Πέμπτη 21 Μαΐου 2015

Ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου κατὰ τὸν Ἑσπερινὸν εἰς τὸν Ἱερὸν Ναὸν τῆς Θεοτόκου ἐν Ἐφέσῳ


Ὁμιλία
 τῆς Α. Θ. Παναγιότητος
 τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου
 κ. κ. Βαρθολομαίου
 κατὰ τὸν Ἑσπερινὸν
 εἰς τὸν Ἱερὸν Ναὸν τῆς Θεοτόκου ἐν Ἐφέσῳ
(7 Μαΐου 2015)

Ἱερώτατοι ἅγιοι ἀδελφοί,
Ἐντιμότατε κύριε Γενικὲ Πρόξενε τῆς Ἑλλάδος ἐν Σμύρνῃ,
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Χριστὸς Ἀνέστη!

Μίαν ἡμέραν μετὰ τὴν δεσποτικὴν ἑορτὴν τῆς Μεσοπεντηκοστῆς, ἡ ὁποία ἑωρτάζετο παλαιότερα μὲ μεγάλην λαμπρότητα καὶ μὲ τὴν συμμετοχὴν τοῦ αὐτοκράτορος καὶ τοῦ Πατριάρχου εἰς τὸν ναὸν τοῦ ἁγίου Μωκίου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπως γνωρίζομεν ἐκ τοῦ ἔργου «Περὶ βασιλείου τάξεως» τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου, μᾶς ἀξιώνει ὁ Ἀναστὰς Κύριος νὰ συναντηθῶμεν εἰς τὸν ἱερὸν καὶ εὐλογημένον τοῦτον τόπον.

Μᾶς ἀξιώνει νὰ συναντηθῶμεν καὶ πάλιν εἰς τὴν εὐλογημένην καὶ ἁγιασμένην γῆν τῆς Ἰωνίας, καὶ εἰς τὴν παλαιὰν αὐτῆς πρωτεύουσαν, τὴν Ἔφεσον∙ ἐδῶ ὅπου ἐπὶ αἰῶνας οἱ πατέρες μας ἐδημιούργησαν ἔργα μεγάλα καὶ θαυμαστά, ἔνδοξά τε καὶ ἐξαίσια, διὰ τὰ ὁποῖα σεμνυνόμεθα ὄχι μόνον ἡμεῖς, οἱ ἀπόγονοί τους, ἀλλὰ καὶ ἡ χώρα αὐτὴ εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκονται, καὶ οἱ κάτοικοί της. Καὶ ὄχι ἀδίκως, ἐφ᾽ ὅσον καὶ μόνον τὰ κατάλοιπά τους, τὰ ὁποῖα σώζονται μέχρι τῆς σήμερον ἐδῶ, προκαλοῦν θαυμασμὸν εἰς ὁλόκληρον τὴν οἰκουμένην καὶ ἐντυπωσιάζουν τοὺς ἐπισκέπτας τους. Εὐχαριστοῦμεν δὲ ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ τὰς ἀρχὰς τοῦ τόπου διὰ τὴν εὐγενῆ πρόσκλησίν τους καὶ τὸν Ὑπουργὸν Πολιτισμοῦ διὰ τὴν ἄδειαν τὴν ὁποίαν μᾶς παρεχώρησεν, ὥστε νὰ τελέσωμεν ἀπόψε τὸν ἑσπερινὸν τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου εἰς τὰ ἐρείπια τῆς ἱστορικῆς παλαιοχριστιανικῆς αὐτῆς βασιλικῆς τῆς Θεοτόκου, καὶ τὴν θείαν λειτουργίαν αὔριον εἰς τὴν ἰουστινιάνειον βασιλικὴν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, καὶ τὸ Σάββατον εἰς τὸν ἱερὸν ναὸν τῶν Ἁγίων  Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης εἰς Μαινεμένην.


Μᾶς ἀξιώνει ὁ Ἀναστὰς Κύριος νὰ συναντηθῶμεν ἐδῶ εἰς τὴν καρδίαν τῆς Ἰωνίας, προσκυνηταὶ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν, τὴν Ἑλλάδα καὶ τὸ ἐξωτερικόν, εὐλαβῆ τέκνα τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας ποὺ -ἕλκομεν- ἕλκετε τὴν καταγωγήν σας ἀπὸ τὸν ἡγιασμένον αὐτὸν τόπον, τὸν ὁποῖον οὐδέποτε λησμονοῦμεν, ἀλλὰ ἐπιστρέφομεν εἰς τὰς ρίζας μας ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν μὲ νοσταλγίαν καὶ ἀγάπην˙ ἐπανερχόμεθα εἰς τοὺς τόπους αὐτούς, τοὺς ὁποίους παρὰ τὴν θέλησίν τους ἠναγκάσθησαν νὰ ἐγκαταλείψουν οἱ πατέρες μας, καὶ νὰ προσευχηθῶμεν διὰ τὴν ἀνάπαυσιν τῶν ψυχῶν τους.

Παραμονή, λοιπόν, τῆς μνήμης τοῦ Εὐαγγελιστοῦ τῆς ἀγάπης, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, τελοῦμεν τὸν ἑσπερινὸν αὐτῆς εἰς τὰ ἐρείπια τοῦ περιωνύμου καὶ ἱστορικοῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου τῆς Ἐφέσου, τοῦ ναοῦ ὁ ὁποῖος ὑπῆρξεν ἐπὶ αἰῶνας ἡ ἕδρα τῆς Μητροπόλεως Ἐφέσου, καὶ εἰς τὸν ὁποῖον συνῆλθε κατὰ τὸ ἔτος 431 ἡ Γ´ Ἁγία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος.

Ἐδῶ, εἰς τὸν χῶρον εἰς τὸν ὁποῖον ἱστάμεθα ἡμεῖς σήμερον, συνεκεντρώθησαν, πρὸ χιλίων ἑξακοσίων περίπου ἐτῶν, μὲ πρωτοβουλίαν καὶ πρόσκλησιν τοῦ τότε εὐσεβοῦς αὐτοκράτορος Θεοδοσίου τοῦ Β´, διακόσιοι θεοφόροι Πατέρες ἀπὸ τῶν περάτων τῆς οἰκουμένης. Καὶ συσκεφθέντες ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ὑπὸ τὴν προεδρείαν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας Κυρίλλου ἀπεφάνθησαν ὅτι ὀρθῶς ἡ Παναγία ὀνομάζεται Θεοτόκος καὶ ὄχι Χριστοτόκος, ὅπως ἐσφαλμένως ὑπεστήριζεν ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριος. Ὀνομάζεται καὶ εἶναι Θεοτόκος, διότι δὲν ἐγέννησε μόνον τὸν ἄνθρωπον Χριστόν, ἀλλὰ ἐγέννησε τὸν Θεάνθρωπον Ἰησοῦν, εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Ὁποίου συνηνώθη ὑποστατικῶς ἡ ἀνθρωπίνη μὲ τὴν θείαν φύσιν τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Θεοῦ Λόγου, γεγονὸς εἰς τὸ ὁποῖον ἐπιγραμματικῶς ἀλλὰ σαφῶς ἀναφέρεται ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου του γράφων «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν».

Εἰς τὴν ἀλήθειαν αὐτὴν στηρίζεται ὁλόκληρος ἡ πίστις μας, διότι ἐάν ἡ Παναγία μας ἔτεκεν ἁπλῶς ἕνα ἄνθρωπον, ἔστω «Χριστόν», πῶς θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ σώσῃ αὐτὸς τοὺς ἀνθρώπους ἐκ τῶν δεσμῶν τοῦ θανάτου, ἀφοῦ καὶ αὐτὸς θὰ ὑπέκειτο εἰς αὐτά;

Ἐπὶ πλέον, ἡ ἐδῶ συγκληθεῖσα Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀπεφάσισε νὰ προστατευθῇ τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως, τὸ καταρτισθὲν ὑπὸ τῶν Α΄ καὶ Β΄ Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἐν Νικαίᾳ καὶ Κωνσταντινουπόλει, ἀντιστοίχως, καὶ ἀπηγόρευσε νὰ προστεθῇ ἔστω καὶ μία λέξις εἰς αὐτό, διὸ καὶ τὸ Σύμβολον τοῦτο, τὸ γνωστὸν εἰς πάντας ἡμᾶς ὡς τό «Πιστεύω», ἀπαγγέλλεται ἔκτοτε ἀναλλοιώτως εἰς τὴν προβλεπομένην θέσιν ἐν τῇ Θείᾳ Λειτουργίᾳ, εἶναι δὲ ἡ Ὁμολογία Πίστεως, βασικὴ προϋπόθεσις δι᾿ ἡμᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους διὰ τὴν διατήρησιν τῆς μεταξὺ τῶν χριστιανῶν εὐχαριστιακῆς κοινωνίας, διότι ἐὰν δὲν ἔχωμεν ἑνότητα τῆς πίστεως, τότε δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κοινωνῶμεν ἐκ τοῦ ἰδίου Ποτηρίου τῆς Ζωῆς. Δι᾿ αὐτὸ ἄλλωστε ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως φροντίζει νὰ τηρῇ πάντοτε τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης καὶ προσεύχεται καὶ ἐργάζεται ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως, «ἵνα πάντες ἕν ὧσι», κατὰ τὴν προτροπὴν τοῦ Κυρίου τὴν ὁποίαν διασώζει ὁ εὐαγγελιστὴς τῆς ἀγάπης Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, διὰ τῶν διαφόρων θεολογικῶν διαλόγων μὲ τοὺς ἑτεροδόξους ἀδελφούς μας, διὰ νὰ φθάσωμεν ὅλοι εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ εἰς τὴν κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ νὰ καταξιωθῶμεν νὰ ἐπικαλούμεθα ἀπὸ κοινοῦ τὸν ἐπουράνιον Θεὸν Πατέρα καὶ νὰ ὑποβάλλωμεν εἰς Αὐτὸν τὰ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν αἰτήματά μας.

Ἀποτελεῖ, λοιπόν, μεγάλην εὐλογίαν δι᾽ἡμᾶς, διότι τελοῦμεν εἰς τὸν ἱερὸν αὐτὸν καὶ ἱστορικὸν ναόν, ὅπου ἀοράτως παρίστανται τὰ πνεύματα τῶν ἁγίων διακοσίων θεοφόρων Πατέρων τῆς Γ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τὸν ἑσπερινὸν τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ὁ ὁποῖος συνεδέετο στενῶς καὶ υἱικῶς μὲ τὴν Παναγίαν. Διότι, ὅπως γνωρίζομεν, ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ Σταυροῦ ὁ Χριστὸς ἐνεπιστεύθη τὴν Μητέρα Του εἰς τὴν προστασίαν τοῦ μαθητοῦ Του καὶ ἐκεῖνον εἰς τὴν ἰδικήν της προστασίαν.

Ἀλλά, συνεδέθη ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης καὶ μὲ τὴν μεγαλούπολιν τῆς Ἐφέσου, ἡ ὁποία ὑπῆρξε κατὰ τὴν ἐποχήν του ὅσον καὶ εἰς τοὺς ἑπομένους αἰῶνας ἡ πρωτεύουσα τῆς Ἰωνίας καὶ τὸ κέντρον τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, μία πόλις μὲ ἀκμάζουσαν χριστιανικὴν Ἐκκλησίαν, εἰς τὴν ὁποίαν καὶ ἀναφέρεται εἰς τὸ ἱερὸν βιβλίον τῆς Ἀποκαλύψεως. Ἐδῶ ἐδίδαξεν Ἰωάννης ὁ Θεολόγος ὅπως καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὁ ὁποῖος διέμεινεν ἐπὶ τρία ἔτη εἰς τὴν Ἔφεσον καὶ κατέστησε πρῶτον ἐπίσκοπον αὐτῆς τὸν μαθητήν του ἀπόστολον Τιμόθεον. Συνεδέθη δὲ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος εἰς τὸ διηνεκὲς μὲ τὴν Ἔφεσον καθ᾽ ὅσον ἐδῶ ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ καὶ ἐδῶ εὑρίσκεται ἕως τῆς σήμερον ὁ τάφος αὐτοῦ, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἀνηγέρθη ἐπὶ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ καὶ ἡ περιώνυμος Βασιλική ἡ τιμωμένη εἰς τὸ ὄνομά του, ὅπου αὔριον θὰ τελέσωμεν τὴν Θείαν Λειτουργίαν.

Ἡ σπουδαιότης ἄλλωστε τῆς πόλεως ἦτο ἐκ τῶν λόγων διὰ τοὺς ὁποίους ἐπελέγη ἡ Ἔφεσος ὡς τόπος συγκλήσεως τῆς Γ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀποδόσεως εἰς τὸν ἑκάστοτε Μητροπολίτην αὐτῆς τοῦ τίτλου τοῦ «ὑπερτίμου καὶ ἐξάρχου πάσης Ἀσίας», τὸν ὁποῖον ἔφερε πλειὰς ἁγίων καὶ σοφῶν ἱεραρχῶν, οἱ ὁποῖοι ἐκλέϊσαν τὸν θρόνον της, μεταξὺ τῶν ὁποίων ὁ μέγας ὑπέρμαχος τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ διδάσκαλος τοῦ προκατόχου ἡμῶν σοφοῦ πατριάρχου Γενναδίου τοῦ Σχολαρίου, ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, οἱ μετέπειτα Πατριάρχαι Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος ὁ Β´ (13ος αἰ.), Ἰωσὴφ ὁ Β´(15ος αἰ.), Παΐσιος ὁ Α´ (17ος αἰ.), Ἄνθιμος ὁ Στ´, Κωνσταντῖνος ὁ Ε´, ὁ Βαλλιάδης, ὁ ἐκ τῶν γειτονικῶν Τράλλεων καταγόμενος Χρυσόστομος Χατζησταύρου, μετέπειτα ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν, καὶ ἐσχάτως ὁ μακαριστὸς Χρυσόστομος Κωνσταντινίδης, ὁ ἀπὸ Μύρων, ἡμέτερος Καθηγητὴς εἰς τὴν κατὰ Χάλκην Ἱερὰν Θεολογικὴν Σχολήν, διακεκριμένος Ἱεράρχης τοῦ Θρόνου, δεινὸς θεολόγος καὶ ἀκαδημαϊκὸς διδάσκαλος.

Ὅλοι αὐτοὶ ἔφεραν εἰς τοὺς ὤμους τους τὴν κληρονομίαν τοῦ ἐνδόξου παρελθόντος τῆς Ἰωνίας. Ἔφεραν εἰς τὴν ψυχήν τους τοὺς πόνους καὶ τὶς λαχτάρες τῆς Ρωμηοσύνης, τῆς ὁποίας αἱ ρίζαι εἶναι βαθεῖαι εἰς τὸν τόπον αὐτὸν καὶ συναντοῦν πάντοτε τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν τῆς ἱστορίας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ μας καὶ ἀρδεύουν μὲ αὐτὸ τὰς νεωτέρας γενεάς, ἔτσι ὥστε μαζὶ μὲ τὸν Ἀλεξανδρινόν μας ποιητήν, τὸν Κωνσταντῖνον Καβάφην, νὰ ἐπαναλαμβάνωμεν καὶ ἐμεῖς τοὺς στίχους:

«Ὦ γῆ τῆς Ἰωνίας, σένα ἀγαποῦν ἀκόμη,
σένα οἱ ψυχές των ἐνθυμοῦνται ἀκόμη»,
ἢ τοὺς στίχους τοῦ ἄλλου μεγάλου μας ποιητοῦ, τοῦ ποιητοῦ τῆς Ἰωνίας, τοῦ Γιώργου Σεφέρη, ὁ ὁποῖος γράφει διὰ τὴν Ἔφεσον:
« … Εἶναι παντοῦ τὸ ποίημα
 σὰν τὰ φτερὰ τοῦ ἀγέρα μὲς στὸν ἀγέρα
 ποὺ ἄγγιξαν τὰ φτερὰ τοῦ γλάρου μιὰ στιγμή.
Θυμᾶμαι ἀκόμη
 ταξίδευε σ᾽ ἄκρες ἰωνικές, σ᾽ ἄδεια κοχύλια θεάτρων
 ὅπου μονάχα ἡ σαύρα σέρνεται στὴ στεγνὴ πέτρα.
Κι ἐγὼ τὸν ρώτησα: Κάποτε θὰ ξαναγεμίσουν;»

Καὶ νὰ ποὺ γεμίζουν καὶ πάλι οἱ χῶροι αὐτοὶ οἱ ἱεροί  καὶ ἁγιασμένοι ἀπὸ ὅλους ἐσᾶς, ἀπὸ ὅλους ἡμᾶς οἱ ὁποῖοι ἐρχόμεθα -ὅπως καὶ τὸν περασμένον Φεβρουάριον- ὡς προσκυνηταί, καὶ φέρομεν εἰς τὴν ψυχήν μας τὴν ἱστορίαν τόσων αἰώνων, τὴν ἀγάπην τόσων ἀνθρώπων δι᾽ αὐτοὺς τοὺς τόπους, διὰ τὴν Ἔφεσον, διὰ τὴν Ἰωνίαν, ἡ κάθε πέτρα τῆς ὁποίας ἔχει κάτι νὰ μᾶς θυμίσῃ, ἔχει κάτι νὰ μᾶς διδάξῃ, ἔχει κάτι νὰ μᾶς πῇ. Διότι κάτω ἀπὸ αὐτὰ τὰ χώματα εἶναι ἀμέτρητοι οἱ πρόγονοί μας, οἱ ὁμόθρησκοί μας, οἱ συγγενεῖς μας, οἱ ὁποῖοι ἐδημιούργησαν τὸν χριστιανικὸν πολιτισμὸν ποὺ μᾶς κάνει ὑπερηφάνους καὶ συγχρόνως ὑπευθύνους νὰ τὸν διαφυλάξωμεν καὶ νὰ τὸν μεταλαμπαδεύσωμεν εἰς τοὺς μεταγενεστέρους. Καὶ αὐτὸ εἶναι χρέος καὶ καθῆκον καὶ ἰδικόν μας, ὅσων μένουμε εἰς αὐτοὺς τοὺς τόπους, ἀλλὰ καὶ ἰδικόν σας, ὅσων ἕλκετε τὴν καταγωγήν σας ἀπὸ τὴν Ἰωνίαν, ὅσων ἐνθυμεῖσθε ἀκόμη τὶς ἱστορίες καὶ τὶς ἀναμνήσεις ποὺ σᾶς ἐδιηγοῦντο οἱ πατέρες σας, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὸν ξεριζωμόν των ἔφεραν εἰς τάς ἀποσκευάς τους τὰ εἰκονίσματα τῶν ἁγίων τους καὶ τὰς ἀναμνήσεις τῆς πατρίδος τους, ἀναμνήσεις γλυκόπικρες, ποὺ τὶς μετέδωσαν καὶ εἰς ἐσᾶς.

Αὐτὴν τὴν ἀγάπην καὶ αὐτὲς τὶς μνῆμες τὶς ὁποῖες ἀνανεώνετε μὲ τὶς ἐπισκέψεις καὶ τὰ προσκυνήματά σας εἰς τοὺς τόπους αὐτοὺς νὰ συνεχίσετε νὰ μεταδίδετε καὶ σεῖς εἰς τὶς νεώτερες γενεὲς διὰ νὰ μὴ λησμονοῦν αὐτοὺς τοὺς τόπους, διὰ νὰ μὴ λησμονοῦν τοὺς προγόνους των καὶ τοὺς ἁγίους τῆς Ἰωνίας, μὲ πρῶτον τὸν ἑορταζόμενον ἅγιον Ἰωάννην τὸν Θεολόγον, τὸν εὐαγγελιστὴν τῆς ἀγάπης. Ὁ λόγος του περὶ τῆς ἀγάπης, ὅπως ἐκφράζεται διὰ τοῦ εὐαγγελίου του καὶ διὰ τῶν ἐπιστολῶν του ἔχει βαρύνουσαν σημασίαν ἰδιαιτέρως εἰς τὰς ἡμέρας μας, κατὰ τὰς ὁποίας ἐψυχράνθη ἡ ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων ὄχι μόνον πρὸς τὸν Θεὸν ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς συνανθρώπους των. Διὰ τοῦτο καὶ εἴμεθα δυστυχῶς καὶ πάλιν μάρτυρες συγκρούσεων καὶ ἀντιπαραθέσεων μεταξὺ τῶν λαῶν καὶ τῶν ἐθνῶν, εἴμεθα μάρτυρες διώξεων πληθυσμῶν ἀπὸ τὰς πατρογονικάς των ἑστίας ἐδῶ εἰς τὴν ἀνατολήν, αἱ ὁποῖαι μᾶς θλίβουν καὶ μᾶς ἀνησυχοῦν, καὶ δι᾽αὐτὸ ὡς Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ἐργαζόμεθα ὑπὲρ τῆς καταλλαγῆς καὶ τῆς ἁρμονικῆς συμβιώσεως τῶν ἀνθρώπων καὶ προσευχόμεθα διὰ τὴν ἐπικράτησιν τῆς εἰρήνης εἰς τὸν κόσμον.


Μὲ αὐτὰς τὰς σκέψεις σᾶς καλωσορίζομεν καὶ εὐχόμεθα ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, νὰ σᾶς συνοδεύῃ εἰς τὸ προσκύνημά σας καὶ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: