Κυριακή (ΚΕ΄) ΙΓ´Λουκᾶ
Λόγος εἰς τό Εὐαγγέλιον
Τά ὑστερήματά μας καί ἡ ὑπέρβασή τους (Λουκ. ιη´22)
(Λουκ. ιη´18- 27)
«Ἔτι ἕν σοι λείπει»
Ἄρχοντας τοῦ τόπου του μέ πλοῦτο πολύ ἦταν ὁ ἄνθρωπος
τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου. Ἀλλά καί ἄνθρωπος, ὅπως φαίνεται, μέ πνευματικά ἐνδιαφέροντα.
Νοσταλγοῦσε τήν αἰώνια χαρά τοῦ Παραδείσου, γι᾽αὐτό καί πλησιάζοντας τόν Χριστό
τόν ρώτησε: τί πρέπει νά κάμω γιά νά κληρονομήσω τήν αἰώνια ζωή; Καί ὁ Κύριος ἀντί
ἄλλης ἀπαντήσεως τοῦ ὑπενθύμισε τίς ἐντολές τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, τίς ὁποῖες, ὅπως
ἀπάντησεν, τίς εἶχε τηρήσει ἐπακριβῶς ἀπό τά παιδικά του χρόνια, γιά νά πάρει
τήν ἀπάντηση: «ἔτι ἕν σοι λείπει».Ὅσο κι ἄν ἐνόμιζε πώς κατέχει τόν Νόμο τοῦ
Θεοῦ βρέθηκε ἐλλειμματίας. Εἶχεν ἀτέλειες. Ὑστεροῦσε στήν πνευματική ζωή, ἀλλά
δέν τό καταλάβαινε. Κι αὐτό ἦταν τό μεγάλο του λάθος.
Τό
ἴδιο λάθος κάνουμε κατά κανόνα κι ἐμεῖς. Ἔχουμε ἐλλείψεις πνευματικές τίς ὁποῖες
δέν ἀντιλαμβανόμαστε. Ἡ συμπεριφορά καί τό πάθημα τοῦ νέου ἐκείνου ἀνθρώπου μᾶς
δίνει τήν ἀφορμή νά ἐρευνήσουμε τόν ἑαυτό μας. Νά ἐντοπίσουμε τίς δικές μας ἀτέλειες, τά δικά μας πνευματικά ὑστερήματα,
νά ἀναγνωρίσουμε τά λάθη καί τίς ἐλλείψεις μας καί νά βροῦμε τρόπους
διορθώσεώς τους.
*****
«Ἔτι ἕν σοι λείπει»
Ποιός
τολμᾶ, ἀδελφοί μου, νά τό ἀρνηθεῖ; Ποιός ἔχει τό θάρρος νά ἀμφισβητήσει τόν παραπάνω λόγο τοῦ Κυρίου; Ὅσο
κι ἄν ἡ ψυχή μας θέλγεται ἀπό τά μεγάλα καί ὑψηλά, ἡ ἀδυσώπητη πραγματικότητα μᾶς
πείθει ὅτι βρισκόμαστε χαμηλά. Ποθοῦμε τίς κορυφές, ἀλλά βρισκόμαστε στούς
πρόποδες τοῦ ὄρους πού λέγεται χριστιανική τελειότητα. Ὁ θεῖος Ἀπόστολος Παῦλος
μᾶς τό λέγει ξεκάθαρα: «πάντες γάρ ἥμαρτον
καί ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. γ΄23). Ὅλοι ἀνεξαιρέτως ἁμάρτησαν
καί στεροῦνται τή δόξα πού κατέχει ὁ Θεός. Μετά τήν παρακοή τῶν πρωτοπλάστων
καί τή πτώση τους, ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἐξαχρειώθηκε. Ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τή χάρη τοῦ
Θεοῦ. Σκοτίστηκεν ὁ νοῦς του καί ἡ θέλησή του ἔγινε ἀνίσχυρη, καί ἀνίκανη νά ἀκολουθήσει
τό καλό. Ἔμεινε γιά πάντα τραυματισμένος. Εὐτυχῶς ὅμως ὁ τραυματισμός δέν ἦταν
θανάσιμος. Ἔγινε ἀμαύρωση τῆς εὐγένειας τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, χωρίς ὅμως
νά ἐξαλειφθεῖ τό «κατ’ εἰκόνα». Εὔκολα πλέον ξεφεύγει στό κακό καί πολύ δύσκολα
ἐπιτυγχάνει τό ἀγαθό.
