Ὁ Θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως
στὸ Πηδάλιο
καὶ τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας
Ἐπισκόπου Ἀβύδου Κυρίλλου
Α. Εἰσαγωγικά
Εἶναι ἄξια προσοχῆς ἡ ἐπισήμανση τοῦ G. Florovsky1 καὶ ἡ γενικὴ συμπερασματική του θεώρηση γιὰ τὴν πορεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας: «Ἡ ρωσσικὴ σκέψη δὲν πάσχει ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ πιεστικὴ κυριαρχία, ἀλλὰ τοὐναντίον, πάσχει ἀπὸ τὴν ἀσύνετη καὶ μωρὰ διακοπή της ἀπὸ τή συνέχεια των βυζαντινῶν καὶ ἑλληνικῶν παραδόσεων. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τῆς ἐξόδου ἀπὸ τή (βυζαντινὴ καὶ ἑλληνική) διαδοχὴ ἐπέφερε στὴ ρωσσικὴ ψυχὴ μία διαρκῆ καὶ στείρα γοητεία. Διότι ἡ δημιουργία εἶναι ἀδύνατη χωρὶς τις ζωντανὲς παραδόσεις. Ἡ ἄρνηση τῆς ἑλληνικῆς κληρονομιᾶς δὲν μπορεῖ νὰ ἰσοδυναμεῖ σήμερα παρὰ μὲ ἐκκλησιαστικὴ αὐτοκτονία» .
Δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἐπιβεβαιώσει κανεὶς σήμερα τὶς ἱστορικὲς καὶ ψυχολογικὲς παραμέτρους τῆς παραπάνω θεώρησης τοῦ G. Florovsky, ἐὰν καὶ μόνο λάβει ὑπ᾽ ὄψιν του τὴ θεολογικὴ σκέψη, τὴν πορεία καὶ τὴ στάση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας στὶς διορθόδοξες σχέσεις ὄχι στὰ χρόνια τοῦ Ρώσσου Θεολόγου, ἀλλὰ περιοριστεῖ στὸν 21ο αἰῶνα ποὺ ζοῦμε σήμερα. Δὲν ὑπάρχει ἐδῶ ἡ δυνατότητα νὰ σχολιαστοῦν κείμενα θεολογικά, ἐγκεκριμένα ἀπὸ τὴν Ἱ. Σύνοδο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ὅπως αὐτὸ ποὺ ἀποτιμᾶ ἐκκλησιολογικὰ τὶς σχέσεις μὲ τοὺς ἑτεροδόξους2 ἢ τὸ κείμενο γιὰ τό «Κοινωνικὸ Δόγμα»3, γιὰ νὰ καταδειχθεῖ ἐὰν ὑπάρχει σ᾽ αὐτὰ ἡ δημιουργικὴ παράδοση, στὴν ὁποία προσβλέπει ὁ G. Florovsky. Ἐνδεικτικὰ καὶ περιοριστικὰ θὰ γίνει ἀναφορὰ σὲ τρία ἄλλα σημεῖα ποὺ δικαιολογοῦν τὴν πικρὴ ἐπισήμανσή του:
Εἶναι ἄξια προσοχῆς ἡ ἐπισήμανση τοῦ G. Florovsky1 καὶ ἡ γενικὴ συμπερασματική του θεώρηση γιὰ τὴν πορεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας: «Ἡ ρωσσικὴ σκέψη δὲν πάσχει ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ πιεστικὴ κυριαρχία, ἀλλὰ τοὐναντίον, πάσχει ἀπὸ τὴν ἀσύνετη καὶ μωρὰ διακοπή της ἀπὸ τή συνέχεια των βυζαντινῶν καὶ ἑλληνικῶν παραδόσεων. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τῆς ἐξόδου ἀπὸ τή (βυζαντινὴ καὶ ἑλληνική) διαδοχὴ ἐπέφερε στὴ ρωσσικὴ ψυχὴ μία διαρκῆ καὶ στείρα γοητεία. Διότι ἡ δημιουργία εἶναι ἀδύνατη χωρὶς τις ζωντανὲς παραδόσεις. Ἡ ἄρνηση τῆς ἑλληνικῆς κληρονομιᾶς δὲν μπορεῖ νὰ ἰσοδυναμεῖ σήμερα παρὰ μὲ ἐκκλησιαστικὴ αὐτοκτονία» .
Δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἐπιβεβαιώσει κανεὶς σήμερα τὶς ἱστορικὲς καὶ ψυχολογικὲς παραμέτρους τῆς παραπάνω θεώρησης τοῦ G. Florovsky, ἐὰν καὶ μόνο λάβει ὑπ᾽ ὄψιν του τὴ θεολογικὴ σκέψη, τὴν πορεία καὶ τὴ στάση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας στὶς διορθόδοξες σχέσεις ὄχι στὰ χρόνια τοῦ Ρώσσου Θεολόγου, ἀλλὰ περιοριστεῖ στὸν 21ο αἰῶνα ποὺ ζοῦμε σήμερα. Δὲν ὑπάρχει ἐδῶ ἡ δυνατότητα νὰ σχολιαστοῦν κείμενα θεολογικά, ἐγκεκριμένα ἀπὸ τὴν Ἱ. Σύνοδο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ὅπως αὐτὸ ποὺ ἀποτιμᾶ ἐκκλησιολογικὰ τὶς σχέσεις μὲ τοὺς ἑτεροδόξους2 ἢ τὸ κείμενο γιὰ τό «Κοινωνικὸ Δόγμα»3, γιὰ νὰ καταδειχθεῖ ἐὰν ὑπάρχει σ᾽ αὐτὰ ἡ δημιουργικὴ παράδοση, στὴν ὁποία προσβλέπει ὁ G. Florovsky. Ἐνδεικτικὰ καὶ περιοριστικὰ θὰ γίνει ἀναφορὰ σὲ τρία ἄλλα σημεῖα ποὺ δικαιολογοῦν τὴν πικρὴ ἐπισήμανσή του:
α. Στὶς 26 Δεκεμβρίου 2013 ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας ἐνέκρινε καὶ
δημοσίευσε κείμενο ποὺ ἀναφέρεται στὸ Πρωτεῖο στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία4.
Ἡ ἁπλῆ ἀνάγνωση τοῦ κειμένου πείθει ἀπόλυτα, ὅτι ὁ σκοπὸς τοῦ κειμένου αὐτοῦ δὲν
ἦταν ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς θέσης, ὅτι στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν γίνεται δεκτὸ ἕνα
Πρωτεῖο, ὅπως αὐτὸ κατανοεῖται ἀπὸ τὴ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ ἡ προβολὴ τῆς
θέσης, ὅτι στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει κανενὸς εἴδους Πρωτεῖο, ἀλλὰ μιὰ
σειρὰ Προκαθεδρίας μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων Προκαθημένων, ἡ ὁποία καὶ αὐτὴ μάλιστα ἀπορρέει
ἀπὸ τὰ Δίπτυχα (!). Δημιουργεῖ πικρία καὶ θλίψη, ἂν ὄχι ἀγανάκτηση, ἡ ἐκτροπὴ ἀπὸ
τὴν ἐκκλησιολογική, ἱστορικὴ καὶ κανονικὴ παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ποὺ
μεταβάλλεται ἀπὸ τὸ ἕνα σῶμα τοῦ Χριστοῦ σὲ συνομοσπονδία μὲ ἀκαθόριστες
μάλιστα τὶς σχέσεις τῶν μερῶν της. Εἶναι ἡ περίπτωση ποὺ ἡ ἔννοια τῆς αὐτοκεφαλίας
δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο συνιστᾶ ἀπόκλιση.
β. Τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας, παρότι τὸν Ἰανουάριο τοῦ 2016 εἶχε ὑπογράψει τὴ
σύγκληση τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου στὴν Κρήτη, εἶχε μάλιστα ὑπογράψει ὅλα
τὰ σχετικὰ κείμενα ποὺ εἶχαν ἐπὶ 40 ἔτη προετοιμασθεῖ στὶς 5 Πανορθόδοξες
Προσυνοδικὲς Διασκέψεις (1976-2015), τελικὰ ἀπεῖχε ἀπὸ τὶς ἐργασίες τῆς
Συνόδου. Ἐδῶ δὲν καταδεικνύεται ἡ ἀτροφία τῆς συνοδικῆς συνείδησης, ἀλλὰ τὸ ἄηθες
τῆς συμπεριφορᾶς. Ἡ ἀπουσία ἄλλων 3 Ἐκκλησιῶν ποὺ στὴ συγκεκριμένη περίπτωση ἐκ
τῶν πραγμάτων λειτούργησαν ὡς δορυφόροι της προβάλλοντας καὶ αὐτὲς λεκτικὲς
διαφοροποίησεις, χωρὶς προφανῶς οὐδόλως νὰ μποροῦν νὰ καταδείξουν, ὅτι τὰ
κείμενα τῆς Συνόδου συνιστοῦν ἀπόκλιση ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση - ἰσχύει ἀσφαλῶς
τὸ τοῦ Ἱ. Χρυσοστόμου5: «εἰ γάρ τις ἁπλῶς ταῖς λέξεσι παρακάθοιτο
καὶ μηδὲν πλέον τῶν γεγραμμένων ἐπιζητοίη, πολλὰ ἁμαρτήσεται» καὶ αὐτὸ τοῦ Μ. Ἀθανασίου6:
«Καὶ οὐ πρότεραι τῶν οὐσιῶν αἱ λέξεις, ἀλλ᾽ αἱ οὐσίαι πρῶται καὶ δεύτεραι
τούτων αἱ λέξεις»- ἀπετέλεσε τὴν πρόφαση καὶ ὄχι τὴν αἰτία. Ἡ αἰτία ἦταν κατὰ τὸ
μᾶλλον ἢ ἧττον ἡ παρεμβολὴ ἐμποδίων στὴ σύγκληση μιᾶς Πανορθοδόξου Συνόδου ὑπὸ
τὴν προεδρία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου. Ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ἐὰν ὑπῆρχαν
ἔστω καὶ ἐκ τῶν ὑστέρων διαφωνίες μὲ τὰ ὑπογεγραμμένα κείμενα, αὐτὲς ἔπρεπε
νὰ κατατεθοῦν στὴ Σύνοδο καὶ ὄχι νὰ προτιμηθεῖ ἡ αὐτονομιστικὴ τάση τῆς ἀπουσίας.
γ. Τὸ τελευταῖο παράδειγμα ἀποτελεῖ ἡ πρωτοβουλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου, τοῦ ὁποίου ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 2018 ἀπεφάσισε τὴ
χορήγηση αὐτοκεφάλου στὴν Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας. Μετὰ τὴν ἀπόφαση αὐτὴ καὶ
μετὰ τὴ μεταγενέστερη ἀπόφαση γιὰ τὴν ἀναγνώριση τῆς κανονικότητας στὶς δύο
πρώην σχισματικὲς Ἐκκλησίες, στὶς ὁποῖες ἀνήκει καὶ ἡ πλειοψηφία τοῦ οὐκρανικοῦ
λαοῦ, στὶς 15 Ὀκτωβρίου ἡ Ἱ. Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας συνεδριάζουσα
παραδόξως ὄχι στὴ Μόσχα ἀλλὰ στὸ Μίνσκ τῆς Λευκορωσίας ἐξέδωσε κείμενο7,
μὲ τὸ ὁποῖο τοποθετεῖται ἀρνητικὰ ἀπέναντι στὶς ἐνέργειες τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου.
Β. Τὸ κείμενο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας γιὰ τὴν Οὐκρανία
Ἀγνοώντας μεταξὺ ἄλλων τὸ ἱστορικὸ βάθος τοῦ αἰτήματος τοῦ Οὐκρανικοῦ λαοῦ γιὰ
Αὐτοκεφαλία, ἀγνοώντας τὸ γεγονός, ὅτι ἡ Οὐκρανία εἶναι ἔδαφος τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου ποὺ οὐδέποτε παραχωρήθηκε στὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας, παρερμηνεύοντας
σκοπίμως τὴν ἐπιστολὴ τοῦ τότε Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Διονυσίου Δ´ πρὸς
τὸν τότε Πατριάρχη Μόσχας8 καὶ τοὺς τότε Βασιλεῖς τῆς Ρωσσίας9,
ἑνὸς γράμματος «ἐκδόσεως», δηλ. ἀποκλειστικῆς ἀδείας νὰ χειροτονεῖται ὁ Κιέβου,
ἐκλεγομένος ὑπό τῶν ἐπισκόπων καὶ του κλήρου τῆς Μητροπόλεως Κιέβου, ἀπὸ τὸν
Μόσχας μὲ τὴν προϋπόθεση καὶ ὑποχρέωση νὰ μνημονεύει στὴ Θ. Λειτουργία τὸν Οἰκουμενικὸ
Πατριάρχη, ἀγνοώντας τὴν ἀδιάψευστη μαρτυρία τοῦ τότε Πατριάρχου Ἱεροσολύμων καὶ
μάρτυρος τῶν γεγονότων Δοσιθέου10, ὁ ὁποῖος ρητῶς ἀποφαίνεται, ὅτι
ἐδόθη μόνο ἡ ἄδεια χειροτονίας τοῦ Κιέβου, ἐνῶ τὸ Κίεβο ἐξακολουθοῦσε νὰ
παραμένει ἐπαρχία τοῦ Κωνσταντινουπόλεως, ἀγνοώντας τὸ κείμενο τῆς αὐτοκεφαλίας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Πολωνίας11, ὅπου Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
διαμαρτύρεται γιὰ τὴν ἐνσωμάτωση τοῦ Κιέβου στὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας (1924) ἐπισημαίνοντας
τὴν ἀντικανονικότητα τῆς πράξης, τὸ κείμενο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ἀποκρούει τὶς
«ἀντικανονικές» ἐνέργειες τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως ποὺ ἐξυπηρετοῦν ὑποτίθεται
πολιτικὲς σκοπιμότητες προβάλλοντας τὰ κατωτέρω κύρια «ἐπιχειρήματα»:
• Ἡ κοινωνία μὲ σχισματικοὺς ἐξομοιώνεται μὲ συμμετοχὴ στὸ Σχίσμα, ὡς ἐὰν
ἡ προσδοκία τῆς κανονικῆς Ἐκκλησίας νὰ μὴν εἶναι ἡ ἄρση τῶν Σχισμάτων, ἀλλὰ ἡ
παραμονὴ σ᾽ αὐτό. Τὸ ἀβάσιμο τοῦ ἐπιχειρήματος εἶναι προφανὲς γιὰ τοὺς ἔχοντας
στοιχειώδεις γνώσεις Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας. Ἰσχύει αὐτὸ ποὺ μαθαίνουν οἱ
φοιτητὲς ποὺ σπουδάζουν νομικά: Τὰ πασίδηλα καὶ τὰ «κοινὰ τοῖς πᾶσι» δὲ
χρήζουν ἀποδείξεως.
• Ἐπικαλεῖται τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου ποὺ ἀναγνωρίζει
τὴν καθαίρεση (1992) καὶ τὸ ἀνάθεμα (1997) στὸν πρώην Κιέβου Φιλάρετο. Ἐδῶ
σύντομα ὀφείλει νὰ παρατηρηθεῖ, ὅτι οἱ ἐπιστολὲς αὐτές, ἀκόμα καὶ ἐὰν δὲν εἶχαν
γραφεῖ, δὲ θὰ ἔθιγαν σὲ τίποτα τὴν κανονικότητα ἢ μὴ τῆς πράξης τοῦ
Πατριαρχείου Μόσχας. Κυρίως ὅμως δὲν στεροῦν ἀπὸ τὸν καταδικασθέντα τὴ
δυνατότητα γιὰ ἄσκηση Ἐκκλήτου πρὸς τὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπως θὰ
καταδειχθεῖ κατωτέρω, γιὰ τὴν ἀποκατάστασή του.
• Τὸ Προνόμιο τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως νὰ ἀποδέχεται «Ἐκκλήτους
προσφυγὰς ἀρχιερέων καὶ ἄλλων κληρικῶν ἐκ πασῶν τῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν», ἀξίωση
ποὺ διεκδικεῖται τώρα ἀπὸ τὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ποτὲ δὲν εἶχε
«τὴν πλήρη ὑποστήριξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Ὁ Θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως
ἢ εἶχε ἢ δὲν εἶχε αὐτὸ τὸ προνόμιο καὶ σ᾽ αὐτὸ ἀπαντᾶ ἡ Ἱστορία καὶ τὸ Κανονικὸ
Δίκαιο. Δὲν μπορεῖ νὰ εἶχε ἢ νὰ ἔχει μερικῶς -ὑπὸ ὁποιαδήποτε ἔννοια- αὐτὸ τὸ
Προνόμιο.
• Ἐπικαλεῖται τὸ 15. Κανόνα τῆς Συνόδου τῆς Ἀντιόχειας ποὺ λέγει ὅτι, ἐὰν
ἕνας Ἐπίσκοπος καταδικασθεῖ ὁμόφωνα, δὲν μπορεῖ νὰ ἐφεσιβάλει τὴν καταδικαστικὴ
αὐτὴ ἀπόφαση12. Φαίνεται, ὅτι γιὰ τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας ἡ Ἱστορία
καὶ τὸ Κανονικὸ Δίκαιο σταμάτησαν τὸ 341, ἔτος τῆς συγκλήσεως τῆς Συνόδου στὴν Ἀντιόχεια.
Οἱ ἐπιμελεῖς φοιτητὲς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς γνωρίζουν, ὅτι τὰ προβλήματα ποὺ ἀνέκυψαν
ἀπὸ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν Κανόνων στὴν Ἀντιόχεια, προσπάθησαν δύο χρόνια ἀργότερα νὰ
ἐπιλύσουν ἄλλες Σύνοδοι, ὅπως αὐτὴ τῆς Σαρδικῆς (343), τῆς Καρθαγένης (419), καὶ
τῆς Β´ (381) καὶ τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς (451). Περὶ ὅλων αὐτῶν θὰ γίνει λόγος
κατωτέρω.
• Ἀνάγεται στὸν ΚΗ´ κανόνα τῆς Συνόδου στὴν Καρθαγένη13 καὶ
στὴν ἐπιστολὴ τῆς Συνόδου πρὸς τὸν Ρώμης Κελεστῖνο ποὺ ἀπαγορεύουν τὴν Ἔκκλητο Ἐπισκόπων
τῆς Ἀφρικῆς πρὸς τὰ «περαματικὰ δικαστήρια» 14. Παραλείπει νὰ ἐξηγήσει,
ὅτι ὁ κανὸνας ὡς «περαματικὰ δικαστήρια» ἐννοεῖ τὸ δικαστήριο τοῦ Ἐπισκόπου
Ρώμης, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τότε ἐπιζητοῦσε τὴν ἄσκηση δικαστικῆς Ἐκκλησίας ἐφ᾽ ὅλης τῆς
Ἐκκλησίας, ἐπικαλούμενος μάλιστα τὸν 6. Κανόνα τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐπιχειρώντας
ἐπ᾽ αὐτοῦ τοῦ κανόνα νὰ θεμελιώσει τὸ δικαίωμά του αὐτό15. Ὁ
Κιέβου Φιλάρετος ποὺ ἄσκησε τὴν Ἔκκλητο, στὴ Ρώμη ἢ στὴν Κωνσταντινούπολη;
• Ἐπικαλεῖται τὸν 119 (ΡΚΘ) Κανόνα τῆς Συνόδου στὴν Καρθαγένης (419) καὶ
τὸν 17. Κανόνα τῆς Χαλκηδόνας (451), ὥστε νὰ θεμελιώσει τὴν κανονική της
δικαιοδοσία στὴν Οὐκρανία ἀφοῦ ἐντὸς τριετίας (Καρθαγένη) ἢ τριακονταετίας
(Χαλκηδόνα) δὲν ἀμφισβητήθηκε τὸ δικαίωμά της αὐτό16. Μὲ πολλὴ ἀπορία
θέτει κανεὶς τὸ ἑξῆς ἐρώτημα: Ἡ Οὐκρανία, ἕνα ἐλεύθερο κράτος σήμερα, ἀποτελεῖ
ἀγροτικὴ παροικία ἢ ἐγχώρια παροικία μεταξὺ δύο Ἐπισκοπῶν, γιὰ τὴν ὁποία
κάνει λόγο ὁ 17. Κανόνας τῆς Χαλκηδόνας; Τί σχέση ἔχει ἡ Οὐκρανία καὶ τὸ ὅλο
της πρόβλημα μὲ τὸν 119. Κανόνα τῆς Καρθαγένης ποὺ ρυθμίζει εἰδικὰ τὴ
δυνατότητα τῶν Δονατιστῶν Ἐπισκόπων ποὺ ἐπιστρέφουν στήν «καθολικὴν ἑνότητα»
νὰ ζητοῦν ἐντὸς τριετίας τοὺς τόπους ποὺ ἀνήκουν στὴν ἕδρα τους; Πέραν τούτων, ἡ
κανονικὴ δικαιοδοσία δὲν ἐμπίπτει στὶς διατάξεις τοῦ Ἐμπραγμάτου Δικαίου. Ἡ
κανονικὴ δικαιοδοσία δὲν ἀποκτᾶται διὰ χρησικτησίας. Ἡ ἐπίκληση αὐτῶν τῶν
δύο κανόνων μαρτυρεῖ ἔμμεσα τὴ λανθάνουσα ἀντίληψη τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ὅτι
τὸ Κίεβο δὲν ἀνήκει στὴν κανονική του δικαιοδοσία. Διαφορετικὰ δὲν θὰ ἀποζητοῦσε
ἀνεπιτυχῶς τὴν ἐπικουρικὴ στήριξη ἄλλων ἀσχέτων κανονικῶν διατάξεων, ὡς ἀπέλπιδα
βακτηρία.
• Ἡ προσφυγὴ καὶ ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ 8. κανόνα τῆς Γ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ποὺ
ἀφορᾶ τὴν αὐτοκεφαλία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου17 παρὰ τὴν ἀξίωση
τῆς Ἀντιοχείας νὰ ἀνήκει στὴ δική της δικαιοδοσία δὲν ὠφελεῖ σὲ τίποτα τὸ
Πατριαρχεῖο Μόσχας. Συμβαίνει μάλιστα τὸ ἀντίθετο: Τὸ Κίεβο δὲν ἀποτελοῦσε γιὰ
τὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως «ἐπαρχίαν ἑτέραν, οὐκ οὖσαν ἄνωθεν καὶ ἐξ ἀρχῆς
ὑπὸ τὴν αὐτοῦ» δικαιοδοσία, ὅπως ἀναφέρει ὁ συγκεκριμένος κανόνας. Ἦταν
Μητρόπολη ποὺ ἱδρύθηκε ὑπὸ τὴ δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ἀναφερομένη
στίς Notitiae Episcopatuum τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου18. Ὅταν δὲ
παραχωρήθηκε τὸ 1686 «οἰκονομικῶς» τὸ δικαίωμα στὴ Μόσχα νὰ χειροτονεῖ τὸ Μητροπολίτη
Κιέβου, ἡ κανονικὴ ἐξάρτηση δὲ διαταράχθηκε, ὑποχρεωμένου τοῦ Μητροπολίτου
Κιέβου νὰ μνημονεύει τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη. Ποιός ἀμφέβαλε ποτέ, ὅτι ὁ
μνημονευόμενος Ἐπίσκοπος, σὲ ὁποιονδήποτε τόπο τελεῖται ἡ Θ. Λειτουργία, εἶναι ὁ
Ἐπίσκοπος, στὴν κανονικὴ δικαιοδοσία τοῦ ὁποίου ὑπάγεται ὁ τόπος αὐτός; Κατὰ
συνέπεια εἶναι προφανὲς, ὅτι τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο δὲν ἐνήργησε «ἐκτὸς ὁρίων
κανονικότητας», ὅπως ἀναφέρει τὸ ἀνακοινωθὲν τῆς Ἱ. Συνόδου.
Ἀλλὰ καὶ ἐὰν κατὰ παράβαση τῆς ἱστορικῆς ἀληθείας καὶ τῆς κανονικῆς ἀκριβείας τὸ
Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο δὲν εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ ἀποδώσει τὴν αὐτοκεφαλία στὴν Οὐκρανία,
στὴν ὁποία σήμερα ὑπάρχει ἡ θλιβερὴ καὶ ἀπογοητευτικὴ πραγματικότητα τριῶν Ὀρθοδόξων
Ἐκκλησιῶν, ἐπειδὴ ἡ Οὐκρανία δὲν ἀνήκει στὴν κανονική του Δικαιοδοσία, εἶναι
πράγματι αὐτὸ σοβαρὸ ἐπιχείρημα κατὰ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ θρόνου τῆς
Κωνσταντινουπόλεως; Δὲν ἔχει τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τὸ ἀποκλειστικὸ
δικαίωμα νὰ ἀποδίδει τὴν αὐτοκεφαλία σὲ περιοχὲς ποὺ δὲν ἀνήκουν καὶ δὲν ἀνῆκαν
στὴ δικαιοδοσία του; Τὸ πλέον ξεκάθαρο παράδειγμα εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῆς
Γεωργίας, ἡ ὁποία τὸ 1990, ἀπαλλαγεῖσα ἀπὸ τὶς βίαιες ρωσσικὲς παρεμβάσεις τοῦ
παρελθόντος ἰδιαίτερα κατὰ τὴν περίοδο 1811-1917, ἔλαβε ὁριστικὰ τὴν αὐτοκεφαλία
ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ὑπῆρξε ποτὲ ὅλη ἡ Γεωργία ἐπαρχία τοῦ θρόνου τῆς
Κωνσταντινουπόλεως; 19 Ἐὰν στὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως ἀναγνωρίζεται,
ὅτι εἶχε τὴν ἁρμοδιότητα νὰ παράσχει τὴν αὐτοκεφαλία καὶ τὴν πατριαρχικὴ
τιμὴ στὴν Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας, γιατὶ δὲν μποροῦσε κατὰ πολὺ περισσότερο νὰ τὸ
κάνει καὶ στὴν Οὐκρανία; Δὲν ἔλαβαν ὅλες οἱ νεώτερες αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες τὴν
αὐτοκεφαλία τους ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο;
Σκόπιμα τὸ ρωσσικὸ ἀνακοινωθὲν δὲν ἀναφέρει τίποτα, γιὰ τὸ ποιὸς στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
ἔχει τὴν ἁρμοδιότητα νὰ ἀποδίδει τὴν αὐτοκεφαλία. Ἡ ὁποιαδήποτε ἀναφορὰ στὸ
θέμα αὐτὸ θὰ συνεπήγετο ἀναγκαστικὰ τὴν ὁμολογία, ὅτι αὐτὸ ἀποτελεῖ προνόμιο
ἀποκλειστικὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ὅλες οἱ μὴ προβλεπόμενες ἀπὸ τοὺς
ἱεροὺς Κανόνες Ἐκκλησίες (ἐκτὸς ἀπὸ τὰ Πατριαρχεῖα Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων
καὶ τὴν Κύπρο) ἔλαβαν τὴν αὐτοκεφαλία ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, τῆς
ρωσσικῆς Ἐκκλησίας μὴ ἐξαιρουμένης (1589). Μερικὲς δὲ ἀπὸ αὐτὲς ἔλαβαν τὴν
πατριαρχική τους τιμὴ ἐπίσης ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Ἀσφαλῶς ἡ ἀπόδοση
τῆς αὐτοκεφαλίας ἀποτελεῖ διαφορετικὴ διαδικασία ἀπὸ τὴν περαιτέρω ἀναγνώρισή
της ἀπὸ τὶς ἄλλες αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες. Δὲν εἶναι ἐπίσης τυχαῖο, ὅτι οἱ
συνοδικοὶ Τόμοι ἀπόδοσης τῆς πατριαρχικῆς τιμῆς ἀναφέρουν, ὅτι ἡ πράξη αὐτὴ τοῦ
Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ὀφείλει νὰ ἐπικυρωθεῖ ἀπὸ μέλλουσα Οἰκουμενικὴ
Σύνοδο, ὅποτε αὐτὴ ἤθελε συγκληθεῖ20. Σὲ κάθε περίπτωση καὶ ἄνευ
συγκλήσεως Οἰκουμενικῆς Συνόδου οἱ 14 Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἀναγνωρίζουν de facto
τὶς ἀποδοθεῖσες κατὰ τὴ β´ χιλιετία αὐτοκεφαλίες διὰ τῆς μεταξὺ των ἐκκλησιαστικῆς
κοινωνίας.
Ὅλα τὰ παραπάνω καταδεικνύουν καὶ κάτι ἄλλο: Ἀκόμα καὶ ἐὰν εἶχε ἐγκριθεῖ ἀπὸ τὴ
Σύνοδο τῆς Κρήτης τὸ κείμενο ποὺ εἶχε συνταχθεῖ κατὰ τὴν προετοιμασία τῆς
Συνόδου, γιὰ τὸν τρόπο ἀνακηρύξεως τῆς Αὐτοκεφαλίας21, αὐτὸ δὲ θὰ
ὠφελοῦσε καὶ κυρίως δὲ θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτρέψει τὴ δημιουργία τοῦ προβλήματος
γιὰ τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας, ἐπειδὴ προέβλεπε τὴ συναίνεση τῆς Ἐκκλησίας ἐκ τῆς ὁποίας
ἀποσπᾶται ἡ νέα αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία, διότι ἡ Μητρόπολη Κιέβου δὲν ἀποτελεῖ, ὅπως
ἤδη ἔχει ἐπισημανθῆ, κανονικὴ δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας καὶ κατὰ
συνέπεια, δὲν θὰ ἦταν ἀπαραίτητη ἡ συγκατάθεσή του. Τὸ κείμενο ὅμως γιὰ τὸν
τρόπο ἀνακηρύξεως τοῦ Αὐτοκεφάλου δὲν ἤλθε πρὸς συζήτηση στὴν Κρήτη, γιατὶ δὲ
συμφώνησαν σ᾽ αὐτὸ οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Ἡ αἰτία τῆς διαφωνίας δὲν ἦταν ἕνα
θέμα δευτερεῦον. Ἡ θέση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὅτι ὁ Οἰκουμενικὸς
Πατριάρχης «ἀποφαίνεται» γιὰ τὴν αὐτοκεφαλία μιᾶς νέας Ἐκκλησίας, ἐνῶ οἱ ἄλλοι
Προκαθήμενοι «συναποφαίνονται», ἐνσωμάτωνε καὶ προέβαλλε τὴν μέχρι τώρα
κανονικὴ παράδοση γιὰ ὅλες τὶς περιπτώσεις ἀπόδοσης αὐτοκεφαλίας κατὰ τὸ
παρελθόν, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ Οἰκουμενικὸς θρόνος ἀπέδιδε ἀποκλειστικὰ μόνον
αὐτὸς τὴν αὐτοκεφαλία, ἐνῶ ἐκ τῶν ὑστέρων οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες ἀνεγνώριζαν τὴν ἐκδοθεῖσα
πράξη. Τὸ γεγονὸς μάλιστα, ὅτι τὸ κείμενο αὐτὸ δὲν κατέστη δυνατὸ νὰ ἐγκριθεῖ
στὴν Κρήτη, δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὡς ἀτύχημα, γιατὶ τὸ συνταχθὲν κείμενο ἔθετε
μιὰ προϋπόθεση ποὺ δύσκολα στὴν πράξη θὰ μποροῦσε νὰ ἐκπληρωθεῖ: Τὴ συγκατάθεση
τῆς Ἐκκλησίας ἐκ τῆς ὁποίας ἀποσπᾶται ἡ νέα αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία. Ποιὰ ὅμως Ἐκκλησία
θὰ ἔδινε μιὰ τέτοια συγκατάθεση; Τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας, τὸ ὁποῖο θεωρεῖ τὴν Οὐκρανία
κανονικό της ἔδαφος, δὲν ἐπιθυμεῖ τὴ δημιουργία αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας στὴ χώρα
αὐτή, παρότι ἡ κατάσταση τῶν Ὀρθοδόξων ἐκεῖ μὲ τὴν ὕπαρξη τριῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν
κατέστη τὶς δύο καὶ πλέον τελευταῖες δεκαετίες χαοτική. Τί θὰ ἔπρεπε νὰ γίνει
περισσότερο; Τὴ θλιβερὴ αὐτὴ κατάσταση, γιὰ τὴν ὁποία ἀδιαφόρησε γιὰ πολὺ χρόνο
τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας, ἐπιχειρεῖ νὰ ὑπερβεῖ ἡ παρασχεθεῖσα αὐτοκεφαλία ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ
Πατριαρχεῖο, τὸ ὁποῖο προσβλέπει ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὴν ἑνότητα.
• Τὸ κείμενο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας θεωρεῖ τὸ προνόμιο τοῦ θρόνου τῆς
Κωνσταντινουπόλεως νὰ ἀποδέχεται Ἐκκλήτους, ἕνα δικαίωμα ποὺ δὲν κατοχυρώνεται
μόνο ἀπὸ τοὺς Ἱ. Κανόνες, ἀλλὰ καὶ τὴ σταθερὰ κανονικὴ πρακτική τόσων αἰώνων,
δηλ. τόσο ἀπὸ τὴν κανονικὴ θεωρία καὶ ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν κανονικὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας,
ἡ ὁποία αὐτὴ καὶ μόνον αὐθεντικὰ καὶ ἑρμηνεύει καὶ ἐφαρμόζει τοὺς Ἱ. Κανόνες,
«ὡς νεοεμφανιζόμενη ψευδὴ διδασκαλία, ἡ ὁποία κηρύσσεται σήμερα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία
τῆς Κωνσταντινουπόλεως καθὼς ἀποδίδει στὸν Πατριάρχη της τὰ δικαιώματα τοῦ
πρώτου ἄνευ ἴσων (primus sine paribus) στὴν παγκόσμια δικαιοδοσία».
Ὅπως ἤδη ἔχει ἐπισημανθῆ, ὑπάρχει στὶς κανονικὲς πηγὲς πληθώρα περιπτώσεων καὶ ἀποφάσεων,
κατὰ τὶς ὁποῖες καὶ διὰ τῶν ὁποίων ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐκλήθη στὴν ἱστορικὴ
πορεία τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἀντιμετωπίσει προβλήματα καὶ διενέξεις ποὺ ἀνεφύησαν στὸ
ἐσωτερικὸ τῶν ἄλλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ νὰ ἀνεύρει τὴ λύση. Ἡ ἀνάμειξη αὐτὴ
τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐλάμβανε καὶ λαμβάνει χώρα κατόπιν σχετικοῦ
αἰτήματος τῶν ἐνδιαφερομένων τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν, τοὺς ὁποίους ἀπασχολεῖ καὶ
τὸ πρόβλημα. Κατὰ συνέπεια εἶναι ἀβάσιμο τὸ ἐπιχείρημα τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας,
ὅτι τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως ἀσκεῖ βιαίως ὑπερόρια δικαστικὴ ἐξουσία
κατὰ τρόπο αὐθαίρετο. Στὴ συνέχεια τοῦ παρόντος πονήματος διὰ πολλῶν Ἱ.
Κανόνων, κυρίως τοῦ 3 τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς καὶ 9 καὶ 17 τῆς Χαλκηδόνας22,
θὰ καταδειχθεῖ, ὅτι στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀνετέθη τὸ ὑψηλὸ χρέος καὶ καθῆκον
νὰ ἐπουλώνει τραύματα στὸ σῶμα τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἀποσκοπώντας
στὴ διασφάλιση τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἑνότητας. Αὐτὸ ἄλλωστε, ὅπως ἐπεσημάνθη,
βεβαιώνει καὶ ἡ διηνεκὴς ἱστορικὴ καὶ κανονικὴ πράξη, ἡ ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ
παρατεθεῖ ἐδῶ, γιατὶ τὸ παρὸν κείμενο θὰ ἐξώκοιλε τῆς σκοποθεσίας του. Θὰ ἀναφερθοῦν
μόνο δύο παραδείγματα ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς καὶ κανονικὲς πηγές, γνωστὰ σὲ ὅσους ἀσχολοῦνται
εἰδικὰ μὲ τὰ θέματα αὐτά, ἀξιομνημόνευτα ὅμως γιὰ τοὺς ὑπόλοιπους.
α. Σὲ σύνοδο στὴ Κωνσταντινούπολη τὸ 1663 ἐπὶ Πατριάρχου Διονυσίου τοῦ
Γ´, παρόντων καὶ συναινούντων τῶν Πατριαρχῶν Ἀλεξανδρείας Παϊσίου, Ἀντιοχείας
Μακαρίου καὶ Ἱεροσολύμων Νεκταρίου, δηλ. συναινούντων ὅλων τῶν Πατριαρχειῶν τῆς
Ἀνατολῆς, σὲ σειρὰ ἐρωτημάτων ποὺ τέθηκαν πρὸς αὐτοὺς μεταξὺ ἄλλων ἐτέθη καὶ τὸ
ἐρώτημα, «Εἰ τῷ Κωνσταντινουπόλει ἐφεῖται πᾶσα κρίσις ἄλλων Ἐκκλησιῶν καὶ παρ᾽
αὐτοῦ λαμβάνει ἑκάστη ὑπόθεσις ἐκκλησιαστικὴ πέρας». Ἡ ὁμόφωνος ἀπάντηση τῶν Πατριαρχῶν
εἶναι ἡ ἑξῆς: «Αἱ ὑποθέσεις πᾶσαι τῶν Ἐκκλησιῶν εἰς τὸν τῆς Κωνσταντινουπόλεως
Θρόνον ἀναφέρονται καὶ παρ᾽ αὐτοῦ τὰς ἀποφάσεις λαμβάνουσιν ὡς τὰ ἴσα Πρωτεῖα
κατὰ τοὺς κανόνας ἔχοντος τῆς Παλαιᾶς Ρώμης» 23. Ἡ μὲν ἀπάντηση
εἶναι ἱστορικὰ καὶ κανονικὰ ἐνδιαφέρουσα, γιατὶ τὸ προνόμιο τῆς Ἐκκλήτου ἀνάγεται
στὰ ἴσα Πρωτεῖα τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως μὲ αὐτὸν τῆς Ρώμης
σύμφωνα μὲ τὸν 28. Κανόνα τῆς Χαλκηδόνας ποὺ ἐπικυρώνει τὴν ἐθιμικὴ πρακτική, ὅπως
ἀναφέρει ὁ ἴδιος, τὴν ἐπικρατήσασα ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου (381), δηλ. περὶ τὸ τέλος τοῦ Δ´ αἰώνα24. Εἶναι γνωστό, ὅτι
ἡ Ρώμη, σύμφωνα μὲ τοὺς Κανόνες 3, 4 καὶ 5 τῆς Σαρδικῆς25 εἶχε τὸ
προνόμιο νὰ ἀποδέχεται Ἐκκλήτους. Ἐξ ἴσου ὅμως ἐνδιαφέρον εἶναι νὰ ὑπογραμμισθεῖ,
ὅτι τὸ ἐρώτημα πρὸς τὴν Κωνσταντινούπολη ὑπέβαλε τὸ πρὸ ὀλίγων δεκαετιῶν ἀνακηρυχθὲν
ὡς αὐτοκέφαλο Πατριαρχεῖο Μόσχας (1589), τὸ ὁποῖο ἦταν φυσικὸ νὰ μὴν ἦταν ἀκόμα
οἰκεῖο μὲ τὴν ὅλη διοικητικὴ ὀργάνωση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
β. Τὸ προνόμιο τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀναγνωρίζεται καὶ
διακηρύσσεται δύο περίπου αἰῶνες ἀργότερα ἀπὸ τοὺς 4 Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς
σέ (συνοδική) ἐπιστολή τους, δηλ. τὸν Κωνσταντινουπόλεως Ἄνθιμο, τὸν Ἀλεξανδρείας
Ἱερόθεο, τὸν Ἀντιοχείας Μεθόδιο καὶ τὸν Ἱεροσολύμων Κύριλλο, πρὸς τὸν Πάπαν
Πίον Θ´ (1848) , ὁ ὁποῖος μὲ προγενέστερη ἐγκύκλιο ἐπιστολή του, προέτρεπε
τοὺς Πατριάρχες νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὴ Ρώμη26. Στὴν ἀρνητικὴ ἀπάντηση τῶν
Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς δὲν ἐπιβεβαιοῦται μόνο τὸ δικαίωμα τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης
νὰ ἀποδέχεται Ἐκκλήτους, μὲ πρώτους τοὺς Κορινθίους, οἱ ὁποῖοι γιὰ τὴν ἐπίλυση
τῆς μεταξύ τους διαφορᾶς ἀπευθύνθηκαν στὸν Κλήμεντα Ρώμης, τὸ Μ. Ἀθανάσιο καὶ τὸν
Ἱ. Χρυσόστομο, ἀλλὰ προβάλλεται τὸ διὰ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀποδοθὲν Πρεσβεῖον
στὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τὸ ὁποῖο καταδεικνύεται, ὅτι δὲν ἦταν ἕνα ἁπλὸ
Πρεσβεῖο τιμῆς κενὸ περιεχομένου. Ἐπισημαίνουν οἱ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς: «Οὕτω
συμβαίνει καὶ μέχρι τῆς σήμερον· οἱ Πατριάρχαι τῆς Ἀλεξανδρείας, τῆς Ἀντιοχείας,
τῶν Ἱεροσολύμων, εἰς τὰ παραδόξως συμπεσόντα καὶ δυσδιευθέτητα γράφουσιν εἰς τὸν
Κωνσταντινουπόλεως, διὰ τὸ εἶναι ἕδραν αὐτοκρατορικήν, ἔτι δὲ διὰ τὸ συνοδικὸν
Πρεσβεῖον». Δηλ. οἱ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, παρότι ἡ Κωνσταντινούπολη εἶχε
πάψει ἤδη 4 αἰῶνες πρὶν νὰ εἶναι πρωτεύουσα τῆς Αὐτοκρατορίας δὲν παύουν νὰ ἀναγνωρίζουν
σ᾽ αὐτὴν μὲ σεβασμὸ στὴν ἱστορία τὸ προνόμιό της. Ἐκτὸς τούτου ἡ ἀναγνώριση τοῦ
προνομίου αὐτοῦ ὀφείλεται καὶ στὸ «Πρεσβεῖον», δηλ. τὸ Πρωτεῖο ποὺ ἀποδόθηκε
στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Ἡ συνοδικὴ αὐτὴ ἐπιστολὴ εἶναι ἕνα λίαν σημαντικὸ κείμενο τοῦ Ὀρθοδόξου
θησαυροφυλακίου ἀντιτιθέμενο στὸ Παπικὸ Πρωτεῖο καὶ τήν «παπικὴν δεσποτείαν»
. Ἐξ αὐτοῦ τοῦ λόγου ἀνάγονται καὶ δικαίως συχνὰ σ᾽ αὐτή, ὅσοι ἀντιτίθενται
στὴν ρωμαιοκαθολικὴ κακοδοξία περὶ Πρωτείου καὶ Ἀλαθήτου. Τί ὅμως θὰ ποῦμε
σήμερα; Ἡ συνοδικὴ ἐπιστολή, ὅταν ἀντιτίθεται στὸ Παπικὸ Πρωτεῖο ὀρθοτομεῖ τὸ
λόγο τῆς ἀληθείας, ὅταν ὅμως ἀναγνωρίζει στὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸ
Προνόμιο τοῦ Ἐκκλήτου σφάλλει;
Τὸ κείμενο τῆς συνοδικῆς Ἐπιστολῆς τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς (1848) εἶναι ἡ
καλύτερη ἀπάντηση στὸ κείμενο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, τὸ ὁποῖο διαβλέπει στήν Ἔκκλητο
τὰ δικαιώματα τοῦ «πρώτου ἄνευ ἴσων» (primus sine paribus) στὴν παγκόσμια
δικαιοδοσία. Οἱ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς διέκριναν σαφῶς τὸ Προνόμιο τῆς Ἐκκλήτου
πρὸς τὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ποὺ προϋποθέτει τὴ συναίνεση τῶν
προσφευγόντων πρὸς αὐτό ἀπὸ τό «κυριαρχικόν» παπικὸ Πρωτεῖο ποὺ οἱ Ἐπίσκοποι
Ρώμης ἤθελαν νὰ ἀσκοῦν ἐφ᾽ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, ὑπερκείμενοι καὶ αὐτῶν τῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων, ἔτσι ὥστε νὰ ἐκπέσει τὸ παπικὸ Πρωτεῖο «ἐξ ἀδελφικοῦ τύπου καὶ
πρεσβείου ἱεραρχικοῦ εἰς κυριαρχικόν». Ἀντίθετα ἡ Ἔκκλητος στὸ θρόνο τῆς
Κωνσταντινουπόλεως ἀποτελεῖ «ἀδελφικὴ συνδρομή», διὰ τῆς ἀσκήσεως τῆς ὁποίας
«ἡ χριστιανικὴ πίστις οὐ πωλεῖται διὰ τῆς ὑποδουλώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν» .
Ἀγνοώντας ὅλα αὐτά, ὅπου διὰ τῶν Ἱ. Κανόνων καὶ τῆς κανονικῆς παραδόσεως ἐκφράζεται
ἡ Ἐκκλησιολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας μᾶλλον σκοπίμως
καὶ γιὰ νὰ δημιουργήσει σύγχυση διατείνεται, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς
Κωνσταντινουπόλεως ἀποδίδει στὸν Πατριάρχη της δικαιώματα τοῦ πρώτου ἄνευ ἴσων.
Θὰ πρέπει ἐξ ἀρχῆς νὰ τονισθεῖ καὶ νὰ εἶναι σαφὲς, ὅτι τὸ Πρωτεῖο τοῦ
Κωνσταντινουπόλεως δὲν ἀποδίδεται ἀπὸ τοὺς Ἱ. Κανόνες σὲ πρόσωπο ἀλλὰ στὸ θρόνο
τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐκφραζόμενο βεβαίως ἀπὸ τὸν ἑκάστοτε κατέχοντα τὸ θρόνο
τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ὁποῖος ὅμως λειτουργεῖ πάντοτε συνοδικά. Στὸ πλαίσιο
οἱασδήποτε ἐκφράσεως τῆς συνοδικῆς λειτουργίας ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
λειτουργεῖ πάντοτε ὡς πρῶτος μεταξὺ ἴσων, εἴτε λειτουργεῖ σὲ τοπικὸ εἴτε σὲ
παγκόσμιο ἐπίπεδο. Ταυτόχρονα ὅμως διὰ τῶν Ἱ. Κανόνων καὶ τῆς δισχιλιετοῦς
κανονικῆς παραδόσεως ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπέκτησε τὸ προνόμιο νὰ
δέχεται Ἐκκλήτους, νὰ χορηγεῖ τὸ αὐτοκέφαλο σὲ νέες Ἐκκλησίες, νὰ συγκαλεῖ
Πανορθοδόξους Συνόδους καὶ νὰ προΐσταται αὐτῶν. Σὲ ὅλες τὶς παραπάνω
λειτουργίες ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως δὲ λειτουργεῖ καὶ δὲν ἀποφασίζει ἀπὸ
μόνος του, ἀλλὰ λειτουργεῖ συνοδικὰ ἔχοντας τὴ σύμφωνη γνώμη τῆς περὶ αὐτὸν Ἱερᾶς
Συνόδου. Οὐδέποτε ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἵσταται ὑπεράνω τῆς συνοδικῆς
λειτουργίας τῆς Ἐκκλησίας. Κατὰ συνέπεια τὸ ἐρώτημα, ἐὰν ὁ Πατριάρχης
λειτουργεῖ ὡς πρῶτος μεταξὺ ἴσων ἢ ὡς πρῶτος ἄνευ ἴσων δὲν ἔχει ἀντίκρυσμα στὸ
πνεῦμα, τὸ γράμμα καὶ τὴ λογικὴ τῶν Ἱ. Κανόνων. Τὸ ἐρώτημα κατὰ τοὺς Ἱ.
Κανόνες ὀφείλει κατὰ συνέπεια νὰ μετατεθεῖ στό, ἐὰν ὁ θρόνος τῆς
Κωνσταντινουπόλεως καὶ ὄχι ὁ Πατριάρχης εἶναι πρῶτος μεταξὺ ἴσων ἢ πρῶτος ἄνευ ἴσων.
Ἡ ἀπάντηση στὸ πραγματικὸ καὶ ἀληθὲς αὐτὸ ἐρώτημα εἶναι, ὅτι, ἐὰν ὁ θρόνος τῆς
Κωνσταντινουπόλεως λειτουργεῖ στὸ πλαίσιο τῆς συνοδικῆς λειτουργίας τῆς Ἐκκλησίας
(στὸ πλαίσιο τῆς Πενταρχίας πρὶν τὴν ἀποκοπὴ τῆς Ρώμης ἀπὸ τὴν κοινωνία τῶν
Πατριαρχῶν ἢ στὸ πλαίσιο μιᾶς Πανορθοδόξου ἢ Μείζονος Συνόδου κατὰ τὴ δεύτερη
χιλιετία μὲ τὴ δημιουργία 14 αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν) λειτουργεῖ ὡς ἴσος πρὸς ἴσους.
Ὅταν ὅμως ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀσκεῖ τὰ ἀνωτέρω ἰδιαίτερα προνόμια
ποὺ ἀπεδόθησαν σ᾽ αὐτὸν ἀπὸ τοὺς Ἱ. Κανόνες καὶ τὴν κανονικὴ παράδοση, τότε δὲν
ὑπάρχει ἐξίσωση οὔτε ἰσοπέδωση μὲ τοὺς ἄλλους θρόνους καὶ ἡ «ὑπεροχή» τοῦ
θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶναι ἀδιαμφισβήτητη.
Κατὰ συνέπεια τὸ δίλημμα Primus cum paribus ἢ Primus sine paribus ποὺ τίθεται
τελευταῖα καὶ στὸ ὁποῖο τὸ κείμενο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας κάνει ἀναφορά, ἀφορᾶ
τὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ ὄχι τὸ πρόσωπο τοῦ ἑκάστοτε Πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως. Μὲ αὐτὸ τὸ σκεπτικὸ ὁδηγεῖται κανεὶς στὸ συμπέρασμα, ὅτι ὁ
Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως δὲν εἶναι ποτὲ Πρῶτος ἄνευ ἴσων, διότι ἀκόμα καὶ ὅταν
ἀσκεῖ τὰ ἰδιαίτερα προνόμια τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως λειτουργεῖ
συνοδικά, ὄχι αὐθαίρετα μόνος του, ἐνεργοποιώντας καὶ ἐκφράζοντας τὶς ἀποφάσεις
τῆς Συνόδου τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Primus sine paribus εἶναι
μόνο ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ ὄχι ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καὶ
μόνο στὴν περίπτωση ποὺ ἀσκοῦνται τὰ ἀνωτέρω μνημονευθέντα ἐξαιρετικὰ προνόμια
τοῦ οἰκουμενικοῦ θρόνου. (Κατὰ πολὺ περισσότερο ὁ Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως δὲ διαθέτει Πρωτεῖο ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχει ἔρεισμα καὶ ἀναγωγὴ
τριαδολογική27). Αὐτὴ εἶναι ἡ παρακαταθήκη τῶν Ἱ. Κανόνων καὶ τῆς
πατερικῆς καὶ κανονικῆς παραδόσεως ποὺ σκοπίμως διαστρέφεται ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο
Μόσχας. Ἐὰν δὲν ἰσχύει τὸ τελευταῖο, τότε ἰσχύει κάτι, τὸ ὁποῖο εἶναι ἐξ ἴσου ἀσύγγνωστο:
Οἱ συντάξαντες τὸ κείμενο εἶναι τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας καὶ τοῦ ὀρθοδόξου
κανονικοῦ Δικαίου ἀδαεῖς.
• Τὸ γεγονός, ὅτι ἰσχύει μᾶλλον τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ δύο ἀνωτέρω ἐνδεχόμενα
καὶ ὄχι τὸ δεύτερο τεκμαίρεται καὶ ἀπὸ τὸ ἑξῆς: Σὲ ἕνα κείμενο, διὰ τοῦ ὁποίου
καταβάλλεται προσπάθεια νὰ καταδειχθεῖ ὡς ἀντικανονικὴ ἡ ἀπόδοση αὐτοκεφάλου στὴν
Οὐκρανία ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως δὲ γίνεται λόγος γιὰ τὴν αὐτοκεφαλία.
Δὲν εἶναι παράδοξο αὐτό; Δὲ θὰ ἔπρεπε τὸ κείμενο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας νὰ μᾶς
«διαφωτίσει», ἐὰν τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως ἔχει ἢ δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα
τῆς ἀπόδοσης τῆς αὐτοκεφαλίας; Ἡ σιωπὴ τοῦ κειμένου ὀφείλεται ἀσφαλῶς στὸ
πασίδηλο καὶ ἀδιαμφισβήτητο γεγονός, ὅτι ἡ αὐτοκεφαλία ἀνήκει ὡς
δικαίωμα-προνόμιο μόνο στὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Πῶς θὰ μποροῦσε ὅμως
τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας νὰ ὁμολογήσει καὶ νὰ ἀποδεχθεῖ τὸ προνόμιο αὐτό; Μιὰ
τέτοια ὁμολογία θὰ ἦταν ὁμολογία τοῦ Πρωτείου τοῦ θρόνου τῆς
Κωνσταντινουπόλεως, ὅπως αὐτὸ κατανοήθηκε στὴν Ἀνατολή. Ὅταν ὅμως διὰ τῆς σιωπῆς
του ἀρνεῖται ἕνα τέτοιο προνόμιο, ἀπορρίπτει μιὰ σοβαρὴ πτυχὴ τῆς ὅλης
διοικητικῆς ὀργάνωσης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ ἀρνεῖται βασικὲς ἀρχὲς τοῦ
Κανονικοῦ Δικαίου καὶ τῆς κανονικῆς παραδόσεως. Ὅταν τὸ Πατριαρχεῖο
Κωνσταντινουπόλεως ἔδωσε τὴν αὐτοκεφαλία στὴν ἴδια τὴ Μόσχα (1589), στὴν Ἑλλάδα
(1850), στὴ Σερβία (1879), στὴν Πολωνία (1924), στὴν Ἀλβανία (1937), στὴν
Βουλγαρία (1945), στὴ Γεωργία (1990), στὴν Τσεχία-Σλοβακία (1998), γιατὶ δὲν
μποροῦσε νὰ ἀποδώσει τὸ αὐτοκέφαλο στὴν Οὐκρανία; Τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας δὲν ἀπαντᾶ
ἐπ᾽ αὐτοῦ, οὔτε συζητᾶ ἕνα τέτοιο ἐρώτημα, γιατὶ ἡ ἀπάντηση εἶναι προφανέστατη.
Ἡ ἀπόδοση τῆς αὐτοκεφαλίας ἀποτελεῖ ἀποκλειστικὸ προνόμιο τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου. Τὸ γεγονὸς δὲ αὐτὸ μαρτυρεῖται ἀπὸ τὴν κανονικὴ πράξη τῆς
δεύτερης χιλιετίας, κατὰ τὴν ὁποία προκύπτουν οἱ αὐτοκεφαλίες ἐννέα ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ
καὶ ἀπὸ κείμενα-ἐπιστολὲς τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Ἀξίζει νὰ
γίνει ἀναφορὰ μόνο σὲ δύο περιπτώσεις:
Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀπέδωσε, ὅπως ἤδη ἔχει ἐπισημανθῆ τὸ 1924 τὸ Αὐτοκέφαλο
στήν Ἐκκλησία τῆς Πολωνίας28. Τὸ 1949 τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας,
δοκιμάζοντας νὰ ἀσκήσει μιὰ ἡγετικὴ παρουσία στὸ χῶρο τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν
(ξανά) δίδει τὸ Αὐτοκέφαλο στὴν Ἐκκλησία τῆς Πολωνίας (1949). Ὁ μὲν Πατριάρχης Ἀθηναγόρας
διαμαρτυρόμενος πρὸς τὸν Πατριάρχη Μόσχας Ἀλέξιο ἐπισημαίνει29:
«...ὁ καθ᾽ ἡμᾶς Ἁγιώτατος Οἰκουμενικὸς θρόνος, ὅστις λόγῳ τῶν ἱστορικῶν αὐτοῦ
πρὸς τὴν ἐκκλησιαστικὴν περιοχὴν δεσμῶν καὶ ἐν τῇ ἀπὸ τῶν ἱερῶν κανόνων καὶ τῆς
μακραίωνος πράξεως τῆς Ἐκκλησίας ἀπορρεούσῃ ἰδιαζούσῃ ἐν τῷ συστήματι τῶν Ὀρθοδόξων
καὶ συναντιλαμβάνεσθαι ταῖς ἐμπεριστάτοις ἐκκλησιαστικαῖς περιοχαῖς, ηὐλόγησε
κατὰ τὸ Νοέμβριον τοῦ ἔτους 1924 τὸ Αὐτοκέφαλον τῆς ἐν Πολωνίᾳ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας,
ἐμφανισάσης τὰς πρὸς τοῦτο ὑπὸ τῶν ἱερῶν κανόνων προβλεπομένας προϋποθέσεις». Αὐτὰ
μὲν ἔγραψε ὁ τότε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἀθηναγόρας. Τὸ πλέον ἐνδιαφέρον
ὅμως εἶναι τὸ τί ἀπήντησε30 ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Χριστοφόρος
(18.5.1950) πρὸς τὸν Πατριάρχη Μόσχας Ἀλέξιο, ὅταν ἐκεῖνος τοῦ κοινοποίησε τὴν
πράξη τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Πολωνίας. «Ἡμεῖς... ἠρκέσθημεν, ἵνα
μόνο βεβαιώσωμεν τὴν παρ᾽ Ἡμῶν λῆψιν τῆς ἐπιστολῆς, οὐχὶ δὲ καὶ ἀναγνωρίσεως
τὰ παρὰ τῆς Ὑμετέρας Μακαριότητος καὶ τῆς περὶ Αὐτὴν ἱερᾶς Συνόδου ὡς
συμφώνως πρὸς τὴν κανονικὴν ζωὴν τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας
γενόμενα» .
Παρόμοια ἀπάντηση πρὸς τὸν Πατριάρχην Μόσχας Ἀλέξιο ἀπέστειλε καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος
Κύπρου Μακάριος31 (19.5.1950) ζητώντας ἀπὸ αὐτὸν νὰ σεβαστεῖ «τὴν
κανονικὴν ταύτην τάξιν», ὡς μόνου τοῦ οἰκουμενικοῦ θρόνου ὄντος ἁρμοδίου διὰ τὴν
παραχώρησιν τοῦ αὐτοκεφάλου. Διὰ τοῦ τρόπου αὐτοῦ δὲ θὰ διεταράσσετο τότε ἡ
μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἑνότητα καὶ εἰρήνη.
Αὐτὰ ἀπάντησαν τότε οἱ δύο αὐτοὶ Προκαθήμενοι, τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀλεξανδρείας καὶ
Κύπρου, ὅταν ὡς ἀφετηρία τῆς σκέψης τους ἦταν ἀποκλειστικὰ ἡ διαφύλαξη τῆς
κανονικῆς τάξεως καὶ τίποτα ἄλλο, ἐνεργοῦντες ἔξω ἀπὸ οἱαδήποτε ἄλλη
σκοπιμότητα.
• Ἐνῶ λοιπὸν τὸ κείμενο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας δὲν ἀναγράφει τίποτα περὶ
Αὐτοκεφάλου καὶ περὶ τοῦ ἀποκλειστικοῦ δικαιώματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου νὰ ἀποδίδει τὴν Αὐτοκεφαλία, ἑστιάζει τὴν προσοχή του στὴν γι᾽ αὐτό
«ἀντικανονική» πράξη τῆς ἀναγνώρισης τῆς κανονικότητας τοῦ πρώην Κιέβου
Φιλαρέτου (Ντενισένκο) καὶ τὴ μετ᾽ αὐτοῦ ἀποκατάσταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς
κοινωνίας, ὁ ὁποῖος δὶς εἶχε -κατὰ τὸ κείμενο-καταδικασθεῖ ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο
τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας (1992, 1997) γιὰ σοβαρὰ ἐκκλησιαστικὰ ἀδικήματα. Ἐπικαλεῖται
γιὰ νὰ ἀποδείξει τὴν ἀντικανονικότητα τῆς πράξης δύο κανόνες, τὸν 15. κανόνα τῆς
ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου (341) καὶ τὸ 9. κανόνα τῆς Χαλκηδόνας (451), καθὼς ἐπίσης
δύο σχόλια στοὺς κανόνες, ἕνα τοῦ Ζωναρᾶ32 καὶ ἕνα τοῦ Πηδαλίου33,
ἡ συγγραφὴ τοῦ ὁποίου ἀνήκει στὸν Ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη καὶ στὸν Ἱερομόναχο
Ἀγάπιο.
Θὰ ἀκολουθήσουμε -μόνο ὡς ὑπόθεση ἐργασίας- τὴ θέση τοῦ Πατριαρχείου
Μόσχας, ὅτι τὸ Κίεβο ἀνήκει στὴ δική του κανονικὴ δικαιοδοσία καὶ ὅτι, ὁ οἰκουμενικὸς
θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἐπέμβει στὶς ἐκεῖ ἀποφάσεις
τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας. Αὐτὸ δηλ. τὸ ὁποῖο οὐσιαστικὰ ἀρνεῖται τὸ Πατριαρχεῖο
Μόσχας εἶναι τὸ προνόμιο ἀποδοχῆς Ἐκκλήτου στὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως
καὶ γι᾽ αὐτὸ ἐπικαλεῖται τὰ δύο σχόλια στοὺς κανόνες (Ζωναρᾶς-Πηδάλιο) καὶ τοὺς
δύο προαναφερθέντες κανόνες (Ἀντιοχείας, Χαλκηδόνας).
Τὰ ὅσα θὰ ἀκολουθήσουν κατωτέρω χωρίζονται σὲ δύο περειτέρω ἑνότητες: Ἡ πρώτη ἑνότητα
ἀφορᾶ τὸ Ζωναρᾶ (τὸ Ματθαῖο Βλάσταρη καὶ ἄλλους σημαντικοὺς Βυζαντινούς
κανονολόγους, Βαλσαμώνα καὶ Ἀριστηνό, τοὺς ὁποίους παραλείπει νὰ ἀναφέρει τὸ
Πατριαρχεῖο Μοσχας, προφανῶς γιὰ λόγους σκοπιμότητας). Ἡ δεύτερη ἑνότητα
περιλαμβάνει τὴν ἀνάλυση τῆς σκέψης τῶν συγγραφέων τοῦ Πηδαλίου. Ἐκεῖ θὰ ἐξηγηθεῖ
ἡ ὅλη σκέψη τῶν συγγραφέων τοῦ Πηδαλίου ἐν συνόλῳ καὶ ὄχι ἀποσπασματικὰ καὶ κατ᾽
ἀνάγκην θὰ ἑρμηνευθοῦν ὄχι μόνο οἱ δύο κανόνες ποὺ ἐπικαλεῖται τὸ κείμενο τοῦ
Πατριαρχείου Μόσχας, ἀλλὰ περισσότεροι. Κατ᾽ ἀνάγκην θὰ γίνει ἀναγωγὴ καὶ σὲ
διατάξεις τῆς πολιτικῆς νομοθεσίας, στὶς ὁποῖες ἀνάγονται οἱ συγγραφεῖς τοῦ
Πηδαλίου καὶ θὰ διερευνηθεῖ στὸ πῶς αὐτὲς χρησιμοποιοῦνται, ἐὰν τελικὰ
χρησιμοποιοῦνται, γιὰ νὰ ἐξαχθεῖ τὸ αὐτονόητο συμπέρασμα, ὅτι μόνο μιὰ Οἰκουμενικὴ
Σύνοδος μπορεῖ νὰ ἀνατρέψει μιὰ καταδικαστικὴ ἀπόφαση ποὺ ἐκδόθηκε ἀπὸ μία κατὰ
τόπους Ἐκκλησία καὶ ὄχι καὶ ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατόπιν ἐκκλήτου
προσφυγῆς.
Γ. Οἱ γνῶμες Βυζαντινῶν Κανονολόγων
Οἱ ἀσχολούμενοι μὲ τὴν ἑρμηνεία τῶν κανόνων γνωρίζουν, ὅτι οἱ ἐπιφανεῖς
σχολιαστὲς τῶν κανόνων κατὰ τὴ βυζαντινὴ περίοδο εἶναι (κατ᾽ ἀλφαβητικὴ σειρά)
οἱ ἑξῆς τέσσερις: Ὁ Ἀριστηνός, ὁ Βαλσαμών, ὁ Ματθαῖος Βλάσταρης καὶ ὁ Ζωναρᾶς.
Πολὺ συνοπτικὰ θὰ ἐξετασθεῖ ἡ θέση ἑκάστου ἐξ αὐτῶν γιὰ τὸ προνόμιο τοῦ θρόνου
τῆς Κωνσταντινουπόλεως νὰ ἀποδέχεται Ἐκκλήτους καὶ νὰ ἀσκεῖ διὰ τοῦ τρόπου αὐτοῦ
ὑπερόρια δικαστικὴ ἐξουσία, ὅταν τοῦ ζητηθεῖ.
1. Ἀριστηνός
Ὁ Ἀλέξιος Ἀριστηνὸς σχολιάζοντας τὸ 9. κανόνα τῆς Χαλκηδόνας34 ἐπισημαίνει:
«Ἀλλὰ καὶ ἐπίσκοπος ἢ κληρικός, εἰ κατὰ τοῦ μητροπολίτου ἔχει τινὰ ὑπόθεσιν, ἢ
παρὰ τῷ ἐξάρχῳ τῆς διοικήσεως, ἤτοι τῷ πατριάρχῃ, ὑφ᾽ ὃν τελοῦσι οἱ τῶν ἐπαρχιῶν
ἐκείνων μητροπολῖται, δικάζεσθαι, ἢ παρὰ τῷ πατριάρχῃ Κωνσταντινουπόλεως, ὅπερ
προνόμιον οὐδενὶ τῶν ἄλλων πατριαρχῶν ἐδόθη, οὔτε ἀπὸ τῶν κανόνων, οὔτε ἀπὸ
τῶν νόμων. Τὸ δικάζεσθαι μητροπολίτην, τελοῦντα ὑφ᾽ ἕτερον πατριάρχην, παρὰ
πατριάρχῃ ἑτέρῳ, εἰ μὴ μόνον τῷ Κωνσταντινουπόλεως» .
Μποροῦσε νὰ ὑπάρξει μιὰ πιὸ σαφὴς διατύπωση γιὰ τὸ προνόμιο τοῦ
Κωνσταντινουπόλεως νὰ δέχεται Ἐκκλήτους ἀπὸ ἄλλες ὑπερόριες δικαιοδοσίες; Εἶναι
σημαντικὴ ἡ ἐπισήμανση τοῦ Ἀλεξίου Ἀριστηνοῦ, ὅτι οὐδεὶς ἄλλος θρόνος ἔλαβε ἕνα
τέτοιο προνόμιο, οὔτε ἀπὸ τοὺς νόμους οὔτε ἀπὸ τοὺς κανόνες.
Ἐνδιαφέρον εἶναι καὶ τὸ σχόλιο35 τοῦ Ἀριστηνοῦ στὸ 3.
κανόνα τῆς β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Τῶν αὐτῶν Πρεσβείων καὶ τῆς αὐτῆς
μεθέξει τιμῆς τῷ Ρώμης ἐπισκόπῳ καὶ ὁ Κωνσταντινουπόλεως Ἐπίσκοπος» .
Παραπέμπει στὸν 28. κανόνα τῆς Χαλκηδόνας ποὺ βεβαιοῖ, ὅτι ἤδη διὰ τοῦ 3.
κανόνα τῆς Β´ οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁ Κωνσταντινουπόλεως εἶχε τὰ ἴσα πρεσβεῖα
μὲ τὸν Ρώμης, δηλ. ἴσα προνόμια, προνόμια ποὺ δὲν εἶχαν οἱ ἄλλοι θρόνοι. Τὸ
προνόμιο τοῦ Ρώμης ἦταν νὰ δέχεται Ἐκκλήτους ἔξω ἀπὸ τὴ δική του δικαιοδοσία. Τὸ
ἴδιο προνόμιο εἶχε κατὰ τὸν Ἀλέξιο Ἀριστηνὸ καὶ ὁ Κωνσταντινουπόλεως.
Ἑρμηνεύοντας τὸν 36. κανόνα τῆς Πενθέκτης, ὁ ὁποῖος ἐπαναλαμβάνει τὰ ἴσα Πρεσβεῖα
μεταξὺ Κωνσταντινουπόλεως καὶ Ρώμης, γιὰ τὰ ὁποῖα ἔκανε λόγο προηγουμένως ὁ 28.
κανόνας τῆς Χαλκηδόνας, ἐπισημαίνοντας ὅτι τὰ ἴσα πρεσβεῖα ἰσχύουν ἀπὸ τὸν καιρὸ
τῆς β´ Οἰκουμενικῆς, ὁ Ἀριστηνός, ὅπως καὶ ὁ ἑρμηνευόμενος κανόνας διαφοροποιοῦν
τὰ Πρεσβεῖα ἀπὸ τὴν τάξη Προκαθεδρίας τῶν διὰ Πρεσβείων τιμηθέντων θρόνων
τονίζοντας τὰ μεταξὺ Ρώμης καὶ Κωνσταντινουπόλεως ἴσα Πρεσβεῖα36,
πρᾶγμα ποὺ σημαίνει, ὅτι τὰ Πρεσβεῖα Ρώμης καὶ Κωνσταντινουπόλεως ἦταν ἀνώτερα ἢ
ἄνισα σὲ σχέση μὲ τὰ Πρεσβεῖα ποὺ δόθηκαν στοὺς ὑπολοίπους τρεῖς θρόνους, ὑπὸ τὴν
ἔννοια μιᾶς συγκεκριμένης δυνατότητος καὶ ἑνὸς συγκεκριμένου δικαιώματος. Ἡ ἀνωτερότητα
αὐτὴ δὲν ἦταν παρὰ τὸ ἰδιαίτερο προνόμιο τοῦ Ρώμης νὰ ἀποδέχεται τὴν Ἔκκλητο,
προνόμιο ποὺ ἀπέκτησε καὶ ὁ Κωνσταντινουπόλεως μὲ τὴν ἐξίσωση τῶν Πρεσβείων.
2. Βαλσαμὼν
Ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Θεόδωρος Βαλσαμὼν στὸ σχόλιό του στὸ 12. κανόνα τῆς Ἀντιόχειας
θεωρεῖ τὸ δικαστήριο τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὡς τὸ ὑπέρτατο
δικαστήριο: «τὸ δὲ δικαστήριον αὐτοῦ ἀλογοπράγητον ἔσται διὰ τὴν τοῦ θρόνου ὑπεροχήν»
37. Ποῦ θεμελιώνεται αὐτή ἡ ὑπεροχή;
Σὲ σχόλιό του περαιτέρω στὸν ἴδιο κανόνα ἐπισημαίνει: «ἡ δὲ δευτέρα οἰκουμενικὴ
σύνοδος καὶ ἡ δ´ δεδώκασι τῷ πατριάρχῃ Κωνσταντινουπόλεως τὰ προνόμια τοῦ
πάπα, καὶ ὥρισαν κατ᾽ ἐκεῖνον ἐπὶ πᾶσι τιμᾶσθαι· ἐξ ἀνάγκης ἐκκλήτῳ οὐχ ὑποπέσει
ἡ τούτου ἀπόφασις» 38.
Στὸ σχόλιό του στὸν 3. κανόνα τῆς Σαρδικῆς (343) γιὰ τὸ προνόμιο τοῦ
πάπα νὰ ἀποδέχεται Ἐκκλήτους γράφει39 γιὰ τὸν Κωνσταντινουπόλεως:
«Τὰ μέντοι ὁρισθέντα περὶ τοῦ Πάπα, ἐκληπτέον καὶ εἰς τὸν Πατριάρχην
Κωνσταντινουπόλεως, διὰ τὸ ἐπὶ πᾶσιν ὁμοίως καὶ τοῦτον τῷ πάπα τιμηθῆναι ἀπὸ
διαφόρων κανόνων» .
Τὸ προηγούμενο σχόλιό του ἐπιβεβαιώνει40 ὁ Βαλσαμὼν στὸ σχόλιό
του στὸν 5. κανόνα τῆς Σαρδικῆς (343) καὶ ἐπισημαίνει: «Ἐπεὶ δὲ ἐν τοῖς
προλαβοῦσι κανόσι εἴπομεν, μὴ εἶναι τὰ περὶ τοῦ πάπα ὁρισθέντα ἰδικὰ τούτου καὶ
μόνου προνόμια, ὥστε ἔχειν ἐξ ἀνάγκης πάντα ἐπίσκοπον καταδικαζόμενον τῷ θρόνῳ
τῆς Ρώμης προσέρχεσθαι, ἀλλ᾽ ἐξακούεσθαι καὶ εἰς τὸν Κωνσταντινουπόλεως,
τὰ αὐτὰ καὶ πάλιν φαμέν».
Στὸ σχόλιό του στὸν 3. κανόνα τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁ Βαλσαμὼν ἐπισημαίνει41:
«τὰ ἴσα πρεσβεῖα τῷ τῆς πρεσβυτέρας ῾Ρώμης ἁγιωτάτῳ θρόνῳ ἔχειν τὸν τῆς
Κωνσταντινουπόλεως θρόνον, δεύτερον μετ᾽ ἐκεῖνον ὑπάρχοντα». Στὴν ἑρμηνεία αὐτὴ
εἶναι σημαντικὴ ἡ διάκριση μεταξὺ Πρεσβείων καὶ τάξεως προκαθεδρίας.
Τάξις προκαθεδρίας ὐπάρχει ἐπειδὴ οἱ ἱεροὶ κανόνες, 6, 7 τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς καὶ
3 τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς ἀπέδωσαν Πρεσβεῖα μόνο σὲ 5 θρόνους, τὰ μεταγενέστερα 5
Πατριαρχεῖα. Τὸ Πρεσβεῖον ὅμως κατανοεῖται καὶ ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τοῦ 6. κανόνα τῆς
Α´ Οἰκουμενικῆς42 καὶ ὡς ἐξουσία: Ὁ Ἀλεξανδρείας, κατὰ τὴ
ρύθμιση τοῦ κανόνα, λαμβάνει τὴν ἐξουσία ἐπὶ τῶν Ἐπισκόπων Αἰγύπτου,
Λιβύης καὶ Πενταπόλεως. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ γιὰ τοὺς θρόνους Ἀντιοχείας καὶ
Ρώμης. Ὅταν λοιπὸν ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Βαλσαμὼν στὴν ἑρμηνεία του στὸ 3.
κανόνα τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς ἐπισημαίνει ὅτι οἱ θρόνοι Ρώμης καὶ
Κωνσταντινουπόλεως εἶχαν τὴν ἴδια ἐξουσία (ἀσφαλῶς κάτι περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους
τρεῖς θρόνους), δὲν ἀναφέρεται σὲ τίποτε ἄλλο παρὰ στὴν προνομιακή τους ἐξουσία
νὰ ἀποδέχωνται Ἐκκλήτους43.
Τὸ σχόλιο τοῦ Ζωναρᾶ στὸν 5. κανόνα τῆς Σαρδικῆς (343) εἶναι σημαντικό,
γιατὶ μὲ σαφήνεια καταγράφει τὸν περιορισμὸ τῆς ἰσχύος τοῦ προνομίου τοῦ ἐπισκόπου
τῆς Ρώμης νὰ δέχεται Ἐκκλήτους ἀπὸ ὅλες τὶς Ἐκκλησίες. Ὁ Ζωναρᾶς ἔχοντας ὑπ᾽ ὄψιν
του, ὅτι ὁ συγκεκριμένος 5. κανόνας τῆς Σαρδικῆς ποὺ δὲ θέτει κανένα γεωγραφικὸ
περιορισμὸ στὸ προνόμιο τοῦ Ρώμης νὰ ἀποδέχεται Ἐκκλήτους δὲν ἦταν κανόνας τῆς
Α´ Οἰκουμενικῆς, ὅπως ψευδῶς καὶ δολίως ἰσχυρίζοντο «οἱ τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης ἀρχιερεῖς»
καὶ ἐπί πλέον τὴν ἀπαγόρευση τῆς Καρχηδόνας (419) νὰ ἀσκεῖται Ἔκκλητο στὴ Ρώμη,
ἀποφαίνεται: «Οὔτε οὖν τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου ἐστὶν ὁ κανών, οὔτε πάσας τὰς ἐκκλήτους
ἀνατίθησιν αὐτῷ, ἀλλὰ τῶν ὑποκειμένων αὐτῆς44 Μὲ τὴ λέξη «αὐτῆς»
ἐννοεῖται προφανέστατα ἡ Ρώμη καὶ ὄχι ἡ Κωνσταντινούπολη. Ἄλλωστε ὁ 5. κανόνας
τῆς Σαρδικῆς ἀφορᾶ τὸ Ἔκκλητο στὴ Ρώμη καὶ ὄχι στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἡ ἐπισήμανση
αὐτὴ ἔχει μεγάλη σημασία γιὰ τὴν ἑρμηνεία ἀπὸ τοὺς συντάκτες τοῦ Πηδαλίου στὸν
9. κανόνα τῆς Χαλκηδόνας, ὅπως κατωτέρω θὰ καταδειχθεῖ.
Ὁ Ζωναρᾶς στὸ σχόλιό του στὸν ΚΗ’(Λστ’) κανόνα τῆς Καρχηδόνας45 ἐπιβεβαιώνει,
ὅτι ὁ περιορισμὸς τοῦ Ἐκκλήτου ποὺ ἐτέθη ἀπὸ τὸν κανόνα ἀφορᾶ μόνο τὴ Ρώμη καὶ ὄχι
φυσικὰ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐπισημαίνει: «Ἐντεῦθεν ὁ τῦφος τῆς τῶν Ρωμαίων Ἐκκλησίας
καταβάλλεται αὐχούντων αὐτοῖς δεδόσθαι πάσας τὰς Ἐκκλήτους τηρεῖν».
Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ὁ Ζωναρᾶς στὸ σχόλιό του46 στὸν 125 (134).
κανόνα τῆς Καρθαγένης ἐξηγεῖ μὲ σαφήνεια, ὅτι ὁ περιορισμὸς τοῦ Ἐκκλήτου ἀφορᾶ
τὴ Ρώμη (καὶ ὄχι ἀσφαλῶς τὴν Κωνσταντινούπολη): «Εἰ δέ τις, φησί (ὁ κανών),
βουληθείη πέραν τῆς θαλάσσης ἐκκαλέσασθαι, ἤγουν πρὸς τοὺς τῆς Ἰταλίας ἐπισκόπους,
καὶ τὴν ἐκεῖ σύνοδον, ἀκοινώνητος (φησίν), ἤτω παρὰ τῇ συνόδῳ τῆς Ἀφρικῆς».
Σὲ παρόμοιες διαπιστώσεις προβαίνουν καὶ οἱ ἄλλοι δύο ἑρμηνευτὲς τῶν κανόνων Ἀριστηνὸς
καὶ Βαλσαμών, περιοριστήκαμε ὅμως μόνο στὴν ἑρμηνεία τοῦ Ζωναρᾶ, γιατὶ αὐτὸς
παρερμηνεύεται ἀπὸ τοὺς συντάκτες τοῦ Πηδαλίου, γιὰ νὰ ἐξαχθεῖ τὸ ἐσφαλμένο
συμπέρασμα, ὅτι δῆθεν ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως δὲν εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ
δέχεται Ἐκκλήτους γιὰ ὑποθέσεις ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς δικῆς του δικαιοδοσίας.
Ἑρμηνεύοντας τὴν ἔννοια τῶν Πρεσβείων στὸ σχόλιό του στὸν 3. κανόνα τῆς β´ Οἰκουμενικῆς47,
ὁ Ζωναρᾶς εἶναι ἀποκαλυπτικὸς γιὰ ὅσους θεωροῦν τὰ Πρεσβεῖα μόνο ὡς μία ἁπλῆ
τιμή, κενὴ ἀπὸ προνόμια καὶ ἐξουσία. Ἑρμηνεύοντας τὸ συγκεκριμένο κανόνα ἐπισημαίνει:
«...οὗτος καὶ τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως μέμνηται καὶ ἔχειν αὐτὸν τὰ
πρεσβεῖα τῆς τιμῆς ἤτοι τὰ πρωτεῖα ἢ τὸ ἐξαίρετον ἐθέσπισεν ὡς Νέαν Ρώμην
καὶ βασιλίδα τῶν πόλεων... οἱ ἑκατὸν πεντήκοντα θεοφιλέστατοι ἐπίσκοποι, τὰ ἴσα
πρεσβεῖα ἀπένειμαν». Εἶναι ἀξιοσημείωτο, ὅτι ὁ Ζωναρᾶς διαφωνεῖ μὲ τὸν τρόπο
πού ἡ Νεαρὰ 131.1 τοῦ Ἰουστιανιανοῦ κατανόησε τὴν ἰσότητα τῶν πρεσβείων
μεταξὺ Ρώμης καὶ Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἐπισημαίνει:« Ἡ δέ τοῦ Ἰουστινιανοῦ
ρλα’ νεαρὰ, κειμένη εἰς βιβλίον τῶν Βασιλικῶν πέμπτον, τίτλον τρίτον, ἄλλως
νοεῖσθαι τοὺς κανόνας δίδωσι, καθὼς καὶ παρὰ τοῦ βασιλέως ἐκείνου ἐνοήθησαν48.
Χωρὶς ἀμφιβολία γιὰ τὸ Ζωναρᾶ τὸ Πρεσβεῖο εἶναι Πρωτεῖο, εἶναι τό «ἐξαίρετον»
προνόμιο ποὺ εἶχε ἡ Ρώμη καὶ ἀπέκτησε καὶ ἡ Κωνσταντινούπολη μὲ τὴν ἀπόδοση
σ᾽ αὐτὴ ἴσων Πρεσβείων. Ἡ Ρώμη δὲν εἶχε τίποτα περισσότερο, δὲν εἶχε καμιὰ ἄλλη
μεγαλύτερη ἐξουσία ἀπὸ τοὺς ἄλλους πατριαρχικοὺς θρόνους παρὰ τὸ προνόμιο νὰ ἀποδέχεται
Ἐκκλήτους. Ἡ Ρώμη δὲν ἦταν ἁπλᾶ πρώτη στὴν τάξη προκαθεδρίας, εἶχε ἐπὶ πλέον «τὸ
ἐξαίρετον» ποὺ τὴ διαφοροποιοῦσε ἀπὸ τοὺς ἄλλους θρόνους, πλὴν τοῦ θρόνου τῆς
Κωνσταντινουπόλεως ποὺ ἀργότερα ἔλαβε τὸ ἴδιο προνόμιο. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ
διαφωνεῖ μὲ τὸν τρόπο πού κατανόησε ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανὸς τοὺς κανόνες,
δηλ. τὸν 3. κανόνα τῆς β' Οἰκουμενικῆς καὶ τὸν 28. κανόνα τῆς Χαλκηδόνας.
Ὅταν ὁ Ζωναρᾶς ἔχει καταγράψει στὸ σχόλιό του στὸν 3. κανόνα τὴν ἔννοια τοῦ
Πρεσβείου ποὺ ἑρμηνεύει ὡς Πρωτεῖο καὶ μάλιστα ὡς ἐξαιρετικὸ προνόμιο ποὺ
εἶχε ἡ Ρώμη καὶ ἀπέκτησε καὶ ἡ Κωνσταντινούπολη, θὰ ἦταν ἀντιφατικὸ καὶ
παράδοξο νὰ ἀναιροῦσε αὐτὰ ὁ ἴδιος, ὅπως θέλει νὰ τὸν ἐμφανίσει τὸ κείμενο
τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ὑποστηρίζοντας, ὅτι ὁ Ζωναρᾶς στὴν ἑρμηνεία του στὸν
17. Κανόνα τῆς Χαλκηδόνας ἀπομειώνει τὸ δικαίωμα τοῦ θρόνου τῆς
Κωνσταντινουπόλεως νὰ δέχεται Ἐκκλήτους γιὰ διαφορὲς ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς δικῆς
του δικαιοδοσίας. Ἡ σκόπιμη παρερμηνεία τοῦ σχολίου τοῦ Ζωναρᾶ ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο
Μόσχας εἶναι -δυστυχῶς- προφανής. Ὁ Ζωναρᾶς ἐπισημαίνει, ὅτι δὲν μποροῦν νὰ
κριθοῦν Μητροπολῖτες τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας (τῆς Συρίας) ἢ τῶν Ἱεροσολύμων
(τῆς Παλαιστίνης) ἀπὸ τὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως χωρὶς τὴ θέλησή τους,
ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ κριθοῦν εἴτε στὸ Πατριαρχεῖο Ἀντοχείας, εἴτε στὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων.
Δὲν χρειάζεται νὰ ἔχει σπουδάσει κανεὶς Νομικὰ ἢ Κανονικὸ Δίκαιο, ἀλλὰ
χρειάζεται κοινὸς νοῦς γιὰ νὰ καταλάβει, ὅτι οἱ ἀνωτέρω Μητροπολῖτες, ἐὰν
τὸ ἤθελαν, μὲ Ἔκκλητό τους θὰ μποροῦσαν νὰ προσφύγουν στὸ θρόνο τῆς
Κωνσταντινουπόλεως. Κατὰ συνέπεια οὔτε ἀπὸ τὸ σχόλιο αὐτὸ στὸν 17. κανόνα τῆς
Χαλκηδόνας, οὔτε ἀπὸ τὸ σχόλιό του στὸν 3. κανόνα τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς ὁ Ζωναρᾶς
περιόριζε τὸ δικαίωμα Ἐκκλήτου πρὸς τὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως μόνο στοὺς ὑπ᾽
αὐτὸν Μητροπολῖτες. Αὐτὰ ὅλα σημαίνουν, ὅτι ὁ πρώην Κιέβου Φιλάρετος σύμφωνα μὲ
τὸ Ζωναρᾶ, ἀκόμα καὶ ἂν τὸ Κίεβο ἦταν δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχεόυ Μόσχας,
σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόθεση ἐργασίας ποὺ κάναμε, μποροῦσε κανονικότατα νὰ ἀσκήσει Ἔκκλητο
προσφυγὴ πρὸς τὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τὸ κείμενο τοῦ Πατριαρχείου
Μόσχας, ἐπειδὴ δὲν τὸ συμφέρει ἡ ἑρμηνεία τοῦ Ζωναρᾶ, τὸν παρερμηνεύει καὶ
θεωρεῖ, ὅτι μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ θὰ γίνει πειστικὸ ὡς πρὸς τὶς θέσεις του. Μᾶλλον
ἐκτίθεται περισσότερο.
Ὁ Ζωναρᾶς ἐπαναλαμβάνει τὴ θέση του καὶ τὴν ἑρμηνεία του γιὰ τὰ ἴσα Πρεσβεῖα
μεταξὺ Ρώμης καὶ Κωνσταντινουπόλεως καὶ στὸ σχόλιό του στὸν 28. κανόνα τῆς
Χαλκηδόνας49. Παρότι ἡ Ρώμη καὶ ἡ Κωνσταντινούπολη τὴν ἐποχὴ ποὺ
γράφει ὁ Ζωναρᾶς δὲν εὑρίσκοντο σὲ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία (12ος αἰ.) καὶ παρότι
«εἰ καὶ νῦν ἡ μὲν εἰς τυραννίδα μετήμειπται, ἡ δὲ συγκέκλεισται καὶ ἐκλέλοιπε»,
ἐν τούτοις ἡ Κωνσταντινούπολη «ὡς ἡ πάλαι Ρώμη, δεῖ αὐτήν (τὴν
Κωνσταντινούπολιν) καὶ ἐν τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς προνομίοις, ὡς ἐκείνην (τὴν
Ρώμην) τιμᾶσθαι, πασῶν τῶν ἄλλων προτιμωμένην Ἐκκλησιῶν...» . Τὸν καιρὸ ποὺ
γράφει ὁ Ζωναρᾶς ἡ Κωνσταντινούπολη ἔχει μόνη πλέον τὸ προνόμιο ποὺ εἶχε ἡ ἀρχαία
Ρώμη, τὸ νὰ δέχεται Ἐκκλήτους.
Πῶς λοιπὸν μπορεῖ νὰ εὐσταθεῖ ἡ ἄποψη, ὅτι ὁ Ζωναρᾶς ἀρνεῖται τὴν Ἔκκλητο πρὸς
τὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως;
Ὁ Ματθαῖος Βλάσταρης50 στὸ Σύνταγμα κατὰ Στοιχεῖον, ἀφοῦ στὸ
στοιχεῖο Δ´, ἑρμηνεύοντας τὴ Σύνοδο τῆς Καρθαγένης ἀποφαίνεται παρομοίως ὅτι «Ἐντεῦθεν
δείκνυται μὴ ἐξεῖναι τῷ Ρώμης πάσας τὰς Ἐκκλησίας ἐπιτηρεῖν», ἀφοῦ μνημονεύσει
τὴν 123. Νεαρὰ τοῦ Ἰουστινιανοῦ ποὺ μνημονεύουν οἱ συγγραφεῖς τοῦ Πηδαλίου καὶ
καταλήξει στὸ συμπέρασμα «οὐ γὰρ καὶ ἐκκλήτῳ αἱ τῶν πατριαρχῶν ὑπόκεινται ψῆφοι»,
ἀφοῦ ἐπισημάνει, ὅτι τό «αὐτοκρατορικὸν καὶ βασιλικὸν κριτήριον ἐκκλήτῳ οὐχ ὑπόκειται»,
στὴ συνέχεια εὐθὺς ἀμέσως τονίζει, ὅτι καὶ τοῦ Πατριάρχου κριτήριον ἐκκλήτῳ
οὐχ ὑπόκειται, οὐδὲ ἀναψηλαφᾶται ὑφ᾽ ἑτέρου... τοιοῦτον γὰρ ἡ ἀρχή... ». Μᾶς
παραπέμπει στὸ Π στοιχεῖο, κεφ. η´, τὸ ὁποῖο διαλαμβάνει51τὰ ἑξῆς:
Ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ Πολιτεία εἶναι συστατικὰ μέρη τῆς Πολιτείας, ὅπως εἶναι ἡ ψυχὴ
καὶ τὸ σῶμα γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὁ Βασιλεὺς καὶ ὁ Πατριάρχης ὀφείλουν νὰ λειτουργοῦν
μέ «ἐν πᾶσιν ὁμοφροσύνη καὶ συμφωνία». Ἡ συνεργασία αὐτὴ ἐπιφέρει καὶ ἐξασφαλίζει
τὴν εἰρήνη καὶ τὴν εὐδαιμονία τῶν ὑπηκόων τῆς αὐτοκρατορίας. Πολὺ σημαντικὸ εἶναι
αὐτὸ ποὺ ἀκολουθεῖ: «Ὁ Κωνσταντινουπόλεως θρόνος βασιλείᾳ ἐπικοσμηθεὶς
ταῖς συνοδικαῖς ψήφοις πρῶτος ἀνηγορεύθη· αἷς οἱ θεῖοι κατακολουθοῦσιν νόμοι,
καὶ τὰς ὑπὸ τοὺς ἑτέρους θρόνους γινομένας ἀμφισβητήσεις, ὑπὸ τὴν
προστάττουσιν ἀναφέρεσθαι διάγνωσιν καὶ κρίσιν». Λίγο πιὸ κάτω ὁ Ματθαῖος
Βλάσταρης ἐπιβεβαιώνει καὶ πάλι τὸ προνόμιο τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, «τὰς
ἐν τοῖς ἄλλοις θρόνοις γινομένας ἀμφισβητήσεις ἐπιτηρεῖν καὶ διορθοῦσθαι καὶ
πέρας ἐπιτιθέναι ταῖς κρίσεσιν» .
Τὸ προνόμιο τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως νὰ ἀποδέχεται Ἐκκλήτους καὶ ἔξω ἀπὸ
τὰ ὅρια τῆς δικῆς του δικαιοδοσίας εἶναι κατὰ τὸ Ματθαῖο Βλάσταρη ἀδιαμφισβήτητο.
Εἶναι ὅμως ὁ ἴδιος ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος γενικῶς ἐπισημαίνει, ὅτι οἱ ἀποφάσεις τῶν
Πατριαρχῶν εἶναι ἀνέκκλητες. Διερωτᾶται συνεπῶς κανεὶς: Εἶναι δυνατὸν ὁ ἴδιος
κανονολόγος σχολιαστὴς νὰ περιπίπτει σὲ μιὰ τέτοια προφανῆ ἀντίφαση, τῆς ὁποίας
μάλιστα, ἐὰν ὑπῆρχε, εἶχε πλήρη συνείδηση, ἀφοῦ μᾶς παραπέμπει ἀπὸ τὸ στοιχεῖο
Δ´ στὸ Στοιχεῖο Π, ὅπου ἀπερίφραστα ἀναγνωρίζει τὸ διὰ τῆς Ἐκκλήτου προνόμιο τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Θρόνου νὰ ἀσκεῖ ὑπερόρια δικαστικὴ δικαιοδοσία; Γιὰ ποιοὺς ὅμως
Πατριάρχες ὁμιλεῖ; Γιὰ τοὺς Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως (σὲ πληθυντικὸ ἀριθμό)
ἢ γιὰ τοὺς Πατριάρχες τῶν ἄλλων Πατριαρχικῶν θρόνων; Ἡ προφανής ἀπάντηση θὰ
δοθεῖ στὴν προσεχῆ δεύτερη ἑνότητα ἀμέσως κατωτέρω, ὅταν θὰ διερευνηθεῖ ἡ ἑρμηνεία
τῶν συγγραφέων τοῦ Πηδαλίου στὸ 9. Κανόνα τῆς Χαλκηδόνας.
Δ. Ἡ ἑρμηνεία τῶν συντακτῶν τοῦ Πηδαλίου
Ἐνῶ ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω προκύπτει, ὅτι οἱ τέσσερις ἑρμηνευτὲς τῶν Κανόνων Ἀριστηνός,
Βαλσαμών, Ζωναρᾶς καὶ Ματθαῖος Βλάσταρης ἀναγνωρίζουν τὴν Ἔκκλητο πρὸς τὸ θρόνο
τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἀπὸ αὐτοὺς τὸ κείμενο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας
χρησιμοποιεῖ παρερμηνεύοντας μόνο ἕνα ἐξ αὐτῶν (Ζωναρᾶ) , τὸ ἴδιο
κείμενο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας θεωρεῖ, ὅτι κατοχυρώνει τὴ θέση του
παραπέμποντας σὲ ὑποσημείωση τῶν συντακτῶν τοῦ Πηδαλίου στὸν 9. κανόνα τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς.
Κατ᾽ ἀρχὴν θὰ πρέπει νὰ ἐπισημάνει κανείς, ὅτι ἡ προσαγόμενη θεώρηση τῶν
συντακτῶν τοῦ Πηδαλίου γιὰ τὸ δυνατὸν ἢ μὴ Ἐκκλήτου στὸ θρόνο τῆς
Κωνσταντινουπόλεως δὲν ἀνευρίσκεται στὴν ἑρμηνεία του ποὺ παρατίθεται σὲ κάθε
κανόνα, ἀλλὰ σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς ὑποσημειώσεις52, γιὰ τὶς ὁποῖες οἱ ἴδιοι
γράφουν στὸν πρόλογο τοῦ Πηδαλίου: «...ἐσπουδάσαμεν νὰ πλουτίσωμεν τὸ βιβλίον,
καὶ μὲ διαφόρους φιλολογικὰς ὑποσημειώσεις συντελούσας, ἢ πρὸς περισσοτέραν
σαφήνεια τῆς ἑρμηνείας, ἢ καὶ πρὸς συμβιβασμὸν τῶν ἐναντιοφανῶν κανόνων ἢ καὶ
κατὰ ἄλλον τινὰ τρόπον χρήσιμα...» 53. Τὸ θεμελιῶδες ὅμως ἐρώτημα
τὸ ὁποῖο τίθεται, εἶναι, κατὰ πόσον ἡ ὁποιαδήποτε ἑρμηνεία ἢ ὑποσημείωση στοὺς
κανόνες μποροῦν νὰ ὑποκαταστήσουν τοὺς ἴδιους τοὺς Κανόνες. Τὸ παράδοξο εἶναι,
ὅτι στὸ ἐρώτημα αὐτὸ οἱ ἴδιοι οἱ συγγραφεῖς τοῦ Πηδαλίου ἀπαντοῦν ἀρνητικά, ἐὰν
ληφθεῖ ὑπ᾽ ὄψιν ἕνας ἀπὸ τοὺς λόγους ποὺ οἱ ἴδιοι ἐκθέτουν54, γιὰ
νὰ δικαιολογήσουν τὴ σύνταξη τοῦ Πηδαλίου: «Δὲν ὑπεφέραμεν ἀγαπητοὶ νὰ βλέπωμεν
εἰς πολλὰ πολλῶν πνευματικῶν χυδαιονομακάνονα χειρόγραφα, κατακερματισμένους τοὺς
θείους τούτους καὶ ἱεροὺς κανόνας νενοθευμένους, ψευδεπιγράφους, ἄλλους ἀντ᾽ ἄλλων,
καὶ τὰς ἑρμηνείας τῶν ἐξηγητῶν ἀντὶ τῶν κυρίως Κανόνων ἐκλαμβανομένας, ὅτι
καὶ τὰς ἑρμηνείας ταύτας περιέχοντα, διεφθαρμένας, παρεξηγημένας καὶ ἀλλόκοτά
τινα καὶ ἐσφαλμένας διδασκούσας». Ὡς ἐκ τούτου εἶναι ἀπολύτως ὀρθὴ ἡ ἐπισήμανση55:
«Συνελόντι εἰπεῖν, αἱ ὑποσημειώσεις τοῦ Πηδαλίου εἶναι πολλαπλῶς χρήσιμοι, ἐπ'
οὐδενὶ ὅμως εἶναι δυνατὸν ὅπως χαρακτηρισθοῦν ἤ θεωρηθοῦν ὡς ἔχουσαι "ἰσοδύναμον
κῦρος" μὲ τοὺς ἱεροὺς κανόνας ἤ ὡς "ταυτόσημοι μὲ τὸ κανονικὸν
κείμενον" ἤ ὅτι ἐγράφησαν "πνευματοκινήτως" καὶ βεβαίως δὲν
εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναχθοῦν εἰς κανόνας δικαίου».
Ὅλες οἱ παραπάνω ἐπισημάνσεις εἶναι σημαντικές, γιατὶ δὲ διστάζουν νὰ ἐκφράσουν
τὸ γι᾽ αὐτὲς ἀπόλυτα συνειδητό, ὅτι ἡ ὁποιαδήποτε ἑρμηνεία ἔχει σχετικὸ καὶ ὑποκειμενικὸ
χαρακτῆρα. Αὐθεντικὸς ἑρμηνεὺς τῶν κανόνων εἶναι ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία
ἐθέσπισε, ἑρμήνευσε καὶ ἑρμηνεύει, ἐφήρμοζε καὶ ἐφαρμόζει τοὺς Ἱ. Κανόνες
διαμορφώνοντας τὴν κανονική της παράδοση. Ἡ κανονικὴ παράδοση εἶναι κατ᾽ ἀρχὴν
τὸ πλαίσιο μέσα ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀναδύονται καὶ θεσπίζονται οἱ ἱερεῖ Κανόνες, ἰδιαίτερα
καὶ ἀδιαμφισβήτητα αὐτοὶ ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρουν, δηλ. οἱ Ἱ. Κανόνες ποὺ ἀπέδωσαν
Πρεσβεῖα καὶ ρυθμίζουν τὴ διοικητικὴ ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας («τὰ ἀρχαῖα ἔθη
κρατείτω») καὶ ἡ ἀπόδοση τῶν ἴσων Πρεσβείων στὴν Κωνσταντινούπολη μὲ τὴ
Ρώμη ἀπὸ τὴ σύνοδο τῆς Χαλκηδόνας ἀναγομένης στὴν παράδοση ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Β´
Οἰκουμενικῆς Συνόδου. (Κατωτέρω θὰ καταδειχθεῖ, ὅτι ἄσκηση Ἐκκλήτου στὸ θρόνο τῆς
Κωνσταντινουπόλεως στὴν ἐνδημοῦσα ἐκεῖ Σύνοδο, ἀνάγεται σὲ χρόνο πολὺ πρὶν ἀπὸ
τὴ θέσπιση τῶν Ἱ. Κανόνων 9 καὶ 17 τῆς Χαλκηδόνας, ἀπὸ τοὺς ὁποίους γενικῶς
θεωρεῖται ὅτι ἀποδίδεται τὸ πρῶτον ἕνα τέτοιο προνόμιο). Ἡ δὲ Ἐκκλησία εἶναι αὐτὴ
καὶ μόνον αὐτή, ἡ ὁποία συγκροτεῖ στὴν πράξη τὴν κανονική της παράδοση καὶ ἐφαρμόζει
στὴν πράξη ἑρμηνεύουσα αὐθεντικὰ τὴν ἴδια τὴν κανονική της παράδοση.
Γιὰ ὅσους θὰ ἐπιχειροῦσαν νὰ ἀμφισβητήσουν τὴ διττὴ αὐτὴ λειτουργία τῆς παραδόσεως,
δὲν ἀμφισβητοῦν ἁπλᾶ τὸ γεγονός, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὑπέρκειται τῶν Ἱ. Κανόνων, κάτι
ποὺ τῆς ἐξασφαλίζει μεταξὺ ἄλλων τὴ δυνατότητα νὰ ἀσκεῖ Οἰκονομία κατὰ τὴν ἐφαρμογή
τους. Ὁμοιάζουν μὲ αὐτοὺς ποὺ ἀποκόπτουν τὴν Ἁγ. Γραφὴ ἀπὸ τὴν Ἱ. Παράδοση τῆς
ἀποκεκαλυμμένης ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ καὶ δὲν τὴν ἐντάσσουν μέσα σὲ αὐτή. Ἡ ἀπομόνωση
αὐτὴ τῆς Ἁγ. Γραφῆς ποὺ ὁδήγησε στὴν ἐσφαλμένη ἀντίληψη τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν
(Σύνοδος Τριδέντου) περὶ δύο ἰσοτίμων καὶ ἰσοκύρων πηγῶν τῆς θείας Ἀποκαλύψεως ἢ
στὴν περὶ Sola Scriptura διδασκαλία τῶν Προτεσταντῶν ἀπετέλεσε τὴν ἀφετηρία
κακοδοξιῶν μὲ τὴν ἐσφαλμένη ἑρμηνεία τῆς Ἁγ. Γραφῆς. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, ἡ
προσπάθεια ἑρμηνείας καὶ κατανόησης τῶν Ἱ. Κανόνων ἔξω ἀπὸ τήν (κανονική)
παράδοση, τόσο αὐτὴ πρὸ τῆς θεσπίσεώς τους, ὅσο καὶ κατὰ τὴν ἐφαρμογή τους μετὰ
τὴ θέσπισή τους ἐνέχει μεγάλο τὸν κίνδυνο τῆς ἐσφαλμένης ἑρμηνείας τους.
Αὐτὸ ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ἑρμηνεία τῶν συντακτῶν τοῦ Πηδαλίου στὸν 9.
Κανόνα τῆς Χαλκηδόνας. Εἶναι κοινὸς τόπος ἡ διαπίστωση, ὅτι ἡ ἑρμηνεία-σχόλιο
ποὺ καταγράφουν στὸ ἔργο τους δὲν ἀντιτίθεται μόνο σὲ ὅλους τοὺς προγενέστερους
ἑρμηνευτές, ἀλλὰ ἀντιτίθεται στὴν ἴδια τὴ διαχρονικὴ παράδοση αἰώνων, ἀπὸ τὸν
4. μέχρι τὸν 21. αἰῶνα. Παρότι θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ σταματήσει μέχρις ἐδῶ,
χωρὶς νὰ χρειάζεται νὰ ἐπιχειρήσει νὰ γράψει τίποτα περισσότερο, χωρὶς ἡ
παράλειψη αὐτὴ νὰ δημιουργεῖ τὸ παραμικρὸ πρόβλημα ἢ τὴν ἐλαχίστη ἀμφιβολία ὡς
πρὸς τὴ σημασία καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ χρήση τοῦ συγκεκριμένου κανόνα, ἐν
τούτοις εἶναι ἐνδιαφέρον νὰ διερευνηθοῦν τὰ παραγωγικὰ αἴτια τῆς συγκεκριμένης ἑρμηνείας,
καθὼς καὶ τὰ ἐπιχειρήματα ἐπὶ τῶν ὁποίων ἐπιχειρεῖται νὰ θεμελιωθεῖ.
Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ χρειάζεται ἡ συγκεκριμένη ὑποσημείωση νὰ διακριθεῖ σὲ ἑνότητες,
στὶς ὁποῖες δομεῖται ἡ σκέψη τῶν συντακτῶν τοῦ συγκεκριμένου σχολίου.
1. Οἱ θέσεις τῶν συντακτῶν τῆς ὑποσημειώσεως
• Σὲ μιὰ πρώτη ἑνότητα οἱ συντάκτες τοῦ σχολίου ἐπιθυμοῦν νὰ διαχωρίσουν τὴ
θέση τους ἀνάμεσα σὲ δύο ἑρμηνεῖες τοῦ Κανόνα56. Στὴν πρώτη ἑρμηνεία,
οἱ ὁπαδοί της εἶναι κατ᾽ ἀρχὴν ὁ Ἀγκύρας Μακάριος καὶ συνακολουθοῦν ἡ Ἄννα
Κομνηνή καὶ ὁ Νικόλαος Μεθώνης, οἱ ὁποῖοι θεωροῦν, ὅτι ἔξαρχος τῆς Διοικήσεως εἶναι
οἱ ἄλλοι Πατριάρχες καί, ἐπειδή «ἔκλιναν εἰς τὴν ὑπερβολήν», ἀποδίδουν
στὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως «τὴν καθόλου Ἔκκλητον», ὥστε νὰ καθίσταται ὁ
τελευταῖος «ὁ πρῶτος καὶ ἀνώτερος κριτής ἐπάνω εἰς ὅλους τοὺς Πατριάρχας». Ἡ
δεύτερη ἑρμηνεία τοῦ Κανόνα εἶναι αὐτὴ τῶν Παπιστῶν, οἰ ὁποῖοι ἀποδέχονται
νὰ εἶναι «πρῶτος καὶ πάντων κριτὴς ὁ Κωνσταντινουπόλεως« ἐπειδὴ ὅμως ὁ Ρώμης εἶναι
πρῶτος προηγούμενος καὶ αὐτοῦ τοῦ Κωνσταντινουπόλεως, θὰ πρέπει ὁ Ρώμης νὰ
θεωρεῖται καὶ νὰ εἶναι ὁ κριτὴς τῶν πάντων καὶ αὐτοῦ ἀκόμα τοῦ
Κωνσταντινουπόλεως (Βησσαρίων, Βινίος, Βελλαρμῖνος). Οἱ παπιστὲς θεωροῦν ὡς ἔξαρχο
τῆς Διοικήσεως ποὺ ἀναγράφει ὁ Κανόνας, τὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης. Πρὸς ἀπόδειξιν
τούτου οἱ συντάκτες τοῦ σχολίου ἀνάγονται σὲ ἐπιστολὴ τοῦ πάπα Νικολάου πρὸς τὸν
Αὐτοκράτορα Μιχαήλ57, ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἱ. Φωτίου τὸν 9. αἰῶνα. Ἀναφερόμενος
ὁ κανόνας στὸν ἔξαρχο Διοικήσεως δὲν ἐννοεῖ ὅλους τοὺς ἐξάρχους τῆς Διοικήσεως
τῆς αὐτοκρατορίας, ἀλλὰ μόνο ἕνα, τὸν πρῶτο ἔξαρχο τῶν Διοικήσεων, δηλ. τὸν Ἐπίσκοπο
Ρώμης. Ὁ Κανόνας θέτει τὴ λέξη Διοίκηση σὲ ἑνικὸ ἀριθμό, ἀλλὰ οὐσιαστικὰ ἐννοεῖ
τὴ λέξη αὐτὴ σὲ πληθυντικὸ ἀριθμό58. Κατὰ τοὺς Παπιστὲς Ἔξαρχος ὅλων
τῶν Διοικήσεων ἦταν ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης προφανῶς ὡς πρῶτος στὴν τάξη
προκαθεδρίας. Συνεπῶς, ὅποιος εἶχε κάποια διαφορὰ μὲ τὸ Μητροπολίτη του θὰ ἔπρεπε
κατ᾽ ἐξοχὴν καὶ «κυρίως» νὰ κρίνεται ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης, ἐνῶ ὑπῆρχε
κατὰ δεύτερο λόγο «κατὰ συγχώρησιν» ἡ δυνατότητα νὰ κρίνεται καὶ ἀπὸ τὸν
Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
Οἱ συγγραφεῖς τοῦ Πηδαλίου ἀπορρίπτουν καὶ τὶς δύο ἑρμηνεῖες. Δὲν ἀπορρίπτουν
μόνο τὴν ἀντίληψη, ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης ἔχει (δικαστική) ἐξουσία, ἀλλά καὶ τήν
ἀντίληψη, ὅτι καὶ ὁ Κωνσταντινουπόλεως ἔχει τὸ προνόμιο ἀποδοχῆς Ἐκκλήτου γιὰ ὑποθέσεις
ἀναφυόμενες ἔξω ἀπὸ τὴ δική του δικαιοδοσία.
Γιὰ νὰ ἀποδείξουν οἱ συντάκες τοῦ σχολίου, ὅτι ὁ Κωνσταντινουπόλεως δὲν ἔχει ἕνα
τέτοιο δικαίωμα, προσάγουν τὰ ἑξῆς ἐπιχειρήματα:
• Στὴν δ´ πράξη τῆς Χαλκηδόνας ἀκυρώνεται ἡ προγενέστερη πράξη τοῦ
Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἀνατολίου σχετικὰ μὲ τὶς Μητροπόλεις Τύρου καὶ
Βηρυτοῦ, οἱ ὁποῖες ἀνῆκαν στὸ Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας59. Αὐτὸ κατὰ
τοὺς συντάκτες τοῦ σχολίου ἀποδεικνύει, ὅτι ὁ Κωνσταντινουπόλεως δὲν εἶχε τὸ
δικαίωμα νὰ ἀναμειγνύεται σὲ ὑποθέσεις ἔξω ἀπὸ τὴ δική του δικαιοδοσία.
• Καταγράφονται αὐτοκρατορικὲς διατάξεις ἀπὸ τὸν Ἰουστινιανὸ καὶ τὸ
Λέοντα Σοφό, διὰ τῶν ὁποίων, κατὰ τοὺς σχολαστές, οἱ ἀποφάσεις τῶν Πατριαρχῶν εἶναι
ἀνέκκλητες60. Οἱ αὐτοκράτορες δὲ θὰ νομοθετοῦσαν τέτοιες
διατάξεις, ἀφοῦ ἐγνώριζαν, ὅτι οἱ Ἱ. Κανόνες ὑπερίσχυαν τῶν νόμων. Ἐὰν οἱ
Ἱ. Κανόνες ἐπέτρεπαν τὴν Ἔκκλητο πρὸς τὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τότε οἱ
Αὐτοκράτορες δὲ θὰ ἔθεταν νόμους, ὅτι οἱ ἀποφάσεις τῶν λοιπῶν Πατριαρχῶν εἶναι ἀνέκκλητες.
Ἀσφαλῶς ὀφείλει νὰ διερευνηθεῖ καὶ τὸ περιεχόμενο τῶν πολιτικῶν νόμων ποὺ ἐπικαλοῦνται
οἱ συντάκτες τοῦ Πηδαλίου καὶ ἡ ἀπόλυτη θέση τους, ὅτι οἱ Ἱ. Κανόνες ὑπερίσχυαν
τῶν νόμων σὲ περιπτώσεις ποὺ ὑπῆρχε ἀντίφαση μεταξύ τους.
• Τὸ ἑπόμενο ἐπιχείρημα καταδεικνύει τὸ βασικὸ λόγο καὶ τὴν αἰτία τῆς
θέσης τῶν συντακτῶν τοῦ σχολίου ποὺ τοὺς ὁδηγεῖ στὸ νὰ ἀπορρίψουν τὴ δυνατότητα
Ἐκκλήτου πρὸς τὸν Κωνσταντινουπόλεως: Ἐὰν ὁ τελευταῖος εἶχε ἕνα τέτοιο
δικαίωμα, ἐπειδὴ ὁ νόμος δὲ διακρίνει καὶ δὲν κάνει «ἐξαίρεσιν» , τότε ὁ
Κωνσταντινουπόλεως θὰ καθίστατο ὁ «πρῶτος καὶ ἔσχατος καὶ κοινὸς κριτής» ὅλων τῶν
Πατριαρχῶν, ἀκόμα καὶ αὐτοῦ τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης. Κατὰ συνέπεια ὁ
Κωνσταντινουπόλεως θὰ κατελάμβανε «τὸ μοναρχικὸν τοῦ Ρώμης ἀξίωμα» 61.
Ἡ «μοναρχική» ἄσκηση ἑνὸς Πρωτείου δὲν μπορεῖ νὰ γίνει δεκτὴ οὔτε γιὰ τὴ
Ρώμη, οὔτε γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη.
Συνιστᾶ ὅμως ἡ ἄσκηση τῆς Ἐκκλήτου στὴν Ἀνατολὴ ἄσκηση «μοναρχικοῦ ἀξιώματος»
; Ὅταν ἡ Δύση προέβαλλε τό «μοναρχικὸ ἀξίωμα» τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης, τὸ
θεμελίωνε ἁπλᾶ καὶ μόνο στὴ δυνατότητά του νὰ ἀποδέχεται Ἐκκλήτους; Τότε, γιατὶ
ἀναπτύχθηκε στὴ Δύση ἡ ὅλη διδασκαλία περὶ Πρωτείου τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης ὡς
διαδόχου τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου;
• Οἱ συντάκτες τοῦ σχολίου ἐπικαλοῦνται σειρὰ Ἱ. Κανόνων62,
γιὰ νὰ δείξουν τὴν ἀπαγόρευση ἄσκησης οἱασδήποτε ὑπερόριας ἐνέργειας οἱουδήποτε
Πατριάρχου, κατὰ συνέπεια ἀσφαλῶς καὶ τοῦ Κωνσταντινουπόλεως. Συνιστᾶ ὅμως
πράγματι ἡ ἀποδοχὴ Ἐκκλήτου ἄσκηση ὑπερόροιας (δικαστικῆς) ἐξουσίας; Ὅλες οἱ
συνοδικὲς ἀποφάσεις ποὺ ἐκδόθηκαν στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ θέματα ἄλλων
δικαιοδοσιῶν γιὰ τόσους αἰῶνες ἐκδόθηκαν κατὰ παράβαση αὐτῶν τῶν Κανόνων; Πῶς
ἦταν δυνατὸν οἱ ἄλλοι Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, νὰ προσφεύγουν οἱ ἴδιοι στὴν
Κωνσταντινούπολη γιὰ τὴν ὁριστικὴ καὶ ἀμετάκλητη ἐπίλυση τῆς διαφορᾶς τους, ὅταν
ταυτόχρονα παρεβιάζοντο τόσοι Κανόνες; Κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲ τὸ εἶχε ἀντιληφθεῖ
αὐτὸ τόσους αἰῶνες;
• Ἐὰν πράγματι ὁ Κωνσταντινουπόλεως εἶχε τὸ δικαίωμα ἀποδοχῆς Ἐκκλήτου
καὶ τὸ δικαίωμα νὰ κρίνει καὶ τὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης, πῶς συνέβη, ὥστε ποτὲ ἕνα τέτοιο
δικαίωμα δὲν προεβλήθη ἀπὸ τοὺς Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως ἀπέναντι στὶς περὶ
Πρωτείου ἀξιώσεις τῶν Ἐπισκόπων Ρώμης, παρὰ μόνον τὸ γεγονός, ὅτι Ρώμη καὶ
Κωνσταντινούπολη ἔχουν τὰ ἴσα πρεσβεῖα; Πῶς δὲ βρέθηκε ποτὲ κάποιος Χριστιανὸς ἀπὸ
τὴν Ἀνατολὴ νὰ ἰσχυρισθεῖ, ὅτι ὁ Κωνσταντινουπόλεως ἔχει μεγαλύτερη ἐξουσία ἀπὸ
αὐτὴ τοῦ Ρώμης63; Τὰ ἐρωτήματα αὐτὰ ἐπιβεβαιώνουν τὴν ἀντίληψη, ὅτι
γιὰ τοὺς συντάκτες τοῦ Πηδαλίου ἡ Ἔκκλητος πρὸς τὸν Κωνσταντινουπόλεως ἀποτελεῖ
ἔκφραση «μοναρχικῆς» ἐξουσίας. Εἶναι ὅμως ποτὲ δυνατὸν νὰ εὐσταθεῖ γιὰ τὴν
Ἀνατολὴ ἕνα τέτοιο ἐπιχείρημα, ὅταν αὐτὴ ὑπῆρξε ἡ συνεχῶς προβάλλουσα τὴν
Πενταρχία τῶν Πατριαρχῶν καὶ τὴν δι᾽ αὐτῆς λειτουργία τοῦ συνοδικοῦ συστήματος;
Πῶς λοιπὸν θὰ μποροῦσε νὰ βρεθεῖ κάποιος ἀπὸ τὴν Ἀνατολή, Πατριάρχης, Κληρικὸς ἢ
λαϊκός, ἰσχυριζόμενος τὴν ὑπεροχὴ τοῦ Κωνσταντινουπόλεως ἔναντι τοῦ Πάπα; Ἀντίθετα
ὅμως, πῶς ὑπάρχουν πλεῖστα συνοδικὰ κείμενα τῆς Ἀνατολῆς ποὺ ἀποδέχονται χωρὶς
πρόβλημα τὸ προνόμιο τῆς Ἐκκλήτου πρὸς τὴν Κωνσταντινούπολη χωρὶς καμιὰ
διασύνδεση μὲ μοναρχικὲς ἀξιώσεις; Μπορεῖ νὰ εἶναι κανεὶς σίγουρος, ὅτι οἱ
συντάκτες τοῦ Πηδαλίου κατενόησαν σωστὰ τὰ ἴσα Πρεσβεῖα μεταξὺ Ρώμης καὶ
Κωνσταντινουπόλεως, γιὰ τὰ ὁποῖα κάνουν λόγο καὶ γιὰ τὰ ὁποῖα ὅμως ἀποφεύγουν
νὰ παράσχουν ὁποιαδήποτε ἑρμηνεία;
Προσάγοντας ὅλα τὰ ἀνωτέρω ἐπιχειρήματα οἱ συγγραφεῖς τοῦ Πηδαλίου θεωροῦν, ὅτι
ἑρμηνεύουν πειστικὰ τὸν 9. (καὶ τὸν 17.) κανόνα τῆς Χαλκηδόνας, ὅταν ἰσχυρίζονται,
ὅτι δὲ θεμελιώνουν δικαίωμα Ἐκκλήτου πρὸς τὸν Κωνσταντινουπόλεως. Μὲ τὴ γι᾽ αὐτοὺς
βεβαία πεποίθηση γιὰ τὴ θέση αὐτὴ θὰ παράσχουν στὴ συνέχεια τὴ δική τους ἑρμηνεία,
θεωρώντας μᾶλλον ἀλαζονικά, ὅτι θὰ παράσχουν τὴν ἀληθῆ ἑρμηνεία τοῦ Κανόνα. Ὅλοι
οἱ προηγούμενοι ἑρμηνευτὲς συνάδοντες πρὸς τὴν κανονικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας
εἶχαν κάνει λάθος! Ἐπειδὴ ὅμως, κατὰ τοὺς συντάκτες τοῦ σχολίου «ζῇ λοιπὸν
Κύριος, ζῇ» , αὐτοὶ καὶ μόνον αὐτοὶ θὰ ἐκφράσουν τὴν ἀλήθεια, τὸ ἀληθὲς
νόημα τοῦ κανόνα, ὅπως ἰσχυρίζονται. Μπορεῖ νὰ ἀποτελέσει ἐρώτημα,
τὸ κατὰ πόσον ἕνα τέτοιο πνεῦμα μπορεῖ νὰ ἐκφράζει τὴ μοναχικὴ σεμνότητα. Ἀσφαλῶς
ὅμως ἐδῶ δὲν κρίνονται τὰ πρόσωπα ἀλλὰ οἱ θέσεις τους.
Τὸ δικαίωμα τῆς Ἐκκλήτου σύμφωνα μὲ τὸ 9. καὶ 17. κανόνα τῆς Χαλκηδόνας μπορεῖ
νὰ ἀσκηθεῖ εἴτε πρὸς τὸν Ἔξαρχο τῆς Διοικήσεως εἴτε πρὸς τὸ θρόνο τῆς
Κωνσταντινουπόλεως. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ οἱ συντάκτες τοῦ σχολίου ἐπιχειροῦν κατ᾽ ἀρχὴν
νὰ προσδιορίσουν, ποιὸς ἦταν ὁ Ἔξαρχος τῆς Διοικήσεως ποὺ ἀναφέρει στὸν κανόνα.
Ἔξαρχος τῆς Διοικήσεως, ὅπως λέγει καὶ ὁ Βαλσαμών64, δὲν ἦταν
ὁ Μητροπολίτης μιᾶς Ἐπαρχίας, ἀλλὰ ὁ Μητροπολίτης (Ἐπίσκοπος) τῆς πρωτευούσης
τῆς Διοικήσεως. (Πολλὲς ἐπαρχίες συνιστοῦσαν μία Διοίκηση). Κατὰ τοὺς
συντάκτες ὅμως τοῦ Πηδαλίου Ἔξαρχος Διοικήσεως δὲν ἦταν οὔτε ὁ Μητροπολίτης μιᾶς
Ἐπαρχίας, οὔτε ὁ οἱοσδήποτε μεταγενέστερα κληθεὶς Πατριάρχης τῶν 5 Πατριαρχείων65,
ἀλλὰ ὁ Μητροπολίτης (τῆς πρωτευούσης) μιᾶς Διοικήσεως (οἱ ἐπίσκοποι τῆς ὁποίας
συγκροτοῦν τὴ Σύνοδο τῆς Διοικήσεως). Οἱ ὑπὸ τὴν τελευταία ἔννοια Ἔξαρχοι
Διοικήσεως ἔπαψαν νὰ ὑπάρχουν, χωρὶς νὰ προσδιορίζεται αὐτὸ χρονικά. Ἴσως
γι᾽ αὐτὸ παρέχεται καὶ μιά ἄλλη ἔννοια τοῦ ὅρου, χωρὶς νὰ ἐγκαταλείπεται ἡ πρώτη.
Ἔξαρχοι τῆς Διοικήσεως ἦσαν γιὰ τοὺς συντάκτες τοῦ Πηδαλίου ποὺ ἐπικαλοῦνται καὶ
συμφωνοῦν τώρα μὲ ἄλλη γνώμη τοῦ Βαλσαμώνα66 καὶ τοῦ Ζωναρᾶ67
ἐκεῖνοι οἱ Ἐπίσκοποι μιᾶς Διοικήσεως, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τὸ προνόμιο νὰ φέρουν
πολυσταύρια στὶς ἐκκλησιαστικὲς τελετές68. Αὐτοὶ ὅμως οἱ Ἔξαρχοι
τῆς Διοικήσεως ἔπαψαν νὰ ὑπάρχουν κατὰ τὸν καιρὸ τῆς Χαλκηδόνας εἴτε ἀμέσως εἴτε
λίγο μετά. Κατὰ πολὺ περισσότερο δὲν ὑπῆρχαν μεταγενέστερα οἱ Ἔξαρχοι (τῆς
πρωτευούσης) τῆς πολιτικῆς διοικήσεως, ἀφοῦ μιὰ τέτοια σύνοδος στὸ πλαίσιο τοῦ ἐξαρχικοῦ
συστήματος ποὺ προσπάθησε νὰ καθιερώσει ἡ Β´ Οἰκουμενικὴ σὲ ὅλη τὴν ἔκταση τῆς
αὐτοκρατορίας δὲν ὑπῆρχε πλέον. Κατὰ τοὺς συντάκτες τοῦ σχολίου δὲν ὑπῆρχαν
τελικά μετὰ τὴ Δ´ Οἰκουμενικὴ οὔτε οἱ ἔχοντες ὑπ᾽ αὐτοὺς τοὺς Μητροπολῖτες τῆς
Διοικήσεως Ἔξαρχοι τῆς Διοικήσεως, οὔτε οἱ οὕτω ὀνομαζόμενοι Ἔξαρχοι τῆς
Διοικήσεως οἱ φέροντες πολυσταύρια, δυνάμενοι νὰ ἀσκήσουν δικαστικὴ ἐξουσία.
(Γι᾽ αὐτὸ ἄλλωστε καὶ ὁ Ἰουστινιανός παρότι κάνει λόγο γιὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ
δικαστήρια, δὲν κάνει καθόλου λόγο γι᾽ αὐτούς).
Παρότι ἡ θέση αὐτὴ τῶν συντακτῶν τοῦ Πηδαλίου δὲν λύνει τελικὰ μὲ ἀπόλυτη
σαφήνεια τὸ ὑπαρκτὸ πρόβλημα, ποιοὶ ἦταν τελικὰ οἱ Ἔξαρχοι τῆς Διοικήσεως, γιὰ
τοὺς ὁποίους κάνει λόγο κατὰ τό χρόνο τῆς συντάξεώς του ὁ κανόνας τῆς
Χαλκηδόνας, σημαντικὸ εἶναι τὸ παράδοξο συμπέρασμα, τὸ ὁποῖο ἐξάγουν: Ὡς
Ἐξάρχους τῶν Διοικήσεων ὁ κανόνας ἐννοεῖ καὶ περιλαμβάνει μόνο τοὺς Ἐξάρχους
τῆς Διοικήσεως, οἱ ὁποῖες ὑπήχθησαν στὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως (Ἀσιανή,
Ποντική, Θρακική), ὡς ἐὰν νὰ μὴν ὑπῆρχαν ἄλλες Διοικήσεις στὴν Αὐτοκρατορία! Ποιὸς
ὅμως δίνει τὸ δικαίωμα στοὺς συντάκτες τοῦ Πηδαλίου νὰ προβαίνουν αὐθαίρετα σὲ
μιὰ τέτοια συσταλτικὴ ἑρμηνεία; Πόσο βάσιμη μπορεῖ νὰ εἶναι μιὰ ἑρμηνεία
ποὺ περιορίζει τὸ εὗρος τῆς ἐφαρμογῆς του μόνο στὶς διοικήσεις τοῦ θρόνου τῆς
Κωνσταντινουπόλεως, ἐνῶ ὁ κανόνας θεσπίστηκε καὶ ἐνεκρίθη καὶ ἀπὸ τὰ πέντε
παρόντα καὶ συμφωνήσαντα Πατριαρχεῖα; Πόσο βάσιμη μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἡ ἑρμηνεία
τοῦ Κανόνα ποὺ δέχεται τὴν Ἔκκλητο στὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως μόνο γιὰ τοὺς
ὑποκειμένους σ᾽ αὐτὸ Ἐπισκόπους καὶ κληρικοὺς καὶ ὄχι γιὰ ὅλους τοὺς Κληρικοὺς ὅλων
τῶν Πατριαρχείων ποὺ ἦσαν παρόντα καὶ θέσπισαν καὶ συμφώνησαν σ᾽ αὐτὸ τὸν
κανόνα; Ποιὰ ἑρμηνευτικὴ μέθοδος νόμων ἢ κανόνων ἢ μᾶλλον ποιὰ λογικὴ μπορεῖ
νὰ ἐπιτρέψει αὐτὴ τὴ συσταλτικὴ ἑρμηνεία; Δὲν ἰσχύει καὶ ἐδῶ ἡ ἑρμηνευτικὴ ἀρχὴ
ποὺ ἀποδέχονται λίγο προηγουμένως οἱ συντάκτες τοῦ Πηδαλίου, ὅτι, ὅταν ὁ
κανόνας δὲν κάνει «ἐξαίρεσιν» 69, δὲν ἐπιτρέπεται καὶ ὁ ἑρμηνευτὴς νὰ
κάνει ἐξαιρέσεις καὶ διακρίσεις; Δὲν ἀντιφάσκουν οἱ συντάκτες τοῦ σχολίου
πρὸς ἑαυτούς;
Περαιτέρω, ἀφοῦ ἀμέσως μετὰ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Χαλκηδόνας ἢ λίγο ἀργότερα τὸ
Προνόμιο τῶν Ἐξάρχων «ἠπράκτησεν» καὶ δὲν ὑπῆρχε πλέον, ἦταν λάθος καὶ ἡ ἑρμηνεία
τοῦ πάπα Νικολάου στὸν κανόνα, γιὰ τὸν ὁποῖον ὁ κανόνας ἔδινε τὴ δυνατότητα ἡ Ἔκκλητος
νὰ ἀσκηθεῖ πρῶτα στὸν Ἔξαρχο Διοικήσεως (δηλ. στὸν Πάπα) καὶ κατόπιν στὸν
Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως «κατὰ συγχώρησιν καὶ δεύτερον λόγον».
Οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως ἐπισημαίνουν, ὅτι ὁ κανόνας δίδει διαζευκτικὰ τὴ
δυνατότητα Ἐκκλήτου στὸν ῎Εξαρχο τῆς Διοικήσεως ἢ στὸν Πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως κατὰ τὴ βούλησή τους. Ἡ παρατήρησή τους αὐτὴ εἶναι -ἴσως- ἡ
μόνη ὀρθή, δεδομένου, ὅτι ὁ διαζευκτικὸς σύνδεσμος «ἤ» στὰ ἑλληνικὰ δημιουργεῖ
σύνδεση κατὰ παράταξη, στὴν ὁποία τὰ διαζευγνύμενα μέρη εἶναι ἰσοδύναμα. Ἡ ἀδυναμία
ὅμως τῆς ἑρμηνείας τους εἶναι, ὅτι, ἀφοῦ εἶχε ἐκλείψει ἤδη ἀπὸ τὸν πέμπτο
αἰῶνα ὁ θεσμὸς τῶν Ἐξάρχων τῆς Διοικήσεως, περιορίζουν αὐθαιρέτως τὴ
δυνατότητα Ἐκκλήτου στὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως («ὡς εἰς ἴδιον»
Πατριάρχην) μόνο γιὰ τὶς ὑπ᾽ αὐτὸν 3 διοικήσεις (Πόντου, Ἀσίας καὶ Θράκης),
ὡς ἐὰν δὲν ὑπῆρχαν ἄλλες διοικήσεις στὴν αὐτοκρατορία. Ἀπὸ τὴν ἑρμηνεία τους θὰ
μποροῦσε νὰ συναγάγει κανείς, ὅτι οἱ σχολιαστὲς τοῦ Κανόνα «ὑποκαθιστοῦν» γιὰ τὶς
ἄλλες Διοικήσεις-πλὴν τῶν τριῶν πού ὑπήχθησαν στὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως-τήν
καταργηθεῖσα Σύνοδο τῆς Διοικήσεως μὲ τήν Πατριαρχική Σύνοδο, κάτι ὅμως ποὺ δὲ
διατυπώνεται ἄμεσα στὸ κείμενό τους, μπορεῖ ὅμως κάποιος αὐτό νὰ τό συναγάγει ἀπὸ
τὴν ἑρμηνεία τους στὸν 6. κανόνα τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς70. Οἱ ἴδιοι
οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως ἐπισημαίνουν, ὅτι οἱ Ἔξαρχοι τῆς Διοικήσεως δὲν
ταυτίζονται μὲ τοὺς μετέπειτα κληθέντες Πατριάρχες, χωρὶς νὰ αἰτιολογοῦν, γιατὶ
ἀποκλείουν τὴν ταύτιση. Εἶναι προφανές, ὅτι, ἐὰν ἐδέχοντο τὴν ταύτιση, τότε
δὲ θὰ μποροῦσαν νὰ ἀρνηθοῦν τὴν Ἔκκλητο στὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ποιὸς
τοὺς ἔδινε ὅμως τὸ δικαίωμα νὰ θεωροῦν κατὰ τὸ χρόνο σύνταξης τοῦ κανόνα - αὐτὸ
πού ἐν πρώτοις ἐνδιαφέρει- ὡς ἐξάρχους μόνο τοὺς ἐξάρχους Ἀσίας, Πόντου καὶ Θράκης
καὶ ὄχι τοὺς ὑπόλοιπους;
Γιὰ νὰ ὑποστηρίξουν οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημείωσης, ὅτι ὁ Κωνσταντινουπόλεως εἶχε
τὸ δικαίωμα νὰ ἀποδέχεται Ἐκκλήτους μόνο γιὰ τοὺς ὑπ᾽ αὐτόν (Μητροπολίτας) ἐπικαλοῦνται
τελικὰ δύο ἐπιχειρήματα:
Τὸ πρῶτο ἐπιχείρημα εἶναι ἡ ἑρμηνεία τοῦ Ζωναρᾶ στὸν 17. κανόνα τῆς
Χαλκηδόνας, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία οἱ ὑποκείμενοι στὸν Πατριάρχη Ἀντιοχείας ἢ Ἱεροσολύμων
Μητροπολῖτες θὰ ἔπρεπε νὰ κριθοῦν ἀποκλειστικὰ ἀπὸ αὐτούς. Πρόκειται γιὰ
παρερμηνεία τῆς θέσης τοῦ Ζωναρᾶ ποὺ ἤδη δείξαμε καὶ θὰ καταδειχθεῖ ἐκ νέου
κατωτέρω.
Τὸ δεύτερο ἐπιχείρημα ἀντλεῖται ἐπίσης ἀπὸ τὸ Ζωναρᾶ στὴν ἑρμηνεία
του στὸν 5. κανόνα τῆς Σαρδικῆς71, ὅπου ὁ βυζαντινὸς σχολιαστὴς
τῶν Κανόνων ἐμφανίζεται νὰ παρατηρεῖ(!): «μόνον τῶν ὑποκειμένων τῷ Κωνσταντινουπόλεως
ἔχει ὁ Κωνσταντινουπόλεως τὰς ἐκκλήτους, ὥσπερ μόνων τῶν ὑποκειμένων τῷ Ῥώμης ἔχει
ὁ Ῥώμης τὰς ἐκκλήτους». Πολὺ εὔκολα θὰ καταδειχθεῖ, ὅτι τέτοια ἑρμηνεία ἀπὸ τὸ
Ζωναρᾶ στὸν 5. κανόνα τῆς Σαρδικῆς δὲ δίδεται καὶ τὸ ἐντὸς εἰσαγωγικῶν
τιθέμενο ἀπὸ τοὺς σχολιαστὲς τοῦ Κανόνα στὸ Πηδάλιο ἀνωτέρω ἀπόσπασμα δὲν ὑπάρχει!
Αὐτὸ ποὺ ὑπάρχει εἶναι κάτι τὸ τελείως διαφορετικὸ καὶ αὐτὸ θὰ καταδειχθεῖ
κατωτέρω. Ὑπάρχει προφανέστατα ὄχι μιὰ παρερμηνεία ἀλλά μιά ἀλλοίωση τοῦ
σχολίου τοῦ Ζωναρᾶ.
Εἶναι βέβαιοι οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως στὸ Πηδάλιο, ὅτι μὲ βάση τὰ δύο ἀνωτέρω
ἐπιχειρήματα μποροῦν νὰ ἰσχυρίζωνται, ὅτι ὁ Κωνσταντινουπόλεως δὲν μπορεῖ νὰ
δέχεται Ἐκκλήτους παρὰ μόνο γιὰ ὑποθέσεις ποὺ ἀναφύονται στὴ δικαιοδοσία του. Εἶναι
βέβαιοι, ἐπίσης, ὅτι Ἔξαρχος τῆς Διοικήσεως δὲν ὑπάρχουν πλέον ἤδη ἀπὸ τὸν 5. αἰῶνα
καὶ ὅτι μόνο μιὰ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος εἶναι «ὁ ἔσχατος καὶ κοινότατος κριτὴς
πάντων τῶν Πατριαρχῶν», ὡς ἐὰν θὰ ὑπῆρχε κάποιος στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ποὺ
θὰ μποροῦσε νὰ ἰσχυρισθεῖ τὸ ἀντίθετο.
Οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως στὸ Πηδάλιο περατώνουν τὸ σχόλιό τους μὲ δύο ἐπισημάνσεις,
ἡ πρώτη ἐκ τῶν ὁποίων δημιουργεῖ περισσότερα ἐρωτήματα.
Στὴν πρώτη ἐπισήμανση μὲ παραπομπὴ στὴν ὑποσημείωσή τους στὸν 6. Κανόνα τῆς Β´
Οἰκουμενικῆς ἐπαναλαμβάνεται ἡ θέση τους, ὅτι ὁ Ἔξαρχος τῆς Διοικήσεως, γιὰ τὸν
ὁποῖο κάνει λόγο ὁ 9. Κανόνας τῆς Χαλκηδόνας δὲν ταυτίζεται μὲ τὸν Πατριάρχη («ἄλλον
ὄντα παρὰ τὸν Πατριάρχην») καὶ δὲν ὑπάρχει πλέον. Ἐπισημαίνουν περαιτέρω, ὅτι
καὶ ἡ Σύνοδος τῶν Μητροπολιτῶν μιᾶς (Πολιτικῆς) Διοικήσεως, τὴν ὁποία προβλέπει
ὁ 6. κανόνας τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς72, προσπαθώντας νὰ δημιουργήσει
τὸ Ἐξαρχικὸ σύστημα στὴ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, καὶ αὐτὴ ἔπαυσε νὰ ὑπάρχει («ἠπράκτησε
τώρα»), ὥστε «ἡ Σύνοδος ἑκάστου Πατριάρχου κρίνει πάσας τὰς ἐκκλησιαστικὰς ὑποθέσεις».
Ἐρώτημα δημιουργεῖται μὲ τὴ ρητὴ ἀπαγόρευση τοῦ 6. κανόνα τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς νὰ
ἐκκαλοῦνται ἀποφάσεις τῆς συνόδου τῆς Διοικήσεως σὲ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἐπισημαίνοντας:
«Εἰ δὲ τις καταφρονήσας τῶν κατὰ τὰ προδηλωθέντα δεδογμένων, τολμήσειεν ἢ
βασιλικὰς ἐνοχλεῖν ἀκοάς, ἢ κοσμικῶν ἀρχόντων δικαστήρια ἢ Οἰκουμενικὴν
Σύνοδον ταράσσειν, πάντας ἀτιμάσας τοὺς τῆς διοικήσεως Ἐπισκόπους τὸν τοιοῦτον
τὸ παράπαν εἰς κατηγορίαν μὴ εἶναι δεκτόν, ὡς καθυβρίζοντα τοὺς Κανόνας καὶ τὴν
ἐκκλησιαστικὴ λυμηνάμενον εὐταξίαν». Ὑπερβαίνοντας αὐτὴ τὴν ἀπαγόρευση καὶ ἐνάντια
στὸ γράμμα καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ Κανόνα τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς, οἱ συντάκτες τοῦ
σχολίου ἐπισημαίνουν: «Ἐπιφέρουσα δὲ ἡ Σύνοδος ἐν τῷ παρόντι Κανόνι νὰ μὴ
ζητῇ τινὰς Οἰκουμενικὴν Σύνοδον, μετὰ τὴν κρίσιν τῆς Συνόδου τῆς διοικήσεως,
ἔδωκεν εἰς ἡμᾶς νὰ νοήσωμεν κατὰ τὸ σιωπώμενον, ὅτι ἡ Οἰκουμενικὴ
Σύνοδος εἶναι ὁ ἔσχατος κριτὴς πάντων τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑποθέσεων καὶ εἰς αὐτὴν
ἀναβιβάζεται ἅπασα ἔκκλητος..». Κατὰ συνέπεια τίθενται τὰ ἐρωτήματα:
• Πῶς ὁ 6. κανόνας τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς ἔδωσε τὸ δικαίωμα Ἐκκλήτου «κατὰ
τὸ σιωπώμενον» σὲ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο κατὰ ἀποφάσεως τῆς Συνόδου τῆς Διοικήσεως,
ἀφοῦ ὁ κανόνας ρητὰ ἀπαγορεύει -κατὰ τήν ἑρμηνεία τῶν συντακτῶν τοῦ Πηδαλίου- τὴν
Ἔκκλητο σὲ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο; Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ "μὴ ζητῇ"
κάποιος προσφυγὴ σὲ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο "μετὰ τὴν κρίσιν τῆς Συνόδου τῆς
Διοικήσεως"; Πῶς μπορεῖ νὰ γίνει δεκτὴ μία τοιαύτη προφανῶς contra legem ἑρμηνεία;
Προφανῶς ὁ κανόνας ἐννοεῖ, ὅτι ἐπιτρέπεται ἡ προσφυγὴ σὲ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο,
ἀφοῦ ἀπαραίτητα προηγουμένως ἡ σχετικὴ ἀπόφαση εἶχε κριθεῖ ἀπὸ τὴ Σύνοδο
τῆς Διοικήσεως;
• Ἀφοῦ ἡ σύνοδος τῆς Διοικήσεως (γιά τίς ἄλλες Διοικήσεις πλήν τῶν τριῶν)
ὑποκατεστάθη73 ἀπὸ τὴν Πατριαρχικὴ Σύνοδο «ἑκάστου Πατριάρχου»,
κατὰ τὴ γνώμη τῶν συντακτῶν τῆς ὑποσημειώσεως, θὰ μποροῦσε νὰ ὁδηγηθεῖ κάποιος
στὸ παράλογο συμπέρασμα, ὅτι μιά ἀπόφαση πατριαρχικῆς Συνόδου δὲ θὰ μποροῦσε νὰ
ἀναχθεῖ σὲ κρίση Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Αὐτὸ τὸ παράλογο συμπέρασμα συνάγεται,
ἐὰν ἀκολουθήσει κανεὶς μὲ συνέπεια τὴ σκέψη τῶν συντακτῶν τῆς ὑποσημειώσεως.
• Ἐνώπιον ὅμως ποίων οἱ ἀποφάσεις τῶν Πατριαρχῶν ἦταν ἀνέκκλητες; Ἦταν ἀνέκκλητες
σὲ πολιτικοὺς ἄρχοντες καὶ πολιτικὰ δικαστήρια; Ἦταν ἀνέκκλητες πρὸς τὸ θρόνο τῆς
Κωνσταντινουπόλεως, πρὸς τὸν ὁποῖο δὲν μποροῦσε δῆθεν νὰ ἀσκηθεῖ προφυγή; Ἦταν ἀνέκκλητες
καὶ σὲ μιὰ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ὅπως λογικὰ καὶ μέ συνέπεια θὰ ἔπρεπε νὰ
συνάγεται ἀπὸ τὴ θέση τῶν συντακτῶν τῆς ὑποστημειώσεως, ὅτι ἡ ὑποκαταστήσα τὴ
σύνοδο τῆς Διοικήσεως Πατριαρχικὴ Σύνοδο ἐξέδιδε ἀνέκκλητες ἀποφάσεις;
Ἐνῶ οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως δὲν ὑπεισέρχονται σὲ τέτοιες διερευνήσεις,
στηρίζουν τὴν ἄποψή τους στὴν Ἰουστινιάνειο διάταξη κθ´, τοῦ δ´ τίτλου, τοῦ α´
βιβλίου, ἑνὸς ἔργου τοῦ Ἰουστιανιανοῦ ποὺ δὲν ἀναφέρουν καὶ ποὺ αὐτολεξεὶ ἀντιγράφεται
καὶ στὸ Νομοκάνονα τοῦ Φωτίου74. Πρόκειται γιὰ τὸν Ἰουστινιάνειο
Κώδικα75 (Codex Justinianus). Ἡ χρήση ὅμως αὐτῆς τῆς Ἰουστινάνειας
ρύθμισης, ὅπως καὶ τῶν ὑπολοίπων πολιτικῶν διατάξεων πού προσάγονται, ἀπαιτεῖ
περαιτέρω διερευνήσεις, μεταξὺ τῶν ὁποίων: Ποίους Πατριάρχες ἐννοεῖ ὁ Ἰουστινιανὸς
στὴν παραπάνω ρύθμιση. Ταυτίζεται ὁ Πατριάρχης τῶν Ἰουστινιανείων διατάξεων
μὲ τὸν ἔξαρχο τῆς Διοικήσεως τοῦ 9. κανόνα στὴ Χαλκηδόνα; Ἐννοεῖ ὅλους τοὺς
Πατριάρχες τῆς Ἐκκλησίας ἢ ἐννοεῖ τοὺς Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως σὲ
πληθυντικὸ ἀριθμό; Ἐὰν ὁ 9. κανόνας τῆς Χαλκηδόνας ἀντιβαίνει στὴν πολιτικὴ
νομοθεσία, τελικὰ τὶ ὑπερίσχυσε στὴν πράξη;
Μιὰ περαιτέρω διερεύνηση θὰ ἦταν ἀναγκαία: Ἡ ρύθμιση αὐτὴ τοῦ Ἰουστινιανοῦ, ὅπως
καὶ νὰ ἑρμηνευθεῖ, συμπεριελήφθη ἢ δὲν συμπεριελήφθη στὰ Βασιλικὰ τοῦ Λέοντα τοῦ
Σοφοῦ, στὸ κορυφαῖο κωδικοποιητικὸ αὐτὸ ἔργο τῆς μέχρι τότε πολιτικῆς
νομοθεσίας, στὸ ὁποῖο ἔγινε ἡ ἀνακάθαρση τῶν νόμων; Ἀκόμα καὶ ἐὰν ὑποτεθεῖ -καὶ
γίνει ἀκόμα μιὰ ὑπόθεση ἐργασίας- ὅτι οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως ἑρμηνεύουν
σωστὰ τὸν Ἰουστιανιανό, δὲ θὰ ἔπρεπε νὰ διερευνηθεῖ, πῶς καὶ ἐὰν ἐπηρέασε ἡ
πολιτικὴ αὐτὴ ρύθμιση τὴν κανονικὴ δικαιοταξία, ἡ ὁποία ἦταν αὐτοτελὴς καὶ αὐτάρκης
γιὰ τὴν Ἐκκλησία; Κατὰ πολὺ περισσότερο σήμερα, ὁπότε καὶ δὲν ἔχουν καμιὰ ἰσχὺ
διοικητικοῦ-δικαστικοῦ χαρακτῆρος οἱ συγκεκριμένες βυζαντινὲς πολιτικὲς
διατάξεις οὔτε γιὰ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, οὔτε γιὰ τὶς ἄλλες Ὀρθόδοξες
Ἐκκλησίες, τὶ νόημα θὰ εἶχε νὰ ἐπικαλούμαστε ρυθμίσεις τοῦ Ἰουστινιανοῦ καὶ
νὰ ἀρνούμαστε μάλιστα μὲ αὐτὲς τὴν κανονικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἑρμηνεύει
καὶ ἐφαρμόζει τοὺς κανόνες; Ἡ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα αὐτὸ εἶναι προφανὴς καὶ
εἶναι ἀρνητική.
Τὸ γεγονὸς ὅμως αὐτὸ δὲν εἶναι μόνο σήμερα ἀναμφίβολα ἀποδεκτό, ἀλλὰ ἦταν
συνειδητὸ καὶ στοὺς συγγραφεῖς τοῦ Πηδαλίου, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ ἀναφέρουν τὰ ἐπιχειρήματά
τους, ὅτι οἱ ἀποφάσεις τῶν Πατριαρχῶν ἦταν ἀνέκκλητες στηριζόμενοι σὲ
πολιτικὲς διατάξεις, ἀφοῦ προσπάθησαν νά ἐξηγήσουν ποῖοι ἦσαν οἱ Ἔξαρχοι τῆς
Διοικήσεως ποὺ ἔπαυσαν νὰ ὑπάρχουν, καταλήγουν νὰ ὑποστηρίζουν τὴ θέση, ὅτι ὁ
Κωνσταντινουπόλεως δὲν μποροῦσε νὰ δέχεται Ἐκκλήτους, στηριζόμενοι ὄχι στίς
πολιτικές διατάξεις, ἀλλά στὴν ἀλλοίωση καὶ παρερμηνεία τους σὲ δύο
σχόλια τοῦ Ζωναρᾶ! Τὶ ὑποδηλώνει αὐτὴ ἡ ἀκροβασία; Ὑποδηλώνει ἐνδεχομένως
τὴν ἐσωτερικὴ ἀνησυχία τῶν ἴδιων τῶν συντακτῶν τῆς ὑποσημειώσεως, ὅτι ἀκόμα καὶ
σὲ θεωρητικὸ ἐπίπεδο οἱ θέσεις τους δὲν ἦταν πειστικές. Ἡ διηνεκὴς
καὶ διαχρονικὴ ἐκκλησιαστικὴ κανονικὴ πράξη εἶναι, ὅπως ἤδη ἔχει ἐπισημανθεῖ, ἐνάντια
στὶς θέσεις αὐτές.
Ἡ δεύτερη ἐπισήμανση76 τῶν συντακτῶν τοῦ σχολίου στὸν 9. Κανόνα τῆς
Χαλκηδόνας, ὅτι οἱ Ἔξαρχοι στοὺς μεταγενέστερους χρόνους77 ἀπέκτησαν
ἄλλη σημασία ὡς «οἱ εἰς τὰ ἔξω ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας πεμπόμενοι», δὲν ἀφορᾶ τὴν ἑρμηνεία
τοῦ κανόνα καὶ συνεπῶς δὲ χρειάζεται νὰ ἀσχοληθεῖ κανεὶς ἐδῶ μὲ τὴν ὀρθὴ αὐτὴ ἐπισήμανση.
• Παρότι κατὰ τὴν παραπάνω καταγραφὴ τῶν ἐπιχειρημάτων τῶν συγγραφέων τοῦ
Πηδαλίου στὴν ὑποσημείωσή τους στὸν 9. κανόνα τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς, κατὰ τὴν ὁποία,
ὅπως ἀπαιτεῖ ἡ ἀκαδημαϊκὴ δεοντολογία, κατεβλήθη προσπάθεια νὰ καταγραφοῦν μὲ
σαφήνεια καὶ πληρότητα οἱ θέσεις τους, ἐξετέθησαν ἀντεπειχειρήματα ποὺ ἀποδυναμώνουν
τὶς θέσεις αὐτές, ἀκόμα καὶ σὲ θεωρητικὸ ἐπίπεδο, ἀπὸ τὴν ὅλη ὅμως παρουσίαση
τοῦ θέματος προκύπτουν ἐρωτήματα, τὰ ὁποῖα παρέμειναν ἀναπάντητα. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ
κρίνεται ἀπολύτως ἀναγκαία νὰ ἀκολουθήσουν -ὅσο γίνεται συνοπτικότερα, ὄχι ὅμως
σὲ βάρος μιᾶς κατὰ τὸ δυνατὸν ἐμπεριστατωμένης θεώρησης τοῦ θέματος, οἱ
κατωτέρω ἀπαραίτητες ἐπισημάνσεις ποὺ ἀφοροῦν μεταξὺ ἄλλων στὴν ἑρμηνεία
πολιτικῶν διατάξεων τοῦ Βυζαντινοῦ Δικαίου, στὴν ἔννοια καὶ τὴ λειτουργία τῆς Ἐκκλήτου
στὸ πλαίσιο τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου, οἱ διατάξεις τοῦ ὁποίου δὲν μποροῦν νὰ θεωροῦνται
ἀπομονωμένα, ἀλλὰ συνολικὰ στὴ διαχρονικὴ ἐξέλιξη τῶν διοικητικῶν ἐκκλησιαστικῶν
θεσμῶν ἀπὸ τοὺς χρόνους τῆς θεσπίσεώς τους, μὲ μιὰ σύντομη ἀκόμα ἀναφορὰ στὴν ἀντίθεση
Νόμων καὶ Κανόνων κατὰ τὴ βυζαντινὴ περίοδο.
2. Παπικό πρωτεῖο καὶ Ἔκκλητος
Κατὰ τοὺς συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως εἴτε «οἱ ἡμέτεροι» γι᾽ αὐτούς
(Μακάριος Ἀγκύρας, Ἄννα Κομνηνή, Νικόλαος Μεθώνης), εἴτε οἱ Παπιστές
(Βησσαρίων, Βινίος καὶ Βελλαρμῖνος) ἀναγνωρίζουν τὸ δικαίωμα Ἐκκλήτου πρὸς τὸ
θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἐὰν ὅμως γίνει δεκτὴ ἡ ἄποψη τῶν πρώτων, τότε ὁ
Κωνσταντινουπόλεως θὰ πρέπει νὰ μπορεῖ νὰ κρίνει καὶ τὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης. Ἐὰν
γίνει δεκτὴ ἡ ἄποψη τῶν Παπιστῶν, τότε τροφοδοτεῖται καὶ συνίσταται ἡ μοναρχία
τοῦ Πάπα, ὅπου οἱ διαφιλονικούμενες ὑποθέσεις κρίνονται «πρῶτον καὶ
κυρίως» ἀπὸ τὸν Ἔξαρχον τῆς Διοικήσεως, ὁ ὁποῖος κατ᾽ αὐτοὺς εἶναι ὁ Πάπας,
«κατὰ δὲ συγχώρησιν καὶ δεύτερον λόγον» ἀπὸ τὸν Κωνσταντινουπόλεως. Γιὰ
τοὺς λόγους αὐτοὺς οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως ἀπορρίπτουν καὶ τὶς δύο ἑρμηνεῖες.
Ἀσφαλῶς ἀμφότερες οἱ ἑρμηνεῖες εἶναι ἀπαράδεκτες, ὄχι ὅμως γιὰ τὸ λόγο ποὺ ἀπορρίπτονται
ἀπὸ τοὺς συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως. Οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως ἀρνοῦνται
τὴν Ἔκκλητο εἴτε πρὸς τὴ Ρώμη, εἴτε πρὸς τὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ μὴ
συσταθεῖ εἴτε στὴν πρώτη, εἴτε στὴν δεύτερη ἕνα «μοναρχικὸ ἀξίωμα». Συνδέεται
δηλ. ἡ δυνατότητα Ἐκκλήτου ὡς ἐνδίκου μέσου μὲ τὸ Παπικὸ Πρωτεῖο, ὅπως αὐτὸ ἀνεπτύχθη
διαχρονικὰ καὶ ἐξελεκτικὰ στὴ Δύση. Ἡ πορεία τῆς ἱστορίας καὶ τῆς ἱστορίας
τῶν Ἱ. Κανόνων καταδεικνύει, ὅτι ἡ δυνατότητα Ἐκκλήτου δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴ
διαμόρφωση τοῦ Παπικοῦ Πρωτείου καὶ δὲν ταυτίζονται ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενο καὶ
τὴν πηγή τους. Τὸ μὲν Παπικὸ Πρωτεῖο ἔχει ὡς πηγὴ τὴ διδασκαλία, ὅτι ὁ κάθε ἐπίσκοπος
Ρώμης εἶναι ipse Petrus, ἐνῶ ἡ Ἔκκλητος πρὸς τὴ Ρώμη ἐμφανίζεται ὡς ἔνδικο
μέσο στὰ πλαίσια τοῦ κανονικοῦ δικονομικοῦ συστήματος στοὺς κανόνες 3, 4, 5 τῆς
Σαρδικῆς (343), οἱ κανόνες τῆς ὁποίας ἐπικυρώθηκαν ἀπὸ τὴν Πενθέκτη (692) καὶ
κατὰ συνέπεια ἀνήκουν στὸ Corpus τῶν Κανόνων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ὁ 5. κανόνας τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς78 (325), στὰ πλαίσια τοῦ
Μητροπολιτικοῦ συστήματος ποὺ καθιέρωσε, εἶχε ὁρίσει, ὅτι ἡ ἐπαρχιακὴ Σύνοδος τῶν
ἐπισκόπων μιᾶς (πολιτικῆς) ἐπαρχίας ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Μητροπολίτου, (οἱ ὁποῖοι
τότε ἦσαν ἀκόμη αὐτοκέφαλοι) ἔκρινε κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς καθιστώντας αὐτούς «ἀκοινωνήτους».
(Τὸ ἐπιτίμιο συνδέεται ἀναγκαίως μὲ τὴ δυνατότητα συμμετοχῆς στὴ Θ. Εὐχαριστία).
Ἡ τοπικὴ Σύνοδος τῆς Ἀντιόχειας στὸν 12. κανόνα79 της προβλέπει
γιὰ πρώτη φορὰ σὲ καθαιρεθέντα διάκονο, πρεσβύτερο ἢ ἐπίσκοπο ἀπὸ ἐπαρχιακὴ
σύνοδο τή δυνατότητα νὰ ἀσκήσει ἔκκλητο σὲ μιὰ μείζονα σύνοδο πλειόνων ἐπισκόπων.
Ἀπαγορεύει τὴν ἄσκηση Ἐκκλήτου σὲ πολιτικὰ δικαστήρια, ἀκόμα καὶ στὸν ἴδιο τὸ
βασιλέα. Ὁ κανόνας δὲν προσδιορίζει τὸν τρόπο συγκροτήσεως τῆς Μείζονος
Συνόδου. Τὴν ἔλλειψη αὐτὴ θεραπεύει κατὰ τι ὁ 14. κανόνας80 τῆς
Συνόδου στὴν Ἀντιόχεια ποὺ σὲ περίπτωση καταδίκης ἐπισκόπου καὶ ἔκδοσης γι᾽
αὐτὸν καταδικαστικῆς ἀπόφασης κατὰ πλειοψηφία, κατόπιν Ἐκκλήτου τοῦ
καταδικασθέντος, ὁ Μητροπολίτης τῆς ἐπαρχίας ἔπρεπε νὰ συγκροτήσει, Μείζονα
Σύνοδο συμπεριλαμβάνοντας καὶ πλησιοχώρους Ἐπισκόπους.
Οἱ ρυθμίσεις αὐτὲς τῆς Συνόδου στὴν Ἀντιόχεια εἶχαν μιὰ σοβαρὴ δυναμία: Ὁ
Μητροπολίτης ποὺ συγκροτοῦσε τὴ Μείζονα Σύνοδο ἐπέλεγε ὡς μέλη της ὁμόφρονές
του, προδικάζοντας τὴν ἀπόφαση τῆς Συνόδου. Ἐπειδὴ τὴν περίοδο ἐκεῖνοι οἱ πλεῖστοι
τῶν Ἐπισκόπων ἦσαν Ἀρειανοί, ἦταν φυσικὸ οἱ ὀρθοφρονοῦντες Ἐπίσκοποι νὰ μὴν ἔχουν
προοπτικὴ δικαιώσεως. Μιὰ δεύτερη ἀδυναμία ἦταν, ὅτι ἡ δυνατότητα Ἐκκλήτου γιὰ
τὸν καταδικασθέντα Ἐπίσκοπο προϋπέθετε μὴ ὁμόφωνη πρωτόδικη ἀπόφαση τῆς ἐπαρχιακῆς
Συνόδου, κάτι ποὺ δὲ συνέβαινε πάντα μὲ δεδομένη τὴν ἐπιρροὴ ποὺ μποροῦσε νὰ ἀσκήσει
ὁ Μητροπολίτης τῆς Ἐπαρχίας στοὺς ὑπ᾽ αὐτὸν Ἐπισκόπους.
Γιὰ νὰ θεραπευθοῦν αὐτὲς οἱ ἀδυναμίες τῆς συνόδου στὴν Ἀντιόχεια, δύο χρόνια ἀργότερα
ἡ τοπικὴ Σύνοδος τῆς Σαρδικῆς προβλέπει τὴ δυνατότητα ἄσκησης Ἐκκλήτου
στὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης (343). Ὁ 14. Κανόνας προβλέπει βεβαίως τὴ δυνατότητα γιὰ τὸν
ὑπὸ Ἐπισκόπου καταδικασθέντα Διάκονο ἢ πρεσβύτερο νὰ κριθεῖ ἀσκώντας Ἔκκλητο ἢ
στὸν Μητροπολίτη τῆς Ἐπαρχίας ἢ ἀπουσιάζοντος τούτου στὸ πλησιόχωρο
Μητροπολίτη. Εἶναι ποφανές, ὅτι στὴ δεύτερη περίπτωση ὁ Κανόνας ἐπιτρέπει στὸ
πλησιόχωρο Μητροπολίτη τὴν ἄσκηση ὑπερόριας δικαστικῆς ἐξουσίας. Γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει
τὸ παράδοξο αὐτὸ ὁ Βαλσαμών81 ἐκτιμᾶ, ὅτι ὁ πλησιόχωρος
Μητροπολίτης δικάζει εἴτε κατ᾽ ἐντολὴν τοῦ ἀπόντος Μητροπολίτου ἢ μετὰ ἀπὸ
συναίνεση τοῦ καταδικασθένος κληρικοῦ καὶ τοῦ Ἐπισκόπου του. Τὸ βέβαιο πάντως εἶναι,
ὅτι τὴν Ἐκκλητο ἀσκοῦσε ὁ καταδικασθεὶς καὶ ἡ συναίνεσή του ἦταν προφανής
(«Ὁ ἐκβαλλόμενος ἐχέτω ἐξουσίαν....).
Σπουδαιότεροι ὅμως ἦσαν οἱ Κανόνες 3, 4 καὶ 5 τῆς Συνόδου στὴ Σαρδική82,
οἱ ὁποῖοι προβλέπουν τὴ δυνατότητα ἀσκήσεως Ἐκκλήτου στὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης. Ὁ 3
κανόνας δίδει στὸν καταδικασθέντα Ἐπίσκοπο τὴ δυνατότητα νὰ ἀσκήσει Ἔκκλητο στὸν
Ἐπίσκοπο Ρώμης. Ἐὰν ὁ τελευταῖος τὸ κρίνει ἀναγκαῖο ἐντέλλεται πρὸς τὸν
Μητροπολίτη τῆς Ἐπαρχίας νὰ συγκαλέσει Μείζονα Σύνοδο, γιὰ νὰ κρίνει ἐκ νέου τὴν
ὑπόθεση. Ὁ 4. κανόνας συμπληρώνει τὸν προηγούμενο 3. κανόνα. Ὁ Ἐπίσκοπος ποὺ
καθαιρέθηκε ἀπὸ Σύνοδο γειτνιαζόντων Ἐπισκόπων (ἄρα γιὰ δεύτερη φορὰ καὶ σὲ
δεύτερο βαθμό) μπορεῖ νὰ ἀσκήσει καὶ πάλι Ἔκκλητο στὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης καὶ δὲν
μποροῦσε στὴ θέση του νὰ χειροτονηθεῖ καὶ νὰ ἐγκατασταθεῖ ἄλλος Ἐπίσκοπος, «ἐὰν
μὴ ὁ τῆς Ῥώμης ἐπίσκοπος ἐπιγνοὺς περὶ τούτου ὅρον ἐξενέγκῃ». Τί θὰ μποροῦσε νὰ
πράξει περαιτέρω ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης; Θὰ μποροῦσε καὶ μετὰ τὴν ἔκδοση τῆς
καταδικαστικῆς ἀποφάσεως μὲ τὴ συμμετοχή «τοῖς ἀγχιστεύουσι τῇ ἐπαρχίᾳ» Ἐπισκόπων
νὰ διατάξει τὴν ἐκ νέου γιὰ τρίτη φορά (πρώτη φορὰ στὴν ἐπαρχιακὴ Σύνοδο
- δεύτερη φορὰ στὴ σύνοδο μὲ τοὺς γειτνιάζοντες Ἐπισκόπους) ἐξέταση τῆς ἴδιας ὑποθέσεως
ἀπὸ σύνοδο ποὺ θὰ συγκροτοῦσαν οἱ ἐπίσκοποι (τῆς ἐπαρχίας μὲ τὴ συμμετοχὴ ἢ μὴ
γειτινιαζόντων Ἐπισκόπων ἢ ἄλλων (αὐτὸ δὲν καθορίζεται στὸν κανόνα) καὶ οἱ ἀπεσταλμένοι
τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης.
Ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω ἐξάγονται τὰ ἑξῆς σημαντικὰ συμπεράσματα:
• Οἱ Κανόνες τῆς Σαρδικῆς, ἐπικυρωθέντες ἀπὸ τὴν Πενθέκτη, εἶχαν ἰσχὺ γιὰ
ὅλη τὴν Ἐκκλησία, ὥστε νὰ εἶναι ἱστορικὰ βέβαιες οἱ Ἔκκλητες προσφυγὲς ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ
στὴ Δύση. Αὐτὸ ἄλλωστε μαρτυρεῖ-μεταξὺ ἄλλων καὶ ἡ Συνοδικὴ Ἐπιστολὴ τῶν 4
Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς (1848) καὶ ἡ ἐπιστημονικὴ ἔρευνα. Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρεται
ἡ ἔρευνα τοῦ Καθηγητοῦ Σπ. Τρωϊάνου83, ὁ ὁποῖος καταθέτει στὸ ἔργο
του περιορισμένες μέν, ὑπαρκτὲς ὅμως ὑποθέσεις Ἐκκλήτου ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ στὴ
Ρώμη. Τὸ προνόμιο αὐτὸ τῆς Ἐκκλήτου πρὸς τὴ Ρώμη περιόρισαν:
• Ἡ ἀπόδοση τῶν ἴσων Πρεσβείων στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Β´
Οἰκουμενικῆς (381), ὅπως βεβαιώνει ὁ 28. Κανόνας τῆς Χαλκηδόνας (451). Ἴσα
πρεσβεῖα μὲ τὴ Ρώμη σήμαινε ἀπαραιτήτως ἴσα προνόμια μὲ αὐτή. Πολὺ νωρίς,
στὸ τέλος τοῦ 4. αἰώνα ἡ Κωνσταντινούπολη ἀπέκτησε, ἐθιμικὰ κατ’ ἀρχήν, ὅπως θὰ
δειχθεῖ καὶ κατωτέρω, τὸ προνόμιο νὰ ἀποδέχεται Ἐκκλήτους ἀπὸ τὰ Πατριαρχεῖα τῆς
Ἀνατολῆς.
• Ἡ τοπικὴ Σύνοδος τῆς Καρχηδόνας (419) στὸν ΚΗ´ (ΛΣΤ´) καὶ στὸν ΡΚΕ
(ΡΛΔ´) κανόνα της ἀπαγορεύει τὴν Ἔκκλητο πρὸς τὴ Ρώμη84. Ὁ πρῶτος
ἐξ αὐτῶν προβλέπει, ὅτι Διάκονος ἢ Πρεσβύτερος καταδικασθεὶς ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου
του μποροῦσε νὰ ἀσκήσει Ἔκκλητο σὲ γειτνιάζοντες Ἐπισκόπους σὲ μιὰ σύνοδο ποὺ μὲ
τὴ συναίνεση τοῦ καταδικάσαντος Ἐπισκόπου μποροῦσε νὰ διευρυνθεῖ. Σὲ κάθε
περίπτωση ἀπαγορεύεται ἡ Ἔκκλητος πρὸς τὴ Ρώμη. Ὁ Ζωναρᾶς85 ἐπισημαίνει
σχετικά: «Ἐντεῦθεν ὁ τῦφος τῆς τῶν Ρωμαίων ἐκκλησίας καταβάλλεται αὐχούντων αὐτοῖς
δεδόσθαι πάσας τὰς ἐκκλήτους τηρεῖν. Εἰ γὰρ τὰς ἐκκλήτους τῶν ἐν Ἀφρικῇ οὐ
συγχωροῦνται τηρεῖν καὶ ἡ Ῥώμη γὰρ πέραν θαλάσσης διάκειται πρὸς τὴν Ἀφρικήν,
πολλῷ μᾶλλον καθ᾽ ἑτέρων χωρῶν οὐχ ἕξουσι τοιοῦτον δίκαιον». Παρόμοια παρατηρεῖ
καὶ ὁ Βαλσαμών86: «...καυχῶνται οἱ περὶ τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ῥώμης,
λέγοντες πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν τὰ ζητήματα ὀφείλειν διευλυτοῦσθαι παρ᾽ αὐτοῖς κατὰ
λόγον Ἐκκλήτου. Εἰ γὰρ τὰς ἐκκλήτους τῶν ἐν Ἀφρικῇ οὐ συγχωρεῖται τηρεῖν, πολλῷ
μᾶλλον καθ᾽ ἑτέρων χωρῶν οὐχ ἕξει τὸ τοιοῦτον δίκαιον».
• Ἕνας σαφὴς καὶ ὁριστικὸς περιορισμὸς τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης νὰ ἀσκεῖ
κατόπιν Ἐκκλήτου ὑπερόρια δικαστικὴ ἐξουσία ἐφ᾽ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας
περιλαμβάνεται στὸν 1. Κανόνα τῆς ἐπὶ Ἱ. Φωτίου συγκληθείσης Συνόδου τῆς
Κωνσταντινουπόλεως κατὰ τὰ ἔτη 879/80. Σύμφωνα μὲ τὸν κανόνα αὐτὸ ἡ δικαστικὴ
ἐξουσία τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης περιορίζεται μόνο στὴν Ἰταλία87, ἀπὸ τὴν
ὁποία καὶ μόνο θὰ μποροῦσε νὰ ἀποδέχεται Ἐκκλήτους, ἐνῶ τέτοιο ἀνάλογο δικαίωμα
στὴν Ἀνατολὴ ἐπιφυλάσσεται αὐτονόητα στὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ ἔχοντος
τὰ ἴσα Πρεσβεῖα μὲ τὸ θρόνο τῆς Ρώμης.
• Οἱ κανόνες τῆς Σαρδικῆς, ἀλλὰ καὶ οἱ κανόνες τῆς Καρθαγένης ποὺ ἐξετέθησαν
ἀνωτέρω παρέχουν τὴ δυνατότητα ἀσκήσεως Ἐκκλήτου δύο φορὲς μετὰ τὴν
πρώτη καταδικαστικὴ ἀπόφαση. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴν ἁπλῆ καὶ ὀρθὴ
ἀνάγνωση τῶν ἀνωτέρω κανόνων βεβαιώνει καὶ ἡ ἑρμηνεία τῶν βυζαντινῶν
κανονολόγων στὰ σχετικὰ σχόλιά τους ποὺ συσχετίζουν τὴν ὑπὸ τῶν κανόνων
διδόμενη διπλῆ αὐτὴ δυνατότητα μὲ τοὺς πολιτικοὺς νόμους:
• Σχόλιο τοῦ Βαλσαμῶνος88 στὸν 3. κανόνα τῆς Σαρδικῆς:
«νενομοθέτηται γὰρ μὴ ἅπαξ ἀλλὰ δὶς ἐκκαλεῖσθαι τὸν νομίζοντα ἀδικεῖσθαι.
Τὸ μέντοι ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν εἶναι τοῦ πάπα τηρηθῆναι ἢ μὴ τηρηθῆναι τὴν Ἔκκλητον,
ἰδικόν ἐστιν εἰς τὰ ἐκκλησιαστικά· οἱ γὰρ νόμοι ἄνευ ῥητῶν ὀλίγων θεμάτων, διορίζονται
πᾶσαν Ἔκκλητον δέχεσθαι, οὐ μόνον ἅπαξ ἀλλὰ καὶ δίς». Ἐὰν πρὸς τὴ Ρώμη
μποροῦσε νὰ ἀσκηθεῖ (δύο) φορὲς Ἔκκλητος, κάτι ἀντίστοιχο μποροῦσε νὰ γίνει καὶ
στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐπισημαίνει στὴ συνέχεια τοῦ σχολίου του ὁ Βαλσαμών: «Τὰ
μέντοι ὁρισθέντα περὶ τοῦ πάπα ἐκληπτέον καὶ εἰς τὸν πατριάρχην
Κωνσταντινουπόλεως, διὰ τὸ ἐπὶ πᾶσαν ὁμοίως καὶ τοῦτον τῷ πάπα τιμηθῆναι διὰ
διαφόρων κανόνων».
• Σχόλιο τοῦ Βαλσαμῶνος89 στὸν 4. Κανόνα τῆς Σαρδικῆς:
...μὴ ἕτερον ψηφίζεσθαι εἰς τὴν τοῦ κατακριθέντος ἐκκλησίαν, εἰ μὴ καὶ ἡ
δευτέρα ἔκκλητος παρὰ τῷ πάπᾳ τηρηθῇ... οὐδεὶς καταδικαζόμενος καὶ λέγων
βαρύνεσθαι, ἐκβιβασμὸν ὑφίσταται, μέχρις ἂν καὶ τὰ τῆς ἐκκλήτου τηρηθῶσι· καὶ ὅτι
δὶς ἐκκαλεῖσθαι δύναται ὁ κατακρινόμενος... ὅτι καὶ τοῖς νόμοις δοκεῖ
πᾶσαν ὑπόθεσιν, χωρὶς τῶν μὴ ἐπιδεχομένων ὑπέρθεσιν, ἐκκλήτῳ ὑποκεῖσθαι οὐχ ἅπαξ
ἀλλὰ καὶ δίς».
• Ζωναρᾶς90 στὸν 5. κανόνα τῆς Συνόδου τῆς Σαρδικῆς: «Ἐνταῦθα
φαίνεται ὁ κανὼν οὗτος καὶ δευτέραν ἔκκλητον διδοὺς τῷ καταδικασθέντι ἐπισκόπῳ·
λέγει γάρ...».
• Βαλσαμὼν91 στὸν ΡΚΕ´ (ΡΛΑ´) Κανόνα τῆς Καρθαγένης:
«Σημείωσαι οὖν ἀπὸ τοῦ παρόντος κανόνος, ὅτι ἀκολούθως τῷ πολιτικῷ νόμῳ καὶ οἱ
Πατέρες ἐξεχώρησαν δὶς ἐκκαλεῖσθαι τοὺς καταδικαζομένους».
Ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς Κανόνες, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἑρμηνεία τῶν βυζαντινῶν σχολιαστῶν
προκύπτει ἀβίαστα τὸ συμπέρασμα, ὅτι ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ δ´ αἰώνα (Σύνοδος Σαρδικῆς)
ἀλλὰ καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ ε αἰώνα (Σύνοδος Καρθαγένης) εἶχε διαμορφωθεῖ ἡ
δυνατότητα ἀσκήσεως Ἐκκλήτου δύο φορὲς στὴν πρωτόδικη καταδικαστικὴ ἀπόφαση ὡς
θεμελιώδης δικονομικὴ ἀρχή. Ἡ διαπίστωση αὐτὴ ἔχει ἀσφαλῶς σημασία γιὰ τὴν ἀληθινή
κατανόηση τοῦ 9. Κανόνα τῆς Χαλκηδόνας.
• Ὁ 6. Κανόνας τῆς β´ Οἰκουμενικῆς92 περὶ τὰ τέλη τοῦ 4. αἰώνα,
χωρὶς νὰ καταργεῖ τὸ Μητροπολιτικὸ σύστημα διοίκησης μὲ βάση τὴν πολιτικὴ ἐπαρχία
προσπάθησε νὰ συγκροτήσει εὑρύτερες ἐκκλησιαστικὲς περιφέρειες μὲ βάση τήν
(πολιτική) Διοίκηση ποὺ περιελάμβανε πολλὲς ἐπαρχίες. Προέβλεψε μάλιστα στὰ
πλαίσια τῆς Διοικήσεως νὰ λειτουργοῦν Μείζονες Σύνοδοι «τῶν τῆς διοικήσεως ἐκείνης
ἐπισκόπων» μὲ πρόεδρο τὸν Μητροπολίτη τῆς πρωτεύουσας τῆς Διοικήσεως. Θέλησε
δηλ. νὰ εἰσαγάγει τὸ Ἐξαρχικὸ σύστημα στὴ Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, κάτι ποὺ στὴ
πράξη δὲν εὐωδόθηκε χωρὶς ἀντιδράσεις λόγω τῆς ἀντίστασης καὶ ἄρνησης τῶν
Μητροπολιτῶν νὰ ὑποταχθοῦν στὸν Ἔξαρχο τῆς Διοικήσεως. Ὁ κανόνας αὐτὸς ὁρίζει, ὅτι
ὁ Ἐπίσκοπος κατηγορούμενος θὰ ἔπρεπε νὰ κριθεῖ ἀπὸ τοὺς ἄλλους Ἐπισκόπους τῆς ἐπαρχίας,
καταδικασθεὶς δὲ θὰ μποροῦσε νὰ ἀσκήσει Ἔκκλητο μία φορὰ στὴ Μείζονα Σύνοδο τῆς
Διοικήσεως. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ὁ κανόνας κατὰ γράμμα ἀπαγορεύει τὴν ἄσκηση
Ἐκκλήτου καὶ σὲ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Ἐπειδὴ ὅμως τὸ Ἐξαρχικὸ σύστημα γιὰ τὸν
προαναφερθέντα λόγο δὲν ἔτυχε στὴν πράξη πλήρους ἐφαρμογῆς, εἶναι βέβαιο, ὅτι ὁ
κανόνας «ἠπράκτησεν» καὶ ἀσφαλῶς οὔτε ἡ ἀπαγόρευση διπλῆς Ἐκκλήτου, γνωστὴ τότε
ἀπὸ τὴ Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς (343) καὶ ἐπιβεβαιωθεῖσα κατόπιν στὴ Σύνδο τῆς
Καρθαγένης (419) ἴσχυσε, ὅπως δὲν ἴσχυσε καὶ ἡ κατὰ τὸ γράμμα τοῦ κανόνα ἀπαγόρευση
ἄσκησης Ἐκκλήτου σὲ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Αὐτὸ ὅμως ποὺ δὲν κατόρθωσε ἡ β´ Οἰκουμενική,
τὸ κατόρθωσε σὲ εὑρύτερη μάλιστα κλίμακα ἡ Χαλκηδόνα μὲ τὴν διαμόρφωση τοῦ
πατριαρχικοῦ συστήματος καὶ τὴν ἀπαρχὴ τῆς Πενταρχίας. Ἡ διαμόρφωση τῶν 5
Πατριαρχείων ἐπιβληθέντων στὴ μητροπολιτικὴ διάθεση αὐτοκεφαλίας, ὀφείλεται ἀσφαλῶς
στὰ Πρεσβεῖα, δηλ. στὴν τιμὴ καὶ τὴν ἐξουσία ποὺ εἶχαν ἀποδοθεῖ στοὺς 5
θρόνους. Ὀφείλεται ἀκόμα στὴν ἀκτινοβολία τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως ποὺ
στὴν πράξη ἀσκοῦσε ἐξουσία ὄχι μόνο στὶς 3 διοικήσεις τοῦ Πόντου, τῆς Ἀσίας καὶ
τῆς Θράκης, ἀλλὰ καὶ ὑπερόρια δικαστικὴ ἐξουσία, ὅπως τὸ καταδεικνύουν οἱ ἀδιάψευστες
πηγές. Τὸ γεγονός, ὅτι στὴ Χαλκηδόνα δόθηκε στό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἡ
δικαιοδοσία στὶς 3 αὐτὲς διοικήσεις, ἀκολούθησε τῆς ὁριοθέτησης καὶ τῆς
γεωγραφικῆς δικαιοδοσίας καὶ ἄλλων θρόνων (Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων), ὅπου ὑπῆρχε
ἀμφισβήτηση περὶ αὐτῆς93.
Ἡ καθιέρωση τῆς Ἐκκλήτου πρὸς τὸ θρόνο τῆς Ρώμης, ὡς ὕστατου κριτοῦ ἐπὶ ὑποθέσεων
ἀναφυομένων σὲ ἄλλες δικαιοδοσίες, ἀσφαλῶς μὲ τοὺς γεωγραφικοὺς περιορισμοὺς ποὺ
ἀνωτέρω κατεγράφησαν, μὲ τὴν παράλληλη πνευματικὴ ἀκμὴ τοῦ θρόνου τῆς
Κωνσταντινουπόλεως εἶχε ὡς συνέπεια μέσα σὲ λίγες δεκαετίες τὴν ἐθιμικὴ
διαμόρφωση Πρεσβείων καὶ γιὰ τὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀποδοθέντων ἀπὸ τὴ
β´ Οἰκουμενικὴ καὶ μάλιστα ἴσων πρεσβείων μὲ αὐτὰ τῆς Ρώμης μὲ τὴ
παράλληλη ἀνάδειξη τοῦ θρόνου τῆς τελευταίας ὡς παράλληλου θρόνου ἱκανοῦ νὰ ἀποδέχεται
Ἐκκλήτους, ἐθιμικῆς πρακτικῆς ποὺ κατεγράφη στὸν 9. (καὶ 17.) Κανόνα τῆς
Χαλκηδόνας, γιὰ τὸν ὁποῖο θὰ γίνει λόγος κατωτέρω, ἀφοῦ προηγηθεῖ ἡ ἔρευνα γιὰ
τὸ ποιὸς ἦταν ὁ Ἔξαρχος τῆς Διοικήσεως. Περιοριζόμαστε ἐδῶ νὰ ἐπαναλάβουμε τὴν ἀντίληψη
τοῦ Ζωναρᾶ, ὁ ὁποῖος κακοποιεῖται ἑρμηνευτικὰ ἀπὸ τὸ κείμενο τοῦ
Πατριαρχείου Μόσχας, ὡς πρὸς τὴν κανονικὴ θέση τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ὁποία,
«ὡς ἡ πάλαι Ῥώμη, δεῖ αὐτὴν καὶ ἐν τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς προνομίοις,
ὡς ἐκείνην τιμᾶσθαι πασῶν τῶν ἄλλων προτιμωμένην ἐκκλησιῶν» 94. Ἄλλωστε
τὸ Πρεσβεῖον τοῦ Κωνσταντινουπόλεως στὸ σχόλιό του στὸν γ´ κανόνα τῆς β´ Οἰκουμενικῆς95
δὲν ἦταν παρὰ ἕνα Πρωτεῖο καὶ ἕνα ἐξαιρετικὸ προνόμιο ποὺ ἀποδόθηκε στὸ θρόνο αὐτό,
δηλ. νὰ ἀποδέχεται Ἐκκλήτους, ὅπως καὶ ἡ Ρώμη. Εἶναι αὐτὸ ποὺ ἀρνοῦνται οἱ
συγγραφεῖς τῆς ὑποσημειώσεως, γιὰ νὰ μὴ μεταφερθεῖ τό «μοναρχικὸν τοῦ Ρώμης ἀξίωμα»
στὴν Κωνσταντινούπολη, παρὰ τὴ μαρτυρία τῆς κανονικῆς πράξεως καὶ παρὰ τὴν
μαρτυρία τῶν ἑρμηνευτικῶν σχολίων τῶν βυζαντινῶν Κανονολόγων.
Ἡ καλύτερη ἀπάντηση ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς Ἀνατολῆς, ὅτι τὸ προνόμιο τῆς Ἐκκλήτου δὲν
ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὸ ἡγεμονικὸ καὶ δεσποτικὸ Πρωτεῖο τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης ἀποτελεῖ
ἡ συνοδικὴ Ἐπιστολὴ τῶν 4 Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς, ἡ ὁποία ἔχει μνημονευθεῖ. Σὲ
ἀπάντηση τῆς «πρὸς τοὺς Ἀνατολικούς» Ἐγκυκλίου τοῦ πάπα Πίου Θ´ (6 Ἰανουαρίου
1848), διὰ τῆς ὁποίας ἐπαναλαμβάνονται οἱ παπικὲς ἀξιώσεις περὶ ὑποταγῆς τῆς Ἀνατολῆς
στὴ Δύση μὲ τὴν ἀναγνώριση τοῦ Παπικοῦ Πρωτείου, οἱ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς96
ἀποκρούουν τὶς δυτικὲς κακοδοξίες περὶ Filioque, περὶ παπικοῦ Πρωτείου καὶ Ἀλαθήτου,
μαζὶ μὲ ἄλλες νεοεισαχθεῖσες καινοτομίες. Ἡ ἀντίληψη τῶν 4 Πατριαρχῶν γιὰ τὸ
παπικὸ Πρωτεῖο συνοψίζεται στὴν πρόταση: «... καὶ δὴ καὶ αὐτὸ τὸ πρωτεῖον...
ἐξ ἀδελφικοῦ τύπου καὶ πρεσβείου ἱεραρχικοῦ εἰς κυριαρχικὸν μεταπεπτωκός».
Τὸ Πρωτεῖο δὲν εἶναι «κυριαρχικὸν οὔτε μὴν διαιτητικόν... ἀλλ᾽ ἀδελφικὸν
τυγχάνει Πρεσβεῖον ἐν τῇ Καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ». Οἱ 4 Πατριάρχες ἐνῶ ἀπορρίπτουν
τὸ παπικὸ Πρωτεῖο, ἀποδέχονται τὴν Ἔκκλητο τῶν ἄλλων θρόνων πρὸς τὸ θρόνο τῆς
Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ «ἀδελφικὴν σύμπραξιν», «ἀδελφικὴν συνδρομὴν
ἔν γε τῇ χριστιανικῇ πίστει», ἡ ὁποία «οὐ πωλεῖται διὰ τῆς ὑποδουλώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν
τοῦ Θεοῦ». Γιὰ τοὺς 4 Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς Παπικὸ Πρωτεῖο καὶ Ἔκκλητος στὸ
θρόνο δὲν ἔχουν οὔτε σχέση, οὔτε συνάφεια. Μποροῦν κατὰ συνέπεια οἱ φόβοι τῶν
συντακτῶν τῆς ὑποσημειώσεως στὸ Πηδάλιο περὶ «μεταφυτεύσεως» τοῦ ἡγεμονικοῦ καὶ
δεσποτικοῦ Παπικοῦ Πρωτείου διὰ τῆς ἀναγνωρίσεως Ἐκκλήτου στὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως
νὰ ἔχουν τὸ παραμικρὸ ἀντίκρυσμα στὴν ἀλήθεια;
Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὸ κείμενο τῆς Συνοδικῆς Ἐπιστολῆς τοῦ ἔτους 1848, στὶς πράξεις
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ποὺ ἀφοροῦσαν τὶς ἄλλες Ἐκκλησίες καταγράφεται
τὸ πνεῦμα συναντίληψης, βοηθείας καὶ προστασίας πρὸς ὑπέρβαση προβλημάτων καὶ ἐπαναφορὰ
τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἑνότητας στά ἄλλα πατριαρχεῖα.
Ἐνδεικτικά (ἀπὸ τήν πλούσια ἐκκλησιαστικὴ κανονικὴ γραμματεία):
α. Τὸ 1766 ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Σαμουήλ97 ἐπαναφέρει τὴ
Μητρόπολη Χαλεπίου στὴ δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας. Ἡ Μητρόπολη αὐτή
«μὴ δυναμένη διακυβερνᾶσθαι εἰρηνικῶς καὶ ἀταράχως» μὲ τὴ συναίνεση τοῦ Ἀντιοχείας
Σιλβέστρου εἶχε παραχωρηθεῖ στὴ Κωνσταντινούπολη, «κατὰ τὸ ἀνέκαθεν προνόμιον
τοῦ Ἁγιωτάτου Ἀποστολικοῦ καὶ Οἰκουμενικοῦ θρόνου, ὅστις εἴωθεν ὅλαις φροντίσι
καὶ προνοητικαῖς ἐπισκέψεσι χεῖρα βοηθείας ὀρέγειν, προνοεῖσθαι καὶ περιποιεῖσθαι
τὰς βοηθείας δεομένας ἑκατασταχοῦ ἐπαρχίας καὶ παροικίας» .
β. Στὴν πράξη ἐκλογῆς τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Ματθαίου (1748) ἐπὶ
πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Παϊσίου98 Β´ ἐπισημαίνεται: «Ἡ ἁγία
τοῦ Χριστοῦ μεγάλη Ἐκκλησία, πρὸς τοῖς ἄλλοις προνομίοις καὶ τὴν τῶν ἁπασῶν ἐκκλησιῶν
μέριμναν πρώτιστον προνόμιον ἔχουσα, οἷα κοινὴ φιλόστοργος μήτηρ καὶ
κεφαλή, οὐ μόνον τῶν ἐγγύς, ἀλλὰ καὶ τῶν πόρρω μελῶν τε καὶ μερῶν αὐτῆς σαφῶς
τε καὶ κηδεμονικῶς προνοουμένη καὶ ἐπίσης πᾶσι τε καὶ πάσαις τὰς μητρικὰς αὐτῆς
ἀγκάλας ἐφαπλουμένη καὶ ἀναλόγως τὰς δωρεάς τε καὶ χάριτας ἐπιχορηγουμένη,
διαφόροις ἀντιληπτικοῖς τρόποις ἀντιλαμβάνεσθαι τούτων εἴωθεν, ὥστε μηδεμίαν τῶν
καθηκόντων αὐτῇ στερίσκεσθαι· οὐδὲν γὰρ αὐτῇ ἀπρονόητον καὶ ἀτημέλητον».
Αὐτὰ τὰ δύο ἐκτεθέντα παραδείγματα, ἀνάμεσα στὰ πολλὰ ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ἐκτεθοῦν,
δείχνουν τὸ πνεῦμα ἀδελφικῆς συναντιλήψεως καὶ βοηθείας στὰ παντὸς εἴδους ἐσωτερικὰ
προβλήματα τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τὸ ὁποῖο
ὡς συνᾶδον μὲ αὐτὸ τῆς συνοδικῆς Ἐπιστολῆς τῆς ἀποδεχομένης τὴν Ἔκκλητον, «ἀφαιρεῖσθαι
γε μὴν ἐκείνων τὰ δίκαια καὶ πλεονεκτεῖν ἀδικοῦντα, οὐχ ὅπως πράττειν, ἀλλ᾽ οὐδὲ
ἀκούειν ἀνέχεται» 99.
Ἐὰν κάποιος προβάλει τὴν ἔνσταση, ὅτι αὐτὰ ἴσχυαν στὸ παρελθόν, ἂς φέρει στὸ νοῦ
του τὴν περίπτωση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλβανίας, ὅπου μετὰ τὴν πτώση τοῦ
κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀπέστειλε κατ᾽ ἀρχὴν ὡς Ἔξαρχο
καὶ μετὰ ἐξέλεξε ὡς Ἀρχιεπίσκοπο Τιράνων καὶ Πάσης Ἀλβανίας τὸν Ἀναστάσιο
Γιαννουλᾶτο. Μὲ ποιὸ ὅμως δικαίωμα τὸ ἔπραξε αὐτό, ἐὰν δὲν εἶναι ἡ Μητέρα τῶν
Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ ταυτόχρονα ἡ κεφαλή τους; Ἐὰν τὰ πράγματα δὲν εἶναι ἔτσι
καὶ εἶναι ἀλλιῶς, τότε γιατί ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες -μεταξὺ αὐτῶν ἀσφαλῶς
καὶ τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας- ἀναγνώρισαν ὡς κανονικὴ τὴν ἐκλογὴ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου
Ἀλβανίας Ἀναστασίου; Ὅταν δὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο εἶχε καὶ ἔχει τὸ
δικαίωμα νὰ ἐκλέγει Προκαθημένους ἄλλων Ὀρθοδόξων, δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἀποδέχεται
Ἐκκλήτους γιὰ πολὺ ἁπλούστερα καὶ ἐλάσσονος σημασίας θέματα; Ἀκόμα καὶ κάποιος
ποὺ δὲν θά εἶχε ἰδέα ἀπὸ Ἱστορία, Κανονικὸ Δίκαιο καὶ κανονικὴ πράξη θὰ ἀπαντοῦσε
θετικὰ στὸ ἐρώτημα αὐτό, ἀρκεῖ νὰ διαθέτει κοινὸ νοῦ καὶ καρδία ἀπαλλαγμένη ἐμπάθειας,
ὥστε νὰ αὐτοπροστατεύεται.
3. Ἡ περίπτωση τῶν Μητροπόλεων Τύρου καὶ Βηρυτοῦ
Οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως, γιὰ νὰ θεμελιώσουν τὴ θέση τους, ὅτι ὁ
Κωνσταντινουπόλεως δὲν μπορεῖ νὰ δέχεται Ἐκκλήτους, ἀσκώντας ὑπερόρια δικαστικὴ
ἐξουσία, ἀναφέρονται στὴν δ´ πράξη τῆς Χαλκηδόνας καὶ στὴν πράξη τοῦ
Κωνσταντινουπόλεως Ἀνατολίου, ὁ ὁποῖος εἶχε διαμελίσει τὴ Μητρόπολη Τύρου
πρὸς ὄφελος τῆς Μητροπόλεως Βηρυτοῦ. Ἐπίσκοπος Τύρου ἦταν ὁ Φώτιος, ἐνῶ ὁ
Βηρυτοῦ ὠνομαζόταν Εὐσέβιος. Ἡ πράξη αὐτὴ τοῦ Ἀνατολίου ἀκυρώθηκε ἀπὸ τὴ
Χαλκηδόνα, γιατὶ εἶχε ἐνεργήσει ὑπερόρια. Ὁ Φώτιος δικαιώθηκε ἀπὸ τὴν Οἰκουμενικὴ
Σύνοδο καὶ ἔλαβε καὶ πάλι τὶς ἐπισκοπὲς τῆς Τύρου. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἔκθεση τῶν
γεγονότων ἀπὸ τοὺς συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως στὸ Πηδάλιο.
Πρόκειται γιὰ μιὰ ἔκθεση γεγονότων ποὺ περιέχει ὄχι μόνο πολλὲς ἱστορικὲς ἀνακρίβειες,
ἀλλὰ ἀποσιωπᾶ πολλὰ σημαντικὰ θέματα. Μὲ βάση τὴν πεποίθηση, ὅτι οἱ
συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως ἔγραψαν αὐτὰ ποὺ ἔγραψαν καλῇ τῇ πίστει, συνάγει
κανείς, ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ εἶχαν μπροστά τους τὰ πρακτικὰ τῆς δ´ Οἰκουμενικῆς.
Συγκεκριμένα:
α. Ἡ συζήτηση γιὰ τὴ διαφορὰ μεταξὺ Τύρου καὶ Βηρυτοῦ, συζητήθηκε στὴ β´
συνεδρίαση τῆς Χαλκηδόνας100 καὶ ὄχι στὴν δ´ συνεδρίαση. Ἔγινε στὶς
20 Ὀκτωβρίου τοῦ 451.
β. Ἐπίσκοπος Βηρυτοῦ ἦταν ὁ Εὐστάθιος καὶ ὄχι ὁ Εὐσέβιος.
γ. Προκάτοχος τοῦ Τύρου Φωτίου ἦταν ὁ Εἰρηναῖος, ὁ ὁποῖος ἦταν δίγαμος καὶ εἶχε
καθαιρεθεῖ ἀπὸ τὴ Ληστρικὴ Σύνοδο τῆς Ἐφέσου (449). Ἡ διγαμία τοῦ Εἰρηναίου καὶ
ἡ «χαυνότητά» του διευκόλυναν τὶς διεκδικήσεις τοῦ Εὐσταθίου Βηρυτοῦ101.
δ. Ὁ Εὐστάθιος Βηρυτοῦ πέτυχε τὴν προαγωγὴ τοῦ θρόνου του σὲ Μητρόπολη μὲ
διάταγμα102 («πραγματικόν») τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου Β´. Ἡ ἔκδοση
τοῦ διατάγματος αὐτοῦ ἔγινε εἴτε λίγο πρίν, εἴτε ἀμέσως μετὰ τὴ ληστρικὴ Σύνοδο
τῆς Ἐφέσου (449). Τὸ διάταγμα αὐτὸ χωρὶς νὰ καθορίζει τὴ διοικητικὴ δικαιοδοσία
τοῦ Μητροπολίτη Βηρυτοῦ ἔδινε στὸ θρόνο τῆς Βηρυτοῦ τὴ μητροπολιτικὴ τιμή.
ε. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου Β´ καὶ τὴν ἄνοδο τοῦ Μαρκιανοῦ, ἐκμεταλλευόμενος
τὶς μονοφυσιτικὲς ἀπόψεις καὶ τὴ συμμετοχή του στὴν ληστρικὴ Σύνοδο τῆς Ἐφέσου
(449), ὁ Φώτιος Τύρου μὲ Δέηση103 προσέφυγε πρὸς τὸν αὐτοκράτορα104
γιὰ τὴ δικαίωσή του, ἐνῶ εἶχε ὑπὸ τὴν ἀπειλὴ καθαιρέσεως ὑπογράψει105
τὸ Διάταγμα τοῦ Θεοδοσίου Β´. Ὁ Αὐτοκράτορας παρέπεμψε τὴν ὑπόθεση πρὸς ἐπίλυση
στὴν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνας.
στ. Προηγουμένως, ἡ ἐπὶ Ἀνατολίου Κωνσταντινουπόλεως συνεδριάσασα Ἐνδημοῦσα
Σύνοδος (450) μὲ τὴ συμμετοχὴ καὶ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ Ἀντιοχείας Μαξίμου, ὁ ὁποῖος
μὲ τὴν παρουσία του τὸν καιρὸ ἐκεῖνο στὴν Κωνσταντινούπολη συνῄνεσε στὰ
πεπραγμένα, δὲν κατήργησε τὴ Μητρόπολη Τύρου, ἀλλὰ ἐνέκρινε τὸ
διαμελισμό της μὲ τὴν ἀπόσπαση ἐξ αὐτῆς ἕξι Ἐπισκοπῶν (Βύβλου, Βότρυος,
Τριπόλεως, Ὀρθωσιάδος, Ἄρκης καὶ Ἀνταράδου) καὶ τὴν ἀπόδοσή τους στὸν Βηρυτοῦ106.
ζ. Ἡ ἐνδημοῦσα Σύνοδος δὲν καθῄρεσε τὸν Τύρου Φώτιο, ἀλλὰ ἐπέβαλε σ᾽ αὐτὸν ἀκοινωνησία107,
ἡ ὁποία διήρκεσε 122 ἡμέρες, δηλ. 4 περίπου μῆνες.
Οἱ ἀνωτέρω ὅμως ἀνακρίβειες καὶ παραλείψεις εἶναι δευτερευούσης σημασίας μπροστὰ
στὶς θεμελιώδεις παραλείψεις -πάντα θεωροῦμε καλῇ τῇ πίστει- τῶν συντακτῶν
τῆς ὑποσημειώσεως στὸ Πηδάλιο ποὺ ἀφοροῦν στὴν οὐσιαστικὴ ἐπίλυση τοῦ ὑπὸ ἐξέταση
θέματος. Συγκεκριμένα:
α. Ἡ ἀκύρωση τῆς ἀποφάσεως τῆς ἐπὶ Ἀνατολίου Κωνσταντινουπόλεως συγκληθείσης
Συνόδου, δὲν ἔγινε ἐπειδὴ ἡ Ἐνδημοῦσα Σύνοδο στὴν Κωνσταντινούπολη δὲν εἶχε ἁρμοδιότητα
νὰ ἀσκήσει ὑπερόρια δικαστικὴ ἁρμοδιότητα, ἀλλὰ γιὰ καθαρὰ δικονομικοὺς
λόγους, δηλ. τὴν ἀπουσία τοῦ καταδικασθέντος Τύρου Φωτίου ἀπὸ τὴν ἐνδημοῦσα
Σύνοδο στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἡ ἐπίλυση τοῦ θέματος διεφάνη, ὅταν δόθηκε ἀπάντηση
στὸ ἐρώτημα τῶν αὐτοκρατορικῶν ἀρχόντων108: «Λεγέτω ἡ ἁγία
σύνοδος εἰ ἐξῆν τῷ ἁγιῳτάτῳ ἀρχιεπισκόπῳ Ἀνατολίῳ ἀπόντι Φωτίῳ τῷ εὐλαβεστάτῳ
ἐπισκόπῳ καὶ ἀκοινωνησίαν καταπέμψαι καὶ προστάττειν ἀφαιρεθῆναι αὐτοῦ φανερὰς
κατὰ τὴν ἐπαρχίαν ἐκκλησίας καὶ εἰ σύνοδον χρὴ καλεῖν τῶν ἐπιδημούντων τῇ
βασιλίδι πόλει τὴν συνέλευσιν».
Ἀπὸ τὶς ἀπαντήσεις τῶν συνέδρων ὁ Χίου Τρύφων109ὑπεστήριξε, ὅτι ἡ
συνέλευση τῶν ἐπιδημούντων στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπισκόπων εἶναι σύνοδος ποὺ
συνήρχετο συχνὰ καὶ στὴν ὁποία οἱ ἀδικούμενοι προσέφευγαν γιὰ τὴν ἀποκατάσταση
τοῦ δικαίου καὶ τῆς κανονικῆς τάξεως. Ἐνῶ στὴ θέση αὐτὴ τοῦ Χίου Τρύφωνος οὐδεὶς
ἀντήλεξε ἀναγνωρίζοντας τὴν κανονικότητα τοῦ θεσμοῦ τῆς ἐνδημούσας Συνόδου, ἡ ὁποία
συνεκροτεῖτο ἀπὸ ὑπερόριους Ἐπισκόπους (ἄλλωστε τὸ 450 δὲν ἀνῆκαν στὴν
Κωνσταντινούπολη οὔτε οἱ ἐπίσκοποι τῶν Διοικήσεων Ἀσίας, Πόντου καὶ Θράκης) καὶ
ἠσχολεῖτο καὶ μέ (ὑπερόρια) θέματα ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν θρόνων, ὁ Ἀττικὸς Ζήλων
μὲ τὴν παρέμβασή του καὶ χωρὶς νὰ διαφωνεῖ μὲ τὰ προηγουμένως λεχθέντα εἶπε
κάτι ποὺ ὁδήγησε στὴ λύση τοῦ θέματος ὑπὲρ τοῦ Τύρου Φωτίου ἀντίθετα μὲ τὴν ἀπόφαση
τοῦ Ἁνατολίου: «ἀλλ᾽ ἀπόντα οὐδεὶς κατακρίνει» 110. Ὁ Τύρου
Φώτιος ἔπρεπε νὰ εἶχε κληθεῖ (τρὶς κατὰ τὶς κανονικὲς διατάξεις111)
νὰ προσέλθει στὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία ἔπρεπε νὰ τὸν εἶχε ἀκούσει καὶ μετὰ νὰ ἐκδώσει
τὴν ἀπόφασή της.
Ὅλα αὐτὰ ἀδιαμφισβήτητα μαρτυροῦν, ὅτι ἡ ἀκύρωση τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἐνδημούσης
Συνόδου δὲν ἔγινε, ἐπειδὴ ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀμφισβήτησε τὴν ἁρμοδιότητά της
νὰ ἀσχολεῖται μὲ ὑπερόρια θέματα, ἀλλὰ γιὰ δικονομικοὺς λόγους. Ἀκόμα ὅμως
καὶ ἐὰν ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἐξέφραζε διαφορετικὴ γνώμη ὡς πρὸς τὴν οὐσία τῆς ἐπίδικης
διαφορᾶς, ἀκόμα καὶ αὐτὸ δὲν θὰ σήμαινε, ὅτι ἀρνεῖται στὸ θρόνο τῆς
Κωνσταντινουπόλεως νὰ ἀσκεῖ (ὑπερόρια) δικαιοδοσία, (ἐκτὸς μόνον ἐὰν ρητὰ ἀμφισβητοῦσε
τὴν καθ᾽ ὕλιν ἁρμοδιότητά της). Εἶναι διαφορετικὸ πρᾶγμα τὸ ἕνα, διαφορετικὸ
τὸ ἄλλο. Στὴ Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνας συνέβη στὴ συνέχεια τὸ ἀντίθετο
ποὺ καὶ αὐτὸ καταδεικνύει τὸ ὑπερόριο προνόμιο τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
β. Ἀφοῦ ἡ Σύνοδος γιὰ δικονομικοὺς λόγους ἀπέδωσε στὴ Μητρόπολη Τύρου τὶς 6 ἐπαρχίες
ποὺ εἶχε στερηθεῖ γιὰ τὸν προαναφερθέντα λόγο, ἡ ἄμεση παρέμβαση τοῦ Ἀνατολίου112
ὑπεραμύνθηκε τοῦ θεσμοῦ καὶ τῆς κανονικότητας τῆς Ἐνδημούσης Συνόδου, ἀσφαλῶς
δὲ καὶ τὴν ἁρμοδιότητά της νὰ ἐπιλαμβάνεται θεμάτων ἀναφυομένων σὲ ἄλλες
δικαιοδοσίες. Ὁ Πατριάρχης Ἀνατόλιος ἐπεσήμανε: «Συνήθεια κεκράτηκεν τοὺς
ἐνδημοῦντας τῇ μεγαλωνύμῳ πόλει ἁγιωτάτους ἐπισκόπους ἡνίκα καιρὸς καλέσοι, περὶ
ἀνακυπτόντων τινῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων συνεῖναι καὶ διατυποῦν ἕκαστα καὶ ἀποκρίσεως
τοὺς δεομένους. οὐδὲν τοίνυν καινοτομίας παρ᾽ ἐμοῦ ἐχόμενον γεγένηται οὐδὲ
συνεδρεύσαντες κατὰ τὸ σύνηθες οἱ ἐνδημοῦντες ἁγιώτατοι ἐπίσκοποι καινὸν τύπον ἐξήνεγκαν
καὶ δείκνυσι τὴν παρουσίαν τῶν ἐπισκόπων ἡ γενομένη πρᾶξις».
Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Πατριάρχου Ἀνατολίου προβάλλουν ξεκάθαρα τὴν ἐθιμικὴ
προέλευση καὶ λειτουργία τῆς ἐνδημούσης Συνόδου, θέση ἡ ὁποία ἐκρίθη ἀπὸ τὰ ἄλλα
μέλη ἐπαρκής. Οὐδεὶς ἔφερε ἀντίρρηση στὰ λόγια τοῦ Πατριάρχου Ἀνατολίου.
Κάνει λόγο γιὰ μιὰ εὑρεῖα σύνθεση τῆς Ἐνδημούσης Συνόδου («καὶ δείκνυσιν τὴν
παρουσίαν τῶν Ἐπισκόπων ἡ γενομένη πρᾶξις»), ἡ ὁποία ἀπεφάσιζε καὶ στὴ
συγκεκριμένη περίπτωση ἀπεφάσισε γιὰ θέμα ποὺ ἀφοροῦσε μιὰ ἄλλη Ἐκκλησία
(Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας). Διαπιστώνει κανεὶς μιὰ ἀκόμα φορὰ τὸ σημαντικότερο
ρόλο τῆς συνήθειας στὴ διαμόρφωση τῶν κανονικῶν θεσμῶν, στὴ συγκεκριμένη
περίπτωση τοῦ προνομίου τῆς Κωνσταντινουπόλεως νὰ ἀποδέχεται Ἐκκλήτους ἀπὸ τὰ ἄλλα
Πατριαρχεῖα ποὺ θὰ λάβει τυπικὴ κανονικὴ κατοχύρωση καὶ μὲ τὸν 9. Κανόνα τῆς
Χαλκηδόνας. Ἄλλωστε καὶ ὁ κορυφαῖος θεσμὸς τῶν Πρεσβείων διαμορφώθηκε ἐθιμικὰ
καὶ ἔλαβε κανονικὴ κατοχύρωση, ὅπως ἤδη ἔχει ἐπισημανθῆ, στοὺς κανόνες τῆς Α´
καὶ Β´ Οἰκουμενικῆς. Ἄλλωστε, «τὸ γὰρ ἅπαξ συνήθειαν ἐσχηκὸς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ
καὶ ὑπὸ Συνόδων βεβαιωθέν, οὐκ εὔλογον ὑπὸ ὀλίγων παραλύεσθαι113.
Ἡ συνήθεια ἄλλωστε γιὰ Ἔκκλητο στὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀνάγεται στὶς
πηγὲς ἀμέσως μετὰ τὴν ἀπονομὴ τῶν (ἴσων μὲ τὴ Ρώμη) Πρεσβείων στὴν
Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὴν Β´ Οἰκουμενική, τὸ ἔτος 394 ἐπὶ Πατριάρχου Νεκταρίου114,
ὁ ὁποῖος ἐκλήθη νὰ κρίνει τὴν καθαίρεση τοῦ ἐπισκόπου Βόστρων Βαγαδίου, ὁ ὁποῖος
ἀντικατεστάθη μάλιστα ἀπὸ νέο Ἐπίσκοπο ὀνόματι Ἀγάπιο. Ἡ σύνοδος τῆς
Κωνσταντινουπόλεως, στὴν ὁποία μάλιστα ἦταν παρὼν ὁ Ἀντιοχείας Φλαβιανός, ἀλλὰ
καὶ ὁ Ἀλεξανδρείας Θεόφιλος, ἀπεφάσισε τὴν ἐκ νέου ἐξέταση τῆς ὑπόθεσης, ἀφοῦ ὁ
συνήγορος τοῦ Βαγαδίου στὴ Σύνοδο ὑπεστήριξε, ὅτι ἡ καθαίρεσή του εἶχε γίνει
μόνο ἀπὸ δύο ἐπισκόπους, τὸν Παλλάδιο καὶ τὸν Κύριλλο.
Ἀλλὰ καὶ ὅλες οἱ πράξεις τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου115 ποὺ ἀφοροῦσαν
καθαιρέσεις Ἐπισκόπων στὴν Ἔφεσο, τὴ Νικομήδεια, τὴ Λυκία, τὴ Φρυγία καὶ ὅλη τὴν
Ἀσία ἦταν ὑπερόριες δικαστικὲς ἐνέργειες ποὺ μόνο στὴ δύναμη τοῦ διαμορφωθέντος
ἔθους τοῦ Ἐκκλήτου ἐξ αἰτίας τῆς πνευματικῆς ἀκτινοβολίας τοῦ θρόνου τῆς
Κωνσταντινουπόλεως μποροῦν νὰ ἀποδοθοῦν. Ἐκτὸς ἐὰν δεχθοῦμε, ὅτι ὁ Ἰωάννης ὁ
Χρυσόστομος ἐνήργησε ἀντικανονικά!
Ἡ αὐθεντία καὶ τὸ κύρος τῶν κρίσεων τῆς Ἐνδημούσης Συνόδου τῆς
Κωνσταντινουπόλεως δὲν καταδεικνύεται ἀπὸ τὴν πληθώρα τῶν ἀποφάσεων ποὺ ἐκδόθηκαν
κατόπιν Ἐκκλήτου ἀπὸ ἄλλες Ἐκκλησίες, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἀποφάσεις ποὺ ἐκδόθηκαν ἀπὸ
μόνη τὴν πρωτοβουλία τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπως ὁ καθορισμὸς τοῦ
ἑορτασμοῦ τῶν Χριστουγέννων ἐπὶ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου116
(401), ἡ ἀπαγόρευση τοῦ τετάρτου γάμου μὲ τὴν ἔκδοση τοῦ Τόμου τῆς Ἑνώσεως117
(9 Ἰουλίου 920) ἐπὶ Πατριάρχου Νικολάου Μυστικοῦ, ὁ ἐπὶ Πατριάρχου Σισιννίου ἐκδοθεὶς
συνοδικὸς Τόμος118 (997) περὶ κωλυμάτων γάμου κ.λ.π.
Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ ἐπισήμανση τοῦ Πατριάρχου Ἀντιοχείας Θεοδώρου Βαλσαμῶνος,
ὁ ὁποῖος ἀναφερόμενος στὴ Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως στὸ σχόλιὸ τοῦ στὸν 6.
κανόνα τῆς β’ Οἰκουμενικῆς καταθέτει τὰ ἑξῆς: «ἐμοὶ δὲ δοκεῖ, ὅτι ἡ ἐν
Κωνσταντινουπόλει σύνοδος, κἄν οἰκουμενικὴ σύνοδος οὐκ ἔστιν, ὡς μὴ παρουσιαζόντων
καὶ τῶν ἄλλων πατριαρχῶν, ἀλλὰ μείζων ἐστὶ πασῶν τῶν συνόδων, καὶ ὁ ἀρχιεπίσκοπος
ταύτης οἰκουμενικὸς πατριάρχης καλεῖται» .
4. Ὁ Γεώργιος Παχυμέρης γιά τό Μητροπολίτη Ἐφέσου
Ἐπειδὴ ἡ περίπτωση Φωτίου καὶ Εὐσταθίου προφανῶς στὴ συνείδηση τῶν συντακτῶν τῆς
ὑποσημειώσεως δὲν ἦταν ἀρκούντως κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον, ἔτσι ὅπως αὐτοὶ τὴν
κατέγραψαν καὶ τὴν ἑρμήνευσαν, πειστική, ἀναφέρονται στὴν περίπτωση τοῦ
Μητροπολίτου Ἐφέσου Ἰσαάκ, ὁ ὁποῖος ἀπευθυνόμενος, κατὰ τὴ διήγηση τοῦ
Γεωργίου Παχυμέρη119, στὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Α´ Παλαιολόγο ἰσχυρίζετο,
ὅτι ὁ Κωνσταντινουπόλεως δὲν εἶχε καμιὰ ἐξουσία στὰ Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς. Οἱ
συγγραφεῖς τοῦ Πηδαλίου ἀδυνατοῦν στὸ νὰ παρουσιάσουν ὁλόκληρα καὶ ἀντικειμενικά
αὐτὰ ποὺ διηγεῖται ὁ Γ. Παχυμέρης ποὺ ἐπισημαίνει: «...ὁ τῆς Ἐφέσου Ἰσαάκ, εἰς
πατέρα τεταγμένος τῷ βασιλεῖ, οὐδεμίαν δ᾽ ἔχων αἰτίαν ἀπεχθείας τῷ πατριάρχῃ
παρόσον τὸ τὰ δοκοῦντα ξυμπράττειν αἱρεῖσθαι τῷ βασιλεῖ, ἢ γοῦν τοῦτο μόνον ἢ
καὶ δεύτερον τὸ τὰ κατ᾽ ἀνατολὴν πατριαρχικὰ ὑφ᾽ αὐτῷ θέλειν προεῖσθαι, μηδὲν ἀξιῶν
πλέον ἔχειν τὸν πατριάρχην εἰς ἐνορίαν ἢ κατὰ μόνην Κωνσταντινούπολιν
περιοριζόμενα, τὰ δ᾽ ἔξω ταύτης ὑπὸ τοὺς ἐπισκόπους γίνεσθαι, ὧν δήπου αἱ ἐνορίαι
εἴσι».
Εἶναι σαφὴς ἡ θέση τοῦ Μητροπολίτου Ἐφέσου ποὺ δυσανασχετεῖ γιὰ τὴν ὑπερόρια
δικαιοδοσία τοῦ Κωνσταντινουπόλεως. Ἦταν ἐξ ἄλλου ἀπὸ παλαιὰ γνωστὴ ἡ ἀνταγωνιστικὴ
στάση τῶν Μητροπολιτῶν Ἐφέσου ἀπέναντι στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀφοῦ ἡ περιώνυμος
πρωτεύουσα τῆς Ἀσιανῆς Διοικήσεως δὲν ἔτυχε πρεσβείων ἀπὸ Οἰκουμενικές
Συνόδους. Τὸ σημαντικὸ ὅμως εἶναι, ὅτι ἀκόμα καὶ ὁ Ἐφέσου δὲν τὴν ἀμφισβητεῖ, ἀφοῦ
ἀναγράφεται «μηδὲν ἀξιῶν πλέον ἔχειν τὸν Πατριάρχην εἰς ἐνορίαν ἢ κατὰ
μόνην Κωνσταντινούπολην». Τό «πλέον ἔχειν» ὑποδηλώνει, ὅτι ὁ
Κωνσταντινουπόλεως εἶχε τὴν ἐξουσία ποὺ ὁ Ἐφέσου δὲν ἤθελε νὰ ἔχει.
Τὸ πρᾶγμα γίνεται περισσότερο ξεκάθαρο στὴ συνέχεια τοῦ κειμένου τοῦ Παχυμέρη:
«...ἔγκλημα γὰρ ἐφαίνετο καὶ παρὰ κανόνας τὸ ἐκ παλαιοῦ γινόμενον ὑπερόριον
κεκτῆσθαι τὸν Κωνσταντινουπόλεως δίκαιον» 120.
Μπορεῖ κανεὶς νὰ διατυπώσει ἀμφιβολία, ἐὰν ὁ Ἰσαὰκ Ἐφέσου ἀναφέρεται στὴν ἄμεση
δικαιοδοσία τοῦ Κωνσταντινουπόλεως, δηλ. στὶς τρεῖς γνωστὲς Διοικήσεις, ἢ στὴ
δυνατότητα ἀποδοχῆς Ἐκκλήτου ἀπὸ τὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ ὑπερόριες
ξένες δικαιοδοσίες. Παρότι ἀμφότερα τὰ κείμενα συνηγοροῦν ὑπὲρ τῆς πρώτης ἐκδοχῆς,
ὁπότε τὸ κείμενο αὐτὸ δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸ θέμα μας, τὸ σίγουρο εἶναι, ἀκόμα καὶ
ἂν τὸ κείμενο ἀφοροῦσε τὴν Ἔκκλητο, ὅτι σ᾽ αὐτὸ ὁμολογεῖται τὸ πραγματικὸ
γεγονός, ὅτι «ὑπερόριον κεκτῆσθαι τὸν Κωνσταντινουπόλεως δίκαιον» καὶ μάλιστα «ἐκ
παλαιοῦ» . Ἁπλᾶ αὐτὸ δὲν ἄρεσε στὸν Ἐφέσου, ὅπως δὲν ἀρέσει, ἐνδεχομένως,
καὶ σήμερα σὲ κάποιους.
Εἶναι τὰ κείμενα αὐτὰ ποὺ ἀποσιωπῶνται ἀπὸ τοὺς συντάκτες τῆς ὑποσημείωσης ὡς
πρὸς τὸ πλῆρες τους νόημα ἱκανὰ νὰ ὑποστηρίξουν τὴ θέση τους; Συμβαίνει
σίγουρα τὸ ἀντίθετο. Γιὰ τὴν ἀποσιώπηση τοῦ πλήρους καὶ ἀληθοῦς νοήματος τοῦ
κειμένου καὶ πάλι δεχόμεθα, ὅτι συνέβη ἀπὸ τοὺς συγγραφεῖς τῆς ὑποσημειώσεως καλῇ
τῇ πίστει. Μᾶλλον δὲν εἶχαν μπροστά τους τὸ ἴδιο τὸ κείμενο τοῦ Παχυμέρη καὶ
ἐγνώριζαν, ὅσα ἐγνώριζαν γιὰ τὴν περίπτωση, ἀπὸ δευτερογενῆ πηγὴ ἢ ἐξ ἀκοῆς.
5. Νόμοι καὶ Κανόνες
Εἶναι πραγματικὰ παράδοξο, ὅτι οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως παρερμηνεύοντας τὰ
ὅσα συνέβησαν στὴ Χαλκηδόνα μὲ τὴν περίπτωση τῶν Μητροπόλεων Τύρου καὶ Βηρυτοῦ,
ἀγνοώντας τὴν ξεκάθαρη ἐκ μέρους τοῦ Πατριάρχου Ἀνατολίου προβολὴ τῆς ὑπερόριας
λειτουργίας τῆς Ἐνδημούσης Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τότε, ὅταν ἀκόμα ὁ
θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως δὲν εἶχε λάβει ἐπίσημα δικαίωμα δικαιοδοσίας οὔτε
καὶ ἐπὶ τῶν τριῶν διοικήσεων τοῦ Πόντου, τῆς Ἀσίας καὶ τῆς Θράκης καὶ κυρίως ἀγνοώντας
τὴν ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 4. αἰώνα καὶ μετὰ τὴ β´ Οἰκουμενικὴ διαμορφωθεῖσα ἀρχαία
κανονικὴ ἐθιμικὴ πρακτική, καταφεύγουν σὲ πολιτικὲς διατάξεις βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων
(Ἰουστινιανοῦ καὶ Λέοντα τοῦ Σοφοῦ), γιὰ νὰ ἀποκλείσουν τὸ ἔνδικο μέσο τῆς Ἐκκλήτου
πρὸς τὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως121. Σὲ συγκεκριμένες πολιτικὲς
διατάξεις προσφεύγοντας οἱ συγγραφεῖς τοῦ Πηδαλίου ἑρμηνεύουν αὐτὲς
καταλήγοντας στὸ συμπέρασμα, ὅτι οἱ πολιτικὲς αὐτὲς διατάξεις ποὺ ὑποτίθεται
θεωροῦν τὶς ἀποφάσεις ὅλων τῶν Πατριαρχικῶν Συνόδων ὡς ἀνέκκλητες, δὲ θὰ εἶχαν
θεσπιστεῖ, γιατὶ οἱ Ἱ. Κανόνες ἦσαν ἐπικρατέστεροι τῶν νόμων στὴν περίπτωση τῆς
μεταξύ τους ἀντίθεσης. Ἦταν ὅμως τὰ πράγματα ἔτσι;
Ὅσο καὶ νὰ ψάξει κανεὶς τὴ βυζαντινὴ πολιτικὴ νομοθεσία (Κωδικοποιητικὸ ἔργο τοῦ
Ἰουστινιανοῦ, Βασιλικά, Νεαρὲς μεταγενεστέρων αὐτοκρατόρων) δὲ θὰ βρεῖ μιὰ ρητὴ
διάταξη ποὺ νὰ καθιστᾶ τοὺς Ἱ. Κανόνες ὑπερκείμενους τῶν νόμων122.
Αὐτὸ ποὺ θὰ βρεῖ εἶναι ἡ ἐπιβεβαιώση τοῦ Ἰουστινιανοῦ, ὅτι Ἱ. Κανόνες
προσέλαβαν ἰσχὺ νόμου.
Γνωστὴ στὴ βιβλιογραφία εἶναι ἡ διάταξη τῆς Νεαρᾶς 131 τοῦ ἔτους 545 ποὺ ὁρίζει:
«Θεσπίζομεν τοίνυν, τάξιν νόμων ἐπέχειν τοὺς ἁγίους ἐκκλησιαστικοὺς κανόνας, τοὺς
ὑπὸ τῶν ἁγίων τεσσάρων συνόδων ἐκτεθέντας ἢ βεβαιωθέντας, τοὐτέστι τῆς ἐν Νικαίᾳ
τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει, τῆς ἐν Ἐφέσῳ πρώτης καὶ τῆς ἐν Χαλκηδόνι. Τῶν γὰρ
προειρημένων ἁγίων συνόδων τὰ δόγματα καθάπερ τὰς θείας Γραφὰς δεχόμεθα καὶ τοὺς
κανόνας ὡς νόμους φυλάττομεν» 123.
Τί ὅμως συνέβαινε πράγματι σὲ περίπτωση ἀντίθεσης νόμων καὶ κανόνων; Ἐδεσμεύετο
ὁ αὐτοκράτορας ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῶν Ἱ. Κανόνων, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ νὰ
θεσπίζει τὸ νόμο τῆς ἀρεσκείας του, ἐπειδὴ αὐτὸς ἦταν ἀντίθετος μὲ κάποιο
κανόνα;
Εἶναι φυσικό, ὅτι οἱ βυζαντινοὶ κανονολόγοι, ὅπως ὁ Βαλσαμὼν καὶ ὁ Ματθαῖος
Βλάσταρης (σημειωτέον, ὅτι ἀμφότεροι ἦταν μεταξὺ αὐτῶν ποὺ διεκήρυξαν ἀπερίφραστα
καὶ μετ᾽ ἐπιτάσεως τὸ δικαίωμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου νὰ ἀποδέχεται Ἐκκλήτους)
θεωροῦν, ὅτι σὲ περίπτωση ἀντίθεσης θὰ πρέπει νὰ ὑπερισχύουν οἱ Ἱ. Κανόνες τῶν
νόμων124. Τὰ πράγματα δὲν ἦταν ὅμως ἀκριβῶς πάντα ἔτσι, γιατὶ ἡ ἐξουσία
τοῦ μονάρχη αὐτοκράτορα ἦταν ἀπεριόριστη.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς πλέον ἐμβριθεῖς μελετητὲς τοῦ θέματος σὲ σχετικὸ ἔργο του, ὁ H.
G. Beck, ἐξετάζει καὶ ἀναλύει σωρεία περιπτώσεων τέτοιων ἀντιθέσεων
καταλήγοντας στὸ ἑξῆς συμπέρασμα τῆς ὅλης του ἔρευνας: «Nicht selten aber
stellte man die Staatsraison doch über den kanon, darauf hinweisend, daß der
Kaiser als Vertreter dieser Raison über den kanones stehe» 125. Κατὰ
συνέπεια ὄχι σπάνια ἡ πολιτειακὴ τάξη ποὺ ἐκπροσωποῦσε ὁ αὐτοκράτορας ἐπέβαλλε
τὸ θέλημά της ἀντιτιθέμενη καὶ παραβιάζουσα τὴν κανονικὴ δικαιοταξία.
Πότε ὅμως ὑπερίσχυαν οἱ νόμοι καὶ πότε ὑπερίσχυαν οἱ Κανόνες; Μιὰ ἀπάντηση
στὸ ἐρώτημα ἀποτελεῖ ἴσως ἡ 7. Νεαρὰ τοῦ Λέοντα126 τοῦ Σοφοῦ, ὅπου
ὁ αὐτοκράτορας ἐπισημαίνει: «Ἐνῶ ἀναζητούσαμε προηγουμένως [ἐννοεῖ τὴ Νεαρὰ 6]
τὸν ἀσφαλέστερο τρόπο ἀντιμετωπίσεως τῶν πραγμάτων, μᾶς δημιούργησε ὁ πολιτειακὸς
νόμος τὴν ἐντύπωση, ὅτι προσφέρει μεγαλύτερη ἐξασφάλιση ἀπὸ τὸν ἱερὸ νόμο καὶ ἔτσι
τὸν προτιμήσαμε. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ἐδῶ βλέποντας, ὅτι ἡ ἱερὴ διάταξη εἶναι
πιὸ ἐπωφελὴς ἀπὸ τὴ διάταξη τῆς Πολιτείας [Ἰουστινιάνεια Νεαρά 123.15] γιὰ τὴν
τακτοποίηση τῶν πραγμάτων, ἀκολουθοῦμε ἐκείνην καὶ ἀποφασίζουμε σύμφωνα μὲ τὸ
περιεχόμενό της». Τὸ παραπάνω ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴ Νεαρά 7 τοῦ Λέοντα τοῦ Σοφοῦ,
διατάξεις τοῦ ὁποίου χρησιμοποιοῦν οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως ἐπιχειρώντας
νὰ κατοχυρώσουν τὴ θέση τους, ὅτι δὲν ἦταν δυνατὴ ἡ Ἔκκλητος πρὸς τὸ θρόνο τῆς
Κωνσταντινουπόλεως, εἶναι σημαντικό, γιατὶ καταδεικνύει δύο πράγματα:
α. Καθιστᾶ ξεκάθαρο, ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ γίνει δεκτὴ a priori καὶ ἀπόλυτα ἡ
θέση, ὅτι οἱ Ἱ. Κανόνες ὑπερίσχυαν τῶν νόμων (παράδειγμα ἡ Νεαρά 6 τοῦ
Λέοντα τοῦ Σοφοῦ) καὶ
β. Ἐπειδὴ ἴσχυε τὸ πρῶτο, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει δεκτό, ὅτι οἱ πολιτειακὲς
διατάξεις ἑρμήνευσαν αὐθεντικὰ τοὺς κανόνες, ὥστε νὰ ὁδηγούμαστε μέσω αὐτῶν
στὴν αὐθεντικὴ ἑρμηνεία τῶν κανόνων.
Κατὰ συνέπεια, παρότι ἡ ἀφετηρία τοῦ σκεπτικοῦ τῶν συντακτῶν τῆς ὑποσημειώσεως
δὲν εἶναι ὀρθή, ἐν τούτοις κρίνεται χρήσιμο νὰ δοῦμε ποιὲς συγκεκριμένες
πολιτειακὲς διατάξεις κάνουν λόγο γιὰ τὸ ἀνέκκλητο τῶν πατριαρχικῶν ἀποφάσεων, ὥστε
-ὑποτίθεται- νὰ ἀποκλείεται ἡ δυνατότητα ἀσκήσεως Ἐκκλήτου στὸ θρόνο τῆς
Κωνσταντινουπόλεως:
6. Οἱ πολιτικὲς διατάξεις
• Ἡ πρώτη προσαγόμενη πολιτειακὴ διάταξη εἶναι ἡ Νεαρά 123 τοῦ Ἰουστινιανοῦ.
Οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως παραπέμπουν, χωρὶς νὰ τὸ ἀναφέρουν στὸ κεφ. 22 τῆς
Νεαρᾶς127, ὅπου ἐπισημαίνεται: «Εἴ τινες δὲ ὁσιώτατοι ἐπίσκοποι τῆς
αὐτῆς συνόδου ἀμφισβήτησίν τινα πρὸς ἀλλήλους ἔχοιεν εἴτε ὑπὲρ ἐκκλησιαστικοῦ
δικαίου εἴτε ὑπὲρ ἄλλων τινῶν πραγμάτων, πρότερον ὁ μητροπολίτης αὐτῶν μεθ᾽ ἑτέρων
δύο ἐκ τῆς ἰδίας συνόδου ἐπισκόπων τὸ πρᾶγμα κρινέτω, καὶ εἰ μὲν ἐμμείνῃ ἑκάτερον
τοῖς κεκριμένοις, τηνικαῦτα ὁ μακαριώτατος πατριάρχης ἐκείνης τῆς διοικήσεως
μεταξὺ αὐτῶν ἀκροάσθω, κἀκεῖνα ὁριζέτω τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς κανόσι καὶ τοῖς
νόμοις συνᾴδει οὐδενὸς μέρους κατὰ τῆς ψήφου αὐτοῦ ἀντιλέγειν δυναμένου». Ἐὰν ἡ
κατηγορία ἀφορᾶ Μητροπολίτη, τότε «ὁ τῆς διοικήσεως ἐκείνης
μακαριώτατος πατριάρχης κατὰ τὸν ὅμοιον τρόπον τὸ πρᾶγμα κρινέτω» .
Εἶναι σημαντικὸ τὸ γεγονός, ὅτι ἡ διάταξη αὐτὴ συμπεριελήφθη στὰ Βασιλικά128,
τὸ κορυφαῖο κωδικοποιητικὸ ἔργο τοῦ Λέοντα τοῦ Σοφοῦ, ὑπάρχει στὴ συνέχεια στὴ
Collectio LXXXVII Capitulorum129, ὑπάρχει σὲ σχόλιο τοῦ Βαλσαμῶνα
στὸ νομοκάνονα τοῦ Φωτίου130, ὑπάρχει, ἐπίσης σὲ σχόλιο τοῦ
Βαλσαμώνα στὸν ΙΒ´ κανόνα τῆς Ἀντιόχειας131, στὴ Bibliotheca
Juris Canonici Veteris τῶν G. Voellus - H. Justellus132, στὸ
Συνοδικὸν sive Pandectae Canonum τοῦ G. Beveregius133 (ἀπὸ τό
Νομοκάνονα τοῦ Φωτίου κατὰ πᾶσα πιθανότητα ἐλήφθη ἀπὸ τοὺς συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως134),
ὅπως ὑπάρχει καὶ στὸ Σύνταγμα κατὰ Στοιχεῖον τοῦ Ματθαίου Βλάσταρη135.
Τὸ ἐρώτημα εἶναι βεβαίως, ἐὰν ἡ διάταξις τῆς 123.22 Νεαρᾶς ἀποκλείει τὴν Ἔκκλητον
πρὸς τὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, δεδομένου ὅτι -κατὰ τὴν ἄποψη- τῶν
συντακτῶν τῆς ὑποσημειώσεως οἱ ἀποφάσεις τῶν πατριαρχικῶν δικαστηρίων τῶν ἄλλων
πατριαρχικῶν θρόνων ἦταν «τέλειες» καὶ ἀνέκκλητες, ἤ, ὑπῆρχε ἡ δυνατότητα ἀσκήσεως
Ἐκκλήτου στὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ ὁποίου καὶ μόνον οἱ ἀποφάσεις ἦσαν
ἀνέκκλητοι «διὰ τὴν τοῦ θρόνου ὑπεροχήν». Βεβαίως ἡ ἀδιάψευστος κανονικὴ
πράξις συνηγορεῖ ὑπὲρ τῆς δευτέρας θέσεως δυνάμει τῆς σχετικῆς διαμορφωθείσης
κανονικῆς παραδόσεως, ὅπως ἤδη ἔχει ἀνωτέρω ἐπισημανθεῖ.
Γιὰ νὰ προστεθεῖ ἀκόμα μία μαρτυρία ἀπὸ τὴν κανονικὴ πράξη, ἀξίζει νὰ ἀναφερθεῖ
καὶ ἡ περίπτωση τοῦ Ἴβα Ἐδέσσης136, ὅπου ἡ ἀθωωτικὴ ἀπόφασις
τοῦ πατριαρχικοῦ συνοδικοῦ δικαστηρίου τῆς Ἀντιόχειας προσεβλήθη ὑπὸ τῶν
κατηγόρων του δι᾽ Ἐκκλήτου ἐνώπιον τοῦ πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως
Φλαβιανοῦ. Τελικὰ μετὰ καὶ τὸν ὑπὸ τοῦ Ἴβα ἀναθεματισμὸ τοῦ Νεστορίου στὴ
Χαλκηδόνα137, ἀκολούθησε ἡ ἀποκατάστασή του στὸ θρόνο του. Ἔτσι ὁ
Ἴβας Ἐδέσσης εἶναι ἡ χαρακτηριστικὴ περίπτωση, ὅπου ὡς κατηγορούμενος ἐκρίθη ὡς
ἀθῶος καὶ ἀπὸ τὸ Φλαβιανὸ Κωνσταντινουπόλεως (448) καὶ ἀπὸ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο
(451). Ἡ περίπτωση τοῦ Ἴβα Ἐδέσσης γίνεται ἀκόμα πιὸ ἐνδιαφέρουσα, ἐὰν ληφθεῖ ὑπ᾽
ὄψιν, ὅτι ὁ Ἴβας καὶ ὁ Φλαβιανὸς εἶχαν καταδικασθεῖ καὶ καθαιρεθεῖ ἀπὸ τὴ
ληστρικὴ Σύνοδο τῆς Ἐφέσου ὑπὸ τὸ Διόσκορο Ἀλεξανδρείας (449).
Ἡ ἀπάντηση στὸ θεμελιῶδες ἐρώτημα ποὺ ἐτέθη στὴν παραπάνω παράγραφο θὰ δοθεῖ, ἐφ᾽
ὅσον ληφθοῦν ὑπ᾽ ὄψιν οἱ κατωτέρω παράμετροι:
Μὲ βάση καὶ τὴν χαρακτηριστικὴ περίπτωση τοῦ Ἴβα Ἐδέσσης φαίνεται ἀπολύτως
πειστικὴ ἡ παρατήρηση τοῦ Καθηγητοῦ Σπ. Τρωϊάνου, ὁ ὁποῖος ἐπισημαίνει σχετικὰ
μὲ τὸ ἀμετάκλητο καὶ ἀνέκκλητο τῶν ἀποφάσεων τῶν ἐκκλησιαστικῶν δικαστηρίων: «Ἡ
διαπραγμάτευσις τοῦ θέματος τούτου ἐν τῷ πλαισίῳ οἱουδήποτε δικονομικοῦ κλάδου
τοῦ κοινοῦ δικαίου συνεπάγεται κατὰ κύριον λόγον τὴν ἀνάπτυξιν τῆς ἐννοίας τοῦ
δεδικασμένου καὶ τῶν συνεπειῶν του. Τὸ ἐκκλησιαστικὸν δικονομικὸν δίκαιον ἀγνοεῖ
τὸν θεσμὸν τοῦτον, τοὐλάχιστον ὑφ᾽ ἣν ἔννοιαν εἶναι οὗτος γνωστὸς εἰς τὰ λοιπὰ
δικονομικὰ δίκαια. Αἰτία δὲ τούτου εἶναι, ὅτι τὸ δεδικασμένον προϋποθέτει ἀπόφασιν
ἀμετάκλητον· ἀλλ᾽ ἀπόφασις ἐκκλησιαστικοῦ δικαστηρίου, ἐξαιρουμένων τῶν ἐπὶ
ἰδιωτικῶν διαφορῶν ἐκδιδομένων, οὐδέποτε δύναται νὰ θεωρηθῇ τοιαύτη, ἐφ᾽
ὅσον πάντοτε ὑφίσταται ἡ δυνατότης, ἀκόμη καὶ μετὰ τὴν ἐξάντλησιν τῶν ὑπὸ τῶν
κανόνων παρεχομένων ἐνδίκων μέσων, ἔστω καὶ μετὰ τὸν θάνατον τοῦ ὑπαιτίου ἐπὶ τῶν
ποινικῶν ὑποθέσεων, τῆς ἐκ νέου διεξαγωγῆς τῆς δίκης, κατὰ κανόνα
κατόπιν ἐντολῆς τοῦ αὐτοκράτορος. Ἀπὸ θεωρητικῆς ἐπόψεως οὐδέποτε δύναται ἐκκλησιαστική
τις δίκη νὰ θεωρηθῇ ὁριστικῶς τερματισθεῖσα» 138. Μετὰ ἀπὸ τὶς ἐπισημάνσεις
αὐτές, μπορεῖ νὰ θεωρεῖ κανεὶς τὶς ἀποφάσεις τῶν πατριαρχικῶν Συνόδων ὡς ἀνέκκλητες;
Ἡ νεαρά 123.22 τοῦ Ἰουστινιανοῦ δὲν μπορεῖ νὰ ἑρμηνευθεῖ ἔξω ἀπὸ τὴ συνάφεια τοῦ
προηγουμένου Κεφαλαίου τῆς Νεαρᾶς, δηλ. τοῦ 123.21. Ἐκεῖ ξεκάθαρα δίδεται τὸ
Privilegium Fori γιὰ ὑποθέσεις κληρικῶν καὶ μοναχῶν στὰ ἐκκλησιαστικὰ
δικαστήρια. Οἱ ὑποθέσεις αὐτὲς ἀφοροῦν ἀστικὲς (καὶ χρηματικές) διαφορές,
ποινικὰ ἀδικήματα, ἀλλὰ καὶ καθαρὰ ἐκκλησιαστικὲς ὑποθέσεις. Εἶναι δὲ σημαντικὰ
καὶ ἀξιοσημείωτα τὰ ὁριζόμενα γιὰ ἐκκλησιαστικὲς ὑποθέσεις: «Εἰ δὲ ἐκκλησιαστικὸν
εἴη τὸ πρᾶγμα, μηδεμίαν κοινωνίαν ἐχέτωσαν οἱ πολιτικοὶ ἄρχοντες πρὸς τὴν
τοιαύτην ἐξέτασιν, ἀλλ᾽ οἱ ὁσιώτατοι ἐπίσκοποι κατὰ τοὺς ἱεροὺς κανόνας
τῷ πράγματι πέρας ἐπιτιθέτωσαν» 139. Ἐξ αὐτοῦ κατ’ ἀρχὴν
συνάγεται μὲ ἀσφάλεια, ὅτι οἱ ἐκκλησιαστικὲς ὑποθέσεις -θέμα ποὺ μᾶς ἀφορᾶ- εἶναι
ἀμετάκλητες καὶ ἀνέκκλητες πρὸς τὰ πολιτικὰ δικαστήρια. Ἐκτὸς ὅμως τούτου
συνάγεται, ὅτι οἱ ἐκκλησιαστικὲς διαφορὲς ρυθμίζονται ἀπὸ τοὺς Ἱ. Κανόνες καὶ ὄχι
τὴν πολιτικὴ νομοθεσία. Ἡ ρύθμιση τοῦ Ἰουστινιανοῦ εἶναι ἀπολύτως σαφής. Eἶναι
ἀσφαλῶς παράξενο, ὅτι ὁ Ἰουστινιανὸς ἀμέσως μετά (Ν. 123.22) θεσπίζει τὸ ἀνέκκλητο
τῶν ἀποφάσεων τῶν ἐκκλησιαστικῶν δικαστηρίων στὴν ἐσωτερικὴ ἐκκλησιαστικὴ
δικονομικὴ διαδικασία καὶ ἡ θέση αὐτὴ νὰ γίνεται ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὴν κανονικὴ
δικαιοταξία, στὸ μέτρο πού αὐτὴ ἐπιτάσσει στὴ θεωρία καὶ τὴν πράξη κάτι
διαφορετικό. Ἀντιφάσκει μὲ τὴ θέληση τοῦ ἴδιου τοῦ Αὐτοκράτορα.
Ἐνῶ ἡ Ν. 123.21 ἀφορᾶ ἀδιάκριτα κληρικοὺς καὶ μοναχοὺς (διακόνισσες καὶ
μονάστριες) ἀκολουθεῖ ἡ εἰδικὴ διάταξη τῆς Ν. 123.22 ποὺ ἀφορᾶ κατηγορίες κατὰ Ἐπισκόπων
καὶ Μητροπολιτῶν. Γιὰ διαφορὲς μεταξὺ Ἐπισκόπων ποὺ ἀφοροῦν ἐκκλησιαστικὲς ὑποθέσεις
ἢ οἱουδήποτε ἄλλου εἴδους ὑποθέσεις ἁρμόδιος νὰ κρίνει εἶναι ὁ Μητροπολίτης
τους, ὁ ὁποῖος θὰ συγκροτήσει ἐκκλησιαστικὸ δικαστήριο ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ ἄλλους
δύο Ἐπισκόπους τῆς Ἐπαρχίας. Ἀνταποκρίνεται ὅμως πρὸς τὸ γράμμα καὶ τὸ πνεῦμα
τῶν Κανόνων ἡ κατηγορία κατὰ Ἐπισκόπου νά κρίνεται σὲ τριμελὲς μόνο ἐκκλησιαστικὸ
δικαστήριο; Ὁ 6. Κανόνας τῆς β´ Οἰκουμενικῆς140 ἀπαιτεῖ τὴν
παρουσία ὅλων τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἐπαρχίας. Ἐπίσης ὁ 74. Κανόνας τῶν Ἀποστόλων141
περὶ κλήσεως Ἐπισκόπου στὴ διαδικασία τῆς δίκης προϋποθέτει δικαστήριο ὑπὸ
πλειόνων Ἐπισκόπων συγκροτούμενο. Ὁ Κωνσταντινουπόλεως Νεκτάριος (394) δὲν ἀπεδέχθη
τὴν καταδίκη τοῦ καθαιρεθέντος ἐπισκόπου Βόστρων Βαγαδίου, ἐπειδή ἡ καθαίρεσή
του εἶχε γίνει μόνο ἀπὸ 2 Ἐπισκόπους142, ὅπως ἤδη ἔχει μνημονευθεῖ.
Κατὰ συνέπεια ἡ μὴ συμφωνία τῆς ἀνωτέρω ρύθμισης τοῦ Ἰουστινιανοῦ πρὸς τὶς
κανονικὲς διατάξεις καὶ τὴν κανονικὴ πράξη εἶναι πρόδηλη. Ὁ Ἰουστινιανὸς δὲ
δυσκολεύτηκε νὰ ὑπερβεῖ τὶς κανονικὲς διατάξεις καὶ νὰ ρυθμίσει διαφορετικά. Αὐτὸ
ὅμως δὲ σημαίνει, ὅτι οἱ κανονικὲς διατάξεις καταργήθηκαν, ἐπειδὴ ὁ αὐτοκράτορας
ὅρισε κάτι διαφορετικό.
Σύμφωνα μὲ τὴ Ν. 123.22 κατὰ τῆς ἀποφάσεως τοῦ οὕτω καὶ ἀντικανονικῶς
συσταθέντος μητροπολιτικοῦ συνοδικοῦ δικαστηρίου θὰ μποροῦσε νὰ ἀσκηθεῖ Ἔκκλητος
στὸν Πατριάρχη τῆς Διοικήσεως, στὴν ὁποία οἱ Ἐπίσκοποι ποὺ εἶχαν τὴ μεταξύ τους
διαφορὰ ἀνῆκαν. Τὸ ἴδιο ὄφειλε νὰ ἰσχύει καὶ στὴν περίπτωση ποὺ ἡ κατηγορία κατὰ
Ἐπισκόπου εἶχε ἀσκηθεῖ ἀπὸ κληρικὸ ἢ λαϊκό. Ἐὰν ἡ κατηγορία ἀφοροῦσε
Μητροπολίτη, τότε τῆς ὑποθέσεως ἔπρεπε νὰ ἐπιληφθεῖ ὁ Πατριάρχης τῆς
Διοικήσεως, στὴν ὁποία ἀνῆκε ὁ Μητροπολίτης. Δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολὴ νὰ εἰπωθεῖ,
ὅτι ἡ διάταξη τῆς Νεαρᾶς δημιουργεῖ σοβαρά «νομοτεχνικά» προβλήματα στὴν ἐφαρμογή
της:
Στὴν περίπτωση π.χ. ποὺ κατηγορούμενος ἦταν ἕνας Μητροπολίτης τῆς Διοίκησης τῆς
Ἀσίας, τότε Πατριάρχης τῆς Διοίκησης θὰ ἔπρεπε νὰ θεωρεῖται ὁ Ἐφέσου. Ὑπῆρξε
ὅμως ποτὲ Πατριάρχης ὁ Ἐφέσου; Τὴν ἐποχὴ τῆς θεσπίσεως τῆς Νεαρᾶς (546) ἡ Ἔφεσος
ὡς ἀνήκουσα στὴ Διοίκηση τῆς Ἀσίας ἀνῆκε στὴ δικαιοδοσία τοῦ
Κωνσταντινουπόλεως.
Στὴν περίπτωση ποὺ κατηγορούμενος ἦταν ἕνας Μητροπολίτης τοῦ Ἱεροσολύμων, μποροῦσε
ὁ Ἱεροσολύμων νὰ εἶναι ὁ Πατριάρχης τῆς Διοικήσεως, ἀφοῦ ἡ Παλαιστίνη ἀνῆκε στὴν
Ἀνατολικὴ Διοίκηση, μέσα στὴν ὁποία ἀνῆκε καὶ ὁ Ἀντιοχείας, ἀλλὰ καὶ ὁ Κύπρου. Ποιὸς
ἦταν τελικὰ ὁ Πατριάρχης τῆς Διοικήσεως, κατὰ τὸ νόημα τῆς Νεαρᾶς; Ἐὰν
κατηγορούμενος ἦταν ἕνας Ἐπίσκοπος τῆς Κύπρου, τότε ποιὸς θὰ ἦταν γι᾽ αὐτὸν ὁ
Πατριάρχης τῆς Διοικήσεως, ὁ Ἀντιοχείας ἢ ὁ Ἱεροσολύμων ἢ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος
Κύπρου; Ὁ Κύπρου δὲ δὲν ὑπῆρξε ποτὲ Πατριάρχης. Ἡ Κύπρος μαζὶ μὲ τὰ Ἱεροσόλυμα
καὶ τὴν Ἀντιόχεια ἀνῆκαν μαζὶ στὴ διοίκηση τῆς Ἀνατολῆς, ὥστε εἶναι δύσκολο νὰ ὁρισθεῖ,
ποιὸς ἦταν ὁ Πατριάρχης τῆς Διοικήσεως ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ Νεαρά.
Ἡ ἐφαρμογὴ τῆς Νεαρᾶς προϋποθέτει, ὅτι ἡ κάθε Διοίκηση εἶχε τό δικό της
Πατριάρχη καὶ αὐτὸ ἱστορικὰ δὲ συνέβη ποτέ, οὔτε ἐπὶ Ἰουστινιανοῦ, οὔτε προηγουμένως
οὔτε μετά, ὅσο λειτούργησε ἡ διοικητικὴ διαίρεση τῆς αὐτοκρατορίας σὲ
διοικήσεις143, πρὶν τὴν κατανομή της σὲ θέματα ἀπὸ τὸν ζ' αἰώνα
καὶ μετά. Ποιὰ ὅμως ἐφαρμογὴ μποροῦσε νὰ ἔχει ἡ συγκεκριμένη Νεαρὰ, ὅταν ἔπαυσε
ἡ διοικητικὴ κατανομὴ τῆς αὐτοκρατορίας σὲ διοικήσεις; Ἐπειδὴ ἡ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα
αὐτὸ εἶναι οὐδεμία, ἐξ αὐτοῦ καθίσταται προφανές, ὅτι ἡ Νεαρὰ κατέστη
ἐν τοῖς πράγμασι ἀνεφάρμοστος αἰῶνες πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος τῆς αὐτοκρατορίας.
Τά γεωγραφικὰ ὅρια τῶν πολιτικῶν διοικήσεων δὲν συνέπιπταν μὲ τὰ θέματα καὶ πολὺ
περισσότερο δὲν ὑπῆρχε ἕνας πατριάρχης γιὰ κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ θέματα.
Καὶ κάτι ἀκόμα θεωρητικὰ καὶ ὑποθετικά: Ἐὰν ἕνας Ἐπίσκοπος τῆς Κύπρου ἀπηθύνετο
στὸν Ἀντιοχείας, (παρότι δὲν ἀπευθύνθηκε ποτὲ καὶ ὁ Ἀντιοχείας δὲν ἄσκησε ποτὲ
δικαιοδοσία στὴν Κύπρο, γι᾽ αὐτὸ ἄλλωστε ἡ Κύπρος κατέστη μὲ τὸν 8. Κανόνα τῆς
Γ´ Οἰκουμενικῆς αὐτοκέφαλη), ὁ Ἀντιοχείας δὲ θὰ ἀσκοῦσε ὑπερόρια δικαστικὴ ἐξουσία,
δηλ. αὐτὸ ποὺ θέλουν νὰ ἀπαγορεύσουν οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεις στὸ θρόνο τῆς
Κωνσταντινουπόλεως;
Πολὺ μεγαλύτερες δυσκολίες στὴν ἐφαρμογὴ τῆς Ν. 123.22 δημιουργεῖ μιὰ ἄλλη
διάταξη τοῦ Ἰουστινιάνειου Κώδικα ποὺ προσελήφθη σὲ αὐτὸν ἀπὸ διάταγμα τοῦ
Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ, ἀφορᾶ δὲ τὶς ἀναφυόμενες κανονικὲς ἀμφισβητήσεις στὴ
διοίκηση τοῦ Ἰλλυρικοῦ, οἱ ὁποῖες θὰ ἔπρεπε νὰ ἐπιλύωνται ἀπὸ τὸ θρόνο τῆς
Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ συγκεκριμένη διάταξη τοῦ Κώδικα144 ἀναγνωρίζει
τὴν ἐθιμικῶς κρατήσασα ὑπερόρια δικαιοδοσία τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως
στὸ Ἰλλυρικό: «...per omnes Illyrici provincias servari praecipimus, ut, si
quid dubietatis emerserit, id aporteat non absque scientia viri reverentissimi
sacrosanctae legis antistitis, urbis Constantinopolitanae, quae Romae
veteris praerogativa laetatur...» Δηλ., στὰ Ἑλληνικά, ὅπως ἡ διάταξη
περιέχεται στὸ Νομοκάνονα τοῦ Ἱ. Φωτίου: «τὰς ἀναφυομένας κανονικὰς ἀμφισβητήσεις
ἐν ὅλῳ τῷ Ἰλλυρικῷ οὐ δεῖ τέμνεσθαι παρὰ γνώμην τοῦ ἀρχιεπισκόπου
Κωνσταντινουπόλεως καὶ τῆς αὐτῆς συνόδου, ἥτις ἔχει τὰ προνόμια τῆς ἀρχαίας
Ρώμης».
Ἡ σπουδαιότητα τῆς ἀνωτέρω διάταξης ὀφείλεται κατ᾽ ἀρχὴν ἀσφαλῶς στὸ γεγονός, ὅτι
προσθέτει μία ἀκόμα ξεκάθαρη μαρτυρία, ὅτι ἡ Κωνσταντινούπολη ἀσκοῦσε ὑπερόρια
δικαστικὴ ἐξουσία στὸ Ἰλλυρικὸ ὡς ἔχουσα τὰ ἴσα Πρεσβεῖα μετὰ τὴ Ρώμη καὶ κατὰ
συνέπεια τὰ ἴδια προνόμια μὲ αὐτή. Ἡ διάταξη ὅμως αὐτὴ ταυτόχρονα δημιουργεῖ
προβλήματα ὡς πρὸς τὴν ἐφαρμογὴ τῆς Νεαρᾶς 123.22 τοῦ Ἰουστινιανοῦ. Εἶναι δυνατὸν
οἱ ἐπίσκοποι ἢ οἱ Μητροπολῖτες τῶν ἄλλων διοικήσεων νὰ κρίνωνται σὲ β´ ἢ α´
βαθμὸ ἀντίστοιχα ἀπὸ τὸν Πατριάρχη τῆς διοικήσεώς τους, ἀφοῦ βροῦν κατὰ τὰ ἀνωτέρω
ποιὸς εἶναι, ἐνῶ οἱ Ἐπίσκοποι ἢ οἱ Μητροπολῖτες τῆς διοικήσεως τοῦ Ἰλλυρικοῦ καὶ
μόνον αὐτοὶ νὰ ἔχουν τὸ πλεονέκτημα νὰ κρίνωνται καὶ ἀπὸ τὸ θρόνο τῆς
Κωνσταντινουπόλεως; Δὲν ἦταν αὐτὸ μιὰ ἄνιση μεταχείριση Ἐπισκόπων καὶ
Μητροπολιτῶν ποὺ καθιερώνει ἡ Ἰουστινιάνεια νομοθεσία μὲ τὴ Νεαρά 123.22;
Δὲν εἶναι παράδοξο, ὅτι ἡ διάταξη αὐτὴ τοῦ Κώδικα ἐκτὸς ἀπὸ τὰ Βασιλικὰ ἀνευρίσκεται
μέχρι καὶ τὸ Νομοκάνονα τοῦ Ἱ. Φωτίου145;
Θὰ μποροῦσε νὰ ἀντιτάξει κανείς, ὅτι ἡ Νεαρὰ 123 ὡς χρονολογικὰ νεώτερο
νομοθέτημα κατήργησε τὴ σχετικὴ διάταξη τοῦ Ἰουστινιανείου Κώδικα. Τότε ὅμως
ἡ διάταξη δέ θά ἔπρεπε νά συμπεριληφθεῖ στά Βασιλικά. Θὰ μποροῦσε νὰ ἀντιτάξει,
ὅτι ὁ Νομοκάνονας τοῦ Ἱ. Φωτίου ἦταν μὲν ἕνα μεγάλης σημασίας καὶ ἀξίας
νομοκανονικὸ πόνημα, παρέμενε ὅμως πάντα μιὰ ἰδιωτικὴ συλλογὴ νόμων καὶ κανόνων
ποὺ δὲν ἀπέκτησε ἰσχὺ νόμου. Τὰ ἐπιχειρήματα ὅμως αὐτὰ θὰ μποροῦσαν μὲ
πειστικότητα νὰ προβληθοῦν, ἐὰν ἡ διάταξη -ἀξίζει νά ἐπισημανθεῖ ἐκ νέου- δὲν εἶχε
συμπεριληφθεῖ στὸ κορυφαῖο κωδηκοποιητικὸ ἔργο τοῦ Λέοντα τοῦ Σοφοῦ, δηλ. τὰ
Βασιλικά (βιβλ. Ε´, τιτ. α´, κεφ. στ´), μὲ τὰ ὁποῖα ἔγινε ἡ ἀνακάθαρση τῶν
παλαιῶν νόμων. Τὸ γεγονός, ὅτι ἡ συγκεκριμένη διάταξη συμπεριελήφθη στὰ Βασιλικὰ
ἀποδεικνύει, ὅτι ἦταν σὲ ἰσχὺ ὄχι μόνο κατὰ τὴν περίοδο τοῦ Ἰουστινιανοῦ, ἀλλὰ
καὶ ἀργότερα κατὰ τὴν περίοδο τοῦ Λέοντα τοῦ Σοφοῦ. Ἐὰν ἡ διάταξη εἶχε
καταργηθεῖ ἢ ἀπρακτήσει ἁπλούστατα δὲ θὰ εἶχε συμπεριληφθεῖ στὰ Βασιλικά146
Ἐνῶ λοιπὸν ἡ Ἰουστινιάνεια νομοθεσία-ἔστω καὶ θεωρητικά τουλάχιστον-ἀδιαμφισβήτητα
ἀποδέχεται τὴν ὑπερόρια δικαστικὴ ἐξουσία τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως στὸ
Ἰλλυρικό, ἡ Ν. 123.22 γιὰ τὶς ἄλλες προφανῶς διοικήσεις ὁρίζει, ὅτι ὁ Πατριάρχης
τῆς διοικήσεως κρίνει σὲ δεύτερο βαθμὸ ὑποθέσεις Ἐπισκόπων, «κἀκεῖνα ὁριζέτω
ἅτινα τοῖς ἐκκλησιαστικῆς κανόσι καὶ τοῖς νόμοις συνᾴδει, οὐδενὸς μέρους κατὰ τῆς
ψήφου αὐτοῦ ἀντιλέγειν δυναμένου». Κρίνει ἐπίσης σὲ α´ βαθμὸ ὑποθέσεις
Μητροπολιτῶν «κατὰ τὸν ὅμoιον τρόπον».
Ὑποθέτοντας, ὅτι ἡ ἔκφραση «οὐδενὸς μέρους κατὰ τῆς ψήφου αὐτοῦ ἀντιλέγειν
δυναμένου», δημιουργεῖ τὸ ἀμετάκλητο καὶ ὄχι ἁπλᾶ τὸ τελεσίδικο τῶν ἀποφάσεων
τῶν ἄλλων πατριαρχικῶν συνόδων, ὥστε νὰ ἀποκλείεται οἱαδήποτε δυνατότητα Ἐκκλήτου
πρὸς τὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τότε δημιουργεῖται σοβαρὸ πρόβλημα ὄχι
μόνο μὲ τὴν κανονικὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὴν ὁποία ἔρχεται σὲ ὀξεῖα καὶ εὐθεῖα
ἀντίθεση, ἀλλὰ ἔρχεται σὲ εὐθεῖα ἀντίθεση μὲ ἄλλες διατάξεις τόσο πολιτικῶν
διατάξεων, ὅσο καὶ κανόνων.
Ἀνεφέρθη προηγουμένως, ὅτι τὸ βυζαντινὸ δίκαιο ἔδινε -ἐκτὸς συγκεκριμένων ἐξαιρέσεων,
τὴ δυνατότητα ἄσκησης Ἐκκλήτου γιὰ κάθε πρωτόδικη ἀπόφαση ὄχι μόνο μιὰ
φορά, ἀλλὰ δύο φορές. Ἀνεφέρθη, ἐπίσης, προηγουμένως, ὅτι οἱ διατάξεις τῆς
Σαρδικῆς καὶ τῆς Καρθαγένης δίδουν τὴ δυνατότητα ἀσκήσεως Ἐκκλήτου ὄχι μόνο μιὰ
φορά, ἀλλὰ δύο φορές.
Ἡ δυνατότητα ἀσκήσεως Ἐκκλήτου (καὶ μάλιστα δύο φορές) στὴν πρωτόδικη ἀπόφαση
καθίσταται ἔτσι θεμελιώδης δικονομικὴ ἀρχὴ τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου, τὴν
κανονικότητα τῆς ὁποίας καταγράφει ὁ 9. Κανόνας τῆς Χαλκηδόνας μὲ τὴ διαμόρφωση
ἀπὸ τήν ἴδια Σύνοδο τοῦ Πατριαρχικοῦ συστήματος στὴ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας,
παρέχοντας τὴν ἐκ νέου κρίση τῆς ὑπόθεσης ἀπὸ τό «ἀλογοπράγητον» δικαστήριον τοῦ
θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως «διὰ τὴν τοῦ θρόνου» ὑπεροχήν147. Ὅπως
ἀκριβῶς ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶχε ἴσα Πρεσβεῖα μόνο μὲ τὸ θρόνο τῆς
Ρώμης, «ὁ καὶ τὴν τῶν ἀνατολικῶν θρόνων ἐξουσίαν εἰληφὼς καὶ τῆς τῶν Ρωμαίων
αὐθεντίας τὸ κῦρος προσλαβόμενος» , ἀφοῦ ὁ Κωνσταντινουπόλεως κατέστη «ὁ
προέχων ἐκ Θεοῦ ὡς ἀρχιερεὺς μέγιστος» 148, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ὡς
συνέπεια αὐτοῦ τὸ δικαστήριο τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὑπερεῖχε καὶ ὑπερέχει
τῶν ἄλλων πατριαρχικῶν συνόδων ἀσκουσῶν δικαστικὴ ἐξουσία, ἐὰν βεβαίως μεταξὺ
πολλῶν μαρτυριῶν θελήσουμε νὰ ἀναγνώσουμε τὰ πρακτικὰ τῆς ἐπὶ Ἱ. Φωτίου
συγκληθείσης Συνόδου τῶν ἐτῶν 879/80 τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τὴν ὁποία
πολλοί -καὶ ὀρθὰ- θεωροῦν ὡς τὴν Ὄγδοη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
(Πραγματοποιώντας ἕνα χρονικὸ ἅλμα ἀπὸ τότε στὴ σύγχρονη ἐποχὴ ἐκτιμᾶται, ὅτι ὀρθότατα
ὁ Καταστατικὸς Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος παρέχει τὸ δικαίωμα Ἐκκλήτου πρὸς
τὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὄχι μόνο στοὺς ἀρχιερεῖς τῶν Νέων Χωρῶν, ἀλλὰ
καὶ σὲ ὅλους τοὺς Ἀρχιερεῖς τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος149.
Τὸ κανονικὸ δικαίωμα τῆς Ἐκκλήτου πρὸς τὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατέστη
νόμος τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους, μὲ βάση τὶς σχέσεις ποὺ ὑπάρχουν στὴν Ἑλλάδα μεταξὺ
Ἐκκλησία καὶ Πολιτείας).
Γιὰ ὅλους αὐτοὺς τοὺς λόγους καὶ αὐτοὺς ποὺ θὰ ἀναφερθοῦν κατωτέρω ἐκτιμᾶται, ὅτι
ἡ Ν. 123.22 ἀναγιγνωσκόμενη ὄχι αὐτοτελῶς ἀλλά ἐντασσόμενη μέσα στὸ πολιτικὸ καὶ
κανονικὸ πλαίσιο τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους οὐσιαστικά, ὅπως θὰ λέγαμε σήμερα, καθιερώνει
τὸ τελεσίδικο τῶν ἀποφάσεων τῶν Πατριαρχικῶν Συνόδων τῶν ἄλλων Πατριαρχείων, ὄχι
ὅμως τὸ ἀνέκκλητο πρὸς τὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Εἶναι δεδομένο, ὅτι ἡ συμπεριληφθεῖσα καὶ στὰ Βασιλικὰ διάταξις τῆς Ν. 123. 22
εἶναι γνωστὴ καὶ συμπεριλαμβάνεται στὰ σχόλια τοῦ Βαλσαμώνα, ἀλλὰ καὶ ἀργότερα
στὸ Σύνταγμα κατὰ Στοιχεῖον τοῦ Ματθαίου Βλάσταρη. Θὰ μποροῦσε λοιπὸν ἐξ αὐτοῦ ἐκ
πρώτης ὄψεως νὰ ἀντιεπιχειρηματολογήσει καὶ νὰ ἰσχυρισθεῖ, ὅτι καὶ ὁ Βαλσαμὼν
καὶ ὁ Ματθαῖος Βλάσταρης περιέχουν στὸ ἔργο τους ἀντιτιθέμενες διατάξεις. Ἦταν ὅμως
αὐτὸ δυνατόν;
Πρὸς ἐπίλυση τῆς φαινομενικῆς αὐτῆς ἀντίθεσης εἶναι χρήσιμο νὰ ἀνατρέξει κανεὶς
στὸ σχόλιο τοῦ Βαλσαμώνα στὸ 12. Κανόνα τῆς τοπικῆς Συνόδου στὴν Ἀντιόχεια
(341) . Ὁ συγκεκριμένος κανόνας θεσπίζει, ὅτι ἐὰν διάκονος ἢ πρεσβύτερος
καθαιρεθεῖ ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπό του, αὐτὸς μπορεῖ νὰ ζητήσει τὴν ἐξέταση ἐκ νέου τῆς
ὑπόθεσής του πρὸς ἄρση τῆς καταδικαστικῆς ἀποφάσεως ἀπὸ «μείζονα ἐπισκόπων
σύνοδον», σὲ καμιὰ ὅμως περίπτωση δὲν μπορεῖ νὰ ἀπευθυνθεῖ στὸ Βασιλέα, γιὰ νὰ
κρίνει ἐκεῖνος τὴν ὑπόθεσή του.
Μὲ δεδομένη τὴν ἀπαγόρευση προσφυγῆς στὸ Βασιλέα, ὁ Βαλσαμὼν διερευνᾶ τὴν
περίπτωση, τὶ θὰ μποροῦσε νὰ γίνει, ἐὰν κάποιος εἶχε καταδικασθεῖ ἀπὸ τὸν Ἐφέσου
(Μητροπολίτη τῆς πρωτεύουσας τῆς Διοικήσης τῆς Ἀσίας) 150, ἀπὸ τὸν
Θεσσαλονίκης (Μητροπολίτη τῆς πρωτεύουσας τῆς Διοίκησης τῆς Μακεδονίας), ἢ ἀπὸ
τὸν ἴδιο τὸν Πατριάρχη τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ διαπραγμάτευση αὐτοῦ τοῦ ἐρωτήματος
αὐτοῦ δίδει τὴν εὐκαιρία στὸ Βαλσαμῶνα νὰ προβεῖ στὶς ἀκόλουθες ἐπισημάνσεις:
• Ἀντικρούει τὴ λανθασμένη ἄποψη ἐκείνων ποὺ θεωρώντας μόνο τὶς ἀποφάσεις
τοῦ Κωνσταντινουπόλεως ὡς ἀνέκκλητες ἐκτιμοῦν, ὅτι γιὰ μιὰ ἀπόφαση τοῦ Ἱεροσολύμων
μποροῦσε νὰ ἀσκηθεῖ Ἔκκλητος στὸν Ἀντιοχείας, ἐνῶ γιὰ μιὰ ἀπόφαση τοῦ Ἀντιοχείας
θὰ μποροῦσε νὰ ἀσκηθεῖ Ἔκκλητος στὸν Ἀλεξανδρείας καὶ οὕτω καθ᾽ ἑξῆς,
λαμβανομένης ὑπ᾽ ὄψιν τῆς ἀνιούσης σειρᾶς Προκαθεδρίας τῶν Πατριαρχικῶν θρόνων.
Ὁ Βαλσαμὼν ἐπισημαίνει, ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ ἀσκηθεῖ Ἔκκλητος γιὰ ἀποφάσεις Ἐπισκόπων
ἢ Μητροπολιτῶν πρὸς ἀνώτερο δικαστήριο, ὄχι ὅμως γιὰ ἀποφάσεις Πατριαρχῶν151.
• Στηρίζει τὴν ἄποψή του αὐτὴ ἀποδεχόμενος τὸ περιεχόμενο τῆς Νεαρᾶς
123.22 τοῦ Ἰουστινιανοῦ, τὸ ὁποῖο καὶ παραθέτει αὐτολεξεῖ152.
• Κάποιοι θεωροῦν, ὅτι κατὰ ἀποφάσεως τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως θὰ
μπροροῦσε νὰ ἀσκηθεῖ Ἔκκλητος στὸ Βασιλέα, ἐπειδὴ ὁ Ἰουστινιανὸς στὴν 3. Νεαρά153
ὁρίζει «εὐθύνεσθαι παρὰ τοῦ βασιλέως τὸν Πατριάρχην εἴπερ χειροτονήσει ὑπὲρ ἀριθμὸν
κληρικόν». Ὁ Βαλσαμὼν ἐκτιμᾶ, ὅτι ἡ περίπτωση «τῶν ὑπεραριθμίων χειροτονιῶν» δὲ
σημαίνει, ὅτι ἡ συγκεκριμένη περίπτωση «εἰσάγει καὶ τῶν κρίσεων τούτου ἀνάκρισιν».
Πρόκειται γιὰ μεμονωμένο περιστατικό.
• Ὁ Βαλσαμώνας προβάλλει τὸ μνημονευθὲν προνόμιο τοῦ θρόνου τῆς
Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἐπισημαίνει, ὅτι «τὸ δὲ δικαστήριον τούτου ἀλογοπράγητον
ἔσται διὰ τὴν τοῦ θρόνου ὑπεροχήν».
• Ἀφοῦ μὲ σαφήνεια ξεκαθάρισε τὴ σχέση τοῦ δικαστηρίου τοῦ
Κωνσταντινουπόλεως μὲ αὐτὸ τοῦ Βασιλέως ἔρχεται νὰ ἐξετάσει τὴ δυνατότητα Ἐκκλήτου
πρὸς τὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως γιὰ τὶς ἀποφάσεις τῶν Πατριαρχικῶν θρόνων:
Ἐκτιμᾶ, ὅτι οἱ ἀρνούμενοι μιὰ τέτοια δυνατότητα μὲ βάση τὴ Νεαρὰ 123.22
χρησιμοποιοῦν «γλῶσσαν σκολιὰν καὶ ἀτίθασσον» . Θεωροῦν «τὸ μὴ ἐθέλειν τὴν
νεαρὰν τὴν εἰς δύο δικαστήρια ζητηθεῖσαν ὑπόθεσιν καὶ εἰς τρίτον κατάγεσθαι» 154.
Ὁ Βαλσαμὼν ἀπορρίπτει τὴν ἄποψη αὐτή, δεδομένου, ὅτι στοὺς Κανόνες παρέχεται ἡ
δυνατότητα ἀσκήσεως Ἐκκλήτου δύο φορές, σύμφωνα μὲ τοὺς Κανόνες τῆς Σαρδικῆς στὸν
Ἐπίσκοπο Ρώμης. Ἐπισημαίνει, ὅτι ἡ β´ Οἰκουμενικὴ ἔδωσε στὸν Κωνσταντινουπόλεως
χωρίς περιορισμό τὰ ἴδια προνόμια μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης155. Κατὰ
συνέπεια ἔχει καὶ ὁ Κωνσταντινουπόλεως τὸ δικαίωμα νὰ κρίνει ἀποφάσεις τῶν ἄλλων
πατριαρχικῶν θρόνων, ὅταν οἱ ἐνδιαφερόμενοι ἀπευθύνονται πρὸς αὐτόν. Ἡ θέση
τοῦ Βαλσαμώνα εἶναι ξεκάθαρη. Δὲν ἀγνοεῖ τὸ περιεχόμενο τῆς Ν. 123.22. Γνωρίζει
ὅμως νὰ τὸ ἐντάσσει μέσα στὸ ὅλο πλαίσιο τῆς κανονικῆς δικαιοταξίας, τὴν ὁποία
θεωρεῖ σφαιρικὰ καὶ ὄχι ἀπομονωμένα, ὅπως πράττουν οἱ συγγραφεῖς τῆς ὑποσημειώσεως
στὸ Πηδάλιο. Μὲ αὐτὰ τὰ δεδομένα δὲν ἀπορεῖ κανείς, γιατὶ καὶ ὁ Ματθαῖος
Βλάσταρης περιέχει στὸ ἔργο του τὴν Ν. 123.22, ἐνῶ μὲ παρρησία διακηρύττει τὸ
προνόμιο τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως νὰ ἀποδέχεται Ἐκκλήτους.
Μὲ δεδομένες τὶς «νομοτεχνικὲς» ἀδυναμίες καὶ κατὰ συνέπεια ἑρμηνευτικὲς
δυσκολίες ποὺ δημιουργεῖ ἡ Ν. 123.22, γιὰ τὸ ποιὸς εἶναι ὁ Πατριάρχης τῆς
Διοικήσεως, γιὰ τὴ δυνατότητα ἀσκήσεως Ἐκκλήτου στὸ θρόνο τῆς
Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τὶς Ἐπαρχίες τοῦ Ἰλλυρικοῦ, γιὰ τὴν ἀντίθεση μὲ τὴ
δυνατότητα Ἐκκλήτου καὶ μάλιστα δύο φορές ἀπὸ τὶς πολιτικὲς διατάξεις, γιὰ τὴν ἀντίθεση
μὲ τοὺς Ἱ. Κανόνες ποὺ προβλέπουν τὴ δυνατότητα ἀσκήσεως Ἐκκλήτου καὶ πάλι δύο
φορὲς ἀνάμεσα στὴν πρωτόδικη ἀπόφαση, γιὰ τὴν ἀντίθεση μὲ τοὺς Ἱ. Κανόνες ποὺ
δίνουν στὴν Κωνσταντινούπολη τὰ προνόμια τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης, καθίσταται
προφανές, ὅτι ἡ συγκεκριμένη Νεαρὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποτελεῖ ἑρμηνεία τοῦ 9.
Κανόνα τῆς Χαλκηδόνας. Γιὰ νὰ ἐπαναλάβουμε τοὺς μνημονευθέντες λόγους τοῦ
Ζωναρᾶ156 καὶ ἡ Νεαρὰ 123.22 «ἄλλως νοεῖσθαι τοὺς κανόνας δίδωσι,
καθὼς καὶ παρὰ τοῦ βασιλέως ἐκείνου ἐνοήθησαν», σὲ κάθε περίπτωση διαφορετικὰ ἀπὸ
τὸν τρόπο πού κατενόησε ἡ Ἐκκλησία τὸν 9. κανόνα τῆς Χαλκηδόνας. Ἀντίθετα
ἡ συγκεκριμένη Νεαρὰ ὀφείλει νὰ θεωρηθεῖ στὸ γενικὸ καὶ συνολικὸ πλαίσιο τῆς
πολιτικῆς καὶ βυζαντινῆς δικαιοταξίας τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰουστιανοῦ. Ἐνῶ ἡ νομοθεσία
τοῦ Ἰουστινιανοῦ ἰσχυροποιεῖ καὶ ἐπιβεβαιώνει τὴ λειτουργία Πατριαρχικῶν
Συνόδων στοὺς ἄλλους πατριαρχικοὺς θρόνους καὶ κατ᾽ ἀναλογία τῆς Ἐπαρχιακῆς
Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, μιὰ γενικὴ θεώρηση τῶν ἀποφάσεών τους στὸ
πλαίσιο τῆς ὅλης δικαιοταξίας νόμων καὶ κανόνων δὲν καταργεῖ τὴ δυνατότητα ἀσκήσεως
Ἐκκλήτου στὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Αὐτὸ θὰ ἀποδειχθεῖ καὶ ἀπὸ τὶς ἄλλες
πολιτικὲς διατάξεις ποὺ ἐπικαλοῦνται οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως, ἀπὸ τὰ ἑρμηνευτικὰ
σχόλια τοῦ Βαλσαμώνα, ἀπὸ τὸ γεγονός, ὅτι ὁ Ματθαῖος Βλάσταρης, ὅπως ἤδη ἔχει ἐπισημανθῆ,
δὲν εἶχει δυσκολία νὰ τὴ συμπεριλάβει στὸ Σύνταγμα κατὰ Στοιχεῖον καὶ οὕτως ἢ
ἄλλως ἀπὸ τὴν ἀδιάψευστη κανονικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
• Ἡ δεύτερη πολιτικὴ διάταξη ποὺ προσάγουν οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως
εἶναι ὁ α´ τίτλος (δὲν παρέχουν ἄλλα στοιχεῖα) ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Λέοντα τοῦ
Σοφοῦ ποὺ ὀνομάζεται Νομικὴ Ἐπιτομὴ καὶ λέγει, ὅτι «τὸ τοῦ Πατριάρχου
κριτήριον ἐκκλήτῳ οὐχ ὑπόκειται, οὐδὲ ἀναψηλαφᾶται ἀπὸ ἄλλον, ὡς ἀρχὴ ὂν τῶν ἐκκλησιαστικῶν
ἐξ αὐτοῦ γὰρ πάντα τὰ κριτήρια καὶ εἰς αὐτὸ ἀναλύει» .
Πρόκειται γιὰ διάταξη ποὺ εὑρίσκεται στὸ Συνοδικὸ τοῦ G. Beveregius157,
εὑρίσκεται ἐπίσης στὴν Ecloga Basilicorum158, εἶναι γνωστὴ στὸ
Ματθαῖο Βλάσταρη159 καὶ στὴν Patrologia Graeca ὡς ἔργο τῶν αὐτοκρατόρων
Λέοντα καὶ Κωνσταντίνου160. Ἀπὸ τὸ Συνοδικὸ τοῦ G. Beveregius ἤ
τό Ματθαῖο Βλάσταρη, εἶναι πολὺ πιθανὸ οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως νὰ ἄντλησαν
τὴ συγκεκριμένη διάταξη. Τὸ σημαντικὸ εἶναι, ὅτι ἡ συγκεκριμένη διάταξη
προέρχεται ἀπὸ τὸ νομοθετικὸ ἔργο τῆς δυναστείας τῶν Μακεδόνων ποὺ θὰ πρέπει νὰ
ὀνομάζεται ὀρθότερα Εἰσαγωγὴ καὶ ὄχι Ἐπαναγωγή. Στὴν ἔρευνα161
ἐκτιμᾶται, ὅτι τὸ ἔργο συνετάχθη εἴτε μεταξὺ 880 καὶ 883, εἴτε στὰ τελευταῖα ἢ
τὸ τελευταῖο ἔτος (886) τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορα Βασιλείου Α´ (886). Ἐπανεκδοθὲν
τὸ ἔργο ἀπὸ τοὺς Ἰω. καὶ Παν. Ζέπο στὸ Jus Graecoromanum ἀπὸ τὴν ἔκδοση τοῦ
K.E. Zachariae von Lingenthal, ἡ συγκεκριμένη διάταξη162 εὑρίσκεται
στὸν τίτλο 11.6 καὶ ὄχι στὸν 1. τίτλο, ὅπως ἀναγράφεται στὸ Πηδάλιο. Ἴσως γιὰ
λόγους συντομίας ἡ διάταξη δὲν ἐγράφη ὁλόκληρη. Μετὰ τό «ἀναλύει» τὸ
κείμενο συνεχίζεται ὡς ἑξῆς (ἀναφερόμενο στὸ πατριαρχικὸ δικαστήριο): «καὶ ἀναστρέφεται,
αὐτὸ δὲ οὔτε ἔκ τινος οὔτε πρὸς ἕτερον· τοιοῦτον γὰρ ἡ ἀρχή. ἐπανακρίνεται δὲ
πνευματικῶς καὶ αὐτὸ ὑφ᾽ ἑαυτοῦ».
Ἡ προσαγωγὴ αὐτῆς τῆς συγκεκριμένης διατάξεως ἀπὸ τοὺς συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως
εἶναι ἀτυχής, γιατὶ αὐτὴ καταδεικνύει τὸ ἀπολύτως ἀντίθετο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ θὰ ἤθελαν
νὰ καταδείξουν.
Συγκεκριμένα:
• Ἡ διάταξη ποὺ προσάγουν ἀκολουθεῖ τὴ διάταξη163 (τίτλ.
11.5) γιὰ τό «βασιλικὸν καὶ αὐτοκρατορικὸν κριτήριον» , τὸ ὁποῖο καὶ αὐτό
«ἐκκλήτῳ οὐχ ὑπόκειται... ἀλλ᾽ ὑφ᾽ ἑαυτοῦ ἀεὶ ἐπανακρίνεται».
• Ἀκολουθεῖ ἡ διάταξη γιά «τὸ πατριάρχου κριτήριον», τὸ ὁποῖο καὶ αὐτό «ἐκκλήτῳ
οὐχ ὑπόκειται». Ἡ διάταξη κάνει λόγο γιὰ τὸ κριτήριο τοῦ (ἑνός) Πατριάρχου καὶ
ὄχι γιὰ τὰ κριτήρια τῶν πατριαρχικῶν γενικῶς. Ἐννοεῖ ἀποκλειστικὰ τὸ θρόνο τῆς
Κωνσταντινουπόλεως.
• Τὸ κριτήριο αὐτὸ τοῦ Πατριάρχου εἶναι ἡ ἀρχὴ ὅλων τῶν ἐκκλησιαστικῶν
κριτηρίων. Γι᾽ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ λόγο ὅλα τὰ ἄλλα ἐκκλησιαστικὰ δικαστήρια ἔχουν
τὴν ἀναφορά τους σ᾽ αὐτό, εἶναι αὐτὸ ποὺ μπορεῖ νὰ ἐξετάζει καὶ νὰ κρίνει τὶς
ἀποφάσεις τῶν ἄλλων κριτηρίων, ἐνῶ τὸ ἴδιο δὲν ἐπανακρίνεται ἀπὸ κανένα, παρὰ
μόνο ἀπὸ τὸν ἑαυτό του.
• Στὸν τρίτο τίτλο τοῦ ἔργου τῆς Εἰσαγωγῆς (Ἐπαναγωγῆς) γίνεται λόγος
περὶ τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, (ἐνῶ στὸν προηγούμενο δεύτερο τίτλο
γίνεται λόγος γιὰ τὸν Βασιλέα). Γιὰ τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως μεταξὺ ἄλλων
ἀναγράφεται, ὅτι «ἐστὶν εἰκὼν ζῶσα Χριστοῦ καὶ ἔμψυχος» καὶ λίγο πιὸ κάτω, ὅτι
«τὰ παρὰ τῶν παλαιῶν κανονισθέντα καὶ παρὰ τῶν ἁγίων πατέρων ὁρισθέντα καὶ παρὰ
τῶν ἁγίων συνόδων ἐκτεθέντα τὸν πατριάρχην μόνον δεῖ ἑρμηνεύειν». Στὸ 9. καὶ 10
Κεφάλαιο τοῦ αὐτοῦ τρίτου τίτλου ἀναγράφεται μὲ σαφήνεια, ὅτι ὁ θρόνος τῆς
Κωνσταντινουπόλεως ἐπιλύει διαφορὲς ποὺ προκύπτουν στοὺς ἄλλους πατριαρχικοὺς
θρόνους164.
Ἐξ ὅλων τῶν ἀνωτέρω εἶναι προφανές, ὅτι ἡ διάταξη τῆς Εἰσαγωγῆς-Ἐπαναγωγῆς 11.
6 ἀναφέρεται ἀποκλειστικὰ στὸ κριτήριο τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως,
τὸ ὁποῖο εἶναι ἀνώτερο ἀπὸ τὰ δικαστήρια τῶν ἄλλων πατριαρχικῶν θρόνων, τῶν ὁποίων
οἱ ἀποφάσεις μποροῦν μὲ Ἔκκλητο νὰ κριθοῦν ἀπὸ αὐτό. Μόνο οἱ ἀποφάσεις τοῦ
θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶναι ἀνέκκλητες. Οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως
-προφανῶς καλῇ τῇ πίστει- παρανόησαν τὴ φράση τῆς Εἰσαγωγῆς: «Τὸ τοῦ
πατριάρχου κριτήριον ἐκκλήτῳ οὐχ ὑπόκειται» καὶ θεώρησαν, ὅτι ἐδῶ ἐννοοῦνται τὰ
κριτήρια ὅλων τῶν πατριαρχικῶν θρόνων.
Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ὁ Ματθαῖος Βλάσταρης, ὅταν στὸ στοιχεῖο Δ´
συμπεριλαμβάνει τὴ συγκεκριμένη διάταξη μᾶς παραπέμπει165 στὸ 8.
Κεφάλαιο τοῦ Π. Στοιχείου, ὅπου γίνεται λόγος γιὰ τὸν Πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὴν ὑπερόρια (δικαστική) δικαιοδοσία του.
• Οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως, ἀφοῦ ἐμνημόνευσαν τὴ διάταξη τῆς Εἰσαγωγῆς (Ἐπαναγωγῆς)
ἐπιστρέφουν πάλι στὴ νομοθεσία τοῦ Ἰουστινιανοῦ προσάγοντας διάταξη ἀπὸ
τὸ «ἔργο» του Συναγωγὴ Ἐκκλησιαστική, βιβλ. γ´, κεφ. β´ ποὺ λέγει, ὅτι «ὁ ἁρμόδιος
Πατριάρχης ἐξετάζει τὴν ψῆφον, μὴ δεδιὼς ἔκκλητον». Ἡ διάταξη αὐτὴ ἀνευρίσκεται
στὴ Bibliotheca166 τῶν Voellus G. - Justellus H., ἀνευρίσκεται στὴν
Collectio tripartita167, ἡ ὁποία ἀνατυπώνεται ὡς «Συναγωγὴ τῶν
εἰρημένων ἐν τῷ κώδικι καῖ τοῖς διγέστοις καὶ νεαραῖς διατάξεσι περὶ Ἐπισκόπων
καὶ κληρικῶν καὶ μοναχῶν καὶ πραγμάτων εὐαγῶν, ἔτι δὲ καὶ Ἰουδαίων καὶ αἱρετικῶν»
στὴν Patrologia Graeca168 καὶ ἀνευρίσκεται καὶ στὸ Σύνταγμα
τοῦ Ἀθανασίου169. Τὸ πλῆρες κείμενο τῆς διατάξεως ἔχει ὡς ἑξῆς:
«Ἐπίσκοποι τινας κατ᾽ ἀλλήλων κινούντων αἰτίας παρὰ τῷ ἰδίῳ δικαλέσθωσαν
μητροπολίτῃ, συνακροωμένων τῆς συνόδου. Θατέρου δὲ μὴ στοιχοῦντος τῇ τούτων
κρίσει, ὁ ἁρμόδιος πατριάρχης ἐξετάσει τὴν ψῆφον, μὴ δεδιὼς ἔκκλητον» .
Ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση ὅλης τῆς διατάξεως προκύπτει, ὅτι οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως
ποὺ τὴν προσάγουν, ἀλλὰ καὶ ἡ ἴδια ἡ διάταξη δὲν εἶναι μιὰ νέα διαφορετικὴ
διάταξη, ἀλλὰ μιὰ συντετμημένη ἐπανάληψη τῆς Νεαρᾶς 123.22 τοῦ Ἰουστινιανοῦ, τὴν
ὁποία ἔχει ὡς βάση. Αὐτὸ καταδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὸ γεγονός, ὅτι προβλέπει τὴ
ρύθμιση περὶ συγκροτήσεως πρωτοβαθμίου γιὰ Ἐπισκόπους δικαστηρίου ἀποτελούμενο ἀπὸ
τὸ Μητροπολίτη καὶ δύο ἄλλους Ἐπισκόπους. Κατὰ συνέπεια γιὰ τὴ συγκεκριμένη
διάταξη τῆς Collectio Tripartita ἰσχύουν ὅλα ὅσα ἐγράφησαν γιὰ τὴ Ν. 123.22, ἡ ὁποία,
ὅπως ἀνωτέρω ἐγράφη καὶ γιὰ τοὺς προαναφερθέντες λόγους δὲν κωλύει τὴν ἄσκηση Ἐκκλήτου
στὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Στὴ συνάφεια αὐτὴ ἀξίζει νὰ ἀναφερθεῖ, ὅτι ἡ Collectio Tripartita, ἐπαναλαμβάνει
τὴ διάταξη γιὰ τὴ δυνατότητα Ἐκκλήτου ἀπὸ ὅλες τὶς Ἐπαρχίες τοῦ Ἰλλυρικοῦ
(Διάταξη τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ, συμπεριλαμβανομένη στὸν Κώδικα τοῦ Ἰουστινιανοῦ)
καὶ μάλιστα δύο φορὲς ὑπὸ τὴν ἑξῆς διατύπωση:
• «Τὰς ἀναφυομένας ἀμφισβητήσεις ἐν ὅλῳ τῷ Ἰλλυρικῷ οὐ δεῖ τέμνεσθαι παρὰ
γνώμην τοῦ ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, ἥτις ἔχει τὰ προνόμια τῆς ἀρχαίας
Ρώμης» 170.
Παρομοίως πιὸ κάτω:
• «Βιβ. ά, τίτ β´, διάτ. στ´, ἧς ἡ ἀρχή, Omni. Καὶ ἐν τῷ Ἰλλυρικῷ οἱ
παλαιοὶ κανόνες τῶν Ἐκκλησιῶν κρατείτωσαν· ὥστε ἡνίκα τι ἐκκλησιαστικὸν ἀνακύψει,
τέμνεσθαι γνώμῃ τοῦ ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, συνόδου γινομένης» 171.
Εἶναι προφανές, ὅτι οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως στὸ Πηδάλιο, προσάγοντας τὴ
συγκεκριμένη διάταξη ποὺ συνιστᾶ σύντμημη τῆς Νεαρᾶς 123.22 τοῦ Ἰουστινιανοῦ δὲν
προσθέτουν ἀπολύτως τίποτα στὴ νομική τους ἐπιχειρηματολογία.
• Περισσότερο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν Ἱστορία τοῦ Δικαίου παρουσιάζουν ἡ
νομικὴ διάταξη τοῦ βιβλ. α’, τίτλ. δ´ ἐκ τοῦ ἐργου τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Διαταγῆς
(τὸν συντάκτη τοῦ ὁποίου δὲν ἀναφέρουν οἱ συγγραφεῖς τῆς ὑποσημειώσεως): «οὐκ ἐκκαλοῦνται
αἱ τῶν Πατριαρχῶν ψῆφοι». Ἀπὸ τὸ βιβλ. ά, τίτλ. δ´, κεφ. κθ´ (ἐδῶ οἱ συγγραφεῖς
τῆς ὑποσημειώσεως παραπέμπουν ἀκριβέστερα) προέρχεται καὶ ἡ ἑπόμενη πολιτειακὴ
διάταξη ποὺ ἐπικαλοῦνται. Σύμφωνα μὲ τὴ διάταξη αὐτή, ἔχει νομοθετηθεῖ ἀπὸ
προγενέστερους Βασιλεῖς νὰ μὴν ἀσκεῖται Ἔκκλητος κατὰ τῶν ἀποφάσεων τῶν
Πατριαρχῶν. Οἱ Βασιλεῖς δὲ θὰ θέσπιζαν μιὰ τέτοια διάταξη, ἡ ὁποία θὰ εὑρίσκετο
σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν 9. καὶ 17. κανόνα, γιατὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ οἱ νόμοι αὐτοὶ
θὰ ἦταν ἄκυροι. Αὐτὰ εἶναι τὰ ἐπιχειρήματα τῶν συντακτῶν τῆς ὑποσημειώσεως.
Τὸ βέβαιο εἶναι, ὅτι δὲν ὑπάρχει ἔργο τοῦ Ἰουστινιανοῦ μὲ τὴν ἐπιγραφὴ Ἐκκλησιαστικὴ
Διαταγή, ὅπως δὲν ὑπάρχει καὶ ἔργο τοῦ Ἰουστινιανοῦ μὲ τίτλο Ἐκκλησιαστικὴ
Συναγωγή. Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι ἀλλοῦ θὰ πρέπει νὰ ἀναζητηθεῖ ἡ νομικὴ βάση τῶν
διατάξεων αὐτῶν. Τὸ βέβαια εἶναι ἐπίσης, ὅτι οἱ διατάξεις αὐτὲς ὑπάρχουν σὲ ἰδιωτικὲς
συλλογὲς νόμων, ὅπως ἡ προαναφερθεῖσα Collectio Tripartita (ποὺ ἀνατυπώνεται, ὅπως
ἐπεσημάνθη στὴν Patrologia Graeca172) καὶ ἡ Bibliotheca τῶν G.
Voellus-H. Justellus173, στὰ ὁποῖα εἶχαν πρόσβαση οἱ συντάκτες τῆς
ὑποσημειώσεως. Οἱ διατάξεις αὐτὲς περιέχονται καὶ στὸ Νομοκάνονα τοῦ Ἱ. Φωτίου174.
Ἡ πρωτογενὴς νομικὴ πηγὴ αὐτῶν τῶν διατάξεων δὲν εἶναι οἱ ἰδιωτικὲς συλλογὲς
νόμων, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Κώδικας τοῦ Ἰουστινιανοῦ, πρὶν ἤδη ἀπὸ τὴ σύνταξη
τῆς Ν. 123.22 τοῦ ἰδίου αὐτοκράτορα. Σύμφωνα μὲ τὸν Ἰουστινιάνειο κώδικα (Ι.
4.29) ἡ κατηγορία κατὰ κληρικοῦ ἐκδικάζεται ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπό του κατ᾽ ἀρχήν. Στὴ
συνέχεια, «εἰ δὲ ὡς εἰκὸς οὐδὲ τὰ κατ᾽ ἐκείνου αὐτὸν ἀρέσκοι, τηνικαῦτα πρὸς τὴν
εὐαγῆ σύνοδον τὴν τῆς χώρας ἄγειν αὐτὸν δικασόμενον, τριῶν ἅμα τῷ μητροπολίτῃ
συνιόντων θεοφιλεστάτων ἐπισκόπων τῶν κατὰ τὴν τάξιν τῆς χειροτονίας
πρωτευόντων καὶ τὴν δίκην ἐν τάξει τῆς ὅλου συνόδου κατεξεταζόντων. Καὶ εἰ μὲν
στερχθείη τὰ κεκριμένα τῶν πραγμάτων ἀπηλλάχθαι. Εἰ δὲ οἰηθείη βεβλάφθαι,
τηνικαῦτα ἐπικαλεῖσθαι τὸν μακαριώτατον πατριάρχην τῆς διοικήσεως ἐκείνης
καὶ τοῖς παρ᾽ αὐτοῦ κρινομένοις πάντως ἐμμένειν, ὡσανεὶ ἔτυχεν ἐξ ἀρχῆς αὐτὸς ᾑρημένος
δικαστής. Κατὰ γὰρ τῶν δὴ τῶν τοιούτων ἐπισκοπικῶν ἀποφάσεων οὐκ εἶναι χώραν
ἐκκλήτῳ τοῖς πρὸ ἡμῶν νενομοθέτηται. Τοῦ αὐτοῦ τούτου φυλαττομένου καὶ εἴπερ
ἐπίσκοπος ὁ μεμθεὶς εἴη εἴτε παρὰ τινος τῶν καλουμένων λαϊκῶν εἴτε παρὰ τινος τῶν
θεοφιλεστάτων κληρικῶν, εἴτε παρ᾽ ἑτέρους τινος θεοφιλοῦς ἐπισκόπου» 175.
Σὲ αὐτὲς τὶς διατάξεις τοῦ Κώδικα ποὺ ἀπετέλεσαν τὴ μήτρα τῶν διατάξεων τῶν
μεταγενεστέρων συλλογῶν μπορεῖ νὰ παρατηρήσει κανεὶς τὰ ἑξῆς:
Τὸ κείμενο τοῦ Κώδικα εἰσάγει μιὰ ἄνιση δικονομικὴ μεταχείρηση μεταξὺ
Πρεσβυτέρων ἢ Διακόνων ἀφ᾽ ἑνὸς καὶ ἐπισκόπων ἢ Μητροπολιτῶν ἀφ᾽ ἑτέρου. Οἱ πρῶτοι
ἐκρίνοντο πρωτοδίκως ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπό τους, ἡ ἀπόφαση τοῦ ὁποίου μὲ Ἔκκλητο
μποροῦσε νὰ κριθεῖ ἐκ νέου ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη καὶ τρεῖς ἄλλους Ἐπισκόπους τῆς
«χώρας», δηλ. τῆς ἐπαρχίας καὶ ὄχι ἀπὸ ὅλη τὴν ἐπαρχιακὴ Σύνοδο, κατὰ τὶς ἐπιταγὲς
τοῦ Κανόνων. Ἡ ἀπόφαση τῆς οὕτω συγκροτηθείσης Μητροπολιτικῆς Συνόδου, θὰ
μποροῦσε μὲ Ἔκκλητο νὰ κριθεῖ γιὰ τρίτη φορὰ ἀπὸ τὸν Πατριάρχη τῆς Διοικήσεως. Ἐὰν
ὁ κατηγορούμενος ἦταν Ἐπίσκοπος, τότε, παρότι στὸ κείμενο δὲν καταγράφεται
ρητά, θὰ ἐκρίνετο ἀπὸ Σύνοδο ὑπὸ τὸν Μητροπολίτη, ἐναντίον τῆς ἀποφάσεως τοῦ ὁποίου
θὰ μποροῦσε νὰ ἀσκηθεῖ Ἔκκλητος στὸν Πατριάρχη τῆς Διοικήσεως.
Εἶναι προφανὲς ἐκ τῶν ἀνωτέρω, ὅτι οἱ Ἐπίσκοποι σύμφωνα μὲ τὴν παραπάνω
διάταξη, εἶχαν δυσμενέστερη δικονικὴ μεταχείρηση ἀπὸ τοὺς Πρεσβυτέρους καὶ τοὺς
Διακόνους, διότι, ἐνῶ οἱ τελευταῖοι εἶχαν τὸ δικαίωμα νὰ ἀσκήσουν δύο φορὲς Ἔκκλητο
μετὰ τὴν πρωτόδικη ἀπόφαση, οἱ Ἐπίσκοποι εἶχαν τὸ δικαίωμα νὰ ἀσκήσουν Ἔκκλητο
μόνο μία φορά. Ἀποτελεῖ ἀδυναμία τῆς διατάξεως τὸ γεγονός, ὅτι δὲν ἀναφέρεται
καθόλου στὴν περίπτωση κατὰ τὴν ὁποία κατηγορούμενος γιὰ ἐκκλησιαστικὸ ἀδίκημα ἦταν
Μητροπολίτης. Περὶ αὐτοῦ σιωπᾶ. Μπορεῖ ὅμως κανεὶς βάσιμα νὰ ὑποθέσει, ὅτι ὁ
Μητροπολίτης -κατὰ τὴ λογικὴ τῆς διατάξεως- θὰ ἐκρίνετο πρωτοδίκως καὶ ἀνεκκλήτως
ἀπὸ τὸν Πατριάρχη τῆς Διοικήσεως.
Εἶναι προφανὴς ἡ μειονεκτικὴ δικονομικὴ θέση τῶν Ἐπισκόπων καὶ περισσότερο τῶν
Μητροπολιτῶν ὅλων τῶν πατριαρχικῶν θρόνων καὶ αὐτὴ τὴν ἀδυναμία, αὐτὸ τὸ
νομικὸ καὶ κανονικὸ κενό, ἐκάλυψαν οἱ διατάξεις 9. καὶ 17. τῆς Χαλκηδόνας
παρέχοντας τὴ δυνατότητα ἀσκήσεως Ἐκκλήτου ἐνώπιον τοῦ θρόνου τῆς
Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ ὁποίου καὶ μόνο αὐτοῦ οἱ ἀποφάσεις ἦταν στὴν
πραγματικότητα ἀνέκκλητες.
• Εἶναι σημαντικὸ καὶ ἀξιοσημείωτο, ὅτι οἱ διατάξεις τοῦ Ι. 4.29 τοῦ Ἰουστινιανείου
Κώδικα δὲν συμπεριελήφθησαν στὰ Βασιλικά, στὸ κορυφαῖο νομοθέτημα τῆς
Βυζαντινῆς περιόδου. Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι δὲν συνέχισαν νὰ εἶναι σὲ ἰσχὺ στὴν
πολιτικὴ νομοθεσία καὶ θέτει ἀκόμα περισσότερο ἔντονο τό ἐρώτημα, κατὰ
πόσον οἱ διατάξεις τῆς Ν. 123.22 ποὺ ἔχουν ἀνάλογο περιεχόμενο εἶχαν στὴν
πραγματικότητα ἐφαρμογή, δεδομένων μάλιστα τῶν ἀδυναμιῶν ποὺ παρουσίαζε ὡς νομοθέτημα
καὶ ἐξετέθησαν ἀνωτέρω.
Τὸ γεγονός, ὅτι ἡ διάταξη Ι. 4.29 τοῦ Κώδικα δὲν συμπεριελήφθη στὰ Βασιλικὰ
μαρτυρεῖται καὶ ἀπὸ τὸ Βαλσαμῶνα σὲ σχόλιά του στὸ Νομοκάνονα τοῦ Ἱ.
Φωτίου:
α´ σχόλιο: «Τὸ πλάτος δὲ τῆς κθ´ διατ. ἥτις οὐ κεῖται εἰς τὰ βασιλικά, οὕτως
ἔχει. Κατὰ γὰρ τῶν τοιούτων ἐπισκοπικῶν ἀποφάσεων οὐκ εἶναι χώραν ἐκκλήτου τοῖς
πρὸ ἡμῶν νενομοθέτηται» 176.
β´ σχόλιο: «Ἡ η´ διάτ. τοῦ δ´ τίτ. τοῦ α´ βιβλίου οὐ κεῖται εἰς τὰ
βασιλικά, οὐδὲ ἡ κθ´ διάτ. τοῦ αὐτοῦ τίτ.» 177.
Κατὰ συνέπεια ἡ συγκεκριμένη ρύθμιση τοῦ κώδικα, παρότι ἀνάγεται στοὺς πρὸ τοῦ Ἰουστινιανοῦ
βασιλεῖς καὶ χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τοὺς συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως γιὰ τὴν
δημιουργία ἐντυπώσεων, δὲν εἶχε συνέχεια ὡς πρὸς τὴν ἰσχύ της.
Σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν ἄποψη τῶν συντακτῶν τῆς ὑποσημειώσεως, ὅτι οἱ κανόνες ἀπηγόρευαν
στοὺς Βασιλεῖς νὰ θεσπίσουν διὰ νόμων ἢ νὰ πράξουν κάτι ἀντίθετο πρὸς αὐτοὺς εἶναι
-πέραν τῶν ὅσων ἔχουν ἀναφερθεῖ ἀνωτέρω- χαρακτηριστικὴ ἡ περίπτωση τοῦ
καθηγουμένου τῆς μονῆς τοῦ Παντεπόπτου Μελετίου, ὁ ὁποῖος σύμφωνα μὲ τοὺς
κανόνες, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ 15. Κανόνας τῆς Καρθαγένης, ἔφερε τὴν ὑπόθεσίν
του γιὰ κρίση σὲ συνοδικὸ δικαστήριο, ὅμως «μεταγόντος τὴν ὑπόθεσιν εἰς κοσμικὸν
δικαστήριον διὰ προστάξεως βασιλικῆς, ὁ ἁγιώτατος ἐκεῖνος πατριάρχης κὺρ Λουκᾶς
ὑβριοπαθήσας ἐπὶ τῷ γεγονότι, πολλὴν ἔθετο σπουδὴν διορθώσασθαι τὸ γενόμενον. Ἤκουσε
ἀπὸ τῶν πολιτικῶν δικαστῶν, ὡς ἡ βασιλικὴ ἐξουσία πάντα δύναται ποιεῖν» 178.
Μὲ αὐτὴ τὴ μοναρχικὴ ἐξουσία ἐξοπλισμένος ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανός,
δεδομένου ὅτι ὁ αὐτοκράτορας «οὔτε νόμοις οὔτε κανόσιν ὑπόκειται179,
θέσπισε τὴ Νεαρὰ 123.22 ποὺ παρουσίαζε προβλήματα ἐναρμονίσεως τόσο μὲ τὴν
κανονική, ὅσο καὶ τὴν πολιτικὴ νομοθεσία. Ὡς ἐκ τούτου δὲν μποροῦσε νά
καταλύσει τήν κανονική δικαιοταξία, οὔτε μποροῦσε νὰ ἀποτελεῖ ἑρμηνεία τῶν
κανόνων 9. καὶ 17. τῆς Χαλκηδόνας.
• Ἐὰν θεωρηθοῦν ἐν τῷ συνόλῳ τους τὰ νομοθετικὰ κείμενα, τὰ ὁποῖα παρουσιάζουν ὡς
ἐπιχειρήματα οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως, παρατηρεῖται, ὅτι οὐσιαστικὰ οἱ
προσαγόμενες πηγὲς εἶναι οὐσιαστικὰ δύο: Ἡ Νεαρὰ 123.22 τοῦ Ἰουστινιανοῦ καὶ
ἡ σχετικὴ διάταξη ἀπὸ τὴν Εἰσαγωγὴ ἢ Ἐπαναγωγή. Ἐπειδή, ὅπως ἐδείχθη, ἡ διάταξη
τῆς Εἰσαγωγῆς ἢ Ἐπαναγωγῆς ὁμιλεῖ ἀποκλειστικὰ γιὰ τὸ θρόνο τῆς
Κωνσταντινουπόλεως καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο τοῦ ἔργου ἀναγνωρίζεται τὸ δικαίωμα στὸ
θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως νὰ ἀποδέχεται Ἐκκλήτους ἀπὸ ἄλλα Πατριαρχεῖα, οὐσιαστικὰ
ἀπομένει μόνο ἡ Ν. 123.22 ὡς νομικὴ βάση τοῦ ἐπιχειρήματός τους. Βεβαίως οἱ
συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως -καλῇ τῇ πίστει βεβαίως-θεώρησαν, ὅτι ὑπάρχουν
περισσότερα πολιτικὰ νομοθετήματα καὶ ἀναφέρουν τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Συναγωγὴ καὶ
τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Διαταγὴ ὡς ἔργα τοῦ Ἰουστινιανοῦ. Τέτοια ἔργα ὅμως τοῦ Ἰουστινιανοῦ
δὲν ὑπάρχουν. Οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως ἀνέγνωσαν ἢ τὴν Bibliotheca τῶν
G. Voellus-H. Justellus ἢ τὴν Collectio tripartita ἤ τό Νομοκάνονα τοῦ Φωτίου, ὅλα
ἰδιωτικὲς συλλογὲς νόμων καὶ ὄχι νομοθετήματα. Ἔτσι τὸ πρῶτο προσαγόμενο χωρίο
-ὑποτίθεται ἀπὸ τὴν ἀνύπαρκτη Ἐκκλησιαστικὴ Συναγωγὴ τοῦ Ἰουστινιανοῦ- τῆς
Collectio Tripartita ἔχει νομικὴ βάση καὶ πάλι τὴ Ν. 123.22, τὴν ὁποία καὶ ἐν
συνόψει παρουσιάζει. Τὰ ἄλλα δύο χωρία ἀπὸ τὴν ἀνύπαρκτη Ἐκκλησιαστικὴ Διαταγὴ ὡς
ἔργο τοῦ Ἰουστινιανοῦ εἶναι χωρία τῆς Collectio Tripartita ποὺ μὲ ἐλάχιστες
διαφορὲς μὲ τὴ μεταγενέστερη Ν. 123.22 προέρχονται ἀπὸ τὸν Κώδικα τοῦ Ἰουστιανοῦ.
Οἱ συγκεκριμένες ὅμως διατάξεις τοῦ Κώδικα δὲν συμπεριελήφθησαν στὰ Βασιλικά.
(Τὰ Βασιλικὰ συμπεριέλαβαν ἐν γένει τὴ Νεαρὰ 123 καὶ ἦταν φυσικὸ νὰ
συμπεριελήφθη καὶ τὸ κεφάλαιο 22).
Κατὰ συνέπεια ἡ μόνη βασικὴ πρωτογενὴς πηγὴ εἶναι μία καὶ ὄχι 5, ὅπως ἐμφανίζονται
στὴν ὑποσημείωση: Ἡ Νεαρὰ 123.22. Ἀνωτέρω ἐδείχθη ἀρκούντως, γιατὶ ἡ
διάταξη αὐτὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποτελεῖ ἑρμηνεία τῶν Κανόνων 9. καὶ 17. τῆς
Χαλκηδόνας καὶ γιατί ὁ Βαλσαμῶν (καὶ ἡἘκκλησία γενικώτερα) ἀπέρριψε στήν πράξη
τήν ἐφαρμογή τους. Ἀκόμα ὅμως καὶ ἐὰν ἀποτελοῦσε ἑρμηνεία τους, διὰ τῶν ὁποίων
ἀπηγορεύετο ἡ προσφυγὴ στὴν Κωνσταντινούπολη, ἡ ἴδια ἡ κανονικὴ πράξη ἀδιαμφισβήτητα
ὑπερίσχυσε τοῦ Νόμου.
Ἐκτὸς ὅμως τούτου, ἡ Ἰουστινιάνεια νομοθεσία, ἀνακαθαρσεῖσα μὲ τὰ Βασιλικά, ἔπαψε
στὴν ἱστορικὴ πορεία τοῦ βυζαντινοῦ κράτους καὶ τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἔχει οἱαδήποτε
ἰσχύ. Ἤδη πρὸ τῆς καταλύσεως τοῦ βυζαντινοῦ κράτους ἡ Ἐξάβιβλος τοῦ Ἀρμενοπούλου180,
ἕνα ἔργο σημαντικὸ ὡς πρὸς τὸ ἐφαρμοστέο Δίκαιο, παρότι περιέχει πολλὲς
διατάξεις Δημοσίου καὶ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, δὲν κάνει κάποια τέτοια σχετικὴ ἀναφορά.
Ἀντίθετα σὲ σχόλιο στὴν Ἐξάβιβλο δύο φορὲς γίνεται μνεία τῆς διατάξεως τῆς Ἐπαναγωγῆς
περὶ τοῦ βασιλικοῦ καὶ αὐτοκρατορικοῦ κριτηρίου καὶ τοῦ κριτηρίου τοῦ θρόνου τῆς
Κωνσταντινουπόλεως, ἔχοντος τὸ δικαίωμα νὰ ἀποδέχεται Ἐκκλήτους ἀπὸ τὰ ἄλλα
Πατριαρχεῖα. Καὶ αὐτὸ ἔχει ἀσφαλῶς τὴ σημασία του.
7. Ὁ Ἔξαρχος τῆς Διοικήσεως
Οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως μετὰ τὴν παράθεση τῶν ἀνωτέρω πολιτικῶν
διατάξεων θεωροῦντες ἐσφαλμένως, ὅτι ὁ Κωνσταντινουπόλεως μὲ τὴν ἀναγνώριση
τῆς Ἐκκλήτου πρὸς αὐτὸν συνιστᾶ ἐν τῷ προσώπῳ του τὸ μοναρχικὸν τοῦ Ρώμης ἀξίωμα,
παρερμηνεύοντες τὰ ἴσα Πρεσβεῖα τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως μὲ τὸ
θρόνο τῆς Ρώμης ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενό τους, διαβλέποντας τὸν κίνδυνο μάλιστα ὁ
Κωνσταντινουπόλεως νὰ θελήσει ἢ νὰ μπορεῖ νὰ κρίνει τὸν ἴδιο τὸν Πάπα Ρώμης, ἀφοῦ
προσάγουν κανονικὲς διατάξεις ποὺ ἀπαγορεύουν τὴν αὐθαίρετη ἄσκηση ὑπερόριας
δικαιοδοσίας ποὺ στὴ συγκεκριμένη ὅμως περίπτωση τῆς Ἐκκλήτου δὲν μποροῦν νὰ ἔχουν
ἐφαρμογή, ἀφοῦ ἡ δικαστικὴ ἐξουσία τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀσκεῖται
κατόπιν αἰτήματος καὶ δεδομένης τῆς συναινέσεως του ἢ τῶν ἐνδιαφερομένων, ἔχοντας
ἀπορρίψει τόσο τὴν ἑρμηνεία τῶν «ἡμετέρων» Ὀρθοδόξων, ὅσο καὶ αὐτὴ τῶν Παπιστῶν,
ἐπιχειροῦν νὰ δώσουν μέσα σὲ φορτισμένο ἀντιπαπικὸ κλίμα -αὐτὸ ἄλλωστε ὑποδηλοῖ
καὶ ἡ μετὰ θαυμαστικοῦ ἀναφώνιση: «ζῇ λοιπὸν Κύριος ζῇ»- τὴ δική τους ἑρμηνεία
στὸν 9. Κανόνα τῆς Χαλκηδόνας. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἐπιχειρεῖται ἕνα κατ᾽ ἐξοχὴν
κανονικὸ ζήτημα νὰ μεταβληθεῖ σὲ δογματικό, ὡς ἐὰν οἱ Κανόνες τῆς Σαρδικῆς,
οἱ ἐπικυρωθέντες ἀπὸ τὴν Πενθέκτη, νὰ συνιστοῦσαν τὸ μοναρχικὸ ἀξίωμα τὸ Ἐπισκόπου
Ρώμης, ἐπ᾽ αὐτῶν νὰ ἐστηρίζετο τὸ παπικὸ Πρωτεῖο καὶ ὡς ἐὰν ὁ 9. Κανόνας τῆς
Χαλκηδόνας νὰ μετέβαλε τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως σὲ πάπα τῆς Ἀνατολῆς.
Ὅλα αὐτὰ ὑποδηλώνουν, ὅτι ἡ ἀφετηρία τῶν συντακτῶν τῆς ὑποσημειώσεως δὲν ἦταν
στέρρεη, μὲ ἀποτέλεσμα καὶ τὸ συμπέρασμα, στὸ ὁποῖο θέλουν νὰ καταλήξουν
διὰ τῆς λήψεως κατὰ μᾶλλον ἢ ἧττον τοῦ ζητουμένου, νά εἶναι κάτι περισσότερο
ἀπὸ ἐπισφαλές.
Οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως ἐπιχειροῦν νὰ ἑρμηνεύσουν ἀποσπασματικὰ καὶ μόνο
τὴν τελευταία πρόταση τοῦ 9. Κανόνα τῆς Χαλκηδόνας, ὅτι ἡ διαφορὰ ἑνὸς ἐπισκόπου
ἢ κληρικοῦ μὲ τὸ Μητροπολίτη του θὰ ἔπρεπε νὰ κριθεῖ ἀπὸ τὸν Ἔξαρχο τῆς
Διοικήσεως ἢ ἀπὸ τὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως
δὲν ἀσχολοῦνται γιὰ παράδειγμα, ἐὰν ἡ διαφορὰ μὲ ἕνα Ἐπίσκοπο ποὺ κρίθηκε ἀπὸ τὴ
σύνοδο τῆς Ἐπαρχίας ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Μητροπολίτου -κατὰ τὸν κανόνα- θὰ
μποροῦσε νὰ κριθεῖ ἐκ νέου ἀπὸ τὸν Πατριάρχη, στὸν ὁποῖο ἀνῆκε ὁ Μητροπολίτης.
Αὐτὰ καταδεικνύει ἀδυναμία συλλήψεως τοῦ νοήματος τοῦ Κανόνα, ἀκόμα καὶ ὅταν ἡ ἀπάντηση
στὸ ἐρώτημα εἶναι αὐτονόητα θετική. Ἄλλωστε οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως θὰ ἐδυσκολεύοντο
νὰ ἀναγνωρίσουν γιὰ τὸν Ἐπίσκοπο δυνατότητα ἀσκήσεως Ἐκκλήτου στὸν Πατριάρχη,
γιὰ νὰ κριθεῖ ἡ ὑπόθεση σὲ β´ βαθμὸ καὶ ταυτόχρονα νὰ ἀρνηθοῦν μιὰ ἀνάλογη
δυνατότητα στὸ Μητροπολίτη, ὁ ὁποῖος θὰ ἔπρεπε νὰ κριθεῖ σὲ πρῶτο μόνο βαθμὸ ἀπὸ
τὸν Πατριάρχη του ἀνεκκλήτως. Διερευνᾶται κατ᾽ ἀρχὴν ἡ ἔννοια τοῦ Ἐξάρχου τῆς Διοικήσεως:
Οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως μνημονεύουν καὶ ἀποδέχονται κατ᾽ ἀρχὴν τὴν ἑρμηνεία
τοῦ Βαλσαμώνα: Ἔξαρχος τῆς Διοικήσεως δὲν ἦταν ὁ Μητροπολίτης τῆς κάθε ἐπαρχίας.
Ἦταν κατ᾽ ἀρχὴν καὶ ὅταν θεσπίστηκε ὁ κανόνας ὁ τῆς ὅλης διοικήσεως
Μητροπολίτης181. (Ἡ διοίκηση στὴ διοικητικὴ ὀργάνωση τοῦ κράτους ἦταν
πολλὲς ἐπαρχίες μαζί). Τότε ὁ Ἔξαρχος (τῆς ὅλης διοικήσεως) εἶχε ὑπ᾽ αὐτὸν ὑποκειμένους
Μητροπολῖτες, στὸ πλαίσιο τοῦ Ἐξαρχικοῦ συστήματος ποὺ ἀνεπιτυχῶς, ὅπως ἤδη ἔχει
μνημονευθεῖ, προσπάθησε νὰ εἰσάγει ἡ Β´ Οἰκουμενικὴ προφανῶς σὲ ὅλη τὴ
διοικητικὴ ἔκταση τῆς αὐτοκρατορίας. Τὸ προνόμιο τῶν Ἐξάρχων ὑπ᾽ αὐτὴ τήν ἔννοια
μέ τή διαμόρφωση τοῦ Πατριαρχικοῦ συστήματος ἔπαυσε νὰ ὑπάρχει. Ὁ Βαλσαμώνας
παρατηρεῖ, ὅτι καὶ ἂν ἀκόμα μεταγενέστερα κάποιοι ἐκαλοῦντο Ἔξαρχοι ἐκ τῶν
Μητροπολιτῶν, στὴν πραγματικότητα δὲν εἶχαν ὑπ᾽ αὐτοὺς ὑφισταμένους Μητροπολῖτες.
Ἐν τούτοις ὡς Ἔξαρχοι τῆς Διοικήσεως στὸν 9. Κανόνα δὲ θὰ πρέπει νὰ νοηθοῦν
κάποιοι ἄλλοι. Ὁ Κανόνας ἐννοεῖ ὡς Ἐξάρχους τῆς Διοικήσεως αὐτοὺς ποὺ ἐννοεῖ ἡ
Β´ Οἰκουμενική τούς προέδρους τῶν συνόδων τῶν Διοικήσεων που προβλέπει. Στὸν
καιρὸ ὅμως μεταγενέστερα τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς αὐτοὶ δὲν εἶχαν καμιὰ ἐξουσία καὶ
κανένα προνόμιο182, ἀφοῦ οἱ Μητροπολῖτες ὑπήχθησαν (καὶ μέ τόν
28. Κανόνα τῆς Χαλκηδόνας) στήν ἄμεση δικαιοδοσία τοῦ Πατριάρχου.
Στὴν ἑρμηνεία τους οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως ἔχουν ἤδη ἐπισημάνει, ὅτι οἱ Ἔξαρχοι
τῆς Διοικήσεως στόν 6. κανόνα τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς ταυτίζονται μὲ τούς Ἐξάρχους
Διοικήσεως στὸν 9. κανόνα τῆς Χαλκηδόνας, δὲν εἶναι ὅμως οἱ (μετέπειτα)
Πατριάρχες183. Ἡ ἄποψη αὐτὴ δὲν αἰτιολογεῖται. (Σύμφωνα μὲ
τὸν 6. κανόνα δὲν μποροῦσε κανεὶς νὰ περιφρονήσει τὴ σύνοδο τῆς διοικήσεως
«τῶν τῆς ἐπαρχίας πάντων ἐπισκόπων» ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Ἐξάρχου τῆς
Διοικήσεως καὶ νὰ ἀσκήσει Ἔκκλητο στὸ Βασιλέα, σὲ κοσμικοὺς ἄρχοντες, ἀλλὰ καὶ
σὲ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο). Οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως ἐν τούτοις θεωροῦν, ὅτι
οἱ Ἔξαρχοι τῆς Διοικήσεως τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς ταυτίζονται μὲ τὸν Ἔξαρχο τῆς
Διοικήσεως, γιὰ τὸν ὁποῖο κάνει λόγο ὁ 9. Κανόνας τῆς Χαλκηδόνας, ὁ ὁποῖος ὅμως
δὲν ὑπῆρχε μεταγενέστερα τῆς συντάξεως τοῦ κανόνα στὴ Χαλκηδόνα.
Προστρέχοντας τελικὰ καὶ σέ ἄλλη ἑρμηνεία τοῦ Βαλσαμώνα δέχονται, ὅτι Ἔξαρχοι τῆς
Διοικήσεως στὴν ἐποχὴ τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς, «κατὰ τοὺς καιροὺς ἐκείνους» ,
ἦταν Μητροπολῖτες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τὸ δικαίωμα-προνόμιο νὰ φέρουν μεταξύ ἄλλων
διακριτικῶν πολυσταύρια στὸ στῆθος τους. Ὁ Ζωναρᾶς, συμπληρώνοντας αὐτήν τήν ἐκδοχή
στὴν ἑρμηνεία τοῦ Βαλσαμώνα, ἀναφέρει, ὅτι οἱ ἀποδεχόμενοι τὴν ἄποψη τοῦ
τελευταίου, θεωροῦσαν ὡς Ἐξάρχους ἄλλους, τοὺς Μητροπολῖτες Καισαρείας
Καππαδοκίας, ὁ Ἐφέσου, ὁ Θεσσαλονίκης, ὁ Κορίνθου.
Σύμφωνα μὲ σχόλιο τοῦ Ζωναρᾶ, σύμφωνα μὲ ἄλλη ἑρμηνεία στὸν κανόνα 17. (καὶ 9.)
τῆς Χαλκηδόνας, ἡ ὁποιαδήποτε διαφορά (ἐπισκόπων ἢ κληρικοῦ) κατὰ Μητροπολίτου θὰ
ἔπρεπε νὰ κριθεῖ ἀπὸ τὸν Πατριάρχη184 καὶ αὐτὸς νοεῖται ὡς Ἔξαρχος τῆς
Διοικήσεως στοὺς ἀνωτέρω κανόνες. Αὐτὴ τὴν ἐκδοχὴ πού προσάγει ὁ Ζωναρὰς ἀπορρίπτουν
κατηγορηματικὰ οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως.
Ἡ ἄλλη ἑρμηνεία τοῦ Βαλσαμώνα φέρεται μάλλον προσφορώτερη. Σύμφωνα μὲ τὴν ἄλλη ἑρμηνεία
τοῦ Βαλσαμώνα, ὅπως ἤδη ἔχει ἐπεσημανθεῖ, οἱ Ἔξαρχοι Διοικήσεως ἦσαν οἱ
δυνάμενοι νὰ φέρουν πολυσταύρια, ὅπως ὁ ἴδιος γράφει στὴ μελέτη του, «Μελέτη
χάριν τῶν δύο ὀφφικίων, τοῦ τε χαρτοφύλακος καὶ τοῦ πρωτεκδίκου». Ἡ μελέτη αὐτὴ
ἔχει ἐκδοθεῖ στὸ ἔργο του I. Leunclavii, «Juris Graecoromani tam cononici quam
civilis» 185. Τὸ γεγονός, ὅτι οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημείωσης
σημειώνουν στὸ Πηδάλιο τὴ συγκεκριμένη σελίδα 449 ἀπὸ τὸ ἔργο αὐτὸ σημαίνει, ὅτι
εἶχαν καὶ μπροστά τους τὸ ἔργο αὐτό.
Τὸ σημαντικὸ εἶναι, ὅτι οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως θεωροῦν, ὅτι τέτοιοι ὀφικκιάλοι
τῆς Διοικήσεως ἢ ἀμέσως μετὰ ἢ λίγο ἀργότερα ἀπὸ τὴν Δ´ Οἰκουμενικὴ ἔπαψαν καὶ
αὐτοὶ νὰ ὑπάρχουν, γι᾽ αὐτὸ ἄλλωστε δὲν τοὺς ἀναφέρει καὶ ὁ Ἰουστινιανός186
(προφανῶς στὴ Νεαρά 123.22).
Μετὰ τὶς διαπιστώσεις αὐτὲς οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως τελικά προκρίνοντας,
ὅτι ὡς ἔξαρχος Διοικήσεως ὀφείλει νά νοηθεῖ ὁ Μητροπολίτης τῆς πρωτευούσης τῆς
Διοικήσης, καταθέτουν τὴ δική τους ἑρμηνεία στὸ 9. Κανόνα τῆς Χαλκηδόνας: Ὁ Ἐπίσκοπος
ἢ Κληρικὸς ποὺ ἔχει κατηγορία κατὰ Μητροπολίτου, ὀφείλει νὰ ἀπευθυνθεῖ πρὸς
κρίση ἢ στὸν Ἔξαρχο τῆς (πολιτικῆς) Διοικήσεως ἢ στὸ θρόνο τῆς
Κωνσταντινουπόλεως. Ὁ κανόνας ὅμως ἀναφέρεται ἀποκλειστικὰ στὶς διοικήσεις τοῦ
Κωνσταντινουπόλεως (δηλ. Ἀσίας, Πόντου καὶ Θράκης) καὶ ὁρίζει -κατὰ τοὺς
συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως- ὅτι ἡ κατηγορία καθ᾽ ἑνὸς τῶν Μητροπολιτῶν τῶν
Διοικήσεων αὐτῶν, θὰ ἔπρεπε νὰ κριθεῖ εἴτε ἀπὸ τὸν Ἔξαρχο αὐτῶν τῶν διοικήσεων
εἴτε ἀπὸ τὸν ἁρμόδιο Πατριάρχη, δηλ. τὸν Κωνσταντινουπόλεως. Οἱ Ἔξαρχοι αὐτῶν
τῶν διοικήσεων ἢ ὁ Κωνσταντινουπόλεως δὲν μποροῦσαν νὰ κρίνουν κατηγορίες κατὰ
Μητροπολιτῶν ἄλλων διοικήσεων ποὺ ἀνῆκαν σὲ ἄλλους πατριαρχικοὺς θρόνους.
Γιὰ τοὺς ἄλλους Μητροπολῖτες ἐκτὸς τῶν τριῶν ἀνωτέρω διοικήσεων ἁρμόδιος νὰ
κρίνει προφανῶς θὰ ἦταν ὁ Ἔξαρχος τῆς διοικήσεως στὴν ὁποία ἀνῆκαν, δηλ. «ἡ τῶν
Μητροπολιτῶν μιᾶς διοικήσεως συνέλευσις μετὰ τοῦ πρωτεύοντος καὶ Ἐξάρχου αὐτῶν»
(ὅπως οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως σὲ ἄλλη ὑποσημείωση στὸν στ´ Κανόνα τῆς Β´
Οἰκουμενικῆς ἐπισημαίνουν). Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Ἔξαρχος τῆς διοικήσεως μετὰ τῆς
συνόδου του ἔπαψε νὰ ὑπάρχει («ἠπράκτησεν τώρα), ὑπεκατεστάθη στίς ἄλλες
Διοικήσεις ἐκτός τῶν τριῶν ἀπὸ τὴν οἰκεία πατριαρχικὴ Σύνοδο: «... ἡ
σύνοδος ἑκάστου Πατριάρχου κρίνει πάσας τὰς ἐκκλησιαστικὰς ὑποθέσεις τῶν
Μητροπολιτῶν τῆς ὑποκειμένης αὐτῷ διοικήσεως, ὡσὰν ὁποῦ μείζων ἐγένετο τῆς
Συνόδου τῆς Διοικήσεως, ἀφ᾽ οὗ οἱ Πατριάρχαι ἔλαβον τελείαν τὴν ἐξουσίαν τοῦ
χειροτονεῖν τοὺς οἰκείους Μητροπολίτας ἐν τῇ δ´ Συνόδῳ ἣν περ πρότερον οὐκ εἶχον...»
187.
Ἀπὸ τὸ συσχετισμὸ τῶν δύο ὑποσημειώσεων στὸ Πηδάλιο, τὸν 6. τῆς β´ καὶ στὸν 9.
τῆς δ᾽ Οἰκουμενικῆς προκύπτουν ἐρωτήματα:
• Μέχρι νὰ «ὑποκατασταθεῖ» ὁ Ἔξαρχος τῆς Διοικήσεως μὲ τὴ σύνοδό του ἀπὸ
τὴν πατριαρχικὴ σύνοδο, πῶς κωλύεται ἡ Ἔκκλητος στὸ θρόνο τῆς
Κωνσταντινουπόλεως τὴν ὁποία παρέχει ρητὰ ὡς διαζευκτικὴ εὐχέρεια ὁ 9. Κανόνας
τῆς Χαλκηδόνας;
• Ὅταν ὁ Ἔξαρχος τῆς Διοικήσεως καὶ ἡ σύνοδός του ὑπεκατεστάθη ἀπὸ τὴν
πατριαρχικὴ Σύνοδο, πῶς μπορεῖ καὶ πάλι νὰ ἀποκλείεται ἡ διαζευκτικὴ εὐχέρεια
τῆς Ἐκκλήτου στὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, γιὰ τὴν ὁποία κάνει λόγο ρητὰ
ὁ 9. Κανόνας τῆς Χαλκηδόνας;
Τελικά: Οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως θεωροῦν, ὅτι κατὰ τή θέσπιση τοῦ κανόνα στή
Χαλκηδόνα οἱ Μητροπολῖτες τῆς δικαιοδοσίας τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως
εἶχαν τὴν εὐχέρεια νὰ δικασθοῦν «ἢ εἰς Ἔξαρχον τῆς Διοικήσεως, εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκονται,
ἢ εἰς τὸ Κωνσταντινουπόλεως ὡς εἰς ἴδιον Πατριάρχην». Οἱ Μητροπολῖτες ὅμως
τῶν ἄλλων Πατριαρχείων, παρότι καὶ αὐτοί ἀνῆκαν σέ κάποια ἀπὸ τίς ἄλλες
Διοικήσεις τῆς Αὐτοκρατορίας, ἐκρίνοντο μόνο ἀπὸ τὸν Πατριάρχη τους
καὶ τὴν περὶ αὐτὸν σύνοδο, χωρὶς τὴ δυνατότητα προσφυγῆς στὸ θρόνο τῆς
Κωνσταντινουπόλεως. Πρόκειται γιὰ μιὰ ἑρμηνεία ἐνάντια ὄχι μόνο στὸ πνεῦμα
τοῦ 9. Κανόνα τῆς Χαλκηδόνας, ἀλλὰ καὶ κατ᾽ εὐθεῖαν ἐνάντια στὸ γράμμα τοῦ
κανόνα. Καταργεῖται αὐθαίρετα ἡ δεύτερη διαζευκτική εὐχέρεια πού προσφέρει ὁ
κανόνας, δηλ. ἡ προσφυγή στό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Στὸ ἀδιέξοδο τῆς παραδόξου ἀνισότητας μεταξὺ τῶν Μητροπολιτῶν τῆς Ἐκκλησίας ποὺ
καθιερώνει ἡ ἑρμηνεία τους οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως ἐπικαλοῦνται τὸ ἀνέκκλητο
τῶν πατριαρχικῶν ἀποφάσεων ἀναζητώντας βακτηρία σὲ δύο σχόλια τοῦ Ζωναρᾶ,
ξεχνώντας βεβαίως τὶς Ἰουστινιάνειες διατάξεις ποὺ ἀνέφεραν προηγουμένως! Αὐτὸ
ἀσφαλῶς δὲν συμβαίνει τυχαῖα. Τί ἐσήμαιναν γιὰ τὴν ἐποχὴ τῶν συντακτῶν τῆς ὑποσημειώσεως
οἱ διατάξεις τοῦ Ἰουστινιανοῦ; (Τὶ σημαίνει γιὰ μᾶς σήμερα ἡ Ἰουστινιάνεια
νομοθεσία;). Ἀπολύτως δὲ σημαίνουν κάτι. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ στὸ καταληκτήριο ἐπιχείρημά
τους οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως ἀγνοοῦν τὴν πολιτικὴ νομοθεσία καὶ
θεωροῦν, ὅτι τοὺς προσφέρονται πρὸς ἀπόδειξη τῆς θέσης τους δύο σχόλια ἀπὸ τὰ
Ζωναρᾶ.
8. Ἡ ἀλλοίωση τῶν σχολίων τοῦ Ζωναρᾶ
• Τὸ πρῶτο σχόλιο τοῦ Ζωναρᾶ προέρχεται ἀπὸ τὸ σχόλιό του στὸν 17.
Κανόνα τῆς Χαλκηδόνας188. Ἐκεῖ ὁ βυζαντινὸς σχολιαστὴς λέγει, ὅτι
ὁ Κωνσταντινουπόλεως δὲν μπορεῖ νὰ θεωρεῖται a priori δικαστὴς ὅλων τῶν
Μητροπολιτῶν καὶ τῶν ἄλλων Πατριαρχείων, ἀλλὰ μόνο τῶν ὑποκειμένων σ᾽ αὐτόν, γιατὶ
τοὺς ἄλλους Μητροπολῖτες τῶν ἄλλων Πατριαρχείων δὲν εἶναι δυνατόν «ἄκοντας ἑλκύσει
δικάσασθαι παρ᾽ αὐτῷ» . Ὁ Ζωναρᾶς ἐπισημαίνει ἐδῶ τὸ αὐτονόητο, ὅτι δηλ. ὁ
Κωνσταντινουπόλεως δὲν μπορεῖ αὐθαίρετα καὶ βίαια νὰ ἀσκήσει ὑπερόρια δικαστικὴ
ἐξουσία. Ἡ Ἔκκλητος ὅμως προϋποθέτει τὴ βούληση καὶ τὴ συναίνεση τοῦ ἐκκαλοῦντος
νὰ κριθεῖ ἀπὸ τὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τὸ ἀνωτέρω ἀπόσπασμα τοῦ Ζωναρᾶ
σημαίνει αὐτονόητα, ὅτι ὁ ἐκκαλῶν, ἐὰν τὸ ἐπιθυμεῖ μπορεῖ νὰ κριθεῖ καὶ ἀπὸ τὸ
θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὁ Ζωναρᾶς ἐξ ἄλλου εἶναι ὁ βυζαντινὸς
σχολιαστής, ὁ ὁποῖος ἀναγνωρίζει στὴν Κωνσταντινούπολη ἴσα ἐξαιρετικὰ
προνόμια μὲ τὴ Ρώμη189. Τὸ προνόμιο τῆς Ρώμης ἦταν νὰ ἀποδέχεται Ἐκκλήτους.
Τὸ ἴδιο προνόμιο ἀναγνωρίζει καὶ στὸν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
• Ἐντυπωσιακὴ εἶναι ἡ παρερμηνεία τοῦ σχολίου τοῦ Ζωναρᾶ στὸν 5. κανόνα
τῆς Σαρδικῆς. Ἡ ἀπόδοση τοῦ σχολίου ἀπὸ τοὺς συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως ὑποδηλώνει
ὄχι ἁπλᾶ παρερμηνεία, ἀλλὰ ἀλλοίωση τοῦ περιεχομένου του. Οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως
ἀποδίδουν190 στὸ Ζωναρᾶ τὰ ἑξῆς: «μόνον τῶν ὑποκειμένων τῷ
Κωνσταντινουπόλεως ἔχει ὁ Κωνσταντινουπόλεως τὰς Ἐκκλήτους, ὥσπερ καὶ μόνον τῶν
ὑποκειμένων τῷ Ρώμης ἔχει ὁ Ρώμης τὰς Ἐκκλήτους». Ὁ Ζωναρᾶς ὅμως στὸ σχόλιό
του λέγει191 κάτι τὸ διαφορετικὸ σχολιάζοντας τὸ συγκεκριμένο κανόνα: «Ἐκ
τούτου τοῦ κανόνος οἱ τῆς πρεσβυτέροις Ρώμης ἀρχιερεῖς αὐχοῦσιν ἐνδόσθαι αὐτοῖς
τὰς Ἐκκλήτους πάσας τῶν ἐπισκόπων πρὸς αὐτοὺς ἀναφέρεσθαι, τῆς πρώτης οἰκουμενικῆς
συνόδου τῆς ἐν Νικαίᾳ τοῦτον εἶναι τὸν κανόνα ψευδῶς λέγοντες· ὅπερ κατὰ τὴν
Καρθαγένην ἁθροισθείσῃ συνόδῳ προτεθέν, ἠλέγχθη μὴ ἀληθεύειν, ὡς ἡ πρὸ τῶν
κανόνων τῆς αὐτῆς συνόδου γραφὴ παριστᾶ. Οὔτε οὖν τῆς ἐν Νικαίᾳ συνόδου ἐστὶν ὁ
κανών, οὔτε πάσας τὰς ἐκκλήτους τῶν ἐπισκόπων ἀνατίθησιν αὐτῷ. Ὑπέκειντο δὲ
τότε τῇ Ρωμαίων Ἐκκλησίᾳ, αἱ δυτικαὶ πᾶσαι σχεδὸν Ἐκκλησίαι, αἱ Μακεδονικαὶ
δηλαδή, αἱ Θετταλικαί, αἱ τοῦ Ἰλλυρικοῦ, αἱ τῆς Ἑλλάδος, καὶ τῆς τοῦ Πέλοπος καὶ
αἱ τῆς λεγομένης Ἠπείρου, αἵτινες ὕστερον τῷ Κωνσταντινουπόλεως ὑπετέθησαν, ὡς
ἐκείνῳ λοιπὸν καὶ τὰς ἐκκλήτους αὐτῶν ἀνήκειν» .
Μὲ ἁπλὴ ἀνάγνωση τοῦ σχολίου διαπιστώνεται, ὅτι ἄλλα ἐπισημαίνει ὁ Ζωναρᾶς
καὶ ἄλλα ἐξ ὀνόματός του καταγράφουν οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως στὸ
Πηδάλιο. Ὁ Ζωναρᾶς περιορίζει γιὰ τὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης τὴ δυνατότητα ἀποδοχῆς
Ἐκκλήτου μὲ βάση τὴ Σύνοδο τῆς Καρθαγένης, ἀφοῦ ὁ Κανόνας τῆς Σαρδικῆς δὲν ἦταν
κανόνας τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς, ὅπως ψευδῶς διετείνοντο οἱ τῆς Ρώμης Ἀρχιερεῖς. Ὁ
Ζωναρᾶς γνωρίζοντας ἐπίσης τὴν προσπάθεια τῆς Ἀνατολῆς γιὰ τὸν περιορισμὸ τοῦ
δικαιώματος τοῦ Ρώμης νὰ δέχεται Ἐκκλήτους μόνο ἀπὸ τὶς ἐπαρχίες τῆς Δύσης
-κάτι ποὺ συμφωνήθηκε ἐξ ἄλλου, ὅπως ἤδη ἔχει ἐπισημανθῆ στὴν ἐπὶ Ἱ. Φωτίου
Σύνοδο τῶν ἐτῶν 879/80- ἐπισημαίνει, ὅτι ὁ Ρώμης τελικὰ ἐδέχετο Ἐκκλήτους μόνο ἀπὸ
ἐπαρχίες τῆς Δύσεως ὑποκείμενες σ᾽ αὐτόν. Δὲν κάνει λόγο γιὰ τὴν Ἀνατολή, δὲν
κάνει λόγο γιὰ τὸ Ἔκκλητο ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ στὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως
καὶ κυρίως δὲν λέγει, ὅτι ὁ Κωνσταντινουπόλεως εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ ἀποδέχεται Ἐκκλήτους
μόνο ἀπὸ τὶς ὑποκείμενες σ᾽ αὐτὸν ἐπαρχίες. Ἀντίθετα, γιὰ νὰ ἐξυψώσει τὸ κῦρος
τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐπισημαίνει, ὅτι ἐπαρχίες τοῦ Ἀνατολικοῦ Ἰλλυρικοῦ
ὑπήχθησαν (ἀπὸ τὸ Λέοντα Γ´ τὸν Ἴσαυρο) ἀπὸ τὴ Ρώμη στὴν Κωνσταντινούπολη. Αὐτὸ
αὐτονόητα ἐσήμαινε -ἐπιλύοντας ἀμφιβολίες τοῦ παρελθόντος- ὅτι οἱ Ἔκκλητοι ἀπὸ
τὶς ἐπαρχίες αὐτὲς θὰ ἔπρεπε νὰ κρίνωνται ἀπὸ τὸν Κωνσταντινουπόλεως, «ὡς ἐκείνῳ
λοιπὸν καὶ τὰς ἐκκλήτους αὐτῶν ἀνήκειν». Πουθενὰ οὔτε ἀναφέρεται οὔτε ὑπονοεῖται,
ὅτι ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως δὲν εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ ἀποδέχεται Ἐκκλήτους
ἀπὸ τοὺς ἄλλους πατριαρχικοὺς θρόνους τῆς Ἀνατολῆς.
Μετὰ τὴν παντελῆ παρερμηνεία τῶν δύο ἀνωτέρω διατάξεων τοῦ Ζωναρᾶ οἱ συντάκτες
τῆς ὑποσημειώσεως δίνουν στήν πράξη -παρὰ τὰ ἀντιθέτως ἀπὸ αὐτούς γραφόμενα- μιὰ
εὐρύτερη ἑρμηνεία, γιὰ τὸ ποιὸς ἦταν ὁ Ἔξαρχος τῆς διοικήσεως, ἀπὸ αὐτὴ ποὺ ἔδωσαν
στὴν ὑποσημείωσή τους στὸν 6. Κανόνα τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς. Στὴν ὑποσημείωση τοῦ
6. Κανόνα τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Ἔξαρχος διοικήσεως ἦταν ὁ Μητροπολίτης τῆς
πρωτευούσης τῆς Διοικήσεως, ὁ Προεδρεύων τῆς συνελεύσεως τῶν Μητροπολιτῶν τῆς
Διοικήσεως. Ἐὰν οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως ἔδιναν πράγματι αὐτὴν τὴν ἑρμηνεία
γιά ὅλες τις Διοικήσεις τῆς Αὐτοκρατορίας στὸν 9. Κανόνα τῆς Χαλκηδόνα (ἀνεξάρτητα
ἀπὸ τὴν κατ’ αὐτούς ὑποκατάσταση τῆς συνόδου τῆς διοικήσεως ἀπὸ τὴν πατριαρχικὴ
Σύνοδο), θὰ παρέμενε πάντα γιὰ τοὺς Μητροπολῖτες τῶν ἄλλων Πατριαρχείων ὡς
δευτέρα διαζευτικὴ εὐχέρεια ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Μὲ τὴ δευτέρα ὑποσημείωση
ἡ ἔννοια τοῦ Ἐξάρχου τῆς διοικήσεως οὐσιαστικά διερεύνεται: Ἐδῶ Ἔξαρχος τῆς
διοικήσεως μποροῦσε κατ᾽ ἀρχὴν νὰ εἶναι τόσο ὁ πρόεδρος τῆς συνόδου τῶν
Μητροπολιτῶν μιᾶς Διοικήσεως, ἀλλὰ δὲν ἦταν, γιατὶ ἡ σύνοδος αὐτή «ἠπράκτησεν»
καὶ καταργήθηκε, ὅσο καὶ οἱ ἔχοντες τὸ προνόμιο νὰ φέρουν πολυσταύρια Μητροπολῖτες,
ἕνα προνόμιο, τὸ ὁποῖο ἐπίσης καταργήθηκε. Ἀλλά καὶ μέ αὐτὴ τὴν ἑρμηνεία ἔμενε
μόνο ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὡς δυνατότητα ἀσκήσεως ἐκκλήτου σύμφωνα μὲ
τὸν 9. Κανόνα τῆς Χαλκηδόνας. Οἱ συντάκτες ὅμως τῆς ὑποσημειώσεως, χωρὶς νὰ
μποροῦν νὰ ἐξηγήσουν γιὰ ποιὸ λόγο ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως δὲν μποροῦσε
νὰ εἶναι ἁρμόδιος γιὰ κρίση ὅλων τῶν Μητροπολιτῶν, ἀκόμη καὶ αὐτῶν ποὺ δὲν ὑπήγοντο
στὴ δικαιοδοσία του παρερμηνεύοντας καὶ ἀλλοιώνοντας τὰ γραφόμενα καὶ τὸ νόημα
τῶν γραφομένων ἀπὸ τὸ Ζωναρᾶ μέ μιά ἐντυπωσιακή καὶ παράλογη ἀσυνέπεια στή
σκέψη τους, αὐθαίρετα ἀποφαίνονται, ὅτι «ὁ Κωνσταντινουπόλεως ἐστι κριτὴς
πρῶτος καὶ μόνος καὶ ἔσχατος τῶν ὑποκειμένων αὐτῷ Μητροπολιτῶν, οὐ μὴν δὲ καὶ τῶν
ὑποκειμένων τοῖς λοιποῖς Πατριάρχαις».
Οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως μᾶς καλοῦν νὰ ἀποδεχθοῦμε, ὅτι οἱ Πατέρες τῆς
Χαλκηδόνας, προερχόμενοι καὶ ἀπὸ τοὺς 5 διὰ Πρεσβείων τιμηθέντες θρόνους (Ρώμη,
Κωνσταντινούπολη, Ἀλεξάνδρεια, Ἀντιόχεια, Ἱεροσόλυμα) καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς
Κύπρου, θέσπισαν ἕνα κανόνα ποὺ ἀφοροῦσε μόνο τὸ θρόνο τῆς
Κωνσταντινουπόλεως καὶ ὄχι τοὺς ὑπολοίπους. Μὲ ποιὸν ἄλλον κανόνα οἱασδήποτε
Συνόδου συνέβη αὐτό; Σύμφωνα μὲ ποιὰ ἑρμηνευτικὴ ἀρχὴ τόσο τοῦ Δικαίου, ὅσο καὶ
τῆς λογικῆς, ὅταν ὁ νόμος εἶναι γενικὸς καὶ δὲν κάνει διαφοροποιήσεις καὶ
διακρίσεις, ἐπιτρέπεται οἱ ἑρμηνευτὲς αὐθαίρετα καὶ κατὰ τὸ δοκοῦν νὰ προβαίνει
σέ τέτοιες διακρίσεις; Μιὰ τέτοια ἑρμηνεία δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἀποδεκτή, ὅταν
μάλιστα στηρίζεται σὲ παρερμηνεία σχολίων Κανονολόγων, ἐκτὸς δὲ τούτου ἀντιβαίνει
στὴν ἑρμηνεία ποὺ ἔδωσε ἡ Ἐκκλησία στὸ συγκεκριμένο κανόνα.
9. Ἡ ἑρμηνεία τοῦ 9. κανόνα τῆς Χαλκηδόνας ἀπὸ τήν Ἐκκλησία
•Ἡ αὐθεντικὴ ἑρμηνεία τοῦ 9. καὶ 17. κανόνα στὴν Χαλκηδόνα δὲν μπορεῖ
νὰ εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ αὐτὴ ποὺ παρέχει ἡ διαχρονικὴ ἐκκλησιαστικὴ κανονικὴ
πρακτική. Ἀσφαλῶς γιὰ τὴν κατανόηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς πράξεως εἶναι ἀναγκαῖο
τὸ νὰ ληφθοῦν ὑπ᾽ ὄψιν διαφορετικὲς παράμετροι ποὺ ὁδηγοῦν στὴν κατανόηση τῆς
πράξεως αὐτῆς. Ἤτοι:
•Ἡ διαμόρφωση στὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τῆς Ἐνδημούσης Συνόδου,
στὴν ὁποία ἀδιαμφισβήτητα συμμετεῖχαν καὶ ἀρχιερεῖς ἀπὸ τὶς ἄλλες διοικήσεις τῆς
αὐτοκρατορίας, ὅπως ἡ Ἀνατολικὴ καὶ ἡ διοίκηση τῆς Αἰγύπτου. Στὴ διαμόρφωση τῆς
ὑπεροχικῆς θέσεως τῆς Ἐνδημούσης Συνόδου δὲν μπορεῖ νὰ ἀγνοηθεῖ τὸ γεγονός, ὅτι
ἡ Κωνσταντινούπολη ἦταν ἡ πρωτεύουσα καὶ τὸ κέντρο τῆς αὐτοκρατορίας, πρᾶγμα ποὺ
συνέτεινε στὴν περαιτέρω ἀκτινοβολία τοῦ θρόνου, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἀποδοθέντα σ᾽ αὐτὴν
Πρεσβεῖα μὲ τὸν 3. Κανόνα τῆς β´ Οἰκουμενικῆς. Τὴ διαμορφωθεῖσα ἀπὸ τὸ 394 ἐθιμικὴ
πρακτική, ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως νὰ ἐπιλύει ὑπερόριες ἐκκλησιαστικὲς ὑποθέσεις,
δὲν ἐπιβεβαιώνουν μόνο οἱ προαναφερθέντες λόγοι τοῦ Κωνσταντινουπόλεως Ἀνατολίου
μαζὶ μὲ τὴν πολλαπλῆ μαρτυρία καὶ ἄλλων πηγῶν ἀπὸ τὴν πράξη, ἀλλὰ καὶ ἡ
μαρτυρία τοῦ Ἀνωνύμου192 στὸ Σιναϊτικὸ Κώδικα 482: «Ὅτι δὲ οὐδὲ ὑπὸ
τοῦ Πάπα Ρώμης ἠδύνατο ἀνακρίνεσθαι ἡ τοῦ Κωνσταντινουπόλεως κρίσις, ὅτε ἦσαν ὁμόφρονες
καὶ ὁμόδοξοι, φησὶ κανὼν α´ τῆς ἐπικυρωσάσης συνόδου τὴν Οἰκουμενικὴν ζ´
σύνοδον193.«Ὥρισεν ἡ ἁγία σύνοδος» καὶ τὰ ἑξῆς. Τοσοῦτον οὐκ ἐκκλητεύεται
ἡ τοῦ Κωνσταντινουπόλεως ψῆφος, παρ᾽ ὅσον καὶ τοὺς τῶν ἄλλων πατριαρχῶν μητροπολίτας
δύναται κρίνειν ὡσαύτως καὶ τοὺς κληρικούς, ὥσπερ ἀπὸ τοῦ θ´ κανόνος τῆς δ´
συνόδου παρίσταται».
Τὴ δύναμη τοῦ ἐθίμου καὶ τῆς ἐθιμικῆς πρακτικῆς γιὰ ὑπερόριες χειροτονίες καὶ τὴ
σημασία τῆς Ἐνδημούσης Συνόδου καταδεικνύει καὶ ἡ σθεναρὴ τοποθέτηση τοῦ ἐκ
Κωνσταντινουπόλεως πρεσβυτέρου Φιλίππου194 κατὰ τὴ διάρκεια τῆς
Συνόδου τῆς Χαλκηδόνας, ὁ ὁποῖος ἀνάγεται στὸν Ἱ. Χρυσόστομο καὶ στὴν ἐπὶ τῆς αὐτοῦ
ἀρχιερατείας περὶ τὸ 400 συγκληθεῖσα σύνοδο μὲ τὴ συμμετοχὴ τοῦ Ἐφέσου Ἀντωνίου.
Κατὰ τὴ διάρκεια αὐτῆς τῆς Συνόδου ὑπεβλήθη λίβελλος κατὰ τοῦ Ἀντωνίου, ὅτι
τελοῦσε σιμωνιακὲς χειροτονίες. Ὁ Ἱ. Χρυσόστομος μετέβη τελικὰ στὴν Ἔφεσο,
συγκρότησε σύνοδο ἀπὸ 70 Ἐπισκόπους καὶ καθαίρεσε, ὅσους ἐπισκόπους εἶχαν
χειροτονηθεῖ ἀπὸ τὸν Ἀντωνῖνο σιμωνιακά. Ἡ ἀναγωγὴ στὸν Ἱ. Χρυσόστομο γίνεται ἐξ
ἀφορμῆς ἔριδας τῶν Ἐφέσσου Βασσιανοῦ καὶ Στεφάνου γιὰ τὸ θρόνο τῆς Ἐφέσου. Τὸ ἐρώτημα
ἦταν, ἐὰν ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο θὰ ἔπρεπε νὰ ἀναγνωρισθεῖ ὡς Ἐφέσου. Ἐὰν ἔπρεπε νὰ ἐκλεγεῖ
κάποιος τρίτος, τὸ ἐρώτημα ἦταν, ἐὰν ἡ χειροτονία θὰ μποροῦσε νὰ γίνει στὴν
Κωνσταντινούπολη. Στὴν ἀξίωση τῶν ἀσιανῶν ἐπισκόπων «οἱ κανόνες κρατείτωσαν», οἱ
κληρικοὶ τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀντέταξαν «τὰ τῶν ἁγίων Πατέρων τῶν ρν´
κρατείτω· τὰ προνόμια Κωνσταντινουπόλεως μή ἀπόληται» 195, ἀναγόμενοι
στὸν 3. Κανόνα τῆς β´ Οἰκουμενικῆς. Ἡ θέση τῶν κληρικῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως
εἶχε ὡς ὑπόβαθρο τὰ ἐξαιρετικὰ πρεσβεῖα τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως,
δυνάμει τῶν ὁποίων τοῦ ἐδίδετο ἡ ἐξουσία νὰ χειροτονεῖ καὶ νὰ κρίνει ἐπισκόπους,
ἀσκώντας καὶ ὑπερορίως μιὰ τέτοια ἐξουσία. Τελικὰ ἡ μεταγενέστερη ἀποδοχὴ τοῦ
28. Κανόνα θὰ δώσει τυπικὰ καὶ ἐπίσημα τὴ λύση καὶ στὸ ζήτημα αὐτό.
Ἡ προϊοῦσα ὑπεροχὴ αὐθεντία τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐμφανίζεται σὲ μιὰ
σειρὰ ἀπὸ πράξεις καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνας, ὅπως τοῦ
Κωνσταντινουπόλεως Ἀττικοῦ196 (406-425), τοῦ Κωνσταντινουπόλεως
Σισιννίου197 (426-427) καὶ Κωνσταντινουπόλεως Πρόκλου198
(434-446). Λίαν χαρακτηριστικὲς οἱ πράξεις τοῦ τελευταίου: Μὲ ἐπιστολή του στὸ
Δόμνο Ἀντιοχείας κρίνει ὡς κανονικὴ τὴν ἐκλογὴ τοῦ Ἀλεξάνδρου ὡς ἐπισκόπου Ἀνταράδου,
ἐνῶ μὲ ἄλλη ἐπιστολή του στὸ Δόμνο ἀντιοχείας στὸ ὄνομα «τῆς ἐν σώματι τῶν ἐπισκόπων
ὀφειλομένης φιλαλληλίας» ἐμπλέκεται στὴν ὑπόθεση τοῦ ἐκβληθέντος τῆς ἐπισκοπῆς
του Πέρρης Ἀθανασίου. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ ἐπισήμανση199 τοῦ
Πρόκλου: «μὴ τοίνυν νομίσῃ σου ἡ θεοσέβεια ὡς ἐφ᾽ ὕβρει τοῦ θρόνου τῆς μεγίστης
Ἀντιοχέων πόλεως κατέλαβε τὰ τῇδε ὁ μνημονευθεὶς θεοφιλέστατος ἐπίσκοπος...
μὴ γένοιτο· ἀλλὰ δυσωπῶν αἰδεσιμωτέραν γενέσθαι τὴν ἐπ᾽ αὐτῷ μεσιτείαν». Προφανῶς
ἡ σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως μὴ ἔχοντας τὴν ἀπόδειξη τῶν πραγματικῶν
περιστατικῶν τῶν ἐπικληθέντων ἀπὸ τὸν Ἀθανάσιο ἐζήτησε ἀπὸ τὸ Δόμνο Ἀντιοχείας
τὴν ἐξέταση τῆς ὑπόθεσης. (Ὁ Δόμνος συνεκάλεσε τὸ 445 Σύνοδο τῆς Ἀνατολικῆς
διοικήσεως· ἐν τούτοις ἡ ὑπόθεση συνεζητήθη καὶ στὴ Χαλκηδόνα200,
ἡ ὁποία δὲν κατέληξε σὲ ἀπόφαση, ἀλλὰ προέκρινε τὴν ἐκ νέου ἐξέταση τῆς ὑπόθεσης
ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια. Ἡ ὁριστικὴ κατάληξη τῆς ὑπόθεσης παραμένει ἄγνωστη). Ὁ
Κωνσταντινουπόλεως Πρόκλος ἐπιδοκιμάζει περαιτέρω τὴν ἐκλογὴ τοῦ Εἰρηναίου ὡς ἐπισκόπου
Τύρου, στηρίζει τὴν κανονικότητα τῆς ἐκλογῆς τοῦ Μητροπολίτη Ἐφέσου Βασσιανοῦ,
χειροτονεῖ τὸν Καλλίνικο ὡς ἐπίσκοπο Γάγγρας, πράξη ποὺ ἀνακοινώνει μὲ ἐπιστολή
του στὸν Εὐσέβιο Ἀγκύρας. Πῶς ὅμως ἔγιναν καὶ πῶς δικαιολογοῦνται ὅλα αὐτά,
τὴν ἐποχὴ μάλιστα ποὺ ἡ δικαιοδοσία τοῦ Κωνσταντινουπόλεως δὲν ἐξετείνετο ἔξω ἀπὸ
τὰ ὅρια τῆς Κωνσταντινουπόλεως;
Ἡ ἐξουσία τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως διὰ τῆς ἐν αὐτῇ συνεδριαζούσης Ἐνδημούσης
Συνόδου νὰ ἀσκεῖ ὑπερόρια δικαστικὴ ἐξουσία, ὅταν τῆς ἐζητεῖτο, φτάνει ὥς τοὺς
τελευταίους αἰῶνες τῆς αὐτοκρατορίας, ὅπως μαρτυρεῖ -μεταξὺ πολλῶν ἄλλων
μαρτυριῶν- ἡ ἀκύρωση τῆς καθαιρέσεως τοῦ ἐπισκόπου Ἀμαθοῦντος Ἰωάννη ἀπὸ τὸν ἀρχιεπίσκοπο
Κύπρου ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Λουκᾶ Χρυσοβεργῆ201
(1157-1170) καὶ μεταγενέστερα ἡ καθαίρεση τῶν Πατριαρχῶν Ἱεροσολύμων Ἰωακεὶμ καὶ
Ἀντιοχείας Μιχαὴλ Δ´ Περκούση ἀπὸ τὸν Κωνσταντινουπόλεως Συμεών202
(1482-1486).
Παράλληλα ὁ Κωνσταντινουπόλεως Κάλλιστος Α´ σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν ἀριχεπίσκοπο
Τυρνόβου203 (1355) ἐπισημαίνει: «... ὁ τῆς Κωνσταντινουπόλεως
θρόνος καὶ τὰς τῶν ἄλλων πατριαρχικῶν κρίσεις Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων
καὶ ἐπανακρίνει καὶ διευθετεῖ καὶ ἐπιψηφίζεται καὶ τὸ κῦρος δίδωσιν, ὡς οἱ
θεῖοι κανόνες διαγορεύουσιν...». Ὁ ἴδιος Πατριάρχης γράφοντας204 ἕνα
χρόνο ἀργότερα στὸν Πατριάρχη Ἀντιοχείας (1356) ἐπισημαίνει: «... ὁ τῆς
Κωνσταντινουπόλεως θρόνος, ὅτε δὴ οἰκουμενικὸς ὤν, προνόμιον ἔκπαλαι
κέκτηται παρὰ τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων εἰς τὰς ἑκατασταχοῦ τῆς οἰκουμένης Ἐκκλησίας,
τὰ παρεμπίπτοντα ἐν αὐταῖς ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα διερευνᾶν καὶ ἐξετάζειν».
Τὸ γεγονός, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἤδη κατὰ τὴ βυζαντινὴ περίοδο, ἑρμήνευσε καὶ ἐφήρμοσε
διαφορετικὰ τοὺς σχετικοὺς κανόνες τῆς Χαλκηδόνας ἀπὸ ὅ,τι οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεις
στὸ Πηδάλιο, καταδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὴν ἐπιστολή205 τοῦ
Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Νείλου (1382) πρὸς τὸ Μητροπολίτη
Θεσσαλονίκης: «καὶ εἰ βούλει μαθεῖν τοῦ πατριάρχου προνόμιον, ἀπὸ τῶν ἱερῶν
κανόνων τῆς ἁγίας καὶ οἰκουμενικῆς δ´ συνόδου τοῦτο μαθήσει, τοῦ ἐνάτου τε
φημὶ καὶ τοῦ ἑπτακαιδεκάτου, ἵνα μὴ μακρὸν ἀποτείνωμεν λόγον... ». Ἡ
κανονικὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὴν μετὰ τὴν πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐποχή
-ὅπως καταδεικνύεται ἀπὸ τὴ μνημονευθεῖσα Συνοδικὴ Ἐπιστολὴ τῶν 4 Πατριαρχῶν τῆς
Ἀνατολῆς- δὲν ὑπῆρξε διαφορετική.
Μιὰ ἀκόμα μεταγενέστερη μαρτυρία γιὰ τὴν ὑπεροχὴ τοῦ θρόνου τῆς
Κωνσταντινουπόλεως προσφέρει καὶ ἡ Βακτηρία Ἀρχιερέων206 (1645):
«Ὁ δὲ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἔχει ἄδειαν...καὶ εἰς τοὺς ἄλλους θρόνους τῶν
πατριαρχείων, εἴ τι ἀμφιβολίαν ἔχουσι νὰ ἐπιτηρῇ καὶ νὰ ἀποφασίζῃ εἰς τὰς
κρίσεις τῶν θρόνων τῶν ἄλλων...».
• Οἱ κανόνες 9. καὶ 17. τῆς Χαλκηδόνας δὲν μποροῦν νὰ ἑρμηνευθοῦν ἔξω ἀπὸ
τὴν ὑφισταμένη διοικητικὴ ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Τὸ
Μητροπολιτικὸ σύστημα διοικήσεως καθιερωθὲν ἀπὸ τὸν 5. κανόνα τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς
(325) κατεβλήθη προσπάθεια ἀπὸ τὸν 6. κανόνα τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς νὰ διευρυνθεῖ
σὲ Ἐξαρχικὸ ἐπὶ τῇ βάσει τῆς εὑρυτέρας διοικητικῆς διαιρέσεως τῆς αὐτοκρατορίας
σὲ διοικήσεις, κάτι ποὺ δὲν ἦταν δυνατὸ, ὅπως ἤδη ἐπεσημάνθη, σὲ ὅλες τὶς
διοικήσεις τῆς αὐτοκρατορίας λόγω κυρίως τῆς ἀντιστάσεως τῶν κατὰ τόπους
Μητροπολιτῶν. Ἡ Δ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος θὰ ὑπερβεῖ ὁποιαδήποτε ἀντίσταση καὶ θὰ
καθιερώσει μὲ τὴν ἀναγνώριση συγκεκριμένης ἐδαφικῆς δικαιοδοσίας σὲ 3 θρόνους
ποὺ εἶχαν τιμηθεῖ μὲ Πρεσβεῖα (Κωνσταντινούπολη, Ἀντιόχεια καὶ Ἱεροσόλυμα,
δεδομένου, ὅτι ἠ μὲν δικαιοδοσία τοῦ Ἀλεξανδρείας εἶχε καθορισθεῖ ἀπὸ τὴν Α´ Οἰκουμενική,
ἐνῶ ἡ προοδευτικὴ δικαιοδοτικὴ ἐπέκταση τοῦ Ρώμης στὴν Ἰταλία καὶ ἀργότερα σὲ
περιοχὲς τῆς Δύσης οὐδέποτε ἀμφισβητήθηκε στὴν Ἀνατολή), τὸ Πατριαρχικὸ
σύστημα, μὲ συνέπεια τὴ δημιουργία τῆς Πενταρχίας τῶν Πατριαρχῶν. Παράλληλα, ἡ
Σύνοδος τῆς Σαρδικῆς μὲ τοὺς προαναφερθέντες κανόνες της εἶχε ἀποδώσει στὸ
θρόνο τῆς Ρώμης τὸ δικαίωμα νὰ ἀποδέχεται Ἐκκλήτους ἀπὸ ὅλη τὴν Ἐκκλησία χωρὶς
περιορισμό. Ὅσο καὶ νὰ ἐνοχλεῖ ἐμᾶς σήμερα τοὺς Ὀρθοδόξους αὐτό, ἡ ἀπόδοση αὐτοῦ
τοῦ προνομίου στὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης εἶναι ἀδιαμφισβήτητη. Ὁ Καθηγητὴς Σπ.
Τρωϊᾶνος207 ἐπισημαίνει: «...δὲν δυνάμεθα, νομίζω, νὰ ἀμφισβητήσωμεν
σοβαρῶς, ὅτι ἡ ἐν Σαρδικῇ σύνοδος ἐπιεδίωξε νὰ καταστήσῃ τὸν ἐπίσκοπον Ρώμης
φορέα τῆς ὑπερτάτης ἐπὶ συμπάσης τῆς Ἐκκλησίας δικαστικῆς ἐξουσίας, δυνάμει τῆς
ὁποίας θὰ ἠδύνατο οὖτος νὰ ἐξαφανίζῃ πᾶσαν ἀπόφασιν οἱουδήποτε ἐκκλησιαστικοῦ
δικαστηρίου ἐπιβάλλουσαν εἰς ἐπίσκοπον τὴν ποινὴν τῆς καθαιρέσεως καὶ νὰ
διατάσσῃ νέαν συζήτησιν τῆς ὑποθέσεως». Ταυτόχρονα ὅμως θὰ πρέπει νὰ ὑπομνηστεῖ
τὸ ἀνωτέρω ἐπισημανθέν, ὅτι ἡ γεωγραφικὴ εὐρύτητα ἄσκησης αὐτοῦ τοῦ
προνομίου περιορίστηκε κατ᾽ ἀρχὴν ἀπὸ τὴ σύνοδο τῆς Καρθαγένης γιὰ τὶς ἐπαρχίες
τῆς Β. Ἀφρικῆς περιορίστηκε δὲ ἀποκλειστικὰ στὴν Ἰταλία κατὰ τὴ σύνοδο τῶν ἐτῶν
879/890 ἐπὶ Ἱ. Φωτίου.
Ἡ γενικὴ θεώρηση καὶ ἐπισκόπηση τῶν Ἱ. Κανόνων ἀπαιτεῖ τὸ νὰ ἔχει κανεὶς
πάντοτε ὑπ᾽ ὄψιν του, ὅτι ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἔλαβε ἤδη ἀπὸ τὸν
καιρὸ τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς τὰ ἴσα Πρεσβεῖα μὲ τὴ Ρώμη. Αὐτὸ δὲ σημαίνει
τίποτα ἄλλο στὴν πράξη, παρὰ ὅτι ἀναγνωρίστηκε ἐθιμικὰ στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ
προνόμιο νὰ ἀποδέχεται Ἐκκλήτους γιὰ ὑποθέσεις ἀναφυόμενες στὰ Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς.
Διαφορετικὰ ἡ ἔννοια τῶν ἴσων Πρεσβείων (καὶ προφανῶς ἀνίσων ὡς πρὸς τοὺς
ἄλλους πατριαρχικοὺς θρόνους τῆς Ἀνατολῆς) δὲ θὰ εἶχε κανένα νόημα. Ἡ ἐπισήμανση
αὐτὴ ἔχει διπλῆ σημασία. Ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὡς ἐχούσης τὰ
προνόμια τῆς ἀρχαίας Ρώμης, θὰ εἶχε τὸ προνόμιο ἀποδοχῆς Ἐκκλήτου, ἀκόμα καὶ ἂν
δὲν εἶχαν θεσπιστεῖ οἱ κανόνες 9. καὶ 17. τῆς Χαλκηδόνας. Κατὰ συνέπεια ἡ
προσπάθεια στὴν ἔρευνα νὰ διερευνηθεῖ, τὸ ἐὰν οἱ κανόνες αὐτοὶ τῆς Χαλκηδόνας ἀφοροῦν
Μητροπολῖτες ὑπαγομένους ἀποκλειστικὰ στὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἢ καὶ ὑπερορίως
ἔξω ἀπὸ αὐτόν, ἀποτελεῖ ἀμφισβήτηση τοῦ 28. Κανόνα τῆς Χαλκηδόνας ποὺ ἐντάσσει
τὴν Κωνσταντινούπολη στὰ προνόμια τοῦ πρώτου θρόνου. Κατὰ τὸν 28. Κανόνα τῆς
Χαλκηδόνας ἡ Κωνσταντινούπολη ἔχει τὰ ἴσα Πρεσβεῖα καὶ τὰ ἴδια προνόμια μὲ τή
Ρώμη ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς. Διαφορετικὰ ἡ ἐξίσωση τῶν Πρεσβείων
μεταξὺ τῶν δύο θρόνων δὲ θὰ εἶχε κανένα ἀπολύτως νόημα. Ὡς ἐκ τούτου ὀφείλει
νὰ ἐπισημάνει κανείς, ὅτι ἡ ἀναγνώριση ἀποδοχῆς Ἐκκλήτου στὸ θρόνο τῆς
Κωνσταντινουπόλεως διὰ τῶν κανόνων 9. καὶ 17. τῆς Χαλκηδόνας ἔχει χαρακτῆρα
διαπιστωτικὸ καὶ ὄχι χαρακτῆρα συστατικό. Ἡ συστατικὴ πράξη τοῦ δικαιώματος
ἀποδοχῆς Ἐκκλήτου γιὰ τὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶναι ὁ 3. Κανόνας τῆς Β´
Οἰκουμενικῆς μὲ τὴν ἀπόδοση τῶν Πρεσβείων σ᾽ αὐτὸν καὶ ἡ διαμορφωθεῖσα ἐθιμικῆς
κανονικὴ συνείδηση, ὅτι τὰ Πρεσβεῖα αὐτὰ εἶναι ἴσα μὲ αὐτὰ τῆς Ρώμης, ὥστε νὰ
μπορεῖ καὶ αὐτὴ νὰ ἀποδέχεται Ἐκκλήτους.
Ἀνεφέρθησαν ἀνωτέρω πολλαπλῶς οἱ ἀπόψεις ὅλων τῶν Βυζαντινῶν Κανονολόγων καὶ τὰ
ἴσα Πρεσβεῖα καὶ προνόμια μεταξὺ Ρώμης καὶ Κωνσταντινουπόλεως, καθὼς καὶ
κείμενα ἐκ τῆς πολιτικῆς νομοθεσίας καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας.
Σὲ αὐτὴ τὴ συνάφεια μπορεῖ ἀκόμα νὰ ἀναφερθεῖ τὸ κείμενον τοῦ Ἀνωνύμου
συγγραφέως ἐκ τοῦ ι´ αἰῶνος208, ὁ ὁποῖος παραπέμπει στὸν Ἰουστινιάνειο
Κώδικα καὶ τὰ Βασιλικὰ τοῦ Λέοντα Σοφοῦ: «Ὅτι προνόμιον τοῦ πάπα ἔχει ὁ
Πατριάρχης, ζήτει βιβλίον α´ τοῦ κώδικος τίτλου β´ διάταξιν στ´, ἤτοι
βιβλίου τῶν βασιλικῶν ε´ τίτλου α´ κεφάλαιον στ´».
Γιὰ τὸ ἴδιο θέμα τὸ ιβ´ αἰῶνα, ὁ Νεῖλος Δοξαπατρῆς209 στὸ ἔργο
του «Τάξις τῶν Πατριαρχικῶν θρόνων» ἐπισημαίνει: «Διὸ καὶ ὁ Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως ὑπογράφει ἀρχιεπίσκοπος Νέας Ρώμης καὶ οἰκουμενικὸς
πατριάρχης· ἐπεὶ γὰρ ἔλαβε τὰ πρεσβεῖα καὶ τὰ προνόμια τῆς Ρώμης... Ὥσπερ δὲ
προνόμιον εἶχε ὁ Ρώμης τὰς ἐγκλήτους τὰς κατὰ τῶν ἄλλων πατριαρχῶν γενομένας καὶ
τὰς κατηγορίας δικάζειν, ἐπεὶ καὶ ὁ Κωνσταντινουπόλεως ἔλαβε τὰ τῆς Ρώμης
προνόμια, εἰκότως καὶ οὗτος δύναται δικάζειν τοὺς προειρημένους τρεῖς
πατριάρχας».
Ἡ τελευταία πρόταση τοῦ Νείλου Δοξαπατρῆ περιέχει δύο σημεῖα, τὸ ἕνα
παρεξηγήσεως δυνατὸ καὶ τὸ ἄλλο ἐπισημάνσεως ἄξιο. Ὁ Κωνσταντινουπόλεως ἔλαβε ἀκριβῶς
τὸ προνόμιο ποὺ εἶχε ὁ Ρώμης, δηλ. νὰ κρίνει ἀποφάσεις ἄλλων πατριαρχείων γιὰ ἐπισκόπους
καὶ Μητροπολῖτες τῆς δικαιοδοσίας του, ὄχι ὅμως τοὺς ἴδιους τοῦ πατριάρχες,
παρότι καὶ αὐτό συνέβη στήν πράξη (κατεγράφησαν ἀνωτέρῳ παραδείγματα). Ἡ κρίση ἑνὸς
Πατριάρχου ὀφείλει κατὰ τὸ μάλλον ἤ ἧττον νά γίνει ἀπὸ τούς ὁμοταγεῖς210
του. Σέ κάθε περίπτωση ἡ τελική κρίση, ὅταν ἀφορᾶ Πατριάρχη,ἐκφεύγει τῆς κρίσης
του δικαστηρίου του Πατριαρχείου στό ὁποῖο ἀνήκει. Οἱ Πατριάρχες τῶν ὁποίων
τὶς ἀποφάσεις ὁ Κωνσταντινουπόλεως μποροῦσε νὰ δικάζει ἐκ νέου ἦταν τρεῖς, δηλ.
ὁ Ἀλεξανδρείας, ὁ Ἀντιοχείας καὶ ὁ Ἱεροσολύμων, δηλ. ὄχι ὁ Ρώμης.
Αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἀντιλαμβάνεται καὶ ὁ Νεῖλος Δοξαπατρῆς, αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἀποκλείουν
οἱ Πατέρες τῆς κατὰ τὰ ἔτη 879/80 Συνόδου ἐπὶ Ἱ. Φωτίου, αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἐπὶ αἰῶνες
μαρτυρεῖ ἡ ἀδιάψευστη διαχρονικὴ κανονικὴ πράξη, δὲν ἀντιλαμβάνονται ἢ φαίνεται
νὰ μὴ ἀντιλαμβάνωνται οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως, οἱ ὁποῖοι συντάσσουν τὸ
κείμενό τους, ὑποτίθεται, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουν τὸν κίνδυνο, νὰ μὴ ἀποκτήσει
ποτὲ ὁ Κωνσταντινουπόλεως τὸ μοναρχικὸ ἀξίωμα τοῦ Πάπα στὴν Ἀνατολή, ὡς ἐὰν ὑπῆρχε
τέτοιος κίνδυνος, ὡς ἐὰν οἱ κανόνες τῆς Σαρδικῆς μποροῦσαν νὰ θεμελιώσουν τὸ
Παπικὸ Πρωτεῖο, ὡς ἐὰν οἱ Κανόνες 9. καὶ 17. τῆς Χαλκηδόνας νὰ καθιέρωναν ἕνα
τέτοιου εἴδους Πρωτεῖο καὶ γιὰ τὸν Κωνσταντινουπόλεως.
Κατὰ τὴν ἀνάγνωση καὶ ἑρμηνεία τοῦ 9. καὶ 17. Κανόνα τῆς Χαλκηδόνας πρέπει νὰ
ληφθεῖ σοβαρῶς ὑπ᾽ ὄψιν, ὅτι ὁ θρόνος τῆς Ρώμης εἶχε ἤδη ἀπὸ συγκεκριμένους
κανόνες λάβει τὸ δικαίωμα ἀποδοχῆς Ἐκκλήτου καὶ κατὰ συνέπεια οἱ κανόνες αὐτοὶ
δὲν τὴν ἀφοροῦν ἄμεσα. Παρότι ὁ κανόνας δὲ διακρίνει, ἡ κανονικὴ πράξη, ἀκόμα
καὶ πρὶν τὴ διακοπὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μεταξὺ τῶν δύο πρώτων θρόνων
(1054), καταδεικνύει, ὅτι οὐδέποτε ἡ Κωνσταντινούπολη ἐλήφθη καὶ ἀνεκάλεσε ἀπόφαση
ποὺ εἶχε ληφθεῖ στὴ Ρώμη, γιὰ θέμα ποὺ εἶχε ἀνακύψει καὶ κριθεῖ στὴ δική της
δικαιοδοσία. Τό ἀντίστροφο συνέβαινε. Ἡ πραγματικότητα αὐτὴ ἦταν δεδομένη καὶ
γιὰ τοὺς Πατέρες τῆς Χαλκηδόνας τὴ στιγμὴ ποὺ θέσπιζαν τὸν κανόνα 9. καὶ 17. καὶ
ἀπέδιδαν ἐπίσημα καὶ στὸν Κωνσταντινουπόλεως τὸ δικαίωμα ἀποδοχῆς Ἐκκλήτου.
Κατὰ τὴ ρύθμιση τοῦ 9. Κανόνα τῆς Χαλκηδόνας ἡ διαφορὰ ἐπισκόπου ἢ κληρικοῦ μὲ
Μητροπολίτη μποροῦσε νὰ κριθεῖ (ἤ) ἀπὸ τὸν Ἔξαρχο τῆς διοικήσεως ἢ ἀπὸ τὸ θρόνο
τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Γιὰ τὴν ἑρμηνεία τῆς διατάξεως αὐτῆς ὀφείλουν ἀπαραιτήτως
νὰ ληφθοῦν ὑπ᾽ ὄψιν τὰ ἑξῆς:
• Εἶναι γνωστό, ὅτι ὁ ὅρος «ἔξαρχος» τῆς διοικήσεως ἔλαβε πολλὲς ἑρμηνεῖες
στὴ μέχρι τώρα κανονικὴ ἑρμηνευτικὴ καὶ βιβλιογραφία. Θὰ ἀναφερθοῦν συνοπτικά
μόνο οἱ ἑρμηνεῖες τῶν βυζαντινῶν κανολόγων.
Ὁ Ζωναρᾶς211 συνοψίζει τὶς ἀντιτιθέμενες ἑρμηνεῖες: «...τινὲς οὖν
ἐξάρχους τῶν διοικήσεων τοὺς πατριάρχας φασί... ἄλλοι δὲ τοὺς
μητροπολίτας τῶν ἐπαρχιῶν φασι ὀνομάζεσθαι ἐξάρχους... κρεῖσσον δ᾽ ἂν εἴη τοὺς μητροπολίτας
τῶν ἐπαρχιῶν ἐξάρχους λέγεσθαι, «τὸν ἕκτον κανόνα τῆς ἐν Σαρδικῇ συνόδου
παράγοντες εἰς πίστιν». Κατὰ τὸν Ζωναρᾶ Ἔξαρχος τῆς διοικήσεως ἦταν μᾶλλον οἱ
Μητροπολῖτες (τῶν ἐπαρχιῶν).
Κατὰ τὸ Βαλσαμῶνα «ἔξαρχος τῆς διοικήσεως ἐστιν... οὐχ ὁ ἑκάστης ἐπαρχίας
μητροπολίτης212, ἀλλ᾽ ὁ τῆς ὅλης διοικήσεως μητροπολίτης... Τοῦτο
δὲ τὸ τῶν ἐξάρχων προνόμιον οὐκ ἐνεργεῖ κἂν γὰρ λέγονται ἔξαρχοί τινες τῶν
μητροπολιτῶν, ἀλλ᾽ τοὺς ἐν ταῖς διοικήσεσιν ὄντας ἑτέρους μητροπολίτας,
οὐκ ἔχουσιν ὅλως ὑποκειμένους αὐτοῖς».
Κατὰ τὸν Ἀριστηνό213: «Ἀλλὰ καὶ ἐπίσκοπος ἢ κληρικός, εἰ κατὰ
μητροπολίτου ἔχει τινὰ ὑπόθεσιν ἢ παρὰ τῷ ἐξάρχῳ τῆς διοικήσεως, ἤτοι τῷ
πατριάρχῃ, ὑφ᾽ ὃν τελοῦσιν οἱ τῶν ἐπαρχιῶν ἐκείνων μητροπολῖται δικάζεσθαι ἢ
παρὰ τῷ πατριάρχῃ Κωνσταντινουπόλεως.
Μὲ βάση αὐτὲς τὶς θεωρήσεις οἱ νεώτεροι ἑρμηνευτὲς τῶν Κανόνων θεωροῦν ὡς «ἐξάρχους
τῆς διοικήσεως» εἴτε τοὺς Πατριάρχες μετὰ τὴ διαμόρφωση τοῦ πατριαρχικοῦ
συστήματος, εἴτε τοὺς Μητροπολῖτες τῶν πρωτευουσῶν τῶν διοικήσεων. Εἶναι
βεβαίως προφανές, ὅτι ἡ πρώτη καὶ ἡ δεύτερη ἐκδοχή εὑρίσκεται πιὸ κοντὰ στὴ
διοικητικὴ ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας πρὸ καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ἐργασιῶν τῆς
Συνόδου στὴ Χαλκηδόνα.
Παράλληλα ὅμως θὰ πρέπει νὰ ληφθοῦν ὑπ᾽ ὄψιν οἱ πολλαπλὲς ἔννοιες τοῦ ὅρου
διοίκηση214 στὶς πηγές. Μὲ τὸ ὅρο αὐτὸ ἐννοεῖτο ἡ ἐπισκοπὴ τοῦ
κάθε ἐπισκόπου.Μποροῦσε νὰ νοεῖται μιὰ Μητρόπολη ὑπὸ τὸν Μητροπολίτη. Μποροῦσε
νὰ νοεῖται ἡ περιφέρεια ἑνὸς Πατριαρχείου, ἑρμηνεία ποὺ φαίνεται ὡς πιθανότερη
γιὰ ἐκκλησιαστικὰ κείμενα. Σπανιότερα καὶ σποραδικὰ μποροῦσε νὰ νοεῖται καὶ
ἡ περιφέρεια πολλῶν Πατριαρχείων.
Ἔξ ὅλων τῶν ἀνωτέρω δὲν εἶναι πολὺ εὐκολο νὰ ὁρισθεῖ ἐπακριβῶς καὶ μὲ
βεβαιότητα, τὸ τὶ ὥριζε ὁ Κανόνας ὡς Ἔξαρχο τῆς διοικήσεως κατὰ τὴ στιγμὴ τῆς
θεσπίσεώς του. Τὸ μόνο βέβαιο, τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ λεχθεῖ, εἶναι τὸ πῶς ἑρμήνευσε
καὶ πῶς ἐφήρμοσε τὸν Κανόνα αὐτὸ ἡ πράξη τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς Ἔξαρχος διοικήσεως ἐκλαμβάνεται
διαχρονικὰ ὁ Προκαθήμενος τοῦ κάθε ἐκκλησιαστικοῦ θρόνου, τοῦ τετιμημένου διὰ
Πρεσβείων τιμῆς, δηλ. ὁ Πατριάρχης215 (καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου, ὡς
προκαθήμενος αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας ποὺ δὲν ἦταν καὶ δὲν εἶναι Πατριαρχεῖο). Πιὸ
κοντὰ σὲ αὐτὴ τὴ διαχρονικὴ ἑρμηνεία τοῦ Κανόνα εἶναι ἡ ὑπόθεση, ὅτι ὡς Ἔξαρχος
διοικήσεως κατὰ τὴ σύνταξη τοῦ κανόνα νοοῦνται κατ᾽ ἐξοχὴν οἱ Μητροπολῖτες
τῶν πρωτευουσῶν τῶν τριῶν διοικήσεων Ἀσίας, Πόντου καὶ Θράκης, ἀλλὰ καὶ οἱ
πρωτεύοντες τῶν μεταγενέστερα τριῶν πατριαρχικῶν θρόνων καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Κύπρου, (δύο ἐξ ἄλλου ἐκ τῶν τριῶν εἶχαν τὴν ἕδρα τους σὲ Πρωτεύουσα πολιτικῆς
Διοικήσεως, δηλ. τὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ τὴν Ἀντιόχεια). Ἄλλωστε οἱ ἐκφράσεις
"Πατριάρχης τῆς Διοικήσεως" καὶ "ἔξαρχος τῆς διοικήσεως" ἐναλλάσσονται
χωρὶς ἐννοιολογικὴ διαφορὰ καὶ σὲ αὐτὰ τὰ πρακτικὰ τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς216.
Ὁ ὅρος Διοίκηση κατὰ τὴ σύνταξη τοῦ 9. κανόνα θὰ πρέπει νὰ ἐκληφθεῖ κατὰ τὸ μάλλον
ἤ ἧττον ὑπὸ εκκλησιαστική-κανονική καὶ ὄχι ἀποκλειστικά ὑπὸ τὴν αὐστηρὰ πολιτικὴ
του ἔννοια. Ἄλλωστε καὶ οἱ 3 πολιτικὲς διοικήσεις τοῦ Πόντου, τῆς Ἀσίας καὶ
τῆς Θράκης ἀποτελοῦσαν αὐτοτελεῖς ἐκκλησιαστικὲς ἑνότητες μέχρι τὴ Χαλκηδόνα.
Ἡ δυσκολία τῆς μετὰ βεβαιότητος ἐπακριβοῦς καθορισμοῦ τῆς ἐννοίας τοῦ Ἐξάρχου τῆς
Διοικήσεως ὀφείλεται, στὸ ὅτι ὁ κανόνας συνετάχθη σὲ μεταβατικὴ χρονικὴ
περίοδο, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὴν ἀπαρχὴ τοῦ Πατριαρχικοῦ συστήματος, ἀφήνοντας
πίσω τὸ Μητροπολιτικό (ἢ τὸ Ἐξαρχικό, ἐκεῖ ὅπου αὐτὸ ἴσχυσε) στὴ Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας.
Σὲ κάθε ὅμως περίπτωση ὁ 9. (καὶ 17. κανόνας) τῆς Χαλκηδόνας, ὅπως καὶ νὰ
κατανοηθεῖ ἡ ἔννοια τοῦ Ἐξάρχου τῆς Διοικήσεως, παρέχει ταυτόχρονα τὴ
δυνατότητα ἄσκησης Ἐκκλήτου στὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κάτι ποὺ δὲν
μπορεῖ νὰ παραθεωρεῖται μέσα στὴ δαιδαλώδη ἀναζήτηση τῆς ἔννοιας τοῦ Ἐξάρχου στὴν
ἀκαδημαϊκὴ ἔρευνα217. Κατάργηση προσφυγῆς στὸ θρόνο τῆς
Κωνσταντινουπόλεως παραβιάζει εὐθέως τὸν ἴδιο τὸν Κανόνα.
Κατὰ τὴν ἑρμηνεία τοῦ Κανόνα θὰ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ ληφθοῦν περαιτέρω ὑπ᾽ ὄψιν
καὶ τὰ κάτωθι:
• Ὁ Κανόνας εἶναι στὴν ἐκφορά του γενικός, δηλ. ἀφορᾶ ὅλα τὰ Πατριαρχεῖα
(μὲ ἐξαίρεση τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης γιὰ τοὺς λόγους ποὺ προαναφέρθηκαν) καὶ ἀσφαλῶς
δὲν ἀφορᾶ ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο τὶς πολιτικὲς διοικήσεις ποὺ ἐνετάχθησαν στὸ
θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Αὐτὸ θὰ ἦταν μιὰ συσταλτικὴ χωρὶς ἔρεισμα ἑρμηνεία
ποὺ ἀντίκειται σὲ θεμελιώδη ἑρμηνευτικὴ ἀρχή. Ἐκτὸς τούτου, δεδομένου ὅτι ὁ
θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀσκοῦσε ἤδη δικαιοδοσία στὶς διοικήσεις αὐτές, πρᾶγμα
ποὺ καὶ τυπικὰ ἀναγνωρίστηκε μὲ τὸν 28. Κανόνα τῆς Χαλκηδόνας, ἡ θέσπιση τοῦ
9. Κανόνα ὑπ᾽ αὐτὴ τὴν ἔννοια δὲ θὰ εἶχε νόημα καὶ θὰ ἦταν περιττή, ὡς
ρυθμίζουσα τὸ αὐτονόητο.
• Εἴτε ὁ κανόνας ἑρμηνευθεῖ, ὅτι ὡς Ἔξαρχοι διοικήσεως νοοῦνται οἱ
πρωτεύοντες τῶν ὑπολοίπων πατριαρχικῶν θρόνων, πρᾶγμα ἀδιαμφισβήτητο γιατὶ ὁ
κανόνας εἶναι γενικός, εἴτε ἑρμηνευθεῖ, ὅτι αὐτονόητα συμπεριλαμβάνονται ἐκτὸς ἀπὸ
αὐτοὺς καὶ οἱ Μητροπολῖτες τῶν πρωτευουσῶν τῶν τριῶν διοικήσεων ποὺ ὑπήχθησαν
στὸν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, (ὁ Βαλσαμὼν ἀσφαλῶς διαβεβαιώνει, ὅτι οἱ Ἔξαρχοι
τῆς διοικήσεως ὑπ᾽ αὐτὴ τὴν ἔννοια ἔπαψαν μεταγενέστερα νὰ ὑπάρχουν, ὅπως
μαρτυροῦν καὶ οἱ Notitiae Episcopatuum ποὺ κάνουν λόγο γιὰ ἀπευθείας στὸ θρόνο
τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὑπαγόμενες Μητροπόλεις), τὸ βέβαιο εἶναι, ὅτι ὁ
θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως παρέμεινε ὡς μία ὕστατη δυνατότητα ἀσκήσεως Ἐκκλήτου
γιὰ τοὺς Μητροπολῖτες, εἴτε ἀνῆκαν στὴ δικαιοδοσία ἑνὸς ἐκ τῶν τριῶν
Πατριαρχείων, εἴτε ἀνῆκαν σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς τρεῖς διοικήσεις γιά ὅσο χρόνο
λειτουργοῦσε Σύνοδος Διοικήσεως σ’αὐτές.
• Μιά ἄλλη ἑρμηνεία ἀποκλείεται: Ἐὰν θεωρηθεῖ, ὅτι ὁ Κανόνας δὲν παρέχει
τὴ δυνατότητα ἀσκήσεως Ἐκκλήτου γιὰ τοὺς Μητροπολῖτες τῶν ἄλλων τριῶν διὰ
πρεσβείων τιμηθέντων (Πατριαρχικῶν) θρόνων, τότε αὐτὸ σήμαινε, ὅτι αὐτοὶ ἐστεροῦντο
παντελῶς τοῦ δικαιώματος τῆς Ἐκκλήτου, δηλ. τὴν ἀπώλεια ἑνὸς θεμελιώδους
δικονομικοῦ δικαιώματος. Αὐτὸ π.χ. θὰ συνέβαινε γιὰ τοὺς Μητροπολῖτες τοῦ
Πατριαρχείου Ἀντιοχείας, οἱ ὁποῖοι θὰ ἐκρίνοντο μόνο ἀπὸ τὴ σύνοδο τῶν
Μητροπολιτῶν τοῦ Ἀντιοχείας μὲ πρόεδρο τὸν Ἀντιοχείας σὲ πρῶτο καὶ τελευταῖο
βαθμό. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀδικαιολόγητη καὶ ἀντικανονικὴ στέρηση τοῦ δικονομικοῦ
δικαιώματος τῆς Ἐκκλήτου γιὰ τοὺς Μητροπολῖτες τοῦ θρόνου τῆς Ἀντιοχείας θὰ
ὑπῆρχε ἄνιση μεταχείρησή τους σὲ σχέση μὲ τοὺς Μητροπολῖτες ποὺ ὑπήγοντο κατὰ το
χρόνο συντάξεως τοῦ κανόνα σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς τρεῖς Διοικήσεις τοῦ θρόνου τῆς
Κωνσταντινουπόλεως, οἱ ὁποῖοι θὰ μποροῦσαν νὰ κριθοῦν καὶ ἀπὸ τὴ σύνοδο τῆς
Διοικήσεώς τους, ὅσο αὐτὴ λειτουργοῦσε καὶ, ἐὰν ἤθελαν, ἀπὸ τὸ θρόνο τῆς
Κωνσταντινουπόλεως. Εἶναι ἀδύνατο καὶ παράλογο καὶ ἄδικο νὰ ἀποδοθεῖ στοὺς
Πατέρες τῆς Χαλκηδόνας μιὰ τέτοια πρόθεση εἰσαγωγῆς διακρίσεως εἰς βάρος τῶν
Μητροπολιτῶν τῶν ἄλλων διὰ πρεσβείων τετιμημένων πατριαρχικῶν θρόνων.
Τόσο ἡ βυζαντινὴ πολιτικὴ νομοθεσία -ἐὰν χρειάζεται καὶ ἔχει σημασία νὰ τὴν ἐπικαλεσθοῦμε-
ὅσο καὶ ἡ προγενέστερη τῆς Χαλκηδόνας κανονικὴ νομοθεσία πρέβλεπαν τὴ
δυνατότητα διὰ τῶν συνόδων Ἀντόχειας, Σαρδικῆς καὶ Καρθαγένης ἀσκήσεως Ἐκκλήτου.
Στὶς δύο τελευταῖες συνόδους προεβλέποντο μάλιστα, ὅπως ἤδη ἔχει ἐπισημανθεῖ, ἡ
δυνατότητα ἀσκήσεως ἐκκλήτου καὶ μάλιστα δύο φορές. Στὸν στ´ κανόνα τῆς β´ Οἰκουμενικῆς
δὲν προβλέπεται ἡ δυνατότητα ἀσκήσεως Ἐκκλήτου γιὰ τὰ ἀδικήματα τῶν Μητροπολιτῶν.
Δὲν γίνεται κἂν λόγος γιὰ αὐτούς. Ὀφείλει νὰ ὑπονοηθεῖ, ὅτι οἱ Μητροπολῖτες θὰ ἔπρεπε
νὰ κριθοῦν πρωτοδίκως καὶ ἀμετακλήτως ἀπὸ τὴ Μείζονα σύνοδο τῆς Διοικήσεως ποὺ
προβλέπει ὁ κανόνας (ποὺ μάλιστα ἀπαγορεύει ἀκόμα καὶ τὴν Ἔκκλητο σὲ Οἰκουμενικὴ
Σύνοδο, ἐάν ἡ ὑπόθεση δὲν εἶχε κριθεῖ ἀπὸ τή σύνοδο τῆς Διοικήσεως).
Ἐκ τῶν ἀνωτέρω καθίσταται σαφὲς καὶ ἀδιαμφισβήτητο, ὅτι ὁ 9. Κανόνας τῆς
Χαλκηδόνας κατὰ τό χρόνο τῆς θεσπίσεώς του καὶ μετέπειτα δὲν εἶναι μόνο
σημαντικὸς διὰ τὴν ἀναγνώριση τῆς ὑπεροχῆς τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ
τὴν ὑπεροχὴ τῆς ἐνδημούσης συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὡς ὑπερτάτου
δικαστηρίου, ἀλλὰ σημαντικότατος στὴν ἱστορία τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου, γιατὶ
διασφαλίζει τὴν Ἔκκλητο ὡς θεμελιῶδες δικονομικὸ μέσο στὴν ἔνδικη διαδικασία.
Αὐτὸ καὶ μόνο, πέρα ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο, καταδεικνύει τὴν ἀναγκαιότητα τῆς
θεσπίσεώς του.
10. Σύγχρονοι ἐρευνητές
Παραθεωροῦντες καὶ τὴ σημαντικὴ δικονομικὴ σημασία τοῦ 9. Κανόνα τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς
νεώτεροι Ἱστορικοὶ καὶ Κανονολόγοι ὁδηγοῦνται, μὲ δεδομένη ἑνίοτε τὴ θέση, ὅτι
οἱ ἀποφάσεις τῶν πατριαρχικῶν συνόδων εἶναι ἀνέκκλητες, σὲ ἀμφίβολα καὶ ἀμφίσημα
συμπεράσματα. Ἐνδεικτικὰ θὰ καταγραφοῦν χαρακτηριστικὰ ἀποσπάσματα τριῶν ἀπὸ αὐτούς,
ἀπὸ τὸ Βλ. Φειδᾶ, ἀπὸ τὸ Σπ. Τρωϊάνο καὶ τὸν Π. Παναγιωτάκο:
• Βλάσιος Φειδᾶς
Ὁ Καθηγητὴς Βλ. Φειδᾶς ἑρμηνεύοντας τὸν 9. Κανόνα τῆς Χαλκηδόνας ἐπισημαίνει: 218
«Ἡ μεταγενεστέρα ἐκκλησιαστικὴ πράξις ἐστηρίχθη εἰς τὴν μεγίστην ἰσχὺν τοῦ
θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, εἰς τὴν ἀσάφειαν τῶν κανόνων θ´ καὶ ιζ´ καὶ εἰς
τὴν παρακμὴν τῶν πατριαρχικῶν θρόνων Ἀλεξανδρείας καὶ Ἱεροσολύμων, ἕνεκα τῆς Ἀραβικῆς
κατακτήσεως. Ἡ μεταγενεστέρα πρᾶξις τῆς Ἐκκλησίας εὐνοεῖ τὴν διεκδίκησιν τοῦ
ἐκκλήτου, ἀλλ᾽ οἱ κανόνες θ´ καὶ ιζ´ δὲν θεμελιοῦν τοῦτο κανονικῶς».
Πράγματι ὁ Καθηγητὴς Βλ. Φειδᾶς219 θεωρεῖ, «ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἀναφέρωμεν
τὸν τίτλον Ἔξαρχος τῶν κανόνων θ´ καὶ ιζ´ καὶ εἰς τοὺς ἐπισκόπους Ἀλεξανδρείας
καὶ Ἀνιοχείας, ἀλλὰ μόνον εἰς τὰς διοικήσεις ἐκείνας, ἐν αἷς ὁ θρόνος τῆς
Κωνσταντινουπόλεως εἶχεν ἀποκτήσει κατ᾽ ἔθος ἐξαιρετικὴν ἐξουσίαν ἐν τῷ δικαίῳ
τῶν χειροτονιῶν... τὸ δικαίωμα κρίσεως ἦτο ἀπόρροια τοῦ δικαιώματος χειροτονίας
τῶν ἐπισκόπων ἐκκλησιαστικῆς τινος διοικήσεως».
Ἀποτελεῖ μᾶλλον ἀντίθεση μὲ τὰ ἀνωτέρω, ὅσα ὁ ἴδιος Καθηγητὴς γράφει220
γιὰ τὴ λειτουργία τῆς Ἐνδημούσης Συνόδου στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ μάλιστα στὸ ἴδιο
ἔργο του: «Οὕτως, ἡ Ἐνδημοῦσα σύνοδος κατέστη προοδευτικῶς ἐν τῇ πράξει ὑπερδιοικητικὴ
αὐθεντία, δυναμένη νὰ ρυθμίζῃ ζητήματα οὐ μόνον των ἐλασσόνων λεγομένων
διοικήσεων Ἀσίας, Πόντου καὶ Θράκης, ἀλλὰ καὶ τῶν διοικήσεων Αἰγύπτου καὶ Ἀνατολῆς.
Ἡ de facto εὐρεῖα ἁρμοδιότης τῆς Ἐνδημούσης συνόδου ὑπῆρξεν τὸ θεμέλιον, ἐφ᾽ οὗ
ἐστηρίχθη ἡ προϊοῦσα περιβολὴ τῶν ἐξαιρετικῶν πρεσβείων τιμῆς τοῦ θρόνου τῆς
Κωνσταντινουπόλεως δι᾽ ἀναλόγου ἐξουσίας καὶ ἐν τοῖς ζητήμασιν χειροτονιῶν
καὶ κρίσεων ἐπισκόπων, ἰδίᾳ ἐν ταῖς διοικήσεσιν Ἀσίας, Πόντου καὶ Θράκης».
Στὰ ἀνωτέρω ἀποσπάσματα προβάλλεται ἡ θέση, ὅτι τὸ δικαίωμα χειροτονίας καὶ
κρίσεως Ἐπισκόπων συνδέεται ἀναγκαστικὰ μὲ τὸ δικαίωμα τῆς Ἐκκλήτου, ἐνῶ ἡ ἐθιμικῶς
δημιουργηθεῖσα πρακτικὴ προσφυγῆς δι᾽ Ἐκκλήτου στὸν θρόνο τῆς
Κωνσταντινουπόλεως οὐσιαστικὰ κατηργήθη διὰ τοῦ κανόνα 9. τῆς Χαλκηδόνας. Ἡ
μελέτη ὅμως τῶν πηγῶν καταδεικνύει ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο.
Σέ ἕνα πρόσφατο ἄρθρο του ὁ Καθηγητὴς Βλ. Φειδᾶς221 ὑποστηρίζει τὸ
δικαίωμα τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως νὰ ἀποδέχεται ἐκκλήτους ἀπὸ τὰ ἄλλα
πατριαρχεῖα ἐπισημαίνοντας: "Συνεπῶς, ἡ ἀναγνώριση ἀπὸ τήν Δ’ Οἰκουμενική
σύνοδο (451) μέ τόν κανόνα 28 τόσο τῶν «ἴσων πρεσβείων» τῶν θρόνων τῆς
Πρεσβυτέρας καὶ τῆς Νέας Ρώμης, ὅσο καὶ εὐρυτάτης δικαιοδοσίας τῆς Νέας Ρώμης
στίς ρωμαϊκές Διοικήσεις Ἀσίας, Πόντου καὶ Θράκης, μέ τήν ἐπέκτασή της καὶ στά
λεγόμενα «βαρβαρικά μέρη ἤ ἔθνη», κατέστη πλέον ἀδιαμφισβήτητο τό ἤδη ἀσκούμενο
κανονικό δικαίωμα νά δέχεται τό Ἔκκλητον ὄχι μόνο ἀπὸ ἀρχιερεῖς τῶν ἄλλων
Πατριαρχικῶν θρόνων τῆς Ἀνατολῆς, ὅπως λ.χ. γιά τήν καταδίκη τοῦ ἤδη καθηρημένου
Πατριάρχη Ἀντιοχείας Σεβήρου καὶ τῶν ὁμοφρόνων του ἀπὸ τή συγκληθεῖσα, ὑπό τήν
προεδρία τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μηνᾶ, μεγάλη Ἐνδημοῦσα Σύνοδο τῆς
Κωνσταντινουπόλεως (536), ἀλλά καὶ ἀπὸ τούς ἰδίους τούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς,
ὅπως λ.χ. τό Ἔκκλητον τοῦ Πατριάρχη Ἀντιοχείας Γρηγορίου Α’ (570-596) στόν Οἰκουμενικό
Πατριάρχη Ἰωάννη Δ’ τόν Νηστευτή (582-595) γιά νά συγκαλέση μία μεγάλη Ἐνδημούσα
Σύνοδο καὶ νά ἐλέγξη τίς ἐναντίον του ἀβάσιμες κατηγορίες γιά ἀντικανονικές ἤ ἐγκληματικές
πράξεις (588)". Εἶναι προφανὲς ὅτι ὁ Καθηγητὴς Βλ. Φειδᾶς στηρίζει τὸ
δικαίωμα τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως νὰ ἀποδέχεται ἐκκλήτους μόνο στὰ ἴσα
πρεσβεῖα τοῦ θρόνου αὐτοῦ μὲ τὴ Ρώμη.
• Σπ. Τρωϊᾶνος
Ὁ Καθηγητὴς Σπ. Τρωϊᾶνος, ἐνῶ στὸ μνημονευθὲν ἀνωτέρω ἀπόσπασμα222
ἐκ τοῦ ἔργου του ὁδηγεῖται στὸ συμπέρασμα, ὅτι οὐδέποτε μιὰ ἐκκλησιαστικὴ δίκη
μπορεῖ νὰ θεωρεῖται ὁριστικῶς τερματισθεῖσα καὶ ἐνῶ στὴν περίπτωση αἰτήσεως ἀναθεωρήσεως
στὸν αὐτοκράτορα, ὅπως τὴν ὀνομάζει, δηλ. δεήσεως (supplicatio), «ἡ μετὰ τὴν ἄσκησιν
αἰτήσεως ἀναθεωρήσεως προσβολὴ τῆς νέας ἀποφάσεως δι᾽ ἐφέσεως εἶναι δυνατή, ὡς ἐπίσης
καὶ ἡ ἐπὶ τῆς αὐτῆς ὑποθέσεως ἄσκησις τοῦ ὑπὸ ἐξέτασιν ἐνδίκου μέσου πλέον ἢ
ἅπαξ» 223, ἐπισημαίνει224, ὅτι «εἰς προσβολὴν δι᾽ ἐφέσεως δὲν ὑπόκεινται
αἱ, ἔστω καὶ εἰς πρῶτον βαθμὸν ἐκδοθεῖσαι, ἀποφάσεις τῶν πατριαρχικῶν συνοδικῶν
δικαστηρίων» . Εἶναι ἀδύνατο νὰ ἐξαχθεῖ ἕνα ἀσφαλὲς συμπέρασμα ἀπὸ τὶς δύο
παραπάνω ἀντιτιθέμενες ἀπόψεις.
• Π. Παναγιωτάκος
Ὁ Καθηγητὴς Π. Παναγιωτάκος σὲ ἕνα ἔργο του ἀποφαίνεται225, ὅτι
«εἰς προσβολὴν δι᾽ Ἐκκλήτου δὲν ὑπόκειται, τουτέστι τυγχάνει ἀνέκκλητος ἡ ὑπὸ
τοῦ ἁρμοδίου Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαστηρίου ἐκδοθεῖσα καταδικαστικὴ ἀπόφασις, ἐφ᾽ ὅσον
ἐξεδόθη εἰς τελευταῖον, ἤτοι ὑπὸ Συνόδου τελείας, ὡς εἶναι Γενικὴ τὴν
προεδρείαν τοῦ Ἐξάρχου τῆς Διοικήσεως τελοῦσα Γενικὴ Σύνοδος τῶν Μητροπολιτῶν ἢ
ὑπὸ τὴν προεδρίαν τοῦ Πατριάρχου τελοῦσα Σύνοδος τοῦ οἰκείου Πατριαρχικοῦ
κλίμακος». Εἶναι βεβαίως ἀξιοσημείωτο, ὅτι ὁ Π. Παναγιωτάκος, γιὰ νὰ στηρίξει τὴν
ἄποψή του στηρίζεται σὲ πηγές, ὅπως εἶναι ἡ Ἐπαναγωγή226, (ἤ ὀρθότερα
ἡ Εἰσαγωγή, ὅπως ἀνωτέρω διευκρινίσθη), οἱ ὁποῖες μαρτυροῦν τὸ ἀντίθετο.
Τὸ πλέον ὅμως ἀξιοσημείωτο καὶ παράδοξο εἶναι, ὅτι ὁ Π. Παναγιωτάκος σὲ ἄλλο
του ἔργο, στὸ ὁποῖο στὴν πρώτη ἤδη σελίδα προτάσσει τὸ τοῦ Ἰουστινιανειίου
Κώδικος: «Ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἐκκλησία πασῶν τῶν ἄλλων ἐστὶ κεφαλή» 227,
ἐπισημαίνει: «Ὁ δὲ τῆς Νέας Ρώμης Ἀρχιεπίσκοπος καὶ τοῦ Τηλαυγοῦς τοῦ Ὀρθοδόξου
Ἀνατολικοῦ κλήμακος Φάρου, τῆς Κωνσταντινουπόλεως διετήρησε καὶ ἔχει κανονικῶς
τὴν ἣν αἱ Ἅγιαι Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι καὶ ἡ ἀτέρμων ἱερὰ Παράδοσις ἀπένειμαν καὶ
ἀνεγνώρισαν Αὐτῷ ἐξουσίαν... ἐπιβλέπων καὶ ρυμίζων τὴν πορείαν τῶν ἐπὶ
μέρους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, πρῶτος δικαστὴς καὶ κριτὴς ἐπὶ τοῦ ἐνώπιον αὐτοῦ
ἀσκουμένω κανονικῶς ἐκκλήτου, χάριν κανονικότητος καὶ ἐκκλησιαστικῆς εὐταξίας
καὶ πρεπούσης ὅσον καὶ ἐπιβεβλημένης λειτουργίας τῆς ἐν τῇ καθόλου Ἐκκλησία
τοῦ Ἀνατολικοῦ κλήματος ἐννόμου καὶ ἀδιασαλεύτου τάξεως» 228. Τὸ
πλέον περίεργο στὴ δεύτερη διαφορετικὴ αὐτή θέση του εἶναι, ὅτι ὁ Π.
Παναγιωτάκος, γιὰ νὰ ὑποστηρίξει τὰ γραφόμενά του παραπέμπει στὸ Σύνταγμα κατὰ
στοιχεῖον τοῦ Ματθαίου Βλάσταρη ποὺ ἀναπαράγει στὸ ἔργο του τὸ κείμενο τῆς Ἐπαναγωγῆς
(ἢ Εἰσαγωγῆς), μὲ τὴν ὁποία προσπάθησε νὰ κατοχυρώσει τὴν ἀντίθετη πρώτη του
θέση. Μᾶς παραπέμπει ἀκόμα σὲ σχόλιο τοῦ Πηδαλίου, «ἀποδεικνυομένης οὕτω
τῆς ἀληθοῦς εὑρυτέρας ἐξουσίας ἐπὶ κεφαλαιωδῶν τῆς ὅλης Ἐκκλησίας θεμάτων, ἣν ἀναγνωρίζει
τῷ Ἀρχιεπισκόπῳ Κων/πόλεως ἡ ἐν τῇ Ἀνατολικῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησία ἱερὰ παράδοσις, ἰδίως
μετὰ τὸν ἀποχωρισμὸν τοῦ Δυτικοῦ κλήματος» 229.
Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία, ὅτι νεώτεροι Ἱστορικοὶ καὶ Κανονολόγοι περιπίπτουν σὲ
τέτοιες προφανεῖς ἀντιφάσεις, ἐπειδὴ δὲν ἐντάσσουν τὶς ἱστορικὲς καὶ κανονικὲς
πηγὲς ποὺ καλοῦνται νὰ ἑρμηνεύσουν στὸ ὅλο καὶ γενικό, ἐξελικτικὸ ταυτόχρονα,
διοικητικὸ πλαίσιο ὀργάνωσης τῆς Ἐκκλησίας, ἐντὸς καὶ μόνο τοῦ ὁποίου μπορεῖ
νὰ ἑρμηνευθεῖ ὁ 9. Κανόνας τῆς Χαλκηδόνας. Διαφορετικά, μονομερεῖς θεωρήσεις
ὁδηγοῦν σὲ ἐσφαλμένα μονόπλευρα συμπεράσματα.
Ε. Συμπερασματικὲς Θεωρήσεις
Ὡς γενικὸ συμπέρασμα ὅλων τῶν ἀνωτέρω προκύπτει ἀβίαστα, ὅτι ἡ θέση τῶν συντακτῶν
τῆς ὑποσημειώσεως στὸ Πηδάλιο στὸ 9. Κανόνα τῆς Χαλκηδόνας, δηλ. ὅτι ὁ θρόνος τῆς
Κωνσταντινουπόλεως μποροῦσε νὰ ἀποδέχεται Ἐκκλήτους μόνο γιὰ θέματα ποὺ
προέκυπταν καὶ προκύπτουν στὴ δική του δικαιοδοσία καὶ ὄχι ἀπὸ τὶς ἄλλες Ἐκκλησίες
τῆς Ἀνατολῆς, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἀποδεκτὴ γιὰ πολλοὺς καὶ διαφορετικοὺς
λόγους. Συνοπτικὰ καὶ ἐπιγραμματικά:
1. Οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως ξεκινοῦν ἀπὸ λανθασμένη ἀφετηρία, δηλ. θεωροῦν
ὅτι τὸ προνόμιο τῆς Ἐκκλήτου εἶναι ἔκφραση ἑνὸς παπικοῦ μοναρχικοῦ ἀξιώματος. Ἡ
Ἔκκλητος ὡς ἔνδικο μέσο στὴν ἐκκλησιαστικὴ δίκη δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὸ
Παπικὸ Πρωτεῖο.
2. Οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως δὲν κατανοοῦν τὰ ἴσα Πρεσβεῖα τῆς
Κωνσταντινουπόλεως μὲ τὴ Ρώμη καὶ ποιὲς εἶναι οἱ συνέπειες αὐτῆς τῆς ἐξίσωσης.
Ἡ Ἔκκλητος εἶναι προνόμιο τοῦ Κωνσταντινουπόλεως ἀνάλογο μὲ αὐτὸ ποὺ ἔλαβε πρῶτος
χρονικὰ ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης. Κατὰ τὴν α´ χιλιετία καὶ μέχρι τὴ διακοπὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς
κοινωνίας μεταξύ τους (1054), Ρώμη καὶ Κωνσταντινούπολη μετέχουν ἐξ ἴσου στὰ
ἴδια προνόμια. Μὲ τὴ διακοπὴ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἡ Ἀνατολὴ
παραμένει ὁ πρῶτος θρόνος τῆς Ἀνατολῆς, δυνάμενος νὰ ἀποδέχεται Ἐκκλήτους. Ἡ
ἰσότητα τῶν πρεσβείων μεταξὺ Ρώμης καὶ Κωνσταντινουπόλεως ἔδιδε στὴν Κωνσταντινούπολη,
ἀκόμα καὶ ἐὰν δὲν εἶχαν θεσπιστεῖ οἱ κανόνες 9. καὶ 17. τῆς Χαλκηδόνας, τὸ δικαίωμα
νὰ ἀποδέχεται ἐκκλήτους.
3. Ἡ ἑρμηνεία ποὺ παρέχουν οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως στὸ Πηδάλιο δὲ
συνάδει μὲ τὴν ἑρμηνεία ποὺ δίδουν ὅλοι οἱ βυζαντινοὶ Κανονολόγοι στὸ
συγκεκριμένο Κανόνα, δηλ. ὁ Ἀριστηνός, ὁ Βαλσαμὼν καὶ ὁ Ματθαῖος Βλάσταρης,
τὰ σχόλια τῶν ὁποίων δὲν ἀγνοοῦν, ἀφοῦ ἐπιλεκτικὰ χρησιμοποιοῦν ἀποσπάσματα ἀπὸ
τὰ ἔργα τους, ὅταν χρειάζεται νὰ κατοχυρώσουν ἀπόψεις, μὲ τὶς ὁποῖες συμφωνοῦν.
4. Οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως ὄχι μόνο ἀγνοοῦν τὴν ἑρμηνεία τῶν βυζαντινῶν
σχολιαστῶν, ἀλλὰ προκειμένου περὶ τοῦ Ζωναρᾶ παρερμηνεύουν καὶ ἀλλοιώνουν τὰ
γραφόμενά του προκειμένου νὰ ὁδηγηθοῦν διὰ τοῦ τρόπου αὐτοῦ στὸ συμπέρασμα
ποὺ ἐπιθυμοῦν. Παραγνωρίζουν περαιτέρω τὴ θεμελιώδη θέση τοῦ Ζωναρᾶ, ὅτι
ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἔχει τὸ "Πρεσβεῖον" καὶ τὸ “ἐξαίρετον",
ὅπως καὶ ἡ Ρώμη, ἐπικρίνοντας μάλιστα καὶ τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανό, γιατὶ δὲν
κατανόησε τὴ σημασία τους. Ἀποδίδει ἀνεπιφύλακτα στὴν Κωνσταντινούπολη τὰ ἴδια
πρεσβεῖα μὲ τὴ Ρώμη.
5. Οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως ἀγνοοῦν τὸ ρόλο καὶ τὴ σημασία τῆς Ἐνδημούσης
Συνόδου στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπως αὐτὴ μὲ παρρησία παρουσιάστηκε ἀπὸ τὸν Ἀνατόλιο
Κωνσταντινουπόλεως στὴ Χαλκηδόνα. Ἀποδίδουν ἐσφαλμένα τὴν ἀκύρωση ἀποφάσεως τῆς
Ἐνδημούσης γιὰ τὶς Μητροπόλεις Τύρου καὶ Βηρητοῦ (450) στὴν ἀναρμοδιότητά της νὰ
κρίνει ὑπερόριες ὑποθέσεις καὶ ὄχι σὲ δικονομικοὺς λόγους. Ἀκόμη ὅμως καὶ
ἂν ἡ ἀκύρωση τῆς συγκεκριμένης ἀποφάσεως εἶχε γίνει γιὰ οὐσιαστικοὺς λόγους, αὐτὸ
δὲ θὰ ἔθιγε τὸ δικαίωμα τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως νὰ κρίνει ὑπερόριες ὑποθέσεις,
ὅπως καὶ οὐδεὶς ποτὲ ἀμφέβαλε, ὅτι μιὰ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος θὰ μποροῦσε νὰ ἀνατρέπει
τὴν ὁποιαδήποτε ἀπόφαση τοῦ ὁποιουδήποτε δικαστηρίου.
6. Οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως καταγράφουν 5 πολιτικὲς διατάξεις, γιὰ νὰ ἀποδείξουν,
ὅτι ἡ πολιτικὴ νομοθεσία θεωροῦσε τὶς ἀποφάσεις τῶν Πατριαρχικῶν Συνόδων ὡς ἀνέκκλητες.
Ἐδείχθη ἀνωτέρω, ὅτι πρόκειται γιὰ διατάξεις δύο αὐτοκρατόρων, τοῦ Ἰουστινιανοῦ
καὶ τοῦ Λέοντα τοῦ Σοφοῦ. Οἱ «Ἰουστινιάνειες» διατάξεις ἀναπαράγουν τὴ Ν.
123.22 τοῦ Ἰουστινιανοῦ. Ἐδείχθη, ὅτι γιὰ πολλοὺς λόγους ἡ Νεαρὰ ἦταν
πρακτικὰ ἀνεφάρμοστος, κυρίως διότι τὸ κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς
δὲν ἀνῆκε καὶ δὲ συνιστοῦσε μία διοίκηση στὴν ὁποία ὑπῆρχε ἕνας Πατριάρχης (Τό ἴδιο
ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου). Ἐκτὸς δὲ τούτου ἡ πολιτικὴ διαίρεση τῆς
αὐτοκρατορίας σὲ Διοικήσεις ἀπὸ τὸν ζ΄ αἰῶνα καὶ προϊόντος τοῦ χρόνου ἔπαυσε νὰ
ὑπάρχει ὑποκατασταθεῖσα ἀπὸ τὸ θεσμὸ τῶν Θεμάτων. Ἐκτὸς τούτων ἐξετέθη ἀνωτέρω,
ὅτι ὁ Ζωναρᾶς, ὅσο καὶ ὁ Βαλσαμών, ἐπισημαίνουν ἀντίστοιχα, ὅτι ὁ
Ἰουστινιανὸς δὲν κατενόησε τὴ σημασία τῆς ἰσότητας τῶν Πρεσβείων, ἡ δὲ Νεαρὰ
123.22 δὲν ἐμπόδισε τὸ ἔκκλητο πρὸς τὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Οἱ
διατάξεις τοῦ Λέοντα τοῦ Σοφοῦ, ἐδείχθη, ἔχουν τὸ ἀντίθετο περιεχόμενο ἀπὸ αὐτὸ
ποὺ τοῦ ἀποδίδουν οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως. Αὐτό καταδεικνεύει τήν
προχειρότητα τῶν συντακτῶν τῆς ὑποσημειώσεως στὴ χρήση καὶ ἑρμηνεία τῶν
πολιτικῶν διατάξεων. Εἶναι ἐντυπωσιακό, ὅτι στὴν ἐξαγωγὴ τοῦ συμπεράσματός τους
οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως δὲν ἐπικαλοῦνται οὔτε τὴν Ἰουστινιάνεια Νεαρά,
γνωρίζοντες, ὅτι ἡ Ἔκκλητος πρὸς τὴν Κωνσταντινούπολη ἴσχυε καὶ πρὸ τῆς
θεσπίσεως τῆς Νεαρᾶς καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτή. Ἐγνώριζαν ἐπίσης, ὅτι ἡ Ἰουστινιάνειος
Νεαρὰ κατὰ τὸ χρόνο συγγραφῆς τοῦ Πηδαλίου δὲν εἶχε κάποια ἰσχὺ καὶ συνεπῶς δὲν
μποροῦσε νὰ ἀποτελέσει γι᾽ αὐτοὺς ἐπιχείρημα. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ χρησιμοποιοῦν ὡς
ἐπιχείρημα τὰ σχόλια τοῦ Ζωναρᾶ ποὺ τὰ ἀλλοιώνουν.
7. Ἐκτιμοῦν λανθασμένα, ὅτι οἱ Ἱ. Κανόνες γενικῶς ὑπέρκειντο τῶν νόμων.
Αὐτὴ βεβαίως καὶ ἀσφαλῶς ἦταν ἡ ἄποψη τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν Κανονολόγων. Ὑπὸ
τὴν ἔννοια αὐτὴ ὁ 9. Κανόνας τῆς Χαλκηδόνας ὑπερίσχυε πάντοτε τῆς Νεαρᾶς 123.22
καὶ ἡ τελευταία δὲν μπορεῖ νὰ ἀποτελεῖ ἑρμηνεία του. (Δὲν προσφέρουν ἄλλωστε
καμιὰ ἑρμηνεία, γιὰ τὸ ποιὸς ἦταν ὁ «Πατριάρχης τῆς διοικήσεως», γιὰ τὸν ὁποῖο
κάνει λόγο ἡ Νεαρά). Ἡ ἀλήθεια βεβαίως, ὡς ἐδείχθη, εἶναι, ὅτι σὲ περίπτωση ἀντιθέσεως
νόμου καὶ κανόνα, ὑπερίσχυε κατὰ περίπτωση εἴτε ὁ πρῶτος, εἴτε ὁ δεύτερος. Κατὰ
συνέπεια εἶναι ἀβάσιμο τὸ ἐπιχείρημα τῶν συντακτῶν τῆς ὑποσημειώσεως, ὅτι οἱ
αὐτοκράτορες ἀδυνατοῦσαν νὰ θεσπίσουν νόμους ποὺ θὰ ἦταν ἀντίθετοι μὲ τοὺς
κανόνες. Στὴν ἀπόλυτη ἐξουσία τοῦ ἀπόλυτου Μονάρχη Αὐτοκράτορα δὲν ὑπῆρχε κανεὶς
περιορισμός.
8. Οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως προκειμένου νὰ ἑρμηνεύσουν τὸν 9. Κανόνα τῆς
Χαλκηδόνας, ἐπιχειροῦν νὰ ἑρμηνεύσουν τὸν ὅρο «Ἔξαρχος τῆς διοκήσεως», ὅπως ἐπισημαίνουν
στό σχόλιό τους στόν 6. Κανόνα τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς, ὁ ὁποῖος γι᾽ αὐτοὺς τελικὰ
καὶ κατὰ τὸ μᾶλλον ἤ ἧττον ἦταν ὁ Μητροπολίτης τῆς πρωτευούσης Διοικήσεως, ἀλλὰ
καὶ ὁ ἔχων τὸ προνόμιο νὰ φέρει πολυσταύρια. Ἐνῷ οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως
θεωροῦν, ὅτι τὸ προνόμιο αὐτό, δηλ. οἱ ὑπό οἱαδήποτε ἔννοια Ἔξαρχοι τῆς
Διοικήσεως ἔπαψαν νὰ ὑπάρχουν ἀμέσως ἢ λίγο μετὰ τὴ Χαλκηδόνα, ἐν τούτοις καὶ ἀντιφάσκοντες
πρός ἑαυτούς θεωροῦν, ὅτι ὁ κανόνας δίνει τὸ δικαίωμα στοὺς Μητροπολῖτες νὰ
κρίνωνται ἀπὸ τὸ Μητροπολίτη τῆς πρωτευούσης τῆς διοικήσεως μετὰ τῆς συνόδου
του ἢ τὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Περιορίζουν μάλιστα χωρὶς νὰ προσάγουν
κάποιο ἐπιχείρημα τὴν ἰσχὺ τοῦ κανόνα μόνο γιὰ Μητροπολῖτες τῆς δικαιοδοσίας τοῦ
θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Δὲν ἐξηγοῦν, πῶς ὁ κανόνας ποὺ συνετάχθη τὸ
451 -ἑκατὸ περίπου ἔτη πρὶν καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν Νεαρὰ 123 τοῦ Ἰουστινιανοῦ- ὑπογραφεὶς
καὶ ἀπὸ τοὺς 5 Πατριαρχικοὺς θρόνους στὴ Σύνοδο, ἀναφέρεται μόνο στὸ θρόνο τῆς
Κωνσταντινουπόλεως καὶ σὲ κανένα ἄλλο καὶ ἀφορᾶ μόνο τίς 3 πολιτικές Διοικήσεις
πού ὑπήχθησαν στό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ καμιά ἄλλη. Ὁ κανόνας
διέθετε τὸ περιεχόμενό του κατὰ τὴν ὥρα τῆς θεσπίσεώς του καὶ δὲν ἀνέμενε τὴν
πολὺ μεταγενέστερη πολιτικὴ νομοθεσία, γιὰ νὰ ἀποκτήσει περιεχόμενο. Ἐὰν ὁ κανόνας
ἐννοοῦσε μόνο τοὺς Μητροπολίτες τῶν τριῶν Διοικήσεων πού ὑπήχθησαν στὸ
θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως (καὶ αὐτὸ εἶναι μία ὑπόθεση πού δὲν συνάγεται ἀπὸ
πουθενά), τότε ἡ δυνατότητα πού παρέχει ὁ κανόνας γιὰ κρίση τῆς ὑπόθεσης ἀπὸ
τοὺς ἐξάρχους αὐτῶν τῶν Διοικήσεων ἤ ἄσκησης ἐκκλήτου στὸ θρόνο τῆς
Κωνσταντινουπόλεως κατ' οὐσίαν θὰ ἀποτελοῦσε καὶ ἀποτελεῖ πλεονασμό,
δεδομένου ὅτι στήν ἴδια Οἰκουμενική Σύνοδο οἱ Μητροπολῖτες αὐτῶν τῶν Διοικήσεων
ὑπάγονται ἀπ’ εὐθείας στό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἀνεξαρτήτως ὅμως τούτου
ὁ ἀποκλεισμὸς τῶν ἄλλων Μητροπολιτῶν πού δὲν ἀνῆκαν στὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως
εἶναι ἀπολύτως ἀδικαιολόγητος, δεδομένου ὅτι κατὰ τήν ἑρμηνεία τοῦ
Πηδαλίου ὁ κανόνας δὲν παρέχει σ’ αὐτούς μιά τέτοια εὐχέρεια.
9. Ἐὰν ἤθελε γίνει δεκτὴ ἡ ἑρμηνεία τῶν συντακτῶν τῆς ὑποσημειώσεως, αὐτὸ θὰ ἀποτελοῦσε
ἀδικία καὶ ἄνιση μεταχείριση τῶν Μητροπολιτῶν τῶν ἄλλων πατριαρχικῶν θρόνων
καὶ τῶν Μητροπολιτῶν τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Οἱ δεύτεροι θὰ εἶχαν
τὸ δικαίωμα νὰ κριθοῦν δύο φορές, ἐνῶ οἱ πρῶτοι μόνο μία φορὰ καὶ ἀμετακλήτως.
Τίποτα ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ δικαιολογήσει τὴν ἄνιση μεταξύ τους μεταχείριση.
10. Ὁ 9. Κανόνας τῆς Χαλκηδόνας καθιερώνει τὸ δικαίωμα τῆς Ἐκκλήτου στὸ
διαμορφούμενο Πατριαρχικὸ σύστημα στὴ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἔκκλητος,
δυναμένη νὰ ἀσκηθεῖ μάλιστα δύο φορές, δὲν ἦταν ἄγνωστη στοὺς
προγενέστερους Κανόνες τῆς Σαρδικῆς καὶ τῆς Καρθαγένης (ἀλλὰ καὶ στὸν στ´
Κανόνα τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς). Σύμφωνα μὲ τὸν Κανόνα 9. τῆς Χαλκηδόνας οἱ
Μητροπολῖτες εἶχαν τὸ δικαίωμα νὰ ἀσκήσουν Ἔκκλητο στὴν πρωτόδικη ἀπόφαση τοῦ Ἐξάρχου,
κατὰ τή διατύπωση τοῦ κανόνα. Οἱ ὑπὸ Μητροπολῖτες διατελοῦντες Ἐπίσκοποι κατὰ τῆς
ἀπόφασης τοῦ ἐπαρχιακοῦ ὑπὸ τὸν Μητροπολίτη τους δικαστηρίου, μποροῦσαν αὐτονόητα
νὰ ἀσκήσουν Ἔκκλητο γιὰ πρώτη φορὰ στὸν Ἔξαρχο τῆς διοικήσεως καὶ γιὰ δεύτερη
φορὰ στὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὁ κανόνας 9. τῆς Χαλκηδόνας εἶναι
σημαντικὸς καὶ θεμελιώδης γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ ἐνδίκου μέσου τῆς Ἐκκλήτου στὴν
κανονικὴ διαδικασία ἐνώπιον ἐκκλησιαστικῶν δικαστηρίων. Δεδομένου ὅτι τόσο ἡ
ἔννοια τῆς Διοικήσεως, ὅσο καὶ ἡ ἔννοια τοῦ ἐξάρχου ὑπῆρξαν ἔννοιες πολυσήμαντοι,
κάτι πού γνωρίζουν καλῶς οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως καὶ δεδομένου ὅτι μὲ τὴ
Χαλκηδόνα οἱ Μητροπολίτες τῶν Διοικήσεων Ἀσίας, Πόντου καὶ Θράκης ὑπάγονται ἀπ'
εὐθείας στὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, χειροτονούμενοι καὶ κρινόμενοι ὑπ'
αὐτοῦ, στὸν 9. κανόνα τῆς Χαλκηδόνας ὁ μὲν ὄρος Διοίκηση τελικὰ προσδιορίζει τὰ
γεωγραφικὰ ὅρια ἑκάστης τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς, ὁ δὲ ἔξαρχος εἶναι ὁ κάθε Προκαθήμενος
τῶν Ἐκκλησιῶν αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι καὶ ὠνομάσθησαν πατριάρχες μὲ τὴν προϊοῦσα
καθιέρωση τοῦ πατριαρχικοῦ συστήματος στὴ Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας (Στους
Προκαθημένους ἀνήκει ἀσφαλῶς καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου, παρότι δὲν ὠνομάσθη
Πατριάρχης). Ἡ ἑρμηνεία αὐτὴ, ἡ μόνη πού δίδει περιεχόμενο στὸν κανόνα,
ὥστε νὰ παραμένει ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὡς δεύτερη καὶ ἡ ὕστατη
διαζευκτικὴ εὐχέρεια, εὐχέρεια καὶ δυνατότητα πού σὲ καμία περίπτωση δὲν μπορεῖ
νὰ παρακαμφθεῖ, συνάδει μὲ μία ἀπὸ τὶς δυνατὲς ἑρμηνεῖες πού προσάγει ὁ
Ζωναρᾶς στὴν ἑρμηνεία του στὸν 9. καὶ 17. κανόνα τῆς Χαλκηδόνας: "Ἐξάρχους
τῶν διοικήσεων τοῦ Πατριάρχας εἶναι φασίν". Ὡς ἐκ τούτου ὁ κανόνας δὲν
ἐκφράζει μόνο τὴν ὑπεροχὴ τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλὰ παρέχει τὸ
δικαίωμα τῆς ἐκκλήτου γιὰ τοὺς Μητροπολίτες τῶν ἄλλων πατριαρχικῶν θρόνων πρὸς
αὐτὸν μετὰ τὴν πρωτόδικη ἀπόφαση στὰ πλαίσια τῶν ἄλλων Πατριαρχείων. Κατὰ τὴ
σύνταξη ὅμως τοῦ κανόνα στὶς Διοικήσεις ἐντάσσονται καὶ οἱ τρεῖς Διοικήσεις Ἀσία,
Πόντου καὶ Θράκης, ὡς αὐτοτελεῖς ἐκκλησιαστικὲς ἑνότητες, ὅσο λειτουργοῦσε
σ' αὐτὲς ἡ Σύνοδος τῆς Διοικήσεως.
11. Τὸ δικαστήριο τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως «διὰ τὴν τοῦ θρόνου ὑπεροχήν»
δὲν μποροῦσε καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἐξισωθεῖ μὲ τὰ δικαστήρια τῶν ἄλλων
πατριαρχικῶν θρόνων. Μόνον αὐτοῦ οἱ ἀποφάσεις ἦσαν καὶ εἶναι πράγματι ἀνέκκλητες,
δυνάμενες μόνο ἀπὸ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο νὰ ἀνακληθοῦν.
12. Ἡ ἀποδοχὴ τῆς Ἐκκλήτου δὲ σημαίνει ἄσκηση βιαίας καὶ αὐθαίρετης ὑπερόριας
(δικαστικῆς) δικαιοδοσίας, δεδομένου ὅτι προϋποθέτει τὸ αἴτημα τοῦ ἐκκαλοῦντος.
13. Ἀκόμα καὶ ἐὰν ὅλα τὰ παραπάνω δὲν εἶχαν γραφεῖ, γιὰ νὰ καταδειχθεῖ, γιατί ἡ
ἄποψη τῶν συντακτῶν τοῦ Πηδαλίου δὲν μπορεῖ νὰ γίνει δεκτή, τὸ γεγονός, ὅτι αὐτὴ
ἀντίκειται στὴ διαχρονικὴ κανονικὴ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση αἰώνων ἀπὸ τὸ 394
μέχρι σήμερα, ἀρκεῖ γιὰ νὰ ἀπορριφθεῖ. Ἡ ἀπόρριψη ὀφείλει νὰ γίνει καὶ
γιὰ ἕνα ἄλλο λόγο: οἱ συντάκτες τοῦ Πηδαλίου παραγνωρίζουν τὴν ἰσότητα τῶν
πρεσβείων Ρώμης καὶ Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὴ σημασία τους. Τοὺς Ἱ. Κανόνες τοὺς
θεσπίζει, τοὺς ἑρμηνεύει καὶ τοὺς ἐφαρμόζει ἡ Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία μὲ συνέπεια ἑρμήνευσε
καὶ ἐφάρμοσε διαφορετικὰ τὸν 9. Κανόνα τῆς Χαλκηδόνας ἀπὸ ὅ,τι οἱ σχολιαστὲς τοῦ
Πηδαλίου.
Ἐὰν ἡ μὴ ἀποδοχὴ τῆς ἑρμηνείας τοῦ 9. Κανόνα τῆς Χαλκηδόνας ἀπὸ τοὺς συντάκτες
τῆς ὑποσημειώσεως θεωρηθεῖ ἀσέβεια, ἐπειδὴ ἕνας ἀπὸ τοὺς συντάκτες της εἶναι
Ἅγιος, ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, τότε τὸ νὰ παραθεωροῦμε ἐνσυνείδητα τὶς ἀνυπέρβλητες
ἀδυναμίες αὐτῆς τῆς ἑρμηνείας καὶ κυρίως τὸ νὰ παραθεωροῦμε γιὰ ἰδιοτελεῖς
σκοποὺς τὸ γεγονός, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔδωσε στὸν κανόνα μιὰ τελείως διαφορετικὴ ἑρμηνεία,
ἀποτελεῖ ἄκρα θεομπαιξία. Τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας ποὺ ἐπικαλεῖται τὴν ἑρμηνεία
τοῦ Ἁγ. Νικοδήμου στὸ κείμενό του ἔχει νὰ ἐπιλέξει μεταξὺ αὐτῆς καὶ τῆς ἀσύγγνωστης
ἄγνοιας. Οὐδεὶς εἶναι ἀλάθητος, ὅπως καὶ οὐδεὶς εἶναι ἀναμάρτητος. Ὅ,τι ἐγράφη,
ἐγράφη ἀπὸ ἐρευνητικό ἐνδιαφέρον καὶ δὲν ἐξυπηρετεῖ κάποια ἄλλη σκοπιμότητα.
Τίποτε δὲν θὰ εἶχε γραφεῖ, ἐὰν ἡ ἑρμηνεία τῶν συντακτῶν τοῦ Πηδαλίου ἦταν σύμφωνη
μὲ τὴ σταθερὴ διαχρονικὴ ἑρμηνεία πού ἔδωσε ἡ Ἐκκλησία. Ὅταν κάποιος ἑρμηνεύει
τὴν Ἁγία Γραφὴ ἔξω ἀπὸ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ κατὰ τὸ δοκοῦν
σκεπτόμαστε, ὅτι κινδυνεύει νὰ μὴν εἶναι ὀρθόδοξος. Ὅταν κάποιος, ὅπως τὸ
Πατριαρχεῖο Μόσχας, ἑρμηνεύει ἕναν ἱερὸ κανόνα διαφορετικὰ ἀπὸ ὅ,τι τὸν ἑρμηνεύει
ἡ Ἐκκλησία, τὶ εἶναι;
----------------------------------------------------ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
----------------------------------------------------
1. G. Florovsky, Les Voies de la théologie russe, Dieu Vivant 13 (1949),
53-54.
2. https://mospat.ru/en/documents/attitude-to-the-non-orthodox/
3. https://mospat.ru/gr/documents/social-concepts/188
4. http://mospat.ru/2013/news 96344:«Позиция Московского Патриахата По Вопросу
О Первенстве Во Вселеской Цєркви»
5. Κατὰ Ἀνομοίων 8, 10. PG 48, 769.
6. Κατὰ Ἀρειανῶν Β´, 3. PG 26, 152C.
7. https://mospat.ru/en/2018/10/15/news 165263/
8. Ὁ εἰδικός μελετητής τῶν σχετικῶν στή ρωσσική καὶ ἑλληνική γλώσσα ἐγγράφων
K. Vetochnikov, «La “concession” de la métropole de Kiev au patriarche de
Moscou en 1686: Analyse canonique», Proceedings of the 23rd International
Congress of Byzantine Studies, Belgrade, 22–27 August 2016, 784, καταλήγει
συμπερασματικά:" Apparement aucun rattachement ou changement de
juridiction de la metropole (chose interdite par les canons) n' a été accordé
au patriarche de Moscou, mais seulement l'autorisation de procéder à l'
ordination du métropolite". Ὁ ἴδιος ἐρευνητής πιστοποιεῖ καὶ αὐτός, ὅτι τό
Πατριαρχεῖο Μόσχας οὐδεμία τῶν ὑποχρεώσεων - ὅρων παραχωρήσεως τοῦ δικαιώματος
χειροτονίας ἐτήρησε: "Aucun des termes de cette
concession n' a été respecté par l'Église Russie: L' élection du
métropolite est passée entre les mains du synode de Russie, la commémoration du
patriarche oecuménique a cessé, et les privilèges du métropolite ont été
supprimés, et de même la métropole a cessé d'exister comme unité
ecclésiastique". Σημαντική εἶναι ἡ διαπίστωση τῆς ἀμφισβήτησης καὶ αὐτῆς ἀκόμα
τῆς παραχωρήσεως τοῦ δικαιώματος χειροτονίας ἀπὸ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο
λίγα χρόνια ἀργότερα: "Comme on le décèle dans la lettre de Denis après
son éviction du patriarchat, cette consession a été remise en question
par le trône œcuménique déjà en 1688 ou plus tôt".
9. http://ec-patr.org/docdisplay.php?lang=gr&id=2567&tla=gr
10. Δοσίθεος, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, Ἱστορία περὶ τῶν ἐν Ἱεροσολύμοις
Πατριαρχευσάντων, Βιβλία ΙΑ´-ΙΒ´, Θεσσαλονίκη 1983, 240-241.
11. Πατριαρχικὸς καὶ Συνοδικὸς Τόμος περὶ ἀναγνωρίσεως τοῦ Αὐτοκεφάλου τῆς
ἐν Πολωνίᾳ Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, στό: Πρ. Ἀκανθόπουλος, Οἱ θεσμοὶ τῆς «αὐτονομίας»
καὶ τοῦ «αὐτοκεφάλου» τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν σύμφωνα μὲ τὸ θετικὸ δίκαιο τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ 19ου καὶ 20οῦ αἰώνα, Θεσσαλονίκη 1988,
297-298: «...γέγραπται γὰρ ὅτι ἡ ἀπὸ τοῦ καθ᾽ ἡμᾶς θρόνου ἀρχικὴ ἀπόσπασις τῆς
Μητροπόλεως Κιέβου καὶ τῶν ἐξ αὐτῆς ἐξαρτωμένων ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν
Λιθουανίας καὶ Πολωνίας καὶ ἡ προσάρτησις αὐτῶν τῇ Ἁγίᾳ Ἐκκλησίᾳ Μόσχας οὐδαμῶς
συνετελέσθη συμφώνως ταῖς νενομισμέναις κανονικαῖς διατάξεσι,οὐδ᾽ἐτηρήθησαν
τὰ συνομολογηθέντα περὶ πλήρους ἐκκλησιαστικῆς αὐτοτελείας τοῦ Μητροπολίτου
Κιέβου, φέροντος τὸν τίτλον ἐξάρχου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου...» .
12. Ρ. Π. Γ., 153.
13. Ρ.Π.Γ´, 377:«...μὴ ἐκκαλέσωνται εἰς τὰ πέραν τῆς θαλάσσης
δικαστήρια, ἀλλὰ πρὸς τοὺς πρωτεύοντας τῶν ἰδίων ἐπαρχιῶν...Οἱ δὲ πρὸς
περαματικὰ δικαστήρια διεκκαλούμενοι, παρ᾽ οὐδενὸς ἐν τῇ Ἀφρικῇ δεχθῶσιν εἰς
κοινωνίαν».
14. Ρ. Π. Γ., 620: «...ἱκετεύομεν, ἵνα τοῦ λοιποῦ πρὸς τὰς ὑμετέρας ἀκοὰς
τοὺς ἐντεῦθεν παραγενομένους εὐχερῶς μὴ προσδέχησθε, μηδὲ τοὺς παρ᾽ ἡμῶν ἀποκοινωνητέους,
εἰς κοινωνίαν τοῦ λοιποῦ θελήσητε δέξασθαι...Συνετῶς γὰρ καὶ δικαίως συνεῖδεν, ἁτιναδήποτε
πράγματα ἀναφυῶσι, ταῦτα ἐν τοῖς ἰδίοις ὀφείλειν περατοῦσθαι τόποις».
15. Ρ. Π. Γ´, 621.
16. Ρ. Π. Γ´, 574. Ρ. Π. Β´, 258-259.
17. Ἐνδιαφέρουσες γιὰ τὸ θέμα μας εἶναι στὸ ἔργο τοῦ J. Darrouzès,
Notitiae Episcopatuum Ecclesiae Constantinopolitanae, Paris 1981, οἱ Notitiae
10, 11, 12, 13, 15, 16, 17, 18, 19, 20. Οἱ N. 13 καὶ 17 παρέχουν καὶ κατάλογο ἐπισκοπῶν
ὑπαγομένων στὴ Μητρόπολη Κιέβου. Στὶς N. 17, 18 καὶ 20 ἡ Γαλικία ἀποτελεῖ
ἰδιαίτερη Μητρόπολη.
18. Ἐνδιαφέρουσες γιὰ τὸ θέμα μας εἶναι στὸ ἔργο τοῦ J. Darrouzès,
Notitiae Episcopatuum Ecclesiae Constantinopolitanae, Paris
1981, οἱ Notitiae 10, 11, 12, 13, 15, 16, 17, 18, 19, 20. Οἱ N. 13 καὶ 17 παρέχουν
καὶ κατάλογο ἐπισκοπῶν ὑπαγομένων στὴ Μητρόπολη Κιέβου. Στὶς N. 17, 18 καὶ
20 ἡ Γαλικία ἀποτελεῖ ἰδιαίτερη Μητρόπολη..
19. Βλ.Ἐπίσκεψις 435 (15.03.1990) 7-10 (Ὁ Πατριαρχικὸς καὶ Συνοδικὸς
Τόμος ἀναγνωρίσεως καὶ κυρώσεως τοῦ Αὐτοκεφάλου τῆς Ἁγιωτάτης
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας. - Πατριαρχικὴ καὶ Συνοδικὴ
Πράξις ἀποδόσεως τῷ Προκαθημένῳ τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας τῆς
Πατριαρχικῆς ἀξίας). Βλ. ἐπίσης, Βλ. Φειδᾶς, Τὸ Αὐτοκέφαλον τῆς Ἐκκλησίας
τῆς Γεωργίας, Ἀθῆναι 1980.
20. Βλ. (ἐνδεικτικά) Ἐπιστολὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα πρὸς
τὸν Βουλγαρίας Κύριλλον (27.7.1961), Ὀρθοδοξία 26 (1951)
515-516: «...ἐν τῇ πεποιθήσει, βεβαίως, καὶ προσδοκία ὅτι ἐν τῇ ἀποφάσει
ἡμῶν ταύτῃ ἕξομεν, κατὰ τὰ πρόσθεν γεγονότα ὁμογνώμονας καὶ
συμψήφους καὶ τοὺς λοιποὺς Μακαριωτάτους καὶ Τιμιωτάτους
Πατριάρχας καὶ Προέδρους τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν,
ἕως οὗ καὶ τὸ ζήτημα τοῦτο τελειωτικῶς καθορισθῇ ὑπὸ Οἰκουμενικῆς Συνόδου,
μόνης ἐχούσης τὸ δικαίωμα προάγειν τινὰ τῶν ἐπὶ μέρους ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν
εἰς Πατριαρχικὴν ἀξίαν καὶ περιωπήν» .
21. Γραμματεία ἐπὶ τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου,
Διορθόδοξος προπαρασκευαστικὴ ἐπιτροπὴ τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης
Συνόδου. Σαμπεζύ, 21-27 Φεβρουαρίου 2011, Ὀρθόδοξον Κέντρον
Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, Σαμπεζύ - Γενεύη, 309-311 (Ὑπογραφὴ Τόμου
Αυτοκεφαλίας), 317-318 (Ἀνακοινωθέν).
22. Ρ. Π. Β´, 173, 237, 258-259.
23. Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικὰ Ἔγγραφα, Γ´, Κωνσταντινούπολις 1905,
102-103 καὶ 116.
24. Ρ. Π. Β´, 280-281.
25. Ρ. Π. Γ´, 233-234, 238, 239-240.
26. Ἀπάντησις τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς πρὸς τὸν Πάπαν Πῖον
Θ´ (1848), στό: Ἰ. Καρμίρης, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου
Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. ΙΙ, Ἐν Ἀθήναις 1953, 902-925.
27. Γιὰ τὶς σχετικὲς ἀπόψεις περὶ Πρωτείου στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγομένου
στὴ Θεολογία καὶ τὶς ἐνδοτριαδικὲς σχέσεις ὀφείλει νὰ γίνει προσεχῶς εἰδικὴ
μελέτη.
28. Βλ. ὑποσ. 11.
29. Γιὰ τὸ κείμενο τῆς ἐπιστολῆς, Βλ. Ὀρθοδοξία 25 (1950) 129-130.
30. Γιὰ τὸ κείμενο τῆς ἐπιστολῆς, Βλ. Ὀρθοδοξία 25 (1950) 233-240.
31. Γιὰ τὸ κείμενο τῆς ἐπιστολῆς, Βλ. Ὀρθοδοξία 25 (1950) 234 ἑπ.
32. Σχόλιο τοῦ Ζωναρᾶ στὸν 17. κανόνα τῆς Χαλκηδόνας. Ρ. Π. Β´, 259-261.
33. Πηδάλιον τῆς νοητῆς νηὸς τῆς Μίας Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας,
Ἀθῆναι 1970, 192-193.
34. Ρ. Π. Β´, 240.
35. Ρ. Π. Β´, 176.
36. Ρ. Π. Β´, 387.
37. Ρ. Π. Γ´, 149.
38. Ρ. Π. Γ, 150.
39. Ρ. Π. Γ´, 237.
40. Ρ. Π. Γ´, 242.
41. Ρ. Π. Β´, 175.
42. Ρ. Π. Β´, 128: «...τὸν ἐν Ἀλεξανδρείᾳ ἐπίσκοπον πάντων τούτων ἔχειν
τὴν ἐξουσίαν».
43. Γιά τή σχέση τοῦ Βαλσαμῶνος ὡς Πατριάρχου Ἀντιοχείας μέ τό θρόνο τῆς
Κωνσταντινουπόλεως, Βλ. Κ. Πιτσάκης, Ἠ Ἔκταση τῆς ἐξουσίας ἑνὸς ὑπερορίου
Πατριάρχη: Ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας στὴν Κωνσταντινούπολη τὸν 12ο αἰώνα, στό: Τό
Βυζάντιο κατὰ τὸν 12ο αἰῶνα. Κανονικό Δίκαιο, Κράτος καὶ Κοινωνία, ἐπιμ. Ν. Οἰκονομίδης,
Ἀθήνα 1991, 91-139.
44. Ρ. Π. Γ´, 244.
45. Ρ. Π. Γ’, 377-378.
46. Ρ. Π. Γ´, 589.
47. Ρ. Π. Β´, 173.
48. Ρ. Π. Β´, 174.
49. Ρ. Π. Β´, 282.
50. Ρ. Π. ΣΤ´, 217-218.
51. Ρ. Π. ΣΤ´, 428-429.
52. Π. Μενεβίσογλου, (πρώην) Μητρ. Σουηδίας, Τό Πηδάλιον καὶ ἄλλαι ἐκδόσεις
τῶν ἱερῶν κανόνων κατὰ τὸν 18ον αἰῶνα, Κατερίνη 2008, 172-173.
53. Πηδάλιον, Πρόλογος, ιε´.
54. Πηδάλιον, Πρόλογος ιβ´.
55. Π. Μενεβίσογλου, (πρώην) Μητρ. Σουηδίας, Τό Πηδάλιον καὶ ἄλλαι ἐκδόσεις
τῶν ἱερῶν κανόνων κατὰ τὸν 18ον αἰῶνα, 173-174.
56. Πηδάλιον, 192.
57. Mansi 15, 201C-202A (Nicolaus episcopus servus servorum Dei, piisimo
et dilectissimo filio imperatori gentium, atque tranquillissimo imperatori
Michaeli a Deo protecto semper Augusto).
58. Tὸ ἐπιχείρημα ἀντλεῖται ἀπὸ τὸ χωρίο τῆς Γεν. 2,6, ὅπου ἡ λέξη πηγὴ
στὴν ἔκφραση"πηγὴ δὲ ανέβαινεν ἐκ τῆς Γῆς" ὀφείλει νὰ νοηθεῖ σὲ
πληθυντικὸ ἀριθμό.
59. Πηδάλιο, 192.
60. Γιὰ τὶς συγκεκριμένες πολιτικὲς διατάξεις θὰ γίνει λόγος ἀναλυτικὰ
κατωτέρω (Δ.6.).
61. Πηδάλιο, 193.
62. Οἱ ἐπικαλούμενες κανονικὲς διατάξεις εἶναι: 34. καὶ 35 τῶν Ἀποστόλων,
3., 11. καὶ 12. τῆς Σαρδικῆς, 9. τῆς Ἀντιόχειας, 6. καὶ 7. τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς,
3. καὶ 8 τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς, 20, 36, 39 τῆς Πενθέκτης.
63. Πηδάλιον, 193.
64. Ρ.Π. Β’, 239.
65. Πηδάλιο, 193: «Σύνοδος δὲ διοικήσεως καὶ Ἔξαρχος Διοικήσεως ἄλλην
τάξιν ἔχουσιν ἀπὸ ἐκείνην ὁποῦ ἔχει ὁ κάθε Πατριάρχης μετὰ τῶν ὑποκειμένων αὐτῷ
Ἐπισκόπων». Στήν ἑρμηνεία τους στὸν 6. κανόνα τῆς Β' Οἰκουμενικῆς ὡς ἔξαρχος
Διοικήσεως ἐκλαμβάνεται ὁ Μητροπολίτης τῆς Διοικήσεως, ὁ καὶ πρόεδρος τῆς Συνόδου
τῆς Διοικήσεως: «Ἐκεῖνοι δὲ ὀποῦ λέγει ἐδῶ ὁ Κανὼν Σύνοδον διοικήσεως, ἔξαρχον
διοικήσεως ὠνόμασεν ὁ θ’ καὶ κη’ τῆς δ’, ἄλλον ὄντα παρὰ τόν Πατριάρχην»
(Πηδάλιον, 161).
66. Ἑρμηνεία Βαλσαμώνα στὸν 9. κανόνα τῆς Χαλκηδόνας. Ρ. Π. Β´, 239-240.
Παρότι ἡ γνώμη τοῦ Βαλσαμώνα ἦταν, ὅτι ὡς Ἔξαρχος Διοικήσεως ἐλογίζετο ὁ
Μητροπολίτης τῆς πρωτεύουσας τῆς Διοικήσεως, ἐν τούτοις δὲν ἀποκλείει ὁ κανόνας
νὰ ἀναφέρεται στούς «ἐν ταῖς διοικήσεσιν ὄντας ἑτέρους μητροπολίτας», τοὺς
φέροντας Πολυσταύρια.
67. Ἐρμηνεία Ζωναρᾶ στὸν 9. κανόνα τῆς Χαλκηδόνας (Ρ. Π. Β´, 260).
68. Πηδάλιο, 131 (β’ ὑποσημείωση στόν 6. Κανόνα τῆς α’ Οἰκουμενικῆς): «Μόνον
δὲ οἱ Πατριάρχαι εἶχον προνόμιον τὸ νὰ φοροῦν σάκκους, φαινόλια, διὰ πολυσταυρίων,
καὶ στιχάρια μετὰ γραμμάτων καὶ τριγωνίων, καὶ ὄχι ἄλλοι κατὰ τὸν Βαλσαμῶνα»
(σελ. τοῦ Γιοῦρις) (ἀγκαλὰ νὰ ἐδόθησαν κατὰ τὸν Ζωναρᾶν, μόνον τὰ διά πολυσταυρίων
φαινόλια καὶ εἰς τὸν Καισαρείας, Καππαδοκίας, Ἐφέσου, Θεσσαλονίκης καὶ Κορίνθου,
καὶ ὅρα τὴν ὑποσημείωσιν τοῦ θ' τῆς δ΄).
69. Οἱ συντάκτες τῆς ὑποσημειώσεως χρησιμοποιοῦν αὐτὴ τὴν ἑρμηνευτικὴ ἀρχὴ
γιὰ νὰ ἰσχυρισθοῦν – ἐσφαλμένα- ὅτι, ἐφ᾽ ὅσον ὁ Κωνσταντινουπόλεως «κρίνει τοὺς
Πατριάρχας, καὶ ἀνακρίνει τὰς κρίσεις αὐτῶν, ἐπειδὴ ὁ Κανὼν δὲν κάμνει ἐξαίρεσιν
τίνος καὶ τίνος Πατριάρχου», ἑπομένως κρίνει καὶ τὸν Πάπα. Πηδάλιο, 192-193.
70. Ἐδῶ οἱ συντάκτες τοῦ Πηδαλίου (σελ. 161) ἐπισημαίνουν: «…Σύνοδος
Διοικήσεως ἦτο ἡ τῶν Μητροπολιτῶν μιᾶς διοικήσεως συνέλευσις μετὰ τοῦ
πρωτεύοντος καὶ ἐξάρχου αὐτῶν, ἥτις μὲ τὸ νὰ ἠπράκτησε τώρα, ἡ Σύνοδος ἑκάστου
Πατριάρχου κρίνει πάσας τὰς ἐκκλησιαστικὰς ὑποθέσεις τῶν Μητροπολιτῶν τῆς ὑποκειμένης
αὐτῷ Διοικήσεως…».
71. Ρ. Π. Γ´, 240-241.
72. Ρ. Π. Β´, 482.
73. Στὴ ὑποσημείωση στὸν 6. κανόνα τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς (Πηδάλιο, 161) οἱ
συντάκτες της ἐπισημαίνουν, ὅτι ἡ ἀπρακτήσασα Σύνοδος τῆς Διοικήσεως "ὑπεκατεστάθη"
ἀπὸ μιὰ μείζονα Σύνοδο, τὴν Πατριαρχικὴ Σύνοδο. Βλ. ἀνωτ. ὑποσ. 64. Ἀφοῦ ὅμως
ἡ Σύνοδος τῆς Διοικήσεως «ὑπεκατεστάθη» ἀπὸ τὴν πατριαρχικὴ Σύνοδο, πῶς ὁ
Πατιάρχης δὲν ὑποκατέστησε τὸν Ἔξαρχο τῆς Διοικήσεως;
74. Φωτίου Νομοκάνων, τίτλ. θ´, κεφ. στ´. Ρ. Π. Α´, 180.
75. Corpus Juris Civilis II, Codex Justinianus E. P. Krüger, Berolini
MCMLXIII, 1. 4. 29, 45.
76. Πηδάλιο, 193.
77. Βλ. Μ. Παϊζη-Ἀποστολοπούλου, Ὁ θεσμός τῆς πατριαρχικῆς ἐξαρχίας
14ος-19ος αἰώνας, Ἀθήνα 1995.
78. Ρ. Π. Β´, 124-125.
79. Ρ. Π. Γ´, 146.
80. Ρ. Π. Γ´, 152.
81. Ρ. Π. Γ´, 270.
82. Ρ. Π. Γ´, 233-234, 238, 239-240.
83. Σπ. Τρωϊᾶνος, Ἡ Ἐκκλησιαστικὴ Δικονομία μέχρι τοῦ θανάτου τοῦ Ἰουστινιανοῦ,
Ἀθήνα 2004 (1964), 145-146 καὶ 146, ὑποσ. 7.
84. Ρ. Π. Γ´, 377, 588.
85. Ρ. Π. Γ´, 377-378.
86. Ρ. Π. Γ´, 379.
87. Mansi 17A, 497DE
88. Ρ. Π. Γ´, 236-237. Γιὰ τὴ δυνατότητα ἀσκήσεως ἐκκλήτου δύο φορὲς κατὰ
τοὺς πολιτικοὺς νόμους, βλ. Bas. ix, 1,7/ Bas. ix, 1,53/ Bas. 9.2.27/ Bas. ix,
1,159: «Ἡ διάταξις κελεύει μηδένα τρίτον ἐκκαλεῖσθαι ἤ ἀνατρέπειν τὴν ἀπόφασιν
τῶν ἐπάρχων τῶν πραιτωρίων»/ Bas. 10.4.18: «Καὶ κατὰ τῶν δὶς κεκριμένων βασιλεὺς
ἀποκαθίστησιν...» (Basilicorum, Libri LX, ed. H.J. Scheltema et N. Van der Wal,
Groningen/ Gravenhage, 1955/56. Ecloga Basilicorum, ἐκδ. L. Burgmann
[Forschungen zur byzantinischen Rechtgeschichte 15], Frankfurt 1988, 389 καὶ
515). Βλ. καὶ Synopsis Basilicorum, E, IX: «Περὶ ἐκκλήτου καὶ τίνες δύνανται ἐκκαλεῖσθαι,
καὶ ποῖαι τῶν ἀποφάσεων οὐχ ὑπόκεινται ἐκκλήτῳ καὶ περὶ διαφόρων προθεσμιῶν τῆς
ἐκκλήτου καὶ ὅτι τρίτον τις οὐκ ἐκκαλεῖται» (I. - Π. Ζέπος, Jus
Graecoromanum Ε’, Aalen 1962, 257).
89. Ρ. Π. Γ´, 238-239.
90. Ρ. Π. Γ´, 240.
91. Ρ. Π. Γ´, 589.
92. Ρ. Π. Β´, 180-181.
93. Ed. E. Schwartz, Acta Conciliorum Oecumenicorum, Concilium
Universale Chalcendonese, Berolini et Lipsiae 1927 (φωτοτυπικὴ ἀνατύπωση 1965),
2, 1, 3, σελ. 5 καὶ 6 (πρᾶξις η’).
94. Ρ. Π. Β´, 282.
95. Ρ. Π. Β´, 173.
96. Ἰω. Καρμίρης, ὅπ. παρ., 915, 916
97. Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικὰ Ἔγγραφα Β´, 210-212.
98. Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικὰ Ἔγγραφα Β´, 39.
99. Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικὰ Ἔγγραφα Β´, 217 (Πρᾶξις ὑποτάσσουσα καὶ αὖθις
τῷ Ἀντιοχικῷ θρόνῳ τὴν μητρόπολιν Χαλεπίου).
100. Π. Μενεβίσογλου, Ἱστορικὴ Εἰσαγωγὴ εἰς τοὺς κανόνας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας,
Στοκχόλμη 1990, 241 καὶ 241, ὑποσ. 2. (Βαλσαμών, Ἑρμηνεία στὸ 29. κανόνα, Ρ. Π.
Β´, 287).
101. Βλ. Φειδᾶς, Ὁ θεσμὸς τῆς Πενταρχίας τῶν Πατριαρχῶν, Ι, Προϋποθέσεις
διαμορφώσεως τοῦ θεσμοῦ (ἀπ᾽ ἀρχῆς μέχρι τὸ 451), Ἀθῆναι 1969, σελ. 199-200, ὑποσ.
114.
102. ACO 2, 1, 3, σελ. 104-105.
103. Γιά τήν ἔννοια τῆς Δεήσεως πρός τόν αὐτοκράτορα, βλ. Ἰ. Παναγιωτίδης,
Ἡ Δέησις/ Supplicatio ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορα στὸ βυζαντινορωμαϊκὸ δίκαιο
(4ος-15ος αἰ.), Θεσσαλονίκη 2011.
104. ACO 2, 1, 3, σελ. 104.
105. ACO 2, 1, 3, σελ. 104: «Ἔγραψα γὰρ ὡς κελευσθεὶς ὑπέγραψα εἰδὼς ὡς
οὐδὲν τοῦτο προκρίνει μοι τῶν θεϊκῶν καὶ τῶν θείων νόμων τὰ μὴ ἐκ προθέσεως, ἐξ
ἀνάγκης δὲ γινόμενα μηδεμίαν ἔχειν ἰσχὺν διοριζόντων».
106. V. Grumel, Les regestes du Patriarchat de Constantinople, Vol. I,
Les Actes des Patriarches, Fasc. I, Les Regestes de 381 ὰ 715. Paris 1972, N.
113. ACO 2,1,3, σελ. 106: « Σύνοδος εὐλαβεστάτων ἐπισκόπων γέγονεν ἐν Κωνσταντινουπόλει
καὶ Ὅρος ἐδόθη, ᾦτινι καὶ Μάξιμος ὁ εὐλαβέστατος ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας ὑπέγραψε».
107. ACO 2,1,3, σελ. 106:«Ἀνατόλιος ὁ εὐλαβέστατος ἀρχιεπίσκοπος
Κωνσταντινουπόλεως εἶπεν· Ἀνακόλουθά τινα ἔπραξεν, καὶ ἀγανακτήσασα ἡ σύνοδος ἡ
ἐνταῦθα κατὰ κανόνας κινηθεῖσα ἀκοινωνησίαν αὐτῷ ἔπεμψεν».
108. ACO 2, 1, 3, σελ. 106.
109. ACO 2, 1, 3, σελ. 107.
110. ACO 2, 1, 3, σελ. 107.
111. Κανόνας 74 τῶν Ἀποστόλων (Ρ. Π. Β´, 93-94).
112. ACO 2, 1, 3, σελ. 107.
113. Mansi 11, 1213 (Ἐκ τῆς ἐπιστολῆς τοῦ πάπα Ἰουλίου πρὸς τοὺς δικαστὰς
τοῦ Μ. Ἀθανασίου). Μητρ. Μάξιμος (Σάρδεων), Τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ
Ἐκκλησίᾳ, Θεσσαλονίκη 1972, 134-135, ὑποσ. 1.
114. V. Grumel, Les Regestes des Actes du Patriarchat de Constantinople,
N. 10.
115. V. Grumel, Les Regestes des Actes du Patriarchat de Constantinople,
N. 16, 20, 23.
116. V. Grumel, Les Regestes des Actes du Patriarchat de Constantinople,
N. 33.
117. V. Grumel, Les Regestes des Actes du Patriarchat de Constantinople,
Vol. I, Les Actes des Patriarches, Fasc. II et III, Les Resestes de 715 ὰ 1206,
N. 715.
118. Ρ. Π. Ε´, 18-19. V. Grumel, Les Regestes, 804.
119. Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Tom. 17 (De Michaele et
Andronico Palaeοlogis), 451. CFHB 24/2.571 (ed. Al. Failler, Paris 1984).
120. CSHB 17, 452.
121. Γιά τή χρήση τῆς βυζαντινῆς νομοθεσίας ἀπὸ τούς συντάκτες τοῦ
Πηδαλίου, βλ. Π. Μενεβίσογλου, Τό Πηδάλιον καὶ ἄλλαι ἐκδόσεις τῶν ἱερῶν κανόνων
κατὰ τόν 18ον αἰῶνα, 236-239.
122. Ὡς ἡ μόνη ἐξαίρεση μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ τὸ διάταγμα τῶν αὐτοκρατόρων
Οὐαλεντιανοῦ Γ´ καὶ Μαρκιανοῦ: «Omnes sane pragmaticas sanctiones, quae contra
canones ecclesiasticos interventu gratiae et ambitionis elicitae sunt, robore
suo et firmitate vecuatas cessare praecipimus». Ἐὰν ὅμως ἡ διάταξη αὐτὴ
πράγματι περιεῖχε τὴν ὑπερίσχυση τῶν νόμων ἔναντι τῶν κανόνων, τότε δὲν θὰ ἦταν
ἀπαραίτητη ἡ σχετικὴ παρέμβαση τοῦ Ἰουστινιανοῦ καὶ ἡ ὅλη περαιτέρω σχετικὴ
συζήτηση. Τὸ διάταγμα περιέχεται μὲν στὸν Ἰουστινιάνειο Κώδικα, δὲν
περιλαμβάνεται ὅμως στὰ Βασιλικά (Codex, I. 2. 12).
123. . Ν. 131. 1, CJC III, ed. R. Shöll/ G. Kroll, 654-655. (Κ.
Νικολάου-Πατράγας, Αἱ Νεαραὶ τοῦ
Ἰουστινιανοῦ, Ἀθῆναι 2018, 622).
124. Μ. Πετρόβιτς, Ὁ νομοκάνων εἰς ΙΔ' τίτλους καὶ οἱ Βυζαντινοί
Σχολιασταί: Συμβολὴ εἰς τὴν ἔρευναν τῶν θεμάτων περὶ σχέσεων ἐκκλησίας καὶ
πολιτείας καὶ τῶν ἐπισκόπων Παλαιᾶς καί Νέας Ρώμης, Ἀθῆναι 1970, 84-106.
125. H.-G. Beck, Nomos, Kanon und Staatsraison in Byzanz, Wien 1981, 61.
126. Σπ. Τρωϊᾶνος, Οἱ Νεαρὲς Λέοντος ΣΤ´ τοῦ Σοφοῦ· Προλεγόμενα-κείμενο-ἀπόδοση
στὴ νεοελληνική, εὑρετήρια καὶ ἐπίμετρο, Ἀθήνα 2007, 65. Ὁ Λέων ὁ Σοφὸς οὐσιαστικὰ
μὲ τὴ Ν. 7 φαίνεται νὰ ἀναιρεῖ, ὅσα ὁ ἴδιος κατέγραψε στὴ Ν. 2, ὅπου γιὰ θέματα
ἱερωσύνης καὶ χειροτονίας ἐπισκόπων ἐκφράζει τὴν ἀπορία, «πῶς οὐκ εὐλαβήθησάν
τινες, ὥσπερ ἐνδεῶς ἐκείνων ἐχόντων τολμᾶν ἑτέρων ἐκθέσει νόμων τοὺς ἱεροὺς καὶ
θείους ἀθετεῖν νόμους». Οὐσιαστικὰ ὅμως ὁ Λέοντας ὁ Σοφὸς διαφωνεῖ μὲ τὸ περιεχόμενο
τῶν πολιτικῶν διατάξεων καὶ γι' αὐτὸ τὸ λόγο τὶς καταργεῖ καὶ προκρίνει μὲ τὴ
δικὴ του Νεαρὰ τὴ ρύθμιση τῶν ἱερῶν κανόνων (Σπ. Τρωϊᾶνος, ὅπ.παρ., 48-49).
127. CJC III, 611-612. Κ. Νικολάου-Πατράγας, Αἱ Νεαραὶ τοῦ Ἰουστινιανοῦ,
582-583.
128. Basilica, 3. 1. 38 (ἐκδ. H. J. Schltema-N. Van der Wal, 98).
129. Collectio LXXXVII Capitulorum, 57. Ἔκδ. J. Pitra, Juris
ecclesiastici Graecorum historia et monumenta, τ. II (1868), 401.
130. Ρ. Π. Α´, 181.
131. Ρ. Π. Γ´, 147.
132. G. Voellus-H. Justellus, Bibliotheca Juris Canonici Veteris,
Parisiis 1661, 607. Π. Μενεβίσογλου, Αἱ ἐκδόσεις τῶν ἱερῶν κανόνων κατὰ τόν
16ον καὶ 17ον αἰῶνα (1531-1672), Κατερίνη 2007, 103-129.
133. G. Berevegius, Συνοδικὸν sive Pandectae Canonum, Oxonii 1672, τ.
II, 97. Π.Μενεβίσογλου, Αἱ ἐκδόσεις τῶν ἱερῶν κανόνων, 133-182. Π.
Μενεβίσογλου, (πρώην) Μητρ. Σουηδίας, Τό Πηδάλιον καὶ ἄλλαι ἐκδόσεις τῶν ἱερῶν
κανόνων κατὰ τόν 18ον αἰῶνα, 164, ὑποσ. 22: «Ἤτοι τὸ Συνοδικὸν τοῦ Βευερηγίου.
Οἱ συγγραφεῖς τοῦ Πηδαλίου, δία τοῦ Συνοδικοῦ τοῦ Βευερηγίου, ἔχουν εἰς τὴν διάθεσιν
αὐτῶν ὄχι μόνον τὸ κείμενον τῶν ἱερῶν κανόνων, ἄλλα καὶ τὰς "ἐξηγήσεις"
Ἰωάννου τοῦ Ζωναρᾶ καὶ Θεοδώρου τοῦ Βαλσαμῶνος εἰς τοὺς ἱεροὺς κανόνας, τὴν
"σύνοψιν" τῶν ἱερῶν κανόνων, τὴν ἑρμηνείαν Ἀλεξίου τοῦ Ἀριστηνοῦ εἰς
τὴν "κανονικὴν σύνοψιν", καὶ βεβαίως ὅλα τὰ κανονικὰ καὶ ἱστορικὰ κείμενα
τὰ περιλαμβανόμενα ἐν τῷ Συνοδικῷ».
134. Π. Μενεβίσογλου, (πρώην) Μητρ. Σουηδίας, Τό Πηδάλιον καὶ ἄλλαι ἐκδόσεις
τῶν ἱερῶν κανόνων κατὰ τόν 18ον αἰῶνα, Κατερίνη 2008, 237, ὑποσ. 69.
135. Ρ. Π. ΣΤ´, 217.
136. ACO II, I, 3, σελ.19 ἑπ.Σπ. Τρωϊᾶνος, Ἡ Ἐκκλησιαστικὴ Δικονομία
μέχρι τοῦ θανάτου τοῦ Ἰουστινιανοῦ, 142, ὑποσ. 4.
137. ACO 2, 1, 3, σελ. 42.
138. Σπ. Τρωϊᾶνος, Ἡ Ἐκκλησιαστικὴ Δικονομία μέχρι τοῦ θανάτου τοῦ Ἰουστινιανοῦ,
133.
139. Ν. 123. 21. CJC III, 611. Κ. Νικολάου-Πατράγας, Αἱ Νεαραὶ τοῦ Ἰουστινιανοῦ,
582.
140. Ρ. Π. Β´, 184.
141. Ρ. Π. Β´, 93-94.
142. V. Grumel, Les Regestes des Actes du Patriarchat de Constantinople,
Vol. I, Fasc. I, N.10.
143. Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου, Τό πολίτευμα καὶ οἱ Θεσμοί τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας.
Κράτος-Διοίκηση-Οικονομία-Κοινωνία, Ἀθήνα 2004, 48-50, 235-247. Βλ..Φειδᾶς, Βυζάντιο.
Βίος-Θεσμοί-Κοινωνία-Ἐκκλησία-Παιδεία-Τέχνη, Ἀθῆναι 1997, 166. Γιὰ τὴν ἀρχικὴ ἀσάφεια
τῆς ἔννοιας τοῦ θέματος, βλ. Τὸ ἔργον τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου,
περὶ τῶν θεμάτων τῶν ἀνηκόντων τῇ βασιλείᾳ τῶν Ρωμαίων πόθεν ἔσχον τὰς ὀνομασίας
καὶ τΊ σημαίνουν αἱ τούτων προσηγορίαι. ἐκδ. A. Pertusi, Costantino
Porfirogenito, De Thematibus. Introduzione, testo critico, commento, Città del
Vaticano 1952.
144. . Codex I. 2. 6.
145. Bas.V,1,5:«Δεῖ τοὺς ἐν Ἰλλυρικῷ περὶ κανονικοῦ τινος ζήτησιν ποιουμένους
ἀναφέρειν τοῦτο ἐπὶ τὸν ἀρχιεπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως καὶ παρ' αὐτοῦ τῇ ἱερατικῇ
συνόδῳ καὶ ἁγίᾳ κρίσει καὶ θείῳ νόμῳ διακρίνεσθαι». Ρ. Π. Α´, 164. Εἶναι
σημαντικὴ ἡ ἐπισήμανση τοῦ Βαλσαμώνα: «Ἡ στ´ διάτ. τοῦ β´ τίτ. τοῦ α’ βιβλίου
τοῦ κώδικα ἐστι τῶν Βασιλικῶν βιβλ. ε´ τίτ. ά κεφ. στ´». (Ρ. Π. Α´,
165).
146. Ἡ συμπερίληψη τῆς διατάξεως αὐτῆς στὰ Βασιλικὰ εἶναι ἐντυπωσιακὴ καὶ
ἐνδιαφέρουσα, δεδομένου ὅτι τὸ (Ἀνατολικὸ) Ἰλλυρικὸ μέχρι τὸ 535 δὲν ὑπήγετο
διοικητικὰ οὔτε στὸ θρόνο τῆς Παλαιᾶς, οὔτε τῆς Νέας Ρώμης, τότε δὲ ὑπήχθη στὸ
θρόνο τῆς Ρώμης. Βλ. Βλ. Φειδᾶς, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία Α', Ἀθῆναι 2002, 830.
147. Βαλσαμὼν στό 12. κανόνα τῆς Ἀντιόχειας (Ρ. Π. Γ´, 147).
148. Mansi 17A, 499 AB.
149. Ν. 590/1977, Περί τοῦ καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος,
Ἄρθρ. 44.2.
150. Γιὰ τὴ διοικητικὴ διαίρεση τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους, Βλ. Γ. Καραγιαννόπουλος,
Τό Βυζαντινὸ Κράτος, Κρατικὴ Οργάνωση-Κοινωνικὴ Δομή, Ἀθῆναι 1988, 40-41. Αἰκ.
Χριστοφιλοπούλου, Τὸ πολίτευμα καὶ οἱ θεσμοὶ τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας,
48-49.
151. Ρ. Π. Γ´, 147: «Ἐμοὶ δὲ δοκεῖ τὸν κανόνα ἐκφωνηθῆναι διὰ τὰς ἀποφάσεις
τῶν ἄλλων ἐπισκόπων, οὐ μὴν καὶ τῶν πατριαρχῶν· αἱ ψῆφοι γὰρ τούτων ἐκκλήτῳ οὐχ
ὑπόκεινται».
152. Ὁ Βαλσαμὼν ἀναφέρεται στὸ σχόλιό του στὴ Νεαρὰ 123, ἐνῶ ἐσφαλμένα ἀποδίδει
τὸ περιεχόμενό του στὴ Νεαρὰ 137.
153. CJC III, 611-612. Κ. Νικολάου-Πατράγας, Αἱ Νεαραὶ τοῦ Ἰουστινιανοῦ,
33-37.
154. Ρ. Π. Γ´, 149.
155. Ρ. Π. Γ´, 149-150: «...ἡ δὲ δευτέρα οἰκουμενικὴ σύνοδος καὶ ἡ δ´
δεδώκασι τῷ Πατριάρχῃ Κωνσταντινουπόλεως τὰ προνόμια τοῦ πάπα, καὶ ὥρισαν κατ᾽ ἐκεῖνον
ἐπὶ πᾶσι τιμᾶσθαι».
156. Βλ. ὑποσ. 48.
157. Beveregius, Συνοδικόν, II, 97.
158. Ecloga Basilicorum, Eis. 11. 6 (ed. L. Burgmann, Forchungen zur
byzantinischen Rechtsgescichte, 15, Franfurg/am Main 1988, 6).
159. Ρ. Π. ΣΤ´, 218.
160. PG 113, 489C.
161. Σπ. Τρωϊᾶνος, Οἱ πηγὲς τοῦ Βυζαντινοῦ Δικαίου, Ἀθήνα-Κομοτηνή 2011,
240-246.
162. Ἰ. Π. Ζέπος, Jus Graecoromanum II, Aaalen 1962, 260.
163. Ἰ. Π. Ζέπος, Jus Graecoromanum, ὅπ.παρ.
164. Ἰ. Π. Ζέπος, Jus Graecoromanum, 242-243.
165. . Ρ. Π. ΣΤ´, 218: «...Ζήτει καὶ τὸ η´ κεφ. τοῦ Π στοιχείου».
166. G. Voellus-H. Justellus, Bibliotheca, 1324.
167. Γιὰ τὴν Collectio Tripartita, Βλ. Σπ. Τρωϊᾶνος, Οἱ Πηγὲς τοῦ
Βυζαντινοῦ Δικαίου, 194-195.
Π. Μενεβίσογλου, Αἱ ἐκδόσεις τῶν ἱερῶν κανόνων κατὰ τόν 16ον καὶ 17ον αἰῶνα,
128-129. Ἡ τελευταία ἔκδοση τῆς Collectio Tripartita εἶναι αὐτή τῶν Ν. van der
Wal – B. H. Stolte, Groningen 1994.
168. PG 138, 1281 A.
169. Σύνταγμα Ἀθανασίου 1. 2. 42, hsg. D. Simon-Sp. Troianos, Das
Novellensyntagma des Athanasios von Emesa [Forschungen zur byzantinischen
Rechtsgeschichte 16], Franfurt/am Main 1989, 38. 19-20.
170. PG 138, 1100 A.
171. PG 138, 1152 D.
172. PG 138, 1177 B.
173. G. Voellus-H. Justellus, Bibliotheca Juris Canonici Veteris,
1278-1279.
174. Ρ. Π. Α´, 180.
175. Codex Justinianus, ὅπ.παρ., 45.
176. Ρ. Π. Α´, 171.
177. Ρ. Π. Α´, 181.
178. Ρ. Π. Γ´, 336.
179. Ρ. Π. Γ´, 349.
180. K. Harmenopoulos, Manuale Legum sive Hexabiblos, e. G. E. Heimbach,
Aalen 1969 (Leipzig 1851), 84 καὶ 85-86.
181. Π. Μενεβίσογλου, Οἱ ἐπισκοπικοὶ τίτλοι ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, Ξενία
Ἰακώβῳ Ἁρχιεπισκόπῳ Ἀμερικῆς, Θεσσαλονίκη 1985, 206-208.
182. Πηδάλιο, 193: «Ἔξαρχος λοιπὸν τῆς Διοικήσεως εἶναι ὁ τῆς Διοικήσεως
Μητροπολίτης, ὁ προνόμιόν τι ἔχων ὑπὲρ τοὺς ἄλλους τῆς αὐτῆς Διοικήσεως
Μητροπολίτας. Τοῦτο δὲ τὸ τῶν Ἐξάρχων προνόμιον σήμερον οὐκ ἐνεργεῖ...δὲν ἔχουσι
ὑποκειμένους αὐτοῖς καὶ τοὺς ἐν ταῖς διοικήσεσι Μητροπολίτας» (Ὑποσημείωση στὸ
9. κανόνα τῆς Χαλκηδόνας).
183. . Πηδάλιο, 161: «...Ἔξαρχον διοικήσεως ὠνόμασε ὁ θ᾽ καὶ κη᾽ τῆς δ´ ἄλλον
ὄντα παρὰ τὸν πατριάρχην».
184. Ρ. Π. Β´, 259: «Τινὲς μὲν οὖν ἐξάρχους τῆς διοικήσεως, τοὺς
πατριάρχας φασί, καὶ εἰς σύστασιν τοῦ οἰκείου λόγου, χρῶνται τῷ μβ´ κανόνι
τῆς ἐν Καρθαγένῃ συνόδου...».
185. I. Leunclavius, Juris Graeco-Romani tam canonici quam civilis tomi
duo, τ. I-II, Franfurt 1596 (ἀνατ. Farnborough 1971). Π. Μενεβίσογλου, Τό
Πηδάλιον καὶ ἄλλαι ἐκδόσεις τῶν ἱερῶν κανόνων κατὰ τόν 18ον αἰῶνα, 232
186. Πηδάλιο, 193.
187. Πηδάλιο, 161.
188. Ρ. Π. Β´, 260.
189. Ρ. Π. Β´, 173 καὶ 282.
190. Πηδάλιο, 193.
191. Ρ. Π. Γ´, 241.
192. J. Darrouzès, Documents inédits d'Ecclésiologie Byzantine. Textes
édités, traduits et annotés, Paris 1966, 334.
193. Ἐννοεῖται ἡ ἐπί Ἱ. Φωτίου συγκληθεῖσα σύνοδος τῶν ἐτῶν 879/80, ἡ ὁποία
καὶ ἀνεγνώρισε τὴν Οἱκουμενικότητά της. Βλ. καὶ Mansi 17, 497DE.
194. ACO, 2, 1, 3, σελ. 52. Βλ. Φειδάς, Ὁ Θεσμὸς τῆς Πενταρχίας τῶν Πατριαρχῶν,
Ι, 237-251.
195. ACO, 2, 1, 3, σελ. 53.
196. V. Grumel, Les Regestes, N. 400, 45.
197. V. Grumel, Les Regestes, N. 49a.
198. V. Grumel, Les Regestes, N. 86b, 88, 90.
199. ACO, 2, 1, 3, σελ. 68.
200. ACO, 2, 1, 3, σελ. 69.
201. V. Grumel, Les Regestes, N. 1097.
202. Δ. Ἀποστολόπουλος / Μ. Παΐζη-Ἀποστολοπούλου, Οἱ πράξεις τοῦ
Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Ἐπιτομή-Παράδοση-Σχολιασμός. Ι. 1454-1498, Ἀθήνα
2013, π. 77, 194-196.
203. F. Miklosich-J. Müller, Acta et Diplomata, I, 438.
204. F. Miklosich-J. Müller, Acta et Diplomata, 380.
205. F. Miklosich-J. Müller, Acta et Diplomata, I, vol. 2, 40.
206. Ἱερομονάχου, ἀρχιμανδρίτου καὶ ἐπιτρόπου Ἰωαννίνων Ἰακώβου,
Βακτηρία Ἀρχιερέων (1645), Τόμ. Γ´, Στοιχεῖα Λ-Ω, Ἐπιμ. Πρ. Ἀκανθόπουλος,
Θεσσαλονίκη 2008, 1278.
207. Σπ. Τρωϊᾶνος, Ἡ Ἐκκλησιαστικὴ Δικονομία μέχρι τοῦ θανάτου τοῦ Ἰουστινιανοῦ,
145.
208. J. Darrouzès, Documents inédits d'Ecclesiologie Byzantine, 334.
209. P. G. 132, 1101CD.
210. Κατὰ τὸ Θεόδωρο τὸ Στουδίτη: «εἰ παρατραπῇ εἷς ἐκ τῶν πατριαρχῶν, ὑπὸ
τῶν ὁμοταγῶν...τὴν ἐπανόρθωσιν λήψεσθαι». P.G. 99, 1420. CFHB 31/2.698. Τήν ἴδια
ἄποψη ἐκφράζει καὶ ὁ ἐκθρονισθεὶς κατὰ τὴ διάρκεια τῆς εἰκονομαχίας πατριάρχης
Νικηφόρος. P.G. 100, 121-124. Τό θέμα χρήζει περαιτέρω διερευνήσεως στὴν ἔρευνα.
211. Ἑρμηνεία στὸ 17. κανόνα τῆς Χαλκηδόνας, Ρ. Π. Β´, 259-260.
212. Ρ. Π. Β’, 239. Βλ. Φειδᾶς, Προϋποθέσεις διαμορφώσεως του θεσμοῦ τῆς
Πενταρχίας τῶν Πατριαρχῶν, Ἀθῆναι 1969, 292-293, ὑποσ. 380 καὶ 381 καὶ 382.
213. Ρ. Π. Β’.
214. Τὸ πολυσήμαντον τῆς ἔννοιας τῆς Διοικήσεως γνωρίζουν οἱ συντάκτες τῆς
ὑποσημειώσεως, δὲν ἐξάγουν ὅμως ἐξ αὐτοῦ κάποιο συμπέρασμα ποὺ νὰ διευκολύνει τὴν
ἑρμηνεία τους. Πηδάλιο, 161: «Τὸ τῆς Διοικήσεως ὄνομα πολυσήμαντον ἐστιν, ὅσον ἐν
τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς πράγμασι. Α'. γὰρ σημαίνει τὴν ἑκάστου ἐπισκόπου ἐπισκοπὴν
καὶ παροικίαν, κατὰ τὸν ξβ’ τῆς Καρθ. Β'. τὴν ἐπαρχίαν τοῦ Μητροπολίτου κατὰ τὸ
κη’ τῆς δ'. Γ. πολλῶν Μητροπολιτῶν ἐπαρχίας ἐν μιᾷ διοικήσει κειμένας κατὰ τὸν
στ' τοῦτον τῆς β'. Δ'. τὴν ἑκάστου Πατριάρχου ἐνορίαν, ὡς λέγεται ἐν πολλοῖς τόποις
τῶν πρακτικῶν τῶν Συνόδων ὡς ἐν τοῖς τῆς ἐν Εφέσῳ "ἡ ἁγία Σύνοδος τῆς ἀνατολικῆς
διοικήσεως". Καὶ Ε’. τῶν δύο ἤ τριῶν Πατριαρχῶν ἐνορίας
ὁμοῦ, ὡς εἴρηται ἐν τῇ ζ’ “Ἰωάννου καὶ Θωμᾶ τῶν τοποτηρητῶν τῆς ἀνατολικῆς
διοικήσεως, Ἀντιοχείας δηλ. καὶ Ἱεροσολύμων"».
215. Γιὰ τὴν ἔννοια τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τίτλου "Πατριάρχης",
Βλ. Πηδάλιο, 129-130 (Ὑποσημείωση στὸν 6. κανόνα τῆς α΄ Οἰκουμενικῆς).
Βλ. Φειδᾶς, Ὁ Θεσμὸς τῆς Πενταρχίας τῶν Πατριαρχῶν, ΙΙ, Ἰστορικοκανονικὰ προβλήματα
περὶ τὴν λειτουργίαν τοῦ θεσμοῦ (451-553), Ἀθῆναι 1977, 27-37.
216. Ὅταν κατὰ τὴ γ' συνεδρίαση τῆς Συνόδου ἔπρεπε νὰ συγκροτηθεῖ ἐπιτροπὴ
γιὰ τὴν ἐξέταση τοῦ Τόμου τοῦ Λέοντα οἱ ἄρχοντες καὶ ἡ Σύγκλητος ἔκαναν τὴν ἀκόλουθη
πρόταση: "εἰ δοκεῖ τῇ ὑμετέρᾳ εὐλαβείᾳ, οἱ ὁσιώτατοι πατριάρχαι διοικήσεως
ἑκάστης ἐπιλεξάμενοι ἕνα ἢ ἕκαστον τῆς ἰδίας ἕκαστος διοικήσεως, εἰς τὸ μέσον
παρελθόντες καὶ κοινῇ περὶ πίστεως βουλευσάμενοι, τὰ συνευδοκοῦντα φανερὰ πᾶσι
καταστήσουσι".
217. Μητρ. Σάρδεων Μάξιμος, Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖον ἐν τῇ ὁρθοδόξῳ
Ἐκκλησίᾳ, Θεσσαλονίκη 1972, 160-211.
218. Βλ. Φειδᾶς, Προϋποθέσεις διαμορφώσεως τοῦ θεσμοῦ τῆς Πενταρχίας τῶν
Πατριαρχῶν, 300, ὑποσ. 403. Τοῦ ἰδίου, Ὁ Θεσμὸς τῆς Πενταρχίας τῶν Πατριαρχῶν,
Ι, Προϋποθέσεις διαμορφώσεως τοῦ θεσμοῦ (Ἀπ' ἀρχῆς μέχρι τὸ 451), Ἀθῆναι 1997,
302:"Ὑπὸ τὸ πνεῦμα αὐτὸ νομίζομεν, ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἀναφέρωμεν τὸν τίτλον
ἔξαρχος τῶν κανόνων θ' καὶ ιζ΄ καὶ εἰς τοὺς ἐπισκόπους Ἀλεξανδρείας καὶ Ἀντιοχείας,
ἀλλὰ μόνον εἰς τὰς διοικήσεις ἐκείνας, ἐν αἷς ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως
εἶχεν ἀποκτήσει κατ’ ἔθος ἐξαιρετικὴν ἐξουσίαν ἐν τῷ δικαίῳ τῶν χειροτονιῶν".
219. Βλ. Φειδᾶς, ὅπ.παρ., 302.
220. Βλ. Φειδᾶς, ὅπ.παρ., 235.
221. Βλ. Φειδᾶς, Ἡ Συνοδικὴ Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (1686)
καὶ ἡ Αὐτοκεφαλία τῆς Ἐκκλησίας Οὐκρανίας
http://ec-patr.org/docdisplay.php?lang=gr&id=2627&tla=gr.
222. Βλ. ἀνωτ. ὑποσ. 138.
223. Σπ. Τρωϊᾶνος, Ἡ Ἐκκλησιαστικὴ Δικονομία μέχρι τοῦ θανάτου τοῦ Ἰουστινιανοῦ,
149.
224. Σπ. Τρωϊᾶνος, ὅπ. παρ., 139.
225. Π. Παναγιωτάκος, Σύστημα τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου κατὰ τὴν ἐν Ἑλλάδι
ἰσχὺν αὐτοῦ, Τόμ. Γ´, Τὸ Ποινικὸν Δίκαιον τῆς Ἐκκλησίας, Θεσσαλονίκη 2011, 836.
226. Π. Παναγιωτάκος, ὅπ. παρ., 836, ὑποσ. 3.
227. . Codex I. 2.24.
228. Π. Παναγιωτάκος, Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριαρχικὸς Θρόνος τῆς
Κωνσταντινουπόλεως. Ἐκκλησιαστικὴ καὶ Πολιτικὴ θέσις, Ἀθῆναι 1948, 29-30.
229. Π. Παναγιωτάκος, ὅπ. παρ., 30, ὑποσ. 2.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου