Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος
μέσα από τα κείμενα των αποφάσεών της.
Αρχιμανδρίτης Τύχων,
Καθηγούμενος
Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα Αγίου Όρους
Η Αγία και Μεγάλη
Πανορθόδοξος Σύνοδος η συνελθούσα εις το Κολυμπάρι της Κρήτης κατά την εορτήν
της Πεντηκοστής του 2016, μέσα από τα κείμενα των αποφάσεών Της.
Έχει παρέλθει ήδη ένα έτος από
την ολοκλήρωσι των εργασιών της Αγίας και Μεγάλης Πανορθοδόξου Συνόδου εις το
Κολυμπάρι της Κρήτης κατά την Πεντηκοστή του 2016. Ήταν μία Σύνοδος η οποία
δέχθηκε σφοδρά πολεμική και αντιμετωπίσθηκε με απορριπτική διάθεσι τόσο πριν
την σύγκλησί Της όσο και μετά την ολοκλήρωσι των εργασιών Της. Δεν σκοπεύουμε
να απαντήσουμε εις τα επιχειρήματα των εναντιουμένων προς την Αγίαν Σύνοδον,
αλλά θα προσπαθήσουμε να εμφανίσουμε και να προβάλουμε τα όσα εδίδαξε και
απεφάσισε η Σύνοδος αυτή δια μέσου των κειμένων Της. Έτσι, κάθε καλοπροαίρετος
θα δυνηθή να σχηματίση αντικειμενική και ανεπηρέαστη γνώμη για την ορθότητα και
πιστότητα των αποφάσεων Αυτής προς την αεί βιουμένη υπό της Ορθοδόξου Εκκλησίας
Πίστεως. Τα όσα ακολουθούν δεν αποτελούν συστηματική ανάλυσι των κειμένων της
Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, αλλά ταπεινή προσπάθεια αναγνώσεως και κατανοήσεως
των στοιχείων εκείνων της αμωμήτου ημών Πίστεως, τα οποία η εν λόγω Σύνοδος
προσεπάθησε να διατυπώση και να διακηρύξη.
α) Εις το κείμενο «Σχέσεις της
Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» απ’ αυτής της αρχής
του κειμένου, εις την πρώτην παράγραφον, διακηρύσσεται ότι «Η Ορθόδοξος
Εκκλησία, ούσα η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, εν τη βαθεία
εκκλησιαστική αυτοσυνειδησία αυτής…», εκφράζοντας αφ’ ενός μεν την διαχρονική
Πίστι της Εκκλησίας, δεσμεύουσα δε και οριοθετούσα συγχρόνως τα όρια εντός των
οποίων είναι δυνατόν να ερμηνευθούν και να κατανοηθούν τα όσα περιλαμβάνονται
στην συνέχεια του κειμένου. Η Ορθόδοξος Εκκλησία πιστεύει ακραδάντως και
κατέχει μέσα στο βαθύτερο μέρος της συνειδήσεώς Της, δια της εμπειρικής βιώσεως
της Χάριτος του Παναγίου Πνεύματος, ότι είναι Μία και μοναδική, με το να είναι
το Σώμα του σαρκωθέντος Θεού και Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, το παρατεινόμενον
εις τους αιώνας. Δια τούτο είναι και Αγία, κατά κυριολεξίαν και
αποκλειστικότητα, καθ’ όσον ένας είναι ο αληθινός Θεός ο μόνος Άγιος και πηγή
πάσης αγιότητος, ο Οποίος πραγματικά σαρκώθηκε και δια του Τιμίου Του αίματος
έσωσε και αγίασε τον κόσμο και τον άνθρωπο. Την πληρότητα της αληθινής Πίστεως
κατέχει φυσικώς ο Κύριος, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος και δι’ αυτό η
Εκκλησία Του είναι Καθολική, έχει δηλαδή και Αυτή ως φυσική Της ιδιότητα να
περιέχη και να περιλαμβάνη ολόκληρη την ορθή και υγιαίνουσα Πίστι, την
Αποστολική Πίστι. Αυτή την Πίστι την οποία εβίωσε με την επιστασία του Αγίου
Πνεύματος η Εκκλησία της εποχής των Αγίων Αποστόλων, συνεχίζει με τον ίδιο
ουσιαστικά τρόπο να ζη η Εκκλησία αδιαλείπτως μέχρι σήμερα. Η Πατερική Θεολογία
και γραμματεία, τα τυπικά της Εκκλησίας και αι ιεραί ακολουθίαι, αποτελούν
προσπάθεια των υπευθύνων της Εκκλησίας κάθε εποχής να διασαφηνίσουν, να
ερμηνεύσουν και να καταστήσουν πλέον κατανοητό, εις το πλήρωμα Αυτής, το ίδιο
Μυστήριο της εν Χριστώ σωτηρίας, όπως το εβίωσε η Αποστολική Εκκλησία. (Πρβλ.
παράγρ. 2).
β) Αυτή η βαθυτάτη αυτοσυνειδησία
της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ότι κατέχει την πληρότητα της εν Χριστώ αποκαλυφθείσης
αληθείας, της δίδει την δυνατότητα να «πιστεύη ακραδάντως ότι κατέχει κυρίαν
θέσιν εις την υπόθεσιν της προωθήσεως της χριστιανικής ενότητος εντός του
συγχρόνου κόσμου.» (Βλ. παρ. 1). Το κείμενο ακολούθως προσθέτει: «Οι σύγχρονοι
διμερείς διάλογοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως και η συμμετοχή Αυτής εις την
Οικουμενικήν Κίνησιν ερείδονται επί της συνειδήσεως ταύτης της Ορθοδοξίας και
του οικουμενικού αυτής πνεύματος επί τω τέλει της αναζητήσεως, βάσει της
αληθείας της πίστεως και της παραδόσεως της αρχαίας Εκκλησίας των επτά
Οικουμενικών Συνόδων, της ενότητος όλων των Χριστιανών.» (Βλ. παρ. 5). Η
ενότητα, λοιπόν, των Χριστιανών δεν υποδηλοί ένα σημείο προς το οποίο πρέπει
όλοι μας να πορευθούμε, προκειμένου να επιτευχθή η ενότης, αλλά το σημείο αυτό
είναι συγκεκριμένο και συμπίπτει και συνταυτίζεται με το περιεχόμενο της
πίστεως και της παραδόσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Το σημείο της ενότητος των
Χριστιανών ταυτίζεται με την γνησιότητα της Αποστολικής Πίστεως και της Πίστεως
των επτά Οικουμενικών Συνόδων, στοιχεία τα οποία ακραδάντως πιστεύει ότι
κατέχει η Ορθόδοξος Εκκλησία, σύμφωνα πάντα με το κείμενο της Αγίας και Μεγάλης
Συνόδου.
γ) «Η Ορθόδοξος Εκκλησία,
αδιαλείπτως προσευχομένη υπέρ της των πάντων ενώσεως, εκαλλιέργει πάντοτε
διάλογον μετά των εξ αυτής διεστώτων, των εγγύς και των μακράν» (Βλ. παρ. 4). Η
φράσις «των εξ αυτής διεστώτων» σημαίνει, αυτών οι οποίοι, δια διαφόρους λόγους
και εις διαφόρους ιστορικάς στιγμάς, απομακρύνθηκαν από την πίστι της Εκκλησίας
των επτά Οικουμενικών Συνόδων και ακολούθησαν, προτίμησαν και εν τέλει
αποδέχθηκαν άλλες ετερόδοξες και αιρετικές διδασκαλίες. Έκτοτε πάντοτε η
Ορθόδοξος Εκκλησία πρωτοστατεί, ακολουθούσα το αποστολικόν λόγιον «ος πάντας
ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α’ Τιμ. 2,4) και
αγωνίζεται δια την αποκατάστασιν της χριστιανικής ενότητος, δια την επάνοδον
των απομακρυνθέντων απ’ Αυτής, εις την Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν
Εκκλησίαν, τουτέστιν εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, διότι μόνη Αυτή κατέχει,
βιώνει και εκφράζει την γνησίαν Αποστολικήν Πίστιν και την πίστιν των επτά
Οικουμενικών Συνόδων. Όπου λοιπόν το κείμενον αναφέρεται εις την χριστιανικήν
ενότητα, εννοεί ενότητα εν τη Αληθεία, δηλαδή επιστροφή και επανένταξι εις την
αληθινή Πίστι της Ορθοδόξου Εκκλησίας. (Πρβλ. παρ. 4).
Η Ορθόδοξος Εκκλησία ήτο θετικώς
διατεθειμένη εις τους θεολογικούς διαλόγους και την «Οικουμενικήν Κίνησιν των
νεωτέρων χρόνων, εν τη πεποιθήσει ότι δια του διαλόγου δίδει δυναμικήν
μαρτυρίαν του πληρώματος της εν Χριστώ αληθείας και των πνευματικών αυτής θησαυρών
προς τους εκτός αυτής, με σκοπόν την προλείανσιν της οδού της οδηγούσης προς
την ενότητα.» (Πρβλ. παρ. 6). Πάντοτε το ζητούμενον είναι το πλήρωμα της εν
Χριστώ αληθείας, το οποίον επανειλημμένως διατρανώνεται ότι ταυτίζεται με την
Πίστι της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Προσφέρεται δε η μαρτυρία αυτής της αληθείας υπό
της Εκκλησίας δυναμικά, ώστε να προετοιμασθή η προσέγγισις όσων απομακρύνθηκαν
από την αλήθεια και να επιτευχθή εν τέλει η επάνοδος και η ένωσίς τους με
Αυτήν.
δ) «Κατά την οντολογικήν φύσιν της
Εκκλησίας, η ενότης αυτής είναι αδύνατον να διαταραχθή.» (Βλ. παρ. 6).
Διακηρύσσεται λοιπόν και κατά την σημερινή εποχή, συνοδικώς και πανορθοδόξως,
ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία αποτελεί το ένα σώμα του Χριστού και βιώνει την μίαν
και ορθήν Αποστολικήν πίστιν δια της οποίας και ενώνεται με τον εν Τριάδι
αληθινόν Θεόν, από τον Οποίον και αντλεί την ενωτική της δύναμιν. Αυτήν λοιπόν
την θεοδώρητον ευλογίαν του σαρκωθέντος Θεανθρώπου να καλέση τους ανθρώπους εις
ενότητα με την συμμετοχή τους εις το Σώμα Του, δηλαδή την αγίαν Του Εκκλησίαν,
αλλά και την δι’ αυτής ενότητα του κάθε πιστού με τον Κύριον της Δόξης δια της
ακτίστου Θείας Χάριτος του Παναγίου Πνεύματος και την πραγματικήν εμπειρίαν της
θεώσεως, δεν μπορεί, είναι αδύνατον, να την διαταράξη ο οποιοσδήποτε.
«Παρά ταύτα, η Ορθόδοξος Εκκλησία
αποδέχεται την ιστορικήν ονομασίαν των μη ευρισκομένων εν κοινωνία μετ’ αυτής
άλλων ετεροδόξων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών,» (Βλ. παρ. 6). Αφού η
Σύνοδος έχει διατυπώσει την πεποίθησί Της δια την μοναδικότητα της Πίστεως της
μιας Εκκλησίας και την αδιατάρακτη ενότητά Της εξ αιτίας του συνέχοντος Αυτήν
Ιησού Χριστού, δέχεται, δια λόγους οικονομίας, συγκαταβάσεως, φιλανθρωπίας και
διευκολύνσεως της οδού της επιστροφής προς την Αλήθειαν, την ιστορικήν
ονομασίαν, όσων κατά καιρούς απομακρύνθηκαν από Αυτήν, ως άλλων ετεροδόξων
χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών, οι οποίες διευκρινίζεται σαφώς, ότι δεν
ευρίσκονται πλέον σε μυστηριακή κοινωνία με την Μία και Αγία Εκκλησία. Η
ονομασία «ετερόδοξοι Εκκλησίαι» δεν έχει καμμίαν σχέσιν και συνάφειαν με την
δογματικήν έννοιαν του όρου. Έχει μόνον ιστορικήν και κοινωνιολογικήν σημασίαν,
χαρακτηρίζουσα όσους κατά καιρούς απομακρύνθηκαν από Αυτήν λόγω των αιρετικών
τους πεποιθήσεων, διατήρησαν όμως κατά την ιστορική διαδρομή τον όρον εκκλησία
προς χαρακτηρισμόν της αιρετικής τους οντότητας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην
ομάδα των άλλων ετεροδόξων χριστιανικών Εκκλησιών δεν υφίσταται καμμία
διάκρισις η εξαίρεσις. Με αυτή την διατύπωσι συμπεριλαμβάνεται όλος ο δυτικός
Χριστιανισμός εις όλας του τας εκφάνσεις, μηδέ αυτού του Παπισμού εξαιρουμένου.
Απ’ όλους λοιπόν αυτούς, οι οποίοι απομακρύνθηκαν («των διεστώτων») κατά
καιρούς από την Ορθόδοξο Εκκλησία, απαιτείται η αποσαφήνισις του όλου
εκκλησιολογικού θέματος και ιδιαιτέρως της γενικωτέρας παρ’ αυτών διδασκαλίας
περί μυστηρίων, χάριτος, ιερωσύνης και αποστολικής διαδοχής. (Πρβλ. παρ. 6).
Θεωρείται λοιπόν σαφέστατα υπό της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, ότι όσοι
απομακρύνθηκαν από την ορθόδοξον Πίστι και περιέπεσαν εις λανθασμένας και
αιρετικάς διδασκαλίας, οφείλουν να ξεκαθαρίσουν και να αναθεωρήσουν τις
αντιλήψεις τους σχετικά με αυτές, ώστε αφού αποκαταστήσουν τις πεποιθήσεις τους
και επανέλθουν εις την σωστήν και ορθόδοξον Πίστι, δυνηθούν να επανενταχθούν
και να ενωθούν με την Ορθόδοξον Εκκλησία.
ε) Μία προσεκτική ανάγνωσις του
κειμένου μας αναδεικνύει, ότι με ήπιες φράσεις, αλλά με σαφές και διαυγές
περιεχόμενον, θεωρείται ως «ευνόητο ότι κατά την διεξαγωγήν των θεολογικών
διαλόγων κοινός πάντων σκοπός είναι η τελική αποκατάστασις της εν τη ορθή
πίστει και τη αγάπη ενότητος.» (Βλ. παρ. 12). Επίσης οι θεολογικοί διάλογοι «προσδιορίζονται
πάντοτε επί τη βάσει των αρχών της ορθοδόξου εκκλησιολογίας και των κανονικών
κριτηρίων της ήδη διαμεμορφωμένης εκκλησιαστικής παραδόσεως.» (Βλ. παρ. 20). Εν
συνεχεία αναφορικά με το έργον της επιτροπής «Πίστις και Τάξις» καταλήγει το
κείμενο: «Εν τούτοις η Ορθόδοξος Εκκλησία διατηρεί επιφυλάξεις δια κεφαλαιώδη
ζητήματα πίστεως και τάξεως, διότι αι μη Ορθόδοξοι Εκκλησίαι και Ομολογίαι
παρεξέκλιναν εκ της αληθούς πίστεως της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής
Εκκλησίας.» (Βλ. παρ. 21). Ωσαύτως και το τελευταίον άρθρον 24 καταλήγει:
«Είναι απαραίτητος η συνέχισις της μαρτυρίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις τον
διηρημένον χριστιανικόν κόσμον επί τη βάσει της αποστολικής παραδόσεως και
πίστεώς της.»
Είναι σαφές λοιπόν ότι η
Ορθόδοξος Εκκλησία έχει πλήρη αυτοσυνειδησίαν, ότι κατέχει την αποστολικήν
παράδοσι και πίστι της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας και ότι
οι θεολογικοί διάλογοι αποσκοπούν εις την επάνοδον εις την ορθόδοξον πίστιν,
όσων παρεξέκλιναν από την αλήθειαν της αποστολικής Εκκλησίας, βάσει πάντοτε των
αρχών της ορθοδόξου εκκλησιολογίας και των ιερών Κανόνων, όπως έχουν
διαμορφωθεί και διατυπωθεί εντός της Ιεράς Παραδόσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας
μας.
στ) Έπίσης στο άρθρο 18
αναφέρεται: «Η Ορθόδοξος Εκκλησία πιστή εις την εκκλησιολογίαν αυτής, εις την
ταυτότητα της εσωτερικής αυτής δομής και εις την διδασκαλίαν της αρχαίας
Εκκλησίας των επτά Οικουμενικών Συνόδων, συμμετέχουσα εν τω οργανισμώ του
Π.Σ.Ε., ουδόλως αποδέχεται την ιδέαν της ‹‹ισότητος των Ομολογιών›› και ουδόλως
δύναται να δεχθή την ενότητα της Εκκλησίας ως τινα διομολογιακήν προσαρμογήν.»
Έχει πλήρη συναίσθησι η Ορθόδοξος Εκκλησία ότι ταυτίζεται, κατέχει και βιώνει
την Πίστι της αρχαίας Εκκλησίας των επτά Οικουμενικών Συνόδων και με αυτήν την
συνείδησι συμμετέχει στο Π.Σ.Ε., χωρίς να επιτρέπη σε κανένα να υπονοήση ότι
είναι δυνατόν ποτέ να δεχθή την ιδέα της ίσης αξίας των διαφόρων ομολογιών, οι
οποίες συμμετέχουν σ’ αυτό. Επίσης διαυγέστατα δηλώνει ότι δεν είναι δυνατόν σε
καμμία περίπτωσι να δεχθή την έννοια της ενότητος της Εκκλησίας ως αποτέλεσμα
προσαρμογών και προσθαφαιρέσεων μεταξύ των ομολογιών, προκειμένου να προκύψη
μια νέα ομολογία κοινώς αποδεκτή. Εξάλλου και με την δήλωσι του Τορόντο πάλι
διατρανώνεται η πεποίθησις της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ότι δεν θεωρεί τας άλλας
εκκλησίας ως εκκλησίας υπό την αληθή και πλήρη έννοια του όρου. (Πρβλ. παρ.
19).
Με τις ανωτέρω επισημάνσεις η
Αγία και Μεγάλη Πανορθόδοξος Σύνοδος οριοθετεί τα πλαίσια, εντός των οποίων
δύνανται να κινούνται οι εκπρόσωποι των Ορθοδόξων Εκκλησιών εις την λεγομένην
οικουμενικήν κίνησιν και συγχρόνως περιγράφει το νόημα και την σκοπιμότητα την
οποίαν επιτρέπεται να έχη αύτη από σκοπιάς Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ούτω
οποιαδήποτε ενέργεια η υποστήριξις θεολογικών θέσεων υπό ορθοδόξων οι οποίες προωθούν
την ισότητα των Ομολογιών η την διομολογιακήν προσαρμογήν, γίνεται σαφές ότι
ευρίσκονται εκτός των πεποιθήσεων της Ορθοδόξου Εκκλησίας και εμφορούνται υπό
του πνεύματος της πλάνης. Ενέργειαι αι οποίαι εκ πρώτης όψεως μπορεί να
φαίνωνται ασήμαντοι, και ίσως έτσι να ξεκίνησαν υπό τινων αδελφών,
προσεκτικώτερον όμως εξεταζόμεναι έρχονται εις πλήρη αντίθεσι με την ανωτέρω
απόφασιν της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, εις το εξής όχι μόνον πρέπει να
αποφεύγωνται, αλλά καθίστανται πλέον απηγορευμέναι και παντελώς ανεπίτρεπτοι.
Εις το πρόσφατον παρελθόν
υπεστηρίζετο υπό τινων αδελφών η άποψις, ότι προέχει η προσέγγισις των
Εκκλησιών και η ένωσις ακόμη αυτών (μετά των Παπικών), με την προώθησιν του
διαλόγου της αγάπης, τιθεμένων των δογματικών διαφορών εις δευτέραν μοίραν και
επαφιεμένων να τακτοποιηθούν εις το απροσδιόριστον μέλλον. Η άποψις αυτή ως
εμπίπτουσα εις την διομολογιακήν προσαρμογήν και μη εκπληρούσα την πιστότητα
εις την αρχαίαν πίστιν των επτά Οικουμενικών Συνόδων, απορρίπτεται πλέον και
επισήμως υπό της Πανορθοδόξου Συνόδου. Επίσης πρακτικαί, όπως το χειροφίλημα
του Πάπα υπό Ορθοδόξων Αρχιερέων, καθώς και ο λειτουργικός ασπασμός μετά
ετεροδόξων, προσκρούουν πλέον σαφώς εις τας ανωτέρω αναφερομένας αποφάσεις της
Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και δεν μπορεί να υπάρξη καμμιά δικαιολογία, ώστε να
επαναλειφθούν τέτοια η παρόμοια γεγονότα εις το μέλλον.
Τις τελευταίες δεκαετίες
παρατηρούμε προσπάθειες μερικών ετεροδόξων να αποδείξουν ως ισαξίαν και
συμπορευομένην με την ιδική τους πνευματικότητα, την πνευματική ζωή της
Ορθοδόξου Εκκλησίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο με αυτή την ισοπεδωτική λογική
υποστηρίζουν ότι και το αποτέλεσμα το οποίον επιφέρει η Χάρις του Παναγίου
Πνεύματος, εφ’ ενός εκάστου των πιστών, σχετικώς με την προκοπήν αυτών εις τας
αρετάς και εις την μετοχήν εις Αυτό είναι ταυτόσημο. Ωστόσο, δεν είναι δυνατόν
από διαφορετικά πιστεύω και βιώματα να προκύπτουν ταυτόσημα η και παρόμοια
πνευματικά αποτελέσματα. Τούτο γνωρίζουσα εν Αγίω Πνεύματι η Αγία και Μεγάλη
Σύνοδος δεν αποδέχεται την ισότητα των ομολογιών, οδηγούσα εις την σωστήν
αντίληψιν και στάσιν τα τέκνα Της και βοηθούσα τους εκ των ετεροδόξων
καλοπροαιρέτους αδελφούς να μην απατώνται με ψευδείς υποσχέσεις, ότι τάχα
μπορούν και αυτοί να μετάσχουν εις τα πνευματικά αγαθά της αγιωτάτης Ορθοδόξου
Εκκλησίας και δη της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, ενώ εξακολουθούν να μην
τυγχάνουν μέλη Αυτής. Γι’ αυτό και επιμένει η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος εις την
ανάγκην επιστροφής των «διεστώτων» εις την αρχαίαν πίστιν των επτά Οικουμενικών
Συνόδων, όπου η ορθή πίστις στο Τριαδικό δόγμα, χωρίς την παραχάραξιν του
filioque, διασφαλίζει και την πλήρη και ορθή συμμετοχή στα χαρίσματα του
Παναγίου Πνεύματος.
ζ) Εις την παρ. 23, ενώ φαίνεται
να προβάλλεται η αναγκαιότητα του διαχριστιανικού διαλόγου μέσα σε πολιτισμένα
πλαίσια «εμπνεόμενοι υπό των κοινών θεμελιωδών αρχών του Ευαγγελίου», εν
τούτοις σκοπός είναι να υπογραμμισθή και να στηλιτευθή το μέγιστο κακό του
προσηλυτισμού, του οποίου θύματα είναι πάντοτε οι ορθόδοξοι πιστοί. Γι’ αυτό
και το κείμενο ρητά τονίζει: «αποκλειομένης πάσης πράξεως προσηλυτισμού, ουνίας
η άλλης προκλητικής ενεργείας ομολογιακού ανταγωνισμού». Δεν είναι πρώτη φορά
που ασχολείται η Εκκλησία με αυτά τα θέματα, αλλά και με την ευκαιρία της Αγίας
και Μεγάλης Συνόδου, επισήμως πλέον, απορρίπτει με έμφασι («αποκλειομένης
πάσης») κάθε προσηλυτιστική ενέργεια, κάνοντας μάλιστα ιδιαίτερη μνεία της
πονηράς μεθόδου της ουνίας.
Μη νομίσει δε κανείς, εξ αφορμής
των ανωτέρω, ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία παραιτείται του ιεραποστολικού Της έργου.
Αντιθέτως θέλει να διατρανώση και να υπογραμμίση την πλήρη αντίθεσι μεταξύ
ιεραποστολής και προσηλυτισμού. Αυτή η διαφορά διατυπώνεται σαφώς στην 5η
παράγραφο της εισαγωγής του κειμένου για την αποστολή της Εκκλησίας στον
σύγχρονο κόσμο. Αφού αναφερθή στον λόγο του Κυρίου «Πορευθέντες μαθητεύσατε
πάντα τα έθνη», συνεχίζει: «Η αποστολή αυτή πρέπει να εκπληρούται όχι
επιθετικώς η δια διαφόρων μορφών προσηλυτισμού, αλλά εν αγάπη, ταπεινοφροσύνη
και σεβασμώ προς την ταυτότητα εκάστου ανθρώπου και την πολιτιστικήν
ιδιαιτερότητα εκάστου λαού. Εις την ιεραποστολικήν αυτήν προσπάθειαν οφείλουν
να συμβάλουν πάσαι αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι». Αυτό είναι το ήθος της ορθοδόξου
ιεραποστολής, που ακολουθεί τον λόγο του Κυρίου «πορευθέντες», προκειμένου να
δώση την ευκαιρία της σωτηρίας σε όσους θέλουν. Αντιθέτως ο προσηλυτισμός που
ασκούν οι ετερόδοξοι, συκοφαντώντας την αλήθεια της Ορθοδοξίας, στοχεύει με
κάθε δόλιο τρόπο στην απόκτηση νέων οπαδών και συνεργών στην οδό της απωλείας.
η) Εις το κείμενον «Η αποστολή
της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις τον σύγχρονον κόσμον», προβάλλεται η αλήθεια ότι «η
αξία του ανθρωπίνου προσώπου, απορρέει εκ της δημιουργίας του ανθρώπου κατ’
εικόνα Θεού και καθ’ ομοίωσιν και εκ της αποστολής αυτού εις το σχέδιον του
Θεού,» και ότι «ο σκοπός της ενανθρωπήσεως του Λόγου Θεού είναι η θέωσις του
ανθρώπου.» (Βλ. κεφ. Α, παρ. 1). Βάσει αυτών των αρχών της πίστεως η Ορθόδοξος
Εκκλησία αντιμετωπίζει τα διάφορα κοινωνικά, βιοηθικά και άλλα σύγχρονα
προβλήματα θέτοντας πάντοτε ως προτεραιότητα την αξίαν του ανθρώπου και την
σωτηρίαν αυτού, αναδεικνύουσα δε συγχρόνως ότι «η αμαρτία είναι πνευματική
ασθένεια, της οποίας τα εξωτερικά συμπτώματα είναι αι ταραχαί, αι έριδες, τα
εγκλήματα και οι πόλεμοι, μετά των τραγικών αυτών συνεπειών. Η Εκκλησία
επιδιώκει να εξαλείψη ου μόνον τα εξωτερικά συμπτώματα αυτής της ασθενείας,
αλλά και αυτήν ταύτην την ασθένειαν, την αμαρτίαν.» (Βλ. κεφ. Γ, παρ. 4).
Επίσης «Δια την Ορθόδοξον
Εκκλησίαν, η ικανότης προς επιστημονικήν έρευναν του κόσμου αποτελεί θεόσδοτον
δώρον εις τον άνθρωπον. Συγχρόνως όμως προς αυτήν την κατάφασιν, η Εκκλησία
επισημαίνει τους κινδύνους, οι οποίοι υποκρύπτονται εις την χρήσιν ωρισμένων
επιστημονικών επιτευγμάτων.» (Βλ. κεφ. ΣΤ, παρ. 11). Δεν ήτο δυνατόν η Αγία και
Μεγάλη Σύνοδος να διεξέλθη όλα αυτά τα θέματα, τα οποία διαλαμβάνει το εν λόγω
κείμενον λεπτομερώς, όμως θέτει τας ορθάς θεολογικάς και πνευματικάς βάσεις,
επί των οποίων καλούνται οι πιστοί και αι κατά τόπους Εκκλησίαι να εγκύψουν και
να τα επεξεργασθούν περαιτέρω.
Προς το τέλος του κειμένου
διακηρύττει μάλιστα, ότι «κατά τους χρόνους τούτους της εκκοσμικεύσεως
ιδιαιτέρως προβάλλει η ανάγκη, όπως εξαρθή η σημασία της αγιότητος του βίου, εν
όψει της πνευματικής κρίσεως, η οποία χαρακτηρίζει τον σύγχρονον πολιτισμόν… Η
Ορθόδοξος Παράδοσις, διαμορφωθείσα δια της βιώσεως εν τη πράξει των
χριστιανικών αληθειών, είναι φορεύς πνευματικότητος και ασκητικού ήθους, το
οποίον δέον να εξαρθή και προβληθή όλως ιδιαιτέρως κατά την εποχήν ημών.» (Βλ.
κεφ. ΣΤ, παρ. 13).
η) Εις το κείμενον που αφορά το
Μυστήριον του Γάμου, αρχικώς δηλώνεται η πεποίθησις εις την ιερότητα αυτού
επισημαίνοντας ότι «η εν Χριστώ ένωσις ανδρός και γυναικός συνιστά μίαν μικράν
εκκλησίαν η μίαν εικόνα της Εκκλησίας. Η ένωσις αύτη δια της ευλογίας του Θεού
υψούται εις υψηλότερον βαθμόν, διότι η κοινωνία είναι υπεροχωτέρα της ατομικής
υπάρξεως, αφού τους εισάγει εις την τάξιν της Βασιλείας της παναγίας Τριάδος.»
(Βλ. κεφ. Ι, παρ. 4). Έχοντας αυτή την θεολογική βάσι κατόπιν εκφράζεται δια
του κειμένου της Συνόδου η πλήρης αντίθεσις της Εκκλησίας προς τον πολιτικόν
γάμον, ο οποίος στερείται μυστηριακού χαρακτήρος. Κατά τον ίδιο τρόπο δηλώνεται
και η μη αποδοχή του συμφώνου συμβιώσεως, όπως και κάθε άλλης μορφής
συμβιώσεως. Παρά ταύτα «τα συνάπτοντα πολιτικόν γάμον μέλη της Εκκλησίας πρέπει
να αντιμετωπίζωνται μετά ποιμαντικής ευθύνης, η οποία επιβάλλεται δια να
κατανοήσουν την αξίαν του μυστηρίου του γάμου και των εξ αυτού απορρεουσών
ευλογιών δι’ αυτούς.» (Βλ. κεφ. Ι, παρ. 9 και 10).
Τα κωλύματα του Γάμου επαναβεβαιούνται
υπό της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, ακολουθώντας πιστά τους θείους και ιερούς
Κανόνας, δυναμένων των κατά τόπους Αυτοκεφάλων Εκκλησιών δια των Ιερών Συνόδων
Αυτών να εφαρμόζουν την αρχήν της εκκλησιαστικής οικονομίας, συμφώνως προς τας
αρχάς των ιερών κανόνων, εν πνεύματι ποιμαντικής διακρίσεως, επί τω σκοπώ της
σωτηρίας του ανθρώπου. (Πρβλ. κεφ. ΙΙ. Παρ. 5, ιι.). Η ανεπιφύλακτος αποδοχή
των ιερών Κανόνων της Εκκλησίας υπό της Αγίας Συνόδου εις όλα τα σημεία των
αποφάσεών Της, έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, καθώς σηματοδοτεί την στάσιν της
Εκκλησίας έναντι μερικών ορθοδόξων, οι οποίοι τοποθετούνται υποτιμητικά σχετικά
με τους ιερούς Κανόνας και επιδιώκουν να μειώσουν το κύρος αυτών.
θ) Εις το θέμα «Η σπουδαιότης της
νηστείας και η τήρησις αυτής σήμερον», η Αγία Σύνοδος προβάλλει τας θεολογικάς
και πνευματικάς προϋποθέσεις της νηστείας και αποδέχεται τας παραδεδομένας
περιόδους νηστείας, συνιστώσα συγχρόνως ταύτας «ως θεοδώρητον φυλακτήριον της
καινής εν Χριστώ ζωής των πιστών κατά πάσης επιβουλής του αλλοτρίου.» (Βλ. παρ.
6). Επί πλέον δέχεται και νηστείας πέραν των καθιερωμένων «κατά την προαίρεσιν
των πιστών τηρουμένων.» (Βλ. παρ. 6).
Αυτό το οποίον οφείλουμε, νομίζω,
να παρατηρήσουμε, σχετικώς με τα δύο θέματα του Γάμου και της Νηστείας, είναι,
ότι ενώ αυτά ετέθησαν ως θέματα με το σκεπτικό του εκσυγχρονισμού, τάσις η
οποία επηρέαζε πολλούς εκ των υπευθύνων της Εκκλησίας κατά τις προηγούμενες
δεκαετίες, κατέληξε εις τα κείμενα των αποφάσεων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου,
τη επινεύση του Αγίου Πνεύματος, όχι μόνον να μην υποστή κάποιαν αλλοίωσιν η
παραδεδομένη εκκλησιαστική τάξις, αλλά να επιβεβαιωθή και να προβληθή αυτή
ακόμη περισσότερο προς τους πιστούς ως απαραίτητη προς σωτηρίαν. Τούτο
θεωρούμε, ότι κατέστη δυνατόν δια της θεολογικής αναπτύξεως και εμβαθύνσεως εις
την Πατερικήν Θεολογίαν κατά την διάρκειαν των τελευταίων δεκαετιών, ιδιαίτερα
από τα μέσα του περασμένου αιώνος και εξής. Με την πλούσια παραγωγή και
εκδοτική προσφορά των Πατερικών έργων έγινε αντιληπτό, ότι ο Ευαγγελικός λόγος,
η Αποστολική Πίστι, το βίωμα και η βιοτή των αγίων Πατέρων και η μέθεξις των
ακτίστων ενεργειών του Παναγίου Πνεύματος δια μέσου των ιερών Μυστηρίων και της
εν γένει πνευματικής ζωής των πιστών της Εκκλησίας, είναι η διαχρονική και
αληθινή ανακαίνισις και πρόοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η Εκκλησία δεν
αποτελεί ένα εγκόσμιο σωματείο, που προσπαθεί να προσελκύση οπαδούς με διάφορες
ευχάριστες και ικανοποιούσες τα πάθη προσφορές προς τα μέλη του, αλλά είναι
θεοΐδρυτος οργανισμός, αυτό τούτο το Σώμα του σαρκωθέντος Κυρίου της Δόξης, που
καλεί τους πιστούς να απαλλαγούν από την ευπερίστατο αμαρτία και την απάτη του
αρχεκάκου όφεως και να ακολουθήσουν τον Σταυρό του Κυρίου και τις άγιες εντολές
Του, την μόνη και αποκλειστική οδό η οποία οδηγεί τον άνθρωπο κάθε εποχής στην
αληθινή και πραγματική ευτυχία, με πλήρη γνώσι και συναίσθησι, και σ’ αυτή την
πρόσκαιρη ζωή και στην άλλη αιωνίως.
ι) Εις τα άλλα δύο θέματα η Αγία
και Μεγάλη Σύνοδος, ασχολείται με τον τρόπο ανακηρύξεως μιας εκκλησιαστικής
περιοχής ως αυτονόμου και των άλλων σχετικών διαδικασιών και σχέσεων που
διέπουν μία αυτόνομο Εκκλησία, καθώς και με την εκκλησιαστική κατάστασι η οποία
επικρατεί στην Ορθόδοξη Διασπορά. Με πλήρη αίσθησι ευθύνης αναφέρεται στο
κείμενο: «1. Διεπιστώθη ότι αποτελεί κοινήν βούλησιν πασών των αγιωτάτων
Ορθοδόξων Εκκλησιών, όπως επιλυθή το ζήτημα της Ορθοδόξου Διασποράς το
ταχύτερον δυνατόν και όπως οργανωθή αύτη κατά τρόπον σύμφωνον προς την
ορθόδοξον εκκλησιολογίαν και την κανονικήν παράδοσιν και πράξιν της Ορθοδόξου
Εκκλησίας. 2. Διεπιστώθη ωσαύτως ότι κατά την παρούσαν φάσιν δεν είναι εφικτή
δι’ ιστορικούς και ποιμαντικούς λόγους η άμεσος μετάβασις εις την αυστηρώς
κανονικήν τάξιν της Εκκλησίας ως προς το ζήτημα τούτο, τουτέστιν εις την
ύπαρξιν ενός μόνου Επισκόπου εις τον αυτόν τόπον. Όθεν αποφασίζεται όπως
διατηρηθούν αι θεσμοθετηθείσαι υπό της Δ’ Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως
Επισκοπικαί Συνελεύσεις, άχρις ου επιστή ο καιρός, κατόπιν ωριμάνσεως των
συνθηκών, προς εφαρμογήν της κανονικής ακριβείας.» (Βλ. Ορθόδοξος Διασπορά.)
Η Ορθόδοξος Εκκλησία διαπιστώνει
συνοδικώς τα όλως ιδιαίτερα προβλήματα τα οποία έχουν δημιουργηθή εις τους
κόλπους Της, τις τελευταίες δεκαετίες, λόγω της ανακατατάξεως των γεωπολιτικών
και κοινωνικών συνθηκών και προσπαθεί με περισσή περίσκεψι να οδηγήση τις διάφορες
κανονικές δυσλειτουργίες, οι οποίες έχουν προκύψει, προς την σωστή τους
κατεύθυνσι, συμφώνως προς την κανονικήν τάξιν της Εκκλησίας.
ια) Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος
κατά την λήξιν Αυτής εξέδωσε και μίαν λαμπράν και θεολογικωτάτην εγκύκλιον εις
την οποίαν επαναδιατυπώνεται η σημερινή αυτοσυνειδησία της Ορθοδόξου Εκκλησίας,
«Η Ορθόδοξος Εκκλησία, πιστή εις την ομόφωνον ταύτην αποστολικήν παράδοσιν και
μυστηριακήν εμπειρίαν, αποτελεί την αυθεντικήν συνέχειαν της μιας, αγίας,
καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, ως αύτη ομολογείται εις το Σύμβολον της
πίστεως και βεβαιούται δια της διδασκαλίας των Πατέρων της Εκκλησίας. Ούτως,
αισθάνεται μείζονα την ευθύνην αυτής όχι μόνον δια την αυθεντικήν βίωσιν της
εμπειρίας αυτής υπό του εκκλησιαστικού σώματος, αλλά και δια την αξιόπιστον
μαρτυρίαν της αληθείας προς πάντας τους ανθρώπους.» (Βλ. παρ. 2). Εν συνεχεία
αναφέρεται, ότι η Ορθοδοξία είναι η Εκκλησία των Συνόδων, από την Αποστολικήν
εν Ιεροσολύμοις σύνοδον και καθ’ εξής μέχρι σήμερον. Αναφέρονται φυσικά και αι
επί της εποχής του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά συγκληθείσαι Μεγάλαι Σύνοδοι
(1341, 1351, 1368), δια των οποίων εβεβαιώθη η αυτή αλήθεια της πίστεως,
εξαιρέτως δε περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και περί της μεθέξεως του
ανθρώπου εις τας ακτίστους θείας ενεργείας. (Πρβλ. παρ. 3).
Η αναφορά εις τας Συνόδους που
έλαβαν χώρα επί Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, η οποία σημειωτέον είχε ζητηθή και υπό
του Αγίου Όρους εις το προσυνοδικό του έγγραφον, καταδεικνύει την αποδοχήν της
περί ακτίστων θείων ενεργειών διδασκαλίας του Αγίου Γρηγορίου, από όλους τους
Ορθοδόξους, ως ουσιώδες συστατικό της πνευματικής των ζωής. Όχι μόνον δεν υποτιμάται,
εις τας αποφάσεις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, η παραδεδομένη Ορθόδοξος
Πίστις, αλλά και προβάλλεται και κηρύττεται ευθαρσώς εις όλας αυτής τας
διαστάσεις. Κατά τας εργασίας δε της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου δεν ενεφανίσθη
καμμία προσπάθεια υποτιμήσεως η σχετικοποιήσεως της Ορθοδόξου Πίστεως, χάριν
εξυπηρετήσεως φιλενωτικών διαθέσεων, όπως, δυστυχώς, σκαιώς και πέραν πάσης
λογικής εσυκοφαντήθη η Σύνοδος αύτη. Επίσης ο προεδρεύων της Αγίας Συνόδου
Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος ήτο θετικός και δεκτικός
εις κάθε παρατήρησι και πρότασι των άλλων Εκκλησιών, παρ’ όλην μερικές φορές
την αντίθεσιν των στενών του συνεργατών, προς πληρεστέραν και σαφεστέραν
διατύπωσιν της Ορθοδόξου Πίστεως εις τα Συνοδικά κείμενα. Οφείλουμε, νομίζω, να
αναφέρουμε την αποστροφή του Παναγιωτάτου εις την ομιλία του κατά την Συνοδικήν
Θείαν Λειτουργίαν της Πεντηκοστής εις το Ηράκλειο, ότι εμείς εις την Ανατολήν
δεν έχομεν Πάπα, απορρίπτοντας ούτω δημοσίως την πρόσφατον προσπάθειαν τινών
συνεργατών του να εξυψώσουν υπεράνω των άλλων Πατριαρχών τον Πατριάρχην
Κωνσταντινουπόλεως, αλλοιώνοντας την αποδεκτήν υπό πάντων τάξιν ως πρώτου
μεταξύ ίσων. Συγχρόνως όμως με τον προαναφερθέντα Πατριαρχικόν λόγον
απορρίπτεται και η περί Παπικού πρωτείου Δυτική πλάνη.
ιγ) Εις την αρχήν αναφέραμε την
Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον και ως Πανορθόδοξη. Δεν ήτο εκ παραδρομής, το
εννοούμε. Διότι όλαι αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι συμμετείχον εις τας προσυνοδικάς
διασκέψεις, συμμετείχον εις την διαμόρφωσιν των κειμένων και συνεφώνουν με αυτά
ως και εις την τελευταίαν προσυνοδικήν σύναξιν των Ορθοδόξων Προκαθημένων, όπου
συνεφώνησαν τελικώς δια την σύγκλησιν της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου κατά την
Πεντηκοστήν του 2016. Το ότι δεν συμμετείχον τελικώς τέσσαρες Εκκλησίαι εις την
Αγίαν Σύνοδον, δεν μειώνει ποσώς τον Πανορθόδοξο χαρακτήρά Της, καθόσον οι
λόγοι δια τους οποίους απουσίασαν δεν είχον καμμίαν σχέσιν με το δογματικό
περιεχόμενο των κειμένων της Αγίας Συνόδου, αλλά υπήρξαν διάφοροι άλλοι λόγοι,
πάντως όχι δογματικοί και εις τινας περιπτώσεις απλώς, ίσως και μόνον,
φθονεροί, οι οποίοι τους εμπόδισαν να προσέλθουν και να συμμετάσχουν.
Εις αυτό το θέμα δεν θα
επιμείνουμε, καθόσον δεν αποσκοπούμε να θίξουμε κανένα, παρά μόνον να
βοηθήσουμε εις την φανέρωσι της αληθείας. Ενδεικτικώς μόνον θα αναφέρουμε ένα
λόγιο ενός ρώσου αναλυτού, του Victor Gaetan, με κάθε επιφύλαξι για την
ακρίβεια της μεταφράσεως, «η άρνησις της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας να
συμμετάσχη στην Σύνοδο ματαίωσε το όνειρο του Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου να
προβάλη την υπ’ αυτόν παγκόσμια ενότητα της Ορθοδοξίας». Δυστυχώς μερικοί
βάζουν τον εγωϊσμό τους, το κακώς εννοούμενο εθνικό τους συμφέρον και την
αντιπάθειά τους προς το Σεπτό Οικουμενικό Πατριαρχείο, υπεράνω του συμφέροντος
της Εκκλησίας και της ψυχής του κάθε ανθρώπου, δια τον οποίον ο Χριστός
απέθανε.
Παρά τις ανθρώπινες δυσκολίες, τα
προβλήματα και τις αντιξοότητες οι οποίες αναφύονται σε κάθε συλλογικό έργο,
ιδιαίτερα δε στο σωτήριο έργο μιας Συνόδου και μάλιστα Πανορθοδόξου, όπου ο
πειρασμός ερεθίζεται τα μέγιστα, η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος επραγματοποιήθη και
επετέλεσε το ιστορικό και πνευματικό έργο Της, τη επινεύσει και επιστασία του
Παναγίου και Τελεταρχικού Πνεύματος, και διετράνωσε και εφανέρωσε την αληθινή
και σώζουσα Ορθόδοξη Πίστι προς πάντας τους ανθρώπους, τους εγγύς και τους
μακράν. Η πραγματοποίησις μιας εκκλησιαστικής ορθοδόξου Συνόδου δεν αποτελεί
διεκπεραίωσι διοικητικών υποθέσεων, αλλά φανέρωσι της αγαπητικής σχέσεως,
αλληλοπροσεγγίσεως και ενώσεως των μελών του ενός Σώματος του Χριστού, ευδοκία
του Πατρός και χάριτι του Αγίου Πνεύματος. Δεν είναι λοιπόν δυνατόν μία
Πανορθόδοξος Σύνοδος, με κόπο δεκαετιών προετοιμασμένη, να αστοχήση και να
είναι άμοιρος της Χάριτος και του φωτισμού του Παναγίου Πνεύματος. Όσοι
ισχυρίζονται κάτι τέτοιο διαψεύδονται από τα κείμενα της Συνόδου και συγχρόνως
γίνεται φανερό ότι δεν πιστεύουν στο Μυστήριο της Εκκλησίας του Χριστού και
στην ακαταμάχητη δύναμι του Παναγίου Πνεύματος, η οποία και «συγκροτεί όλον τον
θεσμόν της Εκκλησίας».
ιδ) Περαίνοντες θα θέλαμε να
σχολιάσουμε και τον τρόπο με τον οποίο συνεκροτήθη η Αγία και Μεγάλη
Πανορθόδοξος Σύνοδος. Οι πολέμιοι της Αγίας Συνόδου διετύπωσαν πολλές
αντιρρήσεις επί του θέματος. Όμως όταν μία μεγάλη Σύνοδος συγκαλείται μετά από
πολλούς αιώνες, μέσα σε ένα τελείως διαφορετικό ιστορικό περιβάλλον, με την νέα
μορφή της εκκλησιαστικής πραγματικότητος, αυτήν των δεκατεσσάρων αυτοκεφάλων
Εκκλησιών, πως είναι δυνατόν να συγκρίνεται με τις Οικουμενικές Συνόδους, οι
οποίες συνεκλήθησαν μέσα σε ένα τελείως διαφορετικό κοινωνικοϊστορικό πλαίσιο.
Κατά τις προσυνοδικές συνεδριάσεις, προφανώς μετά από βασανιστικές συζητήσεις,
κατέληξαν ομοφώνως εις τον γνωστό κανονισμό συγκλήσεως της Αγίας και Μεγάλης
Συνόδου. Έτσι τα προσυνοδικά κείμενα εστάλησαν εις τας κατά τόπους Ορθοδόξους
Εκκλησίας προς συζήτησιν εις τας Ιεράς Συνόδους εκάστης, προκειμένου να
διαμορφωθούν αι επί των κειμένων απόψεις εκάστης Εκκλησίας και ούτω
προετοιμασμέναι να προσέλθουν, με εικοσιπενταμελείς αντιπροσωπείες επισκόπων
εις την Μεγάλην Σύνοδον προς τελική επεξεργασία των κειμένων. Δεν γνωρίζω εάν ο
κανονισμός αυτός είναι ο καλύτερος, ο χρόνος και η πείρα θα το δείξη, όμως
απορώ και θαυμάζω πως κάποιοι αδελφοί επαίρονται και μπορούν να θεωρούν την
γνώμη τους ανώτερη και σωστότερη από την από κοινού γνώμη των δεκατεσσάρων
Εκκλησιών.
Θα μπορούσαμε να γράψουμε πολύ
περισσότερα, όμως σκοπός μας δεν είναι η εξαντλητική ανάλυσις των κειμένων,
αλλά η ανάδειξι της Ορθοδοξίας των κειμένων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και η
ταύτισι Αυτής με την αρχαία πίστι της Εκκλησίας των επτά Οικουμενικών Συνόδων,
όπως συνεχίζεται και βιώνεται μέχρι σήμερα από την Ορθόδοξο Εκκλησία.
Πηγή: Πεμπτουσία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου