Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2020

Τα μυδραλιοβόλα έσπειραν το θάνατο σε 800 ανθρώπους – μόνο 13 σώθηκαν | Ολοκαύτωμα Καλαβρύτων 13 Δεκεμβρίου 1943 - Σοφία Χατζή


 Τα μυδραλιοβόλα έσπειραν το θάνατο σε 800 ανθρώπους – μόνο 13 σώθηκαν | Ολοκαύτωμα Καλαβρύτων 13 Δεκεμβρίου 1943
 
Ο π. Κωνσταντίνος Μητρόπουλος εφημέριος του Ι.Ν. Κοιμήσεως της Θεοτόκου, θυμάται όσα του είπαν παππούδες και γιαγιάδες για τη μαύρη μέρα του ολοκαυτώματος
Είναι γεγονός ότι ένας λαός που θα αγνοήσει επιπόλαια την οδύνη των προγόνων του είναι καταδικασμένος να τη γευθεί ο ίδιος. Η 13η Δεκεμβρίου του 1943 είναι μια μαύρη σελίδα για τον τόπο των Καλαβρύτων, αλλά και για την πατρίδα μας. Αν κάποιος αντικρίσει τον λόφο του Καπή, όπου θυσιάστηκαν εκατοντάδες άνθρωποι από παράφρονες Γερμανούς κατακτητές δεν βλέπει μόνο ένα ιστορικό συμβάν, δεν βλέπει ένα γεγονός που έγινε και τελείωσε, αλλά αναβαπτίζεται μέσα σε αυτό το γεγονός. Σήμερα αν στρέψουμε τον νου μας στα μεγαλουργήματα που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος όταν έχει πολιτισμό και σε αντιπαράθεση δούμε τη λαίλαπα που δημιουργείται όταν πέφτει μια ολόκληρη ανθρωπότητα κάτω από το επίπεδο των ενστίκτων, παίρνουμε ένα μεγάλο μάθημα. Εκείνη τη μέρα ο κατακτητής δεν λειτούργησε ως ον πολιτισμένο, λειτούργησε στο επίπεδο του θηρίου.


Συνομιλήσαμε με τον π. Κωνσταντίνο Μητρόπουλο, που γεννήθηκε και κατοικεί μέχρι σήμερα στα Καλάβρυτα, προϊστάμενο του Μητροπολιτικού ναού Κοιμήσεως Θεοτόκου Καλαβρύτων. Ερευνώντας και μιλώντας για χρόνια με παππούδες και γιαγιάδες που έζησαν ή είχαν συγγενείς που βρέθηκαν στον τόπο του μαρτυρίου, διηγείται με πόνο για τη θλιβερή επέτειο της γενέτειράς του:
«Είμαι περίπου 20 χρόνια στον ναό αυτό, αλλά είμαι γέννημα θρέμμα του τόπου. Οι δάσκαλοί μας από το δημοτικό μέχρι και στο γυμνάσιο και λύκειο είχαν βάλει στόχο να μας φέρουν δίπλα στη μνήμη αυτού του γεγονότος. Ενθυμούμαι πολλές φορές ότι πολλοί των καθηγητών του σχολείου, μας ανέβαζαν στον λόφο του Καπή, γιατί ήθελαν να δούμε τα ονόματα των ανθρώπων που είναι γραμμένα στις πλάκες που βρίσκονται εκεί ως μνημεία. Επιδίωκαν να μας δώσουν τη δυνατότητα, όσο ήταν δυνατόν, να φτάσουμε στην ψυχή αυτών των ανθρώπων, στο τι σκέφτονταν, πώς γινόταν μια σμίκρυνση των ονείρων τους, των στόχων τους, μια σμίκρυνση της κοινωνίας και της σχέσης που είχαν με τους οικείους τους τη στιγμή που τα μυδράλια των εχθρών ήταν απέναντί τους και ήταν θέμα δευτερολέπτων να φύγουν από αυτήν τη ζωή. Αυτό μας είχε σημαδέψει στη μαθητική μας διαδρομή, αλλά και στην προσωπική διαδρομή του καθενός».

Στην ψυχή των παλαιών έχει καταγραφεί η θηριωδία και δεν λείπουν μέχρι σήμερα οι μαρτυρίες τους και η επίμονη επανάληψη της αναφοράς των γεγονότων εκείνης της ημέρας, κάθε φορά που κάποιος θα τους χαιρετήσει, ή θα πιεί μαζί τους έναν καφέ. Θέλοντας και μη φέρνουν την κουβέντα στα γεγονότα εκείνων των ημερών, σαν να παλεύουν να ξορκίσουν το κακό, με το να μην το λησμονήσουν όσο ζουν. Ο πατήρ Κωνσταντίνος θα επισημάνει:
«Αυτοί οι άνθρωποι τώρα είναι περίπου 85 έως 90 χρονών. Μου έρχεται για παράδειγμα στον νου ένας άνθρωπος που είναι γύρω στα 82, ο οποίος κάθε φορά που θα με δει, μου διηγείται ότι το 1943 ήταν μαθητής της δευτέρας δημοτικού, όταν μπήκε στην αίθουσα όπου γίνεται η διδασκαλία ο πατέρας του κρατούμενος και συνοδευόμενος από Γερμανούς στρατιώτες. Επειδή ήταν πολύ μικρός, ο Γερμανός στρατιώτης τού έδειξε να καταλάβει ότι έπρεπε να πάει με τη μητέρα του, στη διπλανή αίθουσα που είχαν συγκεντρώσει τις γυναίκες. Το παιδί όμως επειδή αγαπούσε πολύ τον μπαμπά του, τη στιγμή που ο Γερμανός είχε το βλέμμα του προς τα έξω, προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα, και ο Γερμανός τον αντελήφθη, τον έπιασε από τα ρούχα και τον πέταξε μέσα στις γυναίκες σαν να ήθελε να του πει με αυτόν τον τρόπο ότι άμα μπεις εκεί θα πεθάνεις, μείνε με τη μάνα σου».


Πριν από αυτή την καταστροφή, τα Καλάβρυτα ήταν μια ήρεμη κωμόπολη, με πρωτογενή παραγωγή γεωργίας, κτηνοτροφίας, όσο και με παραγωγή πολιτισμού. Στην πόλη αυτή των Καλαβρύτων το 1940 υπήρχε φιλαρμονική, την οποία θα τη ζήλευαν πολλές πόλεις και σήμερα ακόμα. Υπήρχαν δημόσιες υπηρεσίες, σχολεία, ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς σε μία κωμόπολη εκείνης της περιόδου. Όλο τούτο ήρθε να το διασαλεύσει εκείνη η μαύρη μέρα της κατοχής.


Ο ιερέας σήμερα, συναισθηματικά φορτισμένος, προσπαθεί ν’ αγγίξει την ανυπόφορη μνήμη:
Ο Γερμανός διοικητής διέταξε τους άνδρες να συγκεντρωθούν στην πλατεία
 «Λίγες μέρες πριν από την εκστρατεία των Καλαβρύτων στις 9 Δεκέμβρη, μια χειμωνιάτικη μέρα, μπήκε ο γερμανικός στρατός στα Καλάβρυτα, ο Γερμανός διοικητής διέταξε να συγκεντρωθούν όλοι οι κάτοικοι των Καλαβρύτων στην πλατεία του χωριού και εκεί αφού τους διαβεβαίωσε ότι δεν πρέπει να φοβούνται για κάτι τους παρακάλεσε μόνο να είναι ήσυχοι, να παραδώσουν τα όπλα τους και τους διαβεβαίωσε ότι στόχος της παραμονής και της ελεύσεως του Γερμανικού στρατού στην πόλη ήταν να εντοπίσει τους αντάρτες και τίποτα περισσότερο. Το μόνο που θα έπρεπε να κάνουν οι κάτοικοι είναι να αναφέρουν αν γνωρίζουν πού κρύβονται οι αντάρτες. Μετά αποχώρησαν. Όταν ο στρατός των Γερμανών έφυγε οι αντάρτες που ήταν κρυμμένοι κατέβηκαν στην πόλη και γιόρτασαν με τους Καλαβρυτινούς την υποτιθέμενη απελευθέρωσή τους».
Το ξημέρωμα της εκτέλεσης στο λόφο του Καπή, ο άναρχος ήχος της καμπάνας, το χωριό στις φλόγες και η εντολή εξόντωσης από τον Τένερ


Οι Γερμανοί πληροφορήθηκαν την εκτέλεση και κακοποίηση κάποιων αιχμαλώτων συμπατριωτών τους σε παλαιότερη συμπλοκή τους με τους αντάρτες και ζήτησαν στις 11 Δεκεμβρίου να γίνει εκταφή. Διέγνωσαν ότι εκτός από τα τραύματα που έφεραν οι νεκροί τους από σφαίρες υπήρχαν και τραύματα που οφείλονταν σε κακομεταχείριση. Αυτό τους έκανε να θυμώσουν τόσο, ώστε οργάνωσαν ένα σχέδιο εκτέλεσης όλου του πληθυσμού των Καλαβρύτων. Oι μαρτυρίες των παλαιών μεταδίδονται σήμερα από το στόμα του πατρός Κωνσταντίνου:
«Ξημερώνει η 12η Δεκεμβρίου. Το πρωί εκείνης της μέρας, οι Γερμανοί άρχισαν να λεηλατούν την πόλη, να μαζεύουν τον χρυσό, τα ρολόγια, τα κοσμήματα, τα κειμήλια, αυτοκίνητα και κάρα, απαιτούν από τους ανθρώπους μάλιστα να μην ανησυχούν. Τους λένε ότι την επόμενη μέρα αν ακούσουν θορύβους ή οτιδήποτε άλλο να μην ανησυχήσουν γιατί, απλώς θα αναχωρήσει ο στρατός τους. Οι Καλαβρυτινοί τρέχουν στον ναό τους να προσευχηθούν, να πάρουν δύναμη. Στον ναό τότε υπηρετούσε ο πατήρ Παναγιώτης Δημόπουλος ο επονομαζόμενος παπα-καλός.


Έτσι περίπου τελειώνει η παραμονή της θηριωδίας. Ξημερώματα της 13ης Δεκεμβρίου ήχησαν οι καμπάνες του ναού, με έναν παράξενα άναρχο τρόπο. Βγήκε η εντολή ότι πρέπει να συγκεντρωθούν όλοι στο δημοτικό σχολείο της πόλης, που σήμερα λειτουργεί ως μουσείο ολοκαυτώματος, παίρνοντας μαζί τους μόνο ψωμί για μία μέρα και μία κουβέρτα. Το καλύτερο σενάριο που φαντάστηκαν ήταν ότι θα τους οδηγήσουν σε κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης, για εγκλεισμό ή κάπου αλλού για ομηρία, όχι όμως ότι θα αφήσουν την τελευταία τους πνοή εκείνη τη μέρα. Έτσι βγαίνοντας από τα σπίτια, η εντολή ήταν οι γυναίκες και τα παιδιά να συγκεντρωθούν στις μισές αίθουσες του σχολείου και οι άνδρες στις υπόλοιπες. Έφτασαν στο δημοτικό σχολείο και έγινε ο διαχωρισμός ανάλογα με την ηλικία των ανδρών και τη σωματική διάπλαση των παιδιών, που υπέθεταν ότι είναι πάνω από 16 ετών, έτσι παιδιά πρόωρα ανεπτυγμένα 12 και 13 ετών βρέθηκαν και αυτά νεκρά στον λόφο του Καπή.
Τελείωσε ο διαχωρισμός και άρχισαν να μεταφέρονται στον λόφο. Αφού συγκεντρώθηκαν όλοι εκεί, ο αρχηγός, ο διοικητής ο Γερμανός Τένερ τούς διαβεβαίωσε στον λόγο της στρατιωτικής του τιμής ότι δεν θα γίνει τίποτα κακό και να μην ανησυχούν και εν συνεχεία είδαν ότι και αυτός ο λόγος αθετήθηκε. Άρχισαν να κουβεντιάζουν κάποια σχέδια πώς θα μπορούσαν να αντισταθούν και να διαφύγουν με ψίθυρους, αλλά δεν κατάφεραν οτιδήποτε. Μέσα σε αυτόν τον χώρο συγκεντρώθηκαν τρεις γενιές ανθρώπων. Ο Έλληνας καθηγητής των γαλλικών, ο οποίος γνώριζε γερμανικά μετέφραζε τα λόγια του Τένερ στους ανθρώπους. Όταν η ώρα πέρασε οι Καλαβρυτινοί που ήταν παρατεταγμένοι πάνω στον λόφο είδαν από ψηλά παντού από την πόλη τους να βγαίνουν καπνοί.
Οι Γερμανοί μπαίνοντας στα σπίτια αφού τα λεηλατούσαν στη συνέχεια τα ράντιζαν με ένα υγρό και έβαζαν φωτιά. Ακούγονταν συνεχώς εκρήξεις. Φτάνοντας με τον οδοντωτό ένας Γερμανός στρατιώτης έφερε ένα χαρτί στον διοικητή Τένερ, και κατοπινό υπεύθυνο της μαζικής εκτέλεσης. Μετά από λίγο ο Τένερ έδωσε εντολή οι ντόπιοι διευθυντές των τραπεζών και του δημοσίου ταμείου να ακολουθήσουν τον φαντάρο και να κατέβουν στην πόλη. Έφθασαν στην πόλη και μετά από αρκετή ώρα ανέβηκαν πάλι στον λόφο με συνοδεία του γερμανικού στρατού. Ο λόγος; Είχαν κατέβει στην πόλη για να ανοίξουν τα χρηματοκιβώτια των τραπεζών ώστε να αποσπάσουν οι Γερμανοί όσα χρήματα, χρυσό και ό,τι άλλο πολύτιμο φυλασσόταν εκεί.


Ξαφνικά είδαν πυροβολισμούς και αντίκρυσαν μια πράσινη φωτοβολίδα να βγαίνει από το ξενοδοχείο μέσα στο κέντρο της πόλης. Το σήμα για την εκτέλεση έδωσε με δεύτερη κόκκινη φωτοβολίδα από το κέντρο των Καλαβρύτων ο ταγματάρχης Χανς Εμπερσμπέργκ. Τότε οι Γερμανοί στη ράχη του Καπή πήραν το μήνυμα να λάβουν θέση μάχης. Έστησαν τα μυδραλιοβόλα και ξεκίνησαν να σπέρνουν τον θάνατο. Σκοτώθηκαν 800 άνθρωποι. Μόνο 13 διασωθέντες κατάφεραν να γλυτώσουν επειδή έπεσαν άλλα πτώματα πάνω τους. Όσοι είχαν τις αισθήσεις τους παρίσταναν τους πεθαμένους μήπως γλυτώσουν».
Το μοιρολόι των γυναικών που σέρνουν τους νεκρούς τους στο κοιμητήριο και το θαύμα του άφθαρτου Ευαγγελίου μέσα στα αποκαΐδια
Σύμφωνα με επίσημες πηγές όσον αφορά την τύχη των γυναικόπαιδων, αυτά σώθηκαν χάρη στον ανθρωπισμό ενός Αυστριακού στρατιώτη, στον οποίο είχε ανατεθεί η φύλαξή τους. Αυτός άφησε ελεύθερη την είσοδο του σχολείου και διευκόλυνε την απομάκρυνσή τους. Όμως, το πλήρωσε με τη ζωή του, αφού καταδικάσθηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε. Ο π. Κωνσταντίνος ως αυτήκοος μάρτυρας της δραματικής ιστορίας απ’ όταν ήταν μικρό παιδί αφηγείται:
«Οι γυναίκες κλειδωμένες στην αίθουσα του σχολείου θεωρούσαν ότι οι άντρες τους είναι στις διπλανές αίθουσες και τους έχουν κλειδωμένους. Όταν πια βγήκαν από το σχολείο η πυκνή ομίχλη από τους καπνούς και το βράδυ που ερχόταν δεν τους άφηναν να καταλάβουν τι ακριβώς γίνεται. Ο ναός, όπως όλη η πόλη, κάηκε. Κάποιες εκ των γυναικών έχουν πληροφορηθεί ότι στον λόφο έγινε η σφαγή των ανθρώπων τους. Κάποιες τρέχουν εκεί και βλέπουν τι γίνεται και το μυαλό διασαλεύεται. Σέρνουν τους νεκρούς, όσους προλαβαίνουν, ως το κοιμητήριο πάνω στην κουβέρτα, όσους μπορούνε να αναγνωρίσουν και μένουν όλη νύχτα μέσα στον ναό του κοιμητηρίου που δεν κάηκε, να θρηνούν και να μοιρολογούν κι όταν ξημέρωσε η επόμενη μέρα βγήκαν και οι άλλες γυναίκες προς τον λόφο για να αρχίσουν μέσα στα πτώματα να αναγνωρίσουν τους υπόλοιπους, να τους φέρουν στο κοιμητήριο και να ζήσουν και το δράμα να μην έχουν τσαπιά να σκάψουν για να ανοίξουν τάφους.
Έσκαβαν με τα χέρια τους το παγωμένο χώμα, μέσα στο κρύο του Δεκέμβρη πάνω στα Καλάβρυτα. Οι Γερμανοί δεν αφήνουν να έρθει βοήθεια. Άνθρωποι από τα γύρω χωριά άρχισαν κρυφά να μπαίνουν να φέρουν βοήθειες. Οι γυναίκες αυτές ζούσαν την τραγωδία, να θάβουν τους ανθρώπους τους και τα πεινασμένα σκυλιά τη νύχτα να πηγαίνουν στους τάφους να τους ξεθάβουν, και την άλλη μέρα να συνεχίζουν να σκάβουν βαθύτερα, τα παιδιά να κλαίνε. Μου διηγήθηκε κάποτε μια χήρα ότι ήταν λεχώνα τριών ημερών όταν έγινε το γεγονός και έθαψε και τον άντρα και τον πεθερό και τον κουνιάδο της».
Ο ναός έπεσε θύμα της φωτιάς, κάηκε ολοσχερώς, παρέμεινε μόνο το δεξί καμπαναριό να θυμίζει την ώρα της καταστροφής. Όταν αργότερα οι γυναίκες μάζευαν τα αποκαΐδια είδαν άφωνες το Ευαγγέλιο κάτω άφθαρτο. Ο λόγος του Θεού παραμένει άφθαρτος και δίνει το θαύμα αυτό σαν ένα Πατρικό χάδι στα γυναικόπαιδα που ματώνουν από πόνο. Εκείνος στη συνέχεια θα γιατρέψει εγγυημένα και μυστικά το τραύμα. Ο χρόνος ξεκινά αργά μεν, αλλά μετρά πια εντατικά για την επούλωση των πληγών. Μετά από μερικές ώρες άρχισε ο ερυθρός σταυρός της Πάτρας κι άλλοι φορείς από τα γύρω χωριά, όταν άρχισαν οι Γερμανοί και έφευγαν, να σπεύδουν να προσφέρουν υπηρεσίες στις Καλαβρυτινές γυναίκες και παιδιά. Ο π. Κωνσταντίνος τονίζει ότι οφείλει να κάνει μια αναφορά:
Κανείς από τους υπεύθυνους της «επιχείρησης» δεν λογοδότησε στη δικαιοσύνη
«Πρέπει να αναφερθώ στον πατέρα Ευσέβιο τον Κηπουργό, που ήταν μοναχός της Αγίας Λαύρας και διευθυντής στο σχολείο των Καλαβρύτων. Οι εναπομείναντες μαθητές δεν δικαιολογούσαν τη λειτουργία του σχολείου και έπρεπε να πάνε σε διπλανό χωριό να σπουδάσουν. Ο ιερέας διευθυντής έγραψε και τους νεκρούς μαθητές ως μαθητές στα μαθητολόγια και έτσι υπερέβη τον αριθμό που το υπουργείο παιδείας απαιτούσε και κατάφερε να λειτουργήσει ξανά το σχολείο των Καλαβρύτων. Επίσης καλούσε τις γυναίκες όταν σχόλαγε το σχολείο και τους προέτρεπε “τα μαύρα ρούχα θα τα φοράτε το πρωί που λείπουν τα παιδιά και θα κλαίτε το πρωί. Όταν τα παιδιά θα έρχονται από το σχολείο στο σπίτι θα αλλάζετε ρούχα και δεν θα κλαίτε μπροστά τους”».
* * *
Κατά τη διάρκεια της «Επιχείρησης Καλάβρυτα», οι Γερμανοί σκότωσαν 1.101 άτομα, κατέστρεψαν και λεηλάτησαν πάνω από 1.000 σπίτια, κατάσχεσαν 2.000 αιγοπρόβατα και απέσπασαν 260.000.000 δραχμές. Κανείς από τους υπευθύνους του Ολοκαυτώματος των Καλαβρύτων δεν λογοδότησε στη δικαιοσύνη. Το 2000, ο τότε Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Γιοχάνες Ράου, επισκέφτηκε τα Καλάβρυτα και εξέφρασε τη βαθιά θλίψη του για την τραγωδία. Ωστόσο ούτε αυτός, ούτε κάποιος άλλος Γερμανός πρόεδρος αργότερα ανέλαβε την ευθύνη εξ’ ονόματος του γερμανικού κράτους και δεν αναφέρθηκε καν στο ζήτημα των αποζημιώσεων.
___________
Σοφία Χατζή
δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ, 16.12.2020

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Συγκλονιστικό!
Ευχαριστούμε για την ανάρτηση

Ανώνυμος είπε...

Οσοι έχουμε επισκεφθεί τον λόφο του Καπή στα Καλάβρυτα ,υπάρχει περίπτωση να ανεχθούμε να ξαναβιώσουμε τον φασισμό και τον Ναζισμό; Και όχι μονο αυτούς αλλα και καθε μορφης ολοκληρωτισμό. Μόνο που τον πατριωτισμό και την αγάπη προς την Ελλάδα και την ιστορία της ,μερικοί φροντίζουν να τα ταυτίζουν με τις ανωτέρω ιδεολογίες. Και δυστυχώς ,πρόσωπα και κόμματα που αναδείχθηκαν στην εξουσία ,βασιζόμενα στην διακήρυξη ότι θα στηρίξουν αυτές τις αξίες ,σήμερα τις ποδοπατούν και προσκυνούν τον σύγχρονο Θεό . Τον Μαμωνά.