Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2019

Βαπτιζομένου του Κυρίου εν Ιορδάνη - Δ. Γ. Κουτρουμπής


Βαπτιζομένου του Κυρίου εν Ιορδάνη
Δ. Γ. Κουτρουμπής

Η εορτή της επιφανείας του Θεού εις τον κόσμον συνεδυάσθη πολύ ενωρίς – πιθανώτατα, τον 3ον μ.Χ. αιώνα – με τον εορτασμόν της βαπτίσεως του Χριστού εις τον Ιορδάνην. Ο συνδυασμός αυτός δεν ήτο αυθαίρετος ή τυχαίος, αλλ’ ήλθε να εκφράση λειτουργικώς μίαν πραγματικότητα, την «θεολογικήν πείραν» της εν Χριστώ αδελφότητος, την πίστιν δηλαδή της Εκκλησίας.
          Ως γνωστόν, απ’ αρχαιοτάτων χρόνων, από της εποχής των Αποστόλων και των ευαγγελιστών, η Εκκλησία εθεώρησε την βάπτισην του Κυρίου υπό του Προδρόμου ως «σημείον» με διπλήν σημασίαν. Την είδεν ως φανέρωσιν του τρισηλίου και τρισυποστάτου Θεού, ως επιφάνειαν του τριφεγγούς και τρισαρίθμου Κυρίου, με άλλας λέξεις ως αποκάλυψιν της Αγίας Τριάδος, η γνώσις και προσκύνησις του μυστηρίου της οποίας αποτελεί δια τον άνθρωπον σωτηρίαν, πραγματοποίησιν του σκοπού, δια τον οποίον εκλήθη εκ κοιλίας μητρός.
Συγχρόνως όμως την εθεώρησε και ως έναρξιν του σωτηρίου έργου του Χριστού του Θεού, ως απαρχήν «της βασιλείας του υιού της αγάπης αυτού», ως θριαμβευτικήν είσοδον του Βασιλέως των όλων εις τον ναόν του –τον κόσμον, την ανθρωπότητα, εκάστην ψυχήν – διά να ιερουργήση το μυστήριον της μεταβολής του φθαρτού και θνητού πλάσματός του εις μέτοχον και κοινωνόν της θείας φύσεως και ζωής. Πράγματι δε, όλοι οι ευαγγελισταί αρχίζουν την διήγησιν της δημοσίας ζωής του Κυρίου με την βάπτισίν του εις τον Ιορδάνην υπό του Ιωάννου.
          Δύο όψεις λοιπόν διέκρινεν η Εκκλησία εις το γεγονός της βαπτίσεως του Κυρίου της, και δια τον λόγον αυτόν δύο εννοίας προσέδωσεν εις την εορτήν της 6ης Ιανουαρίου. Την εθεώρησεν: α’) εορτασμόν της φανερώσεως του ζώντος και αληθινού Θεού, της Αγίας Τριάδος∙ και β’) εορτασμόν της αποκαλύψεως της ορατής εικόνος Αυτού, του Χριστού, σύμμορφος προς την οποίαν καλείται να γίνη ο άνθρωπος, προκειμένου να εκπληρώση τον προορισμόν του, ήτοι να γνωρίση, να προσκυνήση και να εικονίση τον κτίστην και δημιουργόν του. Αλλά τας δύο αυτάς όψεις του κυριακού βαπτίσματος, τας δύο αυτάς σημασίας της εορτής της Θεοφανείας, εθεώρησε πάντοτε η Εκκλησία όχι ως δύο διαφορετικάς πραγματικότητας, αλλ’ ως εκφάνσεις ενός και του αυτού συστηρίου, του Μυστηρίου του Χριστού, του Λόγου του Θεού που έγινεν άνθρωπος, δια να αποσπάση τον άνθρωπον από την εξουσίαν του σκότους και να τον οδηγήση εις το φως της τελείας γνώσεως, της ορθής προσκυνήσεως και της θεομορφούσης αγάπης του τριαδικού Θεού, εις την ημέραν δηλαδή της βασιλείας του Θεού.
          Το τέταρτον ευαγγέλιον παρουσιάζει τον Κυριον εις την αρχήν της δημοσίας δράσεώς του ως ένα φωτεινόν σημείον μέσα εις τον απέραντον ωκεανόν του σκότους και της σκιάς του θανάτου που καλύπτει την κτίσιν και τον άνθρωπον. Ειδικώτερον, τον περιγράφει ως τον άμωμον αμνόν του Θεού, αίροντα την αμαρτίαν του κόσμου και καταστρέφοντα αυτήν εις τα ρείθρα του Ιορδάνου. Εις την περιγραφήν αυτήν ανέκαθεν ανεγνώρισαν οι Πατέρες την εικόνα του εκκλησιαστικού βαπτίσματος, το οποίον άλλοτε μεν απεκάλεσαν «φωτισμόν και ανάστασιν του πεσόντος Αδάμ», του πεπτωκότος ανθρώπου, που αγνοεί τον αληθινόν Θεόν και συνεπώς αδυνατεί να τον λατρεύση και να τον δοξάση ορθώς, άλλοτε δε το εχαρακτήρισαν ως «επιφάνειαν του τριαδικού Θεού εις την ζωήν ενός εκάστου εξ ημών», ως ανατολήν του μυστικού εκείνου αστέρος που οδηγεί κάθε πιστόν εις την τελείαν γνώσιν και την πρόσωπον προς πρόσωπον θέαν του Θεού εν ουρανώ.
          Πράγματι, τι συμβαίνει όταν βαπτίζεται ένας άνθρωπος; Συμβαίνει το εξής: όπως, κατά την βάπτισιν του εις τον Ιορδάνην, ο Χριστός παρέσχεν εις τον κόσμον την γνώσιν του εν τριάδι Θεού και συνάμα ανέλαβε την διάνοιξιν της οδού, η οποία δια του πάθους και της αναστάσεως ωδήγησεν εις την δόξαν του Πατρός, παρομοίως και κατά την βάπτισιν του χριστιανού, ο αυτός Χριστός χορηγεί εις τον βαπτιζόμενον την χάριν του φωτισμού, το δώρημα της πίστεως, την γνώσιν του ζώντος Θεού, και συνάμα τον εισάγει εις την αφετηρίαν της οδού την οποίαν πρέπει και αυτός να ακολουθήση, προκειμένου να φθάση, όπως ο Χριστός, διά της ερήμου των θλίψεων και των παθών του κόσμου τούτου, διά της ερήμου του σταυρού, εις την αληθινήν γην της επαγγελίας, την αιωνίαν ζωήν της τελείας αγάπης και κοινωνίας της Αγίας Τριάδος. Η γνώσις του αληθινού Θεού και η μίμησις του Χριστού είναι εν και το αυτό πράγμα. Δι’ αυτό και η Εκκλησία εξ αρχής εθεώρησε και πολύ ενωρίς εώρτασε την επιφάνειαν του Κυρίου και την βάπτισιν του Χριστού αυτού, όχι ως δύο διαφορετικά πράγματα, αλλ’ ως μίαν ενιαίαν και αδιαίρετον πραγματικότητα, την πραγματικότητα του σαρκωθέντος και εν ημίν σκηνούντος Θεού.
          «Το βάπτισμα», γράφει ένας μεγάλος θεολόγος του 13ου αιώνος, συνοψίζων την εν προκειμένω διδασκαλίαν του Χρυσοστόμου και του Δαμασκηνού, «είναι το θεμέλιον της αγάπης, τ.ε. της ευχαριστίας, η οποία αποτελεί το μυστήριον της Εκκλησίας, της καινής εν Χριστώ ζωής. Συνίσταται δε η καινή αυτή ζωή, η ζωή του φωτισθέντος και αναστάντος ανθρώπου, εις την γνώσιν, την προσκύνησιν και την μίμησιν του τριαδικού Θεού». «Ονομάζομεν το βάπτισμα», συνεχίζει, «μυστήριον της θεογνωσίας, διότι δι’ αυτού λαμβάνομεν την χάριν να γινώσκωμεν και να λατρεύωμεν εν Πνεύματι Αγίω τον αληθινόν Θεόν. Την δε προέκτασιν του βαπτίσματος, την ευχαριστίαν, ονομάζομεν μυστήριον της αγάπης ή μυστήριον της τελειότητος, διότι ενούμενοι δι’ αυτής μετά του Θεού και των άλλων ανθρώπων τελειούμεθα, φθάνομεν δηλονότι εις το τέλος του προορισμού μας, ήτοι την ενότητα του γένους των ανθρώπων εν Χριστώ και την μεταβολήν αυτού εις εικόνα και ομοίωσιν της Αγίας Τριάδος».
          Ας εορτάσωμεν λοιπόν την εορτήν της βαπτίσεως του Χριστού, την εορτήν της επιφανείας του τριφεγγούς και τριλαμπούς Ηλίου, αναλογιζόμενοι το υψηλόν τέλος εις το οποίον μας εκάλεσε κατά την ημέραν της βαπτίσεώς μας η αγάπη του Θεού. Και ως βεβαπτισμένοι χριστιανοί ας μετέχωμεν επαξίως κάθε Κυριακήν εις το μυστήριον της αγάπης διά να φθάσωμεν με την χάριν του Θεού εις την τελειότητα: την πλήρη γνώσιν, την ορθήν δοξολογία, την τελείαν αγάπην και κοινωνίαν του ενός, αλλ’ εν τρισίν υποστάσεσιν και τρισίν προσώποις ζώντος, αληθινού Θεού.

Απόσπασμα από το βιβλίο «Η ΧΑΡΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ», εκδ. Δόμος
για την αντιγραφή: Μίσκιν


2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Βαθιά θεολογικό κείμενο πέρα από αυτά που συνήθως γράφουν για την ημέρα. Βαθιές μεν οι έννοιες αλλά αντιληπτές από κάθε ένα που γνωρίζει έστω και ολίγα.
Το ευχαριστώ είναι λίγο να το πω. Εκφράζω την ευγνωμοσύνη μου για την δημοσίευση.
ΥΓ Θα προμηθευτώ τα βιβλίο.

Ανώνυμος είπε...

Είναι χάρισμα το να μπορείς να γράφεις και να διδάσκεις Θεολογία. Διαβάζοντας τι μικρό αυτό κείμενο προσεγγίζεις τις δύο όψεις που διέκρινε η Εκκλησία εις το γεγονός της βαπτίσεως του Κυρίου.