Ὅσοι
θέλουν καί ἐπιχειροῦν νά ζήσουν συνειδητή πνευματική ζωή τό γνωρίζουν αὐτό ἐκ
πείρας. Ὅταν ὁ πιστός ἄνθρωπος δοκιμάσει νά προσεγγίσει τόν Θεό, νά συνδεθεῖ
στενά μαζί του, βρίσκει ἀντιμέτωπες ἰσχυρές δυνάμεις, πού ζητοῦν νά τοῦ φράξουν
τό δρόμο πρός τόν Θεό. Οἱ δυνάμεις αὐτές ξεπηδᾶνε πρωτίστως μέσα ἀπό τόν ἴδιο τόν
ἄνθρωπο. Εἶναι τό θέλημα τῆς σαρκός, τά κινήματα τοῦ «παλαιοῦ ἀνθρώπου», οἱ
σφδρές καί ἔνοχες ἐπιθυμίες, ἡ ἔντονη φορά πρός τό εὔκολο καί χωρίς κόπο ἐπιτυγχανόμενο,
ἡ ροπή πρός τό μάταιο καί τό κακό. Εἶναι ὁ νόμος τῆς ἁμαρτίας, πού προστάζει νά
ποῦμε τό ὄχι στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πού νομοθετεῖ τόν κόπο, τόν μόχθο, τόν ἀγώνα, τήν ἐπαγρύπνηση καί τίς θυσίες.
Ἀκόμη
εἶναι δυνάμεις τρομερές πού ζητοῦν νά ἀνακόψουν τήν πορεία μας πρός τόν Θεόν
καί νά ἐμποδίσουν τή συμμόρφωσή μας πρός τό ἄγιο θέλημά Του. Ἀναγνωρίζει καί
θέλει τό καλό, ἀλλά δύσκολα τό κατορθώνει. Μαζί μέ τόν Ἀπόστολος Παῦλο ἀναφωνεῖ:
«Τό γάρ θέλειν παράκειταί μοι, τό δέ κατεργάζεσθαι τό καλόν, οὐχ εὑρίσκω» (Ρωμ.
ζ΄18). Τό νά θέλω θεωρητικά τό καλό καί τήν ἀρετή εἶναι κοντά μου καί εὔκολο σ’
ἐμένα. Τό νά ἐκτελῶ ὅμως τό καλό στήν πράξη εἶναι μακριά μου καί δέν τό
κατορθώνω. Ὅπως τό ἀρρωστημένο μάτι δύσκολα δέχεται τό φῶς τοῦ ἥλιου, ἔτσι
καί ὁ ἄνθρωπος ἔχει κάποια ἀνικανότητα στό νά δέχεται τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος.
Καί
ὅλη αὐτή ἡ κατάσταση τῆς πνευματικῆς τύφλωσης ὀφείλεται κυρίως καί πρό παντός
στόν ἐγωϊσμο, τή φιλαυτία καί τήν ἀλαζονεία. Κάποιες στιγμές ἤ περιόδους τῆς ζωῆς
μας ἀνοίγουν τά μάτια μας στήν ὀμορφιά τῆς ἁγιότητας, παίρνουμε καλές ἀποφάσεις
καί ἔχουμε τήν ἐντύπωση πώς εἴμαστε καλά στεριωμένοι στό δρόμο πού ὁδηγεῖ στόν
οὐρανό. Συχνά ὅμως τά πιό μικρά ἐμπόδια καί οἱ πιό ἁπλές δυσκολίες μᾶς κόβουν
τό δρόμο καί ξαφνικά βρισκόμαστε πτώματα «ἐξαίσια». Ἔχουμε ξεχάσει τίς καλές
μας ἀποφάσεις καί πέφτουμε ἀδύναμοι καί ἀβοήθητοι. Ἡ κλίση μας πρός τό κακό εἶναι
τόση, πού ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος μᾶς λέγει πώς: «εἴμαστε ἱκανοί νά διαπράξουμε
κάθε ἁμαρτία, πού βλέπουμε νά κάμνει ὁ γείτονάς μας , ἄν δέν μᾶς συγκρατοῦσεν ἡ
χάρις τοῦ Θεοῦ».
Ὅταν
ἐξετάσουμε εἰλικρινά τόν ἑαυτό μας θά διαπιστώσουμε πώς ὅλα τά μετροῦμε μέ τό
μέτρο τοῦ ἐγώ μας, μέ τά συμφέροντα καί τίς ἰδέες μας. Πόσες φορές μᾶς
στενοχωρούμαστε γιατί μᾶς ὑποδεικνύουν
τά λάθη μας. Ὁ ἐγωισμός μας μᾶς κάμνει νά τούς ἀντιπαθοῦμε ἤ καί νά τούς μισοῦμε.
Ἡ παρουσία τους μᾶς ἐξοργίζει. Μιά τέτοια κατάσταση στή ψυχή μας προδίδει τή
ζωντανή παρουσία τοῦ «παλαιοῦ ἀνθρώπου» μέσα μας. Δυστυχῶς ἀποφεύγουμε τήν αὐτογνωσία. Ἀντί νά
στρεφόμαστε στό ἐσωτερικό μας καί νά ἐξετάζουμε τό βαθύτερο περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς
μας, ἐξαπατοῦμε τόν ἑαυτό μας. Εἴτε τό θέλουμε ὅμως εἴτε ὄχι οἱ ἄλλοι ἀντιλαμβάνονται
τά ἐλαττώματά μας.
Ἕνα
βλέμμα στόν ἐσωτερικό μας κόσμο, ἐφ’ ὅσον θά γίνει μέ ταπείνωση, θά μᾶς ἀποκαλύψει πάθη καί κακίες, ἐλαττώματα
καί ἀδυναμίες ἀκόμη καί κλίσεις πονηρές. Θά διαπιστώσουμε φθόνους, ἁμαρτωλές ἐπιθυμίες,
ἐγωισμούς, κατάκρίσεις, μοχθηρίες, θυμούς, ἐκδικήσεις, φιλοχρηματίες, ὀκνηρίες,
κυριολεκτικά μιά ἀτελείωτη σειρά παραβάσεων. Ὅταν μάλιστα ἀναλογιζόμαστε τήν
τελειότητα τήν ὁποία διδάσκει ὁ Κύριος καί τήν ἀρετή πού πέτυχαν οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας,
ἀλλά καί ἁπλοί ἀλλά ἀγωνιστές τοῦ πνεύματος χριστιανοί, τότε πρέπει μέ πνεῦμα
συντριβῆς νά ὁμολογοῦμε ὅτι ὑστεροῦμε καί μάλιστα σέ μεγάλο βαθμό.
*****
Αὐτή
ἡ διαπίστωση τῶν πολλῶν ἐλλείψεων καί ὑστερημάτων στήν πνευματική μας ζωή δέν
πρέπει μέ κανένα τρόπο νά μᾶς ὁδηγεῖ σέ ἀπογοήτευση καί μελαγχολία. Ἄν τό
θελήσουμε καί ἀγωνισθοῦμε, μποροῦμε νά νικήσουμε. Μποροῦμε νά ξεπεράσουμε τίς
ἐλλείψεις καί τίς ἀτέλειές μας. Ἀρκεῖ νά ὑπάρχει θέληση καί ἀποφασιστικότητα.
Πιό ἁπλά χρειάζεται νά ἀσκήσουμε στόν ἑαυτό μας τήν εὐλογημένη καί ἅγια βία τήν
ὁποία μᾶς συνιστᾶ ὁ Κύριος. «Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται», μᾶς εἶπε, «καί
βιασταί ἁρπάζουσιν αὐτήν» (Ματθ. ια΄12). Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν κερδίζεται μέ
τή βία, πού πρέπει νά ἀσκήσει ὁ πιστός στόν ἑαυτό του.
Τά
πράγματα εἶναι φανερά. Ὁ ἄτολμος, ὁ δειλός, ὁ ἀμελής καί ράθυμος θά παρασυρθεῖ ἀπό
τίς δυνάμεις τοῦ κακοῦ. Θά ὑποχωρήσει , θά χάσει τήν ἐπαφή του μέ τόν Θεόν καί
κατά συνέπεια θά χάσει τήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν καί θά χαθεῖ. Τό καθῆκον ἐκείνου
πού πραγματικά ποθεῖ νά ἀνήκει στόν Θεόν εἶναι ἡ χρήση τῆς βίας. Μᾶς χρειάζεται
δηλαδή ὁρμή, ζῆλος, ἐνθουσιασμός, σταθερή ἀπόφαση καί συντονισμένη προσπάθεια. Ὁ
ἐραστής τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ δέν φοβᾶται καί δέν ἀπφεύγει τόν ἀγώνα. Ἐκεῖ πού
δέν ὐπάρχει ἀγώνας δέν ὑπάρχει ἀρετή. Ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς λέγει: «Οὔτω
τρέχω, οὕτω πουκτεύω ὡς οὐκ ἀέρα δέρων» ( Α΄Κορ. θ΄26). Τρέχω, λέγει, ἔτσι ὥστε
ξέρω τί ζητῶ, καί δέν παρουσιάζομαι νά πυγμαχῶ γρονθοκοπώντας τόν ἀέρα.
Ἀπό
τή στιγμή πού ἀναγνωρίζουμε τίς ἐλλείψεις μας ἤδη μπήκαμε στό δρόμο τῆς νίκης.
«Ἄν πιστεύουμε ὅτι ὑστεροῦμε, τότε ἡ ἁγιότητα δέν εἶναι μακριά». Ὅταν θέλουμε,
μποροῦμε νά γίνουμε «τέλειοι καί ὁλόκληροι ἐν μηδενί λειπόμενοι» (Ἰακ. α΄4). Ὅταν
ὅμως στήν ὑπόδειξη τοῦ Κυρίου «ἔτι ἕν σοι λείεπι», κωφεύσουμε, δέν τή δεχτοῦμε
καί τήν ἀπορρίψουμε, ὅπως ἔκανε ὁ πλούσιος τοῦ Εὐαγγελίου, τότε τά πράγματα
δυσκολεύουν. Ἡ τελειότητα χρειάζεται θυσία, προσπάθεια καί ἡ προσπάθεια δέν εἶναι
ἔργο τῆς στιγμῆς, εἶναι ἔργο ὁλόκληρης ζωῆς.
*****
«Ἔτι ἕν σοι λείπει»
Νά
προοδεύουμε λοιπόν, ἀδελφοί! Καί νά προαγόμαστε καθημερινά στήν πνευματική ζωή.
Νά προκόπτουμε, ὅπως ὁ Κύριος Ἰησοῦς ὡς ἄνθρωπος. Γι’ Αὐτόν βεβαιώνει ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής
ὅτι «προέκοπτε σοφίᾳ καί ἡλικίᾳ καί χάριτι παρά Θεῷ καί ἀνθρώποις» ( Λουκ.
β΄52). Δέν εἶναι ἀδύνατη ἡ πρόοδος οὔτε
στή γνώση τῆς Πίστεως οὔτε στή
χριστιανική ζωή, γιατί ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ μᾶς ἔχει χαρίσει ὅλα τά μέσα γιά
νά ἐπιτύχουμε τήν ὑπέρβαση τῶν πνευματικῶν μας ἐλλείψεων. Ἀρκεῖ νά ἀγωνιζόμαστε
κάμνοντας χρήση ὅλων τῶν μέσων πού μᾶς παρέχει ἡ ἀγαθότητά Του, ὅπως καί ὁ ἅγιος
Στυλιανός τοῦ ὁποίου τή μνήμη ἑορτάζουμε σήμερα.
Ἀρχιμανδρίτης Γρηγόριος Μουσουρούλης
Ἐκφωνήθηκε στόν Ἱερό Καθεδρικό Ἁγίου Ἰωάννου Ἀρχιεπισκοπῆς
Λευκωσίας, Κυριακή 26.11.2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου