Ἀπάνθρωπη σκληρότητα καί ἐπίμεμπτη χλιαρότητα
(Φανατικοί καί ἀδιάφοροι μέσα στήν Ἐκκλησία)
Τό καυτό ζήτημα τῶν εἰδωλοθύτων ἀντιμετώπισε καί ἐπέλυσε, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, τόσο ἡ Ἀποστολική Σύνοδος (Πράξ. 15, 28-29) ὅσο καί ὁ θεόπνευστος Ἀπόστολος Παῦλος (Ρωμ. 14, 1-23, Α΄ Κορ. 8, 1-13). Πλήν ὅμως τό πρόβλημα τῶν σχέσεων ἰσχυρῶν καί ἀσθενῶν χριστιανῶν, ἐξακολουθεῖ μέχρι σήμερα, μέ διαφορετικές βέβαια μορφές, νά ταλανίζει τήν Ἐκκλησία. Ποιοί λοιπόν εἶναι οἱ ἰσχυροί καί ποιοί οἱ ἀσθενεῖς χριστιανοί σήμερα;
Τό δίδυμο ἀντιθετικό ζεῦγος τῶν
σκληρῶν ἀφ’ ἑνός χριστιανῶν καί τῶν χλιαρῶν ἀφ’ ἑτέρου εἶναι αὐτό πού στίς ἡμέρες
μας τραυματίζει βαθειά, κατά τήν ἀνθρώπινη βεβαίως πλευρά του, τό ἄχραντο Σῶμα
τοῦ Χριστοῦ καί ἐπιβουλεύεται σοβαρά τήν ἑνότητά του. Στή μιά πλευρά στέκονται
οἱ σκληρόκαρδοι καί ἄσπλαχνοι χριστιανοί («οἱ μή ἐσθίοντες», στήν περίπτωση τῶν
εἰδωλοθύτων), οἱ ὁποῖοι ἔχοντας προκαταβολικά δικαιώσει τούς ἑαυτούς τους
κατακρίνουν τούς ἄλλους ἀνθρώπους («τούς λοιπούς», τούς ἀνάξιους καί ἁμαρτωλούς
(Λουκ. 18, 9-14), προεξοφλώντας ἤδη γι’ αὐτούς τήν αἰώνια καταδίκη. Στήν ἄλλη
πλευρά τοποθετοῦνται οἱ χλιαροί καί πνευματικά ἀδιάφοροι χριστιανοί («οἱ ἐσθίοντες
τά εἰδωλόθυτα» τότε), οἱ ὁποῖοι ὄντας οἱ ἴδιοι παντελῶς ἀδιάφοροι γιά τήν
σωτηρία τῆς ἀθάνατης ψυχῆς τους καταφρονοῦν καί εἰρωνεύνται ὡς ἀφελεῖς καί
θρησκόληπτους τούς θρησκευόμενους συνανθρώπους τους.
Οἱ αὐστηροί χριστιανοί(;) εἶναι
σκληροί καί ἀδυσώπητοι κριτές τῶν ἄλλων («τῶν πάντων»), ἐνῶ οἱ ἀδιάφοροι γιά τά
πνευματικά χριστιανοί(;) ταπεινώνουν καί ἐξουθενώνουν τούς ἀληθινούς
χριστιανούς. Οἱ πρῶτοι, οἱ θρησκόληπτοι καί πουριτανοί, κατακρίνουν καί
πυροβολοῦν μέ τά λόγια τους τούς ἁμαρτωλούς καί μάλιστα τούς ὁμοφυλόφιλους καί
κάποτε τούς φονεύουν στ’ ἀλήθεια. Οἱ δεύτεροι, ὑποκριτές καί ἀλαζόνες,
περιφρονοῦν καί ἀρνοῦνται τή θρησκεία μας, ἀμνηστεύουν καί ἀπενοχοποιοῦν τήν θεομίσητη
ἁμαρτία, μάλιστα δέ καμαρώνουν καί ὑπερηφανεύονται γιά τήν βαρύτατη ἁμαρτία τῆς
ὁμοφυλοφιλίας, ὀργανώνοντας ξεδιάντροπα παρελάσεις ὁμοφυλοφιλικῆς ὑπερηφάνειας
(τά περιβόητα gay pride).
Οἱ μέν σκληροί ἀπορρίπτουν τόν
παρήγορο καί γεμάτο ἀγάπη λόγο τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου μας, πού μᾶς ὑποδέχεται σέ
τούτη τήν ζωή, ὄχι ὡς Κριτής μας, ἀλλ’ ὡς Σωτήρας μας (Ἰω. 3, 16-17), οἱ δέ
χλιαροί καί ἀδιάφοροι συνάνθρωποί μας ἀπωθοῦν βαθειά μέσα τους τή σκέψη πώς ὁ
Χριστός θά ξαναέρθει στόν κόσμο, κατά τήν Δευτέρα Παρουσία Του, ὄχι ὡς Λυτρωτής
πλέον, ἀλλ’ ὡς Δίκαιος Δικαστής (Σύμβολο τῆς Πίστεως). Οἱ χριστιανοί μέ τήν ἄτεγκτη
σκληρότητα, ὑποσυνείδητα θεωροῦν πώς ὁ Κύριος κακῶς ἔκανε πού δέν κατακεραύνωσε
ἀλλ’ ἀντιθέτως συγχώρησε τήν μοιχαλίδα
γυναίκα, ἐνῶ οἱ χριστιανοί μέ τήν ἐλαστική ἤ ἴσως καί πωρωμένη συνείδηση
λησμονοῦν τήν ρητή προειδοποίηση τοῦ Χριστοῦ πρός τήν μοιχαλίδα: «Πορεύου καί ἀπό
τοῦ νῦν μηκέτι ἁμάρτανε» (Ἰω. 8, 1-11).
Ἡ
προσήλωση τῶν πρώτων στήν (χριστιανική) ἀλήθεια εἶναι ἀπάνθρωπη καί θηριώδης,
καθότι ἔχει πάρει διαζύγιο ἀπό τήν ἀγάπη. Ὅμως καί ἡ ὑποτιθέμενη ἀγάπη τῶν
δεύτερων καταντᾶ ὑποκριτική καί ψεύτικη, ἀφοῦ περιφρονεῖ τήν ἐξ Ἀποκαλύψεως
χριστιανική ἀλήθεια. Οἱ φανατικοί καί σκληροί χριστιανοί αἰσθάνονται ἀπέχθεια
γιά τήν ἐλευθερία καί τείνουν πρός τόν ὁλοκληρωτισμό, πολιτικά δέ ἐκφράζονται
μέσα ἀπό τήν Ἄκρα Δεξιά καί τήν Ἄκρα Ἀριστερά, ἐνῶ οἱ θρησκευτικά ἀδιάφοροι
(«χλιαροί») ἐκδέχονται τήν ἐλευθερία ὡς ἀσυδοσία καί ὡς πολίτες ὑπερψηφίζουν
τήν ἐκσυγχρονιστική φιλο –Εὐρωπαϊκή Ἀριστερά καί τήν φωτισμένη φιλο –Δυτική
Δεξιά.
Τελικά, αὐτό πού μᾶς σώζει εἶναι, τόσο οἱ σκληροί καί ἄτεγκτοι ἄνθρωποι («οἱ μή ἐσθίοντες») ὅσο καί οἱ χλιαροί καί θρησκευτικά ἀδιάφοροι («οἱ ἐσθίοντες») νά ἐγκολπωθοῦμε τά λυτρωτικά λόγια τοῦ Κυρίου μας, πού διαβάζονται στό Ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς: «Ὁ ἐσθίων τὸν μὴ ἐσθίοντα μὴ ἐξουθενείτω, καὶ ὁ μὴ ἐσθίων τὸν ἐσθίοντα μὴ κρινέτω· ὁ Θεὸς γὰρ αὐτὸν προσελάβετο. σὺ τίς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην; τῷ ἰδίῳ Κυρίῳ στήκει ἢ πίπτει· σταθήσεται δέ· δυνατὸς γάρ ἐστιν ὁ Θεὸς στῆσαι αὐτόν» (Ρωμ. 14, 3-4).
Παναγιώτης Νικ. Γκουρβέλος
5 σχόλια:
Για μια ακόμα φορά οχι απλώς σ ευχαριστούμε... Σ ευγνωμονούμε Παναγιώτη!
Καλή Σαρακοστή!
Ερρωσο!
Ενα πράγμα χρειάζεται για όλους : Η ειλικρινής μετάνοια. Η εκκλησία οφείλει να τους δέχεται όλους . Με την υπερβάλλουσα ανοχή της όμως προς ορισμένες καταστάσεις , δίνει την εντύπωση ότι τιμωρεί τους αθλητές γιατί δεν έγιναν ολυμπιονίκες (και οι αληθινοί χριστιανοί είναι αθλητές του ευ αγωνίζεσθαι, όχι επαγγελματίες).Πρέπει να φροντίζει να ενισχύει αυτούς που παλεύουν να μην πέσουν,(και φυσικά να είναι αληθινά επιεικής στις πτώσεις και την ενίσχυση τους ,ώστε να ξανασηκωθούν). Δεν είναι όμως αποδεκτή η απαράδεκτη ανοχή σε ορισμένες καταστάσεις που τελικά δίδουν την εντύπωση ,ότι τις ανέχεται και τις επικροτεί. Και βέβαια όλα αυτά χωρίς την παντελή εξάντληση του σώματος και την εναντίωση και απόλυτη καταστολή προς τη φύση. Και πάνω απ' όλα : Αλλο αμαρτία, άλλο αμαρτωλός
Μα αν δεν με δεχθεί έτσι όπως είμαι πως είναι δυνατόν να μετανοήσω. Η Εκκλησία δουλεύει με την ελίτ που την δουλεύει πως προσπαθεί. Όλους τους άλλους μας βγάζει εκτός για να μην μολυνθεί. Αλήθεια από τι φοβάται η Εκκλησία μήπως εμείς οι αμαρτωλοί της αλλάξουμε πορεία;;
Καλύτερη η συναίνεση της μέσης και Βασιλικής οδού. Τα άκρα πάντα βλάπτουν.
«οὕτως ὅτι χλιαρὸς εἶ, καὶ οὔτε ζεστὸς οὔτε ψυχρός, μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου.» (Ἀποκ. γ΄16)
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν ἐπιστολή του συμμερίζεται τούς ἔχοντας ἀσθενή πίστη ἀδελφούς «Τὸν δὲ ἀσθενοῦντα τῇ πίστει προσλαμβάνεσθε, μὴ εἰς διακρίσεις διαλογισμῶν» (Ρωμ. ιδ΄1) κάτι βεβαίως πού δέν ἔχει σχέση μέ ἐφάμαρτες συνήθειες καί καταστάσεις.
Διότι στή συνέχεια ἀπευθυνόμενος σέ «ἐσθίοντες» καί «μή ἐσθίοντες» καί ἐπιτιμώντας τους «σὺ τίς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην;» (Ρωμ. ιδ΄) ἀποφαίνεται καί ἐπεξηγεῖ πώς: «καί ὁ ἐσθίων Κυρίῳ ἐσθίει· εὐχαριστεῖ γὰρ τῷ Θεῷ· καὶ ὁ μὴ ἐσθίων Κυρίῳ οὐκ ἐσθίει, καὶ εὐχαριστεῖ τῷ Θεῷ.» (Ρωμ. ιδ΄6). Δηλαδή καί οἱ μέν καί οἱ δέ, αὐτό πού πράττουν τό πράττουν πρός δόξαν Κυρίου καί εὐχαριστοῦν τό Θεό.
Αὐτό ὅμως εἶναι κάτι πού δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἰσχύει καί γιά τίς ἀνωτέρω κατηγορίες χριστιανῶν «τῶν χλιαρῶν καί πνευματικά ἀδιάφορων» καθώς καί «τῶν σκληρόκαρδων καί ἄσπλαχνων», οἱ ὁποίοι κατ’οὐδένα τρόπο εὐαρεστοῦν τό Θεό, ὅσο παραμένουν ὑποδουλωμένοι στήν ἐφάμαρτη καί νοσηρή πνευματικότητά τους.
Ὡς πρός τήν οὐσία τοῦ θέματος βέβαια, τό νά μήν κρίνουμε δηλαδή τούς ἀδελφούς μας στίς πτώσεις τους, βασική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ὅτι πρέπει νά ἀπεχθανόμαστε καί νά μισοῦμε τήν ἁμαρτία, ἐνῶ ἀντιθέτως πρέπει νά ἀγαπᾶμε τόν ἁμαρτωλό καί νά προσευχόμαστε γι’αὐτόν.
Αὐτό εἶναι ἕνας συνεχής ἀγῶνας ἐνάντια στό ἐγώ μας πού πολλές φορές ἐπιθυμεῖ νά ἐπισιτίζεται ἀπό τήν φαρισαϊκή ἀντίληψη πώς: «οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων» (Λουκ. ιη΄11).
Ὡστόσο, σέ περίπτωση πού κάποιος φθάσει σέ ὕψη ἀρετῆς καί θεωρώντας τόν ἑαυτόν του ἀσφαλισμένο ἔναντι τῆς ἁμαρτίας θελήσει νά ἐκφραστεῖ ἐπικριτικῶς πρός τόν πεσόντα ἀδελφό του, καλόν εἶναι νά ἔχει κατά νοῦ τόν παιδαγωγικό λόγο τοῦ Ἀποστόλου: «ὁ δοκῶν ἑστάναι βλεπέτω μὴ πέσῃ.» (Α΄ Κορ. ι΄12).
Θεόδωρος Σ.
Δημοσίευση σχολίου