Τί είναι η Παλαιά Διαθήκη; (α)
Η ΒΙΒΛΙΚΗ ΚΟΣΜΟΓΕΝΕΣΗ
π. Δημητρίου Μπόκου
Η Παλαιά Διαθήκη, είναι το πρώτο
μέρος της Αγίας Γραφής (το άλλο είναι η Καινή Διαθήκη). Αρχίζει με «την Μωσέως κοσμογένεσιν». Ο προφήτης
Μωυσής, συγγραφέας των πέντε πρώτων βιβλίων της (της Πεντατεύχου, όπως
λέγεται), περιγράφει την αγιογραφική κοσμογονία. Εξιστορεί ότι ο κόσμος όλος
ήλθε στην ύπαρξη εκ του μηδενός με τη δημιουργική ενέργεια του Θεού, που εκφράσθηκε
διά του παντοδυνάμου του λόγου: «Αυτός
είπε και εγενήθησαν, αυτός έδωσε εντολή και
εκτίσθησαν». Οι αναφορές της Αγίας Γραφής και της εκκλησιαστικής υμνολογίας
στο κοσμογονικό γεγονός είναι πάμπολλες. «Κατ’
αρχάς συ, Κύριε, την γην εθεμελίωσας και έργα των χειρών σου εισίν οι ουρανοί» (Ψαλμ.
101, 26). «Ο κατ' αρχάς τους ουρανούς, παντοδυνάμω σου Λόγω στερεώσας, Κύριε
Σωτήρ…». «Ο στερεώσας κατ' αρχάς τους ουρανούς εν συνέσει» κ.λ.π.
Δύο απολύτως σημαντικά στοιχεία
προκύπτουν αμέσως από τη διήγηση για την αρχέγονη προέλευση του κόσμου. Το
πρώτο είναι ότι ο
κόσμος δεν είναι άναρχος. Έχει χρονική αρχή. Δεν προϋπήρχε
προαιωνίως. Προήλθε από το μηδέν. Υπήρχε εποχή που ήταν ανύπαρκτος. Ο μόνος
άναρχος είναι ο Θεός στην τριαδική του μορφή, Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα.
Αυτός, με τρόπο ακατάληπτο σε μας, προϋπάρχει από πάντοτε. Δεν υπήρξε στιγμή
που ο Θεός δεν υπήρχε. Είναι ο Ων, αυτό είναι το όνομά του που μπορούμε να
γνωρίσουμε εμείς, όπως λέγει ο ίδιος στον Μωυσή. Αυτός που πραγματικά και πάντοτε
υπάρχει (στα εβραϊκά: Γιαχβέ). «Ο
ων και ο ην και ο ερχόμενος».
Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι ο
κόσμος δεν
προέκυψε από μόνος του. Δεν ήρθε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη με
δική του δύναμη, βούληση και ενέργεια. Δεν είναι δηλαδή αυθύπαρκτος. Η αιτία
της γένεσής του βρίσκεται έξω από αυτόν. Προήλθε από το δημιουργικό πρόσταγμα, από συγκεκριμένη
ενέργεια του Θεού. Επειδή μόνο ο Θεός είναι αυθύπαρκτος, πηγή ζωής
και έχει, συνεπώς, τη δυνατότητα, όποτε θελήσει, να παρέχει το είναι και σε
άλλα όντα.
Η δημιουργία λοιπόν είναι καρπός
της ελεύθερης βούλησης και της αγάπης του Θεού. Ο Θεός δεν έκαμε τον κόσμο
πιεζόμενος από κάποια δύναμη έξω και πάνω από τη θέλησή του, ούτε αισθανόμενος
κάποια έλλειψη (μοναξιά) από την απουσία του. Ήταν πλήρης εν εαυτώ, έχοντας
τέλεια ενδοτριαδική αγαπητική κοινωνία, περιχώρηση αγάπης των τριών θεϊκών
προσώπων μεταξύ τους.
Η θεία ουσία δηλαδή έχει ως
φυσική της ενέργεια την αγάπη. Με αυτήν κινείται προς τα έξω, έρχεται σε
κοινωνία με άλλα όντα έξω από τον εαυτό της. Είναι μια κίνηση εντελώς φυσική,
χωρίς να υπαγορεύεται από καμμιά εξωτερική δύναμη. Μπορούμε να το καταλάβουμε
λίγο αυτό, αν πάρουμε για παράδειγμα τον ήλιο. Ο ήλιος έχει την ουσία του και
από αυτήν παράγεται ενέργεια. Δεν είναι δυνατόν η ουσία του ήλιου να υπάρχει
χωρίς την ενέργειά της, αλλά είναι απολύτως φυσικό της ιδίωμα να θερμαίνει και
να φωτίζει.
Έτσι ακριβώς και η θεία φύση έχει
ως ενέργεια την αγάπη. Γι’ αυτό και «ο
Θεός αγάπη εστί». Από τη θεϊκή ουσία πηγάζει με εντελώς φυσικό τρόπο η θεία
αγάπη, μια ανέκφραστη ερωτική φορά, με την οποία ο Θεός έλκει τα πάντα προς τον
εαυτό του, ώστε να γίνουν όλα μια ενότητα, ένα σώμα. Παρήγαγε τον κόσμο με τη
θέλησή του, κινούμενος μόνο από την απέραντη αγάπη του. Σκοπός του ήταν να
δώσει τη δυνατότητα και σε άλλα όντα να μετάσχουν στην ανέκφραστη ποιότητα της
δικής του ζωής. Να γίνουν μέλη του, κομμάτι του, «μοίρα» του.
(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, αρ. φ. 407,
Ιούνιος 2017)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου