Γράφει η Σοφία Καυκοπούλου
Τα κάλαντα ξεκινούν κυρίως με χαιρετισμό, στη συνέχεια αναγγέλλουν τη μεγάλη χριστιανική εορτή που φθάνει και καταλήγουν σε ευχές. Χαρακτηριστικό σημείο είναι η γλώσσα στην οποία ψάλλονται, συνήθως καθαρεύουσα, συνδυαστικά με τοπικές διαλέκτους. Κύριος σκοπός τους είναι μετά τις αποδιδόμενες ευχές, το φιλοδώρημα είτε σε χρήματα (σήμερα) είτε σε προϊόντα (παλαιότερα). Ο μεγάλος αριθμός των διαφόρων παραλλαγών οδήγησε στο να διακρίνονται σε εθνικά ή αστικά και στα τοπικά ή παραδοσιακά (κατά περιοχή). Στα χριστουγεννιάτικα κάλαντα έχουν καταμετρηθεί περισσότερες από τριάντα παραλλαγές μόνο στον Ελλαδικό χώρο. Σήμερα εκτός των παραπάνω έχουν εισαχθεί και διάφορα αγγλοσαξωνικά χριστουγεννιάτικα τραγούδια, μερικά από τα οποία έχουν μεταγλωττιστεί στα ελληνικά και χρησιμοποιούνται κάποιες φορές επιπρόσθετα με τα παραδοσιακά. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι πολυάριθμες παραλλαγές καλάντων που υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα. Σχεδόν κάθε περιοχή, κάθε νησί, πολλές φορές και κάθε χωριό έχει τα δικά του, ξεχωριστά κάλαντα. Οι στίχοι διαμορφώνονται ανάλογα με τις διαλέκτους και τα ιδιώματα της κάθε περιοχής και η μουσική ανάλογα με την παράδοση του κάθε τόπου.
κι αν είναι ορισμός σας,
Χριστού την θεία γέννησιν
να πω στ᾿ αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον
εν Βηθλεέμ τη πόλει,
οι ουρανοί αγάλλονται,
χαίρει η φύσις όλη.
Εν τω σπηλαίω τίκτεται,
εν φάτνη των αλόγων,
ο βασιλεύς των ουρανών
και ποιητής των όλων.
Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι
το «Δόξα εν υψίστοις»
και τούτον άξιόν εστί,
η των ποιμένων πίστις.
Αν είστε από τους πλούσιους,
φλωριά μην τα λυπάστε,
αν είστε από τους δεύτερους,
ξηντάρες και ζολότες
κι αν είστ᾿ από τους πάμφτωχους
ένα ζευγάρι κότες.
Και σας καληνυχτίζομε,
πάτε να κοιμηθήτε,
ολίγον ύπνο πάρετε,
πάλι να σηκωθήτε,
στην εκκλησιάν να τρέξετε
με άκραν προθυμίαν
και του Θεού ν᾿ ακούσετε
την Θείαν Λειτουργίαν.
ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ
για εβγάτε, δέστε, μάθετε, πως ο Χριστός γεννιέται,
γεννιέται κι αναθρέφεται στο μέλι και στο γάλα,
το μέλι τρών᾿ οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες
και το μελισσοχόρταρο το λούζουντ᾿ οι κυράδες. Κυρά ψιλή, κυρά λιγνή, κυρά γαϊτανοφρύδα, κυρά μ᾿ όταν στολίζεσαι να πας στην εκκλησιά σου,
βάζεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αγκάλι
και τον καθάριο αυγερινό τον βάζεις δαχτυλίδι. Εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε, μόνο σας αγαπούσαμε κι ήρθαμε να σας δούμε·
εδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού πολλούς χρόνους να ζήση. Δώστε μας και τον κόκορα, δώστε μας και την κότα,
δώστε μας και πέντ᾿, έξ᾿ αυγά, να πάμε σ᾿ άλλη πόρτα.
ΠΟΝΤΟΥ
ακαλή ώρα, καλή ση μέρα,
ακαλόν παιδίον οψές γεννέθεν,
ψες γεννέθεν, ουρανεστάθεν.
Τον εγέννησεν η Παναία,
τον ανέσταισεν Αειπαρθένος.
Εκαβάλλκεψεν χρυσόν πουλάριν,
εκατήη στο σταυροδρόμιν.
Έρπαξαν ατόν οι σκύλ᾿ Εβραίοι,
σκύλ᾿ Εβραίοι και μίλ᾿ Εβραίοι.
Ας σ᾿ αρχοντικά κι άσ᾿ σην καρδίαν,
γαίμαν έσταξεν, φλογήν κι άσ᾿ εφάνθεν.
Όπου έσταξεν κι εμυροστάθεν,
εμυρίσ᾿ ατόν ο κόσμος όλος.
Να μυρίσ᾿ ατόν κι εσύ, αφέντα,
εκατήη στο σταυροδρόμιν.
Έμπα σον νουντάν κι έλα σην πόρτα,
έξου στέκουν τα παλληκάρια.
Έβγαλ᾿ τον κισέ και δος παράδας
έξου στέκουν τα παλληκάρια.
Και θυμίζουν στον νοικοκύρην,
νοικοκύρην και βασιλέαν.
ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει. Εν τω σπηλαίω τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων, οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει κι η φύσις όλη. Εκ της Περσίας έρχονται τρεις Μάγοι με τα δώρα,
άστρον λαμπρόν τους οδηγεί, χωρίς να λείψη ώρα. Γονατιστοί τον προσκυνούν και δώρα Του χαρίζουν, σμύρνα, χρυσόν και λίβανον, Θεόν τον ευφημίζουν. Και επληρώθη το ρηθέν, Προφήτου Ησαΐου,
μετά των άλλων προφητών και του Ιερεμίου. Φωνή ηκούσθη εν Ραμά, Ραχήλ τα τέκνα κλαίει, παραμυθήν ουκ ήθελεν, ότι αυτά ουκ έχει. Ιδού όπως σας είπαμεν όλην την υμνωδίαν, του Ιησού μας του Χριστού, Γέννησιν την αγίαν. Χρόνους πολλούς να χαίρεσθε, πάντα ευτυχισμένοι,
σωματικώς και ψυχικώς να είσθε πλουτισμένοι.
ΣΜΥΡΝΗΣ
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει.
Εν τω σπηλαίω τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων. Κερά ψηλή, κερά λιγνή, κερά καμαροφρύδα.
Κερά μ᾿, όταν στολίζεσαι να πας στην εκκλησία.
Έχεις και κόρην έμορφη, που δεν έχει ιστορία. Μήδε στην πόλη βρίσκεσαι, μήδε στην Καισαρεία.
Έχεις και γιον στα γράμματα, υγιόν εις το ψαλτήρι.
Να τον ’ξιώσει και ο Θεός, να βάλει πετραχήλι.
ΣΑΜΟΥ
για ν᾿ ακουμπά η μέση σου η μαργαριταρένια. Βάλτε μας κρασί να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε. (δις)
Και πάλι ξαναπρέπει σου στα πεύκια να κοιμάσαι,
να πίνεις, να δροσίζεσαι και πάλι αφέντης νάσαι.
Βάλτε μας κρασί να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε. (δις)
Και πάλι ξαναπρέπει σου καράβι ν᾿ αρματώσεις
και τα πανιά του καραβιού να τα μαλαματώσεις.
Βάλτε μας κρασί να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε. (δις)
Πολλά ’παμε τ᾿ αφέντη μας, ας πούμε τση κυράς μας·
κυρά ψιλή, κυρά λιγνή, κυρά μαυροματούσα,
πώχεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθη
και του κοράκου το φτερό τώχεις καμπανοφρύδι.
Βάλτε μας κρασί να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε. (δις)
Αν έχεις κόρη έμορφη, βάλ᾿ την να μας κεράσει,
να της ’φχηθούμε όλοι μας ν᾿ ασπρίσει, να γεράσει.
Βάλτε μας κρασί να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε. (δις)
Κι αν έχεις γυιό στα γράμματα, βάλ’ τόνε στο ψαλτήρι,
να τ᾿ αξιώσει ο Θεός, να βάλει πετραχήλι.
Βάλτε μας κρασί να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε. (δις)
ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩΝ
όπου ήρθ᾿ ο Λυτρωτής
από Μαριάμ Μητέρα,
εκ Παρθένου γεννηθείς. (δις)
Άναρχος αρχήν λαμβάνει
και σαρκούται ο Θεός,
ο Αγέννητος γεννάται
εις την φάτνην ταπεινός. (δις)
Όσοι έχετε στα ξένα
να δεχθήτε με καλό
και του χρόνου με υγεία
τον Θεό παρακαλώ. (δις)
ΘΡΑΚΗΣ
χαρά στον κόσμο, στα παλληκάρια.
Σαράντα μέρες, σαράντα νύχτες,
η Παναγιά μας κοιλοπονούσε.
Κοιλοπονούσε, παρακαλούσε,
τους αρχαγγέλους, τους ιεράρχες.
Σεις αρχαγγέλοι και ιεράρχες,
στη Σμύρνη πηγαίν’τε, μαμές να φέρ᾿τε.
Άγια Μαρίνα, Άγια Κατερίνα,
στη Σμύρνη πάνε, μαμές να φέρουν.
Όσο να πάνε κι όσο να έρθουν,
η Παναγιά μας ηληυτηρώθη.
Στην κούνια το ’βαλαν και το κουνούσαν
και το κουνούσαν, το τραγουδούσαν.
Σαν ήλιος λάμπει, σα νιό φεγγάρι,
σα νιό φεγγάρι, το παλληκάρι.
Φέγγει σε τούτον το νοικοκύρη, με τα καλά του,
με τα παιδιά του, με την καλή τη νοικοκυρά του...
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
τώρα Χριστός γιννιέτι. (δις)
Γιννιέται κι βαφτίζιτι
στους ουρανούς απάνου. (δις)
Όλοι οι Αγγέλοι χαίρουντι
κι όλοι δοξολογιούντι. (δις)
Και τα δαιμόνια σκάζουνε,
και σκάζουν και πλαντάζουν. (δις)
Σε τούτ᾿ το σπίτι πούρθαμε,
μι μάρμαρου στρουμένου. (δις)
Β. Πόψα Χριστός γεννήθηκε κι ο κόσμος δεν το νιώθει
κι ο κόσμος και τα οικούμενα κι ο βασιλιάς Ηρώδης.
Κι εκεί που ακούμπησε ο Χριστός χρυσό δενδράκι βγήκε, χρυσό κλωνί, χρυσό δεντρί, χρυσό μαργαριτάρι.
Το δέντρο ήταν ο Χριστός, τα κλώνια οι αποστόλοι και τα γαρουφαλάκια του ήταν οι προφητάδες.
Που προφητούσαν κι έλεγαν για του Χριστού τα πάθη κι εμείς Χριστό τραγ'δήσαμε Χριστός να μας φυλάει.
Όσα άστρα έχει ο ουρανός και φύλλα από τα δέντρα, τόσα καλά να δώσ’ Θεός σ’ αυτό το νοικοκύρη.
ΑΙΓΑΙΟΥ
εκεί δεντρί δεν ήτανε, δεεεντρί- δεντρί ξεφανερώθη.
Κι ανάμεσα στους κλώνους του, αααγγέ- αγγέλοι κι αρχαγγέελοι
κι ο Μιχαήλ Αρχάγγελος ξεεεφτε- ξεφτερουγά και λέεει:
- Χριστέ, για δώσ᾿ μου τα κλειδιά καιαιαί τα- και τα χρυσά κλειδάκια,
ν᾿ ανοίξω τον παράδεισο, νααα μπω, να μπω σε περιβόολι,
να κόψω μήλο δροσερό, νααα πιω, να πιω νερό δροσάατο,
να γείρω ν᾿ αποκοιμηθώ σεεε νε- σε νεραντζιά ’πό κάτω.
Και σας καληνυχτίζουμε, πεεεσέ- πεσέτε κοιμηθήητε,
ολίγον ύπνον πάρετε κι εεευθύς, κι ευθύς ως σηκωθήητε,
στην εκκλησία τρέξετε όοολοι, όλοι με προθυμίιαν
και του Χριστού να ακούσετε τηηη θεί- τη θεία λειτουργία.
ΚΡΗΤΗΣ
Χριστού την θεία γέννηση να πω στ᾿ αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει,
οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρετ᾿ η φύσις όλη.
Εν τω σπηλαίω τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων,
ο βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων.
Κερά καμαροτράχηλη και φεγγαρομαγούλα
και κρουσταλλίδα του γιαλού και πάχνη από τα δέντρα,
απού τον έχεις τον υγυιό το μοσχοκανακάρη,
λούζεις τον και στολίζεις τον και ’ς το σκολειό τον πέμπεις.
Κι ο δάσκαλος τον έδειρε μ᾿ ένα χρυσό βεργάλι
και η κυρά δασκάλισσα με το μαργαριτάρι.
Είπαμε δα για την κερά, ας πούμε για την βάγια:
Άψε βαγίτσα το κερί, άψε και το διπλέρι
και κάτσε και ντουσούντιζε είντα θα μας ε-φέρεις,
γι᾿ απάκι, για λουκάνικο, για χοιρινό κομμάτι,
γι᾿ απάκι, για λουκάνικο, για αγριμιού κομμάτι,
κι από τον πίρο του βουτσιού να πιούμε μία γεμάτη.
Κι από την μαύρη όρνιθα κανένα αυγουλάκι.
Κι αν το ’χει κάμει η γαλανή ας είναι ζευγαράκι.
Κι από το πιθαράκι σου λάδι ’να κουρουπάκι
κι αν είναι ακροπλιάτερο βαστούμε και τ᾿ ασκάκι.
Φέρε πανιέρι κάστανα, πανιέρι λεπτοκάρυα
και φέρε και γλυκό κρασί να πιουν τα παλληκάρια.
Κι αν είναι με το θέλημα, άσπρη μου περιστέρα,
ανοίξατε την πόρτα σας να πούμε καλησπέρα.
Δώστε μας για τον κόπο μας, ό,τι ’ναι ο ορισμός σας
και ο Χριστός μας πάντοτε να είναι βοηθός σας.
Και εις έτη πολλά!
ΚΕΡΚΥΡΑΣ
Και ο Ηρώδης ταραχθείς έγινε θηριώδης.
Κράζει τους μάγους και ρωτά: -Μάγοι, που θέ’ να πάτε;
Στης Βηθλεέμ το σπήλαιο, την πόλη την Αγία.
Π᾿ εκεί γεννάει το Χριστό η Δέσποινα Μαρία.
ΚΑΡΠΑΘΟΥ
αν είναι ορισμός σας,
Χριστού τη Θεία γέννηση
να πω στ’ αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον, εν Βηθλεέμ τη πόλει,
οι ουρανοί αγάλλονται,
χαίρε η φύσις όλη.
Εν τω σπηλαίω τίκτεται,
εν φάτνη των αλόγων,
ο βασιλεύς των ουρανών
και ποιητής των όλων.
Εκ της Περσίας έρχονται
τρεις μάγοι με τα δώρα,
άστρο λαμπρό τους οδηγεί,
χωρίς να λείψει ώρα.
Έφτασαν στην Ιερουσαλήμ,
με πόθο ερωτούσι,
πού εγεννήθη ο Χριστός,
να πάν’ να τον ευρώσι.
Διά Χριστόν ως ήκουσε
ο βασιλεύς Ηρώδης
αμέσως εταράχτηκε
κι έγινε θηριώδης.
Διατί πολλά φοβήθηκε
διά τη βασιλεία,
μην του τη πάρει ο Χριστός
και χάσει την αξία.
ΣΥΡΟΥ
Οι ουρανοί αγάλλονται και χαίρ’ η φύσις όλη. (δις)
Εν τω σπηλαίω τίκτεται εω φάτνη των αλόγων. (δις)
Ο Βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων. (δις)
Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι το Δόξα Εν Υψίστοις. (δις)
Και τούτο άξιον εστί η των ποιμένων πίστις. (δις)
ΚΥΠΡΟΥ
τζ’ αν είναι ορισμός σας,
Χριστού την Θείαν γέννηση
να πω… να πω στ’ αρχοντικό σας.
Χριστός γεννιέται σήμερα,
στης Βηθλεέμ την πόλιν,
οι ουρανοί αγάλλονται
μαζί, μαζί κι η φύσις όλη.
Γεννιέται μες το σπήλαιον,
στην φάντη των αλόγων,
ο Βασιλιάς των ουρανών
τζι’ ο πλα… τζι’ ο πλάστης ημάς όλων.
Αντζέλοι εις στον ούρανον
ψάλλουν το «Εν υψίστοις»
τζιαι κάτω φανερώνεται
εις στους βοσκούς ο κτίστης.
Που την Περσίαν έρκουνται
τρεις μάγοι με τα δώρα,
έναν αστέριν λαμπερόν
τους ο- τους οδηγεί στην χώρα.
Τζιαι μπαίνουν μες το σπήλαιον, βρίσκουν την Θεοτόκον
τζιαι κράτεν στες αγγάλες της
τον ά- τον άγιόν της τόκον.
Γονατιστοί τον προσκυνούν
τζιαι δώρα του χαρίζουν,
σμύρναν, χρυσόν τζιαι λίβανον,
Θεόν-Θεόν τον ευφημίζουν.
Χριστιανοί σας είπαμεν
ούλην την ιστορίαν
του Ιησού μας του Χριστού
την γέ- την γένναν την αγίαν.
Δώστε τζιαι για τον κόπον μας
ότ’ είναι ορισμός σας
τζιαι ο Θεός μας ο Χριστός
’ναν’ πά- ’ναν’ πάντα βοηθός σας.
Χρόνια πολλά, να ζήσετε,
να ’στε ευτυχισμένοι
τζιαι στο κορμίν τζιαι στην ψυσσιήν
να σά- να σάστεν πλουμισμέμοι.
ΙΚΑΡΙΑΣ
ήρθαμε να τα πούμε
και τα καλά Χριστούγεννα
για να σου ευχηθούμε.
Φέρτε μας κρασί να πιούμε
και του χρόνου να σας πούμε.
Και του χρόνου να σας πούμε,
φέρτε μας κρασί να πιούμε.
Αν έχεις κόρη όμορφη,
βάλε τη στο τσιμπίδι,
και κρέμασε την αψηλά,
να μην τη φαν οι ψύλλοι.
Φέρτε μας κρασί να πιούμε
και του χρόνου να σας πούμε.
Και του χρόνου να σας πούμε,
φέρτε μας κρασί να πιούμε.
Σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε
καράβια ’ν’ ασημένια,
του χρόνου σαν και σήμερα
να ’ναι μαλαματένια.
Φέρτε μας κρασί να πιούμε
και του χρόνου να σας πούμε.
Και του χρόνου να σας πούμε,
φέρτε μας κρασί να πιούμε.
Για σένα κόρη όμορφη,
ήρθαμε να τα πούμε
και τα καλά Χριστούγεννα
για να σου ευχηθούμε.
Φέρτε μας κρασί να πιούμε
και του χρόνου να σας πούμε.
Και του χρόνου να σας πούμε,
φέρτε μας κρασί να πιούμε.
Β. Καλώς τα τα Χριστούγεννα, καλώς και τις σχολάδες, όπου γεννήθηκε ο Χριστός και λούζονται οι κυράδες.
Καλώς τα τα Χριστούγεννα, θα ’ρθεί και ο Άης Βασίλης, όπου απόσπειρε ο ζευγάς, ψάλλει το πετραχείλι.
Για πλάστε τα χριστόψωμα, Χριστός μας εγεννήθη, για αυτό και μεις τα πλάσαμε για του Χριστού τη νίκη.
Τα άγια Χριστούγεννα της φαμελιάς τραπέζι, όπου το βλόησε ο Χριστός με το δεξί του χέρι.
Ανοίχτε τα κουτάκια σας, τα κλειδαμπαρωμένα, και δώστε μας τον κόπο μας κι ας είναι ευλοημένα.
Δώστε κι εμάς τον κόπο μας, ποιος είναι ο ορισμός σας, Χριστού η θεία γέννηση, να μπει στ’ αρχοντικό σας.
ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ (Μ. ΑΣΙΑ)
Εβγάτε, νιοι, και μάθετε πού ο, πού ο Χριστός γεννιέται,
γεννιέται κι ανατρέφεται, με μέ- με μέλι και με γάλα.
Το μέλι τρών’ οι άρχοντες, το γά- το γάλα οι αφεντάδες
και το μελισσοβότανο το λού- το λούζονται οι κυράδες.
Σ’ αυτό το σπίτι πούρθαμε, τα ρά- τα ράφια είν’ ασημένια,
του χρόνου σα ξανάρθομε νάναι, νάναι μαλαματένια.
Σ’ αυτά τα σπίτια πούρθαμε πέτρα, πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης κ’ η κερά χίλια, χίλια χρονιά να ζήσει.
Πολλά ’παμε τ’ αφέντη μας, ας πού- ας πούμε της κεράς μας.
Κερά ψηλή, κερά λιγνή, κερά, κερά καμαροφρύδα,
έχεις και κόρην όμορφη, που δε, που δεν έχει ιστορία,
μηδέ στη πόλη βρίσκεται, μηδέ, μηδέ στη Καισαρεία.
Έχεις και γιον στα γράμματα, υγιόν, υγιόν εις το ψαλτήρι,
να τον αξιώσει ο Θεός, να βά- να βάλει πετραχήλι.
ΑΙΓΙΝΑΣ
να τον καλημερίσουμε αυτόν τον νιον αφέντη.
Αφέντη μου πεντάφεντε, πέντε φορές αφέντη,
πέντε βαστούν το μαύρο σου κι οχτώ το σαλιβάρι
και δέκα σε παρακαλούν, αφέντη καβαλάρη.
Εδώ σε τούτες τις αυλές, τις μαρμαροστρωμένες
κοιμάται κύμα το φλουρί και κύμα το λογάρι
και στον αφρό του λογαριού κοιμάται νιος αφέντης.
Τόνε ξυπνήσω με νερό φοβούμαι μην κρυώσει,
τόνε ξυπνήσω με κρασί φοβούμαι μη μεθύσει.
Εσένα πρέπει, αφέντη μου, στα πεύκα να κοιμάσαι,
με βελουδένιο πάπλωμα να μην κρυολογάσαι.
Και πάλι ξαναπρέπει σου καρέκλα καρυδένια,
για ν’ ακουμπάς τη μέση σου τη μαργαριταρένια.
Και πάλι ξαναπρέπει σου στις λίρες να καθίζεις,
με το ’να χέρι να μετράς, με τ’ άλλο να δανείζεις.
Δώστε μας και τον κόκορα, δώστε μας και την κότα,
δώστε μας και δυο-τρεις κλωτσιές να φύγομ’ απ’ την πόρτα.
ΓΡΕΒΕΝΩΝ
κι μένα μπάμπου κλούρα.
Αν δε μη δώσεις κλούρα,
θα πάρω τ’ θυγατέρα,
θα τ’ πάω πέρα-πέρα,
θα στ’ κόψω με τ’ μαχαίρα.
ΚΟΖΑΝΗΣ
κι αν δεν έχεις κόλιαντα, δος μας ένα σιτζιούκι
κι αν δεν έχεις κι σιτζιούκι, δος μας ένα κουρίτσι.
Και τι του θελς, μπρε μασκαρά, του θκο μου του κουρίτσι;
Να του φιλώ, να του τσιμπώ, να ζιστάν’ του βράδυ.
ΗΠΕΙΡΟΥ
και εσείς γειτονοπούλες,
τα σπάργανα να φτιάξουμε
και το Χριστό ν’ αλλάξουμε.
Τα σπάργανα για το Χριστό,
ελάτε όλες σας εδώ. (δις)
Να πάμε να γυρίσουμε
και βάγια να σκορπίσουμε,
να βρούμε και την Παναγιά,
οπού μας φέρνει τη χαρά.
Τα σπάργανα για το Χριστό,
ελάτε όλες σας εδώ. (δις)
Κοιμάται στα τριαντάφυλλα,
γεννιέται μες στα λούλουδα,
γεννιέται μες στα λούλουδα,
κοιμάται στα τριαντάφυλλα.
Τα σπάργανα για το Χριστό,
ελάτε όλες σας εδώ,
τα σπάργανα να φτιάξουμε
και το Χριστό ν’ αλλάξουμε.
Ερρουρέμ, ερρουρέμ, ερρουρερουρέμ, χαίρε Δέσποινα.
Βασιλεύς των όλων και Κύριος, ήλθε τον Αδάμ αναπλάσασθαι.
Άγιος, άγιος, άγιος υπάρχεις και Κύριος.
Γηγενείς, σκιρτάτε και χαίρετε, τάξεις των Αγγέλων ευφραίνονται.
Χερουβείμ, Χερουβείμ, χαίρε, χαίρε Παναγία Δέσποινα.
Δεύτε εν σπηλαίω κατίδωμεν, κείμενον εν φάτνη τον Κύριον.
Ερρουρέμ, ερρουρέμ, ερρουρερουρέμ, χαίρε Δέσποινα.
Εξ Ανατολών Μάγοι έρχονται, δώρα προσκομίζουσιν άξια.
Χερουβείμ, Χερουβείμ, χαίρε, χαίρε Παναγία Δέσποινα.
Ήκουσεν Ηρώδης το μήνυμα κι όλος εταράχθη ο δόλιος.
Άγιος, άγιος, άγιος υπάρχεις και Κύριος.
Πύλαι ουρανών ηνεώχθησαν, άγγελοι αυτόν ανυμνήτωσαν.
Άγιος, άγιος, άγιος υπάρχεις και Κύριος.
Χαίρουσα η κτίσις αγάλλεται και πανηγυρίζει, ευφραίνεται.
Ερρουρέμ, ερρουρέμ, ερρουρερουρέμ, χαίρε Δέσποινα.
Ψάλλοντες Χριστόν τον Θεόν ημών, τον εν τω σπηλαίω τικτόμενον.
Άγιος, άγιος, άγιος υπάρχεις και Κύριος.
Ω Παρθενομήτωρ και Δέσποινα, σώζε τους εις Σε καταφεύγοντας.
Χερουβείμ, Χερουβείμ, χαίρε, χαίρε Παναγία Δέσποινα.
ΙΕΡΙΣΣΟΥ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ
Χριστού τη Θεία γέννηση, να (μ)πω στ’ αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον, εν Βηθλεέμ τη πόλη,
οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρε η φύσις όλη.
Εν τω σπηλαίω τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων
κι ο Βασιλεύς των ουρανών κι ο Ποιητής των όλων.
Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι το «Δόξα εν Υψίστοις»
και τούτο άξιον εστί, η των ποιμένων πίστις.
Εκ της Περσίας έρχονται τρεις Μάγοι με τα δώρα,
άστρον λαμπρόν τους οδηγεί, χωρίς να λείψει η ώρα.
Φθάσαντες εις Ιερουσαλήμ με πόθον ερωτώσι
πού εγεννήθη ο Χριστός να πά’ να τον ευρώσι.
Διά Χριστόν ως ήκουσε ο βασιλεύς Ηρώδης
αμέσως εταράχτηκε κι έγινε θηριώδης,
ότι πολύ φοβήθηκε διά την βασιλείαν,
μη του την πάρει ο Χριστός και χάσει την αξίαν.
Κράζει τους μάγους και ρωτά πού ο Χριστός γεννάται,
στης Βηθλεέμ ηκούσθηκε, ως η Γραφή διηγάται.
Τους είπε να υπάγουσι και όπου τον ευρώσι,
αφού τον προσκυνήσουσι, να πά’ να τον ειπώσι,
όπως υπάγει και αυτός για να τον προσκυνήσει.
ΠΗΛΙΟΥ (ΠΟΥΡΙ)
φθάνοντες εις το σπήλαιον βλέπουν την Θεοτόκον, που βάστα στας αγκάλας της τον ακριβόν της τόκον.
Γονατιστοί τον προσκυνούν και δώρα του χαρίζουν,
σμύρνα, χρυσόν και λίβανον, Θεόν τον ευφημίζουν.
Την σμύρναν δε ως άνθρωπον, χρυσόν ως βασιλέα,
τον λίβανον-ε ως Θεόν εις όλην την αυλαίαν.
Αφού τον προσεκύνησαν, ιδού πάλι μισεύουν
και τον Ηρώδη μελετούν να πάν’ για να τον εύρουν.
Πλην άγγελος εξ ουρανού βγαίνει, τους εμποδίζει,
άλλην οδόν να πορευτούν, όπου Θεός ορίζει.
Και άλλος πάλι άγγελος τον Ιωσήφ προστάζει
να πάρει και την Μαριάμ εις Αίγυπτον να πάει.
ΜΕΤΣΟΒΟΥ
τζι-τζι κάκα, δώσ’ μου τα κουλάκα μη σ’πάρω τα τσουβάλκα.
Χριστούγεννα-Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου,
για ιδέστε, βγείτε, μάθετε πως ο Χριστός γεννιέται,
γεννιέται κι ανατρέφεται με μέλι και με γάλα,
το μέλι τρών’ οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες
και το μελισσοβότανο το λούζονται οι κυράδες.
Για κάνετε τον κόπο σας κι ανοίξτε το πουγκί σας
κι αν είστ’ από τους πλούσιους φλουριά μην τα λυπάστε
κι αν είστ’ από τους δεύτερους τάλιρα και δραχμούλες
κι αν είστ’ από τους πάμφτωχους, ένα ζευγάρι κότες.
ΣΙΑΤΙΣΤΑΣ
πάρτε και τις τζιομάκες σας και στουν Αϊ-Λια να βγείτι
κι απ’ τον Αϊ-Λια στον Πρόδρομο, στα τρία τα πηγάδια,
εκεί θα γέν’ το σύν(τ)αγμα, θα γέν’ το συναγώγι,
εκεί θ’ ανάψ’ τις κλαδάρες, θα πούμε κι από χρόνου.
Παινέματα σε τσέλιγκα
λύκους να φάει τα πρόβατα και τσάκαλος τα γίδια.
Εσένα πρέπ’, Κωστάκη μου, τσέλιγκας για να ίσι,
μα κάτ’ στους κάμπους μην τα πας, στα πράσινα λιβάδια,
ικεί βόσκουν τα πρόβατα κι αστοχούν τ’ αρνιά τους.
ΣΚΙΑΘΟΥ
κι η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν επί πώλου.
Στη Βηθλεέμ εφτάσανε για να απογραφούνε,
Αυγούστου τη διαταγή να μην την παραβούνε
και πανδοχείον ψάχνανε να βρουν να κοιμηθούνε.
Γυρίσαν δω, γυρίσαν κει, δεν βρήκανε κανένα
και πήγανε στο σπήλαιο που ήταν παραπέρα.
Κι απάνω στα μεσάνυχτα ο ουρανός αστράφτει
κι η Παναγιά κοιλοπονά και για τη φάτνη ψάχνει.
Ποιμένες αγρυπνούσανε, φυλάγανε τη στάνη
ο άγγελος τους πρόσταξε να πάν’ να δουν τη φάτνη.
Χαράν ευαγγελίζομεν, χαράν μεγάλην σφόδρα,
ότι γεννήθηκε ο Χριστός στης Βηθλεέμ τη χώρα.
Ήλθαν και προσεκύνησαν Χριστόν ως Βασιλέα
κι επάνω στο κεφάλι του είδανε τον αστέρα.
Κι οι Μάγοι εξ Ανατολών ήλθαν να προσκυνήσουν,
σμύρνα, χρυσόν και λίβανο, διά να του χαρίσουν.
Στη Βηθλεέμ εφτάσανε, τον βρήκαν στην οικίαν,
καθόταν με τη μάνα του, την Παναγιά Μαρίαν.
Γονατιστοί τον προσκυνούν και δώρα του χαρίζουν
και Οικουμένης Βασιλιά τον αποθανατίζουν.
Χρόνους πολλούς να χαίρεστε, πάντα ευτυχισμένοι
και όλοι μέσ’ στο κάστρο μας, να ’μαστε αγαπημένοι.
Χρόνια πολλά.
ΜΑΡΜΑΡΑ ΠΡΟΠΟΝΤΙΔΟΣ
πού ο Χριστός θα γεννηθεί και η γραφή τι λέγει.
Κι οι άρχοντες ερεύνησαν και είπαν στον Ηρώδη
πως έμελλε να γεννηθεί στην Βηθλεέμ την πόλη.
Χιλιάδες δεκατέσσερις βρέφη μικρά φονεύει,
μεγάλος θρήνος έγινε μέσα στη Βηθλεέμη.
Ηρώδη, κακοκέφαλε και κακομοιριασμένε,
με του Θεού τη δύναμη πολέμησες, καημένε.
Και από καιρού να ’στε καλά, να ’ρθούμε να σας δούμε
και τα γενέθλια Χριστού πάλε να σας τα πούμε.
Και βάλτε τα χεράκια σας μέσ’ στα βαλάντιά σας
και χαρίστε μας χάρισμα, ό,τι βαστά η καρδιά σας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου