τῆς κτίσης ὅλης. Τῆς χαρᾶς τῆς «πρώτης μεταξὺ ἀνθρώπων» Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Τῆς Χαρᾶς ποὺ δεχόμεθα καὶ ὑποδεχόμεθα στὸ σπήλαιο τῆς Γεννήσεως, τόν πρὸ αἰώνων Θεὸ Λόγο, τόν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, τόν σαρκωθέντα Χριστόν, «τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸν τὸ φωτίζον καὶ ἁγιάζον πάντα ἄνθρωπον».
«Ὅταν βρεῖς τὸν Χριστό» ἔλεγε ὁ σύγχρονος γέροντας Πορφύριος, «σοῦ ἀρκεῖ, δὲν θέλεις τίποτα ἄλλο, ἡσυχάζεις. Γίνεσαι ἄλλος ἄνθρωπος. Ζεῖς παντοῦ, ὅπου ὑπάρχει Χριστός. Ζεῖς στὰ ἄστρα, στὸ ἄπειρο, στὸν οὐρανὸ μὲ τοὺς ἀγγέλους, μὲ τοὺς ἁγίους, στὴ γῆ μὲ τοὺς ἀνθρώπους, μὲ τὰ φυτά, μὲ τὰ ζῶα, μὲ ὅλους, μὲ ὅλα. Ὅπου ὑπάρχει ἡ ἀγάπη στὸν Χριστό, ἐξαφανίζεται ἡ μοναξιά. Εἶσαι εἰρηνικός, χαρούμενος, γεμάτος. Οὔτε μελαγχολία, οὔτε ἀρρώστια, οὔτε πίεση, οὔτε ἄγχος, οὔτε κατήφεια, οὔτε κόλαση».
Μόνο χαρὰ ἁγιασμοῦ. Αὐτὴ ἡ χαρὰ εἶναι ὁ Χριστός. Αὐτὴ ἡ χαρὰ εἶναι ὁ Σωτήρας. Αὐτὴ ἡ χαρὰ εἶναι ὁ Λυτρωτής. Ἡ ἀνάπαυση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ γέννηση, ἡ ἀνάσταση καὶ σωτηρία του.
Τέλος ἀναφωνεῖ ὁ ἱερός Χρυσότομος: «Καὶ νά, ἔρχεται ὁ Θεὸς καὶ φορᾶ τὴν ἀνθρώπινη σάρκα, μπαίνει δηλαδὴ μέσα στὸν ποταμὸ τῆς ἱστορίας καὶ γίνεται ἄνθρωπος ποὺ πεινᾶ, ποὺ διψᾶ, ποὺ κρυώνει γιὰ νὰ καταργήσει ἀπὸ μέσα μας τὸ βάρος τῆς ἐνοχῆς καὶ νὰ μᾶς συμφιλιώσει πάλι μὲ τὸν οὐρανό. Ὡς τὴν ἀποψινὴ νύχτα τῶν θαυμάτων, οἱ ἄνθρωποι πέθαιναν. Τώρα πιά, δὲν θὰ πεθαίνουν, θὰ κοιμοῦνται ξαναγυρνώντας στὸ χῶμα ἀπὸ ὅπου βγῆκαν, γιὰ νὰ ἀναστηθοῦν μία μέρα καὶ νὰ χαροῦν τὴ χαρὰ τῆς ἀθανασίας».
Χριστός ἐτέχθη!
Ἀληθῶς ἐτέχθη!
Χρόνια πολλά εὐλογημένα καί πανευφρόσυνα!
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου