Απόψε είναι Τσικνοπέμπτη και γέμισε ή πόλη μασκαράδες.
Πώς κατάντησε απόψε αυτή η ήσυχη επαρχιακή πόλη; Θαρρείς και δεν την κατοικούν
άνθρωποι αλλά ανθρωπόμορφα τέρατα… που άλλος με κεφάλι γαϊδάρου, άλλος
λιονταριού, άλλος πιθήκου τρέχουν να προλάβουν να γλεντήσουν, να μεθύσουν, να
αμαρτήσουν όσο γίνεται περισσότερο.
Απόψε κάθε λογικός άνθρωπος δεν
ξεμυτίζει από το σπίτι του…
Αυτά σκεφτότανε ο παπα-Θανάσης, καθώς έμπαινε στο σπίτι του γυρνώντας από το
ναό.
– Α, παπαδιά μου, το κακό παράγινε! Ο Θεός να μας συγχωρέσει, είπε στη γυναίκα
του μόλις μπήκε μέσα. Εκείνη τον κοίταξε με κατανόηση.
– Ο Θεός να μας φυλάει, είπε και άρχισε να ετοιμάζει το βραδινό φαγητό.
Στο σπίτι του παπα-Θανάση, περασμένα πια τα μεσάνυχτα, επικρατεί ησυχία. Τα
παιδιά και ή παπαδιά είχαν ήδη κοιμηθεί κι ο παπα-Θανάσης ετοιμαζότανε και
κείνος να πάει για ύπνο, όταν ακούστηκε το κουδούνι της πόρτας.
Τινάχτηκε μέσα στον ύπνο της η παπαδιά και βρέθηκε δίπλα στον παπα-Θανάση.
– Μην ανοίγεις τέτοια νύχτα, πάτερ μου! τον παρακάλεσε φοβισμένη.
– Γιατί φοβάσαι; την καθησύχασε εκείνος. Είναι η πρώτη φορά που μας κτυπούν τέτοια ώρα την πόρτα; Αφού το ξέρεις το σπίτι του ιερέα διανυκτερεύει κάθε βράδυ.
– Ναι, μα απόψε…
Της χαμογέλασε ο παπα-Θανάσης και άνοιξε την πόρτα.
– Πάτερ μου, με συγχωρείτε πού ήρθα τέτοια ώρα, όμως ή μάνα μου πεθαίνει και ζητά να εξομολογηθεί και να κοινωνήσει.
Ο άνθρωπος που στεκόταν μπροστά του, παρόλο που ήταν άντρας, έτρεμε ολόκληρος κι άφηνε τα δάκρυά του δίχως ντροπή να τρέχουν.
– Πήγαινε εσύ κοντά της, παιδί μου, και γω πάω ως την εκκλησία να πάρω τη Θεία Κοινωνία κι έρχομαι αμέσως.
Έφυγε ο άντρας αφήνοντας στον παπα-Θανάση τη διεύθυνσή του.
– Που θα πας, πάτερ μου, μόνος σου τέτοια ώρα, μια τέτοια νύχτα; Δε φοβάσαι;
Γιατί δεν τον κρατούσες να πάτε συντροφιά;
Η παπαδιά μιλούσε και κείνος την κοίταζε αυστηρά.
– Μόνος είπες, παπαδιά, μόνος;
Κι ο Κύριος πού θα κουβαλάω στα χέρια μου;
Α, παπαδιά μου, κάτι σ’ έχει
πιάσει απόψε και δε μιλάς γνωστικά.
Ντύθηκε ο παπα-Θανάσης και βγήκε στο δρόμο.
Ξέχασε πώς ήταν νύχτα Τσικνοπέμπτης.
Δεν τον απασχολούσαν καθόλου οι μασκαράδες πού έβλεπε γύρω του. Ένα μόνο τον
απασχολούσε, να προλάβει να δώσει το «φάρμακο τής αθανασίας» στην ετοιμοθάνατη.
Πήρε με δέος στα χέρια του το Σώμα και το Αίμα του Χρίστου και ξαναβγήκε στο
δρόμο. Δεν κοιτούσε ούτε δεξιά ούτε αριστερά.
Μόνο έτρεχε να προλάβει.
Σέ μια στροφή του δρόμου άκουσε γέλια και φωνές. Κάποιος φώναξε κοροϊδευτικά:
«Την ευχή σου Δέσποτα!», μα δεν γύρισε να κοιτάξει.
Και τότε, δεν κατάλαβε πώς, βρέθηκε κυκλωμένος από μια παρέα μασκαράδων, που
προσπαθούσαν να τον σταματήσουν.
– Συνάδελφε, πού πάμε;
Ένας νεαρός μασκαρεμένος σε παπά, με χνώτο που μύριζε ποτό, στεκόταν μπροστά
του κρατώντας στο χέρι ένα σταυρό.
Τα ’χασε ο παπα-Θανάσης και πριν προλάβει να πει τίποτα, δέχτηκε την επίθεση
όλου του τσούρμου. Άλλος τον τραβούσε από τα ράσα κι άλλος του έβγαζε το
καλυμμαύχι.
Ο παπα-Θανάσης έσφιξε στο στήθος του τ’ Άχραντα Μυστήρια και προσπάθησε να τους
μιλήσει, μα κανένας δεν άκουγε.
Κάποιος τότε του τράβηξε τη γενειάδα και -σαν να τον κτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα-
άρχισε να φωνάζει;
– Είναι αληθινός, ρε, είναι αληθινός!
Η παρέα κοκκάλωσε στη θέση της κι ο παπα-Θανάσης, με το πρόσωπο μουσκεμένο
από τον ιδρώτα της αγωνίας και τα δάκρυα του, τους κοίταξε χωρίς να μιλά.
– Συγγνώμη, πάτερ! είπε εκείνος που του τράβηξε τη γενειάδα. Νομίζαμε πώς
ήσασταν ψεύτικος σαν κι αυτόν και… σας είδαμε και τέτοια ώρα έξω και ήμασταν
σίγουροι πώς ήσασταν μασκαρεμένος.
- Συγχωρέστε μας! είπε ένας άλλος.
– Πάω να κοινωνήσω μια ετοιμοθάνατη, παιδιά μου. Ο θάνατος δεν έχει ώρες
κατάλληλες και ακατάλληλες κι εγώ τρέχω να τον προλάβω. Και συ, παιδί μου,
βγάλε τα ράσα τα τιμημένα.
Μην αμαρτάνεις άλλο ρεζιλεύοντάς τα.
Είναι πολύ ιερό το ράσο, για να μασκαρεύεσαι μ’ αυτό.
Τραβάτε στα σπίτια σας, παιδιά μου, κι ο Θεός να σας συγχωρέσει. Άνοιξε
το βήμα του ο παπά Θανάσης.
Για να κερδίσει το χαμένο χρόνο. Ήταν πικραμένος ως τα κατάβαθά του.
Τόσο πολύ, λοιπόν, χάλασαν οι άνθρωποι, ώστε μασκαρεύονται και ιερείς;
– Πάτερ, πάτερ!
Η φωνή πού έφτασε στα αυτιά του ήταν γεμάτη αγωνία.
Σταμάτησε και περίμενε.
Ένας νεαρός κατακόκκινος από την τρεχάλα και την ντροπή έφτασε κοντά του
λαχανιασμένος.
– Πάτερ! Είμαι κείνος πού ντύθηκε παπάς.
Θέλω να ’ρθω μαζί σας στο σπίτι της ετοιμοθάνατης. Δεν… δεν θέλω να σας πάρουν
κι άλλοι για ψεύτικο…
Ο παπα-Θανάσης του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει.
Στα χέρια του ο νεαρός κρατούσε το σταυρό πού είχε μαζί του. Μπήκαν στο σπίτι
τής ετοιμοθάνατης σιωπηλοί.
– Χαίρομαι, πάτερ, πού βρήκατε και παπαδάκι και δεν ήρθατε μόνος, είπε ο άντρας
πού τον είχε καλέσει.
Ο νεαρός ξανακοκκίνισε και κοίταξε με αγωνία τον παπα-Θανάση.
– Ναι, ο Θεός μου τον έστειλε, είπε εκείνος και τα λόγια του καρφώθηκαν στην
καρδιά του νεαρού.
– Πάτερ, δεν θα σας εγκαταλείψω ποτέ, έλεγε ο νεαρός λίγη ώρα αργότερα, όταν
ο παπα-Θανάσης κλείδωνε το ναό, αφήνοντας ξανά μέσα το Σώμα και το Αίμα του
Χριστού, θα γίνω ο βοηθός σας, το παπαδάκι σας.
Ίσως έτσι με συγχωρήσει ο Θεός για την ιεροσυλία που έκανα.
-Άμποτε, παιδί μου, να το φορέσεις το ράσο κι αληθινά, είπε ο παπα-Θανάσης και
τον ευλόγησε με τα δυο του χέρια, εκείνα που πριν από λίγο κρατούσαν τον ίδιο
τον Κύριο.
Και παράξενο! Ο παπα-Θανάσης είχε τη σιγουριά πώς αυτό θα γινόταν κάποια μέρα!
Και ακόμα πιο παράξενο, την ίδια σιγουριά ένιωθε μέσα του κι ο νεαρός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου