Είναι μέρες τώρα που είμαι καρφωμένος σ' ένα
κρεβάτι, μόνος κι αδύναμος. Δεν θυμάμαι πότε μπήκα στο Νοσοκομείο, δεν θυμάμαι
τι μέρα ήταν ούτε τι ώρα. Θυμάμαι μόνο τον τρόμο στα μάτια της γυναίκας μου,
όταν το τεστ για τον covid-19 βγήκε θετικό.
Δεν ξέρω πού το άρπαξα και δεν
έχει και τόση σημασία. Ξέρω πως η ζωή μου άλλαξε από τη μια στιγμή στην άλλη.
Όλα αυτά που θεωρούσα ως χθες σημαντικά, τώρα φαντάζουν ανόητα και τραγικά
γελοία.
Δεν ήξερα αν θα τη γλιτώσω ή όχι. Ούτε μπορούσα να το μαντέψω από τις ματιές των γιατρών και των νοσηλευτών. Βλέπεις, με τις ολόσωμες στολές, τις μάσκες και τα προστατευτικά γυαλιά, όχι μόνο δεν υπάρχει βλεμματική επαφή, μα και η χροιά της φωνής είναι αλλοιωμένη.
Οι ώρες κι οι μέρες περνούν,
χωρίς να έχω το κουράγιο να τις μετρήσω. Άλλοτε βυθίζομαι σ' έναν λήθαργο που
πιότερο μοιάζει με θάνατο κι άλλοτε -σπάνια αυτό- τεντώνω τα αυτιά μου να
αρπάξω καμιά κουβέντα από τις λιγοστές που ανταλλάσσουν στο θάλαμο. Κοιτώ έξω
από το παράθυρο. Ένας καταγάλανος ουρανός θαρρείς και με ειρωνεύεται,
θυμίζοντάς μου πως είναι άνοιξη. Ένα χελιδόνι μου χτυπά το τζάμι επιβεβαιωτικά
πως ναι, το έαρ συνέτριψε το χειμώνα, μα ο δικός μου ο χειμώνας δεν ξέρω πότε
θα τελειώσει.
Χτες άκουσα την καμπάνα να χτυπά
μελαγχολικά. «Είναι η κηδεία μου» σκέφτηκα κι από τον τρόμο παραλίγο να πετάξω
τον αναπνευστήρα. Μα όχι, εξακολουθώ να βρίσκομαι στο μονότονο θάλαμο, με τις
λευκές κουρτίνες, με τους ορούς να κρέμονται στο σταντ, με τα χέρια μου
κατατρυπημένα, με τη σιωπή, τη μονότονη και βασανιστική σιωπή.
Σήμερα παραδόξως άνοιξα τα μάτια
με μια αλλιώτικη διάθεση. Η νοσοκόμα μου ζήτησε συγγνώμη που με ξύπνησε,
προσπαθώντας να αλλάξει τον ορό. Της χαμογέλασα. Κοίταξα στο παράθυρο. Ο ίδιος
γαλανός ουρανός, η ίδια επιμονή της άνοιξης, η ίδια επιμονή της ζωής. Αυτά έξω
από το Νοσοκομείο, έξω από το θάλαμο. Μέσα κονταροχτυπιέται ο θάνατος με την
ελπίδα.
Αργά το απόγευμα μπήκαν οι
γιατροί. Διάβασαν προσεκτικά την καρτέλα μου. Κοιτάχτηκαν στα μάτια για μερικά
δευτερόλεπτα. Ύστερα έγνεψε ο ένας στον άλλο καταφατικά κι όλοι μαζί έγνεψαν
στη νοσοκόμα. Εκείνη ήρθε σιμά μου και αν κρίνω απ' τα μάτια της, μου φάνηκε
πως χαμογελούσε. Με αργές κινήσεις αποσύνδεσε τον αναπνευστήρα.
«Καλή Ανάσταση!» μου είπε με εμφανή χαρά και βλέποντας την απορία στα μάτια μου
συνέχισε «Αύριο είναι Πάσχα! Θα χαρεί πολύ η γυναίκα σου όταν θα της το πούμε
στην καθιερωμένη ώρα επικοινωνίας. Θα χαρείς κι εσύ ... απόψε έχουμε μια
έκπληξη για όλους τους ασθενείς».
Από κείνη την ώρα άρχισα να έχω
ελπίδες, πολλές ελπίδες. Ο θάνατος μου χτύπησε την πόρτα μου, μα δεν αποφάσισε
τελικά να με επισκεφθεί.
Ούτε που κατάλαβα πότε νύχτωσε.
Τα φαναράκια στον ουρανό άναψαν ένα - ένα. Η Σελήνη στη χάση της, στέλνει το
λιγοστό της φως στους ανθρώπους. Μια πασχαλιά γέρνει τα κλαριά της. Νιώθω πως
το μεθυστικό άρωμά της διαπερνά το τζάμι και διαλύει την οσμή του θανάτου.
Τι κοντράστ κι αυτό, μέσα
κι έξω απ' το τζάμι του παραθύρου. Έξω «έαρ μικρό, έαρ βαθύ», όπως λέει ο
ποιητής. Μέσα δεκατέσσερεις ασθενείς να παλεύουν μ' ένα τόσο δα μικρούτσικο κι
αόρατο πραγματάκι. «Έαρ συντετριμμένο» ...
«Αύριο είναι Ανάσταση. Απόψε θα
σημάνουν οι καμπάνες χαρμόσυνα». Βυθισμένος στις σκέψεις δεν άκουσα τη μελωδία
που έφτασε στ' αυτιά μου. Στην αρχή ίσα που ακουγόταν, μα όσο περνούσαν τα
δευτερόλεπτα όλο και δυνάμωνε. «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν ...». Τινάχτηκα. Είναι
η προσμονή τόσο μεγάλη που γεννά παραισθήσεις; «... Καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν
χαρισάμενος». Όχι δεν είναι ιδέα μου. Όμορφες αγγελικές φωνές ακούγονται από
την βεράντα, έξω από το θάλαμό μας.
Έβαλα όλες μου τις δυνάμεις να ανασηκωθώ και να καθίσω στο κρεβάτι. Έξι γιατροί
και τέσσερεις νοσηλευτές, όλο το προσωπικό της εφημερίας, με φαναράκια στα
χέρια ψάλλουν γλυκά, αγγελικά ύμνους αναστάσιμους.
Ύστερα, ήρθαν κοντά στα παράθυρα.
Έφτασαν και στο δικό μου. Τώρα πια δεν φορούσαν μάσκες και τα χαμόγελα
ξεχείλιζαν στα πρόσωπά τους.
Μια κοπέλα άφησε πάνω στο πρεβάζι του παραθύρου μου, ένα κόκκινο αυγό, ένα ρεσώ και μια όμορφη κάρτα.
«Αληθώς ανέστη!» της φώναξα μ'
όλη τη δύναμη της ψυχής μου.
Μεγάλο Σάββατο βράδυ.
Είμαι μόνος, καθισμένος στο
κρεβάτι του θαλάμου.
Δεν ξέρω πότε θα βγω από εδώ
μέσα.
Ούτε πώς θα είναι η ζωή μου μετά
την πανδημία.
Ξέρω με σιγουριά όμως, πως το πιο
συγκλονιστικό Πάσχα της ζωής μου είναι αυτό, στο Κέντρο Αναπνευστικής
Ανεπάρκειας της … κλινικής του νοσοκομείου «…», το βράδυ του Μεγάλου
Σαββάτου.
Μακριά από τους δικούς μου.
Μακριά από την εκκλησιά.
Χωρίς λαμπάδα.
Χωρίς άγιο φως.
Αλλά με το Χριστό αναστημένο!
Υπ.
ΥΓ1. Αφιερωμένο στους ανώνυμους
ήρωες με τις λευκές στολές …
… που δεν εκκλησιάστηκαν, όπως εμείς,
… που δεν άκουσαν το «Χριστός Ανέστη», όπως εμείς,
… που δεν κοινώνησαν, όπως εμείς,
... που δεν γκρινιάζουν ατελείωτα, όπως εμείς,
… αλλά, σαν άγγελοι, αθόρυβα και ταπεινά, έμειναν στο πλάι των ασθενών, στα
Νοσοκομεία ή τους οίκους ευγηρίας,
σε εκείνους που είναι οι μόνοι που τέτοιες μέρες μπορούν να Τον δουν κατάματα
και να Του πουν Κύριε, ἠσθένησας καὶ διηκονήσαμέν σοι
ΥΓ2. Η ιστορία βασίζεται σε
πραγματικό γεγονός
2 σχόλια:
Καταπληκτικό ωφέλιμο. Μας προσγείωσε η ανάγνωση του αληθινού περιστατικού
Μπράβο ρε Υπ.
Σε πάω
W
Δημοσίευση σχολίου